1 EPOS 2007 European Position Paper Rhinosinusitis and Nasal Polyps 2007 RHINOLOGY Supplement 20 Wytske Fokkens, Valerie Lund, Joaquim Mullol, on behalf of the European Position Paper on Rhinosinusitis and Nasal Polyps group. Tranlated to Greek by: 1.Dr Proimos Efklidis,Registrat ORL Clinic Chania General Hospital-Crete 2.Dr Chimona Theognosia,Registrat ORL Clinic Chania General Hospital-Crete 3.Dr Papadakis Hariton,Director ORL Clinic Chania General Hospital-Crete. Translation Supervisor: Dr Anthony G.Papavassiliou.ORL/gist President Union Hellenic ORL/gists & President Next European Rhinologic Society Athens-Greece,E-maiλ address: antpapav@hol.gr Athens Dec/2007. Μετάφραση στα Ελληνικά από: 1.Ευκλείδης Πρώιµος, Επιµελητής Β ΩΡΛ Κλινικής Γενικού Νοσοκοµείου Χανίων 2.Δρ. Θεογνωσία Σ. Χειµώνα, Επ. Επιµελήτρια Β ΩΡΛ Κλιν. Γεν. Νοσοκοµείου Χανίων 3.Δρ. Χαρίτων Ε. Παπαδάκης, Διευθυντής ΩΡΛ Κλινικής Γενικού Νοσοκοµείου Χανίων 4.Επίβλεψη Μετάφρασης : Δρ ΑντώνιοςΓ.Παπαβασιλείου,ΩΡΛ/γος,Αθήνα Πρ.Ενωσης Ελλήνων ΩΡΛ/γων Ελ.Επ. & Πρόεδρος Ευρωπαικής Ρινολογικής Εταιρείας.
2 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Wytske Fokkens*, Valerie Lund, Joaquim Mullol, on behalf of the European Position Paper on Rhinosinusitis and Nasal Polyps group. * corresponding author: Wytske Fokkens, Department of Otorhinolaryngology, Amsterdam Medical Centre, PO box 22660, 1100 DD Amsterdam, The Netherlands. Email: w.j.fokkens@amc.nl Η ρινοκολπίτιδα είναι ένα σηµαντικό και αυξανόµενο πρόβληµα υγείας το οποίο συντελεί σε µια ευρεία οικονοµική επιβάρυνση της κοινωνίας. Αυτό το evidence based position κείµενο περιγράφει ότι είναι γνωστό για τη ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες, παρέχει evidence based συστάσεις για τη διάγνωση και θεραπεία και εξετάζει πώς µπορούµε να σηµειώσουµε πρόοδο στην έρευνα της περιοχής. Η ρινίτιδα και η κολπίτιδα συνήθως συνυπάρχουν και συµπίπτουν χρονικά στα περισσότερα άτοµα, γι αυτό ο σωστός όρος είναι ρινοκολπίτιδα. Η ρινοκολπίτιδα (περιλαµβανοµένων των ρινικών πολυπόδων) ορίζεται ως µια φλεγµονή της ρινός και των παραρρινίων κόλπων που χαρακτηρίζεται από δύο ή περισσότερα συµπτώµατα, ένα από τα οποία πρέπει να είναι είτε ρινική δυσκολία/απόφραξη/συµφόρηση ή ρινική καταρροή (πρόσθια/οπίσθια ρινική καταρροή), ± πόνος/πίεση προσώπου, ± µείωση ή απώλεια όσφρησης και είτε ενδοσκοπικά σηµεία πολυπόδων και/ή βλεννοπυώδες έκκριµα κυρίως από το µέσο ρινικό πόρο και/ή οίδηµα/απόφραξη βλεννογόνου κυρίως στο µέσο ρινικό πόρο και/ή αλλοιώσεις στην αξονική τοµογραφία ενδεικτικές αλλοιώσεων του βλεννογόνου στο ostiomeatal σύµπλεγµα και/ή στους παραρρίνιους κόλπους. Το κείµενο δίνει διάφορους προσδιορισµούς για την επιδηµιολογία, την πρώτη και δεύτερη γραµµή θεραπείας και την έρευνα. Επιπροσθέτως το κείµενο περιγράφει την ανατοµία και (παθο)φυσιολογία, επιδηµιολογία και προδιαθεσικούς παράγοντες, φλεγµονώδεις µηχανισµούς, evidence based διάγνωση, φαρµακευτική και χειρουργική θεραπεία στην οξεία και χρόνια ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες στους ενήλικες και στα παιδιά. Χορηγούνται evidence based σχήµατα για τη διάγνωση και θεραπεία στους πρώτης και δεύτερης γραµµής κλινικούς. Επιπλέον δίνεται προσοχή στις επιπλοκές και στο κοινωνικο-οικονοµικό κόστος της χρόνιας ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων. Τελευταία, αλλά όχι ελάχιστη, συζητείται η σχέση του κατώτερου αναπνευστικού.
