Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΙΑΝ ΛΙΔΑΚΗΣ ΠΕΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΜΑΚΡΙΑ μυθιστόρημα ianlidakis@yahoo.com επιμέλεια κειμένου: Πλάτων Μαλλιάγκας μακέτα εξωφύλλου: Γιαννούλα Μπανάσιου 2009 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ Ηροδότου 31, 15122 Μαρούσι, τηλ 210 8021333 fax: 211 0135560 http://www.iviskospublications.gr e-mail: info@iviskospublications.gr ISBN 978-960-98547-1-9 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ
Στην Τζασμίν
Σαγήνη στο Αίνιγμα Το σκηνικό. Αιθάλη νικοτίνης και απαλή τζαζ. Χαμηλός φωτισμός, φωνές, ψίθυροι και αδιάκοπο ξόδεμα οινοπνεύματος. Παντού γύρω υπάρχουν στριμωγμένες παρέες. Πίνουν, γελούν, συζητούν δυνατά. Το μαγαζί είναι εξαιρετικά μικρό και τούτη την ώρα, Σάββατο βράδυ, ασφυκτικά γεμάτο. Ο άντρας. Αισθάνεται πολύ στριμωγμένος εδώ μέσα, αλλά ταυτόχρονα του αρέσει. Η μουσική είναι θαρρείς διαλεγμένη αυστηρά απ τον ίδιο και κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να το βρει κανείς τόσο μακριά απ τον προσωπικό του χώρο. Κάθεται μόνος του πλάι στον τοίχο, στο ακριανό από τα πέντε σκαμπό. Μιας και δεν έχει παρέα, παρακολουθεί διακριτικά τη νεαρή σερβιτόρα καθώς ετοιμάζει τις παραγγελίες πίσω απ το μπαρ σβέλτα, αλλά χωρίς άγχος. 9
Οι άλλοι. Κοντά στην είσοδο του μαγαζιού λικνίζονται ναρκισσευόμενα δυο γυναικεία σώματα. Ο Ιδομενέας τους ρίχνει μερικές κλεφτές ματιές. Θέλει να τα περιεργαστεί περισσότερο, να φαντασιωθεί ότι κουνιούνται σε δικούς του ρυθμούς, ότι χορεύουν ειδικά για εκείνον. Δεν τα καταφέρνει. Το προσπάθησε για λίγο, αλλά από εκεί που κάθεται πρέπει να στραβώνει συνεχώς τον λαιμό του κι έπειτα να παρακάμπτει δυο άχαρα κοντοκουρεμένα αντρικά κεφάλια, μάλλον των συνοδών τους. Ή που θα παρεξηγηθεί, ή που θα πάθει αγκύλωση στον σβέρκο. Γρήγορα εγκαταλείπει. Τώρα κάθεται στραμμένος μπροστά, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο μπαρ και, καθώς κατεβάζει με αργές γουλιές το «Σάουθερν Κόμφορτ» που έχει παραγγείλει, περιορίζεται ξανά μονάχα στο να παρατηρεί τη σερβιτόρα. Πόσο επιδέξια, πόσο σταθερά γεμίζει τα ποτήρια! Από τα δάχτυλά της ρέει το οινόπνευμα σαν καταρράχτης ελπίδας. Σκέφτεται να παραγγείλει ακόμα ένα. Τον έπεισε. Ίσως καταφέρει να ζαλιστεί λίγο. Όχι πως θέλει να ξεχάσει κάτι. Επιθυμεί απλώς να επεξεργαστεί με άλλο βλέμμα τις πρόσφατες ανατροπές της ζωής του. Είτε σου αρέσει είτε όχι, αναγνώστη, αυτός είναι ο Ιδομενέας Μόρισον. Ένας Αμερικανός που αυτήν τη νύχτα, πάνω στο κλείσιμο των