ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Νοεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 70/83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Μαρτίου 1994 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Νοεμβρίου 1991 *

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 28ης Οκτωβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουλίου 1989 * που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Transcript:

BUSSENI ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 * Στην υπόθεση C-221/88, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του πτωχευτικού τμήματος του Tribunale της Brescia προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα ( ΕΚΑΧ ) και Acciaierìe e ferriere Busseni SpA, υπό πτώχευση, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της συστάσεως 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα ( ΕΕ L 144, σ. 40), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Μ. Zuleeg, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, G. F. Mancini, R. Joliét, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και F. Grévisse, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: J. Mischo γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική. Ι-519

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η ανακόπτουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία εκπροσωπείται από τον Enrico Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, η καθής στην κύρια δίκη, εκπροσωπουμενη από τον Sandro Conti, δικηγόρο στο Corte di cassazione, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της ιταλικής κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo Braguglia, avvocato dello Stato, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Οκτωβρίου 1989, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με Διάταξη της 28ης Απριλίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Αυγούστου 1988, το Tribunale της Brescia υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της συστάσεως 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα ( ΕΕ L 144, σ. 40, στο εξής: η σύσταση ). 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ της ΕΚΑΧ και της εταιρίας υπό πτώχευση Acciaierie e ferriere Busseni SpA (στο εξής: Busseni) αναφορικά με την προνομιακή ικανοποίηση ορισμένων απαιτήσεων της ΕΚΑΧ από την πτωχευτική περιουσία της εταιρίας. Ι-520

BUSSENI 3 Αφού η Busseni κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 3 Φεβρουαρίου 1987, η ΕΚΑΧ ζήτησε, αφενός, την προνομιακή ικανοποίηση από την πτωχευτική περιουσία απαιτήσεως ύψους 246 652 086 ιταλικών λιρετών ( LIT ) λόγω μη καταβληθεισών εισφορών και προσαυξήσεων λόγω καθυστερήσεως, αφετέρου δε, την ικανοποίηση απαιτήσεως που είχε ως εγχειρόγραφος δανειστής, ύψους 4 480 192 938 LIT, και η οποία προερχόταν από πρόστιμα και προσαυξήσεις λόγω καθυστερήσεως. 4 Ο εισηγητής δικαστής απέρριψε την αίτηση της ΕΚΑΧ να αναγνωριστεί η προνομιακή κατάταξη μέρους των απαιτήσεων της βάσει της συστάσεως. Κατόπιν αυτού η ΕΚΑΧ άσκησε ανακοπή ενώπιον του Tribunale της Brescia. 5 Το Tribunale διαπίστωσε ότι, δυνάμει της συστάσεως, τα κράτη μέλη όφειλαν να παράσχουν, το αργότερο ως την 1η Ιανουαρίου 1988, στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης το ίδιο προνόμιο με αυτό που προβλέπεται για τις φορολογικές τους απαιτήσεις και, σε περίπτωση που υφίστανται διαφορετικά προνόμια ανάλογα με τους φόρους, προνόμιο ίδιας τάξεως με το παρεχόμενο στις απαιτήσεις του Δημοσίου από το φόρο προστιθέμενης αξίας. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τη σύσταση, το Tribunale διερωτήθηκε αν η σύσταση αυτή μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, μολονότι δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία για τη μεταφορά αυτή μέτρα, να παράσχει άμεσα, εντός της ιταλικής έννομης τάξης, προνόμιο στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ. 6 Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunale υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα: «1 ) Η σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ, της 13ης Μαΐου 1986, η οποία προβλέπει [στις περιπτώσεις πτωχευτικών διαδικασιών ( άρθρα 1 και 2 )] ότι τα κράτη μέλη που παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου προνόμιο το οποίο καλύπτει ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας του υποχρέου έχουν την υποχρέωση να παρέχουν το ίδιο προνόμιο στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης και ότι τα κράτη αυτά, εφόσον παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου γενικά ή ειδικά προνόμια διαφορετικής τάξης, ανάλογα με το είδος του φόρου, έχουν επίσης την υποχρέωση να παρέχουν στις εισφορές ΕΚΑΧ προνόμιο της ίδιας τάξης με το προνόμιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει άμεση και απευθείας ισχύ στα κράτη μέλη, ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια ανεξάρτητα από το αν τα κράτη στα οποία απευθύνεται έχουν λάβει μεταγενέστερα εκτελεστικά μέτρα ή η εν λόγω σύσταση διατηρεί ( άρθρο 15 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ) τη φύση της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς της, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα για την επίτευξη των σκοπών αυτών; Ι-521

