Μαρία Αγγελίδου, Αργώ 1 η εκδοχή Η ΑΡΓΩ Το καράβι-γλέντι Την έχω πει και την έχω ξαναπεί την ιστορία της Αργώς. Αλλά δεν την έχω χορτάσει. Είναι μια ιστορία-γλέντι και το γλέντι δεν το χορταίνει ποτέ κανείς. Κι η Αργώ ήταν καράβι γλεντζέδικο: σαν γλέντι άρχισε, με γλέντι φτιάχτηκε και με γλέντια προχωρούσε και ταξίδευε. Μερικοί μάλιστα λένε πως ακόμα ταξιδεύει - και γλεντάει. Είναι βέβαια καράβι πανάρχαιο. Άρχισε να σκίζει τα νερά πριν ακόμα πάνε οι Έλληνες στην Τροία να την πάρουν. Πριν γράψει χάρτες στα κύματα ο Οδυσσέας. Πριν πριν πριν μα δεν πειράζει που είναι τόσο παλιό, την ιστορία του την ξέρουμε από τότε που δεν ήταν ακόμα καράβι, αλλά ιδέα. Ιδέα σκέτη. Όλα αρχίζουν σ ένα παράξενο βουνό, που είναι ανακατεμένο με τη θάλασσα. Βουνό άγριο. Οι αφροί της πετιούνται μέχρι πάνω στις κορφούλες του. Τα δέντρα του γέρνουν πράσινα μέχρι μέσα στ αλμυρά νερά. Τ αγριμάκια του μπαινοβγαίνουν στο κύμα σαν ψάρια. Είναι στ αλήθεια παράξενο βουνό το Πήλιο. Έχει θαύματα κι έχει τέρατα. Μέχρι Κένταυρους έχει, που είναι μισοί άντρες και μισοί άλογα. Σ αυτό το άγριο βουνό βασιλεύει ένας βασιλιάς πιο άγριος ακόμα. Που βάφει στο πρόσωπό του γραμμές κόκκινες από αίμα και μαύρες από καπνιά και στάχτη, για να τον φοβούνται όλοι. Είναι περίεργοι άνθρωποι οι βασιλιάδες, συνηθισμένοι να περνάει πάντα το δικό τους - συνήθεια που έχει συχνά προκαλέσει μεγάλα βάσανα στον κόσμο. Τέτοιος είναι κι ο Πελίας: άμα του μπει κάτι στο μυαλό, δεν του το βγάζεις με τίποτα. Ο Πελίας, λοιπόν, έχει χώρο στο μυαλό του για δύο πράγματα - κι ολοένα αυτά σκέφτεται. Το ένα είναι το χρυσάφι. Μαζί με το χρυσάφι, περασμένες στην ίδια χρυσή κλωστή είναι κι οι πόλεις οι πάμπλουτες, τα λιμάνια του Εύξεινου, απ όπου έρχονται όλα τα μαλάματα κι όλοι οι θησαυροί. Λιμάνια εμπορικά, πνιγμένα στα λεφτά: εκεί φτάνουν τα πλούτη από τα βάθη της Άγνωστης Μακρινής Ανατολής, φέρνοντας ό τι τραβάει η ψυχή θεών και ανθρώπων. Αυτά τα λιμάνια ο Πελίας τα θέλει. Το δεύτερο πράγμα που έχει στο μυαλό του ο βασιλιάς μας είναι οι νέοι άντρες. Ειδικά οι νέοι οι γεροδεμένοι και οι έξυπνοι, που μπορεί να θελήσουν να γίνουν βασιλιάδες στη θέση του, επειδή άλλη δουλειά δεν έχουν να κάνουν. Αυτούς τους νέους, ειδικά μάλιστα όσους φοράνε ένα μόνο σανδάλι, ο Πελίας
τους τρέμει. Και όπου τους πετυχαίνει, αμέσως τους διώχνει. Να πάνε μακριά. Στον αγύριστο. Τάχα-τάχα, βέβαια, τους στέλνει να του φέρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας! Ναι, σιγά! Όλοι, ακόμα κι αυτός ο ίδιος, το ξέρουν πως το Χρυσόμαλλο Δέρας δεν υπάρχει. Πως είναι ένα παραμύθι. Το παραμύθι για την Έλλη και το Φροίξο και για το κριάρι που πέρασε τα δυο αδέρφια πάνω από τον Ελλήσποντο - ένα ιπτάμενο κριάρι, δηλαδή, ένα είδος καραβιού κι αυτό, που δεν έπλεε στο νερό αλλά πετούσε στον αέρα Επισήμως ο Πελίας δεν τα λέει έτσι, πάντως. Επισήμως διώχνει, λέει, τους αλήτες, τους κλέφτες, τους φονιάδες. Τι να τους κάνει όλους αυτούς η πόλη; Στην πραγματικότητα διώχνει τους μονοσάνδαλους. Ένας τέτοιος μονοσάνδαλος είναι κι ο Ιάσονας. Κι όταν πέφτει πάνω του αγριεμένο το βλέμμα του βασιλιά, δεν κάθεται να χασομερήσει με κουβέντες περιττές. Θα φύγω, λέει. Θα πάω να το βρω το Χρυσόμαλλο Δέρας. Αλλά θα χτίσω πρώτα ένα καράβι, που να μπορεί να κάνει τέτοιο ταξίδι. Αυτό το ταξίδι, που κανείς δεν το χει ξανακάνει, θέλει καράβι που όμοιό του δεν έχει ξαναφτιαχτεί. Θέλει και άντρες ήρωες, να τραβάνε τα κουπιά του. Και στέλνει αμέσως να φωνάξει