τριάντα πέντε του χρόνων, αντί να βρίσκεται με φίλους και να το γιορτάζει, πίνει μόνος του μέσα στο μικροσκοπικό μπαρ Αίνιγμα, σε κάποιο στενό σοκάκι της παλιάς πόλης των Χανίων. Ακούγεται θλιβερό, όμως μη βιάζεσαι. Κι εγώ θα προτιμούσα να περάσει μια τέτοια μέρα παρέα με τη γυναίκα των ονείρων του. Να τη χορεύει ή να τη χαϊδεύει σ ένα καλύτερο μαγαζί. Να ψιθυρίζει στο αφτί της τρυφερές λέξεις σαν έμπειρος συνοδός που γνωρίζει τις μύχιες ανάγκες της. Να της έχει τηλεφωνήσει λίγο νωρίτερα για να της προτείνει να πάνε σ ένα από τα πολυτελή εστιατόρια του Μανχάταν. Για να την κεράσει με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Κι εκείνη να έχει ανταποκριθεί. Αλλά τι να κάνουμε; Είναι που τις τελευταίες ημέρες τού έχουν πέσει πολλά μαζεμένα. Μόλις χθες το μεσημέρι έφτασε εσπευσμένα απ τη Νέα Υόρκη. Δεν έχει προλάβει να γνωρίσει ούτε το κορίτσι της υποδοχής στο ξενοδοχείο του. Καλά καλά δεν έχει απολαύσει τη θέα απ το δωμάτιό του. Είναι λογικό λοιπόν να κυκλοφορεί μόνος, έστω και ανήμερα στα γενέθλιά του. Και η αλήθεια είναι ότι, μακριά από την πατρίδα και τους φίλους του, μια τέτοια μέρα νιώθει διπλά μόνος. Όμως, πού το βρήκε τέτοιο όνομα; Ιδομενέας! Γίνεται να είναι αμερικανικό; Φυσικά και όχι. Αλλά περί αυτού θα μιλήσω αργότερα. Προς το παρόν θα ασχοληθώ με την εξωτερική του εμφάνιση. Ο τύπος, λοιπόν, είναι καστανός με μάτια μελιά και αρκετά ψηλός, πάνω απ τον μέσο όρο. Τόσο που έχει πάντα κατά νου να μην καμπουριάζει, γιατί δεν είναι κι εύκολο να κρατάει κανείς ευθυτενές το 10 11
σώμα του, όταν όλοι γύρω του ανασηκώνονται στις μύτες για να του μιλήσουν. Ωστόσο, κάποιες φορές δεν μπορεί να το αποφύγει. Συνήθως το καρύδι στον λαιμό του είναι σημαδεμένο από κοψίματα. Εκεί πάνω σκαλώνει πάντα το ξυράφι του κι αυτό είναι από τα πράγματα που απεχθάνεται περισσότερο, ιδίως όταν έχει ραντεβού με γυναίκα. Δεν θέλει με τίποτα να μοιάζει με αδέξιο έφηβο που μόλις σήμερα πρωτοξυρίστηκε. Εξαιτίας του επαγγέλματός του, στο οποίο θα αναφερθώ μια πιο κατάλληλη στιγμή, τα μαλλιά του είναι πάντα κοντοκουρεμένα, παρόλο που μέχρι να αποφοιτήσει από το κολέγιο τα άφηνε να πέφτουν ως τους ώμους σε ένα αχτένιστο σύμπλεγμα από δαχτυλίδια. Τώρα το μόνο που του απομένει είναι να εξισορροπεί την έλλειψη του επιθυμητού μήκους τους με δύο φαβορίτες ελάχιστα πιο μακριές από το συνηθισμένο. Κάτι είναι κι αυτό. Γιατί οι προϊστάμενοί του έχουν άποψη ακόμα και για κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, οι οποίες για εμάς τους υπόλοιπους