Ανέφαλα σκεπάσανε µεµιάς τον ουρανό. Ανέφαλα πηχτά,



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά


Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Το παραμύθι της αγάπης

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Ευθυμιάδη Άννα του Γεωργίου, 7 ετών

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες


μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

...Μια αληθινή ιστορία...

Transcript:

Ανέφαλα σκεπάσανε µεµιάς τον ουρανό. Ανέφαλα πηχτά, βαθύγκριζα, αδιαπέραστα, σούρνανε το να τ άλλο, ίδια τιτάνες και κύκλωπες. Βαριά τεράστια κορµιά που σούρνανε, στριµώχνονταν, αγκοµαχούσαν και φτιάχνανε τα µπράτσα αγκαλιάσµατα θανάτου, λες και οι αυχένες ίδια αυχένες ταύρου λυγούσανε, ισιώνανε, αλυχτούσανε και γίνονταν τεράστιες ελαιογραφίες, γιγαντοµαχίες, ίδιες µ αυτές που εµπνεύσανε φηµισµένους ζωγράφους και γλύπτες. Κεραυνοί σκίσανε τον τεράστιο καµβά στα δυο και στάλες χοντρές, σαν αµεγάλα καρύδια, άρχισαν να πέφτουν µε δύναµη στο λιποθυµιασµένο χώµα. Έσµιγε η κορυζασµένη γη µε τον ουρανό και δεν µπορούσε να τους χωρίσει µήτε θεός µήτε άνθρωπος. Αχνιστό το χώµα έσβηνε την κάψα του κι ήλθε και µύρισε πρωτοβρόχι στη λάβα του Ιούλη. Ανοιγόκλεισε ο Τεό τα ρουθούνια του. Συντονισµένα, άγρια, ρουφούσε τη µυρουδιά του νεπαλιασµένου χώµατος και µε µια κίνηση αργή αργή έτεινε το πρόσωπό του στον ουρανό και όρθωσε τα χέρια του, σαν απειλή και σαν καλωσόρισµα, 11

ΠOΠH IAKAINIΣAKH ρουφώντας τη µυρουδιά µαζί µε τις χοντροφτιαγµένες στάλες. Θεόδουλος. Έτσι τον είπαν στην κολυµπήθρα, έτσι τον φώναζε κι η µάνα του κι ας ήταν ο µοναχογιός της. Έτσι τον φώναζε κι εκείνη, η Ανδροµάχη. Εκείνη µε το καθαρό βλέµµα και τα µαλλιά που µύριζαν πικραµύγδαλο. Θεόδουλο τον φώναζαν όλοι, µέχρι που η άλλη, η Εγγλέζα η Λίντζι, τον φώναξε «Τεό» και του κόλλησε το εγγλέζικο όνοµα µαζί µε την παρουσία της, σαν τατουάζ, για χρόνια και χρόνια. Ανασάλεψε ο άντρας σαν µεθυσµένος ίσως ήταν κιόλας µεθυσµένος από το αναπάντεχο σµίξιµο της γης µε τον ουρανό. Ανασάλεψε και η ψυχή του, κλαψούρισε µακρόσυρτα, κι ήλθε ο άντρας και ξεστόµισε βόγκο µακρόσυρτο που γινε λέξεις, κι ακούστηκε ο βόγκος σ όλο τον αµπελώνα που όριζε, κι ακόµη παρά έξω. «Θεέ και διάολε, γιατί να ναι τόσο µικρή η ψυχή µου!» Σκίρτησε ο αµπελώνας. Ξεπέζεψε ο Νικήτας Φανουράς από το άλογο. Κατάµαυρο το άτι, ο ιδρώτας έκανε το τρίχωµά του να γυαλίζει, τους µυς του να διαγράφονται και τη µατιά του ακόµη πιο αιχµηρή απ ό,τι ήταν. Αραβικό, σπάνια γενιά, του το χε στείλει ο Ισίδωρος, ο φίλος του από την Αίγυπτο, όπου εµπορευόταν µπαχαρικά. Ήτανε φίλοι καρδιακοί από µικρά παιδιά, πριν ο Ισίδωρος µπαρκάρει για νά βρει την τύχη του στην Αφρική. 12

