Μαρία Αγαπημένη μορφή μαυροντυμένη Μαρία, Συ αιώνιο φως στης ζωής μου την ιστορία, γλυκιά μανούλα πικραμένη σαν την Παναγία στη μαύρη μαντήλα σου τυπωμένη η πικρία. Τα ήρεμα μαύρα μάτια σου, ζεστή καλοσύνη, στα ζεστά χέρια σου, θαλπωρή κι εμπιστοσύνη, στα γόνατά σου, αναστήθηκε η ύπαρξή μου, απ τη μαγική αγκαλιά σου, το γλυκό ψωμί μου. Γιαγιά μου, ξάφνου σ έχασα, βάβω αγαπημένη, κι ήσουν εσύ ουρανός, της γης ο παράδεισος. Αχ! Μάνα μου, μακριά σου πώς ένιωσα χαμένη... χωρίς εσένα, η ζωή μου μια μαύρη άβυσσος. Γλυκιά Μαρία, η ζωή σου φωτεινό σημάδι, το χάσιμο των παιδιών σου έφερε το σκοτάδι, κι εγώ, το στερνοπούλι σου, το αγαπημένο, για το καλό μου, με έστειλες σε τόπο χαμένο. Αχ! Γλυκιά γιαγιούλα μου, μαυροντυμένη Μαρία, μεγάλη μητέρα, αποκοιμήθηκες για πάντα, στη μαύρη μαντήλα σου έσβησε πια η πικρία, η αγάπη σου γράφτηκε στην καρδιά μου για πάντα. 9
Κορίτσι της άνοιξης Όνειρο καστανόξανθο, τις σκαλωτές σου μπούκλες στα δάχτυλα έπαιζα, κι εσύ παίζοντας κούκλες, άσπρες κορδέλες σου δεσα στις μακριές πλεξούδες και με λαχτάρα ίσιωσα τις πιέτες τις βελούδες. Κορίτσι μου της άνοιξης, καλοκαίρι μ ανθισμένο στου μπαλκονιού την άκρη, σιωπηλά ακουμπισμένο άφησα τ όνειρο ανοιχτό, να μπεις περιμένω, τραγούδι σου γραψα γλυκό, μικρό μου χαϊδεμένο. Εσύ που τόσο αγαπώ, γλυκά να τραγουδήσεις και σαν το νυχτολούλουδο στο δειλινό ν ανθίσεις, το δειλινό σ αγκάλιασε, κορμάκι σμιλεμένο φέρνεις στη νύχτα άρωμα, μουτράκι φιλντισένιο. Για σένα, χίλιους στίχους έγραψα, χίλια τραγούδια για τα λυτά σου τα μαλλιά, σαν μάζευες λουλούδια ο άνεμος σ τα τραγούδησε, αχ, μελιά μου μάτια, σαν ελάφι έτρεχες, και η καρδιά μου κομμάτια. Όνειρό μου καστανόξανθο, πόσο σ αγάπησα και το γλυκό τραγούδι σου στην καρδιά μου κράτησα, ζωή απ την ανάσα σου πήρα και ξαναπήρα και του Ορφέα έπαιξα τη μαγική τη λύρα! Τα χρόνια σου στα χέρια μου ήτανε χρυσά φλουριά, στο ρυάκι κύλησε όλη η ζωή μου ξαφνικά... 10
Περίπατος Στο δρόμο γέρνουν οι ακακίες οι ανθισμένες, αγκαλιασμένες η ευτυχία κι η χαρά τώρα, περίπατο γιορτινό χέρι με χέρι πιασμένες, γλυκό δειλινό, στολίζει με χρώματα την ώρα. Μες στους ίσκιους, άσπρα λουλούδια και πράσινα φύλλα στις όχθες του ρυακιού, ψυχή μου, καρδιά μου, μίλα, γελάει ο ήλιος στη δύση, ντυμένος κόκκινα ωσάν βασιλιάς, διαφεντεύει