τους ήρωες, που κάθονται και σαν αυτόν δεν ξέρουν τι να κάνουν ο καθένας στην πατρίδα του. Μαζεύονται οι καλύτεροι! Τέτοιους ναύτες άλλο πλεούμενο δεν είχε ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά την Αργώ - που ακόμα, μην το ξεχνάμε, δεν έχει φτιαχτεί! Κι επειδή είναι ήρωες με τα όλα τους, τη γλεντάνε τη δουλειά από την αρχή ως το τέλος. Τα σχέδια τα κάνει ο Άργος, που δίνει και τ όνομά του στο καράβι. Οι άλλοι όλοι (κι είναι πολλοί, απ όλες τις πόλεις έχουν τρέξει γενναίοι ξακουστοί και διάσημοι) σκαρφαλώνουν στις πλαγιές κι αρχίζουν να κόβουν δέντρα. Το Πήλιο, το πα, είναι βουνό άγριο. Άγρια και τα δέντρα του. Μαθημένα στη θάλασσα κι αβούλιαχτο το ξύλο τους. Τα καλύτερα, τα ψηλότερα απ αυτά διαλέγουν οι Αργοναύτες για το καράβι τους. Τα κόβουν, τα πλανίζουν, τα στεγνώνουν στον ήλιο και στην αρμύρα, και το φτιάχνουν το καράβι, όπως τους δείχνει ο Άργος. Μήνες τους παίρνει να τελειώσουν - γιατί είναι μεγάλη η Αργώ. Κάθε πρωί δουλεύουν, κάθε βράδυ γλεντούν: φαΐ, τραγούδι και χορός, οι φωνές τους φτάνουν από την παραλία ως την πόλη και το παλάτι. Ο Πελίας έχει σκυλομετανοιώσει. Αυτοί οι παληκαράδες την εξορία την έχουν κάνει εκστρατεία. Την αγγαρεία μεράκι. Την καταδίκη όνειρο χρυσό. Και το καράβι, που κάτεργο θα πρεπε να το σκέφτονται και τιμωρία, αυτοί το έχουν αγάπη αναμμένη στα στήθια τους. Γίνονται τέτοια πράγματα; Ναι, γίνονται.
Με τέτοια κανακέματα και χάδια καλόμαθε η Αργώ από γεννησιμιού της. Κι αν είχε τον Άργο αρχιμάστορα στον ταρσανά της, να κάνει σχέδια που μόνο ένας Θεός θα μπορούσε να τα σκαρφιστεί, είχε και μαστόρους σπουδαίους στα υπόλοιπα πόστα: τραγουδιστές που η φωνή τους μάγευε ανθρώπους και ζώα (Ορφέας), μάντεις που ήξεραν και το Χτες και το Αύριο (Αμφιάραος), κολυμβητές που παράβγαιναν με τα ψάρια (Εύφημος), ήρωες με φτερά που πετούσαν, άλλους τοξότες, άλλους παλαιστές, άλλους κι άλλους κι άλλους. Αφού είχε και τον δυνατότερο άνθρωπο που έζησε ποτέ, τον Ηρακλή - αυτόν τον ίδιον που αργότερα έγινε θεός. Είχε ακόμα μια κοπέλα-κυνηγό, έναν μελισσοκόμο (γιατί σ όλες τις εκστρατείες τις σοβαρές συμμετέχει πάντα κι ένας μελισσοκόμος!), είχε δυο δίδυμους γιους του Δία του ίδιου. Είχε τέλος και τον Ιάσονα, που -το λέει και το όνομά του- ήταν γιατρός και ήξερε πως το καλύτερο φάρμακο είναι το γλέντι. Γι αυτή του την ιδέα τον έβαλαν κι αρχηγό στην εκστρατεία, αν ρωτάτε εμένα. Οι μέρες, όμως, πάντα περνάνε. Και το χτίσιμο του καραβιού τέλειωσε. Στα χέρια την πήρανε οι Αργοναύτες της και τη ρίξανε στο νερό. Ύστερα μπήκανε κι αυτοί μέσα, ρίξανε κλήρο σε ποιον πάγκο θα καθίσει ο καθένας τους, φορτώσανε άγκυρες πέτρινες βαριές, για να μπορούν να σταματάνε σιγουρεμένοι όπου ήθελαν, και ξεκίνησαν. Τη συνέχεια την ξέρουν όλοι. Και πού δεν πήγε αυτό το καράβι το χιλιοτραγουδισμένο. Στη Λήμνο, στην Ίμβρο, στα στενά του Μαρμαρά, στη Κύζικο Πέρασε τις Συμπληγάδες κι έφτασε ως τα βάθη της Μαύρης Θάλασσας, στη χώρα της Κολχίδας, κάτω από τη σκιά του Καυκάσου. Ταξίδεψε μετά στη χώρα των Αμαζόνων και στη χώρα των Σιδηρουργών, που ούτε χωράφια έχουνε ούτε κοπάδια βόσκουν, μόνο δουλεύουν το σίδερο και το πουλάνε κι απ αυτό ζουν. Παντού, όμως, όπου κι αν πήγαν, πήγαν με το κέφι τους ανοιχτό σαν πανί πάνω από τα κεφάλια τους, να σπρώχνει την Αργώ. Γιατί το καράβι, είπα, είναι καλομαθημένο. Και μόνο γλεντώντας δέχεται να παλέψει με κύματα και με φουρτούνες. Αν δεν της δώσουν οι Αργοναύτες το κέφι τους, η Αργώ δεν το κουνάει