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 2) Εφόσον η εν λόγω σύσταση έχει άμεση και απευθείας εφαρμογή, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή της περιορίζεται στις απαιτήσεις από εισφορές που γεννήθηκαν μετά την έκδοση της ( 13 Μαΐου 1986 ) ή καλύπτει και τις απαιτήσεις ο γενεσιουργός λόγος των οποίων ανάγεται στο διάστημα πριν από την έκδοση της; 3) Αν αντίθετα η εν λόγω σύσταση διατηρεί την αξία της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα, είναι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988, την οποία τάσσει το άρθρο 4 στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με τη σύσταση, ανεπίδεκτη παρατάσεως και επομένως η παράβαση της γεννά, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την υποψία ότι είναι αντισυνταγματική ( λόγω παραβάσεως του άρθρου 11 του Συντάγματος) η ρύθμιση περί προνομίων, κατά το μέρος κατά το οποίο δεν προβλέπει την επέκταση του φορολογικού προνομίου και στις απαιτήσεις από τις εισφορές των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης;» 7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφιας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου 8 Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Busseni, η πράξη της οποίας ζητείται η ερμηνεία δεν είναι γνώμη αλλά σύσταση της Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης ΕΚΑΧ- πρόκειται δηλαδή για πράξη η οποία συνεπάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, υποχρέωση ως προς το σκοπό που τάσσει, αφήνει όμως σ' εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται την επιλογή των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Επομένως, οι ισχυρισμοί της Busseni επί του σημείου αυτού είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμοι. 9 Τίθεται όμως ένα ζήτημα όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή των πράξεων που εκδίδονται βάσει της Συνθήκης αυτής. Ι - 522

BUSSENI 10 Τα άρθρα 31 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 164 της Συνθήκης ΕΟΚ και 146 της Συνθήκης ΕΚΑΕ περιλαμβάνουν διατάξεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, παρά τις καθαρά τυπικές διαφορές στη φρασεολογία μεταξύ της πρώτης και των δύο άλλων Συνθηκών κατά τις διατάξεις αυτές, το Δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών αυτών. 11 Εντούτοις, ενώ οι Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ χρησιμοποιούν την ίδια διατύπωση, στο άρθρο 177 η πρώτη και στο άρθρο 150 η δεύτερη, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να ασκήσει την εξουσία του προς ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου μέσω των αιτήσεων προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια, η Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν θεσπίζει κανένα ρητό κανόνα αναφορικά με την άσκηση ερμηνευτικής εξουσίας από το Δικαστήριο. 12 Αντίθετα, η Συνθήκη ΕΚΑΧ προβλέπει ρητά στο άρθρο 41 ότι «μόνο το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις περί του κύρους των πράξεων της Ανωτάτης Αρχής και του Συμβουλίου, στην περίπτωση που διαφορά φερομένη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτό». 13 Τα άρθρα 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, όσο και αν έχουν μεταξύ τους φραστικές διαφορές, δεδομένου ότι η σύναψη των Συνθηκών αυτών δεν συνέπεσε χρονικά (η Συνθήκη ΕΚΑΧ συνήφθη το 1951, οι δε Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ το 1957 ), εκφράζουν, τόσο το πρώτο όσο και τα δύο επόμενα, μια διπλή ανάγκη, την ανάγκη της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο εξασφαλίσεως της ενότητας κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και της δημιουργίας για το σκοπό αυτό μιας αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων. 1 4 Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί σχετικά η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ ερμηνείας και εκτιμήσεως του κύρους. Αν και το άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται παρά μόνο στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων επί του κύρους των πράξεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου, η εκτίμηση του κύρους μιας πράξεως προϋποθέτει κατ' ανάγκη την προηγούμενη ερμηνεία της. Για την εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, εξάλλου, το οποίο δεν περιλαμβάνει καμία ρητή διευκρίνιση επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μόνο το ίδιο είναι αρμόδιο να ελέγχει το κύρος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων ( απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85, Συλλογή 1987, σ. 4199 ) και έτσι ευθυγραμμίστηκε ουσιαστικά με την ρητή διάταξη του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. I-523