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY Μια δρασκελιά έγινε γι αυτόν το Λιβυκό στα δεκαοκτώ του χρόνια. Μπαρκάρισε σ ένα σαπιοκάραβο, εκεί στη νότια ακτή, κι ύστερα από µέρες και µέρες µπάρκο, λιµάνι το λιµάνι ανά τη Μεσόγειο, έφτασε στο Κάιρο. Και στέριωσε εκεί. Κράτησε τα γκέµια ο Νικήτας Φανουράς και το άλογο σήκωνε τα µπροστινά του πόδια στον αέρα και χλιµίντριζε, αγριεµένο ακόµη από την τρεχάλα, κι είχε την όµορφη κεφαλή του τεντωµένη µπροστά και ο τοξωτός του τράχηλος έσταζε ιδρώτα. Σήκωνε και κατέβαζε τα πόδια του, έτοιµο να ξανοιχτεί πάλι στη µεσηµεριανή κάψα. «Αργύρη, ξεσέλωσέ το, σκούπισέ το καλά και δώσ του να πιει νερό», είπε ο Νικήτας, ο αφέντης, στον µικρό υποτακτικό. «Τρέχει το άτιµο, τρέχει σαν τον αέρα!» είπε πάλι χαϊδεύοντας τη χαίτη του αλόγου µε τρυφερότητα. Ύστερα χτύπησε στο χώµα τ άσπρα του στιβάνια, για να διώξει τη σκόνη, και ρώτησε τον Αργύρη που πάσχιζε να κάνει καλά το ξαναµµένο άτι: «Είναι µέσα η κυρά σου; Ο Θεόδουλος γύρισε από την πόλη;» Έβγαλε το κάτασπρο µαντίλι του από την τσέπη του µαύρου του γιλέκου και σκούπισε τον ιδρώτα από το ηλιοκαµένο του πρόσωπο. Ψηλός, µελαχρινός κι αγέρωχος, ίδια φτιαξιά µε τον γιο του, µόνο που εκείνου τα µάτια, του γιου του, ήταν σαν το κάρβουνο µαύρα, αδιαπέραστα και φωτεινά µαζί, σαν δυο κοµµάτια από γυαλιστερή µαύρη πέτρα. Ο Νικήτας Φανουράς κτηµατίας µεγάλος, του ανήκε ό,τι 13

ΠOΠH IAKAINIΣAKH έβλεπε το µάτι κι ό,τι δεν έβλεπε, µέχρι τον ορίζοντα µακριά προχώρησε προς τη βρύση, κοντά στην τετράγωνη στέρνα, και σκύβοντας πήρε µε τη χούφτα του δροσερό νερό κι ήπιε. Ύστερα προχώρησε µε µεγάλες δρασκελιές προς τα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στην περίτεχνη εξώπορτα του σπιτιού που υψωνόταν µπροστά του. Σπίτι ασβεστωµένο, µε πολλές κάµαρες και κατώγια. Στα κατώγια φύλαγε τα κρασιά, κρασιά του αµπελώνα του, κρασιά παλιά, καινούργια, µεθυστικά, ανάλαφρα και γεµάτα, περίµεναν το χρόνο να τα ωριµάσει, σαν τις όµορφες γυναίκες που περιµένουν τον εραστή τους. Πέρασε την εξώπορτα ο Νικήτας αθόρυβα. Αθόρυβα πέρασε και στη µεγάλη κάµαρα, στο χώρο υποδοχής χώρος λιτός, που είχε κάτι βενετσιάνικο, κι όχι πάλι και στάθηκε στη µέση του ανοιχτού παραθύρου µε τη µεγάλη ορτανσία, που φιγουράριζε άσπρη άσπρη στο φόντο του. «Θεέ και κύριε, µου κοψες τη χολή!» αναφώνησε η κυρα- Ρήνη που εκτελούσε χρέη οικονόµου στο τεράστιο σπίτι. Είχε µπει στη µεγάλη κάµαρα από το εσωτερικό του σπιτιού κρατώντας µια καλαθούνα µε σύκα και πήγαινε να τα αφήσει να στεγνώσουν στον ήλιο, στην µπροστινή βεράντα. «Τι είναι, κυρα-ρήνη, τι έπαθες; Κάνεις σαν να δες φάντασµα». «Αφέντη, µην µπαίνεις έτσι ακροπατώντας, γιατί τα γέρικα αυτιά µου δεν ακούνε καλά και δεν σε καλωσόρισα όπως πρέπει». Της άρεσε της κυρα-ρήνης να τον λέει έτσι πού και πού, κι ας τον είχε µεγαλώσει σαν γιο της. 14

