Σύµβαση εργασίας Άρθ. 136, 250 ΑΚ [44] 6. Σύµβαση εργασίας 6.1 Εισαγωγικά [44] Αστικός Κώδικας [Άρθρα 136, 250, 648-680, 1389] Άδεια 666, 667 Ασφάλεια και υγιεινή εργασίας 662 ασθένεια εργαζοµένου 660, 661 Εφευρέσεις εργαζοµένου 668 Καταγγελία σύµβασης εργασίας 670-677 για σπουδαίο λόγο 672, 673, 674 θάνατος του ενός συµβαλλόµενου µέρους 675 Μισθός 649, 655, 664 κρατήσεις 665 συµψηφισµός µισθού 664 Μισθωτοί οικιακοί 663 Πιστοποιητικό εργασίας 678 ΣΣΕ 680 Σύµβαση εργασίας άδεια για ανεύρεση εργασίας 677 ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ανανέωση σιωπηρή 671 ανηλίκων 136 ανυπαίτια απουσία 657, 658 δικαίωµα στις εφευρέσεις 668 εµπιστευτικές εργασίες 676 έννοια 648 εργασία πέρα από τη συµφωνηµένη 659 λήξη 669 παραγραφή αξιώσεων από αυτήν 250 παραίτηση από δικαιώµατα 679 παροχή εργασίας για τις οικογενειακές ανάγκες 1389 προσωπική φύση σχέσης 651 σύναψη 650 υπερηµερία εργοδότη 656 υποχρεώσεις εργαζοµένου 652 υποχρεώσεις εργοδότη 653, 654 Άρθ. 136. Ανήλικος που συµπλήρωσε το δέκατο πέµπτο έτος. Ο ανήλικος που συµπλήρωσε το δέκατο πέµπτο έτος µπορεί, µε τη γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιµέλειά του, να συνάψει σύµβαση εργασίας ως εργαζόµενος. Αν δεν δίνεται η συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου. Άρθ. 250. Πενταετής παραγραφή. Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: [...] 6. των υπηρετών και των εργατών για την πληρωµή των µισθών ή 307
[44] AK Άρθ. 648-655 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ άλλων αµοιβών και εξόδων τους 7. εκείνων που παρέχουν κάθε είδους διδασκαλία, για την αµοιβή και για τις δαπάνες τους [...] 11. των δικηγόρων, των συµβολαιογράφων και των δικαστικών επιµελητών, για τις αµοιβές και για τις δαπάνες τους [...] 15. των τόκων, χρεολύτρων και µερισµάτων [...] 17. των κάθε είδους µισθών, των καθυστερούµενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαµβάνεται περιοδικά 18. των προσώπων στα οποία παρέχεται εργασία, για τις προκαταβολές τους έναντι των αξιώσεων από την παροχή της. Άρθ. 648. Έννοια. Με τη σύµβαση εργασίας ο εργαζόµενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισµένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συµφωνηµένο µισθό. Σύµβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο µισθός υπολογίζεται κατά µονάδα της παρεχόµενης εργασίας ή κατ αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόµενος να προσλαµβάνεται ή να απασχολείται για ορισµένο ή για αόριστο χρόνο. Άρθ. 649. Αν η εργασία κατά τις συνηθισµένες περιστάσεις παρέχεται µόνο µε µισθό, λογίζεται πως έχει σιωπηρά συµφωνηθεί µισθός. Άρθ. 650. Εκείνος που έχει άδεια της αρχής ή που προσφέρεται δηµόσια να διεξάγει υποθέσεις ή που διεξάγει κατ επάγγελµα υποθέσεις, λογίζεται ότι αποδέχτηκε την πρόταση για σύµβαση τέτοιας εργασίας, αν δεν την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Άρθ. 651. Προσωπική φύση της σχέσης. Αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συµφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόµενος οφείλει να εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη στην εργασία είναι αµεταβίβαστη. Άρθ. 652. Υποχρεώσεις του εργαζοµένου. Ο εργαζόµενος οφείλει να εκτελέσει µε επιµέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζηµία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή από αµέλειά του. Ο βαθµός της επιµέλειας, για την οποία ευθύνεται ο εργαζόµενος, κρίνεται µε βάση τη σύµβαση, ενόψει της µόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζοµένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Άρθ. 653. Υποχρεώσεις του εργοδότη. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συµφωνηµένο ή το συνηθισµένο µισθό. Άρθ. 654. Αν ο µισθός συνίσταται ολικά ή κατά ένα µέρος σε ποσοστό από τα κέρδη, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να παρέχει στον εργαζόµενο ή αντί γι αυτόν σε πρόσωπο που εκλέγουν τα µέρη ή το δικαστήριο, τις αναγκαίες πληροφορίες για τα κέρδη και τις ζηµίες και, εφόσον απαιτείται, έχει υποχρέωση να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία. Άρθ. 655. Πότε καταβάλλεται ο µισθός. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συµφωνία ή συνήθεια, ο µισθός καταβάλλεται µετά την παροχή της εργασίας και, αν 308
Σύµβαση εργασίας Άρθ. 656-660 ΑΚ [44] υπολογίζεται κατά ορισµένα διαστήµατα κατά τη διάρκεια της σύµβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ αυτά. Σε κάθε περίπτωση µόλις λήξει η σύµβαση γίνεται απαιτητός ο µισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Σε εργασία κατά µονάδα ή κατ αποκοπήν ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα στις προκαταβολές που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις ανάλογα µε την εργασία που έχει προσφέρει και τις δαπάνες που τυχόν έκανε. Άρθ. 656. Υπερηµερία του εργοδότη. Αν ο εργοδότης έγινε υπερήµερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα να απαιτήσει το µισθό, χωρίς να είναι υποχρεωµένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όµως έχει δικαίωµα να αφαιρέσει από το µισθό καθετί που ο εργαζόµενος ωφελήθηκε από τη µαταίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Άρθ. 657. Λόγοι που εµπόδισαν τον εργαζόµενο. Ο εργαζόµενος διατηρεί την αξίωσή του για το µισθό, αν ύστερα από δεκαήµερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εµποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ο εργοδότης έχει δικαίωµα να αφαιρέσει από το µισθό τα ποσά που εξαιτίας του εµποδίου καταβλήθηκαν στον εργαζόµενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόµο. Άρθ. 658. Το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο διατηρείται, σύµφωνα µε το προηγούµενο άρθρο, η αξίωση για το µισθό σε περίπτωση εµποδίου, δεν µπορεί να υπερβεί τον ένα µήνα, αν το εµπόδιο εµφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος µετά την έναρξη της σύµβασης, και το µισό µήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αξίωση για το διάστηµα αυτό υπάρχει και αν ακόµη ο εργοδότης κατάγγειλε τη µίσθωση επειδή το εµπόδιο του παρείχε το δικαίωµα αυτό. Άρθ. 659. Εργασία πέρα από τη συµφωνηµένη. Αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συµφωνηµένη ή τη συνηθισµένη, ο εργαζόµενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη µε την καλή πίστη. Ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα για την πρόσθετη αυτή εργασία σε συµπληρωµατική αµοιβή, που κανονίζεται ανάλογα µε το συµφωνηµένο µισθό και µε τις ειδικές περιστάσεις. Άρθ. 660. Ασθένεια του εργαζοµένου. Ο εργοδότης σε περίπτωση ασθένειας του εργαζοµένου που έχει προσληφθεί και ζει µαζί του, έχει υποχρέωση να του παρέχει, ενόσω διαρκεί η σύµβαση, περίθαλψη και ιατρική αντίληψη στο σπίτι ή και σε νοσοκοµείο έως ένα µήνα, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε τουλάχιστον ένα έτος µετά την έναρξη της σύµβασης, και έως δέκα ηµέρες, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε µετά τρεις µήνες από την έναρξη της σύµβασης. Ο εργοδότης έχει δικαίωµα να καταλογίσει τις δαπάνες στο µισθό που οφείλει για το χρόνο που διαρκεί η ασθένεια. 309
