Βασική νοµοθεσία Άρθ. 1 Ν. 2251/1994 [2] [2] N. 2251/1994 Προστασία των καταναλωτών (ΦΕΚ A 191/16.11.1994) Άρθρο 1. Γενικές διατάξεις. 1. Η Πολιτεία µεριµνά για τα συµφέροντα των καταναλωτών. 2. Η Πολιτεία µεριµνά ιδίως για: α) την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, β) τα οικονοµικά τους συµφέροντα, γ) την οργάνωσή τους σε ενώσεις καταναλωτών, δ) το δικαίωµα ακρόασής τους σε θέµατα που τους αφορούν και ε) την πληροφόρηση και επιµόρφωσή τους σε καταναλωτικά θέµατα. 3. Οι διατάξεις που προστατεύουν τους καταναλωτές ισχύουν τόσο στον ιδιωτικό τοµέα όσο και για τις επιχειρήσεις οποιασδήποτε µορφής του δη- µόσιου τοµέα και των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης. 4. Κατά την έννοια αυτού του νόµου: α) Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και κάθε αποδέκτης του διαφηµιστικού µηνύµατος. β) Προµηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελµατικής ή επιχειρηµατικής του δραστηριότητας, προ- µηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προµηθευτής είναι και ο διαφηµιζόµενος. Προµηθευτής είναι επίσης και ο παραγωγός ως προς την ευθύνη του για ελαττωµατικά προϊόντα. Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία: Αδαµαντίδου Ε.: Αποκρατικοποίηση Εκσυγχρονισµός των δηµοσίων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και προστασία των καταναλωτών, Αρµ 1998,787. Αθανασίου Λ.: Ζητήµατα προστασίας του επιβάτη αεροπορικών µεταφορών ως καταναλωτή: Σύγχρονες τάσεις και προβληµατισµοί, ΕπισκΕΔ 7
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 2002, 33. Αλεξανδρίδου Ε.: Ζητήµατα Εµπορικού Δικαίου και Δικαίου προστασίας του καταναλωτή. 1994. Ιδίας: Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Ελληνικό και Κοινοτικό. 1996. Αργυρού Γ.: Η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής αγοράς και η προστασία του καταναλωτή στη νοµολογία του ΔΕΚ, ΔΕΕ 2001,1181. Γεωργακόπουλου Λ. (επιµ. Β. Παπαδογάµβρου): Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Νοµική Βιβλιοθήκη. 1996. Ιδίου: Το ελληνικό αντι-καταναλωτικό δίκαιο, ΝοΒ 1987,1346. Δέλλιου Γ.: Προστασία των καταναλωτών και σύστηµα του ιδιωτικού δικαίου. 2001. Δελούκα Ιγγλέση Κ.: Ζητήµατα προστασίας του καταναλωτή στα κράτη- µέλη της ΕΟΚ και του Συµβουλίου της Ευρώπης από άποψη νοµική, κοινωνική και οικονοµική. 1991. Ιδίας: Ελληνικό και Κοινοτικό δίκαιο του καταναλωτή. 1998. Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών: Προστασία καταναλωτή και τραπεζικές υπηρεσίες. 1997. Καλλία Αντωνίου Α.: Δικαιώµατα και προστασία του καταναλωτή. 1990. Ιδίας: Η προστασία των καταναλωτών στην Ελλάδα. 1989. Καλλία Αντωνίου Α. - Νικέα Μουράτογλου Τ. - Παλαιολόγου Ν.: Τα δικαιώµατα του καταναλωτή σύµφωνα µε το Κοινοτικό και το Ελληνικό Δίκαιο. 1993. Καράκωστα Ι. (συνεργ. Γιαννοπούλου Ε.): Κοινοτικοί Κανόνες και Εθνικό Αστικό Δίκαιο. 1997. Ιδίου (συνεργ. Τζουγανάτου Δ.): Προστασία του καταναλωτή ν. 2251/1994. 2002. Ιδίου: Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (ν. 2251/1994). Νοµική Βιβλιοθήκη 2004 Ιδίου: Βασικά ζητήµατα προστασίας του καταναλωτή στο Διαδίκτυο, ΔiΜΕΕ 2004,468 Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Δικαίου: Αποκρατικοποίηση των δηµοσίων επιχειρήσεων και προστασία καταναλωτή. Επίλυση καταναλωτικών διαφορών. 1998. Κουτσούκη Δ.: Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή. 1996. Ιδίου: Ελληνικό και Κοινοτικό Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή. 1992. Λιακόπουλου Θ.: Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, 1, 1993. Ιδίου: Βιοµηχανική Ιδιοκτησία, Ι. 1995. Λιακόπουλου Θ. - Χριστιανού Β. - Μιχαλόπουλου Γ.: Δίκαιο προστασίας καταναλωτή, Α. 1993. Μπεχρή Γ.: Ο καταναλωτής και η σύµβαση εκτός εµπορικού καταστήµατος, ΕπισκΕΔ 1995,273. Παπανεοφύτου Αγ.: Ποινική προστασία του καταναλωτή, Νοµική Βιβλιοθήκη. 1996. Περάκη Ε.: Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόµο 2251/94, ΔΕΕ 1995, 32. Ιδίου: Η σχέση του δικαίου προστασίας του καταναλωτή µε το δίκαιο του αθέµιτου ανταγωνισµού, ΔΕΕ 1996, 113. Σταθόπουλου - Χιωτέλλη - Αυγουστιανάκη: Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, 1995. Χριστιανού Β.: Κοινοτικό δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. 1997. Ν ο µ ο λ ο γ ί α : Οι διατάξεις του ν. 2251/1994 προστατεύουν τον εγγυητή: ΠΠρΑθ 1119/2002 ΔΕΕ 2002, 424 (παρατ. Μ. Ασίκη, Ε. Περάκη). Ο συµβαλλόµενος στη σύµβαση εγγυήσεως δεν είναι αποδέκτης των προσφερόµενων από την Τράπεζα υπηρεσιών και συνεπώς δεν είναι καταναλωτής µε την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 α ν. 2251/1994: ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕΔ 2002, 778 (παρατ. Κ. Παµπούκη). Η ξενοδοχειακή επιχείρηση δεν έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, αλλά του προµηθευτή υπηρεσιών: ΕφΔωδ 154/1998 ΕπισκΕΔ 1999, 1110. Απόδειξη της ιδιότητας του καταναλωτή. Μόνο οι συµβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίως καταναλωτικών αγαθών ενός ατόµου σε ιδιωτικό επίπεδο εµπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή: ΔΕΚ υπόθ. C-269/95, απόφ. 3.7.1997 ΔΕΕ 1998, 62, ΕλΔ 1998, 238. Έµπορος που δέχεται την επίσκεψη άλλου εµπόρου µε σκοπό τη 8
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 2 Ν. 2251/1994 [2] σύναψη σύµβασης διαφήµισης για την πώληση της επιχείρησής του δεν θεωρείται ως καταναλωτής προστατευόµενος από την Οδηγία 85/577/ΕΟΚ: ΔΕΚ υπόθ. C-361/ 1989, απόφ. 14.3.1991 Ποινική δίκη κατά Di Pinto, Δραστηριότητες ΔΕΚ 1991. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Άρθρο 2. Γενικοί όροι των συναλλαγών - Καταχρηστικοί γενικοί όροι. 1. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθµό µελλοντικών συµβάσεων (γενικοί όροι των συναλλαγών) δεν δεσµεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύµβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προµηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγµατική γνώση του περιεχοµένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συµβάσεων και παρεπόµενων συµφωνιών, που καταρτίζονται στην Ελλάδα, διατυπώνονται στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρούνται οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών. 3. Έντυποι γενικοί όροι συναλλαγών εκτυπώνονται ευανάγνωστα σε εµφανές µέρος του εγγράφου της σύµβασης. 4. Όροι που συµφωνήθηκαν ύστερα από διαπραγµάτευση µεταξύ των συµβαλλοµένων (ειδικοί όροι) είναι επικρατέστεροι από τους αντίστοιχους γενικούς όρους. 5. Κατά την ερµηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαµβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν µονοµερώς από τον προµηθευτή ή από τρίτο για λογαριασµό του προµηθευτή, σε περίπτωση αµφιβολίας ερµηνεύονται υπέρ του καταναλωτή. Ειδικά, όταν ελέγχεται το περιεχόµενο του γενικού όρου συναλλαγών στο πλαίσιο των διαδικασιών της παρ. 9 του άρθρου 10 (συλλογική δικαστική προστασία) και της παρ. 3 του άρθρου 14 του παρόντος νόµου προτιµάται η δυσµενέστερη για τον καταναλωτή ερµηνευτική εκδοχή, εφόσον αυτή οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου. (Όπως το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε µε το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999.) 6. Γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσµα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων 9