τα ανθρώπινα. Πολύχρωμα, μικρά μου λουλουδάκια, στην αλέα μπλε, κίτρινα, κόκκινα, μαβιά, καρδιά μου γέλα, μ άχνη ροζ βάφονται τα σύννεφα, κάνουν παιχνίδια, πέφτουν στο νερό του ρυακιού, ρόδινα ριπίδια. Στο δρόμο γέρνουν οι ακακίες οι ανθισμένες, δυο πεταλούδες πολύχρωμες πετούν ξαφνιασμένες, η ευτυχία κι η χαρά ζουν ξαναγεννημένες σε περίπατο γιορτινό χέρι χέρι πιασμένες. Τ αεράκι δροσερό περνάει στα φυλλώματα, στο δειλινό σκορπάει της ομορφιάς αρώματα, τ αεράκι δροσερό κλεφτά δίνει τα χάδια του, στην ευτυχία, στη χαρά, τις καλεί στα χνάρια του. 11
Χρόνος Ρυθμικά, τικ τακ σταθερά, με τόση υπομονή του ρολογιού οι δείκτες ακούραστα δε σταματούν, αντέχουν αργά και σταθερά μιαν άλλη προσμονή, στο τρεχαλητό του χρόνου αβίαστα υπακούν. Μέρα ανυποψίαστη, μέρα κάπου κρυμμένη κι ο χρόνος καλπάζει, περήφανο άσπρο άτι, απ του ρολογιού το χτύπο, αγουροξυπνημένη μ απορία, με ελπίδα, αναζητάει κάτι. Οι λεπτοδείκτες γοργά ξαναγυρνούν στους αιώνες στη στοιβάδα που συσσωρεύτηκαν τόσες εικόνες, οι λεπτοδείκτες τσαλαβουτάνε στις αναμνήσεις και πάλι γρήγορα μπρος προχωρούν να ξαναζήσεις. Στο τικ τακ του ρολογιού σκαρώνεις σχέδια νέα, η μέρα ντύνεται χρώματα, γίνεται ωραία, στου χρόνου το περήφανο άτι, τόσο... γενναία καβαλάρης ορμάς, μαζί η ελπίδα παρέα. Αργά μα τόσο σταθερά, είσαι και εσύ κάπου στους λεπτοδείκτες, όλη η ζωή σου κρεμασμένη, τη μέρα σου οδηγείς χωρίς το φόβο θανάτου απ του ρολογιού τους δείκτες σε κρίκο περασμένη. 12
Σαν γύφτικο σκεπάρνι Με υπερηφάνεια όλο καμάρι περπατάω, σαν καινούριο γύφτικο σκεπάρνι δες, καμαρώνω, είσαι εδώ κοντά μου, σ έχω κι όλο γελάω, ω! πόση χαρά μεγάλη, το χρόνο μαρμαρώνω. Κι ήταν λέει, μια φορά κι έναν καιρό, οι γύφτοι, ένα σκεπάρνι βρήκανε από μεγάλη τύχη και στο τσαντίρι το κρεμάσανε στην πρώτη θέση και όλο το καμάρωναν «ωχ, όχι, μη μας πέσει»! Και τότε στήσανε, λέει, μεγάλο πανηγύρι, «κοιτάξτε μας τι έχουμε» παντού το διαλαλούσαν κι από τα ταμπούρλα αντηχούσε το τσαντίρι και το σκεπάρνι με ευλάβεια πολλή κρατούσαν. Έτσι κι εγώ τώρα που έχω αυτό που θέλω χαρούμενη τρελά, σαν γύφτικο σκεπάρνι νιώθω, παντού το διαλαλώ, όλο καμάρι, λέω, λέω, επιτέλους, κοιτάξτε με απόχτημα που το χω!!! 13
