EL ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 17ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύσταση και λειτουργία οργανισμών διαχείρισης διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας (CON/2016/16) Εισαγωγή και νομική βάση Στις 5 Φεβρουαρίου 2016 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του κυπριακού Υπουργείου Οικονομικών για τη διατύπωση γνώμης αναφορικά με σχέδιο νόμου για τη σύσταση και λειτουργία οργανισμών διαχείρισης διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας (εφεξής το «σχέδιο νόμου»). Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται, αφενός, στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της απόφασης 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου 1, καθώς το σχέδιο νόμου αφορά την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ). Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 1. Σκοπός του σχεδίου νόμου 1.1 Σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η δημιουργία μίας νέας κατηγορίας ιδρυμάτων (εφεξής τα «ιδρύματα διεκπεραίωσης») με στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων των αγοραστών ακίνητης ιδιοκτησίας. Το σχέδιο νόμου απαιτεί η όποια μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας να πραγματοποιείται μέσω ιδρυμάτων διεκπεραίωσης τα οποία παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει των διατάξεών του. Όπως αναφέρεται στο επεξηγηματικό σημείωμα του σχεδίου νόμου, τα ιδρύματα διεκπεραίωσης θα διασφαλίζουν ότι οι μεταβιβάσεις ακίνητης ιδιοκτησίας θα πραγματοποιούνται αμέσως μόλις ο αγοραστής θα έχει εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Το σχέδιο νόμου ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης και λειτουργίας των ως άνω ιδρυμάτων και αναθέτει στην ΚΤΚ τις αρμοδιότητες αδειοδότησης, ρύθμισης και εποπτείας τους. 1.2 Το σχέδιο νόμου εξυπηρετεί την ανάγκη ταχύτερης έκδοσης τίτλων ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο, ζήτημα το οποίο αποτελεί αντικείμενο διευθέτησης στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Κύπρο. 1 Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων (ΕΕ L 189 της 3.7.1998, σ. 42).
1.3 Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, μόνο ιδρύματα διεκπεραίωσης που έχουν συσταθεί στην Κύπρο και έχουν αδειοδοτηθεί από την ΚΤΚ μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας 2. Ακόμη, το σχέδιο νόμου καθορίζει τα είδη δραστηριοτήτων που θα ασκούν τα ιδρύματα διεκπεραίωσης, καθώς και τις υποχρεώσεις που θα υπέχουν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους 3. Επίσης, ορίζει τις εποπτικές και ρυθμιστικές εξουσίες της ΚΤΚ όσον αφορά τα εν λόγω ιδρύματα, περιλαμβανομένης της λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και της επιβολής κυρώσεων, και θεσπίζει ένα άρτιο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία τους και την παροχή υπηρεσιών από αυτά. 1.4 Το σχέδιο νόμου καθορίζει τη διαδικασία υποβολής αίτησης την οποία πρέπει να κινήσει ορισμένο ίδρυμα διεκπεραίωσης προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, καθώς και τα έγγραφα τεκμηρίωσης που αυτό υποχρεούται να υποβάλλει στην ΚΤΚ. Επίσης, ορίζει ότι η ΚΤΚ θα χορηγεί άδεια μόνο εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η ΚΤΚ πρέπει ιδίως να έχει πειστεί ότι: α) το ίδρυμα διεκπεραίωσης είναι σε θέση να συμμορφώνεται πλήρως με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου και των οδηγιών που η ίδια εκδίδει δυνάμει αυτού, β) οι μέτοχοι του ιδρύματος διεκπεραίωσης μπορούν να διασφαλίσουν την υγιή και συνετή διαχείρισή του, γ) τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος διεκπεραίωσης χαίρουν καλής φήμης και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, προσόντα και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και