3 Συµµετέχοντες: Wytske Fokkens, Chair. Department of Otorhinolaryngology, Amsterdam Medical Centre, Amsterdam Valerie Lund, Co-Chair. Institute of Laryngology and Otolaryngology. University College London, London Joaquim Mullol, Co-Chair. Rhinology Unit & Smell Clinic, ENT Department, Hospital Clνnic IDIBAPS, Barcelona, Spain Claus Bachert. Upper Airway Research Laboratory, Department of Otorhinolaryngology, Ghent University, Belgium Noam Cohen, Department of Otorhinolaryngology: Head and Neck Surgery, University of Pennsylvania, Philadelphia, USA Roxanna Cobo, Department of Otolaryngology, Centro Mιdico Imbanaco, Cali, Colombia Martin Desrosiers, Department of Otolaryngology-Head and Neck Surgery, University of Montreal, Montreal, Canada Peter Hellings, Department of Otorhinolaryngology, University Hospitals Leuven Catholic University Leuven, Leuven, Belgium Mats Holmstrom, Department of Otorhinolaryngology, Uppsala University Hospital Uppsala, Sweden Maija Hytφnen, Department of Otorhinolaryngology, Helsinki University Central Hospital, Helsinki, Finland Nick Jones, Department of Otorhinolaryngology, Head and Neck Surgery, Queen's Medical Centre, University of Nottingham, Nottingham, UK Livije Kalogjera, Department of Otorhinolaryngology/Head and Neck Surgery, University Hospital "Sestre Milosrdnice", Zagreb, Croatia David Kennedy, Department of Otorhinolaryngology: Head and Neck Surgery, University of Pennsylvania, Philadelphia, USA Jean Michel Klossek, Department ENT and Head and neck surgery, CHU Poitiers : Univ Poitiers Hôpital Jean Bernard, Poitiers, France Marek Kowalski, Department of Immunology, Rheumatology and Allergy, Medical University of Lodz, Lodz, Poland Eli Meltzer, Allergy and Asthma Medical Group and Research Center, University of California at San Diego, San Diego, California Bob Naclerio, Section of Otolaryngology-Head and Neck Surgery, The Pritzker School of Medicine, The University of Chicago, Chicago, USA Desiderio Passali, ENT Department, Policlinico Le Scotte - University of Siena, Siena, Italy David Price, Dept of General Practice and Primary Care, University of Aberdeen, Aberdeen, UK Herbert Riechelmann, University Hospital for Ear, Nose and Throat Diseases, University Hospital Center Ulm, Ulm, Germany Glenis Scadding, Allergy & Medical Rhinology Department, Royal National TNE Hospital, London, UK. Heinz Stammberger, University Ear, Nose and Throat Hospital, Graz, Austria Mike Thomas, Department of General Practice and Primary Care, University of Aberdeen, Aberdeen, UK Richard Voegels, Rhinology - Clinics, University of Sao Paulo Medical School, Sao Paulo, Brazil De-Yun Wang. Department of Otolaryngology, National University of Singapore, Singapore Acknowledgements: The chairs of EP3OS would like to express their gratitude for the great help in preparing this document: Fenna Ebbens, Amsterdam Christos Georgalas, London Hanneke de Bakker, Amsterdam Josep Maria Guilemany, Barcelona
4 Ευρωπαϊκή Θέση Αρχών για τη Ρινοκολπίτιδα και τους Ρινικούς Πολύποδες 2007. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή 7 2. Ορισµοί ρινοκολπίτιδας και ρινικών πολυπόδων 9 2-1 Εισαγωγή 9 2-2 Κλινικοί ορισµοί 9 2-3 Ορισµοί για την επιδηµιολογία/ General Practice 10 2-4 Ορισµοί για έρευνα 11 3. Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 13 3-1 Ανατοµία και (παθο)φυσιολογία 13 3-2 Ρινοκολπίτιδα 13 3-3 Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 14 4. Επιδηµιολογία και προδιαθεσικοί παράγοντες 15 4-1 Εισαγωγή 15 4-2 Οξεία µικροβιακή ρινοκολπίτιδα 15 4-3 Παράγοντες που συνδέονται µε την οξεία ρινοκολπίτιδα 16 4-4 Χρόνια ρινοκολπίτιδα (CRS) χωρίς ρινικούς πολύποδες 18 4-5 Παράγοντες που συνδέονται µε τη χρόνια ρινοκολπίτιδα (CRS) χωρίς ρινικούς πολύποδες 19 4-6 Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ρινικούς πολύποδες 26 4-7 Παράγοντες που συνδέονται µε τη χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ρινικούς πολύποδες 27 4-8 Επιδηµιολογία και προδιαθεσικοί παράγοντες για τη ρινοκολπίτιδα στα παιδιά 30 4-9 Συµπεράσµατα 31 5. Μηχανισµοί φλεγµονής στην οξεία και χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 33 5-1 Εισαγωγή 33 5-2 Οξεία ρινοκολπίτιδα 33 5-3 Χρόνια ρινοκολπίτιδα χωρίς ρινικούς πολύποδες 34 5-4 Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ρινικούς πολύποδες 42 5-5 Υπερευαισθησία στην ασπιρίνη- Μηχανισµοί φλεγµονής στην οξεία και χρόνια ρινοκολπίτιδα 53
5 5-6 Συµπεράσµατα 56 6. Διάγνωση 57 6-1 Αξιολόγηση συµπτωµάτων ρινοκολπίτιδας 57 6-2 Εξέταση 61 6-3 Ποιότητα ζωής 67 7. Αντιµετώπιση 72 7-1 Θεραπεία της ρινοκολπίτιδας µε κορτικοστεροειδή 72 7-2 Θεραπεία της ρινοκολπίτιδας µε αντιβιοτικά 85 7-3 Άλλη φαρµακευτική διαχείριση της ρινοκολπίτιδας 92 7-4 Επέµβαση για τη ρινοκολπίτιδα βάσει αποδεικτικών στοιχείων 109 7-5 Επίδραση της ηλικίας και άλλων νοσηµάτων στην έκβαση της επέµβασης 121 7-7 Επιπλοκές χειρουργικής θεραπείας 131 8. Επιπλοκές ρινοκολπίτιδας και ρινικών πολυπόδων 136 8-1 Εισαγωγή 136 8-2 Επιδηµιολογία επιπλοκών 136 8-3 Επιπλοκές από τον οφθαλµικό κόγχο 137 8-4 Ενδοκρανιακές επιπλοκές 138 8-5 Θρόµβωση σηραγγώδους κόλπου 140 8-6 Οστικές επιπλοκές 140 8-7 Ασυνήθεις επιπλοκές ρινοκολπίτιδας 141 9. Ειδικές µελέτες: Ρινοκολπίτιδα σε παιδιά 142 9-1 Εισαγωγή 142 9-2 Ανατοµία 143 9-3 Επιδηµιολογία και παθοφυσιολογία 143 9-4 Συµπτώµατα και σηµεία 144 9-5 Κλινική εξέταση 144 9-6 Εργαστηριακός έλεγχος 145 9-7 Διαχείριση 148 10. Η σχέση του κατώτερου αναπνευστικού µε τη χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 153 10-1 Εισαγωγή 153 10-2 Άσθµα και χρόνια ρινοκολπίτιδα χωρίς ΝΡ 153 10-3 Άσθµα και χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ΝΡ 155 10-4 COPD και ρινοκολπίτιδα 156
