Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων στις ακυρωτικές διαφορές (Προϋποθέσεις - διαδικασία)

Σχετικά έγγραφα
Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αρ. 291/2016 Παραβίαση εργατικής νομοθεσίας

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ Α 1-ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Νομιμότητα και Μορφές Παρανομίας Διοικητικής Πράξης

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Τα δημόσια έσοδα (συνέχεια)

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.) ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. Α 18/ ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΛ /05/ Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων σχετικά με τη διοικητική δίκη

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Διαφορές ουσίας

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΣτΕ 2054/2018 [Λόγω επιγενόμενης ταυτοποίησης αυθαίρετων κτισμάτων καταργείται η δίκη της αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξης εξαίρεσης από την κατεδάφιση]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. β. Του Π.Δ. 111/14 (ΦΕΚ Α 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».

ΠΡΟΣ. Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών. Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων στις ακυρωτικές διαφορές (Προϋποθέσεις - διαδικασία) ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ ΦΛΑΒΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ -ΕΙΣΑΓΩΓΗ -ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ -ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ -ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ -Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ (Ιστορική αναδρομή, συνταγματική κατοχύρωση, συνέπειες συνταγματικής κατοχύρωσης) -ΑΡ. 52 ΤΟΥ Π.Δ. 18/89 -ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ-ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ -ΤΟ ΑΡ. 52 ΠΑΡ. 2 ΤΟΥ Π.Δ. 18/89 -ΤΟ ΑΡ. 52 ΠΑΡ. 3,4 ΤΟΥ Π.Δ. 18/89 -ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ -ΤΟ ΑΡ. 52 ΠΑΡ. 6,7 -Η ΒΛΑΒΗ -ΕΙΔΗ ΒΛΑΒΗΣ -ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ-ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ -ΠΡΟΔΗΛΗ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ -ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ -ΤΟ ΑΡ. 52 ΠΑΡ. 7 εδ. β ΤΟΥ Π.Δ. 18/89 -ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ-ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΤΡΑ-ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ -Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ -ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ -ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ -ΕΠΙΛΟΓΟΣ -ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η βούληση των οργάνων της Διοικητικής Λειτουργίας εκδηλώνεται με τις διοικητικές ενέργειες. Οι ενέργειες της δημόσιας διοίκησης διακρίνονται σε υλικές και σε νομικές. Οι τελευταίες συνιστούν τις διοικητικές πράξεις με την ευρεία έννοια του όρου. Με αυτήν την έννοια η διοικητική πράξη «συνιστά την εν τω διοικητικώ δικαίω δικαιοπραξίαν, αντίστοιχον προς την δικαιοπραξίαν του ιδιωτικού δικαίου» (ΑΠ 314/1976). 1 Με την ευρεία έννοια οι διοικητικές πράξεις είναι δυνατό να αφορούν νομικές ενέργειες του ιδιωτικού δικαίου, όπως η μίσθωση ακινήτου του Δημοσίου, ή του δημοσίου δικαίου, οπότε πρόκειται για τις διοικητικές πράξεις με την στενή έννοια του όρου. Στη νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι οι μονομερείς διοικητικές πράξεις είναι εκείνες που φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα διοικητικής πράξης και επιδιώκουν, στο πλαίσιο του νόμου, συγκεκριμένο δημόσιο σκοπό. Αντίθετα, οι πράξεις της Διοίκησης που είναι αμέτοχες του λειτουργικού αυτού κριτηρίου, κινούνται (έστω και αν φέρουν τα ανωτέρω γνωρίσματα) σε κύκλο σχέσεων ιδιωτικού δικαίου (ΣΕ 1776/2007). Η διοικητική πράξη μεσολαβεί μεταξύ του οικείου νόμου και των διοικούμενων και καθιστά δυνατή την εφαρμογή του νόμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η πράξη αυτή, ως νομική ενέργεια δημοσίου δικαίου, είναι κυριαρχική, δηλαδή αποτελεί εκδήλωση της κρατικής εξουσίας. 2 Τις ποικιλώνυμες εκδηλώσεις της δημόσιας εξουσίας η γαλλική και η γερμανική επιστήμη ενέταξαν, ήδη στο δεύτερο ήμισυ του 19 ου αιώνα, στην ενιαία νομική έννοια της διοικητικής πράξης. Η δημιουργία τάξεως από το χάος της πολύμορφης διοικητικής δραστηριότητας δεν ήταν απλώς αίτημα της ορθολογικής τάσεως του 19 ου αι., που επιδίωξε πάντοτε τον ορισμό, την ταξινόμηση και την κωδικοποίηση. Η συστηματοποίηση του διοικητικού φαινομένου ήταν απαραίτητη για δυο σπουδαίους λόγους. Η δραστηριότητα της διοικήσεως όπως γενικά η κρατική δραστηριότητα, έπρεπε να συστηματοποιηθεί για να μπορέσει να νομιμοποιηθεί, να υποταχθεί δηλαδή στην γενική και αφηρημένη νομική επιταγή (στον κανόνα δικαίου) και στον νομικό (δικαστικό) έλεγχο, όπως απαιτεί το κράτος δικαίου. Ο άλλος λόγος, 1 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Α.Ι.ΤΑΧΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008, σελ. 612 2 ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Α.Ι.ΤΑΧΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008, σελ. 612

πράξεις. 4 Η έννοια της διοικητικής πράξης είναι δημιούργημα της επιστήμης. που είναι βέβαια συνυφασμένος με τον πρώτο, ήταν η αυξανόμενη αναγνώριση δημοσίων δικαιωμάτων του ιδιώτη, που έχουν εξ ορισμού νομικό περιεχόμενο και όρια, απαιτούσε τον νομικό καθορισμό και των πράξεων της διοικήσεως, οι οποίες εν μέρει δημιουργούν, συχνότερα εξειδικεύουν και ακόμη συχνότερα ικανοποιούν τα δικαιώματα αυτά. 3 Τόσο στην γερμανική όσο και στην γαλλική επιστήμη η τεχνική έννοια της διοικητικής πράξης περιέλαβε μόνο εκτελεστές πράξεις, εκείνες δηλαδή που παράγουν άμεσο έννομο αποτέλεσμα έναντι των ιδιωτών, αποκλείοντας κατ αρχήν τις διάφορες άλλες φάσεις της διοικητικής διαδικασίας εσωτερικής προπάντων σπουδαιότητας, όπως η γνωμοδότηση ή η πρόταση, ή πράξεις χωρίς άμεση επιρροή στην νομική κατάσταση του ιδιώτη, όπως η ανακοίνωση ή η προειδοποίηση. Στην εξειδίκευση της έννοιας της διοικητικής πράξεως η γερμανική επιστήμη προχώρησε δύο βήματα παραπέρα, περιορίζοντας την, πρώτα στις ατομικές, αποκλείοντας δηλαδή τις κανονιστικές. Συνυφασμένη με αυτό, αλλά όχι ταυτόσημη, είναι και η δεύτερη εξειδίκευση του όρου διοικητική πράξη από την γερμανική επιστήμη: ο περιορισμός του στις μονομερείς εκδηλώσεις δημόσιας εξουσίας, αποκλείοντας δηλαδή τις διοικητικές συμβάσεις. Η οριστική εισαγωγή στην Ελλάδα με τον ν. 3713/1982 του γαλλικού την καταγωγή θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έντονη επίδραση του γαλλικού διοικητικού δικαστηρίου που την ακολούθησε είχαν, μεταξύ άλλων, την συνέπεια να γίνει και στη χώρα μας αποδεκτή η γαλλική αντίληψη της έννοιας της διοικητικής πράξεως, που περιλαμβάνει τόσο τις ατομικές όσο και κανονιστικές Νομοθετικός ορισμός της διοικητικής πράξης δεν υπάρχει, λαμβάνοντας όμως υπόψη τα νεότερα επιστημονικά πορίσματα και τα ελληνικά νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα μπορούμε να ορίσουμε την ατομική διοικητική πράξη ως εξής: ατομική διοικητική πράξη είναι η κυριαρχική πράξη διοικητικής αρχής που ρυθμίζει μια 3 Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Έκτη έκδοση, 2012, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 224 4 Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Έκτη έκδοση, 2012, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 225