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 2 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωµατωµένου σε σύµβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύµβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύµβασης ή άλλης σύµβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. (Όπως η παρ. 6 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999.) 7. Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: (Όπως η πρώτη φράση της παρ. 7 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999.) α) παρέχουν στον προµηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά µεγάλη προθεσµία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύµβασης, β) περιορίζουν τις ανειληµµένες συµβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προµηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσµία καταγγελίας της σύµβασης υπερβολικά σύντοµη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά µακρά για τον προµηθευτή. δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύµβασης για χρονικό διάστηµα υπερβολικά µακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισµένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το δικαίωµα µονοµερούς τροποποίησης ή λύσης της σύµβασης χωρίς ορισµένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, στ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να καταγγείλει σύµβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσµία, ζ) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το απεριόριστο δικαίωµα να κρίνει µονοµερώς αν η παροχή του είναι σύµφωνη µε τη σύµβαση, η) επιφυλάσσουν στον προµηθευτή το απεριόριστο δικαίωµα να ορίζει µονοµερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγµα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προµηθευτής ή στο συνηθισµένο προορισµό της, ι) επιτρέπουν στον προµηθευτή να µην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, 10
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 2 Ν. 2251/1994 [2] ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίµηµα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισµό του µε κριτήρια ειδικά καθορισµένα στη σύµβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προµηθευτή για κρυµµένα ελαττώµατα του πράγµατος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρµετρα την ευθύνη του προµηθευτή, ιδ) προβλέπουν τη µετακύληση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την ευθύνη του προµηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να καταγγείλει τη σύµβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόµη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύµβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώµατά του σε περίπτωση µη εκπλήρωσης ή πληµµελούς εκπλήρωσης της παροχής του προµηθευτή, ακόµη και αν τον προµηθευτή βαρύνει πταίσµα, ιη) εµποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύµβαση), όταν η αύξηση του τιµήµατος σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης είναι υπερβολική για αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόµιµη ευχέρεια του καταναλωτή να µην εκτελέσει τη σύµβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν µέρει την καταβολή του τιµήµατος, όταν ο προµηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) απαγορεύουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε µε το τίµηµα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει µεταχρονολογηµένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προµηθευτή στη σχέση µε τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει µε συµψηφισµό προς υποχρεώσεις του από τη σύµβαση οµοειδείς απαιτήσεις του κατά του προµηθευτή, 11
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 2 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισµένους όρους της σύµβασης ή την κατάσταση των προµηθευόµενων πραγµάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγµατικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά µεγάλο µέρος του τιµήµατος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύµβασης από τον προµηθευτή, µολονότι ο προµηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή µε βάση συγκεκριµένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προµηθευτή συνίσταται σε υπηρεσίες µε κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προµηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρµετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρµετρα τα αποδεικτικά του µέσα, κη) περιορίζουν υπέρµετρα την προθεσµία, µέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στην προµηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προµηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προµηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγµατος και της προµήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση µη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρµετρη οικονοµική επιβάρυνση ή λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύµβαση στο φυσικό τους δικαστή µε την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας. 8. Ο προµηθευτής δεν µπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύµβασης για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. 9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση όταν η σύµβαση µεταξύ προµηθευτή και καταναλωτή συνδέεται στενά µε την Ελλάδα ή άλλη χώρα του Ε.Ο.Χ. ανεξάρτητα από τη συµβατική επιλογή δικαίου χώρας εκτός Ε.Ο.Χ. (Όπως η παρ. 9 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 10 παρ. 24 περ. δ του ν. 2741/1999.) 10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και για κάθε όρο σύµβασης που δεν αποτέλεσε αντικείµενο ατοµικής διαπραγµάτευσης. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείµενο ατοµικής διαπραγµάτευ- 12