ρούπι. Κι άμα την πιάσει το πείσμα, τους φοβερίζει πως θ αρχίσει να βουλιάζει. Ό τι θέλει τους κάνει τους άντρες της, κι ας είναι ήρωες φοβεροί. Αλλά τι να κάνουν; Που την αγαπάνε πολύ; Κι έτσι τραγουδώντας τραβάνε τα κουπιά με τόση δύναμη, που τα λυγίζουν σαν τόξα. Τόσο δεν λογαριάζουν την κούραση, που κάνουν ακόμα κι αγώνες κωπηλασίας, ποιος θ αντέξει περισσότερο στον πάγκο (σ αυτούς τους αγώνες νικητής ήταν πάντα ο Ηρακλής). Με τέτοια κανακέματα η Αργώ τους ταξιδεύει. Τους πήγε σ όλα τα λιμάνια τα πάμπλουτα, που τ όνομά τους είχαν μόνο ακουστά οι Έλληνες ως τότε. Το Χρυσόμαλλο Δέρας το βρήκαν κι αυτό. Μα κοντά του πήραν κι άλλα πολλά πράγματα, που στην αρχή του ταξιδιού τους ούτε τα φαντάζονταν.
Μέχρι μια πριγκήπισσα-μάγισσα, που αγάπησε τον Ιάσονα πολύ και παράτησε τους δικούς της για να πάει μαζί του. Μεγάλη αγάπη! Σ αυτήν χρωστάνε οι Αργοναύτες και το Χρυσόμαλλο Δέρας - αλλά σαν όλες τις μεγάλες ιστορίες αγάπης, δεν είναι την παίρνεις και τοις μετρητοίς. Τέλος πάντων. Όταν βρήκαν και φόρτωσαν στο καράβι τους ακόμα κι αυτό το Δέρας, που ήταν παραμύθι και δεν υπήρχε, όταν πήραν πια το δρόμο του γυρισμού, εκεί τους άρχισε η Αργώ τα νάζια και τα γλέντια. Ανέβηκαν ποτάμια τραβώντας τα κουπιά, την κουβάλησαν σέρνοντας σ άλλα ποτάμια, που χύνονταν σ άλλες θάλασσες, ακόμα πιο άγνωστες κι ακόμα πιο μακρινές, πλέοντας έφτασαν ως τον Ωκεανό. Έκαναν μαζί της όλους τους γύρους όλων των κόσμων. Μερικοί, μάλιστα, λένε πως Αργοναύτες και Αργώ ακόμα ταξιδεύουν και γλεντάνε. Αλλά αυτό είναι παραμύθι. ΥΓ. Παραμύθια έχει πολλά φορτωμένα η Αργώ και τα πάει και τα φέρνει. Παραμύθι είναι κι εκείνη η τρομερή ιστορία, πως η Μήδεια, η πριγκήπισσαμάγισσα σκότωσε τα ίδια τα παιδιά της. Τα παιδιά της Μήδειας, που ήταν και παιδιά του Ιάσονα, τα σκότωσαν οι Κορίνθιοι - επειδή ήθελαν να παντρέψουν τον ήρωα με τη δικιά τους βασιλοπούλα και να τον βάλουν να κάνει άλλα παιδιά μαζί της, να πάρουν το θρόνο της Κορίνθου. Κι από τα παλιά τα χρόνια κιόλας ακούστηκε πως οι Κορίνθιοι τον πλήρωσαν τον ποιητή να γράψει έτσι την ιστορία, για να φανεί πως δεν έφταιγαν εκείνοι για το σκοτωμό, αλλά μια γυναίκα - μια γυναίκα ξένη και τρελή. 2 η εκδοχή Οι Αργοναύτες και η Αργώ. Υπάρχουν περιπέτειες μικρές και μεγάλες, άσχημες και όμορφες, καλοκαιρινές και χειμωνιάτικες. Χίλιων λογιών κι όπως τις θέλει ο καθένας. Σπιτικές, ποδηλατικές, νόστιμες, γελαστικές, αναγνωστικές... ακόμα κι αισθηματικές υπάρχουν. Όλοι το ξέρουν, όμως, πως οι καλύτερες είναι οι ταξιδιάρικες. Γιατί όποιος γυρίζει τον κόσμο, βλέπει πράγματα και θαύματα. Στην αρχή, βέβαια, κανένας δεν ξεσηκώνεται εύκολα από το σπιτάκι του κι από τη βολή του. Ποιος θέλει να θαλασσοπνιγεί στα καλά καθούμενα; Πάντα, λοιπόν, κάτι τυχαίνει κι οι μεγάλοι ταξιδευτές αναγκάζονται θέλοντας και μη να ριχτούν με τα μούτρα στα ταξίδια τους. Τον Οδυσσέα, ας πούμε, τον είχε τιμωρημένο η Ήρα. Και τον Ιάσονα, αυτόν που έκανε το πιο ζηλευτό απ τα ταξίδια, τον έστειλε με το ζόρι ένας κακός και γέρος θείος του. Αυτός ο παλιάνθρωπος (Πελία τον έλεγαν) είχε αρπάξει το θρόνο της Ιωλκού, που κανονικά έπρεπε να ανήκει στον Ιάσονα. Γι αυτό και το παιδί φυγαδεύτηκε από την πόλη και μεγάλωσε κρυφά μ άλλο όνομα κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, στις ράχες του Πηλίου, του ευγενικού βουνού. Μεγαλώνοντας, όμως, κατέβηκε στην πόλη να γυρέψει το θρόνο του πατέρα του. Τότε μηχανεύτηκε ο Πελίας τρόπο να τον βγάλει από τη μέση.