συγκεκριμένη περίπτωση διοικητικού δικαίου με εξωτερικές έννομες συνέπειες και άμεση νομική ισχύ. 5 Στη θεωρία του διοικητικού δικαίου, αλλά και στη νομολογία, γίνονται διακρίσεις των διοικητικών πράξεων σε περισσότερα είδη και κατηγορίες. Έκτος από τη διάκριση σε κανονιστικές και ατομικές, με βάση το χαρακτήρα του κανόνα δικαίου που θεσπίζεται με αυτές ως απρόσωπου ή ατομικού αντιστοίχως, συνηθισμένες διακρίσεις είναι σε συστατικές, διαπιστωτικές, βεβαιωτικές, επαχθείς ή επωφελείς, θετικές ή αρνητικές, ρητές ή σιωπηρές. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ Υπόθεση στα πλαίσια της δικονομίας είναι κάθε συγκεκριμένο ζήτημα που διεκπεραιώνεται με εφαρμογή κανόνων δικαίου. Διαφορά είναι ένα ζήτημα για το οποίο υπάρχει νομική αμφισβήτηση, που υποβάλλεται προς λύση στα δικαστήρια. Στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας, με τον όρο υπόθεση, θεωρείται κάθε ζήτημα που δημιουργείται μετά από αίτηση του διοικούμενου ή αυτεπαγγέλτως από τη διοικητική αρχή και είναι σχετικό με την άσκηση των διοικητικών οργάνων. Στη διοικητική δικονομία, ο όρος υπόθεση συμπίπτει εννοιολογικά με τον όρο διοικητική διαφορά. Οι δυο όροι χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι. Κατά τον ορισμό που δίνει ο καθηγητής Μητσόπουλος, διαφορά είναι η διατάραξη μιας έννομης σχέσης ή κατάστασης η οποία προκύπτει από την διαγωγή ή την κατάσταση ενός προσώπου ή από άλλο λόγο, κατά τρόπον ώστε να είναι αναγκαία η παροχή δικαστικής προστασίας της μορφής εκείνης, που είναι πρόσφορη κατά τους ισχύοντες κανόνες της έννομης τάξης για την άρση αυτής της διατάραξης. 6 Διοικητική διαφορά είναι κάθε νομικά αμφισβητούμενη διοικητική υπόθεση που υποβάλλεται προς εκδίκαση στα δικαστήρια. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία γνώμη, πρόσθετο εννοιολογικό στοιχείο της διοικητικής 5 Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Έκτη έκδοση, 2012, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 226 6 Πολιτική Δικονομία, Μητσόπουλος Γεώργιος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1972, Τόμος Α, σελ. 105

διαφοράς είναι ότι η αμφισβήτηση πρέπει να υπάρχει μεταξύ κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ιδιώτη. 7 Αντιθέτως προς τις διοικητικές διαφορές, οι ιδιωτικές υποθέσεις και διαφορές, διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο και δικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από εκείνες που ο νομοθέτης με το αρ/ 94 παρ. 3 του Συντ. ανέθεσε προς εκδίκαση στο διοικητικά δικαστήρια για την ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας. Το κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτική και διοικητικής διαφοράς είναι ουσιαστικό και όχι δικονομικό, σχετίζεται δηλαδή με την εφαρμογή των κανόνων του διοικητικού δικαίου ή του ιδιωτικού δικαίου. Ο χαρακτηρισμός μιας διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής γίνεται, όπως δέχεται πλέον το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, βάσει του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου 8 και έχει συνέπειες δικονομικού δικαίου. 9 Οι ιδιωτικές διαφορές αφορούν κατά κανόνα αμφισβητήσεις σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις ιδιωτικού δικαίου. Οι διοικητικές διαφορές μπορεί να έχουν αντίστοιχο περιεχόμενο, δηλαδή δικαιώματα και υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου, αλλά επίσης μπορούν να αφορούν υλικές ενέργειες της διοίκησης εν γένει ή να αφορούν δημόσιες συμβάσεις. Επιπλέον, οι διοικητικές διαφορές αφορούν και τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της διοίκησης. Η διάκριση μεταξύ διοικητικών και ιδιωτικών διαφορών στηρίζεται επομένως εκτός από τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, αλλά και στο ευρύτερο περιεχόμενο των διοικητικών διαφορών. Συνοψίζοντας, διοικητική διαφορά, που διακρίνεται από την ιδιωτική διαφορά, πρέπει να θεωρείται κάθε διατάραξη μια έννομης κατάστασης, που προκαλείται από πράξη (νομική ή υλική) ή παράλειψη ενός οργάνου δημοσίου νομικού προσώπου, η οποία δηλαδή καταλογίζεται στο νομικό αυτό πρόσωπο και αφορά ή δημιουργεί σχέση διεπόμενη από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου. Συνεπώς τα στοιχεία της διοικητικής διαφοράς είναι α) η διαταρασσόμενη έννομη σχέση ή η έννομη σχέση που δημιουργείται από την διατάραξη να ρυθμίζεται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου, β) η διατάραξη να επέρχεται από πράξη ή παράλειψη οργάνου (με στενή ή με την ευρεία έννοια του όρου) δημοσίου νομικού 7 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 128 8 ΑΕΔ 5,6,8/89 9 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 129

προσώπου και γ) να υπάρχει ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας για την αποκατάσταση της έννομης σχέσης που διαταράχθηκε. 10 ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Το Σύνταγμα, ακολουθώντας μιας γαλλικής καταγωγής ορολογία, διακρίνει τις διοικητικές διαφορές σε «διοικητικές διαφορές ουσία» αφενός και σε «υποθέσεις της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας» αφετέρου, καλούμενες διαφορές ακυρώσεως ή ακυρωτικές διαφορές. Οι δυο κατηγορίες των διοικητικών διαφορών, διακρίνονται, τόσο κατά το περιεχόμενο της διαφοράς όσο και κατά το είδος και την έκταση του δικαστικού ελέγχου και της δικαστικής προστασίας. Ενώ δηλαδή, υποστηρίζεται, η διοικητική διαφορά ουσίας αναφέρεται σε δικαιώματα του προσφεύγοντος, η ακυρωτική διαφορά αφορά τα συμφέροντα του προσφεύγοντος. Εξάλλου, η ζητούμενη δικαστική προστασία επεκτείνεται, επί διοικητικής διαφοράς ουσίας πρώτον στην αναγνώριση της υπάρξεως και προσβολής του δικαιώματος, και δεύτερον, επί ζημίας, στον προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Αντιθέτως, επί των ακυρωτικών διαφορών, η δικαστική προστασία έγκειται στην ακύρωση παράνομης διοικητικής πράξεως. 11 Η διάκριση δηλαδή είναι και ουσιαστική αλλά και δικονομική. Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως μπορεί να είναι ακυρωτικός ή ουσιαστικός, ανάλογα με την έκταση του και το περιεχόμενο της αποφάσεως στην οποία οδηγεί. Ο ακυρωτικός έλεγχος είναι κατά βάση έλεγχος νομιμότητας. Αντικείμενο του είναι η διακρίβωση αν μια διοικητική πράξη ή παράλειψη συμφωνεί με το νόμο. Αν το αποτέλεσμα του ελέγχου είναι αρνητικό, το δικαστήριο ακυρώνει, δηλαδή εξαφανίζει την πράξη ή κηρύσσει την παράλειψη ως παράνομη και παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή προς εκτέλεση της οφειλόμενης ενέργειας. Η έκταση του 10 Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, Επαμ. Σπηλιωτόπουλος, 14 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 29-30 11 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 133