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 2 Ν. 2251/1994 [2] σης, όταν ο καταναλωτής δεν µπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόµενό του. Το γεγονός ότι για ορισµένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν µεµονωµένο όρο υπήρξε ατοµική διαπραγµάτευση δεν αποκλείει την εφαρµογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύµβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύµβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατοµική διαπραγµάτευση φέρει ο προµηθευτής. (Όπως η παρ. 10 προστέθηκε µε το άρθρο 10 παρ. 24 περ. ε του ν. 2741/1999.) Σχετικές διατάξεις: άρθ. 178, 179, 281, 288, 332 παρ. 2 εδ. β ΑΚ, π.δ. 301/2002 (Προσαρµογή της νοµοθεσίας προς την Οδηγία 98/27/ΕΚ «περί των αγωγών παραλείψεως στον τοµέα της προστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών»). Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία: Αλεξανδρίδου Ε.: Γενικοί όροι συναλλαγών, προστασία του καταναλωτή και Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα, ΕλΔ 1988,642. Βελέντζα Γ.: Τραπεζικές πιστώσεις και προστασία του καταναλωτή πελάτη της τράπεζας, ΕΕµπΔ 1997,400. Ιδίου: Ενηµέρωση του καταναλωτή στις τραπεζικές συµβάσεις, ΕΤρΑξΧρΔ 2003,487. Γαζετά Κ.: Γενικοί όροι συναλλαγών και καταναλωτής. Δικαστική προστασία, Νοµική Βιβλιοθήκη. 2001. Γάλλια Β.: Ο Δικαστικός Έλεγχος επί των Γενικών Όρων της Ασφαλιστικής Σύµβασης, ΕΣυγκΔ 2001,130. Γεωργιάδη Απ.: Γενικοί όροι των συναλλαγών, ΕΕµπΔ 1989,314. Γκούσκου Α.: Ζητήµατα νοµικής προστασίας καταναλωτών πελατών τραπεζών, ΔΕΕ 1997,660. Ιδίας: Οι περιορισµοί στη συµβατική διαµόρφωση του κόστους πίστωσης κατά το ν. 2251/94, ΕΕµπΔ 1999,195. Ιδίας: Ύψος δικαιοπρακτικού τόκου τραπεζικών χορηγήσεων ιδίως στην καταναλωτική πίστη, ΧρΙΔ 2002,385. Δέλλιου Γ.: Καλή πίστη και γενικοί όροι συναλλαγών, ΝοΒ 2003,218. Ιδίου: Ο κρίσιµος βαθµός διατάραξης της συµβατικής ισορροπίας για τον έλεγχο του περιεχοµένου γενικών όρων συναλλαγών, Αρµ 2000,9. Ιδίου: Τοµές της σύγχρονης αρεοπαγητικής νοµολογίας στα ζητήµατα του συλλογικού ελέγχου των γενικών όρων καταναλωτικών συµβάσεων (Σκέψεις µε αφορµή την ΑΠ 1219/2001), ΕλΔ 2001,1495. Ιδίου: Η προστασία του καταναλωτή στις Τραπεζικές Συναλλαγές, ΝοΒ 40,820. Δελούκα Ν.: Οι γενικοί όροι των συναλλαγών - Το πρόβληµα των συµβάσεων προσχωρήσεως, 1952. Δηµητριάδη Κ.: Προστασία Καταναλωτών από επαχθείς συµβατικές ρήτρες. 1991. Δωρή Ν.: Δικαστικός έλεγχος γενικών όρων ασφαλιστηρίων για την κάλυψη της αστικής ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήµατα, ΝοΒ 1982,897. Ιδίου: Ο χαρακτηρισµός αντισυµβαλλοµένων τραπεζών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών, ΝοΒ 2004,729 επ. Ζησίµου Θ.: Σύµβαση πιστωτικής κάρτας. Καταχρηστικότητα όρων, Συνήγορος 2000,305. Καλαµπούκα Γιαννοπούλου Π.: Η προστασία του καταναλωτή στην παροχή χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών, ΔΕΕ 2000,12. Ιδίας: Η σύµβαση υπεργολαβίας, Συνήγορος 2002,120. Καράκωστα Ι.: Γενικοί όροι των συναλλαγών και ερµηνεία τους υπό το φως των συνταγµατικών και κοινοτικών διατάξεων, ΔΕΕ 1998,443. Ιδίου: Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (ν. 2251/1994). Νοµική Βιβλιοθήκη 2004. Καράση Μ.: Γενικοί Όροι Συναλλαγών. 1992. Ιδίου: Γενικοί όροι των συναλλαγών - το πρόβληµα της ερµηνείας, 1ο Συνέδριο Ελλήνων 13
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 2 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Αστικολόγων, Ναύπακτος 27-28 Μαΐου. 1995. Κοτσάµπαση Αθ.: Οι απαλλακτικές ρήτρες στους ΓΟΣ. 2001. Κοτσίρη Λ.: Προς µίαν αντικειµενικήν περί γενικών εντύπων όρων θεωρίαν, ΕΕµπΔ 1962,133. Λαδά Δ.: Ζητήµατα νοµοθετικής ρύθµισης των γενικών όρων των συναλλαγών, ΕλΔ 1998,774, Αρµ 1998,1149. Ιδίου: Γενικοί Όροι Συναλλαγών Η νοµολογιακή αντιµετώπισή τους µέσα από τη νοµοθετική ρύθµιση του ν. 2251/1994, Συνήγορος 12/1999,29. Ιδίου: Το γλωσσικό ζήτηµα των ΓΟΣ, ΔΕΕ 1996,909. Λελεντζή Α.: Ο έλεγχος των περιεχο- µένων των γενικών όρων συναλλαγών (άρθρο 2 παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994) και η πρόσφατη νοµολογία του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 2002,274. Μεντή Γ.: Γενικοί όροι συναλλαγών σε καταναλωτικές και εµπορικές συµβάσεις. 2000. Ιδίου: Γενικοί όροι τραπεζικών καταναλωτικών συµβάσεων (µε αφορµή την υπ αριθµ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου), ΧρΙΔ 2001,558. Μουζουράκη Μ.: Καταχρηστική η µονοµερής αύξηση του ασφαλίστρου, Συνήγορος 3/1997,12. Ιδίας: Καταχρηστικοί όροι και υπέρµετρα επιτόκια στις τραπεζικές συµβάσεις, Συνήγορος 2001, 244. Ιδίας: Καταχρηστικοί όροι στις συµβάσεις στεγαστικών δανείων, Συνήγορος 2002,350. Παµπούκη Κ.: Οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών και η προστασία των καταναλωτών, Αρµ 1985,445. Παπαϊωάννου Γ.: Νοµικά ζητήµατα προστασίας του καταναλωτή από τη χρήση των τραπεζικών καρτών, ΧρΙΔ 2002,103. Παπανικολάου Π.: Οι καταπλεονεκτικές δικαιοπραξίες. 1983. Ιδίου: Δύο ανοικτά ακόµη ζητήµατα του δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικότητας των συµβατικών όρων, 1ο Συνέδριο Ελλήνων Αστικολόγων, Ναύπακτος 27-28 Μαΐου, 1995. Πυροβέτση Μ.: Προστασία του καταναλωτή. Γενικοί όροι Γενικοί καταχρηστικοί όροι των συναλλαγών µε τους καταναλωτές [κατά το ν. 2251/94 µε αναφορά στην οδηγία 93/131 του Συµβουλίου (ΕΟΚ) της 5.4.1993 της ΕΕ], Αρµ 1996, 299. Τζίβα Ε.: Το ηλεκτρονικό εµπόριο και η προστασία των καταναλωτών απέναντι σε γενικούς όρους συναλλαγών, ΔΕΕ 2003,1039. Τσιρακοπούλου Τ.: Καταχρηστικοί όροι στις συµβάσεις κινητής τηλεφωνίας, Συνήγορος 8/1998, 17. Χρυσάνθη Χρ.: Τραπεζική καταναλωτική πίστη, Συνήγορος 6/1998, 20. Ιδίου: Τραπεζική καταναλωτική πίστη, Συνήγορος 6/1998, 20. Ιδίου: Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή στο Κοινοτικό Δίκαιο. Από την απαγόρευση εκµετάλλευσης εµπιστευτικών πληροφοριών στην απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς, ΕλΔ 2002,1558. Ψυχοµάνη Σπ.: Οι γενικοί όροι στις τραπεζικές συµβάσεις, ΕΕµπΔ 1998,887. Ν ο µ ο λ ο γ ί α : Έννοια ΓΟΣ Κριτήρια ελέγχου καταχρηστικότητας: ΓΟΣ σε σύµβαση παροχής πίστωσης από Τράπεζα µε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασµό: ΜΠρΤρικ 137/2003 ΕλΔ 2003,1433. Έννοια ΓΟΣ. Κριτήρια ελέγχου του κύρους του περιεχοµένου ενός ΓΟΣ. Περιπτώσεις καταχρηστικών ΓΟΣ.: ΠΠρΑθ 1119/2002 ΔΕΕ 2003,422 (παρατ. Μ. Ασίκη, Ε. Περάκη), ΕΤρΑξΧρΔ 2003,904, ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕµπΔ 2003,643. Η ρύθµιση της παρ. 6 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ απαγορεύεται η απόκλιση από τις διατάξεις που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών µορφών από τα ουσιώδη δικαιώµατα και υποχρεώσεις των µερών. Καταχρηστικοί ΓΟΣ. Έννοια υπέρµετρης διατάραξης της συµβατικής ισορροπίας: ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001, 1112 (σηµ. Α. Δεληκωστοπούλου), 14