δ) δεν υπάρχουν στενοί επαγγελματικοί ή προσωπικοί δεσμοί μεταξύ του ιδρύματος διεκπεραίωσης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων που κατά την άποψη της ΚΤΚ θα μπορούσαν να παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της 4. Ακόμη, το σχέδιο νόμου περιέχει διατάξεις που υποχρεώνουν τα φυσικά πρόσωπα να γνωστοποιούν στην ΚΤΚ τυχόν μεταβολές στις ειδικές τους συμμετοχές σε ιδρύματα διεκπεραίωσης 5, οι οποίες θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση της ΚΤΚ. Σε περιπτώσεις στις οποίες ορισμένο πρόσωπο παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τη διαδικασία γνωστοποίησης κατά το σχέδιο νόμου, ο διοικητής της ΚΤΚ μπορεί να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι ένα εκατομμύριο ευρώ για κάθε παράβαση. Εφόσον η παράβαση συνεχίζεται, έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο από 200 ευρώ μέχρι 100 000 ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισής της 6. 1.5 Το σχέδιο νόμου προβλέπει ακόμη: α) τις εποπτικές εξουσίες της ΚΤΚ σε σχέση με τα ιδρύματα διεκπεραίωσης, καθώς και λοιπές εποπτικές απαιτήσεις που αφορούν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις β) την αξιολόγηση του διοικητικού οργάνου της εταιρείας και των κατόχων καίριων θέσεων γ) τη διαδικασία υποβολής εκθέσεων στην ΚΤΚ δ) την πρόσβαση της ΚΤΚ στα αρχεία και βιβλία μίας εταιρείας ε) τα καθήκοντα εμπιστευτικότητας της ΚΤΚ και στ) την επιβολή εποπτικών μέτρων και κυρώσεων από την ΚΤΚ 7. 2 Βλ. άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του σχεδίου νόμου. 3 Βλ. άρθρα 7 και 21 του σχεδίου νόμου. 4 Βλ. άρθρο 8 παράγραφος 5 του σχεδίου νόμου. 5 Βλ. άρθρο 16 του σχεδίου νόμου, το οποίο καθορίζει τα σχετικά κατώτατα όρια ειδικών συμμετοχών και τη διαδικασία έγκρισής τους από την ΚΤΚ. 6 Βλ. άρθρο 16 παράγραφος 5 του σχεδίου νόμου. 7 Βλ. άρθρα 18 έως 23 και 29 έως 32 του σχεδίου νόμου. 2
1.6 Το σχέδιο νόμου εξουσιοδοτεί την ΚΤΚ να εκδίδει οδηγίες ή κατευθυντήριες γραμμές για: α) τη ρύθμιση των διαδικασιών χορήγησης, αναστολής και ανάκλησης άδειας για τα ιδρύματα διεκπεραίωσης 8 β) τον καθορισμό των κριτηρίων ικανότητας και καταλληλόλητας των μετόχων, συμβούλων και κατόχων καίριων θέσεων 9 γ) τη ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης και διακυβέρνησης των εν λόγω ιδρυμάτων 10 και των χρεώσεων και τελών που αυτά εισπράττουν για τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν δυνάμει του σχεδίου νόμου και του περί διαχείρισης σύμβασης και διαδικασίας μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας νόμου 11 και δ) τον προσδιορισμό του ύψους και του τρόπου καθορισμού της ασφάλισης επαγγελματικής αποζημίωσης ή της εγγύησης για ευθύνη από επαγγελματική αμέλεια 12. 1.7 Τέλος, το σχέδιο νόμου ορίζει ότι η ΚΤΚ έχει την εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα διεκπεραίωσης να καταβάλλουν σ αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας τους, σύμφωνα με οδηγίες της ίδιας 13. 2. Γενικές παρατηρήσεις 2.1 Σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης στη διαδικασία πώλησης ακινήτων στην κυπριακή αγορά υπό συνθήκες διαφάνειας και ασφάλειας. Οι ρυθμίσεις του θα έχουν αντίκτυπο στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών που επηρεάζουν τους ισολογισμούς των τραπεζών στην Κύπρο και θα μπορούσαν εμμέσως να συμβάλουν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην επικράτειά της. 2.2 Παρέχοντας στην ΚΤΚ συγκεκριμένη ρυθμιστική και εποπτική εξουσία επί των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης, το σχέδιο νόμου αποσκοπεί πρωτίστως στη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δραστηριοτήτων τους και στην επαρκή προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων που αγοράζουν ακίνητη περιουσία στην Κύπρο. 