φαντάζουν ασήμαντες. Όμως, επειδή τα μάτια του είναι το κυριότερο προσόν της εμφάνισής του, δεν θα ήθελα τα προσπεράσουμε τόσο εύκολα. Από όταν ήταν ακόμα παιδί, απέπνεαν μια τρυφερή μελαγχολία, σχεδόν αδιόρατη, απ την οποία (σύμφωνα πάντα με τη γνώμη των γυναικών που τον αγάπησαν) πηγάζει σχεδόν το σύνολο της γοητείας του. Τα ελαφρώς πεσμένα βλέφαρά του, σε συνδυασμό με τη μελένια απόχρωση που στεγάζουν, μαρτυρούν μιαν ευαισθησία καλλιτέχνη. Παράλληλα δίνουν την αίσθηση ότι κάποιος προαιώνιος πόνος τα έχει γλυκάνει. Ένας πόνος υπαρξιακός που δεν μοιάζει να είναι αποκλειστικά δικός του, αλλά σε μεγάλο βαθμό κληροδότημα των προγόνων του. Λέγεται ότι τα ελαφρώς πεσμένα βλέφαρα προδίδουν φιληδονία, έντονη ροπή προς τις αισθησιακές απολαύσεις και τα σχετικά. Ο Ιδομενέας, όμως, από τη μέχρι τώρα ζωή του, δεν φαίνεται να διεκδίκησε κάποιο μεγαλύτερο ποσοστό υλικής απόλαυσης από αυτό που συνήθως επιδιώκει ο μέσος άνθρωπος. Ίσως λοιπόν και αυτή η ιδιαιτερότητα να οφείλεται απλά στα γονίδια και όχι στην περίπτωση να μην έχει ανακαλύψει ακόμα ποιος πραγματικά είναι. Κανείς ωστόσο δεν ξέρει σίγουρα. Εν ολίγοις ο ήρωάς μας είναι αυτό που συνήθως ονομάζουν «γόης με το τίποτα», αφού η φύση φαίνεται ότι τον προίκισε με αρκετά χαρίσματα. Και καθώς λέει ο λαός: «Τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι». Πόσο μάλλον, τζάμπα μέλι. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι από εκείνους που περνούν απαρατήρητοι. Ακόμα και τώρα, μέσα στο ημιφωτισμένο «Αίνιγμα», βράδυ βροχερού και κρύου Σαββάτου, όπου όλοι γύρω του είναι αλλοεθνείς και άγνωστοι, χάρη στη δοκιμασμένη γοητεία του ίσως να τα καταφέρει και σε λίγο να πάψει να είναι μόνος. Τουλάχιστον σε κάτι τέτοιο ελπίζει ο ίδιος. Η κοπέλα που σερβίρει πίσω απ το μπαρ, όταν του έδινε το ποτό του, του ένευσε χαμογελώντας. Έπειτα φάνηκε ότι με τις άκρες των ματιών της παρακολουθούσε κι 12 13
εκείνη διακριτικά τις κινήσεις του. Αλλά ίσως και να ήταν μονάχα δική του εντύπωση. Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη. Υπάρχει κάποια παραξενιά στη διάταξη και τη μορφή των χαρακτηριστικών της που την κάνει να μοιάζει με αρπακτικό πουλί. Δυστυχώς απέχει πολύ από τις προτιμήσεις του. Επιπλέον απέχει αρκετά από τον τύπο της Κρητικιάς που οι αρχαίες μυθικές παραστάσεις την περιγράφουν με λεπτή μέση, με πλούσια στήθη, με γόνιμη λεκάνη, με μαύρους μακριούς βοστρύχους και μελαχρινό δέρμα. Κι όταν κάτι βρίσκεται τόσο μακριά απ τον μύθο είναι για τον Ιδομενέα αρκετά αποθαρρυντικό. Δεν