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 2 Ν. 2251/1994 [2] ΕΕµπΔ 2001, 489, ΕλΔ 2001, 1321, ΧρΙΔ 2001, 435, Δελτίο ΑΕ & ΕΠΕ 2002, 221, ΕΕΝ 2002, 522, ΝοΒ 2002, 332. Κριτήρια ελέγχου του κύρους του περιεχοµένου ενός ΓΟΣ. Διαπίστωση «υπέρµετρης διατάραξης»: ΕφΑθ 3811/1998 ΔΕΕ 1998,1096 (σηµ. Α. Δεληκωστοπούλου), ΝοΒ 1998,1266 (σηµ. Φ. Δωρή), ΕΕΕυρΔ 1999,227 (παρατ. Σ. Παντζάλη). Οι αναφερόµενοι από την ανακόπτουσα όροι της σύµβασης εγγύησης, δυνάµει των οποίων ο εγγυητής παραιτήθηκε από την άσκηση των ενστάσεών του, δεν εµπίπτουν στην έννοια των ΓΟΣ: ΕφΠειρ 91/2002 ΕπισκΕΔ 2002,778 (παρατ. Κ. Παµπούκη). Σύµβαση εκµίσθωσης δωµατίων ξενοδοχείου για εναλλασσόµενους πελάτες του µισθωτή. Αν η σύµβαση αυτή καταρτίστηκε ανάµεσα σε ελληνική ξενοδοχειακή επιχείρηση και σε αλλοδαπή τουριστική, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο: ΕφΔωδ 154/1998 ΕπισκΕΔ 1999,1110. Έννοια και χαρακτηριστικά των ΓΟΣ. Δικαστικός έλεγχος των ΓΟΣ. Στάδια ελέγχου ΓΟΣ. Με τους ΓΟΣ απαγορεύεται η απόκλιση από τις διατάξεις που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών µορφών από τα ουσιώδη δικαιώµατα και υποχρεώσεις των µερών. Έλεγχος καταχρηστικότητας ΓΟΣ. Έννοµη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα του ΓΟΣ: ΠΠρΑθ 1119/2002 ΔΕΕ 2003,424 (παρατ. Μ. Ασίκη, Ε. Περάκη). Έλεγχος ΓΟΣ που εισάγουν αποκλίσεις από το ενδοτικό δίκαιο και εκείνων µε τους οποίους ρυθµίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντι- µετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου: ΠΠρΑθ 3229/1996 ΕλΔ 1998,940 (παρατ. Α. Κρητικού), ΝοΒ 1998,798 (σηµ. Ι. Ρόκα), ΔΕΕ 1997, 75, Αρµ 1997,551, ΜΠρΑθ 2772/2002 ΕΕµπΔ 2002,805, ΠΠρΑθ 1119/2002 ΔΕΕ 2003,424 (παρατ. Μ. Ασίκη, Ε. Περάκη). Κριτήρια ελέγχου καταχρηστικότητας των ΓΟΣ. Πλήρωση κενού στη συµβατική ρύθµιση από τη διαπίστωση συγκεκριµένου ΓΟΣ ως καταχρηστικού: ΜΠρΑθ 2772/2002 ΕΕµπΔ 2002,805, ΝοΒ 2002,1298. Στις αγωγές µε αντικείµενο την εκτέλεση καταχρηστικών ρητρών, τις οποίες εγείρουν επαγγελµατίες κατά καταναλωτών, ο καθορισµός χρονικού ορίου στην εξουσία του δικαστή να µη λαµβάνει υπόψη τέτοιες ρήτρες θίγει την αποτελεσµατικότητα της παρεχόµενης µε τα άρθρα 6 και 7 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ προστασίας. ΔΕΚ υπόθ. C-373/2000, απόφ. 21.11.2002 Cofidis SA/Jean-Louis Fredout, Αρµ 2003,1042 (παρατ. Γ. Τσερκέζη), ΕΕΕυρΔ 2003,215. Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, όταν εφαρµόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή µεταγενέστερες της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά µε τις καταχρηστικές ρήτρες των συµβάσεων που συνάπτονται µε καταναλωτές, να τις ερµηνεύσει κατά το µέτρο του δυνατού υπό το φως του κειµένου και του σκοπού της Οδηγίας αυτής: ΔΕΚ υπόθ. C-240-244/1998, απόφ. 27.6.2000 ΧρΙΔ 2001,136 (παρατ. Λ. Κιτσαρά), ΠειρΝ 2001,232, ΕΕΕυρΔ 2000,864 (παρατ. Π. Αλεξόπουλου), Συνήγορος 2000,337 (περίλ.), ΔΕΕ 2000,1115 (σηµ. Γ. Αρνόκουρου). Ερµηνεία ΓΟΣ: Οι ερµηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει κενό στην ερµηνευόµενη σύµβαση ή αµφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συµβληθέντων.: ΑΠ 969/2003, ΧρΙΔ 2003,900. Σε περίπτωση ασάφειας ή αµφισβήτησης έννοιας κάποιου όρου ασφαλιστικού συµβολαίου χωρεί ερµηνεία κατ' άρθρο 173 και 200 ΑΚ και ο όρος ερµηνεύεται σύµφωνα µε τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη: ΜΠρΑθ 3874/2001 ΔΕΕ 2001,1151. Καταχρηστικοί όροι σε ασφαλιστικές συµβάσεις: Κα- 15
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 2 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ταχρηστικός ο γενικός όρος σε ασφαλιστήριο πυρός που περιορίζει τις συνέπειες της υπερηµερίας του ασφαλιστή, καθώς και τις συνέπειες της άσκησης αγωγής κατ' αυτού για την οφειλή τόκων και δικαστικής δαπάνης, µε τη συνοµολόγηση ως ανωτάτου ορίου για τις συνέπειες αυτές του ποσού που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο: ΕφΑθ 3681/2003 ΕλΔ 2003,1390. Το Εφετείο δεχόµενο την ένσταση ακυρότητας της ασφαλιστικής σύµβασης λόγω ψευδούς δήλωσης του ασφαλισµένου, δεν παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 202 ΕΝ, 330 ΑΚ, ούτε τις διατάξεις του ν. 2251/1994: ΑΠ 234/2002 ΕΕµπΔ 2002,840. Υπέρµετρη αύξηση του ασφαλίστρου σε υποχρεωτική ασφάλιση µονοµερώς από τον ασφαλιστή είναι καταχρηστική: ΕιρΑθ 4403/2002 ΕΕµπΔ 2003,857, ΕπιΔικΙΑ 2003,70 (σηµ. Ι.Σ.Σ.). Έντυποι όροι ασφαλιστηρίου. Καταχρηστικός ο όρος ασφαλιστηρίου, σύµφωνα µε τον οποίο αποκλείεται η υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας να καταβάλει σε ασφαλισµένο τόκους από την επίδοση της αγωγής επιδίκασης του ασφαλίσµατος: ΑΠ 1519/2001 ΔΕΕ 2002,1132 (παρατ. Γ. Μεντή), ΧρΙΔ 2001,891, ΕΕΝ 2003,81, ΕλΔ 2003,1616 (περίλ.), ΕπιΔικΙΑ 2003,399, ΕφΑθ 8267/1998 ΕλΔ 1999,1577. Καταχρηστικός είναι ο ΓΟΣ που επιτρέπει στον ασφαλιστή ως προµηθευτή να προβεί αυτός µονοµερώς σε µεταβολή των ασφαλίστρων σε οποιαδήποτε ηµεροµηνία ανανέωσης της σύµβασης ασφαλίσεως. Το γενικό και αόριστο κριτήριο της δίκαιης κρίσης κατά την ΑΚ 371 δεν θα µπορούσε να αποτελέσει το κατάλληλο µέσο για την προστασία του αντισυµβαλλόµενου καταναλωτή: ΑΠ 1030/ 2001 ΔΕΕ 2001,1125, ΕΕµπΔ 2001,740, ΕλΔ 2001,1599, ΧρΙΔ 2001,611, ΕφΑθ 1407/ 2002 ΔΕΕ 2002,1136. Σύµβαση ασφάλισης. Περιπτώσεις που γενικοί όροι συναλλαγών δεν κρίνονται καταχρηστικοί, ως µη επιφέροντες υπέρµετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων των συµβαλλοµένων. Είναι καταχρηστικός ο γενικός όρος των συναλλαγών που περιορίζει τις ανειληµµένες συµβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες του προµηθευτή: ΑΠ 1401/1999 ΔΕΕ 2000, 192 (σηµ. Β. Περσίδη), ΕτρΑξΧρΔ 2000, 835, ΕλΔ 2000, 56. Κρίνεται ως καταχρηστικός που προβλέπει την εξαίρεση ασφαλιστικής κάλυψης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου: ΕφΑθ 6120/2003 ΔΕΕ 2004,682. Με το καθεστώς του ΕµπΝ, για να είναι δεσµευτικοί οι ασφαλιστικοί όροι θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο ασφαλισµένος τους έχει αποδεχθεί: ΕφΑθ 4902/2001 ΕΕµπΔ 2002,855. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ΓΟΣ κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύµβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύµβασης ή άλλης σύµβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Καταχρηστικός ο όρος παραρτήµατος βασικής σύµβασης ασφάλισης ζωής, γιατί αφήνει χωρίς σπουδαίο λόγο τη µελλοντική αναπροσαρµογή (αύξηση) του ασφαλίστρου στην απόλυτη µονοµερή κρίση της εναγοµένης, χωρίς αναφορά κανενός κριτηρίου: ΕφΑθ 7950/1999 ΔΕΕ 2000,1121, ΝοΒ 2000,812, ΕλΔ 2000,1675. Ο ν. 2251/1994 δέχεται τις µη συµφέρουσες για τον καταναλωτή ρυθµίσεις, όταν δεν οδηγούν σε υπέρµετρη διατάραξη της συµβατικής ισορροπίας. Έννοια «συµβατικής ισορροπίας» και «υπέρµετρης διατάραξης». Γενικοί όροι συναλλαγών σε ασφαλιστικές συµβάσεις ζωής που κρίνονται καταχρηστικοί ή έγκυροι: ΕφΑθ 1448/1998 ΔΕΕ 1998,1086 (σηµ. Μ. Μουζουράκη), Αρµ 1999,97, ΕΕΕυρΔ 1999,215, ΝοΒ 1998,1251 (σηµ. Φ. Δωρή), 16