«Αν ήξερες, παληκάρι μου, οτι κάποιος θα σε σκοτώσει», του είπε, «τι θα του έκανες;» «Θα τον έστελνα στην Κολχίδα να μου φέρει το Χρυσόμαλλο Δέρας», απάντησε ο νεαρός Ιάσονας. «Γιατί λένε πως είναι κρεμασμένο σ ένα δέντρο, στην καρδιά του Δάσους του Πολέμου. Και πως το φυλάει νύχτα και μέρα ακοίμητος δράκος. Ακόμα κι αν φτάσει ως εκεί, δεν θα μπορέσει να γυρίσει ποτέ πίσω». «Καλό ταξίδι, λοιπόν», του ευχήθηκε τότε ο παμπόνηρος γέρος. Ο Ιάσονας, όμως, δεν έκανε πίσω. Την απόφαση την πήρε την ίδια στιγμή κιόλας: θα πήγαινε ως την άκρη του κόσμου, γιατί εκεί ήταν η Κολχίδα. Θα άρπαζε το Χρυσόμαλλο Δέρας μέσα από τα νύχια του δράκου, γιατί ήταν ένα από τα ωραιότερα πράγματα στον κόσμο. Και θα γύριζε πίσω. Ναι. Την απόφαση την πήρε σε μια στιγμή μέσα. Αλλά οι ετοιμασίες του κράτησαν έναν ολόκληρο χρόνο! Γιατί ο Ιάσονας είχε τυπώσει καλά στο μυαλό του τα λόγια του Χείρωνα: «Πριν μιλήσεις, πρέπει να σκεφτείς. Πριν γελάσεις, πρέπει να κλάψεις. Πριν φας, πρέπει να πεινάσεις. Πριν πηδήξεις, πρέπει να πάρεις φόρα». - «Και πριν φύγεις ταξίδι», συμπλήρωσε μόνος του τη συνέχεια, «ετοιμάσου καλά και σωστά!» Έτσι έγινε κι ο Ιάσονας έστειλε κήρυκες και μαντατοφόρους σ όλα τα παλάτια της Ελλάδας για να μαζέψει γενναία παλικάρια, συντρόφους στο επικίνδυνο ταξίδι του. Το σχέδιό του μαθεύτηκε παντού. Και μαζεύτηκαν πραγματικά οι καλύτεροι, άντρες διαλεχτοί ένας κι ένας, γενναίοι, έξυπνοι, γρήγοροι, αλάθευτοι στο σημάδι. Οι πρώτοι από κάθε τόπο. Ανάμεσά τους πολλοί που ήταν ήρωες και ημίθεοι, γιοι των αθανάτων. Πενήντα διάλεξε ο Ιάσονας να πάρει μαζί του- κι αλήθεια πιο διαφορετικοί κι ανόμοιοι δεν θα μπορούσαν να τανε μεταξύ τους: ήταν ο Ηρακλής, ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου, ξανθός γίγαντας, γλετζές και φαγάς+ ήταν ο Ορφέας ο ποιητής, λυγερόκορμος και σκεφτικός πάντα+ ήταν ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι δυο αχώριστοι πολεμιστές, οι γιοι του Δία+ ήταν ο Αμφιάραος ο μάντης που είχε γεννηθεί με άσπρα μαλλιά και γερές πλάτες+ ήταν ο Ναύπλιος ο θαλασσοπόρος με το μούτρο μαύρο σαν την πίσσα+ ήταν ο Βούτης ο μελισσοκόμος, που ήξερε να φιλάει τις μέλισσες στο στόμα+ ο Εύφημος ο κολυμβητής, που αν ήθελε μπορούσε να πάει και κολυμπώντας στην Κολχίδα+ ο Άργος, ο ναυπηγός, που δεν τον έπιανε το μάτι γιατί ήταν μισό μερτικό, αλλά ήξερε να σκαρώνει αβούλιαχτα καράβια+ κι άλλοι, κι άλλοι... ανάμεσά τους και μια κοπέλα μικρή, μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε άντρες πενήντα, η Αταλάντη, απ τη Φυλή των Κυνηγών. Μα όσο αλλιώτικοι κι αν ήταν ο ένας από τον άλλον, οι σαρανταεννιά άντρες και η μια κοπέλα ήθελαν όλοι το ίδιο πράγμα: να φτάσουν στην Κολχίδα και να πάρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Στήσανε, λοιπόν, τις σκηνές τους στην Παγασό, στην άκρη του γιαλού, και στρώθηκαν στη δουλειά. Τα σχέδια του καραβιού τα έφτιαξε ο Άργος. Πριν σκύψει πάνω από τα χαρτιά του, έκανε ο κοντούλης θυσία στους θεούς όλους, να οδηγήσουν σωστά το χέρι του. Κι έπειτα δούλεψε έξι μέρες κι εφτά νύχτες χωρίς να σηκώσει κεφάλι, χωρίς να φάει, χωρίς να πιεί. Το μυαλό του και το κορμί του σαν να χανε πάρει φωτιά και τα δάχτυλά του καθώς ζωγράφιζαν και έγραφαν και μετρούσαν. Γιατί είχε βάλει στο νου του να σκαρώσει το μεγαλύτερο καράβι απ όσα είχε δει ως τότε ο κόσμος.
