Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-53



Σχετικά έγγραφα
Ο ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ (ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΦΕΚ. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ «για τη δίκαιη δίκη και την αντιµετώπιση φαινοµένων αρνησιδικίας» Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗ: 03/04/2007 ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ.: 1835 ΙΑΚΗΡΥΞΗ

ΑΔΑ: Β440ΩΞΜ-ΤΘΒ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το πρακτικό 13/2011. της συνεδρίασης της Οικονοµικήςεπιτροπής του ήµου Πολυγύρου

ΙΑΚΗΡΥΞΗ: ΣΣΜ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ Νο 2 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: «ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΛΑΜΤΗΡΩΝ»

στο σχέδιο νόµου «Ρυθµίσεις θεµάτων Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας και άλλες διατάξεις»

Νόµος 1418 της 28/ ηµόσια έργα και ρυθµίσεις συναφών θεµάτων. (Α' 23).

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-136

Μ Ε Λ Ε Τ Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΥΠΟ ΟΧΗΣ ΚΑΙ. Προϋπολογισµού: ,09 σε ΕΥΡΩ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ.Σ. Ε.Λ.Μ.Ε. ΠΡΟΤΥΠΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αριθµ. Απόφασης 276/2015 ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΗΜΟΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ιεύθυνση ιοικητικών Υπηρεσιών

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Ο ΑΝΤΙ ΗΜΑΡΧΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΜΙΣΘΟ ΟΣΙΑ ΞΕΝΟ ΟΧΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

74 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκεμβρίου 2013

Αθήνα, 31 Αυγούστου2011

Ο ΗΓΙΑ 2004/54/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Απριλίου 2004

Θ Ε Μ Α «Σύναψη Προγραµµατικής Σύµβασης µεταξύ ήµου Καβάλας ΝΠ του ήµου Καβάλας µε την επωνυµία Παιδικοί & Βρεφονηπιακοί Σταθµοί ήµου Καβάλας»

Αριθµός απόφασης 5160/2008 Αριθµός κατάθεσης αγωγής /2006 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Πρωτ. Από τα επίσηµα Πρακτικά της ΡΙΒ, 4 Μαΐου 2010, Συνεδρίασης της Ολοµέλειας της Βουλής, στην οποία ψηφίστηκε το παρακάτω σχέδιο νόµου:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή Στόχος της µελέτης Η εξέλιξη των µελετών Γενικών Πολεοδοµικών Σχεδίων, από το ν. 1337/83 στον 2508/97...

Εργασία: Εργασίες απολύµανσης, απεντόµωσης και µυοκτονίας των κτιρίων ευθύνης του ήµου

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείµενο των διατάξεων της κείµενης νοµοθεσίας που αφορούν το Υπαίθριο Εµπόριο»

Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΝΕΩΝ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΤΑ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΝΑΛΑΒΕΙ Η ΕΕΤΑΑ

Πάτρα, 12 /10/2009 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

15PROC

«Ευζωία αγροτικών ζώων».

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθµ. 4/2015 για τη σύναψη σύµβασης ορισµένου χρόνου, επί ωροµισθία, σύµφωνα µε τη διαδικασία του Π.. 524/80 (ΦΕΚ 134/Α/ )

η Πανελλήνια Οµοσπονδία Καταστηµαταρχών Κρεοπωλών νόµιµα εκπροσωπούµενη από τον ΗΜΗΤΡΙΟ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΜΑΤΕΡΗΣ «ΑΣΤΙΜΙΤΣΙ» ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟY ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. L 261 της 06/08/2004 σ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ: Καληµέρα σε όλους, καλή χρονιά, να είµαστε καλά, µε υγεία πάνω απ όλα, προσωπική για τον καθένα µας, συλλογική για τη χώρα µας και να

ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρµογή των διατάξεων (άρθρα 1 11) του ν.3259/2004 που αναφέρονται στη περαίωση εκκρεµών φορολογικών υποθέσεων.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Από το Πρακτικό της µε αριθµό 29 ης / 09 εκεµβρίου 2011 Συνεδρίασης της Οικονοµικής Επιτροπής ήµου Καβάλας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟY ΤOY ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

15PROC

Ο ρόλος του Σύγχρονου ιεπιστηµονικού Τεχνικού Πανεπιστηµίου. H Παιδεία ως θεµελιακής σηµασίας πρωτογενής αναπτυξιακή διαδικασία * 1991

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ Της ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ Της ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

15PROC

Αλεξάνδρειο Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Θεσσαλονίκης

ΕΘΝΙΚΗ ΚΛΑ ΙΚΗ Σ.Σ.Ε. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στα Καταστήµατα Πώλησης Προϊόντων Κρέατος κάθε είδους όλης της χώρας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ιωάννινα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Αριθ. Πρωτ. :216 ΓΕΝ. /ΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Οµάδα εργασίας ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ & ΥΤ. ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας. ΠΟΡΙΣΜΑ (Ν. 3094/2003 Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις, Άρθρο 4 6)

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ

ΠΕ5: Παρουσίαση Βασικών Παραµέτρων Α Επιλογής

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ (ΠΟΕΔ) ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΠΟΥ ΤΙΤΛΟΦΟΡΕΙΤΑΙ

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Τροποποιηµένη πρόταση. (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις όπως αυτές ισχύουν: 1.1 Του Ν. 2286/1995 (Φ.Ε.Κ. 19/Α/ ) «Προµήθειες του δηµοσίου τοµέα και ρυθµίσεις

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. στο σχέδιο νόµου «Αύξηση Φ.Π.Α. και ειδικών φόρων κατανάλωσης» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΟΣ: Ο ΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ

Θεωρώντας το νερό ως στοιχείο

ΘΕΜΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ: 18. ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ Α ΕΙΩΝ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑΣ ΗΜΟΥ Ε ΕΣΣΑΣ

Προϋπολογισµός: Αρ. Μελέτης: Μ Ε Λ Ε Τ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΞΥΛΙΝΟΥ ΑΠΕ ΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΘΛΟΠΑΙ ΙΩΝ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ ΤΟΥ Ν.

στο σχέδιο νόµου «Άσκηση εµπορικών δραστηριοτήτων εκτός καταστήµατος» Γενικό Μέρος ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ρέθυµνο, 18/09/2015. Αριθ. Πρωτ.: 4851 ΠΡΟΣ: ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟ ΕΚΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ιδακτική της Χηµείας στο σχολείο - Προβλήµατα και λύσεις

3. Έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εµφανές µέρος του εγγράφου της σύµβασης.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1 η Υ.ΠΕ. ΑΤΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ»

προϋπολογισµού ,00 (χωρίς το Φ.Π.Α.),

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΦΟΡΜΗ

Θέµα: Περί παραχώρησης απλής χρήσης αιγιαλού για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόµενους ή την αναψυχή του κοινού για το έτος 2012.

FORUM ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

ΘΕΜΑ Καθορισµός όρων για την εκµίσθωση δικαιώµατος χρήσης γεφυροπλάστιγγας στη ηµοτική Κοινότητα Καρδιτσοµαγούλας

ΣΥΣΤΑΣΗ (Άρθρο 3 1&2 Ν.3297/2004)

ΑΔΑ: Β4ΛΝΩΚΥ-5ΡΗ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ (Φύλλα διδασκαλίας) για Τμήματα: Εργοθεραπείας, ημόσιας Υγείας και Νοσηλευτικής. (Γεώργιος. Μπαμπλέκος.)