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY «Να µη µε ξαναπείς αφέντη, κυρα-ρήνη, γιατί µου κακοφαίνεται...» «Όχι, όχι, γιε µου, να µην το ξαναπείς! Θα θες να πιεις λίγο δροσερό νερό, να δροσιστείς και να ξαποστάσεις. Έρχοµαι, έρχοµαι!» είπε και πήρε τον ίδιο δρόµο πίσω, για να υποδεχτεί τον Νικήτα όπως συνήθιζε να τον υποδέχεται. «Κυρα-Ρήνη, συνέχισε τη δουλειά σου, µην αργήσουν τα σύκα να ξεραθούν και η τσικουδιά περιµένει!» είπε γελώντας ευχάριστα ο κτηµατίας. «Είναι µέσα η Χριστίνα;» «Μέσα είναι, γιε µου. Ήλθε ένα µπιλιέτο από το Φιρέντζε και η κυρά λέει πως θέλει µελέτη, πολλή µελέτη». «Μπιλιέτο;» έσµιξε τα φρύδια του ερωτηµατικά ο Νικήτας και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Στο έµπα της πόρτας τον καλωσόρισε η κυρά, η όµορφη Χριστίνα. Τα µαύρα της µακριά µαλλιά τα χε δεµένα µ ένα λιλά µαντίλι και κρατούσε µια επιστολή στα χέρια της. Ο Φανουράς πλησίασε και, βάζοντας το χέρι του γύρω από τη λεπτή ακόµα µέση της, είπε: «Τι είναι εκείνο το µαντάτο που κρατεί το λογισµό της όµορφης κυράς µου;» «Νικήτα, δεν είναι ώρα για αστεία. εν µου το είπατε. Ούτε εσύ µου το πες ούτε ο Θεόδουλος!» «Γύρισε ο Θεόδουλος; Για τα µπεντένια πήγε ή για να δει το µπάρκο του καπετάν Φρυσάρη;» «Μην αλλάζεις την κουβέντα, Νικήτα. εν µου το είπατε, σαν να µουν καµιά µακρινή συγγένισσα... Τι είναι τούτο, 15

ΠOΠH IAKAINIΣAKH Νικήτα; Για πες µου, τι είναι τούτο; εν καταλαβαίνω τα λόγια του µπιλιέτου». Έδωσε στον Νικήτα την επιστολή κι εκείνος την κράτησε αναστενάζοντας στο φως σαν να θελε να µαντέψει το περιεχόµενό της. Ύστερα, µε αργές κινήσεις, άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε ένα διπλωµένο χαρτί µε σφραγίδες και βούλα. Μιλούσε τα ιταλικά σαν να ταν η δική του γλώσσα, διάβασε µε µια γρήγορη µατιά όλο το κείµενο και µετά το ξαναδιάβασε αργά αργά, µ ένα χαµόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. «Τον δέχτηκαν, Χριστίνα, τον γιο µας στο Φιρέντζε, να γίνει αρχιτέκτονας!» είπε και το χαµόγελο ήταν τώρα πλατύ, ικανοποιηµένο. Η Χριστίνα σκυθρώπασε. εν φάνηκε να χαίρεται µε τα µαντάτα. «Θα φύγει... το αποφάσισε οριστικά λοιπόν... πότε; Για πόσο καιρό;» ρώτησε µε µισοσβησµένη φωνή. «Να περάσει πρώτα ο τρύγος κι ύστερα βλέπουµε. Θα µπαρκάρουµε µαζί για την Αγκόνα, αν το θέλει και ο ίδιος, κι ύστερα, αφού εγκατασταθεί, εγώ θα γυρίσω για τα κρασοστάφυλα». «Μη µου λες αοριστίες, Νικήτα. Ο γιος µας θα µείνει στο Φιρέντζε για πόσο... για πόσο καιρό;» «Για όσο το αντέχει η καρδιά του, Χριστίνα...» είπε ο Νικήτας που πίστευε πως ο αρσενικός πρέπει να φύγει, να γυρίσει, να ζήσει και να δοκιµαστεί. Έτσι πρέπει να ναι ο αρσενικός, πίστευε ο Νικήτας, κι ύστερα να ρίξει άγκυρα, όταν 16

