Κυριακή 14 Ἰανουαρίου 2018 ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ Ἁγ. Ἀββάδων ἐν Σινᾷ καί Ραϊθῷ ἀναιρεθ., Νίνας ἰσαπ., Σάββα Σερβίας Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΟΠΑΠΙΣΜΟ 1. Στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς πῶ λίγα λόγια γιά τόν ἅγιο πού θά ἑορτάζουμε αὐτή τήν ἑβδομάδα, στίς 18 τοῦ μηνός, τόν ἅγιο Ἀθανάσιο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Εἶναι πολύ μεγάλος ἅγιος, ἀδελφοί. Ἐξωτερικά, κατά τά σωματικά του χαρακτηριστικά, δέν ἐντυπωσίαζε τόν θεατή του. Ἦταν κοντός
στό ἀνάστημα, γι αὐτό καί οἱ ἐχθροί του τόν ἀποκαλοῦσαν ἐμπαικτικά «ἀνθρωπίσκο». Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τόν εἶπε «Μέγα» καί «Ἄτλαντα», γιατί στούς δυνατούς του «ὤμους» μέ τήν ἰσχυρή του θεολογία κράτησε τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτός σήκωσε τό θεολογικό βάρος ἐναντίον τοῦ βλασφήμου Ἀρείου καί ὁ ἀγώνας του αὐτός δικαιώθηκε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μέ τήν Α Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ Ἄρειος ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί αὐτή του ἡ βλασφημία πρόσ - βαλε ὅλη τήν πίστη μας, ἡ ὁποία βασίζεται στήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός. Στήν πολεμική, λοιπόν, ἐναντίον τοῦ Ἀρείου γιά τήν ἀνατροπή τῆς αἵρεσής του πρωτοστάτησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Μέ τήν σωστή θεολογία του διατυπώθηκε τό δόγμα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι «Θεός ἀληθινός», γιατί γεννήθηκε «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός» καί εἶναι «ὁμοούσιος» μέ Αὐτόν. Οἱ πατέρες τῆς Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό εἶπαν καθαρά ὅτι οἱ ἐκφράσεις τό «ἐκ τῆς οὐσίας» καί τό «ὁμοούσιον», που διετύπωσαν γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό, μέ τίς θεολογικές συζητήσεις τοῦ Μ. Ἀθανασίου, εἶναι «ἀναιρετικά τῆς ἀσεβείας λογαρίων». Ἀναιροῦν, δηλαδή, τά «λογάρια», τά φληναφήματα τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ «κτίσμα» καί «ποίημα» καί ὄχι προαιώνιο («οὐκ ἦν πρίν γεννηθῇ»). Οἱ Ἀρειανοί ὅμως ἦταν πολλοί καί διέθεταν ἰσχυρά μέσα, γι αὐτό καί πετύχαιναν νά ἔχουν τόν αὐτοκράτορα μέ τό μέρος τους καί τόν ἔκαναν νά διώκει τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπό τά 46 χρόνια ἀρχιερωσύνης του ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος τά 16 του τά πέρασε στήν ἐξορία. Ὑπέφερε πολλές ταλαιπωρίες ὁ ἅγιος, ἀδελφοί, πολλές κακουχίες γιά τήν πίστη, πολλές συκοφαντίες. Ἀλλά, παρά τίς διώξεις του καί τά κυνηγητά του ἀπό τούς ἄρχοντες καί τούς μεγάλους, αὐτός στάθηκε σταθερός καί ἀκλόνητος στήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας καί δέν τήν ἀλλοίωσε καθόλου γιά νά πετύχει τήν δική του ἄνεση καί καλοπέραση. Ὅλη του ἡ ζωή, ἡ ἁγία του ζωή, ἦταν ἕνα μαρτύριο. Ὅπως τό λέγει ὁ μέγας ἱστορικός Παπαρηγόπουλος, πού κατάγεται ἀπό ἐμᾶς, ἀπό τήν Βυτίνα, ὀ ἅγιος Ἀθανάσιος ὑπῆρξε «ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων καί ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων»! 