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 15 Μολονότι, λόγω της φύσεως των εξουσιών που έχουν παραχωρηθεί στις κοινοτικές αρχές, και ιδιαίτερα στην Επιτροπή, από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την ευκαιρία να εφαρμόζουν συχνά τη Συνθήκη αυτή, καθώς και τις πράξεις οι οποίες εκδίδονται βάσει αυτής, και επομένως να έχουν αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία τους, η συνεργασία στον τομέα αυτό μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου είναι το ίδιο απαραίτητη στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσο και στο πλαίσιο των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, αφού ο στόχος της εξασφαλίσεως ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου είναι εξίσου επιτακτικός και εξίσου πρόδηλος. 16 Επομένως, θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς και τη συνοχή των Συνθηκών το να ανήκει σε τελευταίο βαθμό στο Δικαστήριο ο προσδιορισμός της έννοιας και του περιεχομένου των κανόνων που θεσπίζονται από ή με βάση τις Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, όπως προβλέπεται με την ίδια φρασεολογία από το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, πράγμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα εξασφαλίσεως ενότητας ως προς την εφαρμογή τους, ενώ παράλληλα, όταν οι σχετικοί κανόνες εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η αρμοδιότητα αυτή να ανήκει αποκλειστικά στα διάφορα εθνικά δικαστήρια, οι ερμηνείες των οποίων μπορούν να διαφέρουν, το δε Δικαστήριο να μην μπορεί να εξασφαλίσει την ενιαία ερμηνεία των κανόνων αυτών. 17 Απότο σύνολο των προηγουμένων παρατηρήσεων προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunale της Brescia. Επί του πρώτου ερωτήματος 18 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της συστάσεως, μολονότι δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της, ώστε σε ορισμένες από τις απαιτήσεις της που γεννήθηκαν από την επιβολή των αναφερομένων στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ εισφορών να αναγνωρίζεται, στις προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία περιπτώσεις πτωχεύσεως, γενικό ή ειδικό προνόμιο της ίδιας τάξεως με εκείνο που παρέχεται από τη νομοθεσία του οικείου κράτους στις απαιτήσεις του Δημοσίου από τον ΦΠΑ. 19 Κατά την Επιτροπή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου για να μπορεί να γίνεται επίκληση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου των διατάξεων των οδηγιών τις οποίες τα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμα μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τους. Ι - 524

BUSSENI 20 H Busseni θεωρεί αντίθετα ότι, αφού δεν υφίστανται εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της συστάσεως στο εθνικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ δεν μπορεί να επικαλείται ενώπιον του Tribunale τις διατάξεις της συστάσεως αυτής. 21 Πρέπει να σημειωθεί, ευθύς εξαρχής, ότι οι κανόνες τους οποίους έθεσε το Δικαστήριο για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων μιας οδηγίας που δεν έχει ακόμα μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ισχύουν και για τις συστάσεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι οποίες είναι πράξεις της ίδιας φύσεως, που συνεπάγονται υποχρέωση ως προς το σκοπό τον οποίο τάσσουν σ' εκείνους στους οποίους απευθύνονται, αφήνοντας τους όμως τη δυνατότητα επιλογής των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη του σκοπού αυτού. 22 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν οι κοινοτικές αρχές υποχρεώνουν με οδηγία τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν ορισμένη συμπεριφορά, η πρακτική αποτελεσματικότητα της πράξεως αυτής θα αποδυναμωνόταν, αν οι πολίτες και τα εθνικά δικαστήρια εμποδίζονταν να τη λάβουν υπόψη ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος που δεν έχει λάβει εμπροθέσμως τα εκτελεστικά μέτρα που επιβάλλει η οδηγία δεν μπορεί να αντιτάξει στους ιδιώτες την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η οδηγία. 'Ετσι, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς ακριβείς, είναι δυνατή η επίκληση των εν λόγω διατάξεων, καίτοι δεν έχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, είτε κατά κάθε εθνικής διατάξεως που δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία είτε στην περίπτωση κατά την οποία μπορούν να προσδιορίσουν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες είναι σε θέση να προβάλουν έναντι του κράτους (βλέπε ιδίως απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Ursula Becker, 8/81, Συλλογή 1982, σ. 53 ). 23 Αντίθετα, η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται παρά μόνο έναντι του οικείου κράτους μέλους και των άλλων δημοσίων αρχών. Από αυτό έπεται ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων της οδηγίας κατά των προσώπων αυτών ( απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ). 24 Όμως, στις περιπτώσεις όπου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οι απαιτήσεις της ΕΚΑΧ συντρέχουν όχι μόνο με τις απαιτήσεις του Δημοσίου, αλλά επίσης με τις απαιτήσεις άλλων δανειστών της επιχειρήσεως, η εφαρμογή της συστάσεως δεν παράγει αποτελέσματα μόνο έναντι του κράτους στο οποίο απευθύνεται, αλλά ενδέχεται να περιορίσει τις πιθανότητες ικανοποιήσεως των απαιτήσεων ορισμένων από αυτούς τους άλλους δανειστές. Ι-525