6 11. Κοινωνικό-οικονοµικό κόστος της χρόνιας ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων 157 11-1 Άµεσο κόστος 157 11-2 Έµµεσο κόστος 158 12. Αποτελέσµατα µετρήσεων κατά την έρευνα 160 13. Σχέδια θεραπείας και διάγνωσης βασισµένα σε αποδείξεις 161 13-1 Εισαγωγή 161 13-2 Εισαγωγή 163 13-3 Θεραπευτικό πλάνο για ενήλικες µε οξεία ρινοκολπίτιδα βασισµένο σε αποδείξεις 163 13-4 Θεραπευτικό πλάνο για ενήλικες µε χρόνια ρινοκολπίτιδα χωρίς ρινικούς πολύποδες βασισµένο σε αποδείξεις 165 13-5 Θεραπευτικό πλάνο για παιδιά βασισµένο σε αποδείξεις 170 14. Ερευνητικές ανάγκες και προτεραιότητες 174 14-1 Επιδηµιολογία : Αναγνώριση παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη CRS και ΝΡ 174 14-2 Πέρα από τις λοιµώξεις: Νέοι ρόλοι για τα βακτήρια 174 14-3 Απάντηση των υποδοχέων 174 14-4 Γενετική 175 14-5 Κλινικές δοκιµές 175 15. ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ 177 16. Πληροφορίες για τα εργαλεία της QoL 179 16-1 Εργαλεία για τη γενική κατάσταση της υγείας 179 16-2 Εργαλεία για την κατάσταση της υγείας ειδικά για κάποια νόσο 179 17. Ανασκόπηση των κυκλοφορούντων δοκιµασιών όσφρησης 180 18. Παραποµπές 182
7 1. Εισαγωγή Η ρινοκολπίτιδα είναι ένα σηµαντικό πρόβληµα υγείας, το οποίο φαίνεται να αντικατοπτρίζεται από την αυξανόµενη συχνότητα της αλλεργικής ρινίτιδας, ενώ η αντιµετώπιση του επιφέρει σηµαντική οικονοµική επιβάρυνση στο κοινωνικό σύνολο (1-3). Η χρόνια ρινοκολπίτιδα είναι γενικά νόσος ανεπαρκώς προσδιορισµένη. Τα διαθέσιµα για αυτή στοιχεία είναι δύσκολο να ερµηνευθούν και να οδηγήσουν σε µία ασφαλή πρόβλεψη σχετικά µε την εξέλιξη της. Την τελευταία δεκαετία έχει αναπτυχθεί µεγάλος αριθµός κατευθυντήριων γραµµών, οµόφωνων τεκµηριώσεων και θέσεων αρχών σχετικά µε την επιδηµιολογία, τη διάγνωση και την αντιµετώπιση της ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων (4-7). Το 2005 δηµοσιεύθηκε η πρώτη ευρωπαϊκή θέση αρχών πάνω στη ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες (EP3OS) (8,9). Η πρώτη αυτή τεκµηριωµένη θέση αρχών ξεκίνησε από την Ευρωπαϊκή Ακαδηµία Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας (EAACI) προκειµένου, να αξιολογήσει ότι ήταν γνωστό σχετικά ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες, να προσφέρει τεκµηριωµένες υποδείξεις σχετικά µε τη διάγνωση και τη θεραπεία και τέλος να αξιολογήσει τον τρόπο µε τον οποίο θα µπορούσε να υπάρξει πρόοδος στον τοµέα της έρευνας. Το κείµενο έχει γίνει αποδεκτό από την Ευρωπαϊκή Ρινολογική Εταιρεία. Στην ιατρική, η τεκµηρίωση είναι η πλέον ασφαλής µέθοδος για την προετοιµασία των κατευθυντήριων γραµµών, ενώ εξίσου σηµαντικό ρόλο έχει και η εφαρµογή αυτών (10-11). Πίνακας 1-1. Κατηγορία Αποδεικτικών στοιχείων (11). Ια Αποδεικτικά στοιχεία από µετα-αναλύσεις τυχαιοποιηµένων µελετών Ιβ Αποδεικτικά στοιχεία από τουλάχιστον µια τυχαιοποιηµένη µελέτη ΙΙα Αποδεικτικά στοιχεία από τουλάχιστον µία µη τυχαιοποιηµένη µελέτη ΙΙβ Αποδεικτικά στοιχεία από τουλάχιστον µία άλλου τύπου σχεδόν πειραµατική µελέτη ΙΙΙ Αποδεικτικά στοιχεία από µη πειραµατικές περιγραφικές µελέτες, όπως συγκριτικές, συσχέτισης και αξιολόγησης περιστατικών ΙV Αποδεικτικά στοιχεία από επιτροπές ειδικών, αναφορές ή απόψεις, ή κλινικές εµπειρίες σεβαστών αρχών, ή και τα δύο. Πίνακας 1-2. Ισχύς των υποδείξεων Α Β Γ Δ Απευθείας βασισµένες σε αποδεικτικά στοιχεία από κατηγορία Ι Απευθείας βασισµένες σε αποδεικτικά στοιχεία από κατηγορία ΙΙ ή προβλεπόµενες υποδείξεις βασισµένες σε στοιχεία από κατηγορία Ι Απευθείας βασισµένες σε αποδεικτικά στοιχεία από κατηγορία ΙΙΙ ή προβλεπόµενες υποδείξεις βασισµένες σε στοιχεία από κατηγορία Ι και ΙΙ Απευθείας βασισµένες σε αποδεικτικά στοιχεία από κατηγορία ΙV ή προβλεπόµενες υποδείξεις βασισµένες σε στοιχεία από κατηγορία Ι, II και ΙΙI
8 Από την εποχή της προετοιµασίας του πρώτου EP3OS έχει δηµοσιευθεί ένας αυξανόµενος όγκος τεκµηριωµένων κειµένων σχετικά µε την παθοφυσιολογία, τη διάγνωση και τη θεραπεία (Εικ. 1). Εικόνα 1. Τυχαιοποιηµένες ελεγχόµενες δοκιµές σε χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες. Ο αριθµός των δοκιµών τα τελευταία 5-6 έτη ισοδυναµεί µε τον αριθµό που είχε πριν δηµοσιευθεί στο παρελθόν. Αυτή η αναθεώρηση φιλοδοξεί να αποτελέσει την πλέον σύγχρονη και επίκαιρη ανασκόπηση για τον ειδικό, καθώς και για τον γενικό γιατρό: Προκειµένου να επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους γύρω από τη ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες Προκειµένου να αποκτήσουν µία τεκµηριωµένη ανασκόπηση των διαγνωστικών µεθόδων Προκειµένου να αποκτήσουν µία τεκµηριωµένη ανασκόπηση των διαθέσιµων θεραπευτικών µέσων Προκειµένου να προτείνουν µία βήµα προς βήµα προσέγγιση και διαχείριση της νόσου Προκειµένου να προσφέρουν καθοδήγηση σχετικά µε τους ορισµούς και τα αποτελέσµατα των µετρήσεων στην έρευνα σε διάφορες ερευνητικές δοµές. Σε αυτή την ανασκόπηση νέα στοιχεία έχουν οδηγήσει σε σηµαντική αύξηση της ποσότητας των διαθέσιµων τεκµηρίων και ως εκ τούτου σε σηµαντικές αλλαγές στα διαγνωστικά και θεραπευτικά πλάνα. Επιπλέον συνολικά το κείµενο έχει γίνει πιο συµπαγές, µερικά κεφάλαια είναι περισσότερο εκτενή, ενώ έχουν προστεθεί και µερικά νέα. Οι πρόσφατες, µα καθόλου ευκαταφρόνητες συνεισφορές από διάφορα µέρη του κόσµου, συνέβαλαν στη γνώση και την κατανόηση της ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων.
