Συνέντευξη με την κυρία Παπαδάκη Ασπασία και τον κύριο Παπαδάκη Παύλο 9-2-1999 Α. Πλευρά Ερ. Ας ξεκινήσουμε με την κυρία Ασπασία, πώς ξεκινήσατε να μαθαίνετε κάποιο όργανο και ποιο ήταν το πρώτο σας όργανο που μάθατε; Ασπ. Το πρώτο μου ήτανε το μαντολίνο, το χε φέρει η μητέρα μου. Ασχολήθηκα με το μαντολίνο η πρώτη μου αρχή, τα πρώτα βήματα. Μετά, δεν ξέρω πώς μου ρθε η σκέψη, να μάθω λύρα, γιατί στην γειτονιά μου, στο χωριό μου ήτανε όλοι λυράρηδες. Ένας μόνο δάσκαλος έπαιζε βιολί δίπλα μου εκεί. Ερ. Είπαμε κατάγεστε από Πλάκα Αποκορώνου. Εκεί λοιπόν παίζανε λύρα; Ασπ. Λύρα οι περισσότεροι, μαντολίνο, λύρα, αλλά επειδή ήτανε και ο θείος μου ο λυράρης, λέω να μάθω λύρα. Δεν είχαμε, όμως, ούτε τη δύναμη να την αγοράσουμε, ούτε να τη βρούμε εύκολα, δεν υπήρχανε τα εργαστήρια, όπως είναι τώρα. Και όπως ασχολούμουνε στο χωράφι με κάτι πρόβατα που είχαμε, τότε την Κατοχή, βρήκα ένα ξύλο, το σκάλισα, βρήκα απ τα γερμανικά καλώδια κάτι σύρματα, σα κόρδες, έβαλα πάνω, έσιαξα κι ένα δοξαράκι εκεί όπως εμπορούσαμε θα ταν τότες πάνω, όπως το κάνανε οι παλιοί. Έβαλα τώρα μια χορδή, έβαλα δυο, θα σας εγελάσω κι έκαμα το λυράκι. Το κόλλησα πάλι με ό,τι βρήκα εκεί πέρα, με πίσσες που είχαν αφήσει οι Γερμανοί στους καταυλισμούς. Εμείς είχαμε εκεί πολύ στρατό γερμανικό κι έσιαξα το λυράκι. Ερ. Αυτά σε τι ηλικία; Ασπ. Μικρή, αντίς για παιχνίδια έφτιαξα εγώ το λυράκι. Ερ. Περίπου, γύρω στα πέντε, δέκα; Ασπ. Ναι πέντε, έξι, στο δημοτικό πήγαινα. Λέω τι θα το κάμω τώρα, εντρέπομουν να το πάω και στο σπίτι. Μια βραδιά λέω «μαμά, έσιαξα ένα λυράκι». Η μητέρα μου, βέβαια, δεν της πήγε έτσι καλά. «Παιδί μου 1
τα κοριτσάκια δεν παίζουνε λύρα, εγώ θα σου πάρω βιολί». Α, οπότε βιολί, εντάξει δεν ήθελα εγώ άλλο τίποτα. Και πήρα ένα βιολί από δω απ τη Τέρτση, ένα μικρό που ήθελα να μάθω, συμφωνήσανε με τον, ήταν ο γέρος Νικολουδάκης τότε. Ερ. Τέρτσης ήτανε το κατάστημα; Ασπ. Ναι, είχε πολλά όργανα. Πάει της λέει «Παπαδάκη» ήταν αυτή γνωστή, εκεί πέρα ψώνιζε «το βιολί του παιδιού κι όταν μάθει θα μου το φέρεις να σου δώσω ένα μεγαλύτερο». Έτσι κι έγινε. Μου φέρανε το βιολί στο σπίτι, ό,τι σκοπούς ήξερα στο μαντολίνο τους μετέφερα αμέσως στο βιολί χωρίς καμία δυσκολία. Είχαμε καφενείο κι ερχότανε όλα τα γειτονόπουλα εκεί, οι γειτόνισσες και στέναμε γλέντι κανονικότατο. Γλέντι να δούνε τα μάτια σου. Ερ. Συμμετείχατε κι εσείς; Ασπ. Ωστόσο, βέβαια, είχαμε και το λαγούτο του πατέρα μας. Ερ. Στα γλέντια αυτά που λέτε, στα γλέντια που κάνατε; Ασπ. Ναι, έπαιζα εγώ βιολί, έμαθα το βιολί εγώ αμέσως, μετά το μαντολίνο έμαθα το βιολί, ο Παύλος το λαγούτο, η αδερφή μου η μεγάλη έμαθε κι αυτή λαγούτο και από το καφενείο που κάναμε συνέχεια γλεντάκια, ερχόνταν από τα γυρώχωρα από κει, συγκεντρωνότανε, άντε ο ένας «έλα στο δικό μου χωριό», άντε ο άλλος «έλα που χω βάφτιση, έλα που χω αρραβώνιαση, να πάρουμε τα δυο παιδιά, να πάρουμε τις δυο κοπελιές» ελέγανε τότε τις δυο κοπελιές με τον αδερφό τωνε που παίζουνε ωραιότατα. Ερ. Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, βιολί μάθατε, επειδή η μητέρα σας είπε λύρα δεν παίζουν τα κοριτσάκια να μάθεις βιολί; Ασπ. Ναι, και πήρε βιολί. Κι έπαιζα χρόνια βιολί, όλη την Κρήτη τη γύρισα με το βιολί με τον αδερφό μου και με την αδερφή μου. Γιατί ωστόσο, βέβαια, επαίζαμε και οι τρεις και η αδερφή μας ήταν μεγαλύτερη κι ερχόταν σαν προστασία μας, να χομε μια καλύτερη γεύση, γιατί αυτή ήτανε μεγαλύτερη κι ήξερε να μας κατατοπίσει, να μας ορμηνέψει. 2