2. Δέν ἔχω τόν χρόνο, ἀγαπητοί μου, σέ ἕνα λειτουργικό κήρυγμα νά ἀναφερθῶ σέ ὅλο τόν βίο καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Γι αὐτό θά σᾶς πῶ λίγα λόγια γιά τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική θέση τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου σέ ἕνα μόνο θέμα. Ἀκοῦστε: Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἔζησε τότε πού ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε «καλές σχέσεις» μέ τήν πολιτεία, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἦταν, δηλαδή, ἡ ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία βγῆκε ἀπό τίς κατακόμβες καί δέχθηκε τήν «προστασία» τῆς πολιτείας. Αὐτή ὅμως ἡ «προστασία» ἄς ἔλειπε καλύτερα, γιατί δημιούργησε τεράστια προβλήματα στήν Ἐκκλησία. Καί τό πρωταρχικό πρόβλημα ἦταν ἡ ἀνάμειξη τοῦ χριστιανοῦ αὐτοκράτορα στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν περίπτωσή μας ἐδῶ τοῦ ἁγίου 2
Ἀθανασίου οἱ ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι ἐπενέβαιναν στόν αὐτοκράτορα γιά νά συγκαλέσει συνόδους, μέ τίς ὁποῖες ἤθελαν νά ἀνατραποῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας καί νά καταδικασθεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί πραγματικά ἔτσι γινόταν. Ὁ αὐτοκράτορας ἄρχισε νά ἐπεμβαίνει στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καί νά αὐταρχεῖ στόν ἱερό χῶρο. Αὐτό λέγεται «καισαροπαπισμός», πού τόν ὑπεστήριξε δυνατά ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, ἕνας Ἐπίσκοπος πού ὑπεστήρζε τόν Ἄρειο καί ἦταν ἐνάντιος πρός τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Αὐτός, μαζί μέ ἄλλους, ἔδινε μικρή σημασία στίς θεολογικές διαφορές καί ἔλεγε ὅτι τό πᾶν εἶναι ἡ ἑνότητα ὅλων στήν Ἐκκλησία μέσα στήν ἑνότητα τοῦ κράτους. Η θέση αὐτή ἐπηρέασε καί τόν Μ. Κωνσταντῖνο, πού χάριν τῆς κρατικῆς ἑνότητας ἤθελε τήν εἰρήνη καί ὄχι τίς διενέξεις καί τούς χωρισμούς, λόγῳ τῶν δογματικῶν διαφορῶν. Γι αὐτό καί ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ζήτησε ἀπό τόν Μ. Ἀθανάσιο νά δεχθεῖ τόν Ἄρειο στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὅμως ἀπέκρουσε τήν πρόταση αὐτή τοῦ αὐτοκράτορα. Ἀλλά μετά τόν Μ. Κωνσταντῖνο οἱ αὐτοκράτορες ἀπέκτησαν μεγάλη ἀναίδεια καί δέν ἀρκοῦνταν σέ μία πρόταση, ὅπως ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ἀλλά ἐπενέβαιναν δυναμικά στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Συγκαλοῦσαν συνόδους θέλοντες νά ἀνατρέψουν καί τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας καί νά καθαιρέσουν ὀρθοδόξους καί ἁγίους Ἐπισκόπους, ὅπως τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Γιά πίστωση αὐτοῦ πού σᾶς λέγω σᾶς ἀναφέρω, χριστιανοί μου, τόν ὑπερφίαλο λόγο τοῦ βασιλέα Κωνσταντίου, διαδόχου τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι αὐτό πού θέλει αὐτός, αὐτό θά εἶναι ἐκκλησιαστικός νόμος: «Ὅπερ ἐγώ βούλομαι τοῦτο κανών ἐκκλησιαστικός νομιζέσθω»!... 4. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀγαπητοί μου, πολέμησε τόν καισαροπαπισμό, τήν ἐπέμβαση, δηλαδή, τῶν βασιλέων στήν Ἐκκλησία. Κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο ὁ βασιλεύς δέν ἔχει καμία θέση στήν «κρίση», δηλαδή, στήν ἀπόφαση τῶν Ἐπισκόπων. Τό γεγονός ὅτι ὁ αὐτοκράτορας εἶχε τήν βασιλεία ἀπό τόν Θεό, δέν τοῦ ἐξασφάλιζε καί τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει καί γιά τά ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά θέματα. Αὐτό τό ἔλεγε, ὅπως εἴπαμε, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, πού θεμελίωσε τόν καισαροπαπισμό. Ἡ ἀπόφαση τῶν Ἐπισκόπων δέν ἀποκτᾶ τό «κῦρος» της ἀπό τόν βασιλέα. Ἀντίθετα, οἱ Ἐπίσκοποι κρίνουν τόν βασιλέα ἄν πιστεύει ὀρθόδοξα ἤ ὄχι. Ἡ θέση αὐτή τοῦ Μ. Ἀθανασίου κατά τοῦ καισαροπαπισμοῦ ἦταν θεολογία ἑνός παλαιοῦ Ἐπισκόπου πατρός τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τοῦ γηραιοῦ καί πανσέβαστου, τοῦ Κορδούης Ὁσίου. Καί αὐτός ἀπέτρεπε τόν βασιλέα Κωνστάντιο ἀπό τό νά ἀναμιγνύεται στά ἐκκλησιαστικά, γιατί σ αὐτόν ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε μόνο τήν κοσμική ἐξουσία. Τοῦ ἔλεγε: «Μή τίθει σεαυτόν εἰς τά ἐκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ἡμῖν παρακελεύου, ἀλλά μᾶλλον παρ ἡμῶν σύ μάνθανε 3
ταῦτα. Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε»! Ἄς ἀκολουθοῦμε, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅλοι μας, καί μεῖς οἱ Ἐπίσκοποι, ἀλλά καί σεῖς οἱ λαϊκοί, τήν γραμμή τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Θά δίνουμε ὅλοι μας τήν πρέπουσα τιμή στήν κρατική ἐξουσία, γιατί αὐτή εἶναι ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει, «τόν βασιλέα τιμᾶτε» (Α Πἐτρ. 2,17). Καί βασιλεύς τότε ἦταν ὁ Νέρωνας!... Θά ἀποδίδουμε, λοιπόν, τήν τιμή στόν κοσμικό ἄρχοντα, ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός, ἀλλά δέν θά τοῦ ἐπιτρέπουμε ποτέ νά ἐπεμβαίνει στά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἄν μάλιστα καταλάβουμε ἐκ μέρους του κάτι τέτοιο, θά τοῦ ἀντισταθοῦμε δυναμικά, γιατί ἔτσι μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά φερόμαστε. Ἀλλά καί σεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀγαπητοί μου, μήν ἐνεργεῖτε καισαροπαπικά. Γιατί βάζετε τούς ὑπουργούς σας καί τούς βουλευτές σας νά τηλεφωνοῦν σέ μᾶς τούς Ἐπισκόπους γιά μεταθέσεις ἱερέων καί γιά ἄλλα καθαρῶς ἐκκλησιαστικά καί πνευματικά θέματα. Ἐπιθυμῶ, ὦ χριστιανοί, νά γνωρίζετε ὅτι σέ μᾶς τούς Ἐπισκόπους βαρύνει περισσότερο ἠ γνώμη καί ἡ ἐπιθυμία μιᾶς ἁπλῆς χριστιανῆς, πού ζυμώνει τό πρόσφορο καί ἀνάβει τό καντήλι στήν Παναγιά, καί ὄχι ἡ θέληση τῶν ὑπουργῶν καί τῶν ὑψηλῶν ἀρχόντων. Πολλοί ἀπ αὐτούς εἶναι καί ἀσεβεῖς. Ἔρχονται στήν ἐπαρχία μας καί, ἄς εἶναι ἡμέρα Παρασκευή καί Μ. Τεσσαρακοστή, αὐτοί καταλύουν προκλητικά τίς ἱερές νηστεῖες. Γιά νά μήν πῶ τώρα τό ἄλλο καί ὀργισθῶ, γιά τούς αἰσχρούς νόμους πού θεσπίζουν στήν πατρίδα μας, ἐνάντια πρός τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί ἄλλα καί ἄλλα... Ἄς ἀκολουθοῦμε, ἀδελφοί μου, τήν γραμμή τῶν ἁγίων μας Πατέρων γιά νά ἔχουμε τήν εὐχή τους καί τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ΑΜΗΝ. Μέ πολλές εὐχές, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 4