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 25 Πράγματι, η αποδοχή του αιτήματος που υπέβαλε η ΕΚΑΧ ενώπιον των αρμοδίων εθνικών οργάνων, με το οποίο ζήτησε να θεωρηθούν, βάσει της συστάσεως, ορισμένες από τις απαιτήσεις της ως προνομιακές, δεν θα επηρέαζε μόνο τη θέση του οικείου Δημοσίου, αλλά θα μετέβαλλε κατ' ανάγκη τη θέση των διαφόρων πιστωτών κατά τη διαδικασία της πτωχεύσεως. Επομένως, η παροχή προνομίου σε ορισμένες απαιτήσεις της ΕΚΑΧ θα έθιγε άμεσα τα δικαιώματα όλων εκείνων των άλλων δανειστών της επιχειρήσεως, στις απαιτήσεις των οποίων δεν αναγνωρίζεται κανένα προνόμιο ή αναγνωρίζεται μόνο προνόμιο ίσο ή κατώτερο από εκείνο των απαιτήσεων που έχει το Δημόσιο από τον ΦΠΑ. 26 Από όλα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι, εφόσον η εν λόγω σύσταση έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν δυνατή την επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μιας οδηγίας που δεν έχει ακόμα μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται τη σύσταση αυτή έναντι των κρατών, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της ΕΚΑΧ θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της Κοινότητας αυτής. Αντίθετα, το παρεχόμενο στην ΕΚΑΧ προνόμιο δεν μπορεί να θίξει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πέραν του Δημοσίου, όπως θα διαμορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των πιστωτών αν δεν υπήρχε η σύσταση. 27 Απομένει έτσι να εξεταστεί αν η σύσταση έχει τα χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν δυνατή την επίκληση της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δηλαδή αν οι διατάξεις της δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς συγκεκριμένες. 28 Πρώτον, η υποχρέωση που επιβάλλεται με τα άρθρα 1 και 2 της συστάσεως στα κράτη μέλη να παρέχουν προνόμιο στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ που γεννώνται από την επιβολή των αναφερομένων στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ εισφορών είναι επαρκώς συγκεκριμένη. 29 Δεύτερον, αφού το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, της συστάσεως, που ορίζει ότι οι διατάξεις της συστάσεως εφαρμόζονται στις διαδικασίες εισπράξεως οι οποίες είναι ακόμη εκκρεμείς κατά την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή της συστάσεως, επιτάσσει στα κράτη να διασφαλίσουν, «με κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις, τη δέουσα έννομη προστασία των δικαιωμάτων των άλλων δανειστών της υπόχρεου επιχείρησης» και θέτει έτσι μια προϋπόθεση για την εφαρμογή της συστάσεως, προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά παρά μόνο την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων δανειστών πλην της ΕΚΑΧ και του οικείου Δημοσίου. I-526

BUSSENI 30 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η σύσταση έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί, μετά τη λήξη της τασσόμενης για την εν λόγω μεταφορά προθεσμίας, να επικαλεστεί τις διατάξεις της κατά του κράτους μέλους το οποίο δεν την έχει μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της ΕΚΑΧ, και δεν θα θίγει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πλην του Δημοσίου, όπως θα διαμορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των πιστωτών αν δεν υπήρχε η σύσταση. Επί του δευτέρου ερωτήματος 31 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η σύσταση, της οποίας η ΕΚΑΧ μπορεί υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις να ζητήσει την εφαρμογή στην έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, παρέχει στην Κοινότητα δικαίωμα προνομιακής ικανοποιήσεως για όλες τις απαιτήσεις τις οποίες έχει έναντι των επιχειρήσεων λόγω των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της ΕΚΑΧ, όποιος και αν είναι ο χρόνος γενέσεως τους, ή μόνο για εκείνες που γεννήθηκαν μετά την έκδοση της. 32 Δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 της συστάσεως, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη «το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1988». Από αυτό προκύπτει, όπως εκτέθηκε προηγουμένως, ότι από την 2α Ιανουαρίου 1988 ήταν δυνατή, εφόσον δεν είχαν ληφθεί μέτρα για τη μεταφορά της, η επίκληση των διατάξεων της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. 33 Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, «τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται στις διαδικασίες είσπραξης οι οποίες διεξάγονται κατά την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας σύστασης». Από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ήταν δυνατή η επίκληση της συστάσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε όλες τις πτωχευτικές διαδικασίες που δεν είχαν περατωθεί στις 2 Ιανουαρίου 1988. 34 Όσον αφορά δε το ζήτημα αν η σύσταση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση προνομίου στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ που γεννήθηκαν πριν από την έκδοση της, ζήτημα το οποίο αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του υποβληθέντος ερωτήματος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως, η Επιτροπή θέλησε, με τη διάταξη αυτή, να ισχύσει το παρεχόμενο με τη I-527