ΑΡΙΘ. ΥΓ3/89292 (ΦΕΚ Β

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

72(Ι)/2014 Ο ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2014

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΣΕΒ

«ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΑΘΜΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΩΝ Σ.ΕΜΠΟ Ο.Λ.Π.» Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Νο 21/2013

Ο ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟΣ ΩΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

Γραπτή δήλωση Δημήτρη Χριστόφια στην ερευνητική επιτροπή. Πέμπτη 22 Αυγούστου

ΣΥΜΒΑΣΗ Νο 4/2013 ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΤΟΥ Ε.Τ.Α.Α. ΣΤΗΝ Ο Ο ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ 53, ΑΘΗΝΑ ΣΕ ΕΤΗΣΙΑ ΒΑΣΗ

Ι Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ Π Ρ Ο Κ Η Ρ Υ Σ Σ Ε Ι

ΕΠΑΝΑΠΡΟΚΗΡΥΞΗ. Αριθµ. Πρωτ.: οικ /3276

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝ ΙΑΣ ΕΛΛΑ ΟΣ

1. Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΗΜΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Καταστατικό του επιστημονικού σωματείου με την επωνυμία ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Άρθρο 1 ο Ίδρυση Επωνυμία Έδρα

Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ο περί Προστασίας των Μισθών Νόµος του 2007 εκδίδεται µε ηµοσίευση στην Επίσηµη Εφηµερίδα της

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΤΙ

ΙΑΚΗΡΥΞΗ ΥΠ.ΑΡ. 119 /2012 ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ Για την προµήθεια ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ Μεγαλύτερο ποσοστό έκπτωσης (%) για δύο µήνες

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΩΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-53 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αµοιβή εργασίας - Αµοιβή για πρόσθετη εργασία Αριθµός απόφασης: 18 Έτος: 2011 - Αµοιβή για πρόσθετη εργασία. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ προκύπτει ότι εάν κατά τη διάρκεια της συµβάσεως εργασίας συµφωνηθεί µεταξύ των συµβαλλοµένων, είτε µε την αρχική είτε µε µεταγενέστερη συµφωνία, η παροχή από το µισθωτό, εντός του νοµίµου ωραρίου, πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής µε την συµφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του, ούτε περιλαµβάνεται µεταξύ των καθηκόντων του µισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου, και κατά τις συνήθεις περιστάσεις, παρέχεται µόνο µε µισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός µισθός ή ο τρόπος προσδιορισµού του και χωρίς να συµφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος µισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον µισθωτό τον συνηθισµένο για τέτοια εργασία µισθό, δηλαδή το µισθό που καταβάλλεται σε άλλους µισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία, κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 1766/2001, ΑΠ 970/1991, ΑΠ 614/1991). Η πρόσθετη όµως αυτή αµοιβή δεν οφείλεται, εάν έχει συµφωνηθεί (άρθρο 361 ΑΚ) µεταξύ µισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της συµβάσεως εργασίας, είτε µεταγενέστερα, να παρέχει ο µισθωτές την πρόσθετη εργασία χωρίς αµοιβή, ή η τελευταία να καλύπτεται από το µισθό της κύριας απασχόλησης του (ΟλΑΠ 861/1984, ΑΠ 1892/1987, ΑΠ 937/1980, ΑΠ 1766/2001). - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 8 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολ, προκύπτει ότι "πράγµατα" κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθµ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόµενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων, που θεµελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε ο ισχυρισµός που συνέχεται µε την ιστορική αιτία της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, ο οποίος αποκρούεται η γίνεται δεκτός µε την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίµων ή βάσιµων των θεµελιωτικών της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης πραγµατικών γεγονότων (ΑΠ 1455/2009). - Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341, και 346 του ΚΠολ συνάγεται ότι, ο δικαστής, για να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 559 αριθµ. 11 περ. γ' ΚΠολ, λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1455/2009, ΑΠ 1295/1997, ΑΠ 209/1993). - Στην προκειµένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, όπως αποδεικνύεται από τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου, κατά τη συζήτηση, µετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση, επικαλέσθηκε µεταξύ άλλων αποδεικτικών

µέσων για τη στήριξη του ισχυρισµού της, ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος δεν δικαιούται την επιδιωκόµενη προσαύξηση για νυκτερινή απασχόληση, καθ' όσον αυτή για όσες φορές απασχολήθηκε του έχει καταβληθεί, µεταξύ των άλλων αποδεικτικών µέσων και τα ελτία Παρουσίας Προσωπικού και τις αποδείξεις µισθοδοσίας του, κατά την επίδικη περίοδο, στις οποίες φαίνεται η απασχόληση του προσωπικού κατά τη διάρκεια της νύκτας και η καταβολή της προσαύξησης που δικαιούται από την απασχόληση αυτή. Και αναφέρεται µεν στο σκεπτικό της προσβαλλόµενης απόφασης, ότι το ικαστήριο σχηµάτισε την κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του "και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόµου", περαιτέρω όµως, από τις αιτιολογίες της προσβαλλόµενης απόφασης, όπου δεν γίνεται µνεία των συγκεκριµένων εγγράφων, καταλείπεται αµφιβολία αν αυτά λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, αφού στις παραδοχές της απόφασης, δεν γίνεται αναφορά του συγκεκριµένου χρόνου απασχόλησης του αναιρεσίβλητου, κατά τη διάρκεια της νύκτας. Εποµένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθµ. 11γ' ΚΠολ, µε τον οποίο προβάλλεται η παραπάνω αιτίαση, είναι βάσιµος. ΑΚ: 648, 649, 652, 653, 659, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αµοιβή εργασίας - Αµοιβή για υπερωρίες Αριθµός απόφασης: 312 Έτος: 2010 - Υπερωριακή απασχόληση. Παραµόρφωση εγγράφου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 435/1976, οι µισθωτοί που απασχολούνται νοµίµως πέρα από τα επιτρεπόµενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια της ηµερήσιας εργασίας, δικαιούνται αµοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχολήσεως ίση προς το καταβαλλόµενο ωροµίσθιο αυξηµένο κατά τα οριζόµενα ποσοστά, ενώ οι µισθωτοί που παρέχουν µη νόµιµη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα, πέρα από τον πλουτισµό που αποκόµισε ο εργοδότης χωρίς νόµιµη αιτία και πρόσθετη αποζηµίωση ίση προς 100% του καταβαλλοµένου ωροµισθίου. Περαιτέρω, µε την από 11-7-1985 ΣΣΕ (ΥΑ 16979/1985) η οποία έχει ισχύ ουσιαστικού νόµου και αφορά τους χειριστές τεχνικών έργων, καθιερώνεται εβδοµάδα πέντε εργασίµων ηµερών διαρκείας 40 ωρών για τους εργαζόµενους που υπάγονται σ' αυτή. Εξάλλου, µε το άρθρο 6 της από 24-2-1984 εθνικής γενικής συλλογικής συµβάσεως εργασίας, που δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως µε την υπ' αριθµ. 11770/20.3.1984 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 81) η εβδοµαδιαία διάρκεια της εργασίας των µισθωτών ορίστηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την αµοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συµβατικό αυτό εβδοµαδιαίο ωράριο και έως τη συµπλήρωση του νοµίµου ανωτάτου ορίου εβδοµαδιαίας εργασίας γίνεται παραποµπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του... Αθηνών που κυρώθηκε µε το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από το συνδυασµό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για τους εργαζοµένους µε το σύστηµα της πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιµες µόνο ηµέρες της εβδοµάδος απασχόληση πέραν των 40 και µέχρι τη συµπλήρωση των 45 ωρών εβδοµαδιαίως, δοθέντος ότι µε το άρθρο 6 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ οι ώρες εργασίας δεν µπορούν να υπερβαίνουν τις 9 ηµερησίως και ως υπερωριακή εργασία, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του Ν. 435/1976, η απασχόληση πέραν των 9 ωρών [4]