έχει διάθεση να προσπαθήσει να τη γνωρίσει περισσότερο. Προτιμάει να ρίξει πάλι μερικές ματιές στα τραπέζια που βρίσκονται πίσω του, μήπως και ανακαλύψει κάτι άλλο, κάτι που να ταιριάζει πιο πολύ με τις μύχιες προσδοκίες του. Περιστρέφει το σκαμπό του διακριτικά, κρατώντας το ποτήρι του στο χέρι και παράλληλα ανάβει ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο, κάτι τέτοιες στιγμές, αποτελεί αληθινό στήριγμα, περίπου σαν μαγικό λευκό ραβδί με καυτή αιχμή που τον βοηθάει να προσπερνάει την αμηχανία. Εξετάζει με προσποιητή απάθεια τον χώρο, πίνοντας μια γουλιά ποτού κάθε τρεις τζούρες καπνού. Όλοι οι θαμώνες όμως έχουν την παρέα τους, όλες οι γυναίκες τον συνοδό τους. Όλες; Είναι σίγουρος; Προς το παρόν ναι. Η γυναίκα. Σε λίγο, από κάποιο τραπέζι, σηκώνονται τρεις κοπέλες. Η τέταρτη της παρέας δεν φαίνεται να έχει πρόθεση να σηκωθεί. Μοιάζει αρκετά όμορφη. Ω, ναι, είναι εξαιρετικά ωραία. «Beautiful» είναι η λέξη που χρησιμοποίησε η σκέψη του για να εκφραστεί. Έπειτα το μυαλό του, σαν να ήταν τροχοφόρο, φρενάρισε απότομα. Θυμήθηκε ότι μόλις χθες είχε διαβάσει στο λεξικό του την ελληνική εκδοχή της λέξης: «Ωραία». Έχει εντελώς άλλο νόημα. Σημαίνει «στην ώρα της». Στην ώρα ποιου πράγματος; αναρωτιέται τώρα. Δυστυχώς δεν μπορεί να ξέρει. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Ελπίζει να το διαπιστώσει αργότερα. Ίσως στην ώρα της συγκομιδής των καρπών της. Χαιρετάει τις φίλες της. Δείχνει να μην έχει σκοπό να φύγει ακόμα. Της αφήνουν χρήματα για να πληρώσει τα ποτά τους. Ξανθιά. Όχι πάνω από τριάντα. Φίνα, με εκλεπτυσμένες χειρονομίες. Ορίστε ένα υπέροχο απόσπασμα μύθου. Ξανθιά, μοιραία και ντελικάτη. Περιεργάζεται την κατατομή της. Τέλεια... διάολε, διαολοτέλεια... Από το σημείο όπου κάθεται μπορεί να τη χαζεύει, χωρίς εκείνη να το αντιλαμβάνεται. Έχει περιγράψει τα μάτια της με μαύρο μολύβι, γεγονός που τονίζει το σταρένιο της πρόσωπο με απαράμιλλη χάρη. Σου φαίνεται πως, απ τα δεκαέξι και μετά, αυτό το περίγραμμα δεν βγήκε ποτέ γύρω απ τα μάτια της. Είναι πια σύμφυτο με την προσωπικότητά της. Φυσική ξανθιά, λοιπόν, με βαμμένα τα ματοτσίνορα. Καλύτερα του φαίνεται από μια βαμμένη ξανθιά με φυσικά ματοτσίνορα. Γιατί ο Ιδομενέας πάντα είχε μια προτίμηση στο όσο το δυνατό πιο ανεπιτήδευτο. Έτσι, λοιπόν, 14 15