Βγαίναμε στα πανηγύρια από δω, από κει, υπήρχε η φήμη στην Ιεράπετρα, στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο παντού πηγαίναμε μετά στα χωριά και παίζαμε. Τότε ήτανε δυσκολίες, δεν υπήρχανε μεγάφωνα, δεν υπήρχανε αυτοκίνητα, δεν υπήρχε τίποτα να μας ευκολύνουνε, αλλά μας εμπορούσανε. Ερ. Αυτά σε ποια ηλικία, δηλαδή πόσο μεγάλη ήσασταν τότε που αρχίσατε να πηγαίνετε έξω απ το χωριό, να παίζετε έξω απ το χωριό; Ασπ. Ήτανε στα δεκάξι μας χρόνια, στα είκοσί μας χρόνια και πιο μικροί ακόμα ήμαστε. Μας εστέλνανε γράμματα. Μάθανε τα ονόματά μας ο ένας με τον άλλο, γνωριστήκαμε. «Να πάρομε μωρέ τα παιδιά, να πάρομε τις δυο κοπελιές με τον αδερφό τωνε». Εντωμεταξύ εγώ, βέβαια, έπαιζα όλο το βιολί, ο αδερφός μου ήθελε να κουραστεί, να πιάσει η αδερφή μου, να τονε ξεκουράσει. Αυτό γινότανε. Η αδερφή μας, όμως, εσταμάτησε γρήγορα, γιατί επαντρεύτηκε όχι πως δεν την άφηνε ο άντρας τσιαλλά άνοιξε οικογένεια και λέει «δεν βαριέσαι, δεν μπορώ, καλά είμαι, πηγαίνετε μοναχά σας, μεγαλώσατε, τώρα είσαστε καλά, θα σας επαρατήσω». Έτσι έγινε. Μέχρι που εβγήκαν οι συλλόγοι, οι βρακοφόροι, η ραδιοφωνία που πηγαίναμε εδώ στη Σούδα και γράφαμε. Είπανε μια εποχή ότι «δεν βαριέσαι, λύρα να παίζετε στο ραδιόφωνο». Ερ. Ναι πριν φτάσουμε εκεί όμως,να μας πείτε λίγα πράγματα από την οικογένεια, έπαιζε κάποιος κάποιο όργανο; Ασπ. Ναι σας είπα τσι μητέρας μου ο πατέρας, ο παππούς μας έπαιζε λύρα. Έπαιζε ο αδερφός του πατέρα μας λύρα καλή, ο άλλος αδερφός βιολί κι ο πατέρας μας ο ίδιος λαούτο. Ερ. Εσείς, δηλαδή, από πού μάθατε να παίζετε στο βιολί τους σκοπούς; Ασπ. Έτσι από ακουστική, δηλαδή άκουγα τον θείο μου, άκουγα το συχωριανό μου εκεί πέρα, γλεντούσαμε σας λέω, ένα γλεντοχώρι ήτανε το χωριό μας. Κι έτσι μέσα μου ήτανε και οι ρίζες μας κι αμέσως, αυθόρμητα, μόλις έπιασα το όργανο, ήξερα κι έπαιζα. Ερ. Είπες ότι άρχισες από μαντολίνο; 3
Ασπ. Ναι από μαντολίνο. Ερ. Ήταν συνηθισμένο να παίζουνε πολλοί μαντολίνο στο χωριό; Ασπ. Ναι, εκείνα τα χρόνια ήτανε τα μαντολίνα στη μόδα. Ερ. Παίζαν πολλοί; Ασπ. Ναι παίζανε, ήταν κι ο δάσκαλος, ένας εκεί πέρα είχε μαντολίνο κι ένας που χε καφενείο είχε κι αυτός μαντολίνο, άλλος ένας σοφέρης είχε κι αυτός μαντολίνο. Ερ. Δηλαδή σας το μάθανε το μαντολίνο στο σχολείο; Ασπ. Όχι καθένας μοναχός του. Δεν είχαμε κανένα να μας εδείξει. Ερ. Εκτός από μαντολίνο, λύρα κι ένα βιολί που είπες ότι υπήρχε στο χωριό, υπήρχαν άλλα όργανα; Ασπ. Και λαούτα ναι ήτανε. Ερ. Μπουλγαρί υπήρχε καθόλου; Ασπ. Μπουλγαρί δεν είχαμε εκείνα τα χρόνια. Ερ. Άλλα όργανα, φλογέρες τέτοιου