Ξενιτιά Νοέμβρης 1970 Καράβι σαλπάρισε, τα αμπάρια του γεμάτα, βαρύς, άγριος καιρός, καράβι γεμάτο νιάτα, απέραντος κόσμος, λιμάνια, ξένες πολιτείες, το τραίνο φθάνει, φορτώνει νιάτα, πολλές ελπίδες. Δυο μερόνυχτα, το τραίνο αγκομαχώντας φθάνει στον πολύβουο σταθμό του Μονάχου, να προκάνει, για να μας μοιράσει στις φάμπρικες της Γερμανίας, ο μισεμός τούτος, στην πάλη της ευημερίας. Απέραντες, χαμένες στο όνειρο, πολιτείες, ύπαρξή μου, πώς πελάγωσες στις ξένες πλατείες... μιαν άλλη γλώσσα εδώ, στην ξένη χώρα του πλούτου, μια μοναξιά, κι ένας λυγμός, στο μόχθο ετούτου. Σάββατο απόγευμα, στις όχθες του Ρήνου κοιτώ, ποταμόπλοια στο μεγάλο ποτάμι, και ρωτώ Πατρίδα μου αγαπημένη, γιατί είμαι εδώ; Αχ! πατρίδα μου, κάλεσέ με πάλι πίσω να ρθω. Τέτοια ώρα χτυπά εσπερινός, εκεί μακριά και ο ήλιος λάμπει, στο μικρό πέτρινο σπιτάκι στην ασβεστωμένη αυλή, τα μπλε καφασωτά στου κήπου την άκρη, πεταμένο μου... παιχνιδάκι. 14
Δυο δάκρυα κυλούν και πέφτουν θλιμμένα στο νερό, αμέσως γίνονται δυο παιδικά γαλάζια μάτια κι άλλα δυο παιδικά μαύρα μάτια, αχ, πώς πονώ... τα δυο παιδιά μου λαχταρώ και γίνομαι κομμάτια. Πέρα η όμορφη ξένη πολιτεία στη βουή νέα... λιγνό κορμί, σχεδόν παιδί, στη βιοπάλη, πρωί πρωί, ξεκινώ για τη δουλειά, να βγει ζωή, πίσω θα στείλω λεφτά, για ένα μπουκάλι λάδι... Γράφω ένα γράμμα στους αγαπημένους γονείς μου, εδώ όλα καλά, το νου σας, προσέξτε τα παιδιά, στο μεροκάματο όλ η φροντίδα της ζωής μου, να στε καλά, στείλτε μου φωτογραφία τα παιδιά... Το δειλινό μουντό, κατάμαυρο, συννεφιασμένο, σφυρίζουν τα ποταμόπλοια, περνούν και χάνονται, σ ένα γράμμα απ την Ελλάδα, τ όνειρο φερμένο, αχ, τα μάτια των παιδιών μου, στα χέρια μου πιάνονται. Και τα κοιτώ, και τα κοιτώ, ω! πανώρια παλάτια... για μένα τούτο δειλινό είναι αυτά τα μάτια, ματάκια όμορφα γλυκά, ματάκια λυπημένα, κοντά σας πάρτε με να ρθω, μάτια αγαπημένα. 15
Ελλάδα Την άνοιξη ξαναγύρισα, σαν τα χελιδόνια, αχ, πατρίδα μου, σε βρίσκω ξανά αγαπημένη πανευτυχής, και στην καρδιά πώς λιώσανε τα χιόνια, αχ, πατρίδα μου, Ελλάδα χιλιοτραγουδισμένη. Στο χαρωπό μπαλκονάκι ξαναχτίσανε φωλιά κι όλο τιτιβίζουν της ευτυχίας τα πουλιά, πώς φτερουγίζουν ευτυχισμένα τα χελιδόνια, ξαναγυρνούν στο ίδιο μπαλκονάκι τόσα χρόνια. Πατρίδα μου, απλώνεσαι σ όλους τους γύρω λόφους κι εμένα κλείνεις απαλά στους δικούς σου κόρφους. Πατρίδα μου εσύ, κάμποι, λιβάδια