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 2 Ν. 2251/1994 [2] ΕΤρΑξΧρΔ 2001,963. Καταχρηστικότητα των γενικών όρων ασφαλιστήριου πυρός, µε τους οποίους περιορίζονται οι συνέπειες της υπερηµερίας του ασφαλιστή, καθώς και οι συνέπειες της άσκησης αγωγής κατ' αυτού όσον αφορά την οφειλή τόκων και δικαστικής δαπάνης: ΕφΑθ 3681/2003 ΕλΔ 2003,1390. Όρος ασφαλιστηρίου περί υπαγωγής της ασφαλιστικής σύµβασης στο αγγλικό δίκαιο. Δεν τίθεται θέµα εφαρµογής του άρθρου 2 ν. 2251/1994, αφού ο ενάγων γνώριζε τον σχετικό όρο: ΕφΠειρ 690/2000 ΔΕΕ 2000,1135. Ασφάλεια ζωής µε επενδυτικό χαρακτήρα. Ύψος επενδύσεων ανάλογο µε το ασφάλιστρο. Ασαφής γενικός όρος σχετικά µε την επένδυση του ασφαλίστρου ερµηνεύεται υπέρ του καταναλωτή: ΜΠρΑθ 3874/2001 ΔΕΕ 2001,1151. Σύµβαση ασφάλισης για ζηµίες από πυρκαγιά ή κεραυνό. Ακυρότητα ΓΟΣ που εξαιρεί την κάλυψη ζηµιών σε ηλεκτρικές ή ηλεκτρονικές συσκευές και εγκαταστάσεις από βραχυκύκλωµα, υπερθέρµανση, υπέρταση, οφειλόµενες σε πτώση κεραυνού: ΜΠρΑθ 4954/1998 ΔΕΕ 1999,1182. Δεν είναι έγκυροι οι περιλαµβανόµενοι στη σύµβαση ασφάλισης ΓΟΣ, σύµφωνα µε τους οποίους ο ασφαλισµένος εκπίπτει των δικαιωµάτων του από τη σύµβαση ασφάλισης, σε περίπτωση παράβασης εκ µέρους του των περιλαµβανόµενων στους Γενικούς Όρους ασφαλιστικών βαρών. ΜΠρΛάρ 151/2000 ΝοΒ 2000,1608. Επί επιφύλαξης του ασφαλιστή να αναπροσαρµόζει το ασφάλισµα µελλοντικά, πρέπει να προσδιορίζονται στην ασφαλιστική σύµβαση τα κριτήρια µε βάση τα οποία θα γίνεται η αναπροσαρµογή: ΕιρΑθ 4403/2002 ΝοΒ 2003,2045, ΕΕµπΔ 2003,857, ΕπιΔικΙΑ 2003,70 (σηµ. Ι.Σ.Σ.). Καταχρηστικοί όροι σε συµβάσεις παροχής τραπεζικών υπηρεσιών: Έλεγχος γενικών όρων συµβάσεων χορήγησης πιστωτικών καρτών. Είναι καταχρηστικοί γενικοί όροι χορήγησης πιστωτικής κάρτας που µετακυλίουν στον κάτοχο την ευθύνη για τη ζηµία που υπέστη η Τράπεζα από παράνοµη χρήση της κάρτας λόγω κλοπής ή απώλειας. Καταχρηστικός ο ΓΟΣ που επιτρέπει στην Τράπεζα να καθορίζει τον εκάστοτε συµβατικό τόκο: ΑΠ 1219/ 2001 ΔΕΕ 2001,1128. Έλεγχος γενικών όρων συναλλαγών σε τραπεζικές συµβάσεις στεγαστικών δανείων. Προφορικοί όροι που φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά ΓΟΣ ελέγχονται ως προς την καταχρηστικότητά τους. Μεταξύ των όρων που κρίθηκαν ως καταχρηστικοί, είναι και ο ΓΟΣ που προβλέπει τη µονοµερή µεταβολή του επιτοκίου, καθώς και ο ΓΟΣ που προβλέπει το δικαίωµα της Τράπεζας να καταγγείλει τη σύµβαση δανείου σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωµής δόσης. ΕφΑθ 5253/2003 ΔΕΕ 2004,797, ΕΕµπΔ 2003,643. Σύµβαση παροχής πίστωσης από Τράπεζα µε αλληλόχρεο λογαριασµό. Απόδειξη της οφειλής του πιστούχου προς την πιστώτρια και από το απόσπασµα των εµπορικών βιβλίων της. Αυτό το αποδεικτικό µέσο δεν αποκλείει την ειδική αµφισβήτηση µε ανακοπή του πιστούχου. Μία αντίθετη εκδοχή θα συνιστούσε µεταξύ άλλων και παραβίαση του ν. 2251/1994: ΕφΘεσ 899/1998 Αρµ 2001,384 (παρατ. Στ. Νακόπουλου), ΜΠρΤρικ 137/2003 ΕλΔ 2003,1433. Η καταχρηστικότητα ΓΟΣ σε σύµβαση έκδοσης πιστωτικής κάρτας δεν µπορεί να κριθεί µε το ν. 2251/1994, αφού ο νόµος αυτός δεν έχει αναδροµική εφαρµογή και δεν καταλαµβάνει και τις ήδη ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του συµβάσεις, ως η προκείµενη: ΕφΔωδ 396/2000 ΕπισκΕΔ 2001,1005 (παρατ. Μ. Σωτηρίου Τσουρή). Καταχρηστικότητα ΓΟΣ σε σύµβαση παροχής πιστωτικών υπηρεσιών. Είναι καταχρηστικοί οι ΓΟΣ που α) παρέχουν τη δυνατότητα στην Τρά- 17
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 2 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ πεζα να επιβάλει έξοδα κίνησης σε λογαριασµό που παρουσιάζει υπόλοιπο κατώτερο από το όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η ίδια, β) επιτρέπουν την είσπραξη προµήθειας επί αναλαµβανοµένων ποσών και γ) παρέχουν το δικαίωµα στην Τράπεζα να καταγγέλει οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση ή αιτιολόγηση τη σύµβαση πίστωσης και να τροποποιεί µονοµερώς οποιονδήποτε όρο της: ΕφΑθ 6291/ 2000 ΔΕΕ 2000,1122 (σηµ. Ι. Καράκωστα), ΝοΒ 2001,644, ΕτρΑξΧρΔ 2001,911. Καταχρηστικότητα ΓΟΣ σε σύµβαση παροχής πιστωτικών υπηρεσιών. Καταχρηστικότητα ΓΟΣ που παρέχει τη δυνατότητα στην Τράπεζα να επιβάλλει, κατά την κρίση της, έξοδα κίνησης σε λογαριασµό που παρουσιάζει υπόλοιπο κατώτερο από το όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η ίδια. Η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ δεν απαγορεύει τον έλεγχο της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, που συνάπτουν προµηθευτές χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών: ΠΠρΑθ 1208/1998 ΔΕΕ 1998,1101 (σηµ. Α. Δεληκωστοπούλου), ΕπισκΕΔ 1998,574 (σηµ. Κ.Γ.Π.). Εσφαλµένη πίστωση τραπεζικού λογαριασµού σε συνάλλαγµα. Ο αντισυµβαλλόµενος που προσχωρεί στη σύµβαση εν γνώσει των ΓΟΣ πελάτη Τράπεζας, υπογράφοντας στο τέλος του εντύπου, όπου αυτοί παρατίθενται, δεν µπορεί να επικαλεσθεί ακυρότητά τους λόγω του ιδιαίτερα επαχθούς χαρακτήρα τους: ΠΠρΑθ 6521/1995 ΔΕΕ 1996,949 (παρατ. Γ. Τριανταφυλλάκη), ΕτρΑξΧρΔ 1997,82. Καταχρηστικότητα ΓΟΣ σε σύµβαση παροχής πιστωτικών υπηρεσιών. Καταχρηστικοί οι όροι που επιφυλάσσουν στην εναγοµένη το δικαίωµα να καταγγέλλει µονοµερώς, χωρίς σπουδαίο λόγο και απροθέσµως τη σύµβαση και να απαιτεί την αυθηµερόν απόδοση του υλικοτεχνικού εξοπλισµού: ΜΠρΑθ 2772/2002 ΕΕµπΔ 2002,805. Κάρτα αυτόµατης συναλλαγής. Καταχρηστικοί οι όροι της Τράπεζας που προβλέπουν αντικειµενική ευθύνη του πελάτη σε περίπτωση κακής χρήσης της κάρτας από ανοµιµοποίητο τρίτο: ΜΠρΑθ 5526/1999 ΔΕΕ 2000,1143 (σηµ. Δ. Σπυράκου). Καταχρηστικοί όροι σε συµβάσεις κινητής τηλεφωνίας: Άκυρος ο ΓΟΣ που παρέχει δικαίωµα µονοµερούς τροποποίησης του τιµοκαταλόγου επιχείρησης παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Άκυροι οι ΓΟΣ που επιφέρουν δυσµενείς οικονοµικές συνέπειες στον καταναλωτή που καταγγέλλει τη σύµβαση. Καταχρηστικός ο ΓΟΣ που ορίζει ότι ο προµηθευτής δύναται να τροποποιήσει µονοµερώς τη σύµβαση: ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001,1112 (σηµ. Α. Δεληκωστοπούλου), ΕΕµπΔ 2001,489, ΕλΔ 2001,1321, ΧρΙΔ 2001,435, Δελτίο ΑΕ & ΕΠΕ 2002,221, ΕΕΝ 2002,522, ΝοΒ 2002,332. Έλεγχος καταχρηστικότητας ΓΟΣ σε σύµβαση παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Έννοια υπέρµετρης διατάραξης συµβατικής ισορροπίας. Καταχρηστικότητα του δικαιώµατος της εταιρίας µονοµερούς αναπροσαρµογής του τιµοκαταλόγου. Καταχρηστικότητα του ΓΟΣ που προβλέπει ελάχιστη διάρκεια της σύµβασης και επέλευση των αποτελεσµάτων της καταγγελίας στο τέλος του εποµένου της ειδοποίησης µήνα. Είναι καταχρηστικός ο ΓΟΣ που παρέχει το δικαίωµα στην εταιρία να αναπροσαρµόζει την εγγύηση του καταναλωτή: ΕφΑθ 3811/1998 ΔΕΕ 1998,1096 (σηµ. Α. Δεληκωστοπούλου), ΝοΒ 1998,1266 (σηµ. Φ. Δωρή), ΕΕΕυρΔ 1999,227 (σηµ. Σ. Παντζάλη). ΓΟΣ (κινητή τηλεφωνία). Γενικός όρος περί αναπροσαρµογής των τιµών από την εταιρία είναι καταχρηστικός, αν δεν αναφέρεται ο ειδικός και σπουδαίος λόγος, βάσει του οποίου θα γίνει. Απαιτείται η αναγραφή ειδικών κριτηρίων για την αναπροσαρµογή των τιµών. Είναι καταχρηστικός ο όρος που εµποδίζει τον κατανα- 18
