ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 13 Φεβρουαρίου 1985 '

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Ιουλίου 2002 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουνίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( δεύτερο τμήμα ) 14 Φεβρουαρίου 1985 '

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Ιουνίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουλίου 1986 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

της 18ης Μαΐου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1995 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

Transcript:

BARRA /ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 * Στην υπόθεση 309/85, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του προέδρου του Tribunal de première instance της Λιέγης, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Bruno Barra, σπουδαστή, κατοίκου Bonnetable ( Γαλλία ), και δεκαέξι άλλων σπουδαστών, αφενός, 1) Βελγικού δημοσίου, 2) Δήμου Λιέγης, αφετέρου, και η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία, ιδίως, του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G. Bosco, Ο. Due, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, U. Everling, K. Bahlmann, Y. Galmot, K. Κακούρη, R. Joliét, T. F. O'Higgins και F. Schockweiler, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν: οι αιτούντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον L. Misson, δικηγόρο Λιέγης, * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική. 371

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 2. 2. 1988 ΥΠΟΘΕΣΗ 309/85 το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον P. Deltenre, δικηγόρο Βρυξελλών, το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον McHenry καθώς και το δικηγόρο Mummery, η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Griesmar, έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Φεβρουαρίου 1987, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με Διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 1985, ο πρόεδρος του Tribunal de première instance της Λιέγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων αρχών του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να εκτιμηθεί το συμβιβαστό προς τις αρχές αυτές ενός νόμου με τον οποίο περιορίζεται η δυνατότητα αποδόσεως τελών εγγραφής, των οποίων η αντίθεση προς το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου. 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο εκδικάσεως μιας κλήσεως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Barra και δεκαέξι άλλων αιτούντων της κύριας δίκης (εφεξής: αιτούντες) κατά της αρνήσεως του βελγικού δημοσίου, καθού της κύριας δίκης, να τους αποδώσει τα πρόσθετα τέλη εγγραφής (εφεξής: δίδακτρα) που είχαν καταβάλει πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Gravier (293/83, Συλλογή 1985, σ. 593). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, οι αιτούντες προσεπικάλεσαν στη δίκη το Δήμο Λιέγης. 372

BARRA/ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ 3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αιτούντες είναι όλοι γάλλοι υπήκοοι οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει σπουδές μέσης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο τμήμα οπλοποιίας του Institut communal d'enseignement technique de la fine mécanique, de ľ armurerie et de l'horlogerie ( δημοτικό ινστιτούτο τεχνικής εκπαιδεύσεως λεπτομηχανουργίας, οπλοποιίας και ωρολογοποιίας) του Δήμου Λιέγης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στο ινστιτούτο αυτό, οι αιτούντες υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν ετήσια δίδακτρα τα οποία δεν απαιτούνταν από τους βέλγους σπουδαστές. Ανάλογα με τις περιστάσεις και τα έτη πραγματοποιηθεισών σπουδών, καθένας από τους αιτούντες κατέβαλε ως δίδακτρα ποσού μεταξύ 21 000 και 136 558 βελγικών φράγκων ( BFR ). 4 Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε ότι το περί ου ο λόγος ινστιτούτο εκπαιδεύσεως, και ειδικότερα το τμήμα του οπλοποιίας, είναι επαγγελματική σχολή. Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο έκρινε, υπό το φως της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1985, ότι οι αιτούντες είχαν καταβάλει δίδακτρα τα οποία δεν όφειλαν. 5 Πράγματι, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή τελών, δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές. 6 Εντούτοις, σύμφωνα με το βελγικό νόμο περί εκπαιδεύσεως της 21ης Ιουνίου 1985 ( Moniteur belge της 6.7.1985 ) τα καταβληθέντα μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και της 31ης Δεκεμβρίου 1984 δίδακτρα κατ' ουδένα τρόπο αποδίδονται, εκτός αυτών που καταβλήθηκαν από μαθητές και σπουδαστές υπηκόους κράτους μέλους της Κοινότητας, οι οποίοι είχαν τύχει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως τα δίδακτρα αυτά αποδίδονται βάσει δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν σχετικής αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των δικαστηρίων πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της προαναφερθείσας απόφασης Gravier. 7 Υπό τις περιστάσεις αυτές και προκειμένου να κριθεί το συμβιβαστό της άρνησης αποδόσεως των καταβληθέντων διδάκτρων με το κοινοτικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: 373