[44] AK Άρθ. 661-667 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Η υποχρέωση του εργοδότη δεν υπάρχει, αν η ασθένεια οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αµέλεια του εργαζοµένου ή από την εισαγωγή του σε νοσοκοµείο ως ασφαλισµένου υποχρεωτικά για την περίπτωση ασθένειας. Άρθ. 661. Ο εργοδότης έχει τις υποχρεώσεις του προηγούµενου άρθρου και αν ακόµη, έχοντας εξαιτίας της ασθένειας τέτοιο δικαίωµα, καταγγείλει τη σύµβαση. Άρθ. 662. Ασφάλεια και υγιεινή των χώρων εργασίας. Ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθµίζει τα σχετικά µε την εργασία και µε το χώρο της καθώς και τα σχετικά µε τη διαµονή, τις εγκαταστάσεις και τα µηχανήµατα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζοµένου. Άρθ. 663. Αν ο εργαζόµενος έχει προσληφθεί και ζει στην κατοικία του εργοδότη, αυτός έχει υποχρέωση να διαρρυθµίζει τα σχετικά µε το χώρο της διαµονής και του ύπνου, καθώς και τα σχετικά µε την περίθαλψη και µε το χρόνο εργασίας και ανάπαυσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται η υγεία και η ηθική, καθώς και η άσκηση των θρησκευτικών και των πολιτικών καθηκόντων του εργαζοµένου. Άρθ. 664. Συµψηφισµός ή κρατήσεις του µισθού. Ο εργοδότης δεν µπορεί να συµψηφίσει οφειλόµενο µισθό µε απαίτησή του κατά του εργαζοµένου, εφόσον ο µισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζοµένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συµψηφισµό µε απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζηµίας που του προξένησε ο εργαζόµενος µε δόλο κατά την εκτέλεση της σύµβασης εργασίας. Ο µισθός, εφόσον δεν υπόκειται σε συµψηφισµό, είναι και ακατάσχετος. Άρθ. 665. Στην περίπτωση που συµφωνήθηκαν κρατήσεις από το µισθό, αν δεν συµφωνήθηκε διαφορετικά θεωρείται ότι έγιναν για την κάλυψη ενδεχό- µενης ζηµίας του εργοδότη. Τέτοιες κρατήσεις είναι ισχυρές µόνο στο µέτρο του προηγούµενου άρθρου και είναι τοκοφόρες αφότου έγιναν. Άρθ. 666. Παροχή άδειας. Ο εργοδότης, αν η εργασία εξαντλεί εντελώς ή σηµαντικά τις παραγωγικές δυνάµεις του εργαζοµένου, έχει υποχρέωση να του δίνει κάθε χρόνο άδεια για δέκα τουλάχιστον συνεχείς ηµέρες, αν η συµβατική σχέση υπάρχει χωρίς διακοπή ήδη από ένα χρόνο, για δεκαπέντε ηµέρες αν η σχέση υπάρχει από πέντε χρόνια και για είκοσι ηµέρες αν η σχέση υπάρχει από δεκαπέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα στο µισθό. Άρθ. 667. Η άδεια του προηγούµενου άρθρου δίνεται στην κατάλληλη, ενόψει των συνθηκών της εργασίας, εποχή. Στο χρόνο της άδειας δεν υπολογίζεται ο χρόνος που ο εργαζόµενος εµποδίζεται να εργαστεί, αλλά έχει δικαίωµα στο µισθό. Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να δώσει άδεια, από τότε που ο εργαζόµενος κατάγγειλε τη σύµβαση. 310
Σύµβαση εργασίας Άρθ. 668-670 ΑΚ [44] Άρθ. 668. Δικαίωµα στις εφευρέσεις. Οι εφευρέσεις που έγιναν από τον εργαζόµενο κατά την εκτέλεση της εργασίας ανήκουν σ αυτόν, εκτός αν αποτελούν το αντικείµενο της εργασίας που του έχει ανατεθεί ή αν ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωµα σ αυτές. Σε περίπτωση τέτοιας επιφύλαξης του εργοδότη, ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα σε ιδιαίτερη εύλογη αµοιβή. Σηµείωση: Το άρθρο 668 ΑΚ πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρώς καταργηµένο µε τις ρυθµίσεις του άρθρου 6 παρ. 4 έως 8 Ν 1733/1987 (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) που ορίζουν τα εξής: «4. Εφεύρεση που πραγµατοποιείται από εργαζόµενο ανήκει σ αυτόν (ελεύθερη εφεύρεση), εκτός αν πρόκειται είτε για υπηρεσιακή εφεύρεση, οπότε ανήκει εξ ολοκλήρου στον εργοδότη, είτε για εξαρτηµένη εφεύρεση, οπότε ανήκει κατά 40% στον εργοδότη και κατά 60% στον εργαζόµενο. 5. Υπηρεσιακή εφεύρεση είναι το προϊον συµβατικής σχέσης εργαζοµένου µε εργοδότη για την ανάπτυξη εφευρετικής δράσης. Σε περίπτωση πραγµατοποίησης υπηρεσιακής εφεύρεσης, ο εργαζόµενος δικαιούται πρόσθετη εύλογη αµοιβή, αν η εφεύρεση είναι ιδιαίτερα επωφελής για τον εργοδότη. 6. Εξαρτηµένη εφεύρεση είναι η εφεύρεση που πραγµατοποιείται από εργαζόµενο µε τη χρήση υλικών, µέσων ή πληροφοριών της επιχείρησης στην οποία εργάζεται. Ο εργοδότης δικαιούται να εκµεταλλευτεί την εξαρτηµένη εφεύρεση κατά προτεραιότητα έναντι αµοιβής προς τον εφευρέτη, ανάλογης προς την οικονοµική αξία της εφεύρεσης και τα κέρδη που αποφέρει. Ο εφευρέτης εξαρτηµένης εφεύρεσης γνωστοποιεί αµελλητί εγγράφως στον εργοδότη την πραγµατοποίηση της εφεύρεσης και παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για την υποβολή από κοινού αίτησης χορήγησης διπλώµατος ευρεσιτεχνίας. Αν ο εργοδότης δεν δηλώσει εγγράφως στον εργαζόµενο µέσα σε τέσσερις µήνες από την παραπάνω γνωστοποίηση ότι ενδιαφέρεται να συνυποβάλει την αίτηση, αυτή υποβάλλεται µόνον από τον εργαζόµενο, οπότε η εφεύρεση ανήκει εξ ολοκλήρου στον εργαζόµενο. 7. Κάθε συµφωνία που περιορίζει τα πιο πάνω δικαιώµατα του εργαζοµένου είναι άκυρη. 8. Σε κάθε περίπτωση, το όνοµα του εφευρέτη αναφέρεται στο δίπλωµα ευρεσιτεχνίας και δικαιούται να απαιτήσει από τον αιτούντα δίπλωµα ευρεσιτεχνίας ή τον κάτοχο του διπλώµατος την αναγνώρισή του ως εφευρέτη». Άρθ. 669. Λήξη της σύµβασης. Η σύµβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνοµολογήθηκε. Σύµβαση εργασίας που η διάρκειά της δεν ορίστηκε ούτε συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα µέρη. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόµο ή στη σύµβαση, η καταγγελία πρέπει να γίνει πριν από δεκαπέντε ηµέρες και επιφέρει τη λύση µετά την παρέλευση αυτής της προθεσµίας. Δεν µπορεί να συµφωνηθεί υπέρ του εργοδότη προθεσµία συντοµότερη από τη νόµιµη. Άρθ. 670. Η σύµβαση εργασίας που η διάρκειά της ορίζεται για ολόκληρη τη ζωή ενός προσώπου ή υπερβαίνει την πενταετία µπορεί, όταν περάσουν πέντε χρόνια, να καταγγελθεί από τον εργαζόµενο οποτεδήποτε, αφού τηρηθεί εξάµηνη προθεσµία καταγγελίας. 311