ηµερησίως, έστω και αν µε την απασχόληση αυτή δεν πραγµατοποιείται υπέρβαση του νοµίµου ανωτάτου ορίου εβδοµαδιαίως εργασίας, αφού δεν χωρεί συµψηφισµός της ηµερησίας υπερωριακής απασχολήσεως µε τις ολιγότερες ώρες απασχολήσεως σε άλλη εργάσιµη ηµέρα της ίδιας εβδοµάδος. Αυτά ισχύουν και αν ακόµη ο µισθωτός απασχολείται τακτικώς το Σάββατο ή την Κυριακή, δηλαδή και την έκτη ηµέρα της εβδοµάδος, διότι µε την απασχόληση αυτή, η οποία είναι άκυρη, δεν µεταβάλλεται το σύστηµα από πενθήµερης, όπου έχει θεσµοθετηθεί, σε εξαήµερης εργασίας και συνακόλουθα οι ηµερήσιες ώρες εργασίας από 9 σε 8, έστω και αν τούτο έχει συµφωνηθεί µεταξύ εργοδότη και εργαζοµένου, διότι η συµφωνία αυτή, ως αντικείµενη σε κανόνες δηµοσίας τάξεως, είναι άκυρη. - Σύµφωνα µε το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολ, παραµόρφωση περιεχοµένου εγγράφου υπάρχει και ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόµενο λόγο αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά προφανή παραµόρφωση του κειµένου, στο οποίο αποκλειστικά ή κυρίως στήριξε την κρίση του, δέχεται ως πράγµατι περιεχόµενο σε αυτό κάτι εντελώς αντίθετο και διαφορετικό από το αληθινό. Παραµόρφωση δεν υπάρχει αν το δικαστήριο συνεκτιµά το έγγραφο µε τα λοιπά αποδεικτικά µέσα, σε κάθε δε περίπτωση αν από αυτό δέχεται ότι συνάγονται διάφορα συµπεράσµατα από εκείνα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει. ΚΠολ : 559 αριθ. 20, Νόµοι: 435/1976, αρθ. 1, 2, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕ 2011, σελίδα 351 Αρχή ισότητας - Ιση αµοιβή Αριθµός απόφασης: 130 Έτος: 2011 - Αρχή ισότητας. Μισθολογική παροχή σε υπαλλήλους ηµοσίου, ΟΤΑ και ΝΠ. - Η διάταξη του άρθρ. 4 1 του Συντάγµατος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου και καθιερώνει όχι µόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόµου αλλά και την ισότητα του νόµου έναντι αυτών, δεσµεύει και τον κοινό νοµοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθµίσει ουσιωδώς όµοια πράγµατα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να µη µεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόµοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, η συνδροµή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εποµένως, αν γίνει από τον νόµο ειδική ρύθµιση για ορισµένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθµιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική µεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσµενή αυτή µεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγµατική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθµιση αφορά µισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δηµόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς µισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγµατος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύµφωνα µε τα άρθρ. 87 1 και 2, 93 4 και 120 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νοµοθετικής εξουσίας και να εφαρµόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και µε βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρµογή του νόµου που περιέχει την ευµενή ρύθµιση. [5]

Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν µόνο την αντισυνταγµατικότητα της διατάξεως που εισάγει τη δυσµενή διάκριση, χωρίς να µπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευµενή ρύθµιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσµενής διάκριση, τότε θα παρέµενε η αντισυνταγµατική ανισότητα και δεν θα έχει ουσιαστικό περιεχόµενο η ζητούµενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρ. 80 1 του Συντ., κατά το οποίο "µισθός, σύνταξη, χορηγία ή αµοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισµό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόµο", διότι ο νόµος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευµενή διάταξη (ΟλΑΠ 28/1992, 13/91, ΑΠ 60/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 13 1 του Ν. 2738/99, (ο οποίος εισήγαγε τον θεσµό των συλλογικών διαπραγµατεύσεων), η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθµίζεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόµου, λόγω συνταγµατικών περιορισµών (όπως ιδίως είναι τα ζητήµατα µισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισµού κλπ) µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται όµως για το ηµόσιο ή ΝΠ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορεί να ρυθµισθούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόµου, β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρυθµίσεως των θεµάτων της συµφωνίας. Αντικείµενο του περιεχοµένου της συµφωνίας µπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσµευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νοµοθετικών ρυθµίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέµατα µισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν µεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµοδίου υπουργού ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όµοιες αποφάσεις οι ρυθµίσεις της προηγούµενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν µέρει και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου (Ν.Π...), που δεν συµµετείχε στη σύναψη συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και µέχρι του ποσού των εκατόν εβδοµήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 175 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθµίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π..., περιορίζονται στις υφιστάµενες από τον προϋπολογισµό τους δυνατότητες. 4. Με τι προβλεπόµενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαµβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή µη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόµενων µηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδοµάτων και αποζηµιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισµοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιµετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". υνάµει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συµφωνίες του Ελληνικού ηµοσίου µε τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, µε την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρ. 14 2 του Ν. 3016/2002, η [6]

ρύθµιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, µπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της ηµόσιας ιοίκησης που δε συµµετείχε στη σύναψη των συλλογικών συµφωνιών, του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), µε τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηµατική παροχή, ύψους 88 ευρώ µηνιαίως για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2002 και 176 Ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους µε σχέση δηµοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναµόρφωση µισθολογίου προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις". Ειδικότερα, εκδόθηκαν οι αναφερόµενες λεπτοµερώς στην προσβαλλόµενη µε την κρινόµενη αναίρεση απόφαση πενήντα πέντε (55) συνολικά κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και επί πλέον, 1) µε τη 2/44212/0022/ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002 απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρµόδιου Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και µε τη 2/35486/0022/ΦΕΚ Β'1081/4-8-2003 ΚΥΑ των προαναφερθέντων, η οποία συµπληρώθηκε µε τη 2/55350/1022/ΦΕΚ Β 173/24-11-2003 όµοια, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τον Ν. 2470/1997, δηλαδή στους υπαλλήλους του Πανελληνίου Φαρµακευτικού Συλλόγου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, της Ελληνικής Οδοντιατρικής Εταιρείας, της Μέσης Τεχνικής Επαγγελµατικής Σχολής Αθηνών "Α. ΦΛΕΜΙΝΓΚ" και όλων των Πε-Συ Υγείας της Χώρας. Από τα προαναφερόµενα προκύπτει ότι η µισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους µονίµους και µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των ανωτέρω Υπουργείων, Οργανισµών, ΝΠ και ΟΤΑ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασµένους ή τοποθετούµενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠ. Όλες οι προαναφερθείσες ΚΥΑ έχουν ουσιωδώς όµοιο περιεχόµενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των αρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 Ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστηµα των θεσµοθετηµένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κλπ), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδοµάτων και ότι συνεντέλλεται µε τις µηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέροντας ως τέτοιους όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς µνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της µηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειµένου να εξοµαλυνθούν οι µισθολογικές διαφορές υπέρ των χαµηλόµισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαµβάνουν πρόσθετες µισθολογικές παροχές, µε τις προαναφερόµενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριµένη αναφορά ότι δεν λαµβάνουν πράγµατι πρόσθετες µισθολογικές παροχές. Έτσι µε τη χορήγηση της αµοιβής αυτής και µάλιστα σε ιδιαίτερα σύντοµο χρονικό διάστηµα σε µεγάλο αριθµό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγµένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές µεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα µισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον µισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του ηµοσίου, ΟΤΑ και ΝΠ, που αµείβονται σύµφωνα µε τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του µισθολογίου του προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης. Εξάλλου, µε το άρθρ. 24 2 του Ν. 3205/2003 "µισθολογική ρύθµιση λειτουργών και υπαλλήλων του ηµοσίου, ΝΠ και ΟΤΑ, µονίµων στελεχών των Ενόπλων [7]

υνάµεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίσθηκε µεταξύ άλλων ότι ποσά που καταβάλλονται µέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, σύµφωνα µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά µειούµενη από οποιαδήποτε µελλοντική χορήγηση νέου επιδόµατος, παροχής ή αποζηµιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρ. 12 του παρόντος νόµου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόµου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω ΚΥΑ καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 4 του ίδιου νόµου). Εποµένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ που αµείβονται σύµφωνα µε τις διατάξεις του µισθολογίου του προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του µισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αµειβόµενος σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρµογή της αρχής της ισότητας, να λαµβάνει ως τµήµα του µισθού το την εν λόγω παροχή, την οποία µόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαµβάνει ή λαµβάνει µειωµένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριµένος υπάλληλος λαµβάνει κάποια πρόσθετη µισθολογική παροχή σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Νόµοι: 2738/1999, άρθ. 13, Νόµοι: 3016/2002, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αρχή ισότητας - Ιση αµοιβή Αριθµός απόφασης: 131 Έτος: 2011 - Αρχή ισότητας. Μισθολογική παροχή σε υπαλλήλους ηµοσίου, ΟΤΑ και ΝΠ. - Η διάταξη του άρθρ. 4 1 του Συντάγµατος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου και καθιερώνει όχι µόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόµου αλλά και την ισότητα του νόµου έναντι αυτών, δεσµεύει και τον κοινό νοµοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθµίσει ουσιωδώς όµοια πράγµατα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να µη µεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόµοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, η συνδροµή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Εποµένως, αν γίνει από τον νόµο ειδική ρύθµιση για ορισµένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθµιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική µεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσµενή αυτή µεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγµατική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθµιση αφορά µισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δηµόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς µισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγµατος, αφού τα [8]

δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύµφωνα µε τα άρθρ. 87 1 και 2, 93 4 και 120 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νοµοθετικής εξουσίας και να εφαρµόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και µε βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρµογή του νόµου που περιέχει την ευµενή ρύθµιση. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν µόνο την αντισυνταγµατικότητα της διατάξεως που εισάγει τη δυσµενή διάκριση, χωρίς να µπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευµενή ρύθµιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσµενής διάκριση, τότε θα παρέµενε η αντισυνταγµατική ανισότητα και δεν θα έχει ουσιαστικό περιεχόµενο η ζητούµενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρ. 80 1 του Συντ., κατά το οποίο "µισθός, σύνταξη, χορηγία ή αµοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισµό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόµο", διότι ο νόµος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευµενή διάταξη (ΟλΑΠ 28/1992, 13/91, ΑΠ 60/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 13 1 του Ν. 2738/99, (ο οποίος εισήγαγε τον θεσµό των συλλογικών διαπραγµατεύσεων), η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθµίζεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόµου, λόγω συνταγµατικών περιορισµών (όπως ιδίως είναι τα ζητήµατα µισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισµού κλπ) µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται όµως για το ηµόσιο ή ΝΠ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορεί να ρυθµισθούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόµου, β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρυθµίσεως των θεµάτων της συµφωνίας. Αντικείµενο του περιεχοµένου της συµφωνίας µπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσµευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νοµοθετικών ρυθµίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέµατα µισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν µεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµοδίου υπουργού ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όµοιες αποφάσεις οι ρυθµίσεις της προηγούµενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν µέρει και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου (Ν.Π...), που δεν συµµετείχε στη σύναψη συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και µέχρι του ποσού των εκατόν εβδοµήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 175 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθµίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π..., περιορίζονται στις υφιστάµενες από τον προϋπολογισµό τους δυνατότητες. 4. Με τι προβλεπόµενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαµβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή µη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόµενων µηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδοµάτων και αποζηµιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισµοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιµετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού [9]

ισχύουν από 1.1.2002". υνάµει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διατάξεως και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συµφωνίες του Ελληνικού ηµοσίου µε τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, µε την προαναφερθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρ. 14 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθµιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, µπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της ηµόσιας ιοίκησης που δε συµµετείχε στη σύναψη των συλλογικών συµφωνιών, του άρθρ. 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), µε τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηµατική παροχή, ύψους 88 ευρώ µηνιαίως για το χρονικό διάστηµα από 1-1-2002 και 176 Ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους µε σχέση δηµοσίου και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους του Ελληνικού ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναµόρφωση µισθολογίου προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις". Ειδικότερα, εκδόθηκαν οι αναφερόµενες λεπτοµερώς στην προσβαλλόµενη µε την κρινόµενη αναίρεση απόφαση πενήντα πέντε (55) συνολικά κοινές Υπουργικές Αποφάσεις και επί πλέον, 1) µε τη 2/44212/0022/ΦΕΚ Β' 1266/27-9-2002 απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρµόδιου Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και µε τη 2/35486/0022/ΦΕΚ Β'1081/4-8-2003 ΚΥΑ των προαναφερθέντων, η οποία συµπληρώθηκε µε τη 2/55350/1022/ΦΕΚ Β 173/24-11-2003 όµοια, χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή σε όλους τους υπαλλήλους των ΝΠ που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τον Ν. 2470/1997, δηλαδή στους υπαλλήλους του Πανελληνίου Φαρµακευτικού Συλλόγου, του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, της Ελληνικής Οδοντιατρικής Εταιρείας, της Μέσης Τεχνικής Επαγγελµατικής Σχολής Αθηνών "Α. ΦΛΕΜΙΝΓΚ" και όλων των Πε-Συ Υγείας της Χώρας. Από τα προαναφερόµενα προκύπτει ότι η µισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους µονίµους και µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των ανωτέρω Υπουργείων, Οργανισµών, ΝΠ και ΟΤΑ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασµένους ή τοποθετούµενους από άλλα Υπουργεία, ΟΤΑ και λοιπά ΝΠ. Όλες οι προαναφερθείσες ΚΥΑ έχουν ουσιωδώς όµοιο περιεχόµενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των αρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 Ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστηµα των θεσµοθετηµένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κλπ), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδοµάτων και ότι συνεντέλλεται µε τις µηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέροντας ως τέτοιους όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς µνεία κάποιου λόγου ή αιτίας που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της µηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειµένου να εξοµαλυνθούν οι µισθολογικές διαφορές υπέρ των χαµηλόµισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαµβάνουν πρόσθετες µισθολογικές παροχές, µε τις προαναφερόµενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριµένη αναφορά ότι δεν λαµβάνουν πράγµατι πρόσθετες µισθολογικές παροχές. Έτσι µε τη χορήγηση της αµοιβής αυτής και µάλιστα σε ιδιαίτερα σύντοµο χρονικό διάστηµα σε µεγάλο αριθµό υπαλλήλων που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγµένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές µεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε τον χαρακτήρα µισθολογικής παροχής που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, τον µισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του ηµοσίου, [10]

ΟΤΑ και ΝΠ, που αµείβονται σύµφωνα µε τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του µισθολογίου του προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης. Εξάλλου, µε το άρθρ. 24 2 του Ν. 3205/2003 "µισθολογική ρύθµιση λειτουργών και υπαλλήλων του ηµοσίου, ΝΠ και ΟΤΑ, µονίµων στελεχών των Ενόπλων υνάµεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού και Λιµενικού Σώµατος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίσθηκε µεταξύ άλλων ότι ποσά που καταβάλλονται µέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, σύµφωνα µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµόδιου υπουργού που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά µειούµενη από οποιαδήποτε µελλοντική χορήγηση νέου επιδόµατος, παροχής ή αποζηµιώσεως ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρ. 12 του παρόντος νόµου, από της ενάρξεως δε ισχύος του νόµου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω ΚΥΑ καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 4 του ίδιου νόµου). Εποµένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ που αµείβονται σύµφωνα µε τις διατάξεις του µισθολογίου του προσωπικού της ηµόσιας ιοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτή προσαύξηση του µισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αµειβόµενος σύµφωνα µε τις διατάξεις αυτές δικαιούται, κατ' εφαρµογή της αρχής της ισότητας, να λαµβάνει ως τµήµα του µισθού το την εν λόγω παροχή, την οποία µόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαµβάνει ή λαµβάνει µειωµένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριµένος υπάλληλος λαµβάνει κάποια πρόσθετη µισθολογική παροχή σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Σ: 4, 87, 93, 120, Νόµοι: 2738/1999, άρθ. 13, Νόµοι: 3016/2002, άρθ. 4, ηµοσίευση: INLAW 2011 ανεισµός εργασίας - Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης Αριθµός απόφασης: 742 Έτος: 2009 - Αµεταβίβαστη η αξίωση του εργοδότη για εργασία. Έµµεσος εργοδότης. Εταιρείες προσωρινής απασχόλησης. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τη διάταξη του άρθρου 651 του ΑΚ, κατά την οποία "αν κάτι άλλο δεν προκύπτει από τη συµφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόµενος οφείλει να εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη στην εργασία είναι αµεταβίβαστη", σε συνδυασµό και προς τα αρθρ 361 και 648 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι είναι έγκυρη η συµφωνία µε την οποία ο εργοδότης παραχωρεί σε άλλον εργοδότη την υπηρεσία του συνδεόµενου µε αυτόν µε τη σύµβαση εργασίας µισθωτού κατόπιν συναινέσεως του τελευταίου, οπότε η σχέση αυτή στηρίζεται στη βούληση των τριών µερών και ο παραχωρήσας εργοδότης, εκτός διαφορετικής ειδικής συµφωνίας, είναι ο µόνος υπόχρεος προς καταβολή του µισθού λόγω της µη µεταβολής της συµβάσεως εργασίας ως προς την υποχρέωση αυτή έναντι του µισθωτού. Περαιτέρω, µε τα αρθρ. 20 έως 26 του Ν. 2956/2001 [11]