Και τη μέρα την έβδομη τέλειωσε, σηκώθηκε, πλύθηκε και είπε στους συντρόφους του: «Ανεβήτε στο Πήλιο, στις πλαγιές και στις ράχες που τις βλέπει ο ήλιος, να κόψετε δέντρα πολλά. Διαλέξτε τα πιο ψηλά, τα πιο γερά, τα πιο όμορφα. Μ αυτά και με τη βοήθεια των θεών θα σκαρώσουμε καράβι τρανό, μακρύ και απλόχωρο, πεντηκόντορο, με θέσεις εικοσιπέντε δεξιά και εικοσιπέντε αριστερά για να τραβάμε τα κουπιά». Έτσι έγινε. Δούλεψαν σκληρά οι πενήντα σύντροφοι του Ιάσονα. Έναν ολόκληρο χρόνο έκοβαν, πλάνιζαν, πριόνιζαν, κάρφωναν, έδεναν, έπλεκαν σκοινιά, κι όλες τις δουλειές με το τραγούδι και με το κέφι τους. Τόσο που η Αθηνά δεν μπορούσε πια να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω τους γιατί είναι θεά, που αγαπάει την καλή δουλειά όπου τη βλέπει. Κι όταν κόντευαν πια να τελειώσουν, τους πλησίασε σαν όνειρο και τους είπε: «Δουλέψατε με ψυχή και αγάπη. Χτίσατε καράβι τρανό. Θα το πείτε Αργώ, αφού ο μάστορας που το σκάρωσε είναι ο Άργος. Εσείς όλοι θα είστε οι Αργοναύτες του. Η νίκη θα είναι δική σας. Να θυμάστε, όμως, πως θα χρωστάτε λίγη από τη δόξα και στο καράβι σας». Μ αυτά τα λόγια έβαλε στον θαλασσομάχο, στο ακρόπρωρο του καραβιού, ξύλο κομμένο από την ιερή βελανιδιά του πατέρα της, του Δία -ξύλο που είχε ανθρώπινη λαλιά κι ήξερε να βλέπει μπροστά, όχι μόνο στο κύμα αλλά και στο χρόνο. Έτσι φύγανε οι Αργοναύτες με καράβι την Αργώ και καπετάνιο τον Ιάσονα. Πήγανε στην Κολχίδα, τη μακρινή χώρα του ήλιου. Αρπάξανε το Χρυσόμαλλο Δέρας. Και τα κατάφεραν να γυρίσουν πίσω ζωντανοί και δοξασμένοι. Βέβαια δεν φέρανε μαζί τους μόνο θησαυρούς και νίκες. Φέρανε και συμφορές και πόνους και πίκρες. Αλλά έτσι γίνεται μ όλα τα ταξίδια. 3 η εκδοχή ΓΕΝΝΑΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΔΥΟ ΚΥΠΕΛΛΑ ή ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΛΕΝΕ ΟΛΟΥΣ ΙΑΣΟΝΕΣ Αρχή του παραμυθιού. Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν αρχινίσει. Τα καλά παραμύθια είναι σφαίρες και χτυπάνε. Ανοίγουν πληγές κι αφήνουν σημάδια. Άλλους τους βρίσκουν στο χέρι, άλλους στον ώμο, άλλους στο φτερό. Τους πιο τυχερούς τους βρίσκουν κατάστηθα, στην καρδιά. Αυτούς δεν τους ταξιδεύουν μόνο σ άλλη γη και σ άλλα μέρη. Αυτούς τους ταξιδεύουν στη σκοτεινή καρδιά του κόσμου και τους φέρνουν πίσω. Για να πούνε ό τι είδαν, ό τι άκουσαν, ό τι ένοιωσαν κι ό τι έπαθαν. Και να χτυπήσουν έτσι κι άλλους, καινούργιους. Στο χέρι, στον ώμο, στο φτερό και στην καρδιά. Υπάρχουν παραμύθια που έχουν αμέτρητες καρδιές περασμένες στην κόκκινη κλωστή τους. Τα καλά κύπελλα τώρα είναι δώρα. Δώρα των θεών στους ανθρώπους και των ανθρώπων στους θεούς. Είναι δροσιές και νίκες. Είναι παινέματα και όρκοι. Είναι αινίγματα και αγώνες. Είναι όνειρα και τάματα. Είναι γλέντια. Είναι άγια δισκοπότηρα. Και είναι, βέβαια, χρυσά. Για δυο κύπελλα χρυσά γνέθει την κόκκινη