[44] AK Άρθ. 671-680 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Άρθ. 671. Σιωπηρή ανανέωση. Η σύµβαση εργασίας που συνοµολογήθηκε για ορισµένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν µετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόµενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης. Άρθ. 672. Καταγγελία για σπουδαίο λόγο. Καθένα από τα µέρη έχει δικαίωµα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύµβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσµία. Το δικαίωµα αυτό δεν µπορεί να αποκλειστεί µε συµφωνία. Άρθ. 673. Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο έγινε η καταγγελία, συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύµβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζηµίωση. Άρθ. 674. Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο ο εργοδότης έκανε την καταγγελία, οφείλεται σε µεταβολή των προσωπικών ή των περιουσιακών του σχέσεων, το δικαστήριο µπορεί, κατά την κρίση του, να επιδικάσει στον εργαζόµενο εύλογη αποζηµίωση. Άρθ. 675. Θάνατος του ενός. Η σύµβαση εργασίας λύνεται µε το θάνατο του εργαζοµένου. Με το θάνατο του εργοδότη η σύµβαση λύνεται µόνο όταν τα µέρη απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό του. Σ αυτή την περίπτωση το δικαστήριο µπορεί, κατά την κρίση του, να επιδικάσει στον εργαζόµενο εύλογη αποζηµίωση. Άρθ. 676. Εµπιστευτικές εργασίες. Σύµβαση εµπιστευτικών ελευθέριων εργασιών, στην οποία ο εργαζόµενος δεν τελεί σε διαρκή σχέση µε πάγιο µισθό, µπορεί να καταγγελθεί από τον εργοδότη και χωρίς σπουδαίο λόγο. Το ίδιο δικαίωµα έχει και ο εργαζόµενος, που όµως ευθύνεται σε αποζηµίωση, αν καταγγείλει άκαιρα τη σύµβαση. Άρθ. 677. Άδειες για ανεύρεση άλλης εργασίας. Όταν καταγγελθεί η σύµβαση, ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα να ζητήσει τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο για να βρει άλλη εργασία, εφόσον δεν του µένει διαφορετικά κατάλληλος χρόνος γι αυτό το σκοπό. Άρθ. 678. Πιστοποιητικό εργασίας. Κατά τη λήξη της σύµβασης ο εργαζόµενος µπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόµενος, βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του. Άρθ. 679. Παραίτηση του εργαζοµένου από δικαιώµατά του. Είναι άκυρη η συµφωνία µε την οποία περιορίζονται τα δικαιώµατα του εργαζοµένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παρ. 2 έως 667, 668 εδ. 2, 670, 674, 677 και 678. Άρθ. 680. Συλλογική σύµβαση εργασίας. Με σύµβαση ανάµεσα σε εργοδότες ή ένωση εργοδοτών και σε εργαζοµένους ή ένωση εργαζοµένων (συλλογική σύµβαση εργασίας) µπορούν να καθορίζονται, σύµφωνα µε τις σχετικές 312
Σύµβαση εργασίας Άρθ. 1389 ΑΚ [44] διατάξεις του νόµου, οι όροι µε τους οποίους θα συνοµολογούνται οι επιµέρους συµβάσεις εργασίας των ατόµων ή των ενώσεων που υποβάλλονται στη συλλογική σύµβαση. Η συλλογική σύµβαση απαιτείται να καταρτιστεί εγγράφως. Οι όροι των επιµέρους συµβάσεων εργασίας, που είναι αντίθετοι µε τη συλλογική σύµβαση, είναι άκυροι, εφόσον δεν είναι ευνοϊκότεροι για τον εργαζόµενο, και στη θέση τους ισχύουν οι όροι της συλλογικής σύµβασης. Σηµείωση: Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 680 ΑΚ πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρώς καταργηµένο µετά το άρθρο 7 παρ. 2 Ν 1876/1990 (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990). ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Σχέσεις των συζύγων από το γάµο Άρθ. 1389. Κοινή συµβολή για τις οικογενειακές ανάγκες. Οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα µε τις δυνάµεις του, για την αντιµετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται µε την προσωπική εργασία, τα εισοδήµατά τους και την περιουσία τους. 313
[45] Ν 2639/1998 Άρθ. 1 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 6.2 Ειδικές µορφές απασχόλησης - Τεκµήριο εξάρτησης [45] Ν 2639/1998 Ρύθµιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α 205/2.9.98) [Άρθρο 1] ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Ρύθµιση εργασιακών σχέσεων Άρθ. 1. Ειδικές µορφές απασχόλησης. 1. Η µεταξύ εργοδότη και απασχολούµενου συµφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισµένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αµοιβής κατά µονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ οίκον απασχόλησης, τεκµαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, εφόσον η συµφωνία αυτή καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται µέσα σε δεκαπέντε (15) ηµέρες στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Τα τεκµήριο αυτό δεν ισχύει αν ο απασχολούµενος προσφέρει την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη. 2. Μέσα σε διάστηµα εννέα (9) µηνών από τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση αναφορικά µε τις υφιστάµενες συµφωνίες µεταξύ αυτού και απασχολουµένων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συµφωνιών αυτών και το ονοµατεπώνυµο του απασχολούµενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συµφωνία υποκρύπτει σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας. 3. Για τους απασχολούµενους του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 22 του Ν 1902/1990 (ΦΕΚ Α 138). 314
Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας Άρθ. 1-2 ΠΔ 156/1994 [46] 6.3 Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας [46] ΠΔ 156/1994 Υποχρέωση του εργοδότη να ενηµερώνει τον εργαζόµενο για τους όρους που διέπουν τη σύµβαση ή τη σχέση εργασίας (ΦΕΚ Α 102/5.7.1994) ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Σύµβαση εργασίας εργασία στην αλλοδαπή 4 κυρώσεις 7 µεταβολή στοιχείων σύµβασης 5 συνέπειες παράλειψης εργοδότη προς ενηµέρωση των εργαζοµένων 6 υποχρέωση εργοδότη για γνωστοποίηση των όρων σύµβασης στους εργαζόµενους 2, 3 Άρθ. 1. Σκοπός. Πεδίο εφαρµογής. 1. Σκοπός του διατάγµατος αυτού είναι η εναρµόνιση της ελληνικής εργατικής νοµοθεσίας προς τους ορισµούς της Οδηγίας 91/533/ΕΟΚ του Συµβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Οκτωβρίου 1991 «Σχετικά µε την υποχρέωση του εργοδότη να ενηµερώνει τον εργαζόµενο για τους όρους που διέπουν τη σύµβαση ή τη σχέση εργασίας» (ΕΕ των ΕΚ αριθ. L 288/32/18.10.1991). 2. Οι διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγµατος εφαρµόζονται σε κάθε εργαζόµενο που συνδέεται µε τον εργοδότη του µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας. 3. Δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του παρόντος σε εργαζοµένους των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα µήνα και σε εργαζοµένους σε µη συστηµατικές αγροτικές απασχολήσεις. Άρθ. 2. Υποχρέωση ενηµέρωσης. 1. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργαζόµενο τους ουσιώδεις όρους της σύµβασης ή σχέσης εργασίας. 2. Η πληροφόρηση σύµφωνα µε την παρ. 1 περιλαµβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) Τα στοιχεία ταυτότητας των συµβαλλοµένων 315