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY του το απαιτήσει ο νους και η καρδιά του, και να ριζώσει, έτσι θα ναι στερεή η ρίζα του. «Νικήτα, ορκίσου µου, ορκίσου µου πως θα ναι λίγος ο καιρός, λίγα τα χρόνια, και πως ύστερα θα γυρίσει εδώ, στον τόπο του, να χτίσει το σπιτικό του». «Ο χρόνος... τι είναι ο χρόνος, Χριστίνα; Μια αυταπάτη είναι. Περνά και δεν περνά, καταπώς το θέλουµε εµείς. Θα θεριέψει εκεί ο Θεόδουλος. Χριστίνα, έχε µου εµπιστοσύνη, δεν λέω αλαφράδες και µην ξεχνάς πως είµαι ο πατέρας του και τον έχω µονάκριβο». «Νικήτα, σε όλη µου τη ζωή είχες την πίστη µου, ποτέ δεν λόγιασα πως µε καλοπιάνεις, µα τούτη τη φορά είναι η καρδιά µου µουδιασµένη, σαν να µου την τρυπούν µε ψιλές ψιλές καρφίτσες». «Χριστίνα, Χριστίνα, πρέπει κι εσύ να θεριέψεις µαζί µε τον µοναχογιό σου. Η καρδιά έχει µπόρεση όταν σταθεί σωστά ο λογισµός. Γιατί, τι το θες το παλικάρι; Όλη του τη ζωή να λογαριάζει το χώµα και τις κουρµούλες; Άσ το να αντρωθεί, Χριστίνα, κι ύστερα εσύ η ίδια θα το καµαρώνεις, σαν το µεγαλύτερο θάµα του κόσµου». Της πήρε τα χέρια και τα κράτησε γερά. «Έτσι είναι, Χριστίνα, ξεχνάς τα δικά µας;» Αλυχτούσε σαν το λυσσασµένο σκυλί ο Νικήτας µέχρι να µπαρκάρει για τη Βενετσιά και την Αλεξάνδρεια. Τότε του λεγε η Χριστίνα «Πήγαινε, Νικήτα, όπου σε καλεί η µοίρα σου» κι εκείνος, µε φτερά στα πόδια και την καρδιά του να σέρνεται πίσω στις θύµησες, έφυγε. 17

ΠOΠH IAKAINIΣAKH Μετά, σα γύρισε, ήταν ήρεµος και χορτασµένος, γιατί είχανε δει τα µάτια του εικόνες, είχανε κορεστεί οι αισθήσεις του και ο νους του ήτανε σαν την ήρεµη θάλασσα, που σηκώνει στα νερά της εκατοντάδες πλεούµενα. Κι ήλθε, έστησε το βιος του, τη φαµίλια του, κι ήτανε παραγιός στα παλιά, δεν ήτανε κανένας άρχος. Έτσι µερεύει ο λογισµός του ανθρώπου, έτσι µερεύουν οι αισθήσεις, όταν τα πας στα όρια κι αναγνωρίσεις τις δυνά- µεις σου. Αν δεν γνωρίσεις την αντοχή σου, αλυχτάς, βασανίζεσαι και θαλασσοδέρνεσαι, κι ας πέφτεις µε το γιόµα να κοιµηθείς. Θαλασσοδέρνεται η ψυχή σου, κι ας είναι αφοσιωµένη στη δούλεψη και στη φαµίλια σου, πιο πολύ και από το υποταξιάρικο κουλούκι. «Ξεχνάς τα δικά µας;» επανέλαβε ο Νικήτας και την κοίταξε ήρεµα και µε ένταση µαζί. Τα µαύρα µάτια της Χριστίνας σαν να ηµέρεψαν λίγο, σαν να γαλήνεψε η αγωνία της. Κράτησε τα χέρια του συντρόφου της κι ύστερα γλυκά, τρυφερά τού είπε: «Θα σ αφουγκραστώ, Νικήτα, για να δω τον γιο µας ν αντρώνεται...» Μια αναταραχή τούς έκοψε την κουβέντα. Χλιµίντρισµα ακούστηκε αψερό και το άτι του Θεόδουλου πλησίασε τόσο, που άγγιξε σχεδόν τα σκαλοπάτια της εισόδου. Βγήκαν να τον υποδεχτούν µάνα και κύρης. Ένα παλικάρι, ατίθασο σαν το πιο παράτολµο άτι, ξεπέζεψε µ ένα σάλτο. Το µούτρο του όµορφο, ηλιοκαµένο κι 18