κλωστή του αυτό το παραμύθι. Για να πει ποιος, πού, πότε και γιατί. Ποιος ήταν αυτός που πήγε ως την άκρη του κόσμου να τα φέρει. Πότε και γιατί. Ο ήρωας του παραμυθιού - είναι συνήθως ένας. Άντε δυο το πολύ. Έχουμε και κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, όπου τ αδέρφια είναι εφτά, οι κλέφτες σαράντα. Αλλά σ αυτό το παραμύθι με τα δυο χρυσά κύπελλα έχουμε ήρωες πολλούς. Πενήντα. Εκατό. Εκατοντάδες. Και δεν τους λένε όλους Ιάσονες. Έχουν κι έναν Ορφέα, έναν Θησέα, έναν Ηρακλή, έναν Αμφιάραο ανάμεσά τους. Έχουν Εύφημους και Άργους. Έχουν κι άλλους, που τα ονόματά τους δεν έμειναν γραμμένα, ούτε στο παραμύθι ούτε στην ιστορία ούτε στο μύθο ούτε πουθενά. Μα το παραμύθι αυτό είναι γενναίο, κι έτσι ξεκινάει. Ήρωάς του είναι Αυτός Που Έφερε Δυο Χρυσά Κύπελλα. Ένα παληκάρι ζωγραφιά: μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια, με μάνα γλυκιά και στεριανό πατέρα, απ τα βουνά της Εύβοιας, λυγερό και γρήγορο. Μόλις ακούει το κάλεσμα για το ταξίδι της Αργώς, δεν χάνει στιγμή. Ο βασιλιάς του, που δεν είναι ούτε πατέρας του ούτε θείος κακός και άπληστος, δεν τον διώχνει, δεν τον στέλνει ταξίδι στην άκρη του θανάτου. Ένας βασιλιάς απ τους πολλούς είναι, με το πέτρινο παλάτι του, τ άλογά του τα γερά, ελιές, κοπάδια, χωράφια. Λίγα, πολύ λίγα μικρά καράβια έχει - κι ας βλέπει απ την αυλή του δυο θάλασσες, μιαν ανοιχτή και μια κλειστή. Κι από χρυσάφι ένα στεφάνι όλο κι όλο έχει, που το φυλάει σαν τα μάτια του, κορώνα που τη φοράει μόνο όταν είναι να κάνει δουλειά βασιλική. Γιατί το χρυσάφι, αυτό το ξέρουν όλοι κι ας μην το χουνε δει παρά σπάνιες φορές στη ζωή τους, βασιλεύει σε ουρανό και γη. Είναι βαρύ, κι από το σίδερο ακόμα βαρύτερο. Δεν σκουριάζει, δεν χαλάει ποτέ μα ποτέ. Και λάμπει, λάμπει σαν να χεις λιώσει τον ήλιο ολόκληρο μέσα σε μια γουλιά νερό. Στην Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, το χρυσάφι είναι δώρο βασιλικό. Μόνο οι βασιλιάδες το έχουν, δώρο από τους θεούς, απόδειξη της δύναμής τους, σύμβολο της εξουσίας τους. Από χρυσάφι είναι οι κορώνες, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια τους. Άντε να στολίσουν με χρυσάφι και τ αγάλματα των θεών τους. Ως εκεί. Πιο πολύ δεν έχουν. Μα ξέρουν πως αλλού, μακριά στην ανατολή ας πούμε, και μακριά στη δύση, υπάρχουν βασιλιάδες πάμπλουτοι και πανίσχυροι, ντυμένοι στα χρυσάφια από τα νύχια ως την κορφή. Έχουν φτάσει ιστορίες στ αυτιά τους. Ιστορίες που είναι παραμύθια. Για βασιλιάδες που χώμα πιάνουνε και χρυσάφι γίνεται! Για βασιλιάδες που ό τι κι αν πιάσουν στο χέρι τους χρυσάφι γίνεται. Στις χώρες τους, λέει, τα ποτάμια είναι χρυσά. Τα βουνά έχουν χρυσές κορφές κι από μέσα βγαίνει λιωμένο το μάλαμα. Ο ουρανός εκεί λάμπει χρυσός μέρα νύχτα. Τέτοια παραμύθια. Πως κι οι ζωές των ανθρώπων είναι χρυσές, χωρίς μαυρίλες και χωρίς σκοτεινιές. Κι οι έρωτές τους το ίδιο. Το χρυσάφι, λοιπόν, είναι η λαχτάρα. Για το χρυσάφι ξεκινάνε βασιλιάδες και ήρωες και ημίθεοι ακόμα, γι αυτό φτάνουν ως την άκρη του κόσμου και πιο πέρα, γι αυτό πολεμούν και σκοτώνονται. Γι αυτό πήγαν ήρωες σαν τον Αχιλλέα και πολέμησαν έξω από τα τείχη της Τροίας. Γι αυτό βασανίστηκε χρόνους δέκα ο Οδυσσέας στον πόλεμο κι άλλους δέκα στα πέλαγα κι έφτασε να κατεβεί μέχρι τον Κάτω Κόσμο, πριν καταφέρει να γυρίσει. Γι αυτό έστελνε ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή στον έναν άθλο ύστερα από τον άλλον, δίχως να τον αφήνει να παίρνει ανάσα. Και