[46] ΠΔ 156/1994 Άρθ. 3-5 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη γ) τη θέση ή την ειδικότητα του εργαζόµενου, το βαθµό του, την κατηγορία της απασχόλησής του καθώς και το αντικείµενο της εργασίας του δ) την ηµεροµηνία έναρξης της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισµένο χρόνο ε) τη διάρκεια της αδείας µε αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόµενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της στ) το ύψος της αποζηµίωσης που οφείλεται και τις προθεσµίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόµενος, σύµφωνα µε την ισχύουσα νοµοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας µε καταγγελία ζ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόµενος και την περιοδικότητα καταβολής τους η) τη διάρκεια της κανονικής ηµερήσιας και εβδοµαδιαίας απασχόλησης του εργαζόµενου θ) αναφορά της συλλογικής ρύθµισης που έχει εφαρµογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αµοιβής και εργασίας του εργαζοµένου. 3. Η πληροφόρηση για τα στοιχεία των περ. ε, στ, ζ και η της παρ. 2 µπορεί να γίνεται και µε παραποµπή στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας. Άρθ. 3. Τρόποι ενηµέρωσης. 1. Η ενηµέρωση για τους όρους του άρθρου 2 παρ. 2 γίνεται µε παράδοση στον εργαζόµενο, δύο µήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του και για τους ήδη απασχολουµένους δύο µήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγµατος, γραπτής σύµβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου, υπό τον όρο ότι αυτό θα περιλαµβάνει όλα τα αναφερόµενα στο άρθρο αυτό στοιχεία. 2. Αν η σύµβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο µήνες, το ανωτέρω έγγραφο παραδίδεται στον εργαζόµενο κατά τη λήξη της. Άρθ. 4. Εργασία στην αλλοδαπή. Αν ο εργαζόµενος απασχοληθεί στην αλλοδαπή µε σύµβαση ή σχέση εργασίας που καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, τα έγγραφα του προηγούµενου άρθρου θα πρέπει να του παραδοθούν πριν την αναχώρησή του και να περιέχουν τουλάχιστον τα εξής πρόσθετα στοιχεία: α) Τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό β) το νόµισµα στο οποίο θα καταβάλλονται οι αποδοχές του γ) τα τυχόν πλεονεκτήµατα σε χρήµα ή σε είδος, που συνδέονται µε τον εκπατρισµό και δ) τους τυχόν όρους επαναπατρισµού. Άρθ. 5. Μεταβολή των στοιχείων της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας. 1. Για κάθε µεταβολή των στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παρ. 2 και στο άρθρο 4, ο εργοδότης πρέπει να συντάσσει σχετικό έγγραφο και να το 316
Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας Άρθ. 6-8 ΠΔ 156/1994 [46] παραδίδει στον εργαζόµενο το αργότερο ένα µήνα µετά την πραγµατοποίηση της µεταβολής. 2. Το έγγραφο της παρ. 1 δεν είναι υποχρεωτικό σε περίπτωση τροποποίησης των σχετικών διατάξεων της εργατικής νοµοθεσίας, όταν παραπέµπουν σ αυτές τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3. Άρθ. 6. Η παράλειψη του εργοδότη να χορηγήσει στον εργαζόµενο τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3 δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύµβασης εργασίας. Άρθ. 7. Κυρώσεις. Σε κάθε υπόχρεο που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγµατος, επιβάλλεται πρόστιµο µε αιτιολογηµένη πράξη του Επιθεωρητή Εργασίας που εκδίδεται µετά από ακρόαση του ενδιαφεροµένου, ως ακολούθως: α) Σε προσωπικές επιχειρήσεις 30.000-100.000 δρχ. β) σε προσωπικές εταιρίες, οµόρρυθµες εταιρίες ή συµπράξεις εταιριών 101.000-200.000 δρχ. γ) σε ανώνυµες εταιρίες και εταιρίες περιορισµένης ευθύνης 201.000-500.000 δρχ. δ) σε περίπτωση υποτροπής εντός τριετίας επιβάλλεται το ανώτερο ποσό που προβλέπεται αντιστοίχως. Η πράξη επιβολής προστίµου του Επιθεωρητή Εργασίας κοινοποιείται µε απόδειξη στον παραβάτη, ο οποίος καταβάλλει το πρόστιµο µε κατάθεση του ποσού στο λογαριασµό του Ανωτάτου Συµβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ο παραβάτης µπορεί, µέσα σε προθεσµία είκοσι (20) ηµερών από την κοινοποίηση, να προσφύγει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αντίγραφο του δικόγραφου της προσφυγής κοινοποιείται µε την επιµέλεια της γραµµατείας του δικαστηρίου στην αρµόδια Επιθεώρηση Εργασίας, εντός µηνός από της κατάθεσής της. Μετά την πάροδο της προθεσµίας για την άσκηση της προσφυγής, τα σχετικά έγγραφα διαβιβάζονται στην ΔΟΥ της έδρας της επιχείρησης, το ποσό του προστίµου βεβαιώνεται ως δηµόσιο έσοδο, µε την επιφύλαξη της επόµενης παραγράφου και αποδίδεται κατά µήνα υπέρ του λογαριασµού του Ανωτάτου Συµβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) του Υπουργείου Εργασίας. Αν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης επιβολής προστίµου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αναστέλλεται η βεβαίωση του προστίµου στη ΔΟΥ µέχρι την κοινοποίηση της οριστικής απόφασης επί της προσφυγής, η οποία πλέον συνιστά και τον τίτλο βεβαιώσεως του Δηµόσιου Ταµείου. Άρθ. 8. Έναρξη ισχύος. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από της δηµοσιεύσεώς του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. Εγκύκλιος 3134/22.9.1994 Υπ. Εργασίας: Άρθ. 1. Πεδίο εφαρµογής. Με την παρ. 2 του προεδρικού διατάγµατος καθορίζεται το πεδίο εφαρµογής των ορισµών αυτού. 317
[46] ΠΔ 156/1994 Εγκ. 3134/1994 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Ειδικότερα: α) Το διάταγµα (άρθρο 1 παρ. 2), κατά τα οριζόµενα άλλωστε σε αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 της Οδηγίας 91/533/ΕΟΚ/14-1 έχει εφαρµογή σε όλους τους εργαζοµένους που συνδέονται µε τον εργοδότη τους µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας. Όπως εξάλλου προκύπτει από την αδιάσειστη διατύπωση της σχετικής διάταξης οι εισαγόµενες µε το διάταγµα υποχρεώσεις των εργοδοτών, που απασχολούν εργαζόµενους µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας έχουν εφαρµογή σε κάθε εργοδότη, ακόµη και σε εργοδότες που δεν ασκούν επιχείρηση ή εκµετάλλευση (π.χ. ιδρύµατα, σωµατεία, συµβολαιογραφεία, δικηγορικά γραφεία κ.λπ.) β) αντίθετα από το πεδίον εφαρµογής των ορισµών του διατάγµατος δεν καλύπτονται όλα τα πρόσωπα που παρέχουν γενικώς εργασία, αλλά µόνο αυτά που συνδέονται µε τον εργοδότη τους µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας. Διότι όπως είναι γνωστό, εργασία είναι δυνατό να παρέχεται όχι µόνο στο πλαίσιο της ειδικής έννοµης σχέσεως που έχει ως αντικείµενο ακριβώς την παροχή εξαρτηµένης εργασίας, όπως η έννοια αυτής έχει διαµορφωθεί από τη θεωρία του εργατικού δικαίου και τη νοµολογία των δικαστηρίων, αλλά και στο πλαίσιο άλλων διαφορετικών κατά τη φύση τους εννόµων σχέσεων όπως η σύµβαση έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), η σύµβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η σύµβαση εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ), η σύµβαση εταιρίας (άρθρα 741 επ. ΑΚ), η σύµβαση µίσθωσης προσοδοφόρου αντικειµένου κ.