είδους; Ασπ. Ναι, φλογέρες ήτανε. Ερ. Πώς τη λέγατε τη φλογέρα; Ασπ. Μπαμπιόλια τα λέγαμε. Ήτανε κι ένα σαν τα καλάμια, μου χε δώσει ένα παιδί σ ένα χωριό έτσι μου κανε ένα δώρο, το καλάμι κι έπαιζε υπέροχα και το χα και μάθαινα, έπαιζα πολλούς σκοπούς. Ερ. Στο χωριό σας στην Πλάκα, όταν ήσασταν μικρή, που αρχίσατε να παίζετε το βιολί, την εποχή αυτή παίζανε τέτοια παμπιόλια; Ασπ. Δεν ήταν ένα που έπαιζε του Παρασκευά; Ερ. Τα βοσκάκια; Παύλ. Λίγο, ελάχιστο έτσι τα βοσκάκια, όπως λέτε και πλέκουνε καλάμι και κάνανε σαν τα μπαμπιόλια ας το πούμε, μπαντούρες τις λέγαμε και παίζαμε. Ερ. Μπαντούρες; Παυλ. Μπαντούρες, το καλάμι παίρναμε και κάναμε δυο, τρεις τρύπες κι ήτανε σαν το μπαμπιόλι, σαν τη φλογέρα. 4
Ερ. Ασκομαντούρα είχε καθόλου; Παύλ. Ασκομαντούρα δεν είχε καθόλου. Ερ. Δε μου λες Ασπασία, αυτό το παμπιόλι τώρα που λέμε, ήταν αυτό που βάζουνε το γλωσσίδι του μες στο στόμα και φυσάνε ή ήτανε απ το άλλο που το βάζανε εδώ μπροστά στα χείλη κι έχει μια τρυπούλα; Ασπ. Όχι, αυτό είναι δύσκολο. Όπως είναι το κλαρίνο. Ερ. Ναι, όπως παίζουνε, το κλαρίνο το βάζουνε εδώ μπροστά. Ασπ. Που χανε με κερί κολλήσει ένα λοξό έτσι. Ερ. Εμείς το λέγαμε από κει στην Ιεράπετρα θιαμπόλι. Δεν είχατε τέτοιο πράμα ποτέ; Ασπ. Όχι δεν είχαμε. Ερ. Αλλά ήταν συνηθισμένο το μαντολίνο, το οποίο το παίζανε πολλοί. Κιθάρα υπήρχε; Ασπ. Ναι ήτανε και κιθάρες. Ερ. Είπες ότι η μητέρα σου σου είπε «τα κορίτσια δεν παίζουνε λύρα»; Ασπ. Εκείνη την εποχή δεν ήτανε, το πρωτότυπο ήμουνα εγώ που βγήκα με το βιολί. Παύλ. Συγνώμη, η πρώτη γυναίκα που έπαιξε λύρα και βγήκε στο πάλκο κι έπαιξε σε γλέντια ήταν η Ασπασία. Και το λένε αυτό το πράμα και είναι και η πραγματικότης έτσι. Δεν ήτανε έθιμο, δεν ήτανε αυτό το επαγγελματικό σε γυναίκες και βέβαια ούτε σε λαγούτα, αλλά ήτανε λαούτα, όπως ήτανε του και Μπαξεβάνη η αδερφή, πώς τη λέγανε τη Λαυρεντία που παίζει λαούτο. Λύρα γυναίκα στην Κρήτη δεν είχε παίξει. Ερ. Δηλαδή ήτανε δεν παίζουν τα κορίτσια λύρα, μόνο λύρα ή δεν παίζουν και άλλα όργανα; Παύλ. Όχι λύρα. Η λύρα φαινόταν πως ήτανε αντρικό όργανο. Και πράγματι βέβαια κι αντρικό όργανο ήτανε η λύρα. Αλλά τώρα τελευταία παίζεται και με τις γυναίκες. Όπως ήτανε μια φορά που η σοφερίνα, μία στο Ρέθυμνο ήταν η πρώτη σοφερίνα και την είχαν πάρει συνέντευξη κάποτε και το χα ακούσει αυτό το πράμα και μου μεινε. Αλλά ξεχνώ το 5
επίθετό της. Ήταν η πρώτη σοφερίνα, σου λέει γυναίκα δεν οδηγάει, δεν γίνονται σοφερίνες οι γυναίκες. Ερ. Την εποχή αυτή που άρχισε η Ασπασία να παίζει τη λύρα, εάν μια άλλη κοπέλα μάθαινε λαούτο, όχι απ την οικογένειά σας που ήταν μουσική οικογένεια και τους άρεσε, αλλά μια άλλη οικογένεια του ίδιου χωριού, που δεν ήταν μουσική όπως εσάς, θα το βλεπαν με καλό μάτι το ότι το κοριτσάκι τους άρχισε να παίζει λαούτο ή άρχισε να παίζει βιολί ή άρχισε να παίζει μαντολίνο ή το θεωρούσαν κακό; Παύλ. Όχι, το συνηθίσανε μετά, όταν έπαιξε η Ασπασία λύρα, μετά το συνηθίσανε και ζηλέψανε κι άλλες και τώρα και γίνονται πολλές. Ερ. Όχι, μέχρι την Ασπασία, μέχρι