9 2. Ορισµοί για τη ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες 2-1 Εισαγωγή Στους περισσότερους ασθενείς η ρινίτιδα και η κολπίτιδα συνήθως συνυπάρχουν και εξελίσσονται ταυτόχρονα, γι αυτό ο όρος ρινοκολπίτιδα είναι σήµερα ο πλέον ορθός. Η διάγνωση της νόσου γίνεται από ιατρούς πολλών ειδικοτήτων όπως γενικοί γιατροί, ωτορινολαρυγγολόγοι, πνευµονολόγοι, αλλεργιολόγοι και πολλοί άλλοι. Ως εκ τούτου απαιτείται ένας ορισµός ακριβής, επαρκής και προσιτός σε όλους. Σχετικά µε τη ρινοκολπίτιδα και τον ορισµό της υπάρχουν στη βιβλιογραφία πολλές δηµοσιεύσεις από διάφορες οµάδες εργασίας. Στις περισσότερες από αυτές οι ορισµοί είναι βασισµένοι στη συµπτωµατολογία και στη διάρκεια της νόσου και απευθύνονται σε όλους τους ιατρούς (4,5,12,13). Μεταξύ των διαφόρων ειδικοτήτων υπάρχει µεγάλη διαφορά σε τεχνικές δυνατότητες, προκειµένου να διαγνωστούν και να αντιµετωπιστούν η ρινοκολπίτιδα και οι ρινικοί πολύποδες. Επίσης γίνεται κατανοητό ότι ποικίλουν και οι ανάγκες διαχωρισµού των ασθενών σε διάφορες υποοµάδες. Από τη µία µεριά οι επιδηµιολόγοι ζητούν ένα λειτουργικό ορισµό ο οποίος δεν θα θέτει πολλούς περιορισµούς στη µελέτη όσο το δυνατόν µεγαλύτερων πληθυσµιακών οµάδων. Από την άλλη οι ερευνητές µε κλινικό προσανατολισµό έχουν ανάγκη από ξεκάθαρους όρους που θα περιγράφουν τους ασθενείς µε ακρίβεια και θα αποφεύγουν συγκρίσεις µεταξύ τελείως ανόµοιων καταστάσεων σε µελέτες που σχετίζονται µε τη διάγνωση και τη θεραπεία της ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων. Η οµάδα εργασίας προσπάθησε να ικανοποιήσει τις διαφορετικές ανάγκες δίνοντας ορισµούς που µπορούν να εφαρµοστούν σε διαφορετικές περιστάσεις. Με αυτό τον τρόπο πιστεύεται να βελτιωθεί η συγκρισιµότητα των µελετών και να αυξηθεί η τεκµηριωµένη διάγνωση και αντιµετώπιση των ασθενών µε ρινοκολπίτιδα και ρινικούς πολύποδες. 2-2 Κλινικοί ορισµοί 2-2-1 Κλινικοί ορισµοί ρινοκολπίτιδας και ρινικών πολυπόδων Η ρινοκολπίτιδα (συµπεριλαµβανοµένων και των ρινικών πολυπόδων) ορίζεται ως εξής: Φλεγµονή της µύτης και των παραρρινίων κοιλοτήτων που χαρακτηρίζεται από δύο ή περισσότερα συµπτώµατα, ένα εκ των οποίων πρέπει να είναι αίσθηµα δυσχέρειας ρινικής αναπνοής/ απόφραξη/ ρινική συµφόρηση ή καταρροή (πρόσθιες ή οπισθορρινικές εκκρίσεις): Και είτε Και/ή ± Προσωπαλγία/ πίεση ± Μείωση ή απώλεια όσφρησης Ενδοσκοπικά ευρήµατα: Πολύποδες Βλεννοπυώδεις εκκρίσεις από το µέσο ρινικό πόρο Οίδηµα/βλεννογόνου απόφραξη κυρίως στην περιοχή του µέσου ρινικού πόρου
10 Μεταβολές στην Αξονική Τοµογραφία Αλλοιώσεις του βλεννογόνου εντός του ostiomeatal σύµπλεγµα και/ή των παραρρινίων. 2-2-2 Βαρύτητα της νόσου Η νόσος µπορεί να διαχωριστεί σε Ήπια, Μέτρια και Σοβαρή βάσει της κατάταξης κατά την οπτική αναλογική κλίµακα (VAS) (0-10 εκ.): Ήπια = VAS 0-3 Μέτρια = VAS>3-7 Σοβαρή = VAS>7-10 Προκειµένου να αξιολογηθεί η συνολική βαρύτητα της νόσου ο ασθενής καλείται, υποδεικνύοντας στην οπτική αναλογική κλίµακα, να απαντήσει στην ερώτηση: Πόσο ενοχλητικά είναι τα συµπτώµατα της ρινοκολπίτιδας? -------------------------------------- 10 εκ.--------------------------------------- Καθόλου ενοχλητικά Αφάνταστα ενοχλητικά Μία VAS άνω του 5 επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ασθενούς (14). 2-2-3 Διάρκεια της νόσου Οξεία < 12 εβδοµάδες Πλήρης ύφεση των ενοχληµάτων. Χρόνια > 12 εβδοµάδες Όχι πλήρης ύφεση των ενοχληµάτων. Η χρόνια ρινοκολπίτιδα µπορεί να παρουσιάζει εξάρσεις. 2-3 Ορισµοί για επιδηµιολογία/ Γενική Χρήση Για επιδηµιολογικές µελέτες οι ορισµοί βασίζονται στη συµπτωµατολογία χωρίς ΩΡΛ ή απεικονιστικό έλεγχο. Η Οξεία ρινοκολπίτιδα (ARS) ορίζεται ως: Αιφνίδια εισβολή δύο ή περισσοτέρων συµπτωµάτων, ένα εκ των οποίων πρέπει να είναι αίσθηµα δυσχέρειας ρινικής αναπνοής/απόφραξη/ρινική συµφόρηση ή καταρροή (πρόσθιες ή οπισθορρινικές εκκρίσεις): ±Προσωπαλγία/ πίεση ±Μείωση ή απώλεια όσφρησης