"αναδιάρθρωση ΟΑΕ και άλλες διατάξεις" ρυθµίσθηκαν το πρώτον τα σχετικά µε την λειτουργία των εταιρειών προσωρινής απασχολήσεως (ΕΠΑ) θέµατα, οι οποίες έχουν ως αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από µισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έµµεσο εργοδότη) µε την µορφή της προσωρινής απασχόλησης. Ειδικότερα διαλαµβάνοντα: Άρθρο 20: "1.... 2. Ως προσωρινή απασχόληση νοείται η εργασία, η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έµµεσος εργοδότης) για περιορισµένο χρονικό διάστηµα από µισθωτό, ο οποίος συνδέεται µε τον εργοδότη του (άµεσος εργοδότης) µε σύµβαση ή σχέση εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου και επιτρέπεται µόνον από τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του παρόντος. 3.... 4.... 5. Συµβάσεις που ισχύουν κατά τη δηµοσίευση του νόµου και προβλέπουν την παροχή υπηρεσιών σε έµµεσο εργοδότη πρέπει να αναπροσαρµοσθούν σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων του Κεφαλαίου αυτού µέσα σε τέσσερις µήνες από την έναρξη ισχύος του νόµου. Νοµικά πρόσωπα που έχουν ως αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από µισθωτούς τους σε έµµεσους εργοδότες πρέπει µέσα σε τρεις µήνες από τη δηµοσίευση του νόµου να υποβάλλουν αίτηση προκειµένου να λάβουν άδεια Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης που προβλέπεται στο άρθρο 21. Η απόφαση χορήγησης ή µη της αδείας λαµβάνεται εντός µηνός από την υποβολή της αίτησης. Αν δεν υποβληθεί εµπροθέσµως η αίτηση ή δεν ληφθεί άδεια, απαγορεύεται να λειτουργούν". Άρθρο 21: "1. Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης µπορεί να συσταθεί µόνο µε τη µορφή της Ανώνυµης Εταιρείας µε µετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον εξήντα εκατοµµυρίων (60.000.000) δραχµών. 2. Για την ίδρυση και λειτουργία Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης απαιτείται ειδική άδεια η οποία παρέχεται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έπειτα από γνώµη της Επιτροπής Ελέγχου Προσωρινής Απασχόλησης...". Άρθρο 22: " 1. Για παροχή εργασίας µε τη µορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται προηγούµενη έγγραφη σύµβαση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου. Η σύµβαση συνάπτεται µεταξύ της Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης (άµεσος εργοδότης) και του µισθωτού 2. Με την κατά την προηγούµενη παράγραφο σύµβαση προσδιορίζεται επίσης το ύψος των αποδοχών του µισθωτού... 3. Απασχόληση του µισθωτού από τον έµµεσο εργοδότη επιτρέπεται µόνο µετά τη σύναψη της σύµβασης σύµφωνα µε την προηγούµενη παράγραφο. 4. Η διάρκεια της απασχόλησης του µισθωτού από τον έµµεσο εργοδότη δεν επιτρέπεται να είναι µεγαλύτερη από οκτώ µήνες. Επιτρέπεται η έγγραφη ανανέωση για τον ίδιο έµµεσο εργοδότη µε την προϋπόθεση ότι η συνολική διάρκεια της ανανέωσης δεν θα υπερβαίνει τους οκτώ µήνες, χωρίς να επέρχεται µετατροπή της υπάρχουσας σύµβασης εργασίας σε σύµβαση αορίστου χρόνου. 5. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του µισθωτού από τον έµµεσο εργοδότη µετά τη λήξη της διάρκειας της και της τυχόν ανανέωσής της για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο από δύο µήνες, η σύµβαση εργασίας θεωρείται ότι µετατρέπεται αυτοδίκαια σε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου µεταξύ του µισθωτού και του έµµεσου εργοδότη...". Και στο άρθρ. 26: "Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται: α) Οι ειδικότεροι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη σύσταση Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης καθώς και για την χορήγηση της ειδικής άδειας λειτουργίας της, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την ανάκληση της άδειας της, τα προσόντα που απαιτούνται για το στελεχιακό δυναµικό της, η αναγκαία υλικοτεχνική υποδοµή της και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια. β) Τα τυχόν επί πλέον στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι συµβάσεις προσωρινής απασχόλησης που συνάπτονται µεταξύ των Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης και των µισθωτών, ο τρόπος και η διαδικασία γνωστοποίησης αυτών στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Σώµα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), γ) Η τήρηση στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων [12]

µητρώου Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης, ο τρόπος και η διαδικασία τήρησης του µητρώου αυτού, καθώς και η διαδικασία εγγραφής στο µητρώο των εταιρειών αυτών και δ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για την εφαρµογή των άρθρων του παρόντος κεφαλαίου". Κατ' εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού άρθρου εκδόθηκε η 30342/6/20-3-2002 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, µε την οποία ρυθµίζονται αναλυτικά ο τρόπος συστάσεως των εν λόγω εταιρειών, οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα απαιτούµενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση ειδικής άδειας, καθώς και η διαδικασία ανάκλησης της άδειας αυτής και ακόµη τα στοιχεία των συµβάσεων προσωρινής απασχόλησης και ο τρόπος και η διαδικασία γνωστοποίησης αυτών στις αρµόδιες αρχές. Τέλος, κατά τις µεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 της υπουργικής αυτής αποφάσεως, "τα νοµικά πρόσωπα µε αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από τους µισθωτούς τους σε έµµεσους εργοδότες, τα οποία υπέβαλαν εµπροθέσµως κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 20 του Ν. 2956/2001 αίτηση για άδεια Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης, πρέπει να υποβάλουν τα απαιτούµενα δικαιολογητικά µέσα σε εύλογο χρονικό διάστηµα, το οποίο σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερο των έξι (6) µηνών από τη δηµοσίευση της παρούσας. Αν δεν υποβληθούν εµπροθέσµως τα απαιτούµενα δικαιολογητικά ή αν δεν χορηγηθεί η άδεια Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης, τα νοµικά αυτά πρόσωπα απαγορεύεται να ασκούν τη δραστηριότητα της παροχής εργασίας από µισθωτούς σε έµµεσους εργοδότες". Η ισχύς του Ν. 2956/2001 και της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας ως άνω υπουργικής αποφάσεως αρχίζουν από τη δηµοσίευση εκατέρου στην ΕτΚ, δηλαδή από 6-11-2001 και 20-3-2002 αντίστοιχα. Από το συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι τα υφιστάµενα κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του νόµου 2956/2001 νοµικά πρόσωπα, που έχουν ως αντικείµενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από µισθωτούς τους σε έµµεσο εργοδότη, οφείλουν εντός προθεσµίας τριών µηνών από τη δηµοσίευση του νόµου να υποβάλουν αίτηση για να λάβουν την άδεια εταιρείας, προσωρινής απασχόλησης, και στη συνέχεια, εντός ευλόγου χρονικού διαστήµατος, που δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερο των έξι µηνών από τη δηµοσίευση της υπουργικής αποφάσεως, τα απαιτούµενα δικαιολογητικά για τη χορήγηση της άδειας. Εποµένως, εφόσον τηρήθηκε η παραπάνω διαδικασία, τα νοµικά αυτά πρόσωπα εξακολουθούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους µέχρι να ληφθεί η άδεια από την αρµόδια αρχή, εκτός και αν η τελευταία αρνήθηκε η χορήγησή της. Ακόµη, οι συµβάσεις που ίσχυαν κατά τη δηµοσίευση του νόµου 2956/2001 (6-11-2001) και πρόβλεπαν την παροχή υπηρεσιών σε έµµεσο εργοδότη, έπρεπε να αναπροσαρµοσθούν σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου αυτού µέσα σε τέσσερις µήνες από την έναρξη ισχύος του, θα έπρεπε δηλαδή να καταρτισθούν εγγράφως και µε το περιεχόµενο που ορίζει ο νέος νόµος. Πάντως, η κατά την παρ. 5 του άρθρ. 22 του Ν. 2956/2001 µετατροπή κατά τα άνω της συµβάσεως εργασίας του µισθωτού σε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου µεταξύ αυτού και του έµµεσου εργοδότη, στην περίπτωση που ο πρώτος απασχολήθηκε διαδοχικά στον δεύτερο για µεγαλύτερο από τα προβλεπόµενα στον νόµο σχετικά διαστήµατα, επέρχεται χωρίς να λαµβάνεται υπόψη η τυχόν διαφορά του προσώπου του άµεσου εργοδότη. - Η δια της ως άνω διατάξεως του άρθρ. 22 παρ. 5 του Ν. 2956/2001 υποχρεωτική µετατροπή της συµβάσεως εργασίας του µισθωτού µε την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης σε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου του πρώτου µε τον έµµεσο εργοδότη, στον οποίο απασχολήθηκε επί χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των 18 µηνών, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρ. 22 παρ. 4 του Συντάγµατος, που απαγορεύει την απαίτηση παροχής εργασίας από κάποιον χωρίς τη θέλησή του, διότι δεν πρόκειται περί επιβολής αναγκαστικής εργασίας αλλά περί χαρακτηρισµού µιας εν τοις πράγµασι υπάρχουσας εργασιακής σχέσης µεταξύ µισθωτού και έµµεσου [13]