2.3 Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται την ανάγκη αξιολόγησης κάθε προτεινόμενης ανάθεσης νέων καθηκόντων σε κεντρική τράπεζα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) υπό το πρίσμα της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης βάσει του άρθρου 123 της Συνθήκης 14. Στις παραγράφους 2.3.1 έως 2.3.3 της παρούσας γνώμης η ΕΚΤ αναπτύσσει κάποιες κατευθυντήριες οδηγίες με τη μορφή γενικών και ειδικών σκέψεων, στη βάση των οποίων η ίδια μπορεί να αποφαίνεται κατά πόσο ένα νέο καθήκον που ανατίθεται σε εθνική κεντρική τράπεζα (ΕθνΚΤ) του ΕΣΚΤ θα πρέπει να θεωρείται καθήκον κεντρικής τράπεζας ή κυβερνητικό καθήκον, για σκοπούς αξιολόγησης της ανάθεσής του υπό το πρίσμα της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Στην παράγραφο 3.1 της παρούσας γνώμης επιχειρείται να αξιολογηθεί κατά 8 Βλ. άρθρο 12 του σχεδίου νόμου και άρθρο 31 στοιχείο α) του σχεδίου νόμου. 9 Βλ. άρθρο 31 στοιχείο β) του σχεδίου νόμου. 10 Βλ. άρθρο 31 στοιχείο γ) του σχεδίου νόμου. 11 Βλ. άρθρο 31 στοιχείο δ) του σχεδίου νόμου. 12 Βλ. άρθρο 31 στοιχείο ε) του σχεδίου νόμου. 13 Βλ. άρθρο 8 παράγραφος 7 του σχεδίου νόμου. 14 Βλ. παράγραφο 2.3 γνώμης CON/2015/22. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στον δικτυακό της τόπο (www.ecb.europa.eu). 3
πόσο το συγκεκριμένο καθήκον της ΚΤΚ να εποπτεύει τα ιδρύματα διεκπεραίωσης θα πρέπει να θεωρείται καθήκον κεντρικής τράπεζας ή κυβερνητικό καθήκον. 2.3.1 Γενικές σκέψεις Πρώτον, τα καθήκοντα που είναι όντως νέα ή που δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των καθηκόντων κεντρικής τράπεζας τα οποία έχουν ήδη ανατεθεί στις ΕθνΚΤ πρέπει να ταξινομούνται συστηματικά ως καθήκοντα κεντρικής τράπεζας ή ως κυβερνητικά καθήκοντα. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών νομικών πλαισίων, παραδόσεων κεντρικών τραπεζών και εθνικών δομών των επιμέρους κρατών μελών, τα καθήκοντα που σήμερα ασκεί ορισμένη ΕθνΚΤ ως καθήκοντα κεντρικής τράπεζας δεν αναθεωρούνται ούτε αναταξινομούνται, αλλά είναι δυνατό να επαναξιολογούνται εφόσον υφίστανται νομοθετικές τροποποιήσεις ουσίας. εύτερον, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας επιτάσσει ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να περιάγουν τις οικείες ΕθνΚΤ σε κατάσταση ανεπάρκειας των οικονομικών πόρων τους οποίους απαιτεί η άσκηση των καθηκόντων τους που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ ή με το Ευρωσύστημα. Τρίτον, τα καθήκοντα κεντρικής τράπεζας περιλαμβάνουν ιδίως όσα συνδέονται με εκείνα των άρθρων 127 παράγραφοι 2, 5 και 6 της Συνθήκης. Τέταρτον, νέα καθήκοντα που ανατίθενται σε ορισμένη ΕθνΚΤ, τα οποία δεν αποτελούν τυπικά καθήκοντα των ΕθνΚΤ ή ασκούνται σαφώς εξ ονόματος και προς το αποκλειστικό συμφέρον της κυβέρνησης ή άλλων δημόσιων φορέων, θα πρέπει να θεωρούνται κυβερνητικά καθήκοντα. 2.3.2 Ειδικές σκέψεις Ένα σημαντικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός νέου καθήκοντος ως κυβερνητικού είναι ο αντίκτυπός του στη θεσμική, οικονομική και προσωπική ανεξαρτησία μίας ΕθνΚΤ. Ειδικότερα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα. Πρώτον, θα πρέπει να εξετάζεται εάν η άσκηση του νέου καθήκοντος δημιουργεί ανεπαρκώς διαχειρίσιμες συγκρούσεις συμφερόντων σε σχέση με υφιστάμενα καθήκοντα κεντρικής τράπεζας, χωρίς κατ ανάγκη να τα συμπληρώνει. Εφόσον προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ υφιστάμενων και νέων καθηκόντων, θα πρέπει να προβλέπονται ικανοποιητικές δικλείδες μετριασμού της προκειμένου να αντιμετωπίζεται επαρκώς. Πάντως, η συμπληρωματικότητα μεταξύ νέων και υφιστάμενων καθηκόντων κεντρικής τράπεζας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, διότι τότε θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μιας