ολάνθιστα και τα πανώρια ψηλά βουνά σου, που περπάτησα. Kι είναι τα μάρμαρα λευκά κι οι Παρθενώνες και τ ακρογιάλια σου υφαίνουν, χρυσά δαντελωτά, αστράφτουν πελάγη γαλάζια, μικροί οι χειμώνες, στου ουρανού σου το μπλε, να ξεχαστώ παντοτινά. Έρωτας ήλιος, θάλασσα, αρμύρα, στάχυα χρυσά, βράδια φεγγαρόλουστα, μαγεία στην αστροφεγγιά, ξωκλήσια παντού λευκά, γλυκές καμπάνες αντηχούν, Μάνα Πατρίδα μου, στην αιωνιότητα με καλούν. 16
Το πέτρινο μικρό σπιτάκι, γεμάτο λουλούδια, απ το παραθύρι το βλέμμα των γονιών μού γελά, φτεροκοπούν οι καρδιές των παιδιών, λένε τραγούδια, τα χελιδόνια πετούν κι ο ήλιος χαμογελά. Τι! Ολόλευκη φουστανέλα φόρεσαν τα παιδιά, κόκκινο φεσάκι κι η γαλανόλευκη μπροστά, ψυχή μου, κοίτα τι πολλά! Τι τα θέλω τα λεφτά; Μου φθάνει να μαι στων παιδιών μου την αγκαλιά. Πατρίδα μου, τώρα ζεστό ψωμί θα ξεφουρνίσω, στο στρωμένο τραπέζι ανάλαφρα θα καθίσω, φτωχοί, μα όλοι μαζί, στον ουρανό σαν προσευχή, όπου να ναι στον κόσμο έρχεται κι άλλο παιδί. Ελλάδα μου, όμορφη αγαπημένη, μα φτωχή «ή ταν ή επί τας», ναι, εδώ θέλω να ζήσω, απ των ηρώων τον απόηχο, θα χτίσω ζωή στα Άγια Χώματά σου, και την πνοή μου ν αφήσω. Μικρούλι χωριουδάκι μου, στη ρεματιά χωμένο, κλεισμένο μέσα στα βουνά ό,τι αγαπάω, μέσα στους κάμπους, στην κοιλάδα, όνειρο κρυμμένο, με την καρδιά ζεστή, όλο φλόγα προχωράω. 17
Τσιγγάνα Στου γάργαρου ποταμιού την άκρη μισοκρυμμένη τσιγγάνα λούζεται ολόγυμνη και τραγουδάει, το τορνευτό της το κορμί ξεπλένει ξαναμμένη, τ αγόρι πίσω απ τις λυγαριές κρυφοκοιτάει. Γοργά παίρνει το σάλι της και τρέχει στο τσαντίρι, ανοίγει το σεντούκι να του κάνει το χατίρι, στολίδια βγάζει και φορεί, βραχιόλια, δαχτυλίδια και χάντρες φόρεσε κολιέ, τα τόσα μπιχλιμπίδια. Φοράει κίτρινα φραμπαλωτά μες στα λουλούδια, δένει σφιχτό τσεμπέρι στα μαλλιά τα κατάμαυρα, ξυπόλητη στα κίτρινα, το ντέφι για τραγούδια, φλόγες πετούνε τα μάτια της, λάγνα ολόμαυρα. Ένα λουλούδι κόκκινο στο κόρφο της καρφώνει, τα χείλη τα φιλήδονα τάζουν έρωτα, πάθος, στο χώμα κάθεται οκλαδόν, το χέρι απλώνει. Έλα, τη μοίρα να σου πω, πού έκανες το λάθος; Τσιγγάνα πανέμορφη γελά, στο φως του φεγγαριού, χορεύει μυστικό χορό, στη γεύση γλυκού φιλιού, τσιγγάνα γύφτισσα μελαψή, με λόγια σταράτα, τη μοίρα λέει και γελά και του αλλάζει στράτα. 18