xyyz ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ 8. ΟΙ «ΥΙΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» ΚΑΙ ΟΙ «ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» (Γεν. 6,2) 1. Στήν προηγούμενη μελέτη μας εἴδαμε χωρισμένη τήν ἀνθρωπότητα σέ δυό ἀντίθετες γενεές. Τήν καλή γενεά μέ ἀρχηγό τόν Ἄβελ καί τήν κακή γενεά μέ ἀρχηγό τόν Κάιν. Ἡ γενεά τοῦ Ἄβελ εἶχε ὡς κύρια ἀσχολία της τήν ποιμενική ζωή, ἐνῶ ἡ γενεά τοῦ Κάιν ὡς κύρια ἀσχολία της εἶχε τήν γεωργία. Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν ὑπῆρχε ἀνταγωνιστικότητα καί μάχη, ἡ ὁποία κατέληξε στόν φόνο τοῦ Ἄβελ ἀπό τόν Κάιν. Μετά τόν φόνο αὐτό ὁ Κάιν ἀπομακρύνθηκε πιό πολύ «ἀπό προσώπου Θεοῦ» (Γεν. 4,16), ἔγινε «ναίδ», δηλαδή «πλανώμενος», ὅπως εἴδαμε στήν προηγούμενη μελέτη μας, ἔφυγε μακρυά ἀπό τούς γονεῖς του, καί κατοίκησε στήν χώρα Ναίδ, πρός ἀνατολάς τῆς Ἐδέμ (4,16). Ἡ χώρα «Ναίδ» χωρίς τά φωνήεντα γίνεται «Ἰνδία». Θεωρεῖται ὡς βέβαιο ὅτι ὁ Κάιν μετανάστευσε στήν ἀνατολική Ἀσία. Ἐδῶ ἔχουμε τόν πρῶτο διαχωρισμό τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. 2. Γιά τήν κατανόηση τοῦ μαθήματος τῆς παρούσης μελέτης εἶναι ἀνάγκη νά ὑπενθυμίσουμε αὐτό πού εἴπαμε γενικά στήν προηγούμενη μελέτη μας, ὅτι ἡ γραμμή τοῦ Κάιν ἔχει σκληρότητα καί χαρακτηρίζεται ἀπό τόν βιασμό καί τίς φονικές πράξεις ὄχι μόνο τοῦ Κάιν, ἀλλά καί τῶν ἀπογόνων του. Ἐδῶ ἡ Γένεση μᾶς παρουσιάζει ἀπό τήν γραμμή τοῦ Κάιν τόν Λάμεχ, ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε δύο ἄνδρες, γιά νά λάβει τίς γυναῖκες τους. Καί μάλιστα αὐτός ὁ Λάμεχ δέν φαίνεται νά ἔχει καθόλου ἔλεγχο γιά τούς φόνους του αὐτούς, ὅπως εἶχε ὁ Κάιν γιά τόν ἕνα φόνο του (βλ. 4,13.14), ἀλλά ἀντίθετα καυχησιολογεῖ καί ἀπειλεῖ (4,23-24). Ὅπως δέ φαίνεται ἀπό τόν κατάλογο τῆς φυλῆς τοῦ Κάιν πού μᾶς παραθέτει ἐδῶ ἡ Γένεση, οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς αὐτῆς δέν φαίνονται ὡς θρησκευτικοί τύποι, ἀλλά ὡς τεχνῖτες καί σφυροκόποι καί οἰκοδόμοι καί πολεμιστές (βλ. 4,17-24). Γιά τόν Κάιν λέγεται ἐδῶ «ἦν οἰκοδομῶν πόλιν» (4,17). Μέ τήν λέξη «πόλη» θά πρέπει νά νοήσουμε «φούριο» κατασκευασμένο μέ γιγαντιαίους λίθους. Αὐτοί, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν, εἶναι πού ἀργότερα θά κτίσουν τόν πύργο τῆς Βαβέλ μέ σκοπό νά σχηματίσουν μιά ἰσχυρή κοινωνία. Ἀντίθετα πρός τόν Κάιν καί τήν φυλή του, ἡ καλή φυλή, μέ ἀρχηγό τώρα τόν Σήθ, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν φονευθέντα Ἄβελ (ἡ ὀνομασία «Σήθ» σημαίνει «ἀντικαταστάτης»), χαρακτηρίζεται γιά τήν ἁπαλότητά της καί