11 για λιγότερο από 12 εβδοµάδες, µε διαστήµατα ελεύθερα συµπτωµάτων αν το πρόβληµα είναι διαλείπον, µε αξιολόγηση τηλεφωνικά ή µέσω συνέντευξης. Πρέπει να περιλαµβάνονται ερωτήσεις για συµπτώµατα αλλεργίας, όπως φτάρνισµα, υδαρείς εκκρίσεις, κνησµός, δακρύρροια και κνησµός των οφθαλµών. Η οξεία ρινοκολπίτιδα µπορεί να συµβεί µία ή περισσότερες από µία φορές κατά την διάρκεια µίας συγκεκριµένης χρονικής περιόδου. Συνήθως εκφράζεται σε αριθµό επεισοδίων ανά έτος, πρέπει όµως να υπάρχει πλήρης ύφεση των συµπτωµάτων µεταξύ των επεισοδίων προκειµένου να χαρακτηριστεί αµιγώς ως οξεία υποτροπιάζουσα ρινοκολπίτιδα. Το κοινό κρυολόγηµα/ιογενής ρινοκολπίτιδα ορίζεται ως: Διάρκεια των ενοχληµάτων λιγότερο από 10 ηµέρες. Η Οξεία/ µη ιογενής ρινοκολπίτιδα ορίζεται ως: Επιµονή και επιδείνωση των συµπτωµάτων πέραν των 5 ηµερών ή επιµονή αυτών πέραν των 10 ηµερών µε συνολική διάρκεια µικρότερη των 12 εβδοµάδων. Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες ορίζεται ως: Παρουσία δύο ή περισσοτέρων συµπτωµάτων, ένα εκ των οποίων πρέπει να είναι αίσθηµα δυσχέρειας ρινικής αναπνοής/ απόφραξη/ ρινική συµφόρηση ή καταρροή (πρόσθιες ή οπισθορρινικές εκκρίσεις): ±Προσωπαλγία/ πίεση ±Μείωση ή απώλεια όσφρησης για περισσότερο από 12 εβδοµάδες, τεκµηριωµένα τηλεφωνικά ή µέσω συνέντευξης. Επίσης θα πρέπει να περιλαµβάνονται ερωτήσεις σχετικά µε το αν υπάρχουν συµπτώµατα αλλεργίας, όπως πχ. καταρροή, φτάρνισµα, κνησµός, δακρύρροια και κνησµός των οφθαλµών. 2-4 Ορισµοί για έρευνα Για ερευνητικούς σκοπούς η Οξεία Ρινοκολπίτιδα ορίζεται ως ανωτέρω. Καλλιέργειες (από ρινική χοάνη, µέσο ρινικό πόρο) και /ή απεικονιστικός έλεγχος µε (Α/α, Υ/Τ) συνιστώνται, δεν είναι όµως απαραίτητα. Για ερευνητικούς σκοπούς η Χρόνια Ρινοκολπίτιδα (CRS) ορίζεται ως ανωτέρω. Η CRS θεωρείται ως µείζον εύρηµα και η ρινική πολυποδίαση (NP) ως υποοµάδα αυτής της νοσολογικής οντότητας. Για τις ανάγκες µίας µελέτης, ο διαχωρισµός µεταξύ CRS και NP πρέπει να είναι βασισµένος σε ενδοσκόπηση, σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου. Οι ορισµοί για την έρευνα βασίζονται στην παρουσία ρινικών πολυπόδων και ενδεχοµένως σε προηγηθείσα επέµβαση. 2-4-1 Ορισµοί χρόνιας ρινοκολπίτιδας, όταν δεν έχει προηγηθεί επέµβαση στα παραρρίνια
12 Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ρινικούς πολύποδες: Αµφοτερόπλευρη ρινική πολυποδίαση, στην περιοχή του µέσου ρινικού πόρου ενδοσκοπικά τεκµηριωµένη. Χρόνια ρινοκολπίτιδα χωρίς ρινικούς πολύποδες: Αµφοτερόπλευρη, χωρίς ορατούς πολύποδες στην περιοχή του µέσου ρινικού πόρου, ακόµα και µετά από αποσυµφόρηση αν κριθεί απαραίτητο. Με αυτόν τον ορισµό γίνεται αποδεκτό ότι η CRS είναι µία νόσος ευρέως φάσµατος, η οποία περιλαµβάνει πολυποειδείς εξαλλαγές στα παραρρίνια και/ή στο µέσο ρινικό πόρο, αποκλείει όµως αυτούς µε πολυποειδείς βλάβες εντός της ρινικής κοιλότητας προκειµένου να αποφευχθούν επικαλύψεις. 2-4-2 Ορισµοί χρόνιας ρινοκολπίτιδας, όταν έχει προηγηθεί επέµβαση στα παραρρίνια Εάν έχει αλλοιωθεί η ανατοµία του πλαγίου ρινικού τοιχώµατος από προηγηθείσα επέµβαση, τότε οι ρινικοί πολύποδες ορίζονται ως αµφοτερόπλευρες µισχωτές βλάβες έναντι βλεννογόνου δίκην λιθόστρωτου, τεκµηριωµένες ενδοσκοπικά σε διάστηµα µεγαλύτερο των έξι µηνών µετά από επέµβαση. Κάθε αλλοίωση του βλεννογόνου χωρίς προφανείς πολύποδες θα πρέπει να θεωρείται ως CRS. 2-4-3 Καταστάσεις για περαιτέρω ανάλυση Οι παρακάτω καταστάσεις θα πρέπει να αναλύονται περαιτέρω: 1. Ευαισθησία στην ασπιρίνη βασισµένη σε θετική στοµατική, βρογχική ή ρινική πρόκληση ή σε προφανές ιστορικό 2. Ασθµατική/βρογχική υπεραντιδραστικότητα/ ΧΑΠ/ βρογχιεκτασίες βασισµένη στα συµπτώµατα ή σε λειτουργικές αναπνευστικές δοκιµασίες 3. Αλλεργία