πριν απ όλα αυτά, πιο παλιά ακόμα, για το χρυσάφι πρόσταξε κι ο κακός κι άπληστος βασιλιάς Πελίας τον Ιάσονα να του φέρει από την Κολχίδα το χρυσόμαλλο δέρας. Από την Κολχίδα, που ήταν στα πέρατα του κόσμου. Εκεί απ όπου βγαίνει ο ήλιος και το χρυσάφι. Στην άκρη της Μαύρης, της Κατάμαυρης Θάλασσας. Στο τέλος του Άξεινου Πόντου. Γι αυτό ξεκίνησαν πολλοί που τ όνομά τους δεν γράφτηκε, γι αυτό θα ξεκινήσει κι ο μαυρομάλλης από την Εύβοια. Ποιος ήρωας θα τολμούσε να πάει ως εκεί μονάχος; Ο Ιάσονας μπορεί να χει χάσει το ένα του σανδάλι, το μυαλό του όμως το χει ολόκληρο. Κι αμέσως καλεί κι άλλους: καλεί ήρωες σαν αυτόν, γεννημένους για τη δουλειά (εδώ έρχονται πενήντα, μπορεί κι εκατό, ο Θησέας, ο Αμφιάραος, ο Ορφέας, ο Ηρακλής, ο ήρωας των ηρώων). Καλεί και παληκάρια, που δεν είναι ακόμα ήρωες, αλλά θέλουν να γίνουν -κι εδώ έρχονται εκατοντάδες, όσοι βρίσκουν μια θέση στους πάγκους του καραβιού, που το σκαρώνουν όσο μπορούν μεγαλύτερο ανάμεσά τους κι αυτός που θα φέρει τα δυο χρυσά κύπελλα. Μαζί μ αυτόν που θα φέρει το χρυσόμαλλο δέρας Μαζί μ αυτόν που θα φέρει την πεντάμορφη, τη βασιλοπούλα του ήλιου, τη μάγισσα Μαζί μ αυτούς που θα γυρίσουν ήρωες και νικητές, μαζί μ αυτούς που θα φέρουν το χρυσάφι το χρυσάφι που λάμπει και το χρυσάφι που δεν λάμπει Μαζί με όλους κι αυτός ο μαυρομάλλης από την Εύβοια: κάρφωσε, πριόνισε, πελέκησε τα ξύλα, χόρτασε τη μυρωδιά τους όσο έχτιζαν το καράβι που θα τους πήγαινε στην περιπέτεια. Μαζί τους τράβηξε κουπί όσο αρμένιζαν στα νερά του Αιγαίου, που ήταν η θάλασσα η δική τους και τη φωνή της την ξέρανε. Και μαζί τους έσφιξε τα δόντια κι ανατρίχιασε, όταν μπήκαν στα στενά με τα κύματα τα ανάποδα, τα μαύρα, που ούρλιαζαν λόγια βάρβαρα, ακατάληπτα, λόγια που δεν τα χε ξανακούσει κανείς τους ποτέ. Μαζί με όλους τους άλλους πέρασε την τρομάρα των Συμπληγάδων. Τόσο κοντά, τόσο δίπλα στην παγωμένη πέτρα βρέθηκε, που ανατρίχιασε σύγκορμος. Όταν βρέθηκε μπροστά τους ο δράκος που έφτυνε φλόγες και λάβα από το στόμα και τα ρουθούνια του, έπαψε ξαφνικά ν ακούει το χαλασμό του κόσμου και μόνο την τρεχάλα του άκουγε, τα πόδια του που σφυροκοπούσαν το χώμα να φύγουν μακριά από το κάψιμο της γης και του αέρα, τα πόδια των άλλων, μπροστά του και πίσω του, ξέφρενα από το φόβο τους. Όταν ήρθε η ώρα να παλέψουν τους ταύρους γίγαντες, αφρισμένους απ το κακό τους, και να τους ζέψουν στο αλέτρι και να οργώσουν και να σπείρουν ένα χωράφι με δόντια δράκων, έσφιξε τόσο πολύ τα δόντια του, που μούδιασε η γλώσσα του απ το στιφό αίμα. Κι όταν έψαχναν με πείσμα αλύπητο να βρούνε το χρυσάφι, μαζί κι αυτός. Συνάντησαν έναν τυφλό προφήτη, συνάντησαν γυναίκες που είχαν σκοτώσει τους άντρες τους, συνάντησαν πολεμιστές ίσκιους, που μόνο με τ αυτί μπορούσες να τους νοιώσεις και να τους πολεμήσεις. Χρυσά χώματα και χρυσά ποτάμια και χρυσό ουρανό δεν είδαν πουθενά. Είδαν όμως ανθρώπους που μούσκευαν προβειές σε ποτάμια κανονικά, σε χειμάρρους αφρισμένους κάτασπρους, κι ύστερα τις τραβούσαν έξω βαριές, φορτωμένες άμμο λαμπερή, στραφταλιστή, υπέροχη - και τις άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσουν. Κι ύστερα τις τίναζαν κι έπεφτε η χρυσόσκονη σωρός και τη μάζευαν. Αυτά όλα τα είδε το παληκάρι από την Εύβοια.