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 2. 2. 1988 ΥΠΟΘΕΣΗ 309/85 «Με την απόφαση Gravier της 13ης Φεβρουαρίου 1985 στην υπόθεση 293/83, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή τελών, δικαιωμάτων εγγραφής ή διδάκτρων ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών, όταν η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας, που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης. 1) Περιορίζεται η ερμηνεία αυτή της Συνθήκης στις αιτήσεις εγγραφής στους κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες είναι μεταγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως ή εφαρμόζεται και για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 31ης Δεκεμβρίου 1984; 2) Αν η ερμηνεία ισχύει και για την προγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως περίοδο, είναι σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο να στερούνται, με εθνικό νόμο, οι μαθητές και σπουδαστές των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι κατέβαλαν αχρεωστήτως τέλη, δικαιώματα εγγραφής ή δίδακτρα, του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση τους, αν δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής;» 8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης καθώς και οι κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο. Επί του πρώτου ερωτήματος 9 Οι αιτούντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή αναγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχουν, καταρχήν, αναδρομικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, η δοθείσα με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης,, ΕΟΚ πρέπει να ακολουθείται από τα εθνικά δικαστήρια και όσον αφορά την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 31ης Δεκεμβρίου 1984. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδίδουν νόμους περιορίζοντες τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας τέτοιας απόφασης εφόσον το Δικαστήριο έχει άλλως αποφανθεί με την πιο πάνω απόφαση. 374

BARRA/ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ 10 Το Βασίλειο του Βελγίου, χωρίς να αμφισβητεί την αρχή του αναδρομικού αποτελέσματος των προδικαστικών αποφάσεων, υποστηρίζει ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις για το διαχρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985. 11 Σχετικά, πρέπει να τονιστεί η νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε, ιδίως, απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, Amministrazione delle finanze dello Stato κατά Denkavit italiana, 61/79, Rec. 1980, σ. 1205 ), κατά την οποία η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 177, σε κανόνα κοινοτικού δικαίου διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευτεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά. 12 Μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, όπως το ίδιο έχει δεχτεί με την απόφαση του της 8ης Απριλίου 1976 ( Defrenne κατά Sabena, 43/75, Rec. 1976, σ. 455 ), κατ' εφαρμογή της συμφυούς με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές διαταραχές που η απόφαση του θα μπορούσε να συνεπάγεται για το παρελθόν στις καλή τη πίστει δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως από κάθε ενδιαφερόμενο της κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευθείσας διάταξης προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι έννομες αυτές σχέσεις. 13 Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρόμοιος περιορισμός μπορεί να επιτραπεί μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτηθείσας ερμηνείας. Η θεμελιώδης υποχρέωση της ομοιόμορφης και γενικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σημαίνει ότι μόνο στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίζει ως προς τους διαχρονικούς περιορισμούς που πρέπει να τίθενται στην ερμηνεία που αυτό δίνει. 14 Κατά τη Διάταξη περί παραπομπής το Δικαστήριο οφείλει, στην αλληλουχία αυτή, να αποφανθεί επί του ζητήματος αν το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε με την προαναφερθείσα απόφαση του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 καλύπτει και τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο. Εφόσον το Δικαστήριο δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως του της 13ης Φεβρουαρίου 1985, την οποία εξέδωσε στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να τεθεί με την παρούσα απόφαση. 375

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 2. 2. 1988 ΥΠΟΘΕΣΗ 309/85 15 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 δεν περιορίζεται μόνο στις αιτήσεις προσβάσεως σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αλλά καλύπτει επίσης τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο. Επί του δεύτερου ερωτήματος 16 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσία, να πληροφορηθεί αν το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν έχουν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985. 17 Σχετικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το δικαίωμα απαιτήσεως της απόδοσης των ποσών που έχουν εισπραχτεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί στα υποκείμενα δικαίου με τις κοινοτικές διατάξεις όπως έχουν ερμηνευτεί από το Δικαστήριο. 18 Καίτοι είναι αληθές ότι η απόδοση μπορεί να επιδιωχθεί μόνο σύμφωνα με τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διάφορες σχετικές εθνικές νομοθεσίες, εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε, ιδίως, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio, 199/82, Συλλογή 1983, σ. 3595 ), δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προϋποθέσεις που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις οι οποίες στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν σχεδόν αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την κοινοτική έννομη τάξη. 19 Εφόσον μια νομοθετική διάταξη, όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία η απόδοση περιορίζεται μόνο στους αιτούντες που έχουν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985, στερεί απολύτως στα άτομα που δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων 376

BARRA / ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ποσών, μια τέτοια διάταξη καθιστά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ. 20 Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο υποχρεούται να εφαρμόζει πλήρως το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα που το τελευταίο απονέμει στους ιδιώτες οφείλει να μην εφαρμόσει μια τέτοια διάταξη του εθνικού νόμου. 21 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985. Επί των δικαστικών εξόδων 22 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Βασίλειο του Βελγίου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ζητημάτων που του υπέβαλε ο πρόεδρος του Tribunal de première instance της Λιέγης με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 1985, αποφαίνεται: 1) Το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 ( Gravier, 293/83, Συλλογή 1985, σ. 593) δεν περιορίζεται μόνο στις αιτήσεις προσβάσεως σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αλλά καλύπτει επίσης τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο. 377

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 2. 2. 1988 ΥΠΟΘΕΣΗ 309/85 2) Το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985. Mackenzie Stuart Bosco Due Moitinho de Almeida Rodríguez Iglesias Koopmans Everling Bahlmann Galmot Κακούρης, Joliét O'Higgins Schockweiler Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Φεβρουαρίου 1988. Ο γραμματέας P. Heim Ο πρόεδρος Α. J. Mackenzie Stuart 378