τεκµηριωµένη µε ειδικές IgE ή δερµατικές δοκιµασίες δια νυγµού 2-4-4 Κριτήρια αποκλεισµού από τις γενικές µελέτες Οι ασθενείς µε τα ακόλουθα νοσήµατα θα πρέπει να αποκλείονται από τις γενικές µελέτες, µπορούν όµως να αποτελέσουν το αντικείµενο ειδικής µελέτης επί της χρόνιας ρινοκολπίτιδας και/ή επί των ρινικών πολυπόδων: 1. Κυστική ίνωση τεκµηριωµένη µε θετικό τεστ ιδρώτα ή µε έλεγχο DNA, 2. Εκτεταµένη ανοσοανεπάρκεια (συγγενής ή επίκτητη), 3. Συγγενή προβλήµατα βλεννοκροσσωτού επιθηλίου όπως πρωτοπαθής δυσκινησία κροσσών (PCD), 4. Μη διηθητικά µυκητώµατα και διηθητικές µυκητιασικές νόσοι, 5. Κοκκιωµατώδη νοσήµατα και συστηµατικές αγγειίτιδες, 6. Κατάχρηση κοκαΐνης, 7. Νεοπλάσµατα.
13 3. Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες 3-1 Ανατοµία και (παθο)φυσιολογία Η µύτη και οι παραρρίνιοι κόλποι σχηµατίζουν ένα σύµπλεγµα αεροφόρων κοιλοτήτων εντός του προσωπικού κρανίου. Οι παραρρίνιοι κόλποι επικοινωνούν µε τη ρινική κοιλότητα δια µέσου µικρών ανοιγµάτων-οπών. Η ρινική κοιλότητα και οι παρακείµενοι παραρρίνιοι κόλποι καλύπτονται από ψευδοπολύστιβο κροσσωτό επιθήλιο το οποίο αποτελείται από λαγηνοειδή κύτταρα και βλεννογόνιους αδένες που παράγουν εκκρίσεις, οι οποίες διατηρούν τη µύτη υγρή και σχηµατίζουν ένα κυλιόµενο τάπητα από βλέννα. Σε αυτή εγκλωβίζονται διάφορα σωµατίδια και βακτήρια, τα οποία καθίστανται ακίνδυνα από τη δράση ενζύµων όπως λυσοζύµη και λακτοφερίνη και στη συνέχεια µεταφέρονται προς τον οισοφάγο. Οι κροσσοί έχουν ένα σηµαντικό ρόλο στη µεταφορά της βλέννας. Όλοι οι παραρρίνιοι κόλποι καθαρίζονται φυσιολογικά από αυτήν τη µεταφορά της βλέννας από τους κροσσούς, παρόλο που από τις ευρείες κοιλότητες των κόλπων αυτή τελικά µεταφέρεται στην περιοχή της ρινικής κοιλότητας διαµέσου µικρών στοµίων. Καθοριστικό ρόλο στην παθογένεση της ρινοκολπίτιδας παίζει το ostiomeatal σύµπλεγµα, που είναι µία λειτουργική µονάδα η οποία περιλαµβάνει τους εκφορητικούς πόρους του γναθιαίου άντρου και των προσθίων ηθµοειδών κυψελών, την ηθµοειδή χώνη, το µηνοειδές σχίσµα και το µέσο ρινικό πόρο. Σηµείο κλειδί επίσης στην παθογένεση της νόσου αποτελεί η διατήρηση της φυσιολογικής βατότητας των στοµίων. Ειδικά, η κατάσταση του ostiomeatal συµπλέγµατος επηρεάζει σηµαντικά τη σύσταση και την απέκκριση της βλέννας και επιπλέον, ένα ανοικτό στόµιο επιτρέπει την ευχερή µεταφορά από το βλεννοκροσσωτό επιθήλιο σωµατιδίων και βακτηριδίων. Προβλήµατα δηµιουργούνται αν το στόµιο είναι πολύ µικρό για την ποσότητα της βλέννας ή αν η παραγωγή της αυξάνεται προσωρινά λόγω λοίµωξης του ανώτερου αναπνευστικού ή τέλος αν υπάρχει δυσλειτουργία των κροσσών. Το αποτέλεσµα είναι να επέλθει στάση των εκκρίσεων µε διακοπή της κάθαρσης των βακτηριδίων και περιορισµό του αερισµού του κόλπου, γεγονός που προκαλεί έξαρση της φλεγµονής του βλεννογόνου, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω δυσλειτουργία των κροσσών. Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι δύσκολο να διακοπεί και αν η κατάσταση επιµένει µπορεί να οδηγήσει σε χρόνια ρινοκολπίτιδα. Στην κατάσταση αυτή ο ρόλος του αποφραγµένου στοµίου φαίνεται να είναι υποδεέστερος συγκριτικά µε το ρόλο του στην οξεία ρινοκολπίτιδα. 3-2 Ρινοκολπίτιδα Η ρινοκολπίτιδα είναι µία φλεγµονώδης διαδικασία που αφορά το βλεννογόνο της µύτης και ένα ή περισσοτέρους παραρρίνιους κόλπους. Ο βλεννογόνος στις περιοχές αυτές είναι ενιαίος, κατά τις φλεγµονές όµως προσβάλλεται αρχικά κυρίως αυτός των ρινικών κοιλοτήτων. Η χρόνια ρινοκολπίτιδα είναι µία πολυπαραγοντική νόσος (15). Οι παράγοντες που µπορούν να την επηρεάσουν είναι η δυσκινησία του βλεννοκροσσωτού επιθηλίου (16,17), (βακτηριακές) λοιµώξεις (18), αλλεργία (19), οίδηµα για κάποιο λόγο του βλεννογόνου και τέλος αποφράξεις που οφείλονται σε µορφολογικές/ανατοµικές µεταβολές της ρινικής κοιλότητας και των παραρρινίων κόλπων (20,21). Στην παθογένεση της ρινοκολπίτιδας επιδρά η κατάσταση του ostiomeatal συµπλέγµατος, της λειτουργικής µονάδας που περιλαµβάνει τους εκφορητικούς πόρους του γναθιαίου άντρου και των προσθίων ηθµοειδών κυψελών, την ηθµοειδή χώνη, το µηνοειδές σχίσµα και το µέσο ρινικό πόρο. Σηµείο κλειδί επίσης αποτελεί η διατήρηση της βατότητας των στοµίων. Μία εις βάθος