λπ. Με τον ρητό περιορισµό του κύκλου των εργαζοµένων που υπάγονται στο διάταγµα εν αναφορά µε τη µορφή της έννοµης σχέσεως παροχής της εργασίας τους, ο νοµοθέτης θέλησε να προσδώσει ουσιαστικό περιεχόµενο στην έννοια της προστασίας των επαγγελµατικών και κοινωνικών δικαιωµάτων εκείνης της κατηγορίας των εργαζο- µένων που υπόκεινται έναντι του εργοδότη τους σε προσωπική και νοµική εξάρτηση µεγαλύτερου βαθµού. Κατά συνέπεια, εκφεύγουν του πεδίου εφαρµογής του παρόντος διατάγµατος οι παρέχοντες εργασία µε βάση άλλη πλην της συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας, µορφή έννοµης σχέσεως παροχής εργασίας γ) όπως προαναφέρθηκε, οι διατάξεις του διατάγµατος εφαρµόζονται σε κάθε εργαζό- µενο που συνδέεται µε τον εργοδότη του µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας. Με τη ρύθµιση αυτή ο νοµοθέτης εκδήλωσε κατά τρόπο σαφή και ρητό την πρόθεσή του να υπαγάγει στις προστατευτικές διατάξεις του εν λόγω νοµοθετήµατος όχι µόνον τους εργαζοµένους, που συνδέονται µε τον εργοδότη τους µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αλλά και τους εργαζοµένους εκείνους που συνδέονται µε αυτόν µε σχέση εργασίας, δηλαδή µε την έννοµη εκείνη σχέση που δηµιουργείται από το γεγονός της πραγµατικής απασχόλησης του εργαζοµένου δια της παροχής εξαρτηµένης εργασίας µε την ένταξη της σχέσεως εργασίας στην επιχείρηση κ.λπ. ανεξαρτήτως του τρόπου µε τον οποίο δηµιουργήθηκε και την τυχόν στήριξή της σε έγκυρη, ή άκυρη, ή ακυρώσιµη ή ελαττωµατική σύµβαση παροχής εξαρτηµένης εργασίας. Με την παρ. 2 του προεδρικού διατάγµατος ορίζεται ρητώς ότι εξαιρούνται του πεδίου εφαρµογής του διατάγµατος οι εργαζόµενοι των οποίων η συνολική διάρκεια απασχολήσεως δεν υπερβαίνει τον ένα (1) µήνα, καθώς και οι εργαζόµενοι σε µη συστηµατικές αγροτικές απασχολήσεις. 318
Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας Εγκ. 3134/1994 ΠΔ 156/1994 [46] Η βούληση του νοµοθέτη είναι προφανής. Με τις ανωτέρω εξαιρέσεις υλοποιείται η επιδίωξη αυτού να µην θέτει εµπόδια σε περιπτωσιακές, περιστασιακές και περιορισµένης φύσεως εργασίες για τις οποίες η υποχρέωση να παρέχεται κάθε φορά γραπτή ενη- µέρωση θα σήµαινε µια διοικητική επιβάρυνση που δεν θα συνέβαλε στη διατήρηση µιας ορισµένης ελαστικότητας στην εργασιακή σχέση, αλλά αντίθετα θα δηµιουργούσε ένα πρόσθετο βάρος στους εργοδότες, ιδίως σης µικροµεσαίες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια οι διατάξεις του παρόντος διατάγµατος έχουν εφαρµογή τόσο στις συµβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου όσον και στις συµβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισµένου χρόνου (βλ. και άρθρο 2 παρ. 2 εδ. δ ), εφόσον βεβαίως οι τελευταίες έχουν χρονική διάρκεια που υπερβαίνει τον ένα µήνα όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1. Άρθ. 2. Υποχρέωση ενηµέρωσης. Με το άρθρο αυτό (παρ. 1) θεσπίζεται ρητώς υποχρέωση του εργοδότη να γνωστοποιεί στον εργαζόµενο τους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας. Περιβάλλεται λοιπόν νοµοθετικό µανδύα και καθίσταται θεσµός του εργατικού δικαίου ο στόχος του διατάγµατος και της οδηγίας σύµφωνα µε όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην οικεία παράγραφο. Με την παρ. 2 ορίζονται κατ ελάχιστον όριον οι ουσιώδεις όροι της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας για το περιεχόµενο των οποίων ο εργοδότης υπέχει την ευθύνη να ενηµερώσει, σύµφωνα µε την παρ. 1, κάθε εργαζόµενο. Ως ουσιώδεις όροι της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας, ως στοιχεία δηλαδή που, κατά την έννοιαν αυτού του διατάγµατος, απαιτούνται για να έχει ο εργαζόµενος µια κατά το δυνατόν ολοκληρωµένη γνώση του όλου πλέγµατος της εργασιακής του σχέσεως, θεωρούνται οι ακόλουθοι: α) Τα στοιχεία ταυτότητας των συµβαλλοµένων. Ως στοιχεία ταυτότητας των συµβαλλοµένων µερών (εργοδότης - εργαζόµενος) θεωρούνται τα στοιχεία εκείνα από τα οποία είναι δυνατό να συνάγεται κατά τρόπο σαφή, ασφαλή και βέβαιο η ταυτότητα του ενεργούντος προσώπου, όπως: ονοµατεπώνυµο, όνοµα πατρός, όνοµα µητρός, αριθµός - δελτίου ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας. Αν εργοδότης είναι νοµικό πρόσωπο, θα αναγράφεται η πλήρης επωνυµία αυτού και επιπροσθέτως, υποχρεωτικώς, τα ανωτέρω στοιχεία ταυτότητας του νοµίµου εκπροσώπου ή του διαχειριστού αυτού, κατά περίπτωση. Σε περίπτωση που η σύµβαση εξηρτηµένης εργασίας υπογράφεται από πρόσωπο που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση από τον εκπρόσωπο του νοµικού προσώπου, τότε, θα αναγράφονται απαραιτήτως και τα στοιχεία ταυτότητας του υπογράφοντος τη σύµβαση β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη: Θα αναγράφονται τα προσδιοριστικά γεωγραφικά και λοιπά στοιχεία του τόπου, στον οποίο κατά τρόπο µόνιµο και συνήθως ο εργαζόµενος υποχρεούται αλλά και δικαιούται να παρέχει τις υπηρεσίες του, του τόπου στον οποίο βρίσκεται η έδρα του εργοδότη, ή του τόπου στον οποίο βρίσκεται η κατοικία του γ) τη θέση (όπου προβλέπεται σύµφωνα µε το ισχύον ή εφαρµοζόµενο σύστηµα οργανωτικής δοµής και λειτουργικής διαδικασίας της µονάδας), ή την ειδικότητα του 319
[46] ΠΔ 156/1994 Εγκ. 3134/1994 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ εργαζοµένου (π.χ. λογιστής - οδηγός αυτοκινήτου - αποθηκάριος, σερβιτόρος), το βαθµό του (π.χ. διευθυντής Α - τµηµατάρχης όπου ισχύει ή εφαρµόζεται σύστηµα βαθµολογικής ιεραρχίας), την κατηγορία της απασχόλησής του (π.χ. διοικητικός, τεχνικός, νοσηλευτικός, υπηρετικός, ιατρικός, εκπαιδευτικός, κλάδος πληροφορικής κ.λπ), καθώς και το αντικείµενο της εργασίας του (µια συνοπτική περιγραφή της παρεχόµενης εργασίας) δ) την ηµεροµηνία έναρξης της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισµένο χρόνο. Θα αναγράφονται οι ακριβείς χρονικοί προσδιορισµοί από τους οποίους θα προκύπτει µε σαφήνεια και βεβαιότητα η έναρξη της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας. Θα αναγράφεται επίσης, αν πρόκειται για σύµβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, η ένδειξη «σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου» και αν πρόκειται για σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου χρόνου η ένδειξη «σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου» συµπληρουµένη απαραιτήτως και από τη χρονική διάρκεια αυτής που µπορεί να καθορίζεται µε ακριβείς χρονικούς προσδιορισµούς ή να συνάγεται εκ του είδους και του σκοπού αυτής (π.χ. πρόσληψη για την εκτέλεση ορισµένου έργου, κ.