ακυρωτικού ελέγχου δεν φτάνει στο σημείο να έχει το δικαστήριο την εξουσία να τροποποιήσει τη διοικητική πράξη, να εκδώσει νέα ή να επιδικάσει αποζημίωση. Ο ουσιαστικός έλεγχος προχωρεί στη εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δηλαδή εξετάζει αν έγινε ορθή ουσιαστική εκτίμηση περί της συνδρομής ή μη των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη και αν έγινε καλή χρήση της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Αν το αποτέλεσμα του ελέγχου είναι αρνητικό, το διοικητικό δικαστήριο μπορεί να όχι μόνο να ακυρώσει αλλά και να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη ή επί αγωγής αποζημιώσεως να επιδικάσει αποζημίωση. Πάντως, ούτε το κατ ουσίαν κρίνον δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη Διοίκηση και να αντικαταστήσει τη ακυρωθείσα πράξη εκδίδοντας νέα διοικητική πράξη, εκτός να συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα (ΣτΕ 2267/92). Ο ουσιαστικός έλεγχος, σε αντίθεση με τον ακυρωτικό, δεν ασκείται σε όλες τις διοικητικές πράξεις αλλά μόνο στις κατηγορίες που το Σύνταγμα ή ο νόμος ορίζουν ρητά. Ο νόμος μάλιστα δεν μπορεί να εισαγάγει τον γενικό ουσιαστικό έλεγχο όλων των διοικητικών πράξεων, γιατί αυτό θα ανέτρεπε τον γενικό ακυρωτικό που προβλέπει το Σύνταγμα. Ο ουσιαστικός έλεγχος των διοικητικών διαφορών ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Αυτό καθοριζόταν ρητώς στην αρχική διατύπωση του αρ. 94 παρ. 1 του Συντ. πριν την αναθεώρηση του 2001, ενώ τώρα συνάγεται εμμέσως και εξ αντιδιαστολής από το συνδυασμό του περιεχομένου των συνταγματικών διατάξεων που εξειδικεύουν τις αρμοδιότητες των λοιπών διοικητικών δικαστηρίων (αρ. 94 παρ. 1, 3 και αρ. 95 παρ. 1 στοιχ. α, γ Συντ.). Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας μνημονεύει στο αρ. 2 ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των οποίων η εκδίκαση έχει ανατεθεί με ειδική διάταξη νόμου σε άλλα διοικητικά δικαστήρια. Ο ακυρωτικός έλεγχος των διοικητικών διαφορών ανήκει κατά το Σύνταγμα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι διαφορές των οποίων ο ακυρωτικός έλεγχος ανατίθεται κατά συνταγματική εξουσιοδότηση δια νόμου στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, «ανάλογα με τη φύση και τη σπουδαιότητά τους», ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό όπως νόμος ορίζει (αρ. αρ. 95 παρ. 3 του Συντ.).

Ο νόμος 1406/83 για την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οδήγησε σε πλήρη σύγχυση των ορίων μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας και των ακυρωτικών διαφορών. Το Σύνταγμα αναθέτει τις τελευταίες απευθείας και κατά κανόνα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ εξουσιοδοτεί το νομοθέτη να υπαγάγει ορισμένες κατηγορίες στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ο νόμος 702/77 έκανε χρήση αυτής της συνταγματικής διάταξης και ανέθεσε στα τριμελή διοικητικά εφετεία την εκδίκαση κάποιων κατηγοριών αιτήσεως ακυρώσεως. Σχετικά με τις ουσιαστικές διαφορές, η εκδίκαση τους ανατίθεται κατά κανόνα στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ ορισμένες κατηγορίες μπορούν με νόμο ή απευθείας από το Σύνταγμα να ανατεθούν στο ΣτΕ. Ωστόσο, ούτε ο νόμος 1406/83, ούτε ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ούτε κανείς άλλος νόμος ορίζει τη είναι διοικητική διαφορά ουσίας. Το ίδιο το Σύνταγμα υπάγει στον ακυρωτικό έλεγχο όλες τις εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών. Δεν υπάρχει όμως αντίστοιχη διάταξη για τον ουσιαστικό έλεγχο, αλλά το Σύνταγμα απλά προβλέπει ότι ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος ασκείται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ο ουσιαστικός έλεγχος επιτάσσεται από το Σύνταγμα, ωστόσο μπορεί να ασκηθεί μόνο εκεί που τον προβλέπει ρητά ο νομοθέτης. Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο νόμος 1406/83, αλλά και σε ποικίλους άλλους προγενέστερους ή μεταγενέστερους νόμους. Ο νομοθέτης πάντως μετέτρεψε ταχύτατα την προσφυγή στους περισσότερους σπουδαίους τομείς από εξαίρεση σε κανόνα. Εκτός από τις ευρύτατες κατηγορίες του αρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1406/83 κάθε σχεδόν νέος διοικητικός νόμος προβλέπει προσφυγή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αποκλείοντας μ αυτόν τον τρόπο την αίτηση ακυρώσεως. Η συνταγματική εντολή υπαγωγής όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια παρανοείται ως εντολή προς μετατροπή όλων των διοικητικών διαφορών σε ουσιαστικές, ακόμη και όταν λόγω της φύσεως των πραγμάτων η προσφυγή ουσίας δεν δρα παρά μόνο ακυρωτικώς. 12 Η σύγχυση αυτή οφείλεται κατά βάση στην ασάφεια των συνταγματικών κανόνων. Η νομολογία υπήρξε στο σημείο αυτό ασταθής. Το ποσοτικό κριτήριο δέχεται η άποψη κατά την οποία προκύπτει από τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος ότι «ο νομοθέτης δύναται να αναθέσει εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια διαφορές που 12 Α. Τσαμπάση, Σκέψεις και προβληματισμοί ως προς τις δικονομικές συνέπειες της διακρίσεως διαφορών ουσίας-ακυρώσεως.

απορρέουν από εκτελεστές διοικητικές πράξεις μόνο δι ειδικής διατάξεως, για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων και υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν επιφέρει ουσιαστική ανατροπή της γενικής ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και μετάθεση της, υπό την μορφή ουσιαστικής προσφυγής, εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια»(στε 1095/1987). Το κριτήριο αυτό είναι ναι μεν ορθό παραμένει όμως απρόσφορο, αφού δεν βοηθάει στη διαπίστωση αν μια συγκεκριμένη πρόβλεψη ουσιαστικής προσφυγής είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας υιοθέτησε τη συσταλτική ερμηνεία των εκάστοτε διατάξεων, εν όψει της αυξανόμενης νομοθετικής πρόβλεψης της ουσιαστικής προσφυγής. Η επιστήμη κάποιες φορές υποστηρίζει το ουσιαστικό κριτήριο, το οποίο αναφέρεται στη φύση της συγκεκριμένης έννομης σχέσης και της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως και αποκλείει από τον ουσιαστικό έλεγχο όλες τις πράξεις κανονιστικής εξουσίας ή διακριτικής ευχέρειας που για λόγους διακρίσεως των εξουσιών και αποφυγής της απαράδεκτης μετατροπής του δικαστικού έλεγχου σε υποκατάσταση της διοικητικής εκτιμήσεως, υπόκεινται κατά αρχήν μόνο σε έλεγχο νομιμότητας. 13 Ο πρόσφορος έλεγχος δηλαδή είναι ο ακυρωτικός. Στο τέλος των αναλύσεων, δεν μπορεί να συναχθεί ένα πλήρως ικανοποιητικό κριτήριο. Η συνύπαρξη δυο ανόμοιων ποιοτικά ελέγχων και η νομοθετική επιλογή μεταξύ τους δεν δημιουργούσε προβλήματα και δεν έθιγε την ηγεμονία του ακυρωτικού ελέγχου, όσο το Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν το μόνο γενικό διοικητικό δικαστήριο. 13 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 150