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 σύσταση προνόμιο «στις διαδικασίες όπου υπάρχουν περισσότεροι πιστωτές και διεξάγονται ακόμα κατά την ημερομηνία» της ενάρξεως της εφαρμογής της συστάσεως, «προκειμένου να εξασφαλιστεί η περισσότερο εκτεταμένη είσπραξη [ είσπραξη του κατά το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους] των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από την επιβολή των εισφορών στα χρόνια» πριν από τη θέσπιση της. 35 Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Busseni, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να εμποδίσει την παραχώρηση προνομίου σε απαιτήσεις οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της διατάξεως που το θεσπίζει, εφόσον, όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να παρακωλύει, κατά τρόπο γενικό, την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επί των μελλοντικών συνεπειών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση ( απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1987, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, 278/84, Συλλογή 1987, σ. 1 ). 36 Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως έχει την έννοια ότι η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται το προνόμιο της, υπό τις προϋποθέσεις και τις επιφυλάξεις που καθορίζονται ανωτέρω, για το σύνολο των απαιτήσεων της εξ εισφορών των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατά των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου της γεννήσεως τους, εφόσον, κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ικανοποιήσεως των πιστωτών, οι απαιτήσεις αυτές μπορούν ακόμη να συμπεριληφθούν στο παθητικό της πτωχεύσεως. Επί του τρίτου ερωτήματος 37 Με το τρίτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988, την οποία η σύσταση τάσσει στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. 38 Όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Ursula Becker, όπ.π. ), από το γράμμα του άρθρου 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει ότι οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη στα οποία απευθύνονται υποχρέωση αποτελέσματος, προς την οποία οφείλουν να συμμορφώνονται εντός των προθεσμιών που τους τάσσουν οι ίδιες οι οδηγίες. I-528

BUSSENI 39 Από την αρχή αυτή, η οποία ισχύει για τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προκύπτει ότι η λήξασα την 1η Ιανουαρίου 1988 προθεσμία, την οποία τάσσει η σύσταση με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα. 40 Συνεπώς η παράλειψη από ένα κράτος της μεταφοράς της συστάσεως στο εθνικό του δίκαιο μέχρι τη λήξη της τασσόμενης προθεσμίας αποτελεί παράβαση του κοινοτικού δικαίου. 4ΐ Επομένως, πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της συστάσεως έχει την έννοια ότι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988 την οποία τάσσει έχει αναγκαστικό χαρακτήρα και η υπέρβαση της συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Επί των δικαστικών εξόδων 42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των διαδικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunale της Brescia με Διάταξη της 28ης Απριλίου 1988, αποφαίνεται: 1 ) Η σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί, μετά τη λήξη της τασσόμενης για την εν λόγω μεταφορά προθεσμίας, να επικαλεστεί τις διατάξεις της κατά του κράτους μέλους το οποίο δεν την έχει μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της ΕΚΑΧ, και δεν θα θίγει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πλην του Δημοσίου, όπως θα δια- I - 529

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1990 - ΥΠΟΘΕΣΗ C-221/88 μορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των δανειστών αν δεν υπήρχε η σύσταση. 2) Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως έχει την έννοια ότι η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται το προνόμιό της, υπό τις προϋποθέσεις και τις επιφυλάξεις που καθορίζονται ανωτέρω, για το σύνολο των απαιτήσεων της εξ εισφορών των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατά των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου της γεννήσεως τους, εφόσον, κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ικανοποιήσεως των πιστωτών, οι απαιτήσεις αυτές μπορούν ακόμη να συμπεριληφθούν στο παθητικό της πτωχεύσεως. 3) Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της συστάσεως έχει την έννοια ότι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988 την οποία τάσσει, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα και η υπέρβαση της συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Due Κακούρης Schockweiler Zuleeg Koopmans Mancini Joliét O'Higgins Moitinho de Almeida Rodríguez Iglesias Grévisse Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Φεβρουαρίου 1990. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος Ο. Due Ι - 530