λπ.) ε) τη διάρκεια της άδειας µε αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόµενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της: Θα αναγράφεται ο αριθµός των εργάσιµων ηµερών ετήσιας άδειας µε αποδοχές που δικαιούται κάθε εργαζόµενος σύµφωνα µε το χρόνο υπηρεσίας του, το σύστηµα εβδοµαδιαίας εργασίας (πενθήµερο ή εξαήµερο) που εφαρµόζεται στην επιχείρηση, το σύστηµα µερικής απασχόλησης ή διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας κ.λπ. Θα προσδιορίζεται επίσης ο τρόπος χορηγήσεως της άδειας (π.χ. σε αλλεπάλληλες εργάσιµες ηµέρες ή τµηµατικά µε τις προϋποθέσεις βέβαια του άρθρου 7 της από 26.1.77 ΕΓΣΣΕ άρθρο (Ν 549/77 και άρθρο 7 Ν 1837/89). Τέλος, θα καθορίζεται και ο χρόνος χορηγήσεως της άδειας στ) το ύψος της αποζηµίωσης που οφείλεται και τις προθεσµίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόµενος, σύµφωνα µε την ισχύουσα νοµοθεσία, σε περίπτωση λύσης της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας µε καταγγελία: Το ύψος της αποζηµιώσεως ενός εργαζόµενου που συνδέεται µε τον εργοδότη του µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου εξαρτάται από τη διάρκεια αυτής (εργασιακής σύµβασης ή σχέσεως), από την ιδιότητα του εργαζόµενου ως υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη και από το σύνολο των τακτικών αυτού αποδοχών, κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στις οικείες διατάξεις (Ν 2112/20, ΒΔ 16/18.7.20, Ν 3198/55, Ν 435/76 όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και συµπληρώθηκαν µεταγενέστερα). Για τις προθεσµίες προειδοποιήσεως ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Ν 2112/20 και του ΒΔ της 16/18.7.20. Σας υπενθυµίζουµε όµως ότι σε περίπτωση καταγγελίας, εκ µέρους του εργοδότη, της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών δεν ισχύει το σύστηµα της µε προειδοποίηση καταγγελίας, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του Ν 3198/55. Για τις συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 669-674 Αστικού Κώδικα ζ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόµενος και την περιοδικότητα καταβολής τους. 320
Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας Εγκ. 3134/1994 ΠΔ 156/1994 [46] Θα απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται εργαζόµενος για την απασχόλησή του κατά το νόµιµο ή συµβατικά εφαρµοζόµενο ωράριο εργασίας (βασικός µισθός νόµιµος ή συµπεφωνηµένος, επίδοµα προϋπηρεσίας, επίδοµα οικογενειακών βαρών, άλλα επιδόµατα κ.λπ.). Πέραν των ανωτέρω θα αναγράφονται επίσης και οι προσαυξήσεις για εργασία κατά Κυριακές, εξαιρέσιµες και νύχτες, οι πρόσθετες αµοιβές και προσαυξήσεις για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, καθώς και οι πάσης φύσεως οικειοθελείς παροχές µισθολογικού χαρακτήρα. Η περιοδικότητα καταβολής των αποδοχών καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 655 ΠΚ του άρθρου 12 της 95/1940 ΔΣΕ (Ν 3248/55) και του άρθρου 2 του ΒΔ της 24-7/21.8.20 η) τη διάρκεια της ηµερήσιας και εβδοµαδιαίας απασχόλησης του εργαζόµενου. Θα αναγράφονται οι ώρες της ηµερήσιας και εβδοµαδιαίας απασχόλησης του εργαζο- µένου, νόµιµες ή συµβατικές θ) αναφορά της συλλογικής ρύθµισης που έχει εφαρµογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αµοιβής και εργασίας του εργαζόµενου. Θα αναγράφεται µε τα πλήρη στοιχεία της η συλλογική σύµβαση εργασίας, ή η απόφαση διαιτησίας, ή η υπουργική απόφαση που έχει εφαρµογή σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αµοιβής και εργασίας του εργαζόµενου. Με την παρ. 3 παρέχεται η ευχέρεια στον εργοδότη να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για ενηµέρωση του εργαζόµενου για ορισµένους από τους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας που αναφέρονται στην παρ. 2 και συγκεκριµένα για τους αναφερόµενους στα εδ. ε, στ, ζ και η µε παραποµπή διά των εγγράφων της παρ. 1 του άρθρου 3 στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, που ρυθµίζουν το περιεχόµενο αυτών. Η µε τον ανωτέρω τρόπο ενηµέρωση του εργαζόµενου δεν έχει την έννοια µιας γενικής και αόριστης αναφοράς στις ισχύουσες διατάξεις, αλλά αναλυτικής και πλήρους αναφοράς των συγκεκριµένων διατάξεων που ρυθµίζουν τα αντίστοιχα θέµατα (π.χ. αριθµός νόµου, διατάγµατος κ.λπ., αριθµός άρθρου, παραγράφου κ.λπ.). Άρθ. 3. Τρόποι ενηµέρωσης. Με το άρθρο 3 ορίζονται: α) Ο τρόπος και τα µέσα µε τα οποία ο εργοδότης εκπληρώνει από το άρθρο 2 θεσπιζόµενη υποχρέωσή του: Σύµφωνα λοιπόν µε τους ορισµούς του άρθρου 3 η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση του εργοδότη για ενηµέρωση του εργαζοµένου για τους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας υλοποιείται µε πραγµατική παράδοση στον εργαζόµενο κατ επιλογή του εργοδότη. αα. γραπτής συµβάσεως εργασίας ή ββ. άλλου εγγράφου (π.χ. γραπτής δήλωσης ή επιστολής). Σε περίπτωση που ο εργοδότης επιλέγει την πληροφόρηση του εργαζόµενου µε παράδοση «άλλου εγγράφου» αυτός και µόνο οφείλει να υπογράψει αυτό το έγγραφο και να κρατά αντίγραφο. Ο δε εργαζόµενος θα υπογράφει ότι παρέλαβε αυτό όχι επί αυτού τούτου του θέµατος του εγγράφου που παραδόθηκε, αλλά σε άλλο έντυπο. Όσο η γραπτή σύµβαση, όσο και το «άλλο έγγραφο» θα περιλαµβάνουν όλους τους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας β) ο χρόνος παράδοσης του κατά περίπτωση από τον εργοδότη επιλεγέντος µέσου (παραστατικού) πληροφόρησης του εργαζόµενου: Ο χρόνος παραδόσεως διαφορο- 321
[46] ΠΔ 156/1994 Εγκ. 3134/1994 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ποιείται ανάλογα µε το αν πρόκειται για νεοπροσλαµβανόµενο ή για ήδη απασχολούµενο εργαζόµενο, καθώς και ανάλογα µε το χρόνο που διήρκηοε η σύµβαση ή η σχέση εργασίας. Έτσι: αα. για τους νεοπροσλαµβανόµενους, η παράδοση γραπτής συµβάσεως άλλου εγγράφου γίνεται µέσα σε δύο (2) µήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας τους, ββ. για τους ήδη απασχολούµενους, η παράδοση γραπτής συµβάσεως ή άλλου εγγράφου γίνεται µέσα σε δύο (2) µήνες από την έναρξη ισχύος του διατάγµατος. Με δεδοµένο ότι η ισχύς του διατάγµατος αρχίζει, σύµφωνα µε το άρθρο 8 αυτού, από την ηµέρα δηµοσίευσής του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από την 5.7.94, η υποχρέωση του εργοδότου για παράδοση στον εργαζόµενο ενός εκ των ανωτέρω µέσων πληροφορήσεως αυτού έληξε την 5.9.94. Ήδη, όµως, για τους λόγους που εκτίθενται στην αριθ. Οικ. 3037/6.9.94 εγκύκλιό µας, παρακαλείσθε όπως επιβάλλετε τις προβλεπόµενες από το άρθρο 7 του διατάγµατος κυρώσεις κατά των παραβατών αυτού για παραβάσεις που διαπιστώνετε µετά την 31.10.94 και γγ. για εργαζόµενους των οποίων η σύµβαση ή η σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο µήνες, µε την επιφύλαξη παρ. 3 του άρθρου 1 η γραπτή σύµβαση εργασίας ή το «άλλο έγγραφο» παραδίδεται στον εργαζόµενο κατά τη λήξη της. Άρθ. 4. Εργασία στην αλλοδαπή. Με στόχο την εξασφάλιση αποτελεσµατικότερης