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY ήρεµο, µα και µε µια ταραχή. Έτσι, δική του ταραχή, χωρίς συγκεκριµένο λόγο. Το βλέµµα του πήδησε µια στη µάνα και µια στον κύρη. «Μπάρκαρε ο καπετάν Φρυσάρης, πάει για την Κόρσικα κι ύστερα θα κατέβει, θα τραβήξει γι Αλεξάνδρεια. Μα τι γίνεται, πού τρέχει ο λογισµός σας; Ούτε χαϊδολογήµατα ούτε καλήν εσπέρα...» Έτρεξε η µάνα κι έκλεισε το χέρι του σφιχτά µέσα στα δικά της. Αψηλό το παλικάρι, έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί πεταχτό στο µέτωπο κι ύστερα, πάλι µ έναν πήδο, βρέθηκε δίπλα στο άλογο, να το ξεσελώσει και να του σκουπίσει την ιδρωµένη πλάτη. Ο Αργύρης, ο παραγιός, ήλθε στο µεταξύ, προχώρησε προς το µέρος του µ ένα στεγνό πανί να το σκουπίσει κι ύστερα µε µια βούρτσα να στρώσει το τρίχωµα τ αλόγου. «Θεόδουλε, άσε το άτι κι έλα να τα πούµε. Έλα, ώρα για µια τσικουδιά...» του είπε ο πατέρας του και γυρίζοντας µπήκε στο σπίτι. «Κυρα-Ρήνη, µια τσικουδιά να φερνες, θα ήσουν η πρώτη κυρά του κόσµου!» φώναξε ο Νικήτας και πήγε στη σάλα. Ακούµπησε το φάκελο στο γωνιακό τραπέζι και µε τα χέρια πίσω από τον αυχένα περίµενε τον γιο του. Μπήκε και η Χριστίνα κοιτάζοντας ερωτηµατικά, αλαφροπάτητη, κι ύστερα από ένα δυο λεπτά µπήκε κι ο Θεόδουλος, σκουπίζοντας µ ένα µαντίλι τον ιδρωµένο του λαιµό. «Μια τσικουδιά την ήθελα κι εγώ σαν τον κουζουλό!» είπε και κάθισε µε ορθή την πλάτη στην καρέκλα, δίπλα στην ορ- 19

ΠOΠH IAKAINIΣAKH τανσία. Με το χέρι του ανακάτεψε το λουλούδι και γυρίζοντας στη µάνα του είπε «Σα µισέψω κάποτε, µάνα, τούτο δω το λουλούδι θα σκέφτοµαι...» κι έκλεισε πονηρά το µάτι στον πατέρα του. Η Χριστίνα, που την είχε κιόλας στοιχειώσει ο µισεµός, αναταράχτηκε. «Ήλθε η επιστολή, ήλθε η επιστολή από το Φιρέντζε», είπε µε µισοσβησµένη φωνή. «Και γιατί δεν µου το µολογάτε, για να τη δω, τι λέει;» αναπήδησε ο Θεόδουλος. Ο Νικήτας πήρε την επιστολή και την απόθεσε στο χέρι του Θεόδουλου που είχε τεντωθεί µε αδηµονία. Άνοιξε την επιστολή ο Θεόδουλος, τα µάτια του τρέχανε πέρα δώθε στις γραµµές βιαστικά και, τελειώνοντάς τη, γύρισε, κοίταξε τους δυο του γονείς κι είπε «εν ξέρω, µάνα, αν είναι το λουλούδι που θα σκέφτοµαι, τώρα που έφτασε ο µισεµός. Φιρέντζε, Φιρέντζε, η πόλη της τέχνης! Θα µου λείψεις, µάνα, κι εσύ, πατέρα...» κι είχε µια συγκίνηση στη φωνή το δεκαοκτάχρονο παλικάρι. «Πατέρα, θα σας κάνω περήφανους, θα φτιάξω κτίρια ηλιόλουστα και έµορφα σαν το ανάκτορο της Κνωσού γιατί, πατέρα, το χω στο αίµα µου. Εσύ µου έλεγες να παίζω πόλεµο κι εγώ σπιτάκια έχτιζα. Πατέρα, θυµάσαι τότε που χανόµουν κάτω από τις κουρµούλες κι έριχνα νερό, έφτιαχνα λάσπη, πηλό, κι έχτιζα πόλεις µ οχυρώµατα και σπίτια µε ταράτσες που τις έβλεπε ο ήλιος; Ύστερα έφτιαχνα και µέγαρα, κι έλεγα: Για τις υπηρεσίες και το τελωνείο που είναι στο λιµάνι. Τότε µου λεγες, πατέρα, ότι το φτιάχνω ίδιο κι 20