την εποχή που άρχισε η Ασπασία, το θεωρούσαν κακό ή καλό; Παύλ. Πριν θα το θεωρούσανε, βέβαια, παράξενο, ασυνήθιστο. Ερ. Ασυνήθιστο ή κακό; Παύλ. Ασυνήθιστο, όχι δεν ήτανε κακό, δεν ήτανε κακό πράμα η μουσική, αλλά ασυνήθιστο. Ερ. Όχι βέβαια, αλλά ο κόσμος πώς το θεωρούσε; Παύλ. Ασυνήθιστο, περίεργο, παράξενο γι αυτό είχαμε και δουλειά εμείς τότε, έτρεχε ο κόσμος να μας ιδεί κι εντυπωσιακό, γιατί σου λέει κοπέλα κι ήταν και μικρή στην ηλικία τότε, δέκα τεσσάρων, δεκαπέντε χρονών και το θεωρούσε ασυνήθιστο και εντυπωσιακό. Εντωμεταξύ μετά την Ασπασία εβγήκανε κι άλλες. Ερ. Μετά το καταλαβαίνω, αλλά για πριν. Παύλ. Πριν δεν είχε βγει καμία άλλη κοπέλα να παίξει, γιατί ήτανε και τα χρόνια της κατοχής, δεν επαίζανε μουσική τότε, δεν υπάρχει μουσική τότε. Και να παιζες, έπαιζες κρυφά, δεν αφήνανε. Ήταν η κατοχή, είμαστε υπόδουλοι τότε. Με το φόβο τρέχαμε από καταφύγιο σε καταφύγιο να σωθούμε, δεν παίζαμε μουσική. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε μέσα στον πόλεμο, δεν επαίζαμε όργανα. Ελάχιστα πράγματα. Γι αυτό ήταν ύστερα και είχε ζήλο ο κόσμος να γλεντήσει. Κι όποιος εβγήκε τότε 6
ως οργανοπαίχτης και βγήκε στο πάλκο, τραβούσε κόσμο. Ο κόσμος εδιψούσε τότε από μουσική. Ερ. Εγώ θέλω, όμως άλλο πράμα να μάθω, εάν το να βγει μια κοπέλα να παίζει όργανο το θεωρούσαν κακό πράμα, δηλαδή μπορούσε να της βγει το όνομα που λένε; Την εποχή που άρχισε η Ασπασία. Παύλ. Την εποχή εκείνη δεν το θεωρούσανε καλό επάγγελμα. Ασπ. Δύσκολο, για τη γυναίκα δύσκολο. Παύλ. Το θεωρούσανε για την γυναίκα ανήθικο, το θεωρούσανε ιδιότροπο, παράξενο, δεν ξέρω. Ήταν ασυνήθιστο για μια κοπέλα και νομίζω ότι και στις τραγουδίστριες, εκείνη την εποχή, το θεωρούσανε ότι ήτανε μια κακή δουλειά να βγει μια κοπέλα να τραγουδάει. Ερ. Στην Πλάκα, δηλαδή, Αποκορώνου υπήρχε άλλο κοριτσάκι που μάθαινε βιολί; Ασπ. Όχι τότε καμία. Ερ. Μαντολίνο; Ασπ. Ούτε. Ερ. Λαούτο; Ασπ. Ούτε. Ερ. Ήσασταν, δηλαδή, η πρώτη; Ασπ. Η πρώτη, πρωτοπόρα, τώρα που έχει φτάσει σ αυτό το σημείο η ιστορία έχει γράψει Ασπασία Παπαδάκη η πρωτοπόρα στη λύρα. Ερ. Ο πατέρας σας τι είπε, συμφώνησε; Ασπ. Τον πατέρα μας δεν τον εφτάσαμε. Ο πατέρας μας θα το παιρνε με πολύ μεγάλη χαρά. Αλλά εγώ τον έχασα τον πατέρα μου πριν να πιάσω όργανο στο χέρι μου. Ερ. Η μητέρα σας δεν είχε πρόβλημα που θα πηγαίνατε εσείς κοπέλα πράγμα να βγείτε έξω; Ασπ. Στην αρχή είχε και το φόβο, γιατί φεύγαμε και δεν ήξερε πού θα πάμε, πώς θα μας αντιμετωπίσει ο κόσμος, άμα ήθελε ν αργήσομε να γυρίσομε ήταν όλο αγωνία και πήγαινε και σταματούσε τα λεωφορεία, καθώς ήταν 7