προστασίας των εργαζοµένων, σε περίπτωση που αυτοί θα απασχοληθούν στην αλλοδαπή, λαµβάνονται µε το άρθρο 4 µέτρα ειδικής πρόνοιας, τόσο για τον χρόνο ενηµερώσεως αυτών όσο και για το περιεχόµενο της ενηµερώσεως. Είναι γεγονός ότι τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν όσοι πρόκειται να απασχοληθούν στο εξωτερικό είναι και πολλά και σύνθετα. Οι συνήθως σκληρές συνθήκες εργασίας και η έλλειψη επαρκούς προστασίας καθιστούν επιτακτική την ανάγκη παρέµβασης της πολιτείας, κάτι που έγινε µε τον Ν 1429/84, µε στόχο να γνωρίζει ο εργαζόµενος τα βασικά στοιχεία που συνδέονται και µε τις ιδιαίτερες καταστάσεις που δηµιουργεί η µετακίνησή του σε άλλη χώρα. Η διάταξη του άρθρου 4 θεσµοθετεί τον στόχο αυτό. Έτσι, ορίζεται ότι αν εργαζόµενος απασχοληθεί στην αλλοδαπή µε σύµβαση ή σχέση εργασίας που καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, η γραπτή σύµβαση εργασίας ή «το άλλο έγγραφο» θα πρέπει να του παραδοθούν πριν την αναχώρησή του. Θα πρέπει, λοιπόν, ο εργαζόµενος να γνωρίζει εκ των προτέρων τους ουσιώδεις όρους της σύµβασης ή της σχέσεως εργασίας, όπως αυτοί καταγράφονται στο άρθρο 2 παρ. 2. Ο νοµοθέτης, όµως, δεν αρκείται σ αυτό, αλλά απαιτεί περαιτέρω να καταχωρούνται στα ανωτέρω µέσα ενηµερώσεως του εργαζόµενου και ορισµένοι πρόσθετοι όροι που συνδέονται µε τις ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από τη µετακίνηση αυτού. Και οι όροι αυτοί δεν µπορεί παρά να είναι σε γνώση του εργαζόµενου πριν από τη µετάβασή του στην αλλοδαπή. Οι όροι αυτοί αφορούν: α) Τη διάρκεια της εργασίας στο εξωτερικό β) το νόµισµα στο οποίο θα καταβάλλονται οι αποδοχές του γ) τα τυχόν πλεονεκτήµατα σε χρήµα ή σε είδος, που συνδέονται µε τον εκπατρισµό και δ) τους τυχόν όρους επαναπατρισµού. Άρθ. 5. Μεταβολή των στοιχείων της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας. Κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της συµβάσεως ή της σχέσεως εξαρτηµένης εργασίας είναι 322
Ενηµέρωση για τους όρους εργασίας Εγκ. 3134/1994 ΠΔ 156/1994 [46] δυνατό να δοκιµάζεται και να µεταβάλλεται η λειτουργία της σύµφωνα µε τους όρους που είχαν συµφωνηθεί. Παρατηρούνται µεταβολές συνθηκών, γενικών ή ειδικότερων, διάφορα περιστατικά, ειδικές ανάγκες, προσωπικές καταστάσεις µερών κ.λπ., που συνθέτουν σε µια δεδοµένη στιγµή το πλαίσιο τροποποιήσεων των όρων εργασίας. Η διαµόρφωση της νέας καταστάσεως που δηµιουργείται από µία ενδεχόµενη µεταβολή των όρων εργασίας και η ανάγκη µιας ολοκληρωµένης και πραγµατικής προστασίας του συµφέροντος του εργαζοµένου για ενηµέρωση, επιβάλλουν την υποχρέωση µιας δυναµικής, συνεχούς και σύνθετης πληροφορήσεως αυτού. Ο νοµοθέτης, συνεπής στους στόχους του, θεσπίζει µε την παρ. 1 υποχρέωση του εργοδότη να καθιστά εγγράφως γνωστή στον εργαζόµενο κάθε µεταβολή που επέρχεται στους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, όπως αυτοί περιγράφονται στο άρθρο 2 παρ. 2, καθώς και στα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 4. Η γνωστοποίηση της όποιας µεταβολής θα γίνεται κατά τους ορισµούς της παρ. 1, ως εξής: α) Ο εργοδότης θα συντάσσει σχετικό έγγραφο στο οποίο θα αναφέρεται µε σαφήνεια και ακρίβεια η επελθούσα µεταβολή β) ο εργοδότης θα παραδίδει πραγµατικώς το έγγραφο αυτό στον εργαζόµενο µέσα σε προθεσµία ενός το αργότερο µηνός από το χρονικό σηµείο επελεύσεως της µεταβολής. Περαιτέρω, ο νοµοθέτης µε τη φροντίδα να µην υπάρξει µεγαλύτερη γραφειοκρατική επιβάρυνση των εργοδοτών ορίζει στην παρ. 2 ότι: «Το έγγραφο της παρ. 1 δεν είναι υποχρεωτικό σε περίπτωση τροποποιήσεως των σχετικών διατάξεων της εργατικής νο- µοθεσίας, όταν παραπέµπουν σ αυτές τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3». Είναι γνωστό, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, ότι η πληροφόρηση του εργαζόµενου µε παραποµπή, µέσω γραπτής συµβάσεως ή άλλου εγγράφου, στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, µπορεί να γίνει αποκλειστικά και µόνο για τους στα εδ. ε, στ, ζ και η της παρ. 2 του άρθρου 2 αναφερόµενους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας (άρθρα 2, και 3 και 3 παρ. 1). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι για να χωρήσει απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση συντάξεως και παραδόσεως στον εργαζόµενο του εγγράφου της παρ. 1 του άρθρου 5 πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Να µεταβάλλονται αποκλειστικά και µόνο ένας ή και περισσότεροι από τους στα εδ. ε, στ, ζ και η της παρ. 2 του άρθρου 2 αναφερόµενους ουσιώδεις όρους της συµβάσεως ή τ ης σχετικής εργασίας β) οι µεταβολές αυτές να οφείλονται σε τροποποιήσεις των σχετικών διατάξεων της εργατικής νοµοθεσίας, που ρυθµίζουν το περιεχόµενο αυτών των όρων και γ) να παραπέµπουν στις σχετικές αυτές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3, δηλαδή η γραπτή σύµβαση ή το άλλο έγγραφο. Κατ ακολουθίαν, δεν συντρέχει απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση συντάξεως και παραδόσεως στον εργαζόµενο του εγγράφου της παρ. 1 του άρθρου 5, όταν µεταβάλλονται οι στα εδ. α, β, γ και δ της παρ. 2 του άρθρου 2 ουσιώδεις όροι της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας κα/ή τα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 4, είτε µεταβάλλονται συγχρόνως είτε όχι και οι ουσιώδεις όροι της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας για τη µεταβολή των οποίων ο εργοδότης δεν υπέχει ευθύνη γνωστοποιήσεως στον εργαζόµενο. Οίκοθεν νοείται ότι σε περίπτωση ταυτόχρονης µεταβολής, η υποχρέ- 323
[46] ΠΔ 156/1994 Εγκ. 3134/1994 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ωση του εργοδότη για πληροφόρηση περιορίζεται µόνο στους όρους εκείνους για τους οποίους υπέχει τέτοια υποχρέωση. Άρθ. 6. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι η παράλειψη του εργοδότη να χορηγήσει στον εργαζόµενο τα έγγραφα της παρ. 1 του άρθρου 3, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της συµβάσεως εργασίας. Όταν λοιπόν συντρέχουν οι γενικές και ειδικές (ουσιαστικές - τυπικές) προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά τις κείµενες διατάξεις για την έγκυρη κατάρτιση της ατοµικής συµβάσεως εργασίας, η παράλειψη του εργοδότη να εγχειρίοει στον εργαζόµενο γραπτή σύµβαση εργασίας ή άλλο έγγραφο δεν επιφέρει ακυρότητα αυτής. Είναι προφανές ότι ο νοµοθέτης δεν θέλησε κατ ουσίαν η υποχρέωση του εργοδότη για ενηµέρωση του εργαζοµένου και το δικαίωµα του τελευταίου να διαθέτει ένα γραπτό παραστατικό γραπτής απεικονίσεως της εργασιακής του συµβάσεως να αναχθούν σε προϋπόθεση του κύρους αυτής. Συνεπώς, το διάταγµα (βλέπετε και άρθρο 6 της οδηγίας) δεν θίγει τους κανόνες και τις πρακτικές που αφορούν τη µορφή της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας, το καθεστώς των αποδεικτικών στοιχείων της υπάρξεως και του περιεχοµένου της συµβάσεως ή της σχέσεως εργασίας καθώς και τους διαδικαστικούς κανόνες που είναι εν προκειµένω εφαρµόσιµοι. Άρθ. 7. Στο άρθρο 7 προβλέπεται η επιβολή διοικητικής κυρώσεως (προστίµου) στους παραβάτες των διατάξεων του προεδρικού αυτού διατάγµατος. Επειδή πρόκειται για λήψη δυσµενούς διοικητικού µέτρου, υπό µορφή κυρώσεως σε βάρος παραβάτου, για υπαίτια συµπεριφορά, προβλέφθηκε η διαδικασία της ακρόασης, πριν από την έκδοση της πράξης επιβολής προστίµου. Σχετικά µε τη διαδικασία της ακρόασης, ο παραβάτης θα καλείται από το αρµόδιο για την επιβολή του προστίµου όργανο, στην υπηρεσία του, για παροχή εξηγήσεων, διευκρινίσεων κ.