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ Η δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, όπως και των δικαιωμάτων εν γένει, έχει καταστεί μείζονος σημασίας θέμα στην εποχή μας, ώστε να κατοχυρώνεται ως δικαίωμα σε διεθνείς διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και σε νεώτερες συνταγματικές διατάξεις., όπως αρ. 19 παρ. 4 του γερμανικού Συντάγματος, αρ. 24 παρ. 1 του ισπανικού Συντάγματος, αρ. 24 ιταλικού Συντάγματος, αρ. 20 παρ. 2 του πορτογαλικού Συντάγματος. Το αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται όχι μόνο στο άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΗΕ του 1948, που δεν είναι νομικά δεσμευτική, αλλά και στο άρθρο 6 παρ. 1, και άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1952, που κύρωσε και η Ελλάδα. Η συνταγματική καθιέρωση της παροχής δικαστικής προστασίας παρουσίασε κατά το παρελθόν πολλά προβλήματα που συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της θεωρίας και της νομολογίας. Η Ελλάδα αρχικά με το άρθρο μόνο του ν.δ. 2329/1953 (ΦΕΚ Α 68) και στη συνέχεια, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α 256), κύρωσε την από 4-11- 1950 Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στο άρθρο 6 της οποίας θεσπίζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Ακολούθως με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (ΦΕΚ Α 25), κυρώθηκε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Ν. Υόρκη στις 16-12-1966, όπου με το δεύτερο άρθρο αυτού θεσπίζεται το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας. Το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του ελληνικού Συντάγματος και ορίζει «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Η κατοχύρωση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δεν σημαίνει βέβαια ότι το Σύνταγμα εγγυάται την ευνοϊκή απόφαση του δικαστηρίου, αλλά μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό. Η συνταγματική διάταξη επομένως, κατοχυρώνει ένα θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της αξιώσεως να

κινηθεί η δικαστική διαδικασία αντικειμενικής απονομής της δικαιοσύνης. Η εφαρμογή του ως άνω δικαιώματος δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου. Ισχύει όμως μέσα στα διαδικαστικά πλαίσια που χαράζουν οι εκάστοτε ισχύοντες δικονομικοί νόμοι, οι οποίοι δεν μπορούν να περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος αλλά οφείλουν να εξειδικεύουν τον τρόπο άσκησης του. Αντικείμενο της προστασίας είναι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του ενάγοντος ή προσφεύγοντος. Ως συμφέροντα πρέπει να θεωρηθούν μόνο τα έννομα, δηλαδή από τον νόμο αναγνωριζόμενα και όχι τα οικονομικά απλώς συμφέροντα ή τα αντανακλαστικά λεγόμενα δικαιώματα, δηλαδή οι δυσμενείς επιρροές κανόνων (αντικειμενικού δικαίου) ή γενικών διοικητικών μέτρων στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη. 14 Το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας είναι η κατοχύρωση ή αποκατάσταση του θιγόμενου δικαιώματος ή συμφέροντος. Η δικαστική προστασία μόνο τότε μόνο εκπληρώνει τον σκοπό της συνταγματικής τους εγγυήσεως, όταν δηλαδή είναι πλήρης και αποτελεσματική. Πλήρης, είναι όταν δεν υπάρχει διαφορά, για την οποία να αποκλείεται η δικαστική προστασία. Επίσης, όταν η δικαστική προστασία δεν περιορίζεται απλώς στον έλεγχο της τυπικής νομιμότητας της διοικητικής ενέργειας, αλλά περιλαμβάνει και τον έλεγχο της τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Αποτελεσματική δε, είναι όταν αυτή παρέχεται μέσα σε χρόνο και κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την απονομή της δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει πρώτον, παροχή προστασίας μέσα σε εύλογο χρόνο και δεύτερον, στην αποτροπή επέλευσης στον αιτούντα το ένδικο βοήθημα ανεπανόρθωτης βλάβης. Για την εξασφάλιση του σκοπού αυτού, είναι συνταγματικώς αναγκαίο είτε να επισυνάπτει ο νόμος στην άσκηση του ενδίκου βοηθήματος (αυτόματο) ανασταλτικό αποτέλεσμα είτε να προβλέπει πλήρη την εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει κατ αίτηση του ενδιαφερόμενου την αναστολή. 15 Η προσωρινή δικαστική προστασία περιβάλλεται συνταγματικού κύρους και είναι απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Πλούσια είναι και η νομολογία του Δ.Ε.Ε (ΔΕΚ 19-6-1990, C-113/89 Factortame, 6 & 9/90 Francovich), το οποίο διακηρύσσει ότι δεν νοείται αποτελεσματική δικαστική 14 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 59 15 Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 61

προστασία των κοινοτικών δικαιωμάτων από τα εθνικά δικαστήρια, χωρίς στάδιο ασφαλιστικών μέτρων. Ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να αγνοήσει τυχόν αντίθετες ρυθμίσεις και να παράσχει προσωρινή δικαστική προστασία, ώστε να προστατευθούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα του ιδιώτη που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο. 16 Υπό την επίδραση της νομολογία του ΔΕΚ και άλλων αλλοδαπών επιρροών, τόσο ο νομοθέτης και ο δικαστής οφείλουν, στα πλαίσια της ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων, να συμβάλλουν στην ουσιαστική παροχή δικαστικής προστασίας,, όπως συνάγεται και έχει διαμορφωθεί από τις αρχές του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου και της συνταγματικής διάταξης του αρ. 20 παρ. 1. Ωστόσο, η νομολογία και η θεωρία δεν ήταν πάντα ομόφωνη ως προς το ζήτημα του εάν και κατά πόσο το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και η δυνατότητα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας στο πεδίο της Διοικητικής Δίκης περιλαμβάνει και το δικαίωμα λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Κύριος προβληματισμός ήταν ότι εφόσον το αρ. 20 παρ. 1 του Συντ αναφέρει στο τέλος «όπως νόμος ορίζει», ανατίθεται τελικά στον κοινό νομοθέτη όχι μόνο η πρόβλεψη των όρων και της διαδικασίας παροχής δικαστικής προστασίας, αλλά παράλληλα και η υλοποίηση κατά την κρίση του της συνταγματικής εξαγγελίας, εγκαταλείποντας με αυτόν τον τρόπο την αξίωση παροχής έννομης προστασίας στο έλεος του κοινού νομοθέτη. 17 Πλέον, ομόφωνα, η επιστήμη του δικονομικού δικαίου δέχεται ότι στο κανονιστικό πεδίο του αρ. 20 παρ. 1 του Συντ. περιλαμβάνονται τρεις βασικές μορφές παροχής έννομης προστασίας από τη δικαστική λειτουργία : α) Η αξίωση για έκδοση απόφασης επί της ουσίας, με άλλα λόγια η αξίωση για την αυθεντική διάγνωση της επίμαχης έννομης σχέσης, β) η αξίωση για της λήψη ασφαλιστικών (προσωρινών) μέτρων, δηλαδή την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας προς αποσόβηση των κινδύνων από την καθυστέρηση έκδοσης απόφασης στην τακτική διαγνωστική διαδικασία και γ) η αξίωση για την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων. 18 Μετά από γόνιμες αντιπαραθέσεις και κυρίως μετά την υπ αριθμ. 11/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και την υπ αριθμ. 228/1992 απόφαση 16 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική Δίκη, Π.Τσόγκας-Β. Γκέρτσος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ 4 17 Η προστασία στις ακυρωτικές διαφορές, Β. Σκουρής, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1979, σελ. 158 18 Η προσωρινή δικαστική προστασία στις φορολογικές διαφορές, Δ. Ράικος, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1993, σελ. 56