εργοδότη, η οποία είχε αναπτυχθεί στα πλαίσια της τριµερούς συµβατικής σχέσεως, που συνέδεε τον άµεσο εργοδότη, τον µισθωτό και τον έµµεσο εργοδότη και εξ αυτής, πριν ακόµη και ανεξαρτήτως από τη µετατροπή, γεννώνται υποχρεώσεις εις βάρος του έµµεσου εργοδότη και δικαιώµατα υπέρ του εργαζοµένου. Ετέρωθεν, δεν επέρχονται ανεπίτρεπτη δέσµευση και περιορισµοί στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας της αναιρεσείουσας και δη ως προς την οικονοµική και επαγγελµατική της ελευθερία, διότι είναι γνωστοί και σαφώς καθορισµένοι εκ των προτέρων οι κανόνες που ρυθµίζουν τη σχέση αυτής ως έµµεσης εργοδότριας µε τους υπ' αυτής απασχολούµενους µισθωτούς και ιδίως τα ανώτατα χρονικά όρια παροχής της εργασίας τους, η εφαρµογή και τήρηση ή µη των οποίων εναπόκειται στην απόλυτη συµβατική της ευχέρεια, ώστε να µην επέλθουν οι έννοµες συνέπειες. Η περιεχόµενη ρύθµιση δεν συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων που επιβάλλονται από τη συνταγµατικά κατοχυρωµένη αρχή της αναλογικότητας. - Κατά το άρθρ. 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώµατος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόµενων µε αυτή αντικειµενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που δηµιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που µεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόµο να εµποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώµατος, καθιστούν µη ανεκτή τη µεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του µέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξάλλου, όταν η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώµατος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγµατικά περιστατικά, τα οποία συνολικώς εκτιµώµενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούµενο δικαίωµα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγµα" που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ. - Σύµφωνα µε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η αµφιβολία αν εφαρµόσθηκε ορθά ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου µπορεί να προκύπτει είτε διότι στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν διαλαµβάνεται καθόλου πραγµατικές παραδοχές είτε διότι οι υπάρχουσες δεν καλύπτουν, µε σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, όλες οι προϋποθέσεις του κανόνα δικαίου, οι ελλείψεις δε αυτές της αποφάσεως πρέπει να αφορούν σε ζήτηµα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης και να ανάγονται στο πραγµατικό του κανόνα δικαίου και όχι στην εκτίµηση και στάθµιση των αποδείξεων και τα επιχειρήµατα, βάσει των οποίων καταλήγει το δικαστήριο στην κρίση περί µη συνδροµής ή µη των όρων του πραγµατικού. ΑΚ: 281, 651, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 2956/2001, αρθ. 20-26, ηµοσίευση: ΧρΙ 2010, σελίδα 307 * ΕΕ 2011, σελίδα 223 ανεισµός εργασίας - Υποχρεώσεις εργοδοτών Αριθµός απόφασης: 1009 Έτος: 2010 [14]

- ανεισµός εργαζοµένου. - Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συµφωνία εργοδότη και µισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει - µε τη µορφή δανεισµού εργαζοµένου - τον µισθωτό σε τρίτον προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραµένει, µε όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συµφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλει τον µισθό ή µέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισµένες προϋποθέσεις και περιορισµούς (ΑΠ 286/1994). Ο θεσµός αυτός του γνήσιου "δανεισµού" δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ όπου κατά κανόνα στη σύµβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του µισθωτού είναι αµεταβίβαστη, διότι από το συνδυασµό όλων των πιο πάνω αναφερόµενων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συµφωνία είναι νόµιµη και επιτρεπτή µεταξύ εργοδότη και τρίτου, µόνον αν συναινεί ο µισθωτός. Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του µισθού παραµένει ο αρχικός εργοδότης δυνάµει της σύµβασης εργασίας, αφού η σύµβαση δεν µεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συµφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζηµίωσης του µισθωτού από παροχή παράνοµης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνοµης αυτής εργασίας δεν περιλαµβάνεται στις υποχρεώσεις του µισθωτού που προκύπτουν από τη σύµβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζοµένου µε τον δανεισθέντα, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε µε συµφωνία για την περίπτωση παράνοµης υπερωριακής απασχόλησης και η υποχρέωση του αρχικού εργοδότη (ΑΠ 482/1979). - Η συναίνεση του εργαζοµένου µπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συµπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόµενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο. Η σύµβαση δανεισµού δεν επηρεάζει τη σύµβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωµα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύµβαση εργασίας που έχει συναφθεί µε τον αρχικό εργοδότη. Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση µε όλες τις υποχρεώσεις από τη σύµβαση εργασίας π.χ. καταβολή µισθού, αδείας, επιδόµατος, ασφαλιστικές εισφορές κ.λ.π. Ενώ οι όροι της σύµβασης εργασίας που έχουν συµφωνηθεί µεταξύ εργαζοµένου και αρχικού εργοδότη δεσµεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει µονοµερή βλαπτική µεταβολή. Επίσης σε καταγγελία της σύµβασης δικαιούται να προβεί µόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώµατα που δεν απορρέουν από την αρχική σύµβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισµού, δεσµεύουν µόνον τον τρίτο και τον εργαζόµενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συµφωνία. Συνεπώς, τα συνήθη που ελάµβαναν χώρα κατά την παροχή της εργασίας και τα νόµιµα, και αν ακόµη έχει συµφωνηθεί να καταβάλει τον µισθό ο τρίτος, βαρύνουν εις ολόκληρον κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας στον τρίτο, και τον αρχικό εργοδότη και όχι µόνον αυτόν που απολαµβάνει των υπηρεσιών του µισθωτού, εκτός αν υφίσταται ειδική και ρητή συµφωνία περί της απαλλαγής του, αφού αυτό θα αποτελούσε σύµβαση τροποποιητική της αρχικής σύµβασης. Η προαναφερθείσα γνήσια σύµβαση δανεισµού εργασίας διαφοροποιείται από τη "µη γνήσια σύµβαση δανεισµού" που ρυθµίζεται ήδη από τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του Ν. 2956/2001, κατά τις οποίες συνιστώνταν Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης στις οποίες οι εργαζόµενοί τους δεν προσφέρουν την εργασία τους σ' αυτές αλλά σε τρίτους που θα υποδεικνύει εκάστοτε η εταιρεία αρχικός εργοδότης. - Από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ προκύπτει ότι µε τη σύµβαση έργου ο ένας συµβαλλόµενος, αποκαλούµενος "εργολάβος", αναλαµβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το συµφωνηµένο έργο και ο άλλος συµβαλλόµενος, αποκαλούµενος [15]