λπ., οι οποίες µπορεί να παρέχονται είτε προφορικά είτε γραπτά. Στη συνέχεια, θα γίνεται εκτίµηση όλων των στοιχείων και στην περίπτωση που θα αποφασισθεί η έκδοση πράξεως επιβολής προστίµου. Η επιµέτρηση αυτού θα γίνεται σύµφωνα µε την κλιµάκωση που προβλέπει η υπόψη διάταξη. Σε προσωπικές επιχειρήσεις (δηλαδή ατοµικές επιχειρήσεις) 30.000-100.000 δρχ. και ούτω καθεξής. 3. Οίκοθεν νοείται ότι οι διά του προεδρικού διατάγµατος επιβαλλόµενες στον εργοδότη υποχρεώσεις δεν θα πρέπει να εκληφθούν εκ µέρους των συµβαλλοµένων ως µια «απροσδόκητη ευκαιρία» ως µια «έντεχνη και µάλιστα νοµοθετική κατοχυρωµένη µεθόδευση» µεταβολής των όρων και δη των ουσιωδών, της σύµβασης ή της σχέσης εργασίας σε βάρος των εργαζοµένων. Μία τέτοια συλλογική ούτε αποδίδει, ούτε ερµηνεύει σωστά τις προθέσεις του νοµοθέτη και τη φιλοσοφία της ρύθµισης. Οι µεταβολές των όρων εργασίας, ενίοτε βλαπτικές για τον εργαζόµενο αποτελούν ένα φαινόµενο - απόρροια της δυναµικής πορείας και εξέλιξης της εργασιακής σχέσης στον χρόνο - και δεν θα εκδηλωθεί για πρώτη φορά µε την έκδοση του προεδρικού διατάγµατος. Άλλωστε, τα δικαιώµατα των εργαζοµένων, σε περίπτωση βλαπτικής µεταβολής των εργασιακών όρων ούτε φαλκιδεύονται, πολύ δε περισσότερο, ούτε καταργούνται από τους ορισµούς του προεδρικού διατάγµατος. Αποµένει µόνο στους εργαζόµενους να ελέγχουν µε τη δέουσα προσοχή τα έγγραφα που θα τους παραδοθούν και να απαιτούν να αποδίδονται τα πράγµατι συµφωνηθέντα. 324
Προστασία ατοµικών δεδοµένων εργαζοµένων Άρθ. 8 Ν 3144/2003 [47] 6.4 Προστασία ατοµικών δεδοµένων εργαζοµένων [47] Ν 3144/2003 Κοινωνικός διάλογος για την προώθηση της απασχόλησης και την κοινωνική προστασία και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α 111/8.5.2003) [Άρθρο 8] Άρθ. 8. Προστασία Ατοµικών Δεδοµένων των εργαζοµένων. 1. Απαγορεύεται η αναγραφή και επεξεργασία στο ατοµικό βιβλιάριο επαγγελµατικού κινδύνου του εργαζοµένου, στοιχείων ή δεδοµένων άλλων πέραν των αποτελεσµάτων των ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων στις οποίες αυτός υποβάλλεται κάθε φορά, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 4 του ΠΔ 17/1996 (ΦΕΚ Α 11). Επιπλέον ιατρικά δεδοµένα επιτρέπεται να συλλεγούν, µε επιµέλεια του ίδιου του εργαζοµένου προκειµένου να αποτελέσουν αντικείµενο επεξεργασίας, µόνο εφόσον αυτό είναι απολύτως απαραίτητο: α) Για την αξιολόγηση της καταλληλότητάς του για µια συγκεκριµένη θέση ή εργασία, β) για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη για υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και γ) για τη θεµελίωση δικαιωµάτων του εργαζοµένου και αντίστοιχη απόδοση κοινωνικών παροχών. 2. Όσοι αναγράφουν ή συλλέγουν ή επεξεργάζονται στοιχεία ή δεδοµένα κατά παράβαση της παρ. 1 τιµωρούνται µε τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 21 και 22 του Ν 2472/1997 (ΦΕΚ Α 50) αντίστοιχα. Σε περίπτωση πρόκλησης περιουσιακής ή ηθικής βλάβης εφαρµόζεται το άρθρο 23 του Ν 2472/1997. 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Υγείας και Πρόνοιας ρυθµίζονται τα ειδικότερα θέµατα που αφορούν την τήρηση και το περιεχόµενο του ατοµικού βιβλιαρίου επαγγελµατικού κινδύνου, τη συλλογή και επεξεργασία επιπλέον δεδοµένων µε τη συγκατάθεση και επιµέλεια του 325
[47] Ν 3144/2003 Άρθ. 8 ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ εργαζοµένου, την επιβολή των κυρώσεων της παρ. 2 του παρόντος και κάθε άλλη λεπτοµέρεια αναγκαία για την εφαρµογή του άρθρου αυτού. Σηµείωση: Σύµφωνα µε το άρθρο 7Α παρ. 1 περ. Α Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 3 άρθρου 34 Ν 2915/2001) «ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόµου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Όταν η επεξεργασία πραγµατοποιείται αποκλειστικό για σκοπούς που συνδέονται άµεσα µε σχέση εργασίας ή έργου ή µε παροχή υπηρεσιών στο δηµόσιο τοµέα και είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόµος ή για την εκτέλεση των υποχρεώσεων από τις παραπάνω σχέσεις και το υποκείµενο έχει προηγουµένως ενηµερωθεί [ ]». 326
Μερική απασχόληση Άρθ. 1-2 Οδηγία 97/81/ΕΚ [48] 6.5 Μερική απασχόληση - εκ περιτροπής εργασία [48] Οδηγία 97/81/ΕΚ του Συµβουλίου της 15.12.1997 * Σχετικά µε τη συµφωνία-πλαίσιο για την εργασία µερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (L 14/20.1.1998) Άρθ. 1. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην υλοποίηση της συµφωνίαςπλαισίου για την εργασία µερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 από τις διεπαγγελµατικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα (UNICE, CEEP, CES) και η οποία περιέχεται στο παράρτηµα. Άρθ. 2. 1. Τα κράτη µέλη θέτουν σε ισχύ τις νοµοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συµµορφωθούν µε την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 20 Ιανουαρίου 2000 ή διασφαλίζουν το αργότερο µέχρι την ηµεροµηνία αυτή ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαµβάνουν τα αναγκαία µέτρα µέσω συµφωνίας τα κράτη µέλη οφείλουν να λαµβάνουν κάθε απαραίτητο µέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγµή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσµατα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αµέσως σχετικά την Επιτροπή. Τα κράτη µέλη µπορούν, εάν είναι απαραίτητο, προκειµένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση µε συλλογική σύµβαση, να διαθέτουν συ- µπληρωµατικό χρονικό διάστηµα ενός έτους κατ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αµέσως την Επιτροπή για τα ζητήµατα αυτά. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη µέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από µια τέτοια αναφορά κατά την επίσηµη δηµοσίευσή τους. Οι λεπτοµέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη µέλη. * Η παρούσα τροποποιήθηκε µε την Οδηγία 98/23/ΕΚ του Συµβουλίου της 7.4.1998 (L 131/ 5.5.1998) για την επέκταση στο Ηνωµένο Βασίλειο της Οδηγίας 97/81/ΕΚ]. 327