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY απαράλλαχτο ενώ εσύ, µάνα, µου λεγες πως θα µε τουφεκίσει κανένας κυνηγός, θα µε περάσει για λαγό, έτσι που ανασάλευα κάτω από τις κουρµούλες...» «Κι όταν σου λεγα να πάµε να κυνηγήσουµε λαγούς και πέρδικες, εσύ µου έλεγες πως είναι ζωντανά και δεν κάνει να τα ξεπαστρεύοµε. Κι εγώ θαύµαζα τα κτίσµατά σου, µα έλεγα πως ο άντρας πρέπει να µπορεί να κουβαλήσει κυνήγι στο σπίτι, καταπώς κάναν οι πρωτόγονοι, γιατί αυτοί πρώτοι νιώσανε τη ζωή και τις χρείες της», συνέχισε τις θύµησες ο πατέρας. «Αρχιτέκτονας θέλω να γίνω, πατέρα, αρχιτέκτονας. Και θά ρθω δω να οικοδοµήσω, όχι στην πρωτεύουσα, δεν είναι για µένα. Εγώ θέλω τον αέρα της Κνωσού και τη µυρουδιά από τις κουρµούλες εκεί όπου µε βύζαξες πρώτη φορά, µάνα...» Μιλούσε ο Θεόδουλος κι είχαν τα µάτια του τέτοιο ξαναµµό, που κι αυτή η µάνα σκέφτηκε πως δεν πρέπει να του µαυρίσει τα ονείρατα µε αντιρρήσεις κι έγνοιες, να µην του κατασταλάξει στην ψυχή ενοχές για το µισεµό του. «Έλα, Θεόδουλε, υποσχέσου µου πως θα µου γράφεις όλα τα µαντάτα σου και τα καλά και τα κακά και πως θα σαι συνετός και µυαλωµένος εκεί στην ξένη γη». «Συνετό γιο µεγάλωσες, µάνα, συνετός θα µείνει µόνο που σκιρτά η καρδιά µου να γνωρίσω το σύµπαν...» Έφερε εκείνη την ώρα η κυρα-ρήνη την τσικουδιά, την άφησε στο τραπέζι µ ένα πιατάκι σύκα ξερά, περσινά. «Άντε, σώνονται κι αυτά, όπου να ναι θα χουµε τα καινούργια», είπε. 21

ΠOΠH IAKAINIΣAKH Η κυρα-ρήνη ήταν σαν γιαγιά του Θεόδουλου. εν είχε γνωρίσει ο Θεόδουλος γιαγιάδες και παππούδες. Ούτε ο Νικήτας γονείς. Λέγανε πως ο Νικήτας ήταν από διαλυµένο σπίτι, άλλοι λέγανε πως οι γονείς του κακόπεσαν κι άλλοι πως ήταν µπάσταρδο µιας πλούσιας µετρέσας στη Χώρα. Η αλήθεια είναι πως ο Νικήτας, από τότε που θυµόταν τον εαυτό του, τον θυ- µόταν στη δούλεψη. Θυµόταν παλιά, πολύ παλιά, κάτι κρεβάτια σ ένα θάλαµο θα ταν το ίδρυµα που λεγαν κάποιοι κι ύστερα θυµόταν, µικρό παιδί, πως έπρεπε να πάει στη δούλεψη του µπαρµπα-χολέβα, πρωτοάρχοντα του τόπου. Μεγάλος γαιοκτήµονας ο Χολέβας. Είχε αµπελώνες κι αµπελώνες. Στρέµµατα πολλά από κληρονοµιά, µα και όταν η ασθένεια της φυλλοξήρας κατέστρεψε σχεδόν τη γαλλική αµπελοκαλλιέργεια, ο Χολέβας φύτεψε κι άλλα κι άλλα στρέµµατα. Ήταν χρυσή εποχή για τη σταφίδα* στην Ελλάδα, χρυσή εποχή γι αυτόν και γι άλλους πολλούς, µα πιο πολύ γι αυτόν που χε τα περισσότερα στρέµµατα. * Η Γαλλία, ο βασικός ανταγωνιστής της ελληνικής σταφίδας στο διεθνές εµπόριο, υποχώρησε µετά το 1878, όταν οι καλλιέργειές της προσβλήθηκαν από την ασθένεια της φυλλοξήρας. Άρχισε τότε η χρυσή εποχή για την παραγωγή και το εµπόριο της ελληνικής σταφίδας, η οποία κράτησε µέχρι το 1893, οπότε η Γαλλία ανέβασε πάλι την εθνική της παραγωγή και επανήλθε στη διεθνή αγορά, ενώ ο ελληνικός αγροτικός χώρος και το εµπόριο του προϊόντος υπέστησαν σοβαρό πλήγµα. 22