14 συζήτηση γύρω από τους παράγοντες που επηρεάζουν τη χρόνια ρινοκολπίτιδα και τους ρινικούς πολύποδες ευρίσκεται στο κεφάλαιο 4. 3-3 Χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες Η χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες συχνά αντιµετωπίζεται σαν µία ενιαία νοσολογική οντότητα, καθώς φαίνεται αδύνατος ένας ξεκάθαρος διαχωρισµός µεταξύ τους (22-24). Κατά συνέπεια η χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ρινικούς πολύποδες θεωρείται ως υποοµάδα της χρόνιας ρινοκολπίτιδας (Εικ. 3-1). Το ερώτηµα που παραµένει αναπάντητο είναι γιατί σχηµατισµοί του βλεννογόνου σαν µπαλόνι, αναπτύσσονται στους ασθενείς µε πολύποδες και όχι σε όλους τους ασθενείς µε ρινοκολπίτιδα. Οι ρινικοί πολύποδες έχουν µία ισχυρή τάση να υποτροπιάζουν έπειτα από επέµβαση παρά τη βελτίωση του αερισµού των παραρρινίων (25). Αυτό µπορεί να αντανακλά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βλεννογόνου των ασθενών µε ρινικούς πολύποδες, το οποίο όµως µένει αδιευκρίνιστο. Σε µερικές µελέτες έχει γίνει προσπάθεια να διαχωριστούν οι ρινικοί πολύποδες και η χρόνια ρινοκολπίτιδα βάσει των µεσολαβητών της φλεγµονής (26-30). Από αυτές, στους ασθενείς µε ρινικούς πολύποδες, προκύπτει µία αυξηµένη ηωσινοφιλία και έκφραση της IL-5 συγκριτικά µε τους ασθενείς µε χρόνια ρινοκολπίτιδα. Ενώ διαφαίνεται η ύπαρξη διαφορών µεταξύ των δύο νόσων, τελικά µέχρι στιγµής δεν δύναται να γίνει σαφής διαχωρισµός. Εικόνα 3-1. Το φάσµα της χρόνιας ρινοκολπίτιδας και των ρινικών πολυπόδων Χρόνια ρινοκολπίτιδα Ρινικοί πολύποδες Οι ρινικοί πολύποδες εµφανίζονται σαν κατασκευές σχήµατος ρώγας σταφυλιού στο ανώτερο τµήµα της ρινικής θαλάµης εξορµούµενοι συνήθως εντός του ostiomeatal συµπλέγµατος. Αποτελούνται από χαλαρό συνδετικό ιστό, οίδηµα, φλεγµονώδη κύτταρα, αδένες και τριχοειδή. Είναι καλυµµένοι από επιθήλιο διαφόρων τύπων, κυρίως αναπνευστικού τύπου ψευδοπολύστιβο µε κροσσούς και λαγηνοειδή κύτταρα. Στους ρινικούς πολύποδες ανευρίσκονται κύτταρα φλεγµονής κυρίως ουδετερόφιλα, µαστοκύτταρα, πλασµατοκύτταρα, λεµφοκύτταρα, και µονοκύτταρα καθώς επίσης και ινοβλάστες. Στους ρινικούς πολύποδες η IL-5 είναι η επικρατούσα κυτοκίνη, αντικατοπτρίζοντας την ενεργοποίηση και τη µακρά επιβίωση των ηωσινοφίλων (31). Ο λόγος για τον οποίο οι πολύποδες αναπτύσσονται σε ορισµένους ανθρώπους και σε άλλους όχι, παραµένει άγνωστος. Υπάρχει µία ξεκάθαρη συσχέτιση των πασχόντων µε την τριάδα του Samter: άσθµα, ευαισθησία σε µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη φάρµακα (ΜΣΑΦ) και ρινικοί πολύποδες. Παρόλα αυτά δεν εµφανίζουν ρινικούς πολύποδες όλοι οι πάσχοντες από ευαισθησία σε ΜΣΑΦ και αντίθετα. Περίπου ένα 4% του γενικού πληθυσµού εµφανίζει ρινικούς πολύποδες (32), ενώ στους πάσχοντες από άσθµα αυτό κυµαίνεται από 7 έως 15% και τέλος σε αυτούς µε ευαισθησία σε ΜΣΑΦ το ποσοστό φτάνει στο 30 έως 60% (33-34). Επίσης θεωρείται ότι η αλλεργία αυξάνει την προδιάθεση για ρινικούς πολύποδες και αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι τα συµπτώµατα του οιδήµατος του βλεννογόνου και της καταρροής, καθώς επίσης και η µεγάλη αύξηση των ηωσινοφίλων είναι κοινά και στα δύο νοσήµατα. Η ανωτέρω σχέση δεν τεκµηριώνεται από τα επιδηµιολογικά στοιχεία, καθώς πολύποδες ανευρίσκονται περίπου στο 0,5-1,5% ασθενών µε θετικές δερµατικές δοκιµασίες στα κοινά αλλεργιογόνα (34-35).