όπως του αρέσει να τρώει ντομάτες μόνο το καλοκαίρι που είναι η εποχή τους, προτιμάει και τις γυναίκες χωρίς πολλά φτιασίδια. Δεν αισθάνεται καλά, όταν φιλάει μια γυναίκα, να καταπίνει κραγιόν, να προσκρούει πάνω σε επάλληλες στρώσεις μέικ απ, να σκοντάφτει σε τείχη αρωμάτων και αποσμητικών, να αγκυλώνει τα δάχτυλά του σε σταθεροποιημένα με ζελέ μαλλιά. Όμως αρκετά κράτησε η παρατήρηση. Πρέπει να περάσει στη δράση. Αν η κοπέλα σηκωθεί και φύγει τώρα, μάλλον δεν πρόκειται να την ξαναδεί. Θα πρέπει να την πλησιάσει γρήγορα, να μην χάσει άλλο χρόνο. Στην πατρίδα του μπορεί να έχει στη διάθεσή του όσο καιρό θέλει για να φλερτάρει μια κοπέλα που μένει στο απέναντι διαμέρισμα ή που δουλεύει στο σούπερ μάρκετ, αλλά εδώ δεν είναι το ίδιο. Μήπως άλλωστε ξέρει πότε θα ταξιδέψει για πίσω; Πρέπει να συντομεύει. Για να πάρει θάρρος σκέφτεται εκείνο το εγχειρίδιο εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας που διάβαζε χθες στο αεροπλάνο. Ο συγγραφέας συμβούλευε τους αναγνώστες του ότι θα τους έκανε καλό μερικές φορές να ενδίδουν σε κάποιες τολμηρές πράξεις, παράξενες ή ακόμα και λίγο τρελές, ώστε να παραμερίζουν το βαρετό μανδύα της καθημερινότητάς τους. Μία απ τις συμβουλές του ήταν να σταματήσει κανείς στον δρόμο ή σε κάποιο μαγαζί μια άγνωστη γυναίκα και να της πει πόσο όμορφη είναι ή κάτι ανάλογο. Αναγνώριζε βέβαια πως μια τέτοια πράξη εγκυμονούσε αρκετούς κινδύνους και παρεξηγήσεις, αλλά υποσχόταν ότι επιφύλασσε και σπάνιες χαρές. Έτσι ο Ιδομενέας αποφάσισε να ποντάρει στη δεύτερη πιθανότητα και να βάλει σε εφαρμογή τη συμβουλή του συγγραφέα. Παραγγέλνει ένα δεύτερο ποτό και περιμένει λίγο, γιατί η κοπέλα έχει μόλις πάρει ένα μήνυμα στο κινητό της και απαντάει. Δεν θα ήθελε να της μιλήσει τη στιγμή που θα έχει τον νου της κάπου αλλού. Μοιάζει ιδιαίτερα εξασκημένη στην πληκτρολόγηση. Ο αντίχειράς της δουλεύει γρήγορα και με ακρίβεια. Δεν έχει μακριά νύχια. Τα νύχια εμποδίζουν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Φαίνεται ότι ανήκει στην κατηγορία που είναι τρομερά εθισμένη σ αυτό το είδος επικοινωνίας. Προτιμάει λοιπόν να κόβει τα νύχια της, παρά να στερηθεί την ηδονή της ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων. Καθώς συντάσσει το κείμενο σκυμμένη, τα μακριά ολόισια μαλλιά της έχουν πέσει μπροστά και της κρύβουν το πρόσωπο. Το παραπέτασμα που δημιουργούν σαλεύει πότε πότε σαν από κάποιο απαλό αεράκι. Όμως μέσα στο μαγαζί δεν φυσάει. Μόνο ανεβαίνουν προς το διακοσμητικό αλεξίπτωτο της οροφής η αιθάλη της νικοτίνης και η απαλή τζαζ. Σφιχτά αγκαλιασμένες σαν φίλες από παλιά. Τελείωσε. Πάμε. Με το ποτήρι του στο χέρι σηκώνεται απ το σκαμπό. Για να περάσει ανάμεσα στα άλλα τραπέζια, που μεσολαβούν μέχρι το δικό της, πρέπει να κάνει σχεδόν ακροβατικές κινήσεις. Πρέπει να ψελλίσει πολλά συγνώμη, να σπρώξει διακριτικά μερικούς θαμώνες απρόθυμους να μετακινηθούν, να προσέχει ταυτόχρο- 16 17