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY Από τότε κι από πιο πριν λέγανε πως αγάπαγε εκείνη την πολύφερνη µετρέσα. Λέγανε πως είχε σχέσεις µαζί της και πως ο Νικήτας ήταν γιος του, χωρίς στεφάνι και χωρίς όνο- µα πως παλιά η µετρέσα ήταν αρχοντοπούλα, µα δεν είχε µυαλό, ήταν πολύ ζωηρή, και πως ο κύρης της την έδιωξε από το σπίτι και την αποκλήρωσε. Εκείνη, συνηθισµένη στις ανέσεις, έπεσε σιγά σιγά στο βούρκο, µέχρι που γνώρισε τον Χολέβα. Τους συντηρούσε αυτός εκείνη και το παιδί που γέννησε. Μα αργότερα η µετρέσα έδωσε το παιδί σε κάποιο ίδρυµα. Πολύ νέα τη βρήκε η φυµατίωση τότε, λίγο πριν πεθάνει, πήρε ο Χολέβας το παιδί παραγιό του. Βέβαια δεν του δωσε ποτέ το όνοµά του, για να µην πέσει η υπόληψή του στα µάτια των συγχωριανών του. Αυτά τα λέγανε οι κακές γλώσσες, οι κυράδες στα κουτσοµπολιά τους, και µπορεί να ταν αλήθεια, µπορεί και όχι. Πάντως ο Χολέβας είχε αδυναµία στον παραγιό του, τον Νικήτα τον πονούσε και τον άντρεψε, κι ας ήταν συχνά σκληρός σαν ατσάλι µαζί του. Εκεί, στα χτήµατα, θυµάται ο Νικήτας τον εαυτό του να φορτώνει και να ξεφορτώνει κανισκάρια, να σκάβει και να κλαδεύει. Μάνα δεν είδε ποτέ του, καµιά γυναίκα δεν τον είπε γιο της. Ο Χολέβας στα ήρεµά του τον έλεγε πού και πού, κι ο Νικήτας ευφραινόταν κι ας ήξερε πως όσα λέγανε ήταν κατακριτέα. Ύστερα ο Νικήτας, παλικαράκι, που νιωσε το σκίρτηµα της καρδιάς του, γνώρισε τη Χριστίνα. Μικρό, άπραγο, 23

ΠOΠH IAKAINIΣAKH άµαθο κορίτσι, που δούλευε στα χτήµατα του Χολέβα τις πιο πολλές µέρες του χρόνου και, όταν δεν δούλευε στα χτήµατα, έκανε την µπουγάδα και τα χοντρά συγυρίσµατα του γέρου. Γεροντοπαλίκαρο αυτός, µπορεί και παντρεµένος σε ξένη γη ή πάντα δοσµένος στην όµορφη µετρέσα, δεν είχε χρόνο για πάστρες και τέτοια. Οι γυναίκες που χε στη δούλεψή του έτσι κι αλλιώς του µαντάρανε τις κάλτσες και τα σώβρακα, γιατί ήταν και τσιγκούνης ο διαολεµένος γέρος. Τον άντρωσε πάντως τον Νικήτα και του λεγε ορµηνέ- µατα και κουβέντες που ήταν σοφές ώρες ώρες. Καταλάβαινε και το αίσθηµα που είχε για τη Χριστίνα το παλικαρόπουλο και δεν του έµπαινε εµπόδιο, µόνο κανόνιζε να τον στέλνει να επιβλέπει στο χτήµα όπου ήταν η Χριστίνα, γιατί σιγά σιγά τον είχε κάνει και επιστάτη. Ήταν άξιος και διαόλου κάλτσα ο Νικήτας, τα είχε και καλά µε όλους τους δουλευτάδες. Οι Τούρκοι σέβονταν τον Χολέβα, δεν τον πειράζανε. Είχε δεκάδες δουλευτάδες στη δούλεψή του, ανθρώπους χωρίς µοίρα στον ήλιο, µια και δεν είχαν ούτε σπιθαµή γης δική τους. έχονταν όλοι τη θέληση του Νικήτα, λες κι από σπόρο είχε ταλέντο να είναι αφεντικό και όλοι να τον υπακούν και να τον υπολογίζουν. Τον έτρωγε όµως το σαράκι του φευγιού, κι ας ήθελε να νιώσει τον Χολέβα γονιό του. εν του έδινε κι ο γέρος περιθώρια, δεν είχε τα κότσια να διώξει τη ρετσινιά του µπά- 24