τήν ἀφοσίωσή της στόν Θεό. Ἐνῶ ὁ Κάιν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό (4,16α) καί ἐλησμόνησε τό ὄνομά Του «Γιαχβέ», ἡ Γένεση σημειώνει καί τονίζει ὅτι μέ τόν Σήθ καί τόν υἱό του Ἐνώς οἱ ἄνθρωποι ἐπικαλοῦνταν τό ὄνομα τοῦ Κυρίου (4,26). Ἀπό τήν καλή γενεά τοῦ Σήθ, τῆς ὁποίας ἔχουμε καί αὐτῆς κατάλογο ἐδῶ (βλ. 4,25-26, 5,1-32), θά βγεῖ ἕνας ἐκλεκτός υἱός, ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος, ὅπως θά δοῦμε στήν ἑπόμενή μας μελέτη, θά γίνει ἕνας νέος γενάρχης μιᾶς νέας καλῆς ἀνθρωπότητος. 3. Χωρισμένη, λοιπόν, παρουσιάζεται ἡ ἀνθρωπότητα σέ δύο γενεές, στήν καλή καί στήν κακή γενεά. Καί ἔτσι τό ἤθελε ὁ Θεός, νά μήν συναναστρέφονται καί συσχηματίζονται οἱ καλοί μέ τούς κακούς καί διαφθαροῦν καί αὐτοί (βλ. καί τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ρωμ. 12,2 «μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ»). Ἀπό τήν ἀρχή ὁ Θεός ἔθεσε «ἔχθρα» τῶν ἀνθρώπων πρός τόν ὄφιν καί ὀργάνων του (βλ. 3,15). Ἀλλά, μετά τά παραπάνω, πού μᾶς εἶπε ἡ Γένεση, μᾶς παρουσιάζει στήν συνέχεια τήν μίξη τῶν δύο γενεῶν, τῆς καλῆς καί τῆς κακῆς γενεᾶς. Διαφθείρεται, δηλαδή, ἀκόμη πε- 5
ρισσότερο τό ἀνθρώπινο γένος. Διαβάζουμε: «Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποι νά πληθύνονται πάνω στό πρόσωπο τῆς γῆς, εἶδαν οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ τίς θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ὅτι ἦσαν ὡραῖες καί τίς ἔλαβαν γιά γυναῖκες τους» (6,1-3). Ἀπό τήν μίξη δέ τῶν δύο αὐτῶν γενεῶν προῆλθαν οἱ «γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος», οἱ «ὀνομαστοί ἄνδρες κατά τήν παλαιά ἐποχή» (6,4β). Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ «υἰοί τοῦ Θεοῦ» καί ποιές εἶναι οἱ «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων»; Γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό ἔχουν δοθεῖ διάφορες ἑρμηνεῖες, ἀκόμη δέ καί αἱρετικές. Δόθηκε, λόγου χάριν, καί ἡ ἑρμηνεία ὅτι «υἱοί Θεοῦ» εἶναι οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι. Ὅτι, δηλαδή, ἡ πτώση τῶν ἀγγέλων πού γνωρίζουμε ἔγινε ἀπό τό ὅτι αὐτοί εἶδαν τίς ὡραῖες γυναῖκες τῶν ἀνθρώπων καί τίς ὀρέχθηκαν καί τίς ἔλαβαν γιά γυναῖκες τους. Ἀλλά αὐτή ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἐντελῶς ἐσφαλμένη μέ τό ἁπλό ἐπιχείρημα ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι ἀσώματοι καί δέν νυμφεύονται (βλ. Ματθ. 22,30). Ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα ἑρμηνεία περί τοῦ θέματος εἶναι ὅτι μέ τήν ἔκφραση «υἱοί Θεοῦ» πρέπει νά νοήσουμε τούς Σηθῖτες, τούς ἄνδρες, δηλαδή, τῆς καλῆς γενεᾶς. Λέγονται δέ, κατά τούς ὑποστηρικτές τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς, «υἱοί Θεοῦ» ἀκριβῶς γιά τήν εὐσέβειά τους, γιατί εἴπαμε ὅτι οἱ ἀνήκοντες στήν γενεά τοῦ Σήθ ἦταν ἀφοσιωμένοι στόν Θεό καί ἐλάτρευαν πιστά Αὐτόν (βλ. πάλι 4,26). 