αλυσίδας παρεπόμενων καθηκόντων αόριστης διάρκειας. Η συμπληρωματικότητα θα πρέπει μάλιστα να εξετάζεται και από την άποψη της χρηματοδότησης ενός νέου καθήκοντος. εύτερον, θα πρέπει να εξετάζεται εάν η άσκηση του νέου καθήκοντος χωρίς την πρόβλεψη πρόσθετων οικονομικών πόρων, αφενός, επιβαρύνει δυσανάλογα ορισμένη ΕθνΚΤ σε σχέση με τις οικονομικές και οργανωτικές της δυνατότητες και, αφετέρου, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά της να ασκεί αποτελεσματικά τα υφιστάμενα καθήκοντα κεντρικής τράπεζας. Τρίτον, θα πρέπει να εξετάζεται εάν η άσκηση του νέου καθήκοντος ευθυγραμμίζεται με το θεσμικό πλαίσιο της ΕθνΚΤ, ιδίως από την άποψη της ανεξαρτησίας και λογοδοσίας της κεντρικής τράπεζας. Τέταρτον, θα πρέπει να εξετάζεται εάν η άσκηση του νέου καθήκοντος εγκυμονεί ουσιαστικούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. 4
Πέμπτον, θα πρέπει να εξετάζεται εάν η άσκηση του νέου καθήκοντος εκθέτει τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕθνΚΤ σε πολιτικούς κινδύνους οι οποίοι: α) είναι δυσανάλογοι και β) ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην προσωπική τους ανεξαρτησία και, ιδίως, στο εχέγγυο της θητείας του διοικητή κατά το άρθρο 14.2 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 2.3.3 Η διατύπωση οποιασδήποτε οριστικής κρίσης ως προς τον χαρακτηρισμό ενός νέου καθήκοντος που ανατίθεται σε ΕθνΚΤ ως καθήκοντος κεντρικής τράπεζας ή ως κυβερνητικού καθήκοντος θα πρέπει να έχει ως γνώμονα τη διασφάλιση συνέπειας στην εφαρμογή της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης εντός του Ευρωσυστήματος και του ΕΣΚΤ, στο βαθμό που εφαρμόζεται στα μέλη του. 3. Ειδικές παρατηρήσεις 3.1 Ανάθεση στην ΚΤΚ του καθήκοντος εποπτείας των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης Το σχέδιο νόμου ορίζει την ΚΤΚ ως την αρχή εποπτείας των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης. ιευρύνονται με τον τρόπο αυτό οι υφιστάμενες λειτουργίες και δραστηριότητές της, οι οποίες περιλαμβάνουν την εποπτεία των δραστηριοτήτων των αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων 15, και λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, καθώς και την επίβλεψη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος 16. Υπό το φως των κατευθυντήριων οδηγιών των παραγράφων 2.3.1 έως 2.3.3 πρέπει να αξιολογηθεί κατά πόσο το νέο καθήκον της ΚΤΚ θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει παραβίαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης. 3.1.1 Αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας Η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται την υποχρέωση των ΕθνΚΤ να διαθέτουν επαρκείς πόρους για να ασκούν όχι μόνο τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά τους, αλλά και τα εθνικά τους καθήκοντα, από άποψη λειτουργική και οικονομική 17. Εξάλλου, όταν ανατίθενται σε ΕθνΚΤ καθήκοντα που δεν σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, πρέπει να διατίθενται επιπρόσθετο προσωπικό και οικονομικοί πόροι, έτσι ώστε η άσκηση των καθηκόντων αυτών να μην επηρεάζει τη λειτουργική ικανότητα των ΕθνΚΤ να ασκούν τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά τους 18. Εν προκειμένω το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι η ΚΤΚ, προς διαφύλαξη της οικονομικής της ανεξαρτησίας, έχει εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα διεκπεραίωσης να καταβάλλουν σ αυτή όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας τους, σύμφωνα με οδηγίες της 19. 15 Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο δ) των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου νόμων του 2002 έως 2007, η ΚΤΚ ασκεί την εποπτεία των τραπεζών. Επιτρέπεται στις τράπεζες να παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δυνάμει του σημείου 11 του παραρτήματος IV των περί εργασιών πιστωτικών ιδρυμάτων 16 νόμων του 1997 έως (Αρ. 6) του 2015. Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο ε) των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου νόμων του 2002 έως (Αρ. 3) του 2014. 17 Βλ. έκθεση της ΕΚΤ για τη σύγκλιση του 2014, σ. 25. 18 Βλ., για παράδειγμα, παράγραφο 3.1.2 γνώμης CON/2016/6. 19 Βλ. άρθρο 8 παράγραφος 7 του σχεδίου νόμου. 5
