ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2017 ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β1. Ο Πρωταγόρας σ αυτό το σημείο προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για τη συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή. Το επιχείρημά του αυτό στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, δεν το θεμελιώνει λογικά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν έχει ουσιαστική και αντικειμενική βάση. Γι αυτό και ακολουθεί η εμπειρική απόδειξη με τη λέξη τεκμήριον. Τονίζει ότι οι Αθηναίοι χλευάζουν και αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη οργή κάθε άνθρωπο που διατείνεται λόγου χάρη ότι είναι επιδέξιος αυλητής ή κάτοχος κάποιας άλλης τέχνης ενώ δεν είναι. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι συγγενείς τρέχουν κοντά του και του δίνουν νουθεσίες με την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ανισόρροπος. Θεωρείται τρελός επίσης εκείνος που λέει ότι δεν έχει ηθικές αρχές. Και γι αυτό υπάρχει η αντίληψη ότι όλοι ανεξαιρέτως έχουν ηθικές αρετές, την αιδώ και τη δίκη, τα δώρα του Δία. Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δεν διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. Αφού λοιπόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνύπαρξη των ανθρώπων η πολιτική αρετή, αν κάποιος στερείται τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, την αρετή του πολίτη γενικά, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει. Διαφορετικά δεν έχει θέση στην ανθρώπινη κοινωνία. Ερώτηση 4 φροντιστηριακού φυλλαδίου Ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει ότι η αρετή διδάσκεται χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα. Να τα καταγράψετε και να τα αξιολογήσετε. Ο Πρωταγόρας, προκειμένου να αποδείξει το διδακτικό χαρακτήρα της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί τα ακόλουθα επιχειρήματα: α) Τα μειονεκτήματα που οφείλονται στη φύση και στην τύχη δεν επιδέχονται διόρθωση. Έτσι, αν κάποιος καυχιέται για παράδειγμα ότι είναι καλός αυλητής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι υπόλοιποι οργίζονται μαζί του και τον νουθετούν σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με την πολιτική αρετή. Αν κάποιος διαλαλεί ότι είναι άδικος, θεωρείται τρελός. Αυτό σημαίνει πως όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι μετέχουν στη δικαιοσύνη. Άλλωστε, τα ελαττώματα που δεν προέρχονται από τη φύση και την τύχη, μπορούν να διορθωθούν. Αυτό σημαίνει ότι επιδέχονται διδασκαλία, προκειμένου να γίνουν προτερήματα. β) Όλοι οι Αθηναίοι δέχονται συμβουλή από οποιονδήποτε για ζητήματα σχετικά με την πολιτική αρετή. Αυτό σημαίνει πως πιστεύουν ότι όλοι οι συμπολίτες τους είναι ειδικοί στα θέματα αυτά, γεγονός που πιστοποιεί τη συμμετοχή τους στην πολιτική αρετή.
Β2. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η συμμετοχή στην πολιτική αρετή, πρέπει να εκδηλώνεται είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Αυτό σημαίνει πως κάποιος πρέπει να την κατέχει ή να προσποιείται ότι την κατέχει, διότι αυτή αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης. Έτσι, όποιος δε μετέχει σ αυτή δεν πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρώπων. Η τιμωρία που προτείνει ο Πρωταγόρας είναι πολύ σημαντική δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, εκτός κι αν είναι θεός ή θηρίο, σύμφωνα με τη θεωρία του Αριστοτέλη περί της έμφυτης κοινωνικότητας. Απ την άλλη, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική αντίληψη ο «άπολις» αντιμετώπιζε τον κοινωνικό διασυρμό, απομονωνόταν κοινωνικά και στιγματιζόταν εφ όρου ζωής από τους συμπολίτες του. Ερώτηση 8 φροντιστηριακού φυλλαδίου. «Τεκμήριον»: Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για τη συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή. Ποια είναι αυτή; Γιατί θεωρείται «τρελός» όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή; Στην προσπάθειά του ο Πρωταγόρας να αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη. Στα άλλα ειδικότερα χαρίσματα, αν κάποιος ισχυρίζεται λόγου χάρη ότι είναι καλός αθλητής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι υπόλοιποι οργίζονται μαζί του, τον σέρνουν παράμερα και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή. Αν κάποιος διαλαλεί ότι είναι άδικος και όντως αυτό είναι αληθινό, οι ίδιοι οι άνθρωποι το θεωρούν αυτό τρέλα. Με άλλα λόγια, πιστεύουν πως όλοι ανεξαιρέτως μετέχουν σ αυτή. Άλλωστε, η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δε διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. Γι αυτό κι αν κάποιος στερείται τη σωφροσύνη ή τη δικαιοσύνη, την αρετή του πολίτη γενικά, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει, Η παραπάνω στάση δεν είναι κατά κοινή ομολογία επιλήψιμη, αλλά αντιθέτως ίδιον σωφροσύνης. Β3.Ο Σωκράτης έρχεται να αμφισβητήσει τη δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί είναι η επαγωγική. Για να καταλήξει στο γενικό συμπέρασμα, ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή, ξεκινά από επιμέρους περιπτώσεις και διατυπώσεις και μάλιστα εμπειρικές. Αντλεί επιχειρήματα λοιπόν όχι από τον ορθό λόγο αλλά από την καθημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας. Η πορεία του συλλογισμού του έχει ως εξής:
α) Οι Αθηναίοι θεωρούνται από τον ίδιο και από όλους τους Έλληνες σοφοί. Ο Σωκράτης εκφράζει εδώ τη διάχυτη αντίληψη όλων των Ελλήνων για τη φήμη των Αθηναίων. Τον 5 ο αι.πχ η Αθήνα κατέστη όχι μόνο πολιτικό, αλλά και σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο, στο οποίο έρχονταν απ όλα τα μέρη της Ελλάδας όσοι επιθυμούσαν να εργαστούν ως καλλιτέχνες ή να μορφωθούν ή να θαυμάσουν την πόλη και τα επιτεύγματα του πολιτισμού της. β) Στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας του δήμου οι Αθηναίοι, όταν πρόκειται να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις για θέματα τεχνικά (αρχιτεκτονικής, ναυπηγικής), εφαρμόζουν την αρχή της εξειδίκευσης και ζητούν την άποψη των ειδικών. Αυτό αποδεικνύει πόσο προχωρημένη ήταν η ανάπτυξη στην οργάνωση της αθηναϊκής οικονομίας και διοίκησης. Οι Αθηναίοι από τότε αναγνώριζαν την αρμοδιότητα του εμπειρογνώμονα, του μόνου αρμόδιου να εγγυηθεί για την άρτια εκτέλεση των έργων κοινής ωφελείας, τα οποία και μεγάλη δαπάνη απαιτούν και συμβάλλουν στην οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική πρόοδο. Όταν κάποιος έκανε κατάχρηση του δημοκρατικού δικαιώματος της ισηγορίας, αυτός γινόταν αντικείμενο χλευασμού και αποδοκιμασιών, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική του κατάσταση ή την εξωτερική του εμφάνιση. γ) Όταν, όμως, πρόκειται για θέματα που συνδέονται με τη διοίκηση (διακυβέρνηση) της πόλης, όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, ευγενείς και λαϊκοί, καθώς και πάσης φύσεως επαγγελματίες εκφράζουν την άποψή τους, χωρίς κανείς να τους αποδοκιμάζει, γιατί πιστεύουν ότι αυτός, ο οποιοσδήποτε χωρίς εκπαίδευση μπορεί να έχει άποψη σε πολιτικά θέματα. δ) Από τα παραπάνω προκύπτει, επομένως, ότι ο ορθός χειρισμός των θεμάτων που σχετίζονται με τη διοίκηση της πόλης, δηλαδή η πολιτική αρετή, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας, όπως οι άλλες ειδικές γνώσεις. Ο Πρωταγόρας ανταπαντά στο επιχείρημα που είχε διατυπώσει προηγουμένως ο Σωκράτης, σύμφωνα με το οποίο, την πολιτική αρετή την έχουν όλοι και επομένως αυτή δε διδάσκεται. Συγκεκριμένα, είχε αναφέρει ότι επειδή λίγοι είναι ειδικοί να δώσουν συμβουλές για θέματα σχετικά με τις διάφορες τέχνες, οι Αθηναίοι δε δέχονται τις συμβουλές άλλων, μη ειδικών και τους αποδοκιμάζουν. Αν, όμως, πρόκειται για ζήτημα πολιτικό, μπορεί να εκφέρει γνώμη οποιοσδήποτε, γιατί όλοι θεωρούνται αρμόδιοι. Ο Πρωταγόρας, μετά την εξιστόρηση του μύθου, επαναλαμβάνει το παράδειγμα του Σωκράτη με τους Αθηναίους, για να συμφωνήσει με όσα εκείνος είπε και κυρίως, για να το ερμηνεύσει διαφορετικά. Ο τόνος του με τη χρήση του οὕτω δή είναι κάπως ειρωνικός. Το δικαίωμα να εκφέρουν όλοι άποψη είναι νόμιμο, αφού η αιδώς και η δίκη -βασικές συνιστώσες της πολιτικής αρετής- είναι κτήμα όλων, ειδεμή δε θα μπορούσαν να συσταθούν πόλεις. Ο Πρωταγόρας εκφράζει μια αντιτεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, επιδοκιμάζει το αθηναϊκό πολίτευμα και ιδίως το δικαίωμα ισηγορίας.