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 3 Ν. 2251/1994 [2] λωτή να υπαναχωρήσει της σύµβασης πριν από την πάροδο εξάµηνης διάρκειας, αφαιρώντας του το δικαίωµα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο: ΠΠρΑθ 2438/1997 ΔΕΕ 1998,50 (σηµ. Ε. Κουντουµά, Μ. Μουζουράκη), ΕλΔ 1998,938, ΝοΒ 1998,835. Σύµβαση παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας. Είναι καταχρηστικός ο όρος της σύµβασης που υποχρεώνει τον χρήστη να καταβάλει τα πάγια τέλη ληξιπρόθεσµων λογαριασµών µέχρι τη λήξη της σύµβασης, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο έληξε: ΕιρΑθ 2254/1998 ΔΕΕ 1998,1117. Καταχρηστικοί όροι σε άλλες κατηγορίες συµβάσεων: Αγορά µεριδίων αµοιβαίου κεφαλαίου. Δεν είναι καταχρηστικός ο αναγραφόµενος στην αίτηση όρος ότι η καταβολή της αξίας τους θα γίνει µε επιταγή ή κατάθεση στο όνοµα της εταιρίας διαχείρισης του αµοιβαίου κεφαλαίου και όχι µε καταβολή µετρητών στον υπ' αυτής προστηθέντα: ΕφΠατρ 937/1999 ΔΕΕ 2000,1134, ΕπισκΕΔ 2000,504 (παρατ. Α. Ευαγγελίδου). Ο όρος σε αίτηση εγγραφής σπουδαστή σε ιδιωτική σχολή, που προβλέπει τη µη επιστροφή «σε καµία περίπτωση και για κανένα λόγο και αιτία» διδάκτρων που καταβλήθηκαν, αντιβαίνει στα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη: ΕφΘεσ 1164/1998 Αρµ 1998,684 (παρατ. Γ. Τσερκέζη). Σύµβαση χρονοµεριστικής µίσθωσης. Η διεκδίκηση του ποσού του µισθώµατος από την εταιρία αντίκειται στην καλή πίστη και στο άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2251/1994, δεδοµένου ότι οι εκκαλούντες δεν µπόρεσαν λόγω των συγκεκριµένων περιστάσεων να ασκήσουν το δικαίωµα υπαναχώρησης: ΠΠρΑθ 3068/2003 Συνήγορος 2003,390 (επιµ. Λ. Δικαιάκου). Δεν είναι άκυροι οι Γενικοί Όροι Συµφωνίας Παραγγελίας που υπήρχαν στο δελτίο παραγγελίας και εξειδίκευαν τις υποχρεώσεις των συµβαλλοµένων στη σύµβαση εµπορικής εντολής (πρακτορείας): ΠΠρΠειρ 1091/1995 ΔΕΕ 1996,512. Άρθρο 3. Συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος. 1. Συµβάσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, που καταρτίζονται µε πρωτοβουλία του προµηθευτή χωρίς ρητή πρόσκληση από τον καταναλωτή ή µε επίσκεψη του προµηθευτή στον τόπο κατοικίας, διαµονής ή εργασίας του καταναλωτή ή σε χώρο επιλογής του προµηθευτή έξω από το εµπορικό κατάστηµά του, είναι άκυρες υπέρ του καταναλωτή, αν δεν καταρτισθούν µε έγγραφο στο οποίο να αναφέρονται: α) το όνοµα ή η επωνυµία και η πλήρης διεύθυνση του προµηθευτή και αυτού που συµβάλλεται στο όνοµα και για λογαριασµό του προµηθευτή. Η µνεία αριθµού ταχυδροµικής θυρίδας δεν αρκεί, β) η χρονολογία και η πλήρης διεύθυνση του τόπου κατάρτισης της σύµβασης, γ) η περιγραφή της φύσης και των χαρακτηριστικών των εµπορευµάτων ή υπηρεσιών, 19
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 3 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ δ) οι όροι εκτέλεσης της σύµβασης και ιδίως ο τρόπος και ο χρόνος παράδοσης των εµπορευµάτων ή παροχής των υπηρεσιών, ε) η ολική επιβάρυνση του καταναλωτή και οι όροι πληρωµής και ιδίως, σε περίπτωση πίστωσης του τιµήµατος ή πληρωµής µε δόσεις, το πραγ- µατικό επιτόκιο και το επιτρεπόµενο ανώτατο όριο επιτοκίου και στ) το κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου δικαίωµα υπαναχώρησης και, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγµα δήλωσης υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύµβαση. 2. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζονται και όταν η σύµβαση καταρτίστηκε έπειτα από ρητή πρόσκληση του προµηθευτή από τον καταναλωτή, έχει όµως αντικείµενο προϊόντα, άλλα από εκείνα για τα οποία έγινε η πρόσκληση, εκτός αν ο καταναλωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι και τα άλλα αυτά προϊόντα περιλαµβάνονται στις εµπορικές δραστηριότητες του προµηθευτή ή αν τα προϊόντα αυτά σχετίζονται άµεσα µε τα προϊόντα για τα οποία έγινε η πρόσκληση. 3. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρµόζονται και όταν ο καταναλωτής έχει υποβάλει προσφορά (πρόταση για κατάρτιση σύµβασης) υπό συνθήκες όµοιες µε εκείνες των προηγούµενων παραγράφων, ακόµη και αν δεν δεσµεύεται από την προσφορά του µέχρι την αποδοχή της από τον προµηθευτή. 4. Στις περιπτώσεις των προηγουµένων παραγράφων, ο καταναλωτής έχει δικαίωµα υπαναχώρησης, που ασκείται µε συστηµένη επιστολή µέσα σε δέκα (10) εργάσιµες ηµέρες από την παραλαβή του εγγράφου της σύµβασης ή από την τυχόν µεταγενέστερη παραλαβή του προϊόντος, εκτός αν στη σύµβαση προβλέπεται µακρότερη προθεσµία. Παραίτηση από το δικαίωµα αυτό είναι άκυρη. 5. Απαγορεύεται η είσπραξη όλου ή µέρους του τιµήµατος, ακόµη και µε µορφή αρραβώνα, εγγυοδοσίας, έκδοσης ή αποδοχής αξιογράφων ή µε άλλη µορφή, κατά τη διάρκεια της προθεσµίας της προηγούµενης παραγράφου. 6. Ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση φύλαξης ή επιστροφής του προϊόντος που του έστειλε ο προµηθευτής για δοκιµή ή εξέταση ή ως δείγµα, εκτός αν το ζήτησε ο ίδιος ή αν συµφωνήθηκε διαφορετικά. 7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρµόζονται: α) Στις πωλήσεις µικροπωλητών χωρίς µόνιµη εγκατάσταση. 20
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 3 Ν. 2251/1994 [2] β) Στις συµβάσεις για την κατασκευή, πώληση ή µίσθωση ακινήτων και στις συµβάσεις που αφορούν άλλα δικαιώµατα σχετικά µε ακίνητα. Εντούτοις οι συµβάσεις προµήθειας αγαθών για την ενσωµάτωσή τους σε ακίνητα ή οι συµβάσεις για την επισκευή ακινήτων εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής των διατάξεων αυτού του άρθρου. γ) Στις συµβάσεις για την προµήθεια τροφίµων, ποτών ή άλλων αγαθών, που προορίζονται για την τρέχουσα οικιακή κατανάλωση και τα οποία παραδίδουν κατ' οίκον διανοµείς σε τακτά ή συχνά διαστήµατα. δ) Στις συµβάσεις για την προµήθεια αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: i) η σύµβαση συνάπτεται βάσει καταλόγου του προµηθευτή, τον οποίο ο καταναλωτής είχε την ευκαιρία να συµβουλευθεί χωρίς να είναι παρών ο αντιπρόσωπος του προµηθευτή, ii) προβλέπεται η εξακολούθηση της επαφής ανάµεσα στον αντιπρόσωπο του προµηθευτή και στον καταναλωτή όσον αφορά τη συγκεκριµένη ή άλλη µεταγενέστερη συναλλαγή και iii) τόσο ο κατάλογος όσο και η σύµβαση πληροφορούν τον καταναλωτή ότι έχει το δικαίωµα να επιστρέψει τα αγαθά στον προµηθευτή µέσα σε χρονικό διάστηµα όχι µικρότερο των δέκα (10) ηµερών από την παραλαβή τους ή να λύσει τη σύµβαση µέσα σε αυτό το χρονικό διάστηµα, χωρίς να αναλαµβάνει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση, εκτός από µία εύλογη φροντίδα για τα αγαθά αυτά. ε) Στις ασφαλιστικές συµβάσεις και στ) Στις συµβάσεις µε αντικείµενο κινητές αξίες. Σχετικές διατάξεις: π.δ. 301/2002 (Προσαρµογή της νοµοθεσίας προς την Οδηγία 98/27/ΕΚ «περί των αγωγών παραλείψεως στον τοµέα της προστασίας των συµφερόντων των καταναλωτών»). Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία: Καράκωστα Ι.: Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (ν. 2251/1994). Νοµική Βιβλιοθήκη 2004. Μπεχρή Γ.: Ο καταναλωτής και η σύµβαση που καταρτίζεται εκτός εµπορικού καταστήµατος, ΕπισκΕΔ 1995,273. Παντελίδου Ρ.: Αυτοδέσµευση και αποδέσµευση των συµβάσεων που καταρτίζονται εκτός εµπορικού καταστήµατος, Αρµ 1995,877. Σκορίνη Παπαρρηγοπούλου Ξ.: Η προστασία του καταναλωτή στη σύµβαση εκτός εµπορικού καταστήµατος. 1999. Σταθόπουλου Μ.: Η υπαναχώρηση του καταναλωτή στις συµβάσεις εκτός εµπορικού καταστήµατος. 1999. Χριστιανού Β.: Σύναψη συµβάσεως εκτός εµπορικού καταστήµατος σε: Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Λιακόπουλου - Χριστιανού - Μιχαλόπουλου. 1993, σελ. 36-37. 21