4. Ἀλλά ἔχουμε νά ἐρωτήσουμε τά ἑξῆς: Ὅπως εἴπαμε ἡ φυλή τοῦ Κάιν ἦταν ἐπιθετική καί αἱμοδιψής, ἐνῶ ἡ φυλή τοῦ Σήθ ἦταν ἤρεμη καί ἁπαλή. Ἄν οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» ἦταν οἱ Σηθῖτες, οἱ ὁποῖοι ἅρπασαν τίς γυναῖκες τῶν ἰσχυρῶν Καϊνιτῶν, πῶς αὐτοί οἱ ἄνδρες τους, οἱ ἐπιθετικοί καί ὀργίλοι Καϊνῖτες, ἀνέχθηκαν τήν ἁρπαγή τῶν γυναικῶν τους ἀπό τούς ἀδυνάτους καί ἁπαλούς Σηθῖτες; Μάλιστα καί οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες τῶν Καϊνιτῶν θά ἦταν ὁπλισμένες μέ τόν ἰσχυρό ὁπλισμό τῶν ἀνδρῶν τους καί δέν θά ἦταν εὔκολη, λοιπόν, ἡ ἁρπαγή τους ἀπό τούς ἁπαλούς ἄνδρες τῆς γενεᾶς τοῦ Σήθ. Γιατί περί ἁρπαγῆς φαίνεται, ὅπως ὑπονοεῖται στό κείμενο (βλ. 6,2). Ἔπειτα οὐδαμοῦ ἀλλοῦ οἱ Σηθῖτες καλοῦνται «υἱοί τοῦ Θεοῦ» γιά νά ὀνομασθοῦν καί ἐδῶ ἔτσι. Ἀκόμη ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι οἱ «θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων» πρέπει νά εἶναι οἱ θυγατέρες τῆς καλῆς γενεᾶς, τοῦ Σήθ, γιατί αὐτοί εἶναι «οἱ ἄνθρωποι», οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν ἀρχή τοῦ κεφ. 6, στίχ. 1. Κατά ἑρμηνευτικό δέ κανόνα οἱ «γυναῖκες» πού ἀναφέρονται στόν στίχ. 1 πρέπει νά εἶναι οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες πού ἀναφέρονται στόν ἀμέσως ἑπόμενο στίχ. 2. Οἱ γυναῖκες λοιπόν «τῶν ἀνθρώπων» πού λέγεται ἐδῶ, τίς ὁποῖες ἅρπαξαν οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ», πρέπει νά εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν Σηθιτῶν. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα, ἀπό τό κεφ. 6 καί ἑξῆς, γίνεται λόγος περί τῶν Σηθιτῶν. Ὁ λόγος περί τῶν Καινιτῶν τελείωσε στό κ. 4 καί δέν ἐνδιαφέρεται πλέον ὁ συγγραφεύς μας γι αὐτούς. Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ «γυναῖκες τῶν ἀνθρώπων» εἶναι οἱ γυναῖκες τῶν Σηθιτῶν, τῶν ἀνδρῶν τῆς καλῆς γενεᾶς, καί ἀφοῦ πρόκειται περί μίξεως τῶν δύο γενεῶν, οἱ «υἱοί τοῦ θεοῦ» πρέπει νά εἶναι οἱ ἄνδρες τῆς κακῆς γενεᾶς, οἱ Καινῖτες. Ἀλλά γιατί λέγονται «υἱοί θεοῦ»; Πρόκειται περί ἀδοκίμου μεταφράσεως τῶν Ο. Ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά μεταφράσουν «υἱοί δυνατοί», γιατί αὐτό σημαίνει ἡ ἀντίστοιχη ἑβραϊκή ἔκφραση «βεν-ἐλωχίμ». Ἡ λ. «ἐλωχίμ» σημαίνει ἀκριβῶς «ἰσχυρός», «δυνατός». Καί ἐπειδή κατ ἐξοχήν ἰσχυρός εἶναι ὁ Θεός, γι αὐτό καί οἱ Ο μετάφρασαν τήν φράση «βεν ἐλωχίμ» ὡς «υἱοί τοῦ Θεοῦ». Κατά λέξιν ὅμως ἔπρεπε νά μεταφράσουν «υἱοί ἰσχυροί», «υἱοί δυνατοί» καί ὡς τοιοῦτοι εἶναι οἱ Καινῖτες. Ἡ μετάφραση τοῦ Συμμάχου στήν ἑλληνική ἀπό τό ἑβραϊκό εἶναι πιστή, γιατί ἀποδίδει τήν ἔκφραση ὡς «υἱοί τῶν δυναστευομένων». Καταθέτουμε, λοιπόν, τήν ἑρμηνεία, τήν ὁποία καί ὑποστηρίζουμε, ὅτι οἱ «υἱοί τοῦ Θεοῦ» τοῦ στίχ. Γεν. 6,2 εἶναι οἱ δυνατοί ἄνδρες τῆς γραμμῆς τοῦ Κάιν, ὅπως φαίνεται σαφῶς στό πρωτότυπο ἑβραϊκό κειμενο μέ τήν ἔκφραση «βεν ἐλωχίμ», τήν ὁποία ὅμως οἱ Ο ἀπέδωσαν ἐσφαλμένως ὡς «υἱοί Θεοῦ». Στό ἑξῆς, μαζί μέ τήν διαφθαρείσα γενεά τοῦ Κάιν, ἀρχίζει καί ἡ διαφθορά τῆς καλῆς γενεᾶς τοῦ Σήθ. Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 6