3.1.2 Σύνδεση με τα καθήκοντα του άρθρου 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης Η εποπτεία των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης μπορεί να θεωρηθεί καθήκον που σκοπό έχει πρωτίστως την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου και της εμπιστοσύνης στη διαδικασία πώλησης ακινήτων στην κυπριακή αγορά υπό συνθήκες διαφάνειας και ασφάλειας. Τα ιδρύματα διεκπεραίωσης μπορούν να προαγάγουν περαιτέρω την καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών από αγοραστές και πωλητές ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία επηρεάζει τους ισολογισμούς των τραπεζών και εμμέσως θα μπορούσε να συμβάλει στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Κύπρο. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν θεωρεί ότι το καθήκον της ΚΤΚ να ασκεί την εποπτεία των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης σχετίζεται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας του άρθρου 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης, ούτε ότι αυτό συμπληρώνει τη λειτουργία της ΚΤΚ όσον αφορά την εποπτεία των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος 20. 3.1.3 Άτυπα καθήκοντα Σήμερα δεν υπάρχουν ιδρύματα διεκπεραίωσης σε άλλα κράτη μέλη ούτε έχει ανατεθεί η εποπτεία τους σε άλλο μέλος του ΕΣΚΤ. Η ΕΚΤ θεωρεί ότι το νέο αυτό καθήκον είναι εντελώς άτυπο για μία ΕθνΚΤ. 3.1.4 Άσκηση καθηκόντων εξ ονόματος και προς το αποκλειστικό συμφέρον της κυβέρνησης ή άλλων δημόσιων φορέων Η ΚΤΚ ορίζεται ως η μόνη αρμόδια αρχή για την εποπτεία των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης. Τόσο η διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των αρμοδιοτήτων των εν λόγω ιδρυμάτων όσο και η διασφάλιση της επαρκούς προστασίας των αγοραστών και πωλητών ακίνητης ιδιοκτησίας συνιστούν σκοπούς δημόσιας τάξης που δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των σκοπών μίας κεντρικής τράπεζας. Εν προκειμένω το σχέδιο νόμου φαίνεται πως αναθέτει στην ΚΤΚ ένα καθήκον που ασκείται αποκλειστικά προς το συμφέρον της κυβέρνησης και άλλων δημόσιων φορέων. Η άσκησή του από την ΚΤΚ εγείρει ζητήματα ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και λογοδοσίας, ιδίως σε σχέση με την ανάληψη ευθύνης στο πλαίσιο της διακυβέρνησης του τομέα των συναλλαγών επί ακινήτων που ενίοτε ενέχει το στοιχείο της αντιδικίας. 3.1.5 Βαθμός στον οποίο η άσκηση του νέου καθήκοντος ευθυγραμμίζεται με το θεσμικό πλαίσιο της ΚΤΚ Η ανάθεση του νέου καθήκοντος βάσει του σχεδίου νόμου δεν φαίνεται να συνάδει με το θεσμικό πλαίσιο της ΚΤΚ. Η διαφορετική φύση του σε σχέση με τα καθήκοντα που ήδη ασκεί η ΚΤΚ σημαίνει ότι αυτό δεν θα μπορούσε να ενσωματωθεί άμεσα σε κανένα από τα υφιστάμενα τμήματα της τελευταίας. 3.1.6 Βαθμός στον οποίο η άσκηση του νέου καθήκοντος είναι ανάλογη προς τις οικονομικές και λειτουργικές δυνατότητες της ΚΤΚ και προς την ικανότητά της να ασκεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της Όπως σημειώνεται στην παράγραφο 3.1.1, το σχέδιο νόμου προβλέπει την κάλυψη των εξόδων της ΚΤΚ που σχετίζονται με την διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας των ιδρυμάτων 20 Άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο ε) των περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου νόμων του 2002 έως (Αρ. 3) 2014. 6