"κύριος του έργου", αναλαµβάνει την υποχρέωση να καταβάλει τη συµφωνηµένη αµοιβή (ΑΠ 216/2004). Αντικείµενο της σύµβασης αυτής είναι το αποτέλεσµα της εργασίας του εργολάβου (το έργο) και όχι η εργασία που θα παρασχεθεί από τον εργολάβο για να πραγµατοποιηθεί το έργο, το οποίο αποτελεί και το ουσιώδες στοιχείο της σύµβασης στο οποίο αποβλέπουν τα µέρη. ΑΚ: 361, 648, 651, 681, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕ 2011, σελίδα 492 ιευθυντικό δικαίωµα - Καταχρηστική άσκηση Αριθµός απόφασης: 1138 Έτος: 2010 - ιευθυντικό δικαίωµα. Προσβολή προσωπικότητας εργαζοµένου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λάψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από το συνδυασµό των άρθρων 648, 652, 656 και 349-351 Α.Κ., 7 Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωµα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του µισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του µισθωτού για την αρτιότερη οικονοµοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκµετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρηση του µε βάση τα κρινόµενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσµατικά για αυτή κριτήρια (ΟλΑΠ 25/2003). εν επιτρέπεται όµως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώµατος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο µισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόµου ή της ατοµικής συµβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει µονοµερής βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο µισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη µεταβολή, το δικαίωµα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συµβάσεως και να αξιώσει τη νόµιµη αποζηµίωση είτε, εµµένοντας στη σύµβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόµενη εργασία υπό τους πριν από τη µεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήµερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής. Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόµενο η µεταβολή των εργασιακών όρων όχι µόνον όταν προκαλεί υλική ζηµία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγµα που συµβαίνει, ενόψει και του κατ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συµπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεως του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζοµένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασµό, µεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του µισθωτού του. Η ηθική ζηµία του µισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συµπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασµό του εργαζόµενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συµπεριφορά αυτή δηµιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά αντικειµενική κρίση και σύµφωνα µε την καλή πίστη, να µην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του µισθωτού µε πνεύµα αµοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική µείωση στην προσωπικότητα του εργαζόµενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (ΟλΑΠ 13/1987). [16]

- Ο αναιρετικός λόγος του αριθµού 19 του άρθρου 559 ΚΠολ ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του εφαρµοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων, όχι όµως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και µε σαφήνεια διατυπωµένου αποδεικτικού πορίσµατος, Η θεµελίωση του τελευταίου λόγου προϋποθέτει ελλείψεις σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως είναι οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. εν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές µεν αλλά πλήρεις αιτιολογίες. - Από τα άρθρα 335 και 338 έως 341 του ΚΠολ συνάγεται ότι το δικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσεως του ως προς τη βασιµότητα ή µη των από τους διαδίκους προβαλλόµενων πραγµατικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθµ. 11 περ. γ ΚΠολ, υπό την αποκλειστική όµως προϋπόθεση ότι πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 335 του ΚΠολ, αφού µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείµενο αποδείξεως (ΟλΑΠ 42/2002). ΑΚ: 349, 350, 351, 648, 652, 656, ΚΠολ : 559 αριθ. 11γ, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 7, ΑΝ: 3198/1955, άρθ. 5, ηµοσίευση: INLAW 2010 * ΕΕ 2011, σελίδα 497 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου Αριθµός απόφασης: 921 Έτος: 2010 - Η µεταξύ εργαζοµένων που ανήκουν στην αυτή κατηγορία που παρέχουν την ίδια υπό τις αυτές συνθήκες και προσόντα εργασία, ισότητα της αµοιβής επιβάλλεται όταν πρόκειται για οικειοθελή εργοδοτική παροχή, από την αρχή της ίσης µεταχειρίσεως, που απορρέει τόσο από το άρθρο 288 ΑΚ, όσο και από το άρθρο 22 παράγρ. 1β του ισχύοντος Συν/τος, εφόσον και αυτό επιβάλλει την ισότητα της αµοιβής για παρεχοµένη εργασία ίσης αξίας. Από την αρχή αυτή που καθιερώνει δεν δεσµεύεται µόνο ο νοµοθέτης, ως προς την ίση σε σχέση µε την αµοιβή µεταχείριση των υπό τις αυτές εν γένει συνθήκες εργαζοµένων, αλλά συνάγεται συγχρόνως και κανόνας δηµοσίας τάξεως, µε τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόµενο το δικαίωµα να αξιώσει από τον εργοδότη του την οικειοθελή παροχή που αυτός καταβάλλει σε άλλο µισθωτό του, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες, υπό τις αυτές συνθήκες, υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο προσλήψεώς του. Αντίθετα, όταν πρόκειται για παροχή που χορηγείται µε διάταξη νόµου, η ισότητα της αµοιβής επιβάλλεται από το άρθρο 4 παράγρ. 1 του ισχύοντος Συντ/τος όπως και από το άρθρο 22 παράγρ. 1β αυτού, το οποίο αποτελεί ειδικότερη µορφή της αρχής της [17]

ισότητας που καθιερώνει το πρώτο και δεσµεύει, όπως εκτέθηκε, και το νοµοθέτη. ιαφοροποιήσεις ωστόσο της εν λόγω αµοιβής επιτρέπονται, επί εκουσίων µεν παροχών όταν αυτές είναι δίκαιες και εύλογες, ως δικαιολογούµενες από τη συνδροµή ειδικού και σοβαρού, κατ' αντικειµενική κρίση, λόγου, επί νοµοθετικών δε ρυθµίσεων αν επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος. Αντίθετα, δεν παραβιάζεται η ως άνω συνταγµατική αρχή, όταν πρόκειται για παροχές προς πρόσωπα, τα οποία τελούν σε διαφορετικές (υπηρεσιακές, µισθολογικές) συνθήκες σε σχέση µε άλλους υπαλλήλους. - Κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/1999, ο οποίος εισήγαγε τον θεσµό των συλλογικών διαπραγµατεύσεων στη δηµόσια διοίκηση " η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων, των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δε ρυθµίζονται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγµατικών περιορισµών, µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία", ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου " η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται όµως για το δηµόσιο ή ΝΠ η ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορεί να ρυθµιστούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης, β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρυθµίσεως των θεµάτων της συµφωνίας". Ακολούθησε η έκδοση του Ν. 3016/2002 " Για την εταιρική διακυβέρνηση, θέµατα µισθολογίου και άλλες διατάξεις", µε τον οποίο (για την υλοποίηση των συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738/1999) και µε το άρθρο 14 του οποίου ορίσθηκε ότι " µε κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµοδίου Υπουργού, ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών, που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 13 Ν. 2738 1999 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. Με όµοιες αποφάσεις, οι ρυθµίσεις της προηγουµένης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλων ή εν µέρει, και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης Ο.Τ.Α) και λοιπών Ν.Π..., που δεν συµµετείχε στη σύναψη των συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738 1999 και µέχρι του ποσού των 176 ευρώ. Αν καταβάλλονται οπουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδοµήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού". Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2470/1997 (ενιαίο µισθολόγιο προσωπικού δηµόσιας διοίκησης), " Στις διατάξεις του νόµου αυτού υπάγονται οι µόνιµοι και δόκιµοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του ηµοσίου, β) της Γραµµατείας των ικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εµµίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηµατολογικών Γραφείων της χώρας, γ) των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) και λοιπών Νοµικών Προσώπων ηµοσίου ικαίου (ΝΠ ), κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόµου: α) το διδακτικό προσωπικό των ανωτάτων και τεχνολογικών εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων, β) το κύριο προσωπικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, γ) οι υπάλληλοι του διπλωµατικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και οι υπάλληλοι της Ειδικής Νοµικής Υπηρεσίας και της Ειδικής Νοµικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του ίδιου Υπουργείου, δ) οι γιατροί του Εθνικού Συστήµατος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) και ε) κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων, που δεν εµπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν. 1505 1984, όπως τροποποιήθηκαν µε το Ν. 1810/1988". Με το άρθρο 1 παρ. 2, εξάλλου, του Ν. 3205/2003 "ενιαίο µισθολόγιο, προσωπικού δηµόσιας διοίκησης" (µε το άρθρο 28 του οποίου καταργήθηκαν από 1-1-2004 τα άρθρα 1έως και 27 και 29 έως 33 του ν. 2470/1997, εκτός από το άρθρο 16 παρ. 2 αυτού), ορίσθηκε ότι "δεν υπάγονται στις διατάξεις του Μέρους Α' του παρόντος νόµου: α)κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων, [18]