του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινή δικαστική προστασία βρίσκει συνταγματική θεμελίωση στο αρ. 20 παρ. 1 του Συντ. και εως εκ τούτου νομοθετικός αποκλεισμός της χορήγησης αναστολής εκτέλεσης από το αρμόδιο δικαστήριο είναι αντισυνταγματικός), το Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο πραγματοποίησε το 1993 στροφή, αναγνωρίζοντας με την υπ αριθμ. 718/1993 ΣτΕ εν Συμβουλίω, το συνταγματικό έρεισμα των προσωρινών μέτρων, τα οποία εξασφαλίζουν την επικαιρότητα και συνακόλουθα την αποτελεσματικότητα της επιτασσόμενης από το Σύνταγμα δικαστικής προστασίας. Σκεπτικό της απόφασης : «Επειδή, από τον συνδυασμό του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και του άρθρου 95 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την αξίωση για παροχή έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Η προστασία δε αυτή, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, δεν είναι μόνο η οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, δηλαδή η έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά και η προσωρινή έννομη προστασία, η λήψη δηλαδή του κατάλληλου μέτρου για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη που κατά περίπτωση συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης, ήτοι να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού της αιτήσεως ακυρώσεως». Νομοθετικό πλαίσιο Εκτός από την συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας, υπήρξε μακρύς ο δρόμος για την ανάδειξη του αυτοτελούς χαρακτήρα της αίτησης αναστολής. Οι διοικητικές πράξεις, υπέρ των οποίων ισχύει το τεκμήριο νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας, εξυπηρετούν, κατά τεκμήριο, το δημόσιο συμφέρον, και εώς εκ τούτου, δύσκολα μπορεί να αναγνωριστεί στο ιδιωτικό συμφέρον η δύναμη να «παγώσει» την εκτέλεση της διοικητικής πράξης, έστω και αν αυτή έχει προσβληθεί δικαστικά. Για λόγο αυτό, και κυρίως με γνώμονα τη θέση ότι όσο η διοικητική εξουσία οφείλει να απέχει από την ανάμιξη με τη διοικητική δικαιοσύνη, τόσο ο διοικητικός δικαστής δεν μπορεί να αναμιγνύεται στη λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών, στο ισχύον ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, δεν αναγνωρίζεται αυτόματη ανασταλτική δύναμη στην άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής, εκτός των περιπτώσεων που ορίζεται ειδικώς. Η Διοίκηση έχει πάντως τη δυνατότητα να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης από της προσβαλλόμενης πράξης

μέχρις ότου κριθεί το κύρος της από το αρμόδιο δικαστήριο. Επιπλέον, κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής, και παράλληλα αιτήσεως αναστολής, το δικαστήριο, μπορεί με απόφαση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του διοικητικού δικαστηρίου σε συμβούλιο, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξης, προβλέφθηκε για πρώτη φορά με το αρ. 11 του ν. 4986/1931, το οποίο τροποποιήθηκε με τον ν. 5468/1932, ρυθμίστηκε στη συνέχεια με το αρ. 52 του ν.δ. 170/1973 και ήδη με το π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας». Ωστόσο, η νομοθετική ρύθμιση δεν ήταν εκτενής και πολλά θέματα του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης βρήκαν λύσεις κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων με αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ και των Συμβουλίων των διοικητικών δικαστηρίων. Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στη διαδικασία της προσωρινής δικαστικής προστασίας, ισχύει το άρ. 52 του π.δ. 18/89 και οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και στις ακυρωτικές διαφορές που εκδικάζονται από τα διοικητικά εφετεία (αρ. 4 ν. 702/1977). Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι: «6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση, όμως, μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. 8 9 10..11.12.». Αντίστοιχα, η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές διαφορές δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είχε ρυθμιστεί αρχικώς με το αρ. 31 του π.δ. 341/1978 καθώς και με το αρ. 78 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Πλέον, συστηματοποιήθηκε με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής

Δικονομίας και στα αρ. 200 επ. ρυθμίζονται διεξοδικά οι όροι, προϋποθέσεις και η διαδικασία εν γένει χορήγησης της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Νομικός χαρακτηρισμός Η αίτηση αναστολής αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα, καθώς στα πλαίσια του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων, κατατίθεται με ξεχωριστό δικόγραφο και προβλέπονται συγκεκριμένοι όροι και διαδικασίας άσκησής της. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της είναι παρεπόμενος-παρακολουθηματικός καθώς στρέφεται κατά διοικητικής πράξης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί το κύριο ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής. Η αίτηση αναστολής χωρεί κατά των εκτελεστών πράξεων της Διοίκησης, δηλαδή εκείνων που η δήλωση βουλήσεως της Διοίκησης επιφέρει ευθέως και αμέσως έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους, δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις δημιουργώντας έτσι μια νέα νομική κατάσταση με την οποία επέρχεται μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο προς πραγμάτωση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. 19 Όντας επομένως στενά συνδεδεμένη με την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναστολής είναι να μην έχει ήδη εκτελεστεί η προσβαλλόμενη πράξη, καθώς καθίσταται άνευ αντικειμένου. Σκοπός της αναστολής εκτέλεσης είναι η ανάσχεση της εκτελεστότητας της διοικητικής πράξης και όχι η κατάργηση αυτής. Επιδιώκεται η προσωρινή ματαίωση των αποτελεσμάτων της δήλωσης βουλήσεως του διοικητικού οργάνου μέσω της διοικητικής πράξης (ΣτΕ 560/1998), των οποίων η άρση εκ των υστέρων είναι αδύνατη ή δυσχερής με τη μετάθεση του χρόνου ανάπτυξης της ενέργειας της πράξης. Παράλληλα, η αναστολή δεν μπορεί να άρει κατάσταση που έχει ήδη δημιουργηθεί ούτε να δημιουργήσει νέα, αλλά μόνο να διατηρήσει την υφιστάμενη κατάσταση του αιτούντα και να παρεμποδίσει τη μεταβολή της, χωρίς όμως να μπορεί να παρεμποδίσει την εκ μέρους της Διοίκησης τροποποίηση, αναθεώρηση ή ανανέωση ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμη και την αντικατάσταση της ανασταλείσας πράξεως με άλλη πράξη ομοίου περιεχομένου αλλά ερειδόμενη σε διαφορετική πραγματική βάση (ΣτΕ 4287/2001, 3778/2003). 19 Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Αναστ. Τάχος, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 578

Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Ιστορική αναδρομή-νομοθετικές τροποποιήσεις Ο ιδρυτικός νόμος του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ν. 3713/1928) δεν περιείχε διατάξεις για την προσωρινή δικαστική προστασία στην ακυρωτική δίκη. Με το Ν. 4986/1931 προστέθηκε σο Ν. 3713/1928 το αρ. 11. Η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το αρ. 5 του Ν. 5468.1932. Στη συνέχεια, στο ΝΔ 170/1973 θεσπίστηκε το αρ. 52 με τίτλο «Αναστολή εκτελέσεως», προστέθηκε δε με το αρ. 3 παρ. 4 του Ν. 1470/1984 στο αρ. 52 η παρ. 4. Η αυτή μορφή κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 18/1989 και ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πιο εκτενής τροποποίηση το αρ. 52 έλαβε χώρα με το αρ. 35 του Ν. 2721/1999, εν συνεχεία τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του αρ. 52 παρ. 3, 4 με τον Ν. 3772/2009, ενώ με τον ίδιο νόμο αντικαταστάθηκε η παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Με τον Ν. 3900/2010 καθώς και με την υπ αριθμ. 4/2010 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ, εισήχθη στο αρ. 52 ο θεσμός της μείζονος υποθέσεως στην Επιτροπή Αναστολών, με την προσθήκη εδαφίων στην παρ. 2 του αρ. 52. Παράλληλα, με τον Ν. 3900/2010 προστέθηκε το αρ. 52 Α, ειδικώς για την αναστολή πράξεως οικοδομική άδειας. Τέλος, με το αρ. 54 του Ν. 3900/2010 ρυθμίστηκε διαφορετικά η διαδικασία αναστολή πράξεων που αφορούν αλλοδαπούς και υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων. Συνταγματική κατοχύρωση Η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας που απονέμει η Επιτροπή Αναστολών ερείδεται στο αρ. 20 παρ. 1 του Συντ καθώς και στο αρ. 95 του Συντ, στο οποίο κατοχυρώνεται το ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως. Για πρώτη φορά κρίθηκε αυτό με τις υπ αριθμ. 718-9/1993 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, καθώς πριν από αυτό γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια νομοθετικές διατάξεις που απέκλειαν τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων δεν προσέκρουαν στο Σύνταγμα. Προπομποί των παραπάνω αποφάσεων υπήρξαν η υπ αριθμ. 11/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, καθώς και η υπ αριθμ.