να ώστε να μην του χυθεί το ποτό. Καθώς το επιχειρεί, θυμάται ένα παραμύθι που του διάβαζε η μητέρα του όταν ήταν μικρός. Το παλικάρι για να κερδίσει την κόρη του βασιλιά έπρεπε να λιώσει σαράντα σιδερένια ζευγάρια παπούτσια, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας βουνά, διασχίζοντας κάμπους, περνώντας επικίνδυνες γέφυρες. Έτσι κι αυτός τώρα πρέπει να διασχίσει από άκρη σ άκρη ένα μπαρ, πράγμα εξίσου δύσκολο Σάββατο βράδυ. Ωστόσο τα καταφέρνει. Η συνάντηση. «Δεσποινίς, είστε τόσο όμορφη! Εδώ και αρκετή ώρα με έχει καθηλώσει κάτι πολύ σπάνιο που αποπνέει το πρόσωπό σας...» Εκστομίζοντας αυτό το αδέξιο κομπλιμέντο, ένιωσε ξαφνικά τα γόνατά του να λυγίζουν από αβεβαιότητα. Άραγε η κοπέλα καταλάβαινε τα αγγλικά; Δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ίσως να έφταιγε και κάτι άλλο. Ο συγχρονισμός μάλλον δεν ήταν καλός. Της το είπε τη στιγμή ακριβώς που εκείνη, έχοντας ακουμπήσει στο τραπέζι το τηλέφωνο, έπαιρνε το ποτήρι της για να το φέρει στα χείλη. Σηκώνοντας τα μάτια της προς το μέρος του και ακούγοντάς τον, ολοκλήρωσε αυτό που είχε αρχίσει. Κατέβασε αργά μια γουλιά από το απροσδιόριστο γαλακτερό κοκτέιλ, σκεπάζοντας λες επίτηδες το μισό πρόσωπό της με το ποτήρι. Δεν έδειξε καθόλου αν κατάλαβε αυτό που άκουσε. Τα μάτια της δεν φανέρωσαν κανένα συναίσθημα ή αντίδραση. Ωστόσο, πριν ο Ιδομενέας απογοητευτεί και κάνει μεταβολή, του απηύθυνε μια σαφέστατη χειρονομία. Με το ελεύθερο χέρι της του έδειξε ευγενικά ένα άδειο κάθισμα απέναντί της. Μόνο όταν βολεύτηκε με το προσποιητά σεμνό του ύφος κοντά της και ακούμπησε το ποτό του πλάι στο δικό της, μόνο τότε επιτέλους του χαμογέλασε. Τα μάτια της, που ως εκείνη την ώρα έμοιαζαν κάπως μελαγχολικά, τώρα απέκτησαν μιαν ιδιαίτερη ευδιαθεσία. Ταυτόχρονα φαινόταν ελαφρώς κολακευμένη, αλλά μόνο τόσο όσο γίνεται να κολακευτεί μια γυναίκα που προφανώς έχει συνηθίσει από παιδί να δέχεται τέτοιες φιλοφρονήσεις. Το γεγονός τουλάχιστον πρόδιδε πως καταλάβαινε τη γλώσσα του αρκετά καλά. Ωστόσο δεν τον διευκόλυνε περισσότερο. Παρέμεινε σιωπηλή και τον κοιτούσε στα μάτια. Έπρεπε λοιπόν να βρει κάτι καινούργιο να της πει. Έπρεπε να βγάλει το φίδι απ την τρύπα μόνος του. Διαολοτέλεια! επανέλαβε ενδομύχως. Όμως τι να της έλεγε; Το μυαλό του είχε κολλήσει σ αυτήν την επωδό. Έπρεπε σύντομα να βρει κάτι καλό. 18 19