O EPΩTAΣ TOY AMΠEΛOYPΓOY σταρδου από το παιδί, γιατί η µάνα του, µια σκατόκαρδη γριά, δεν έδινε τη συγκατάθεσή της να παντρευτεί ο γιος της τη µετρέσα. Μια µέρα, που η µετρέσα ήλθε στο χωριό µ ένα αµάξι που το σέρνανε δυο πεντακάθαρα άλογα, η γριά την έδιωξε κακήν κακώς µε φωνές και µε κατάρες. Ο Χολέβας έµπασε µε το ζόρι µέσα τη γριά κι έκανε τρεις µέρες να πατήσει στο καφενείο και να κατεβεί στη Χώρα ή στα χτήµατα. Λένε πως τρεις µέρες έπινε τσικουδιά κι ήταν ολοµέθυστος, τόσο πολύ που η γριά κάργια, η µάνα του, σούρθηκε και κρύφτηκε στην κάµαρά της και δεν τόλµησε µήτε το στόµα της ν ανοίξει. Εκεί, στον καβγά, πρόλαβε ο Νικήτας και είδε τη µετρέσα, µαύρα µαλλιά και µαύρα µάτια, µάτια αγέρωχα, διαπεραστικά. Έτσι του καρφώθηκαν αυτά τα µάτια κι από τότε άλλοτε τα φερνε στο νου του και άλλοτε ένιωθε πως είχαν τα ίδια µάτια, µα πάλι έδιωχνε τέτοιους λογισµούς από το µυαλό του, γιατί κάτι τον τσιµπούσε όταν τα σκεφτόταν, και ξαναγύριζε στην οικογενειακή του θαλπωρή, δηλαδή γύριζε στη σκέψη πως και τα µπάσταρδα έχουν µοίρα. Ύστερα, όταν είδε την όµορφη Χριστίνα µε τα κατάµαυρα µάτια, παρηγορήθηκε. εν τον ξεχώρισε αυτή για το κουσούρι του και του δινε δύναµη µε τα µάτια της, του λεγε πως ο κόσµος ήταν δικός του, κι ας µη γνώρισε πατέρα και µάνα. Το πίστεψε ο Νικήτας, το είχε πιστέψει από τότε που 25

ΠOΠH IAKAINIΣAKH προσπαθούσε να στρώσει το κρεβάτι του σ εκείνον το θάλαµο, πίστεψε πως θα γνωρίσει όλο τον κόσµο και πως θα κάνει γιο µε όνοµα. Έτσι, µια µέρα, σπαράζοντας την καρδιά της Χριστίνας, µα νιώθοντας και την πίστη που είχε η κοπέλα στο πρόσωπό του, έφυγε. Έφυγε ένα πρωί. εκαεννιά χρονών µπάρκαρε για Ιταλία µ ένα χιλιοµπαλωµένο ιστιοφόρο, που µετέφερε σταφίδα πρώτης ποιότητας στη διπλανή Ιταλία. Μπήκε µούτσος στο καράβι κι άφησε πίσω του τον Χολέβα, που παράδοξα δεν τον αποπήρε, µόνο του δωσε είκοσι χρυσές λίρες και µια χαϊδευτική σφαλιάρα στο σβέρκο λέγοντας «Άντε, να προκόψεις και να θυµάσαι τον γέρο σου...» κι ήταν έτσι σαν να του έδινε την ευχή του. Άφησε και τη Χριστίνα, δεκάξι χρονών κορίτσι. Μπήκε µούτσος στο καράβι, µε το κοµπόδεµα σφιχτά δεµένο στον κόρφο του, σ ένα υφασµάτινο πουγκί που το φτιαξε και το ραψε µόνος του, γιατί εκείνος µόνος του µάνταρε τα σώβρακα και τα ρούχα του, κι ήξερε να ράβει. Μπήκε στο καράβι, ιστιοφόρο παλιό ο καπετάνιος, Κοκκινο-Μακρή τον έλεγαν, του συµπεριφέρθηκε µε καλοσύνη. Έτριβε και σφουγγάριζε ο Νικήτας το κατάστρωµα κι ύστερα έπαιρνε το βιβλίο εκείνο που κουβαλούσε σαν προίκα από µικρό παιδί, δίχως να ξέρει κι ο ίδιος πού το βρήκε. Πλάτωνος Πολιτεία έγραφε στο µισοφαγωµένο εξώφυλλό του κι ο Νικήτας θαρρούσε στην αρχή, τότε που µε το ζόρι διάβαζε τις αράδες, πως µιλούσε για µια πολιτεία που υπήρχε πάνω εκεί, κατά τη Βενετσιά. 26