228/1992 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με τις υπ αριθμ. 718-9/1993 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών έγινε δεκτό ότι με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίζει την αξίωση για παροχή δικαστικής προστασίας κατά των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Η προστασία αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην οριστική επίλυση της διαφοράς αλλά και στα στάδιο της προσωρινής προστασίας με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη που θα επέλθει με την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Κατόπιν εκδόθηκαν σωρεία αποφάσεων με τις οποίες παγιώθηκε η παραπάνω νομολογία (ΕΑ Ολ. 36-5-/2012, Ολ. 496/2011, 60/2007). Σημαντική απόφαση είναι η ΕΑ Ολ 141/2010, στην οποία τέθηκε το θέμα της συμβατότητας των αρ. 9 και 13 του Ν. 3481/2006 με το κοινοτικό δίκαιο (εκτροπή Αχελώου), η οποία έκρινε ότι η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας συνδέεται άμεσα με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου. Με την αρχή αυτή επιβάλλεται στα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών να εξασφαλίζουν την ένδικη προστασία που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, διατάσσοντας τα κατάλληλα μέτρα που θα διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της αποφάσεως του ΔΕΚ που πρόκειται να εκδοθεί επί διατυπωθέντων προδικαστικών ερωτημάτων σχετικά με τη ύπαρξη των κοινοτικών δικαιωμάτων. Τέλος, σημειώνεται και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την 15.10.2009 απόφαση του Micallef κατά Μάλτας (17056/06), έκρινε ότι το αρ. 6 της ΕΣΔΑ πρέπει να εφαρμόζεται και κατά το στάδιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας, αφετέρου ότι η τελευταία συνιστά πολλές φορές, λόγω της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης, επίλυση της διαφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετέστρεψε τη νομολογία του, εγκαταλείποντας την πάγια θέση ότι η μη ουσιαστική διάγνωση των αστικής φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το στάδιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του αρ. 6. 20 Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο δέχεται ότι η αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης εμπίπτει στο αρ. 6 της ΕΣΔΑ. 20 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική δίκη, Βασ, Γκέρτσος- Παν. Τσόγκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σε. 182

Συνέπειες συνταγματικής κατοχύρωσης Α) Ανίσχυρο των νομοθετικών διατάξεων που επιβάλλουν την άμεση εκτέλεση της πράξης. Τέτοιες διατάξεις έχουν κριθεί αντισυνταγματικές και η Επιτροπή Αναστολών και προχώρησε στην κατ ουσίαν εξέταση της αιτήσεως, όπως είναι η υπ αριθμ. ΕΑ 837/2009 για την παρ. 8 του αρ. 27 του ν. 2971/2001 (Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις), ΕΑ 376/2000 για το αρ. 16 παρ. 4 εδ. β του ν. 2026/1992 που αφορά μεταθέσεις στρατιωτικών ενόπλων δυνάμεων. Αντιθέτως, με την 2164/2012 απόφαση του Στ Τμήματος κρίθηκε συνταγματική η διάταξη του αρ. 67 παρ. 5 του Ν. 3842/2010, από την οποία προκύπτει το δικαίωμα του Δημοσίου να αποφασίζει αυτεπαγγέλτως το συμψηφισμό βεβαιωμένων και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων οφειλετών του με βεβαιωμένες από το ίδιο απαιτήσεις του κατ αυτών δεν κωλύεται από τη δικαστική αναστολή καταβολής χρεών ή λήψης άλλων μέτρων εκτέλεσης των νομίμων τίτλων για λόγους που δεν ανάγονται στην ύπαρξη οφειλής. Β) Υποχρέωση αποχής της Διοίκησης. Η συνταγματική κατοχύρωση της αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας επιβάλλει στη Διοίκηση να απέχει από κάθε ενέργεια, η οποία θα ήταν ικανή να ματαιώσει την επιδιωκόμενη από τον αιτούντα παροχή δικαστικής προστασίας, αφ ης στιγμής της κοινοποιηθεί αντίγραφο της κατατεθειμένης αιτήσεως αναστολής. Τούτο σημαίνει, ότι αν παρά ταύτα η Διοίκηση προχωρήσει σε ενέργειες που αποβλέπουν στην εκτέλεση της πράξης, η αίτηση αναστολής δεν απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου αλλά η Επιτροπή Αναστολών προχωρεί στην εκδίκαση της αιτήσεως. Η υποχρέωση αποχής βρίσκει έρεισμα στο πεδίο των δημόσιων συμβάσεων καθώς και στο αρ. 5 παρ. 2 του Ν. 3886/2010. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση που παρά την κοινοποίηση αιτήσεως αναστολής κατά πράξης έκδοσης αλλοδαπού, η Διοίκηση προχωρεί στην εκτέλεση της, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται, ανεξαρτήτως άλλων ευθυνών που έχει η Διοίκηση. Γ) Αυτοτελώς δεκτικές αναστολής διοικητικές πράξεις. Έχουν κριθεί ως αυτοτελώς δεκτικές αναστολής οι πράξεις που αφορούν στο μη χαρακτηρισμό ακινήτων ως διατηρητέων και οι οποίες παρέχουν το έρεισμα για την έκδοση των αδειών κατεδάφισης επίμαχων κτιρίων. Επίσης ως αυτοτελώς δεκτικές αναστολής είναι οι αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού, με τις οποίες δίνεται η άδεια, από αρχαιολογικής απόψεως, για την εκτέλεση εργασιών σε διατηρητέο κτίριο ή αρχαιολογικό χώρο. Το σκεπτικό της Επιτροπής Αναστολών είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική για τα διοικητικά όργανα που