15 4. Επιδηµιολογία και προδιαθεσικοί παράγοντες 4-1 Εισαγωγή Η ρινοκολπίτιδα στις διάφορες µορφές της αποτελεί µία από τις συχνότερες παθολογικές καταστάσεις που συναντώνται στην ιατρική και µπορεί να απασχολήσει ένα ευρύ φάσµα ειδικοτήτων, από ιατρούς πρωτοβάθµιας φροντίδας, ιατρούς τµηµάτων επειγόντων, πνευµονολόγους, αλλεργιολόγους, ωτορινολαρυγγολόγους, αλλά ακόµα και εντατικολόγους και νευροχειρουργούς σε περιπτώσεις που συµβαίνουν σοβαρές επιπλοκές. Η επίπτωση της οξείας ιογενούς ρινοκολπίτιδας (κοινό κρυολόγηµα) είναι πολύ υψηλή. Εκτιµάται ότι οι ενήλικες προσβάλλονται από 2 έως 5 κρυολογήµατα ετησίως, ενώ στους µαθητές η επίπτωση κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα ανέρχεται στα 7 µε 10 κρούσµατα. Η ακριβής επίπτωση της νόσου είναι δύσκολο να µετρηθεί, δεδοµένου ότι οι περισσότεροι ασθενείς µε κοινό κρυολόγηµα δεν απευθύνονται καθόλου στο γιατρό τους. Πρόσφατα µία µελέτη περιστατικών στον Ολλανδικό πληθυσµό κατέδειξε πως σε ετήσια βάση γίνονται περίπου 900.000 επισκέψεις σε ιατρούς για λοιµώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Οι παράγοντες που αποµονώθηκαν συχνότερα είναι οι Rhinovirus (24%) και Influenza (11%) (36). Περισσότερο αξιόπιστα στοιχεία είναι διαθέσιµα σχετικά µε την οξεία ρινοκολπίτιδα. Όπως προαναφέρθηκε, ως οξεία µη ιογενής ρινοκολπίτιδα, ορίζεται η επιδείνωση των συµπτωµάτων έπειτα από 5 ηµέρες από την έναρξη της νόσου ή επιµονή αυτών πέραν των 10 ηµερών. Τα συµπτώµατα περιλαµβάνουν απόφραξη/ ρινική συµφόρηση, καταρροή, πρόσθιες/ οπισθορρινικές εκκρίσεις, προσωπαλγία/ πίεση, µείωση ή απώλεια όσφρησης. Οι ασθενείς αναφέρουν αιφνίδια εισβολή δύο ή περισσοτέρων από τα συµπτώµατα αυτά. Εκτιµάται ότι µόνο το 0,5 έως 2% των ιογενών λοιµώξεων του ανώτερου αναπνευστικού επιπλέκεται µε βακτηριακές λοιµώξεις. Επίσης και εδώ η ακριβής επίπτωση δεν είναι γνωστή, δεδοµένου ότι για την ακριβή διάκριση µεταξύ ιογενούς και µικροβιακής λοίµωξης απαιτείται παρακέντηση των παραρρινίων κόλπων. Στις οξείες ρινοκολπίτιδες οι καλλιέργειες µικροβίων είναι θετικές µόνο στο 60% των περιπτώσεων (37). Οι ενδείξεις και τα συµπτώµατα µιας µικροβιακής λοίµωξης µπορεί να είναι ήπια και συχνά εµφανίζουν αυτόµατη ύφεση (38,39). Παρά τη µεγάλη εξάπλωση και την υψηλή νοσηρότητα της χρόνιας ρινοκολπίτιδας µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες, υπάρχουν πολύ περιορισµένα τεκµηριωµένα στοιχεία σχετικά µε την επιδηµιολογία αυτών των καταστάσεων. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται κυρίως µε την έλλειψη ενός ενιαίου ορισµού για τη χρόνια ρινοκολπίτιδα (CRS). Επιπλέον µεταξύ των επιδηµιολογικών µελετών διαφέρουν σηµαντικά τα κριτήρια επιλογής των ασθενών, γεγονός που περιπλέκει τη σύγκριση τους. Κατά την αξιολόγηση των επιδηµιολογικών στοιχείων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχει µία προτίµηση όσον αφορά την επιλογή των µελετών που παρουσιάζονται παρακάτω. Ο στόχος αυτού του τµήµατος του EPOS, είναι να δώσει µία επίκαιρη άποψη των τρεχουσών διαθέσιµων επιδηµιολογικών στοιχείων σχετικά µε την οξεία και τη χρόνια ρινοκολπίτιδα µε ή χωρίς ρινικούς πολύποδες και να αναδείξει τους παράγοντες που πιστεύεται ότι προδιαθέτουν την ανάπτυξη τους. 4-2 Οξεία µικροβιακή ρινοκολπίτιδα Κατά την περιγραφή της επίπτωσης της οξείας µικροβιακής ρινοκολπίτιδας υπήρξε µεγάλη αντιπαράθεση σχετικά µε τον ισχύοντα ορισµό της νόσου. Για παράδειγµα στην ανασκόπηση Cochrane για τα αντιβιοτικά στην οξεία ρινοκολπίτιδα, είχαν συµπεριληφθεί µελέτες στις οποίες η νόσος τεκµηριωνόταν από το θετικό κλινικό ιστορικό και τα απεικονιστικά