διεκπεραίωσης από τα ίδια τα ιδρύματα. Ωστόσο, η ανάθεση του συγκεκριμένου καθήκοντος στην ΚΤΚ εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργική ικανότητα της τελευταίας. Εν προκειμένω η ΚΤΚ θα έπρεπε να διασφαλίσει επαρκές προσωπικό το οποίο να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα που θεωρούνται ουσιώδη για την εποπτεία των ως άνω ιδρυμάτων. Επίσης, η ΕΚΤ θα έπρεπε να διασφαλίσει ότι η ανάληψη του νέου αυτού καθήκοντος δεν θα επηρεάζει την ικανότητά της να ασκεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της και τις υφιστάμενες εποπτικές της λειτουργίες. 3.1.7 Βαθμός στον οποίο η άσκηση του νέου καθήκοντος εγκυμονεί ουσιαστικούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους Το σχέδιο νόμου περιέχει διατάξεις που αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη της ΚΤΚ και κάθε συμβούλου ή λειτουργού της για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της δυνάμει του σχεδίου νόμου ή δυνάμει κανονισμών εκδιδόμενων βάσει αυτού, εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλόπιστα ή οφείλεται σε σοβαρή αμέλεια 21. Το καθεστώς ευθύνης της ΚΤΚ βάσει του σχεδίου νόμου ευθυγραμμίζεται με το καθεστώς ευθύνης της όταν ασκεί τις εποπτικές της εξουσίες επί των πιστωτικών ιδρυμάτων. 3.1.8 Συμπέρασμα Το νέο καθήκον της εποπτείας των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η προστασία των αγοραστών ακίνητης ιδιοκτησίας, εξυπηρετεί σκοπούς δημόσιας τάξης που δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των σκοπών μίας κεντρικής τράπεζας. Και το καθήκον αυτό είναι άτυπο για ένα μέλος του ΕΣΚΤ, ενώ δεν συμπληρώνει τις υφιστάμενες λειτουργίες της ΚΤΚ όσον αφορά την εποπτεία ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Για τους λόγους αυτούς η ΕΚΤ δεν θεωρεί ότι αποτελεί καθήκον κεντρικής τράπεζας και, συνεπώς, η ανάθεσή του στην ΚΤΚ εγείρει ζητήματα ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας και λογοδοσίας, ιδίως στο βαθμό που το ίδιο αφορά τις συναλλαγές επί ακινήτων οι οποίες ενίοτε ενέχουν το στοιχείο της αντιδικίας. Ομολογουμένως, η υποχρέωση των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης να χρηματοδοτούν τη νέα εποπτική λειτουργία θα έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δυνατότητα της ΚΤΚ να αναλάβει το νέο καθήκον. Επίσης δεν φαίνεται να εγείρονται ουσιώδεις χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι για την ΚΤΚ, δεδομένου ότι η ευθύνη της κατά το σχέδιο νόμου ευθυγραμμίζεται με την ευθύνη της κατά την άσκηση της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, η ανάθεση του νέου καθήκοντος στην ΚΤΚ εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργική της ικανότητα να το ασκεί. Η ΚΤΚ θα έπρεπε να διασφαλίσει ότι υπάρχει επαρκές προσωπικό το οποίο διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για την εποπτεία των ιδρυμάτων διεκπεραίωσης και ότι η ανάληψη του νέου καθήκοντος δεν θα επηρεάζει την ικανότητά της να ασκεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της και τις υφιστάμενες εποπτικές της λειτουργίες. Υπό το φως των ως άνω σκέψεων η ΕΚΤ διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις ως προς 21 Βλ. άρθρο 30 του σχεδίου νόμου. Βλ. επίσης αρχή αριθ. 2 των αρχών που έχει θεσπίσει η Τράπεζα ιεθνών ιακανονισμών, σύμφωνα με την οποία ο επόπτης και το προσωπικό του θα πρέπει να προστατεύονται έναντι νομικής δίωξής τους για καλόπιστες ενέργειες ή/και παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 7
την προτεινόμενη ανάθεση του συγκεκριμένου καθήκοντος στην ΚΤΚ. Η παρούσα γνώμη θα δημοσιευτεί στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Φρανκφούρτη, 17 Μαρτίου 2016. [υπογραφή] Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Mario DRAGHI 8