επιλαμβάνονται μεταγενέστερα του ζητήματος, μεταξύ των οποίων τα όργανα που είναι αρμόδια για την έκδοση αδειών οικοδομής και επιχειρήσεως έργων και εργασιών (αρ. 10 παρ. 6 του Ν. 3028/2002, ΕΑ 643/2011, 224/2010). Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν εξαίρεση στην πάγια νομολογία της Επιτροπής Αναστολών, σύμφωνα με την οποία με την αναστολή εκτέλεσης αποσκοπείται να παρεμποδισθούν μεταβολές πραγματικών καταστάσεων και όχι προκειμένου να εμποδισθεί η δημιουργία νομικών και μόνο καταστάσεων. Δ) Νομοθετικός περιορισμός εξουσίας δικαστηρίου να διατάξει την αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης. Με την υπ αριθμ. ΕΑ496/2011 Ολ. κρίθηκε η συνταγματικότητα της παρ. 2 του αρ. 202 του ΚΔΔικονομίας. Με τη νέα ρύθμιση εισάγονται, προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, περιορισμοί στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί αν χορηγήσει την αναστολή (ανεπανόρθωτη βλάβη, απαγόρευση λήψης μέτρων από τη Διοίκηση, πρόδηλη βασιμότητα της αιτήσεως ακυρώσεως). Υπό το περιεχόμενο αυτό, με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η νέα ρύθμιση του αρ. 202 του ΚΔΔ δεν περιορίζει το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας και δεν αντίκειται στα αρ. 20, 25 του Συντάγματος, διότι εφόσον τα μέτρα, τα οποία μπορεί να λάβει το Δημόσιο σε περίπτωση μη πληρωμής χρηματικής αξιώσεως του, προβλέπονται από νόμο (ΚΕΔΕ) και είναι συγκεκριμένα, η απαγόρευση, μετά από επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών, λήψεως κάποιων από τα μέτρα αυτά αποτελεί, πάντως, επαρκή προσωρινή δικαστική προστασία για τον αιτούντα. Ε) Νομοθετικός περιορισμός επιτρεπτών λόγων αναστολής. Με την ίδια ως άνω αναφερόμενη απόφαση (ΕΑ 496/2011), κρίθηκε ότι η νέα ρύθμιση του αρ. 202 παρ. 1 του ΚΔΔ, αφαιρώντας τον όρο «δυσχερώς επανορθώσιμη», δεν επιδίωξε τον περιορισμό των λόγων που κατά το Σύνταγμα επιβάλλουν την παροχή της προσωρινής δικαστικής προστασίας, αλλά απέβλεψε, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων εφαρμογής που είχαν ανακύψει λόγω της εως τότε διατυπώσεως της επίμαχης διατάξεως, με την εφαρμογή της, δηλαδή και σε περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης, οι οποίες δεν ισοδυναμούσαν με ανεπανόρθωτη κατά τα ανωτέρω βλάβη και δεν δικαιολογούσαν, ως εκ τούτου την χορήγηση αναστολής. Υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε ότι η νέα ρύθμιση δεν αντικείται στο Σύνταγμα.

Προς την ίδια κατεύθυνση, με την υπ αριθμ. ΕΑ Ολ 35-6/2013 κρίθηκε ότι το άρθρο 38 του Ν. 3900/2010 που προβλέπει ότι επί τελωνειακών και φορολογικών διαφορών, ως λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου, δεν παραβιάζει το αρ. 20 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η ρύθμιση αναφέρεται σε υποθέσεις που έχει ήδη εξαχθεί η δικαστική κρίση και το κύριο αντικείμενο της διαφοράς επιτρέπει τον περιορισμό της δικαστικής προστασίας σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου, ενόψει των σκοπών που υπηρετεί η επίμαχη ρύθμιση και αναφέρονται στην επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 52 ΤΟΥ Π.Δ. 18/1989 1) ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ-ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ (αρ. 52 παρ. 1, 52 Α Π.Δ. 18/1989) Το αρ. 52 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 προβλέπει την δυνατότητα διοικητικής αναστολής της προσβληθείσας με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως εκ μέρους του αρμοδίου Υπουργού και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου εκ μέρους του ανώτατου διοικητικού οργάνου, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενη άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και την υποβολή αιτήματος προς τη Διοίκηση για την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξης. Η Διοίκηση έχει σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αναστείλει την εκτέλεση της πράξης αυτεπάγγελτα σύμφωνα με το αρ. 26 του ΚΔΔιαδ. Έχει υποστηριχθεί στη θεωρία ότι τη διοικητική αναστολή εκτελέσεως μπορεί να χορηγήσει, σε κάθε περίπτωση, και η αρχή που εξέδωσε την πράξη, εφόσον είναι εξοικειωμένη με το υπό κρίση ζήτημα και μπορεί να κάνει το μείζον, ήτοι να ανακαλέσει την προσβληθείσα πράξη. 21 Η εκδιδόμενη ανασταλτική πράξη της Διοικήσεως αποτελεί διοικητική πράξη προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως από τρίτο που έχει έννομο συμφέρον, έχει όμως περιορισμένη ισχύ στα πλαίσια της εκκρεμούς δίκης Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση ευδοκίμησης 21 Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, Π. Λαζαράτος, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, σελ. 6

διοικητικής αναστολής, η τυχόν ασκηθείσα δικαστικώς αίτηση αναστολής είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. (ΕΑ676/2001) Η άσκηση ενδίκου μέσου αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής συνεπάγεται σε ορισμένες περιπτώσεις αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης εκ του νόμου και συνεπώς η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας κρίνεται αλυσιτελής. Τέτοιες περιπτώσεις είναι επί αιτήσεως ακυρώσεων και αναστολής κατά άδειας οικοδομής σε εκτός σχεδίου πόλεως περιοχή, (αρ. 52 Α του Π.Δ. 18/1989) καθώς και επί υπαλληλικών προσφυγών του αρ 103 του Συντάγματος. 2) ΤΟ ΑΡ. 52 παρ. 2 Π.Δ. 18/1989 Προηγούμενη άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως Για να ασκηθεί παραδεκτώς αίτηση αναστολής πρέπει προηγουμένως να κατατεθεί ή τουλάχιστον να κατατίθεται συγχρόνως και αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξεως, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως. Σε περίπτωση έλλειψης της αιτήσεως ακυρώσεως, το απαράδεκτο της αιτήσεως αναστολής δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη κατάθεση αίτησης ακύρωσης. Εννοείται, επίσης, ότι η αίτηση ακυρώσεως και η αίτηση αναστολής πρέπει να βάλλουν κατά της αυτής ή των αυτών πράξεων και να έχουν ασκηθεί από τον ίδιο ή τους ίδιους διαδίκους που άσκησαν την αίτηση ακυρώσεως. Δεν είναι όμως, απαράδεκτη η αίτηση αναστολής, όταν ζητείται για μια εκ των προσβαλλόμενων με την αίτηση ακυρώσεως πράξεων ή από έναν από τους αιτούντες την ακύρωση. Στην περίπτωση αυτή, τυχόν αποδοχή ή απόρριψη της αιτήσεως αναστολής θα αφορά μόνον την πράξη, της οποίας ζητείται η αναστολή και μόνο τον διάδικο που την άσκησε και όχι τους λοιπούς. 22 Εκκρεμοδικία της αιτήσεως ακυρώσεως Η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να είναι εκκρεμής κατά το χρόνο που η Επιτροπή Αναστολών επιλαμβάνεται την αίτηση αναστολής. Αν εμφιλοχωρήσει παραίτηση από την αίτηση ακυρώσεως, η αίτηση αναστολής είναι απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου (ΕΑ 560/2010, 875/2010). Το ίδιο συμβαίνει και απορρίπτεται η 22 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική δίκη, Βασ, Γκέρτσος- Παν. Τσόγκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σε. 194