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 4 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Ν ο µ ο λ ο γ ί α : Δεν µπορεί να αποκλειστεί εκ προοιµίου από το πεδίο εφαρ- µογής της Οδηγίας 85/577/ΕΟΚ σύµβαση υπέρ τρίτου και ειδικότερα σύµβαση εγγυήσεως συναφθείσα στο πλαίσιο κατ' οίκον πωλήσεως: ΔΕΚ υπόθ. C-208/1998, απόφ. 23.3.2000 Berliner Kindl Brauerei AG κατά Andreas Siepert, ΔΕΕ 2000,1111 (παρατ. Κ. Σκουλαρίκη), Αρµ 2000,1293, ΧρΙΔ 2001,68 (παρατ. Κ. Παπανικολάου). Η Οδηγία 85/577/ΕΟΚ εφαρµόζεται επί χρονοµεριστικών µισθώσεων, όπου συµφωνείται και η παροχή υπηρεσιών, των οποίων η αξία υπερβαίνει αυτή του δικαιώµατος χρήσης του ακινήτου. Πότε η σύµβαση λογίζεται ως συναφθείσα κατά τη διάρκεια εκδροµής οργανωθείσας από τον έµπορο εκτός του εµπορικού του καταστήµατος. Υπαναχώρηση: ΔΕΚ υπόθ. C-423/1997, απόφ. 22.4.1999 Travel Vac SL κατά Manuel Josi Antelm Sanchis, ΔΕΕ 1999,1164, ΕλΔ 2000,256, Αρµ 1999,1286 (παρατ. Γ. Τσερκέζη). Το άρθρο 2 πρώτη περίπτωση της Οδηγίας 85/577/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι µια σύµβαση εγγυήσεως, συναφθείσα από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελµατικής δραστηριότητας, αποκλείεται από το πεδίο εφαρµογής της Οδηγίας εφόσον διασφαλίζει την επιστροφή οφειλής που συνήφθη από άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελµατικής του δραστηριότητας: ΔΕΚ υπόθ. C-45/96, απόφ. 17.3.1998 Bayerische Hypotheken und Wechselbank AG κατά Edgar Dietzinger ΔΕΕ 1998,1117 (παρατ. Κ. Σκουλαρίκη), Αρµ 1998,1016, ΕλΔ 1998,731, Δραστηριότητες ΔΕΚ 9/1998,1, ΠερΔικ 1998,124 (παρατ. Γ. Τσερκέζη). Ελλείψει µέτρων µεταφοράς της Οδηγίας 85/577/ΕΟΚ στο εσωτερικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται, οσάκις εφαρµόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή µεταγενέστερες της Οδηγίας, να τις ερµηνεύει υπό το φως του κειµένου και του σκοπού της Οδηγίας αυτής: ΔΕΚ Ολ υπόθ. C-91/92, απόφ. 14.7.1994 ΕλΔ 1995,958, ΕπισκΕΔ 1995,321. Δεν αντιβαίνει προς την Οδηγία 85/577/ΕΟΚ, η εθνική νοµοθεσία περί συνάψεως συµβάσεων εκτός εµπορικού καταστήµατος, η οποία επεκτείνει την παρεχόµενη υπ' αυτής προστασία και στους εµπόρους, όταν αυτοί δικαιοπρακτούν µε σκοπό την πώληση της επιχείρησής τους: ΔΕΚ υπόθ. C-361/1989, απόφ. 14.3.1991 Ποινική δίκη κατά Di Pinto, Δραστηριότητες ΔΕΚ 1991. Άρθρο 4. Σύµβαση από απόσταση. 1. Σύµβαση από απόσταση, µε την έννοια αυτού του άρθρου, είναι κάθε σύµβαση που αφορά αγαθό ή υπηρεσία και συνάπτεται στο πλαίσιο ενός συστήµατος προµήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από απόσταση, που οργανώνεται από τον προµηθευτή χωρίς ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προµηθευτή και του καταναλωτή, µε τη χρησιµοποίηση τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση για τη διαβίβαση της πρότασης για σύναψη της σύµβασης και της αποδοχής. Μέσα τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση, µε την έννοια του άρθρου αυτού, είναι ιδίως τα έντυπα χωρίς παραλήπτη, τα έντυπα µε παραλήπτη, οι τυποποιηµένες επιστολές, τα διαφηµιστικά έντυπα µε στέλεχος παραγγελίας, οι κατάλογοι, το τηλέφωνο µε ή χωρίς ανθρώπινη παρέµβαση, το ραδιόφωνο, το εικονοτηλέφωνο, το βιντεοτέξτ (µικροϋπολογιστής και τη- 22
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 4 Ν. 2251/1994 [2] λεοπτική οθόνη) µε πληκτρολόγιο ή οθόνη αµφίδροµης επικοινωνίας, το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, η τηλεοµοιοτυπία και η τηλεόραση. (Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 2. Σύµβαση από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν πριν από τη σύναψη σύµβασης ο καταναλωτής δεν ενηµερώθηκε µε τα µέσα της χρησιµοποιούµενης τεχνικής επικοινωνίας κατά τρόπο σαφή, τηρου- µένων των αρχών της καλής πίστης κατά τις εµπορικές συναλλαγές, για τα ακόλουθα ιδίως στοιχεία: α) την ταυτότητα του προµηθευτή, β) τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του αγαθού ή της υπηρεσίας, γ) την τιµή, την ποσότητα και τις δαπάνες µεταφοράς, καθώς και το φόρο προστιθέµενης αξίας, εφόσον δεν περιλαµβάνεται στην τιµή, δ) τον τρόπο πληρωµής, παράδοσης και εκτέλεσης, ε) τη διάρκεια ισχύος της προσφοράς ή της τιµής, στ) το δικαίωµα υπαναχώρησης, ζ) το κόστος χρησιµοποίησης του µέσου επικοινωνίας από απόσταση, όταν υπολογίζεται µε βάση άλλη εκτός των βασικών τιµολογίων, µε την επιφύλαξη της παρ. 3 του παρόντος άρθρου και η) ελάχιστη διάρκεια ισχύος της σύµβασης στην περίπτωση συµβάσεων για την προµήθεια αγαθών ή υπηρεσιών που επιτελείται διαρκώς ή περιοδικώς. Στην περίπτωση τηλεφωνικών επικοινωνιών, η ταυτότητα του προµηθευτή και ο εµπορικός σκοπός της κλήσης πρέπει να διευκρινίζονται σαφώς στην αρχή οποιασδήποτε συζήτησης µε τον καταναλωτή. (Όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 3. Ο καταναλωτής δεν επιβαρύνεται µε τις δαπάνες της επικοινωνίας από απόσταση για τη διαβίβαση της αποδοχής ή για την εκτέλεση της υπηρεσίας, εκτός αν αυτό αναφέρεται σαφώς στην πρόταση για σύναψη σύµβασης. 4. Απαγορεύεται να αποστέλλονται στον καταναλωτή αγαθά ή να παρέχονται υπηρεσίες χωρίς προηγούµενη παραγγελία εκ µέρους του όταν αυτός καλείται να τα αποκτήσει έναντι πληρωµής ή να τα επιστρέψει, έστω και χωρίς να καταβάλει τις δαπάνες αποστολής. Αν η αποστολή αυτή πραγ- µατοποιηθεί, ο καταναλωτής έχει το δικαίωµα να διαθέσει το αγαθό ή την υπηρεσία, κατά την κρίση του, χωρίς να οφείλεται σε προφανές λάθος, 23