που δεν εµπίπτουν ευθέως στις διατάξεις του Ν. 2470 1997 και β) λοιπές κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών, που αµείβονται µε ειδικά µισθολόγια". Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται, µεταξύ των άλλων (όπως δικαστικοί λειτουργοί, το κύριο προσωπικό του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους, διπλωµατικοί υπάλληλοι κ.λπ.) και ιατροί του Εθνικού Συστήµατος Υγείας, όπως, α) ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2470 1997 και β) σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 30 Ν. 1397/1983 (Εθνικό Σύστηµα Υγείας) και 43 (κεφάλαιο Γ') του Ν. 3205/2003, µε τα οποία θεσπίζεται ειδικό µισθολόγιο γι' αυτούς. Στο ιατρικό προσωπικό του Εθνικού Συστήµατος Υγείας, εξάλλου, υπάγονται και οι ειδικευόµενοι ιατροί (άρθρο 38 Ν. 1397/1983 και άρθρο 43 Ν. 3205/2003) καθώς και οδοντίατροι. Περαιτέρω, µε βάση το άρθρο 14 Ν. 3016/2002, εκδόθηκε σειρά υπουργικών αποφάσεων, µε τις οποίες χορηγήθηκε στους αναφερόµενους σ' αυτές δηµόσιους υπαλλήλους "µηνιαία ειδική παροχή", το ύψος της οποίας καθορίσθηκε µε αυτές (µέχρι του ποσού των 176 ευρώ). Κοινό χαρακτηριστικό των εν λόγω Υπουργικών αποφάσεων είναι η αναφορά τους ότι η εν λόγω "ειδική παροχή" χορηγείται στους υπαλλήλους (µόνιµους ή µε σύµβαση ιδιωτικού δικαίου), "των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997", δηλαδή (η ειδική αυτή παροχή χορηγήθηκε) στο προσωπικό της δηµόσιας διοίκησης, οι αποδοχές του οποίου ρυθµίζονται σύµφωνα µε το ενιαίο µισθολόγιο, που καθιερώθηκε µε τον εν λόγω νόµο. ΑΚ: 288, Σ: 4, 22, Νόµοι: 1397/1983, άρθ. 30, 38, Νόµοι: 2470/1997, άρθ. 1, Νόµοι: 2738/1999, αρθ. 13, 14, Νόµοι: 3205/2003, άρθ. 43, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου Αριθµός απόφασης: 133 Έτος: 2011 - Επίδοµα εξοµάλυνσης. ικαιολογηµένη άνιση µεταχείριση. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Ειδική εκδήλωση της δεσµεύουσας το νοµοθέτη συνταγµατικής αρχής της ισότητας αποτελεί το άρθρο 22 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγµατος, το οποίο αφορά τις σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατά το οποίο για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας οφείλεται ίση αµοιβή. Ο κανόνας όµως αυτός δεν εφαρµόζεται επί συγκεκριµένης, βάσει διατάξεως νόµου, παροχής προς ορισµένη κατηγορία µισθωτών σε σχέση µε µισθωτούς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία, όπως είναι και οι έχοντες διαφορετικό εργοδότη και διαφορετικούς όρους απασχολήσεως και απολαυών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 35 του Ν. 3329/2005 "Στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους αποσπασµένους σε αυτή και στο µετακλητό προσωπικό, χορηγείται µηνιαίο επίδοµα ειδικής απασχόλησης που ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για το χρονικό διάστηµα από 1η Ιανουαρίου 2005 και εφεξής. Το επίδοµα αυτό δεν συµψηφίζεται µε την προσωπική διαφορά που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του Ν. 3205/2003. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το επίδοµα αυτό µπορεί να [19]

αναπροσαρµόζεται". Σύµφωνα δε µε την Εισηγητική έκθεση του νόµου αυτού, η χορήγηση του ως άνω επιδόµατος δικαιολογείται λόγω του αυξηµένου φόρτου εργασίας και των αυξηµένων ευθυνών που αναλογούν στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του πιο πάνω Υπουργείου, µετά τις αλλαγές που επέρχονται στο Εθνικό Σύστηµα Υγείας µε την κατάργηση των Πε.Σ.Υ.Π., τη δηµιουργία των ιοικήσεων Υγειονοµικών Περιφερειών (.Υ.ΠΕ.) και την αναµόρφωση των Νοσοκοµείων σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Συγκεκριµένα, αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, µετά τις ανωτέρω δοµικές αλλαγές στο χώρο της υγείας, οι εργαζόµενοι στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχουν αναλάβει ένα συντονιστικό και επιτελικό ρόλο, ο οποίος συνίσταται στην παρακολούθηση και στο συντονισµό των δραστηριοτήτων όλων των ανωτέρω εποπτευόµενων φορέων προκειµένου να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή οργάνωσή τους, σε όφελος του χρήστη των υπηρεσιών υγείας. Επίσης, η αλλαγή του συστήµατος προµηθειών των νοσοκοµείων, µε τη δηµιουργία µιας ενιαίας επιτροπής στο ως άνω Υπουργείο, τη σύσταση ενός εθνικού µητρώου προµηθευτών και την κατάρτιση ενιαίου κωδικολογίου για όλα τα προµηθευόµενα είδη, συνεπάγεται επιπρόσθετο φόρτο εργασίας και ευθύνες για τους εργαζόµενους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ ήδη είχαν επιφορτισθεί µε πρόσθετες υποχρεώσεις στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, µετά τις αλλαγές που επήλθαν στο χώρο της υγείας µε τους νόµους 2889/2001, 3106/2003, 3204/2003 και 3209/2003 (ίδρυση Ε.ΣΥ.Κ.Φ., εποπτεία του προγράµµατος "Βοήθεια στο Σπίτι" κ.λ.π). Για όλους τους ανωτέρω λόγους προτείνεται η χορήγηση του επιδόµατος ειδικής απασχολήσεως στο προσωπικό που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και στους αποσπασµένους σ' αυτή". Aπό την προαναφερόµενη διάταξη, σε συνδυασµό µε την Εισηγητική Έκθεση, προκύπτει σαφώς ότι η παροχή των 200 ευρώ το µήνα, χορηγήθηκε στους υπαλλήλους που υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας - Κοινωνικής Αλληλεγγύης, λόγω των αυξηµένων καθηκόντων που τους ανατέθηκαν εξαιτίας των αναφερόµενων στην Εισηγητική Έκθεση διαρθρωτικών αλλαγών και µεταρρυθµίσεων, που έλαβαν χώρα στο Εθνικό Σύστηµα Υγείας, και τα οποία (καθήκοντα) επηρέασαν τις υφιστάµενες συνθήκες εργασίας του προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας του εν λόγω Υπουργείου. - Η χορήγηση στους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης του επίδικου επιδόµατος µε το άρθρο 35 του Ν. 3329/2005 και η παράλειψη χορηγήσεως αυτού και στους εργαζόµενους στα νοσοκοµεία, είναι δικαιολογηµένη και κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στη συνταγµατική αρχή της ισότητας. Εποµένως, ο σχετικός από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.. µοναδικός λόγος αναιρέσεως, είναι βάσιµος και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση Σ: 4, 22, Νόµοι: 3329/2005, άρθ. 35, ηµοσίευση: INLAW 2011 Εργαζόµενος - Εργάτης-Υπάλληλος Αριθµός απόφασης: 70 Έτος: 2010 - Μερική απασχόληση. Υπάλληλος- Εργάτης. Ετοιµότητα εργασίας. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. [20]