ένα λεωφορείο που πήγαινε σε κάθε χωριό, να δει τι γινόμαστε. Μεγάλες ταλαιπωρίες, αλλά ωστόσο, όμως, είχαμε εμείς βάλει στόχο από καλές αρχές, αρχίσαμε από ηθική μέχρι φιλότιμο, μέχρι το λόγο μας να τονε κρατούμε, όπου είχανε να τάξουμε σε πανηγύρι δεν επρόκειτο να γελάσουμε με καμία περίπτωση. Κι αυτό μας ανέβασε πολύ ψηλά λέει «άστο που είναι κοπέλα και παίζει, τη δύναμη που έχει και παίζει να βγάλει το ξενύχτι, άστο που είναι καλός άνθρωπος» δηλαδή ο κόσμος, βέβαια εγώ δεν μπορώ να παινεθώ βέβαια μοναχή μου, αλλά εδώσανε και πήρανε ύστερα τα καλά λόγια του κόσμου κι αυτό μου δωσε εμένα άλλη δύναμη, άλλα φτερά. Ερ. Για πες μου κάτι άλλο, πήρες το βιολί, άρχισες και έπαιζες από μόνη σου, δεν σου δειξε κανείς; Ασπ. Ναι, κατευθείαν. Ερ. Δεν σου δειξε κανείς κάτι; Ασπ. Κανείς. Ερ. Το κούρδισμα, ας πούμε, του βιολιού ποιος στο έδειξε; Ασπ. Όλα ένστικτο, μέσα απ την φαντασία μου βρήκα και το κούρδισμα και πώς να το κρατήσω και τα πάντα. Ερ. Και αυτά που έπαιζες πού τα μαθες; Παύλ. Συγνώμη τώρα που επεμβαίνω, όλα τα βρήκε μόνη της. Εντωμεταξύ επειδή είχαμε ένα καφενείο, το χαμε το καφενείο απ τον πατέρα μας, το χαμε και σπίτι και καφενείο και όταν βγήκανε τα ραδιόφωνα, πήρα ένα ραδιόφωνο με ξηρά στοιχεία κι είχαμε το ραδιόφωνο. Αυτό το ραδιόφωνο ήτανε τώρα δάσκαλος μας, ό,τι τραγουδάκι έπαιζε το ραδιόφωνο να τ ακούγαμε ένα, δυο, τρεις φορές το ξεσήκωνε στο βιολί η Ασπασία, το παιρνε. Την άλλη μέρα άλλο, την άλλη μέρα άλλο. Και συγκέντρωσε μια ποικιλία από τραγούδια και ευρωπαϊκά και λαϊκά και κρητικά. Τα κρητικά δεν μας ενδιέφερε να τ ακούσουμε τόσο πολύ απ το ραδιόφωνο, όσο ακούγαμε το θείο μας το Μιχάλη, ακούγαμε κάτι άλλους οργανοπαίχτες εκεί πέρα στο χωριό, γιατί ήτανε δυο τρία λαγούτα, δυο 8
τρεις λύρες ήταν στο χωριό μας και παίζανε γλεντάκια. Τους ακούγαμε εμείς, ν ακούσεις ένα σκοπό, τον έβανες στο μυαλό, τσακ τον έπαιζε. Και κείνη την εποχή που πρωτοβγήκαμε εμείς ήταν και πολλά τραγούδια. Έπρεπε να παίξουμε το ταγκό, να παίξουμε το βαλς. Μέχρι τελευταία που χε βγει η γιάγκα, η ράσπα, το πεντοζάλη, το συρτό, το καλαματιανό, όλα αυτά έπρεπε να τα παίζουμε. Και επειδή είχαμε και τέτοιο ρεπερτόριο, μας επροτιμούσε κι ο κόσμος και μας συμπαθούσε κι ο κόσμος και γι αυτό και η μητέρα μας πήρε τότε ένα θάρρος και λέει «ο κόσμος τ αγαπάει τα παιδιά μου» ερχότανε από το χωριό να μας πάρουνε πολλές φορές κι «εμείς υπεύθυνοι». Εντωμεταξύ εφόσον ήμουνα κι εγώ μαζί, συνεχίσαμε αυτή τη δουλειά. Ερ. Δηλαδή αυτά που έπαιζες Ασπασία στο βιολί τ άκουγες από τους θείους σου, αυτούς που παίζανε στο χωριό, για τα κρητικά μιλάω τώρα, όχι για τους άλλους σκοπούς, τ άλλα τραγούδια, για τα κρητικά, από τους λυράρηδες του χωριού και τα έπαιζες μετά στο βιολί εσύ; Ασπ. Ναι, τους παλιότερους που είχαμε εκεί πέρα. Ερ. Εκτός από το χωριό σου άλλους λυράρηδες άκουγες τότε; Ασπ. Πάρα πολλούς. Ερ. Ερχόντουσαν στο χωριό, πήγαινες εσύ; Ασπ. Ερχότανε κι εκεί, πήγαινα κι εγώ στ άλλα χωριά κι ανταμώναμε. Πολλούς καταξιωμένους λυράρηδες. Ερ. Ποιους; Απ. Κουρκουνάκης, Κολιαγκουδάκης, το Ναύτη που τον είχαμε από δω ως βιολί, πήρα πολλά τραγούδια από το Ναύτη, το Χάρχαλη, δεν μπορώ να σας πω. Παύλ. Γαλαθιανό, Κουτσουρέλης τότε που ήτανε στο Καστέλι. Ερ. Πήγες κοντά σε κάποιον απ αυτούς έτσι λίγο να μαθητεύσεις που λέμε; Ασπ. Δεν είχαμε ώρα, δεν είχαμε καιρό. Ασχολούμαστε εκεί με άλλες δουλειές και δεν είχαμε χρόνο ν ασχοληθούμε, να πάμε να βρούμε έναν, να δούμε πώς παίζει, να δούμε τα δάχτυλά του, να πάρομε τίποτα. Έτσι 9