αίτηση αναστολής αν στο μεταξύ έχει εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως ακυρώσεως ή αν η δίκη θεωρείται για οποιοδήποτε λόγο καταργημένη. Αν αντίθετα, η αίτηση ακυρώσεως έχει συζητηθεί, πλην όμως δεν έχει εκδοθεί απόφαση, η Επιτροπή δεν κωλύεται να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναστολής (ΕΑ 355/2008). Αρμόδιο δικαστήριο επί της αιτήσεως αναστολής Στο αρ. 5 του Ν. 2479/97, ορίζεται ότι «αρμόδιο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως ή οποιασδήποτε συνέπειας που η πράξη αυτή έχει κατά νόμο είναι, αποκλειστικά και μόνο, το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η ακύρωση της πράξεως αυτής». Η δικαιοδοσία της Επιτροπής Αναστολών δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του ΣτΕ, όπως αυτή οριοθετείται στο αρ. 95 του Συντ. Αντιθέτως προς τα ισχύοντα στην αίτηση ακύρωσης, η οποία, αν έχει υποβληθεί αναρμοδίως στο ΣτΕ πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το αρ. 34 παρ. 1 του Ν. 1968/91, στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, η αναρμοδίως κατατεθείσα στο ΣτΕ αίτηση αναστολής είναι κατ αρχήν απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου και ενόψει του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αιτήσεως αναστολής, δεν προβλέπεται παραπομπή αυτής στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, αυτοτελής και χωρίς παράλληλη παραπομπή του κυρίου ενδίκου μέσου που εκκρεμεί στο ΣτΕ (ΕΑ 464-6/2010, 89/2009, αντίθετη η ΕΑ 256/1994 που έκρινε ότι το δικαστήριο, στο οποίο αναρμοδίως έχει κατατεθεί το κύριο ένδικο μέσο, εκδικάζει προσωρινώς την αίτηση αναστολής για το χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο επιλαμβανόμενο της υποθέσεως μετά την παραπομπή, θα κρίνει οριστικά και την τύχη της εκκρεμούς αιτήσεως αναστολής). 23 Εάν όμως έχει ήδη προηγηθεί η παραπομπή με απόφαση του ΣτΕ στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, τότε η αίτηση αναστολής πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο. Κατ εξαίρεση, εάν δεν είναι πρόδηλος ο χαρακτήρας της διαφοράς ως ακυρωτικής ή ουσίας ή η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή αν υπάρχει δυνατότητα διακράτησης του συνόλου της διαφοράς από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ εφαρμογή του αρ. 2 παρ. 4 του Ν. 702/1977 ή του αρ. 34 παρ. 1 του Ν. 1968/1991, η εκδίκαση της αιτήσεως αναστολής από την 23 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική δίκη, Βασ, Γκέρτσος- Παν. Τσόγκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σε. 197

Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κωλύεται από την παραπάνω διάταξη του αρ. 5του Ν. 2479/1997 και το Δικαστήριο προχωρεί στην κατ ουσίαν εξέταση της αιτήσεως (ΕΑ 158/210, 1214, 1191, 828, 784, 777/2009). 24 3) ΑΡ. 52 ΠΑΡ. 3-4 Π.Δ. 18/1989 (ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ) -Η αίτηση αναστολής πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την αναστολής εκτελέσεως. Οι λόγοι αυτοί συνάπτονται είτε με την επέλευση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης είτε με το προδήλως βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να είναι ορισμένοι και να περιέχονται στο δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο, προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα στον αντίδικο να αμυνθεί. -Η αίτηση αναστολής πρέπει να υπογράφεται από δικηγόρο. Συνεπώς αίτηση της οποίας το δικόγραφο υπογράφει ο αιτών απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η έλλειψη υπογραφής δεν μπορεί να καλυφθεί από την υπογραφή του δικηγόρου στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως. Παράλληλα, με το αρ. 8 του Ν. 3900/2010 αντικαταστάθηκε το αρ. 36 παρ. 1 του Π.Δ. 18/89, και πλέον για την παραδεκτή άσκηση της αίτησης αναστολής πρέπει να κατατίθεται παράβολο Δημοσίου ύψους 100 ευρώ, το οποίοι σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης επιστρέφεται στον αιτούντα, άλλως καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. - Για κάθε αίτηση ακυρώσεως πρέπει να ασκείται η ίδια αίτηση αναστολής, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση αναστολής από πρόσωπο που δεν έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως ή που έχει ασκήσει άλλη αίτηση ακυρώσεως. Δεύτερη αίτηση αναστολής από τον ίδιο αιτούντα κατά της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης που δεν πληρεί τους όρους της παρ. 10 του αρ. 52 απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο, αν δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επι της πρώτης αιτήσεως, η δεύτερη μπορεί να λογισθεί ως υπόμνημα, οπότε να επιστραφεί το παράβολο που κατατέθηκε για αυτή (ΕΑ 666/2009, 300/2003). -Ο αιτών είναι υποχρεωμένος να προβεί στην κοινοποίηση αντιγράφου τα αιτήσεως αναστολής με συνημμένη την πράξη Προέδρου στην αντίδικο αρχή και σε τυχόν τρίτους με δικαίωμα παρεμβάσεως στην ακυρωτική δίκη που αναφέρονται 24 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική δίκη, Βασ, Γκέρτσος- Παν. Τσόγκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σε. 197

ρητώς σε αυτή. Ο αιτών, επιδεικνύων την προσήκουσα επιμέλεια για τις υποθέσεις του, οφείλει να προβεί το ταχύτερον στις επιβαλλόμενες κοινοποιήσεις, άλλως στην περίπτωση που ο αιτών δεν προβεί εντός ευλόγου χρόνου στην διενέργεια των κοινοποιήσεως, η αίτηση εισάγεται στην Επιτροπή Αναστολών και απορρίπτεται. Και τούτο διότι η παράταση της εκκρεμότητας, προκειμένου μάλιστα περί ενδίκου βοηθήματος με επείγοντα χαρακτήρα όπως είναι η αίτηση αναστολής, αντιβαίνει στον σκοπό του νόμου και αφενός με παρεμποδίζει την ομαλή εξέλιξη της διοικητικής δράσεως, αφετέρου δε παραβλάπτει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης. 25 Ο αιτών δύναται να επανέλθει με νέα αίτηση υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 9 και 10 του αρ. 52 του Π.Δ. 18/89. Τέλος, ο ασκών την αίτηση ανατολής επωμίζεται και την κοινοποίηση της αιτήσεως ακυρώσεως, τις οποίες άλλως, αν δηλαδή ασκείται μόνο αίτηση ακυρώσεως, θα διενεργούσε η γραμματεία του Δικαστηρίου. -Ο Πρόεδρος του ΣτΕ ή του αρμοδίου Τμήματος τάσσει στη διοίκηση προθεσμία για την αποστολή της προσβαλλόμενης πράξης και των σχετικών πληροφοριών, η οποία είναι κατά κανόνα έξι ημέρες από την κοινοποίηση της αίτησης αναστολής. Για την αίτηση αναστολής δεν ακολουθείται η διαδικασία της συζήτησης και της απαγγελίας της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση αλλά η διαδικασία σε συμβούλιο. Αυτό σημαίνει ότι δεν ορίζεται δικάσιμος αλλά εισάγεται η υπόθεση απευθείας προς διάσκεψη όταν κρίνεται ότι είναι ώριμη. Με αίτηση των διαδίκων είναι δυνατόν να δοθεί η δυνατότητα σε αυτούς να αναπτύξουν τις απόψεις τους προφορικά Ενώπιον της Επιτροπής. Η σύνθεση της Επιτροπής είναι τριμελής και συντίθεται για την Ολομέλεια και κάθε τμήμα από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή τον Πρόεδρο του Τμήματος αντίστοιχα, τον εισηγητή της υπόθεσης, που μπορεί να είναι σύμβουλος ή πάρεδρος, και έναν ακόμη σύμβουλο. Με το αρ. 10 του Ν. 3900/2010 καθιερώθηκε η σύσταση πενταμελούς σχηματισμού τη Επιτροπής Αναστολών από την οποία θα επιλύονται ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας με απευθείας εισαγωγής της αίτησης ενώπιον της Επιτροπής αυτής με πράξη του Προέδρου. Είναι επίσης δυνατή η εισαγωγή αιτήσεως αναστολής από τα διοικητικά δικαστήρια (ΕΑ 136/2013). Ακόμα, σε περίπτωση που Επιτροπή Τμήματος διαπιστώνει επί ζητήματος που τίθεται προς κρίση ότι υφίσταται 25 Η προσωρινή δικαστική προστασία στη Διοικητική δίκη, Βασ, Γκέρτσος- Παν. Τσόγκας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 202