Συμπερασματικά, η πολιτική αρετή αναφέρεται ως γνώρισμα όλων των δημοκρατικών πολιτών, αφού δόθηκε από το Δία σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Ωστόσο, χρειάζεται να επισημάνουμε ότι μέχρι σ αυτό το σημείο ο Πρωταγόρας έχει αιτιολογήσει την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής, δεν έχει όμως ακόμη αποδείξει ότι αυτή είναι διδακτή. Και ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας αναφέρονται στη συμπεριφορά των Αθηναίων στην εκκλησία του δήμου, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν διαφορετικές απόψεις. Ο Σωκράτης με βάση το δεδομένο αυτό υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται. Αντίθετα, ο Πρωταγόρας θεωρεί ότι αυτή η στάση των Αθηναίων δεν προκύπτει από πίστη ότι δε διδάσκεται η πολιτική αρετή, αλλά από πίστη στην υποχρέωση και αναγκαιότητα της καθολικής συμμετοχής. Είναι φανερό ότι ο Πρωταγόρας υποστηρίζει μια δημοκρατική αντίληψη για την πολιτική αρετή, που είναι αντίθετη με τη γνώμη του Σωκράτη και του Πλάτωνα, οι οποίοι, θεωρώντας την αρετή ως επιστήμη, αναγνώριζαν για κατόχους της όχι όλους τους ανθρώπους, αλλά τους ειδικούς, τους διανοούμενους και τους επιστήμονες. Ώστε, η δημοκρατική για την πολιτική αρετή αντίληψη δικαιολογεί, κατά τον Πρωταγόρα, τη συμπεριφορά των Αθηναίων πολιτών στην εκκλησία του δήμου. Β4 Σ, Λ, Σ, Σ, Λ, Β5α ἴωσιν: εισιτήριο δεῖ: ένδεια ἀνέχονται: έξη εἰδῶσιν: συνείδηση Β5β Σε όλη του τη ζωή τον διέκρινε η αρετή της υπομονής. Απουσίασε από την εργασία του χωρίς προφανή λόγο. Η ανάγνωση μυθιστορημάτων καλλιεργεί τη δημιουργική φαντασία των παιδιών Γ1.Μετάφραση Γιατί όταν ο λόγος στερηθεί και την άποψη του ομιλητού και τη φωνή του και τις μεταβολές/αλλαγές που συμβαίνουν στην εκφώνηση ρητορικών λόγων, μαζί μ αυτά και τη βιασύνη και τη φροντίδα για την ολοκλήρωση της πράξης, και δεν υπάρχει τίποτε που να βοηθάει και να τον κάνει πειστικό, αλλά όταν απ
όλα αυτά που προαναφέρθηκαν ο λόγος είναι έρημος και γυμνός, και τον διαβάζει κάποιος χωρίς πειστικότητα και χωρίς να ενσωματώνει κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα, ακριβώς σα να κάνει απαρίθμηση -εύλογα, νομίζω, φαίνεται ασήμαντος στους ακροατές. Αυτά βέβαια θα μπορούσαν να βλάψουν και να κάνουν να φαίνεται χειρότερος ο λόγος που παρουσιάζεται τώρα. Γ2α ἀνάγνωθι ἀπαριθμοῖεν ἀκούσεσθαι μάλα φανῆτε Γ2β Τοῦ μέν προειρημένου ἃπαντος ἔρημοι γένωνται Γ3α Αντικείμενο στο ἀποστερηθῇ Επιθετική μετοχή ως γενική αντικειμενική στο ἔρημος Κατηγορούμενο στο λόγος μέσω του συνδετικού ρήματος γένηται Επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο δοκεῖ Επιθετική μετοχή σε θέση δοτικής προσωπικής του κρίνοντος προσώπου στο δοκεῖ Γ3β Η πρόταση είναι κύρια κρίσεως γιατί πριν την αναφορική αντωνυμία ἃπερ προηγείται ισχυρό σημείο στίξης. Εκφέρεται με δυνητική ευκτική που δηλώνει το δυνατόν να γίνει σε παρόν και μέλλον.
ἃπερ: υποκείμενο στο ρήμα βλάψειεν (αττική σύνταξη) τόν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή σε θέση αντικειμένου στο βλάψειεν Φαυλότερον: κατηγορούμενο στο τον ἐπιδεικνύμενον μέσω του φαίνεσθαι Φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο του ποιήσειεν