ακουστικά ό,τι αρπάξαμε με τ αυτιά μας. Αλλά συγκεκριμένα, όταν πηγαίναμε σε πανηγύρια και σμίγαμε οι οργανοπαίχτες που πηγαίναμε σε σπίτια διάφορα και τρώγαμε και πίναμε, άκουα εγώ κι έλεγα «Παναγία μου πώς θα φτάξω εγώ εκεί, πώς θα φτάξω σ αυτό το σημείο να παίζω ετσά όμορφα». Ερ. Υπήρχε κάποιος που θαυμάζατε περισσότερο και θέλατε να του μοιάσετε κυρίως για το βιολί; Ασπ. Να σας πω τους περισσότερους τους εθαύμαζα. Ερ. Κάποιος συγκεκριμένος που να σας είχε κάνει πολύ εντύπωση; Ασπ. Πολύ εντύπωση μου κανε και δω ο Παπαδάκης ο Ναύτης, ο Κώστας, μου κανε ο Μαύρος απ το Κολιμπάρι ήτανε καλός βιολάτορας κι αυτός. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα να σας τσι ειπώ, καθένας δηλαδή είχε ένα ξεχωριστό, να πάρω από τον ένα μια γλύκα, να πάρω από τον άλλο μια πενιά, να πάρω από τον άλλο ένα σκοπό και τους συνδύαζα όλους. Θέλω να πω πως είμαι μια κλέφτρα. Ερ. Έτσι είναι στην παράδοση. Παύλ. Δεν υπήρχαν τότε και κασετόφωνα, ένα ραδιοφωνάκι είχαμε με ξηρά στοιχεία κι ό,τι ακούγαμ απ το ραδιοφωνάκι. Εσμίγαμε, βέβαια, γιατί στα πανηγύρια τότε ήταν τρεις, τέσσερις, πέντε ζυγιές και πηγαίναμε την παραμονή, την άλλη μέρα το πανηγύρι και μετά εκαθίζαμε την από πάνω μέρα και σμίγαμε κάναμε παρέες και γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι και κάναμε παρεϊτσα κι έπαιζε πότε ο ένας πότε άλλη ζυγιά κι ακούγαμε ο ένας με τον άλλο και κλέβαμε, βέβαια, ήμασταν μικρά τότε και κλέβαμε. Ερ. Πριν φτάσουμε στα γλέντια, όμως, θα ήθελα να κάνω δύο ερωτήσεις, επειδή είστε η πρώτη γυναίκα που βλέπουμε που παίζει βιολί. Πρώτον, ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε, αν υπήρξαν συγκεκριμένες δυσκολίες; Ασπ. Οι δυσκολίες ήτανε πώς να πάμε, με τι μέσο να πάμε. 10
Ερ. Ως γυναίκα, δηλαδή πώς σας αντιμετωπίζανε οι άλλοι συνεργάτες, οι βιολάτορες, πώς σας έβλεπε η κοινωνία, πώς σας βλέπανε στο πάλκο, γενικά όλα πώς σας αντιμετώπιζαν; Ασπ. Πολύ υπέροχα. Με τον καλύτερο τρόπο, με την καλύτερη περιποίηση, αγάπη, στοργή, πολλές φορές που καθίζαμε και παραπάνω από τις μέρες του πανηγυριού, μας εκρατίζανε, μας εφιλοξενούσανε, δεν ήθελαν να φύγουμε, κλαίγαν άμα φεύγαμε. Τόσο πολύ μας εσυμπαθούσανε. Ερ. Υπήρξαν κάποιες φορές που μετανιώσατε, που είπατε τι θέλω εγώ μ αυτά; Ασπ. Ποτέ. Κάθε φορά που πήγαινα και κάπου αλλού, περισσότερο αγαπούσα τη δουλειά, περισσότερο αγαπούσα τη μουσική. Ερ. Οι άλλοι οργανοπαίχτες πώς σας βλέπανε; Ασπ. Καλά μας εβλέπανε. Ερ. Εσάς ειδικά και την αδερφή σας στην αρχή; Ασπ. Δεν είχαμε με κανένα κόντρες, αντιζηλίες, τίποτα. Δηλαδή ένα πράμα που μπορώ να πω δεν γίνεται εύκολα στην εποχή μας. Δεν εμάλωσα με κανένα, δεν παραπονέθηκε κανείς, δεν εστενοχώρησα κανένα, όλους τσι νόμιζα φίλους μου και ανώτερούς μου, δεν είπα ποτέ ότι «κοίταξε, εγώ ξέρω καλλιά από σένα». Ερ. Ούτε σε στενοχώρησε κανείς ποτέ; Ασπ. Δεν θυμάμαι να με στενοχώρεσε κανείς. Καμιά φορά ναι, γιατί, βέβαια, όπως να ναι το επάγγελμα αυτό έχει και κάποιους ανταγωνισμούς, ήθελε να πάμε κάπου να βάλουνε τα μεγάφωνα -τότε ήταν τα χωνάκια, ήταν πολύ ενοχλητικά- να βάλουμε τα χωνάκια απέναντις ακριβώς που ήμουνα εγώ για να με καθηλώσουνε, να πάρουνε την πελατεία τη δική μου. Όμως εγώ αδιαφορούσα, δεν μ ένοιαζε. Πολλές φορές και χωρίς μεγάφωνο έπαιζα εγώ και πάλι πελατεία ερχότανε σε μένα, ξημερωνόμαστε, κλειούσαν άλλα μαγαζιά «αφού ήρθε εδώ η Ασπασία τελείωσε εμάς η δουλειά μας». Ερχότανε κόσμος. 11