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 4 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ οπότε το θέτει, για εύλογο χρόνο και εφόσον η φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας το επιτρέπει, στη διάθεση του προµηθευτή. Η παράλειψη απάντησης δεν ισοδυναµεί σε καµµία περίπτωση µε συναίνεση. 5. Οι διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται όταν ο προµηθευτής αδυνατεί να παραδώσει το αγαθό ή να παράσχει την υπηρεσία που του παραγγέλθηκε, προµηθεύει όµως ισοδύναµο αγαθό ή παρέχει ισοδύναµη υπηρεσία της ίδιας ποιότητας και στην ίδια τιµή, γνωστοποιώντας εγγράφως στον καταναλωτή, ότι µπορεί να επιστρέψει το προϊόν ή την υπηρεσία υποκατάστασης, εάν δεν µείνει ικανοποιηµένος «και ότι τα έξοδα επιστροφής βαρύνουν τον προµηθευτή». Δεν εµπίπτει στις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου και η αποστολή δειγµάτων ή διαφηµιστικών δώρων. (Όπως η εντός εισαγωγικών φράση προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 3 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 6. Η χρησιµοποίηση των τεχνικών επικοινωνίας πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να µην προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή του καταναλωτή. Απαγορεύεται χωρίς τη συναίνεση του καταναλωτή η χρησιµοποίηση τεχνικών επικοινωνίας για την πρόταση σύναψης σύµβασης όπως τηλεφώνου, αυτόµατης κλήσης, τηλεοµοιοτυπίας (φαξ), ηλεκτρονικού ταχυδρο- µείου ή άλλου ηλεκτρονικού µέσου επικοινωνίας. 7. Απαγορεύεται η είσπραξη ή µέρους του τιµήµατος, ακόµη και µε µορφή αρραβώνα, εγγύησης, έκδοσης ή αποδοχής αξιογράφων ή άλλη µορφή, πριν από την παράδοση του προϊόντος ή την παροχή της υπηρεσίας. 8. Όταν δεν αναφέρεται προθεσµία εκτέλεσης στην πρόταση για σύναψη σύµβασης, η παροχή οφείλεται το αργότερο τριάντα (30) ηµέρες µετά τη λήψη της παραγγελίας από τον προµηθευτή. 9. Η σύµβαση από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν αυτός δεν λάβει σε εύθετο χρόνο, κατά την εκτέλεση της σύµβασης και το αργότερο κατά τη στιγµή της παράδοσης, όσον αφορά τα αγαθά, τα οποία δεν πρόκειται να παραδοθούν σε τρίτους, γραπτά και στη γλώσσα που χρησιµοποιήθηκε στην πρόταση σύναψης σύµβασης τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες: α) τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού, β) την επωνυµία και τη διεύθυνση του πιο προσιτού για τον καταναλωτή καταστήµατος του προµηθευτή, 24
Βασική νοµοθεσία Άρθ. 4 Ν. 2251/1994 [2] γ) τον τρόπο καταβολής του τιµήµατος, περιλαµβανοµένων των όρων πίστωσης ή πληρωµής µε δόσεις, καθώς και τους όρους εξασφάλισης, δ) το δικαίωµα υπαναχώρησης και, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγµα δήλωσης υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύµβαση κατά την επό- µενη παράγραφο, ε) πληροφορίες σχετικές µε την εξυπηρέτηση µετά την πώληση και τις υφιστάµενες εµπορικές εγγυήσεις και στ) τους όρους καταγγελίας της σύµβασης, όταν πρόκειται για σύµβαση αόριστου χρόνου ή διάρκειας µεγαλύτερης του ενός έτους. (Όπως η παρ. 9 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 10. Σε κάθε σύµβαση από απόσταση ο καταναλωτής έχει το δικαίωµα να υπαναχωρήσει αναιτιολογήτως µέσα σε δέκα (10) εργάσιµες ηµέρες από την ηµεροµηνία παραλαβής του αγαθού ή της υπηρεσίας, αν δεν συµφωνήθηκε µακρότερη προθεσµία, επιστρέφοντας το αγαθό στην αρχική του κατάσταση. Αποκλείεται η επιβάρυνσή του µε δαπάνη άλλη από τα έξοδα επιστροφής. Για την άσκηση του δικαιώµατος αυτού η προθεσµία των δέκα (10) ηµερών αρχίζει, για τα αγαθά, από την παραλαβή τους και, για τις υπηρεσίες, από την παραλαβή των εγγράφων που ενηµερώνουν τον καταναλωτή ότι έχει συναφθεί η σύµβαση. Στην περίπτωση που ο προµηθευτής δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 9, η προθεσµία υπαναχώρησης είναι τρίµηνη. Εάν εντός της προθεσµίας των τριών µηνών παρασχεθούν οι εν λόγω πληροφορίες, ο καταναλωτής θα διαθέτει από τη στιγµή αυτή την προθεσµία υπαναχώρησης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση άσκησης του δικαιώµατος υπαναχώρησης από τον καταναλωτή κατά τα ανωτέρω, ο προµηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει τα καταβληθέντα από τον καταναλωτή ποσά εντός τριάντα (30) ηµερών. (Όπως τα τρία τελευταία εδάφια προστέθηκαν µε το άρθρο 2 παρ. 4 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000 ενώ το εδάφιο «παραίτηση από το δικαίωµα αυτό είναι άκυρη» διαγράφτηκε.) 11. Στις περιπτώσεις που το τίµηµα καλύπτεται εν όλω ή εν µέρει από πίστωση η οποία χορηγείται στον καταναλωτή είτε από τον προµηθευτή είτε από τρίτον, δυνάµει συµφωνίας συναπτόµενης µεταξύ του τρίτου και του προµηθευτή, τότε, εφόσον ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωµα υπαναχώρησης από τη σύµβαση κατά τα ειδικότερα οριζόµενα στην παρ. 10 του 25
[2] Ν. 2251/1994 Άρθ. 4 ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ παρόντος άρθρου, µπορεί να καταγγελθεί κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και η σύµβαση πίστωσης, χωρίς καταβολή αποζηµίωσης. Σε περίπτωση δόλιας χρήσης της κάρτας πληρωµής του καταναλωτή στο πλαίσιο σύµβασης από απόσταση ο καταναλωτής µπορεί να ζητήσει την ακύρωση της πληρωµής κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και την επαναπίστωση για τα ποσά που έχουν καταβληθεί ή την επιστροφή των ποσών αυτών. (Όπως η παρ. 11 προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 12. Η προσαγωγή της απόδειξης σχετικά µε την προηγουµένη ενηµέρωση, τη γραπτή επιβεβαίωση ή την τήρηση των προθεσµιών και τη συγκατάθεση του καταναλωτή βαρύνει τον προµηθευτή. Ρήτρες µε τις οποίες ο καταναλωτής παραιτείται από την άσκηση των δικαιωµάτων που αναφέρει το παρόν άρθρο ή ο προµηθευτής απαλλάσσεται των ευθυνών που απορρέουν από το παρόν άρθρο είναι άκυρες. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση όταν η σύµβαση µεταξύ προ- µηθευτή και ενός καταναλωτή συνδέεται στενά µε την Ελλάδα ή άλλο κράτος µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονο- µικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ανεξάρτητα από τη συµβατική επιλογή δικαίου τρίτης χώρας. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν µε την επιφύλαξη ειδικότερων κοινοτικών διατάξεων ή εναρµονισµένων προς αυτές εθνικών διατάξεων που διέπουν ορισµένους τύπους συµβάσεων από απόσταση ή ορισµένες πλευρές αυτών. (Όπως η παρ. 12 προστέθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 13. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρµόζονται: α) στους αυτόµατους διανοµείς, β) στους εµπορικούς χώρους αυτόµατης πώλησης, γ) στις συµβάσεις προµήθειας τροφίµων, ποτών ή άλλων αγαθών που προορίζονται για την τρέχουσα οικιακή κατανάλωση και τα οποία παραδίδουν κατ' οίκον διανοµείς σε τακτά ή συχνά διαστήµατα και δ) στις συµβάσεις παροχής υπηρεσιών µε κράτηση που έχουν ως αντικεί- µενο µεταφοράς, κατάλυµα, αίτηµα και ψυχαγωγία. (Όπως η παρ. 13 αναριθ- µήθηκε µε το άρθρο 2 παρ. 5 της ΑΥΕθνΟικΑνΔικ Ζ1-496/2000.) 14. Κάθε προµηθευτής, ο οποίος προτίθεται να συνάπτει συµβάσεις της παρ. 1 του παρόντος, υποχρεούται πριν από την έναρξη της δραστηριότητάς του αυτής να ζητήσει την καταχώρισή του στο ειδικό µητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης. 26