Κι όταν βρήκαν το χρυσόμαλλο δέρας, τεντωμένο κι απλωμένο ανάμεσα σ όλες τις άλλες χρυσόμαλλες προβειές, πήρε κι αυτός μαζί με τους άλλους το μερτικό του. Γιατί η αλήθεια είναι πως ακόμα κι όταν όλοι οι ήρωες μπαίνουν και ταξιδεύουν με το ίδιο καράβι, κόντρα στους ίδιους κινδύνους, στον ίδιο μακρινό τόπο, όταν όλοι κάνουν το Ταξίδι Στην Άκρη Της Νύχτας για να φέρουν τον ίδιο θησαυρό, την ίδια αιώνια υπόσχεση, το ίδιο θαύμα. ακόμα και τότε ο καθένας γυρίζει με το δικό του χρυσάφι, με τη δική του περιπέτεια. Άλλος φέρνει χρυσόμαλλα δέρατα (και Μήδειες). Άλλος πουγκιά χρυσόσκονη. Άλλος βραχιόλια και στεφάνια και ελάσματα από χρυσάφι. Άλλος μια καρφίτσα όλη κι όλη. Κι άλλος δυο κύπελλα. Υπάρχουν και μερικοί, λίγοι πολύ λίγοι, που δεν φέρνουν τίποτα. Γυρίζουν μ άδεια χέρια. Ούτε χρυσάφι, ούτε γυναίκα, ούτε ένα τόσο δα κύπελλο δεν κρατούν. Μόνο την ιστορία έχουν να πούνε. Πώς είδαν το χρυσάφι - ήλιος λιωμένος στο νερό. Πώς άκουσαν τις προβειές τις χρυσές να τρίζουν καθώς στέγνωναν στον ήλιο. Πώς μύρισαν τα δόντια του ταύρου στο φρεσκο-οργωμένο χώμα - σίδερο και αίμα και λάσπη μαζί. Πώς άλλαξαν τον Πόντο κι από Άξεινο τον έκαναν Εύξεινο, ταξιδεύοντας στα μαύρα βάρβαρα νερά του για να φέρουν πίσω ο καθένας το χρυσάφι του. Την τέχνη της χρυσόσκονης που βγαίνει από τα ποτάμια μέσα. Το δέρας το χρυσόμαλλο. Το χάρτη του θησαυρού. Ή δυο κύπελλα χρυσά. Κι ένα παραμύθι. Που βάζει σημάδι ολοένα καινούργιες καρδιές. Τέλος του παραμυθιού. Την αρχή τη λένε όλα τα παραμύθια νεράκι. Επειδή είναι όμορφη κι επειδή η ομορφιά της είναι εύκολη. Με το τέλος ζορίζονται και το κόβουν πριν την ώρα του, αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, κι άλλα τέτοια Ίσως επειδή τις περισσότερες φορές το τέλος γυρίζει στην αρχή και τρώει την ουρά της. Η ιστορία του ήρωα που έφερε τα χρυσά κύπελλα από την Κολχίδα στην Εύβοια είναι γεμάτη γυρισμούς. Πρώτος και καλύτερος γύρισε ο ίδιος, νικητής, θριαμβευτής, ήρωας. Άλλαξε ο ίδιος κι άλλαξε και τον κόσμο του: γιατί χάρη στην περιπέτεια τη δική του έμαθαν πως το χρυσάφι δεν το φτιάχνουν οι βασιλιάδες αγγίζοντας ό τι βρίσκουν μπροστά τους, ούτε πέφτει από τον ουρανό δώρο των θεών. Αλλά το μαζεύουν άνθρωποι κανονικοί μέσα από ποτάμια και χειμάρρους, με το μυαλό τους και με τον ιδρώτα τους. Πρώτος επίσης (αλλά όχι καλύτερος) γύρισε κι ο Ιάσονας, νικητής κι αυτός, με το χρυσόμαλλο δέρας του και με τη Μήδειά του. Γύρισαν οι Αργοναύτες. Γύρισε και η Αργώ. Στο τέλος τέλος ακόμα και η Μήδεια γύρισε πίσω - αν και το σκοτάδι που βρήκε γυρίζοντας μάλλον ήταν χειρότερο από το σκοτάδι που άφησε ξεκινώντας, κοπέλα κι ερωτευμένη, για τη δική της περιπέτεια.