Ερ. Δηλαδή συγκεκριμένες δυσκολίες ή προβλήματα δεν είχατε; Ή από συμπεριφορά κάποιων πάνω στο μεθύσι; Ασπ. Αυτά ναι, οπωσδήποτε. Να ρχονται τώρα επίτηδες, να πάω εγώ να την κεράσω, να τηνε μεθύσω, ερχότανε, αλλά εγώ δεν ξέρω βρε παιδί μου, ο Θεός με βοηθούσε, μάλλον γιατί, πάντα ξεκινούσαμε με τη δύναμη του Θεού και με την ευχή της μάνας μου. Δηλαδή «πρόσεχε παιδί μου, άντε στο καλό, η ευκή μου μαζί σας» που λένε ευχή γονιού αγόραζε, είναι γεγονός αυτό. Και δεν είχα κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Ερ. Τραγουδούσατε κιόλας όταν παίζατε; Ασπ. Ναι, συνέχεια. Απ όταν εκαθόμαστε από βραδίς πιάναμε στο πανηγύρι το γλέντι. Πολλές φορές ξημερωνόμαστε και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Ερ. Εσείς τραγουδούσατε ή καλύτερα ήταν να τραγουδάει ο αδερφός σας ή κάποιος άλλος; Ασπ. Κι οι δυο τραγουδούσαμε. Παύλ. Περισσότερο τραγουδούσε εκείνη. Εγώ τώρα τελευταία άρχισα και τραγουδούσα στην αρχή την άφηνα τραγουδούσε μόνη της. Ασπ. Μαντινάδες κείνη την ώρα που ήθελε να σηκωθεί ο χορευτής, να τον κοιτάξω από πάνω ως κάτω, να ταιριάξω την μαντινάδα την κατάλληλη. Στις μαντινάδες δεν μπορούσε κανείς να με φτάσει. Ερ. Δηλαδή έβγαζες και δικές σου μαντινάδες; Ασπ. Δικές μου, ναι, οι περισσότερες. Ερ. Εκείνη τη στιγμή; Ασπ. Κείνη τη στιγμή. Ερ. Ακόμα συνεχίζεις να βγάζεις; Ασπ. Κι ακόμα. Ερ. Δηλαδή θα μπορούσες να μου πεις μια μαντινάδα τώρα, αυτή τη στιγμή, έτσι να βγάλεις μια μαντινάδα και να μου πεις; Ασπ. Ναι. Ερ. Για πες μου μία. 12
Ασπ. «Βλέπω σε και χαμογελάς / μ αρέσει η ματιά σου / αχ και να ταν δυνατό / να μαι πάντα κοντά σου». Ερ. Ωραία. Να πεις και στην Ειρήνη μία. Ασπ. Και στην Ειρήνη. «Όλα ου είναι όμορφα / αγγελοστολισμένη / χαρά στηνε την αγκαλιά / εσένα που προσμένει». Ερ. Και στη Ρενάτα; Ασπ. «Μαύρα ναι τα ματάκια σου / μαύρα ναι φίνα-φίνα / και κόκκινα τα χείλη σου / σα τη γαροφαλίνα». Ερ. Ευκολότατα τις βγάζετε. Ασπ. Στο ΙΚΑ που πάω καμιά φορά, γιατί έχω προβλήματα, όπως όλος ο κόσμος, στο γιατρό, με ξέρουνε τώρα «έλα δω, έλα δω» να δείτε λέω μαντινάδες και γίνεται χαμός. Ερ. Να μας πείτε λίγα πράγματα για τα γλέντια εκείνη την εποχή και για το πού καθόσασταν οι μουσικοί; Ασπ. Αυτό είναι άλλο πράγμα τώρα, πού καθόμαστε και πώς περνούσαμε τις βραδιές εκεί ήταν το πρόβλημα το μεγάλο, γιατί έπρεπε να χαμε αντοχή, δεν είχαμε και τα μεγάφωνα που χουνε τώρα, τις ευκολίες. Πολλές φορές εκαθίζαμε και σε πεζουλάκια, αυλές. Τα καφενεία τότε στα χωριά ήταν και ένα και δύο και τρία, έτσι όπως είναι η πλατεία και κάνανε όλα γλέντια, κάθε καφετζής να βγάλει κάτι. Περίμεναν ένα πανηγύρι να ψωνίσουνε, να πάρουνε τα λουκουμάκια τους, να πάρουνε τα μεζεδάκια τους, να μαζευτεί ο κόσμος, να στρώσουνε παγκάκια γύρωγύρω, να μαζευτούνε οι χωριατοπούλες, τα παιδιά κι ο παπάς ακόμα που λειτουργούσε εκείνη την εποχή, να το στρώσουμε στο γλέντι μόλις ήθελε να βγούνε απ την εκκλησία, τον εσπερινό. Και την άλλη μέρα πάλι όταν εβγαίνανε απ την εκκλησία, να το στρώσουνε στο γλέντι. Ερ. Σαββατοκύριακο ή οποιαδήποτε μέρα; Ασπ. Όχι, πανηγύρι τσι Παναγίας φερ ειπείν, του Αϊ-Γιάννη, όλα τα πανεγύρια αυτά. 13
Ερ. Ήταν συνήθειο στα πανηγύρια, σε όλα τα πανηγύρια, να γλεντάτε μετά τον εσπερινό, μέχρι το πρωί και πάλι μετά τη λειτουργία μέχρι το βράδυ; Ασπ. Και το βράδυ κι ύστερα το βράδυ πάλι συνέχεια μέχρι το πρωί. Είχανε συνήθειο πάλι οι χωριάτες να πάρουνε τους οργανοπαίχτες, να σμίξουν η παρέα, να γυρίζομε στα σπίτια, να σφάζονε κότες, να μας εκάνονε τραπέζια, αλλά θέλαμε αντοχή. Εγώ αυτή τη στιγμή, που είμαι σ αυτά τα χρόνια που χω φτάσει μέχρι σήμερα, λέω πώς τα πέρασα και πώς άντεξα αυτές τις ταλαιπωρίες. Κρυώματα, να μην υπάρχουνε φώτα, να σβήνουνε τα λούξια, που είχανε τότε λούξια. Παύλ. Ανάλογα το μέρος που πηγαίναμε, ανάλογα το καφενείο ήταν και η θέση μας που έπρεπε να κάτουμε. Ή σ ένα πεζούλι ή σ ένα δέντρο από κάτω ή βάναμε μια σανίδα, μια πόρτα να πούμε έτσι με δυο τελάρα και καθίζαμε επάνω. Στο Ηράκλειο ήταν το συνήθειο να καθόμαστε στη μέση. Ερ. Αυτό ήθελα να ρωτήσω, καθόσασταν στη μέση ή στην άκρη; Παύλ. Εμείς καθίζαμε πάντα σε μια άκρη. Στο Ηράκλειο τώρα τελευταία κάθονται κι αυτοί σε μιαν άκρη στις εξέδρες, όπως εξελίχτηκε το πράμα. Όταν πρωτοπήγαμε στο Ηράκλειο εμείς εκαθίζαμε στη μέση της χορεύτρια να το πούμε έτσι στην εξέδρα και ή θα τανε κανά δέντρο στη μέση ή έτσι. Και ο χορός ήτανε γύρω-γύρω. Ερ. Καλά, εδώ το συνήθειο ήταν να κάθεστε στην άκρη; Παύλ. Εδώ το συνήθειο ήταν σα βγεις καθίζαμε σε μια ακρούλα, σε μια γωνιά, σ ένα μέρος όπου να βόλευε βέβαια, να τανε φάτσα του χορού. Ασπ. Στη Βόνη Ηρακλείου της Αγιά- Μαρίνας κάνουν ένα πολύ μεγάλο πανηγύρι και όταν επρωτοπήγαμε μας εκάτσανε χάμου και μου φάνηκε παράξενο «παιδιά» λέω «δεν γίνεται το γλέντι, πρώτα-πρώτα δεν μπορεί να μας εδούν οι άλλοι και να έρχονται να στριμωχτούνε εδώ για να μας εβλέπουνε, γυρίζει γύρω-γύρω ο χορός δεν ξέρω ποιου θα πω 14
την μαντινάδα, δεν έχω τη σειρά αυτή». Ύστερα παραδεχτήκανε και βάλανε κι αυτοί εξέδρα. Παύλ. Μετά από ένα, δυο χρονιές που πήγαμε, το πανε και άλλοι. Ερ. Δηλαδή καθίσατε σε κείνο; Ασπ. Στη μέση. Παύλ. Στη μέση της χορεύτρας, στη μέση της πλατείας, στη μέση εκεί που χορεύανε εκάθιζε ο οργανοπαίχτης και γυρίζανε γύρω-γύρω του και χορεύανε. Ερ. Υπήρχε, δηλαδή, αντικειμενική δυσκολία να δείτε πώς πάνε τα βήματα και να πείτε την μαντινάδα; Παύλ. Ναι, ήταν πολύ δύσκολο, μας φαινόταν πολύ παράξενο, ιδιότροπο ήτανε, δεν μπορούσες να γυρνάνε γύρω-γύρω και να κάθεσαι στη μέση. Και η σκόνη και όλα αυτά τα πράματα. Ενώ όταν είσαι σε μια εξέδρα και βλέπεις τον κόσμο απέναντί σου είναι διαφορετικά. 15