ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 1991 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Η άποψη του Δικαστηρίου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Συλλογή της Νομολογίας

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 21ης Απριλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 15ης Φεβρουαρίου 2007 *

της 3ης Απριλίου 1968*

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 1996 *

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Οκτωβρίου 2004 *

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 * Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-19/90 και C-20/90, που έχουν ως αντικείμενο αίτηση του Συμβουλίου της Επικρατείας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Μαρίνας Καρέλλα, αφενός, και Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ, αφετέρου, και μεταξύ Νικολάου Καρέλλα, αφενός, και Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ, αφετέρου, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 25, 41 και 42 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230), * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική. Ι-2710

ΚΑΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΑΑΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η Μαρίνα Καρέλλα και ο Νικόλαος Καρέλλας, εκπροσωπούμενοι από τους Κωνσταντίνο Αδαμαντόπουλο, δικηγόρο Αθηνών, και Philip Bentley, barrister, μέλος του δικηγορικού συλλόγου Lincoln's Inn η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Παναγιώτη Μυλωνόπουλο, δικηγόρο, νομικό συνεργάτη Β' στην Ειδική Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο, δικηγόρο, συνεργάτη της ίδιας υπηρεσίας, και Νίκο Φραγκάκη, δικηγόρο, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Antonio Caeiro, νομικό της σύμβουλο, και τη Μαρία Πατάκια, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Μαρίνας Καρέλλα, του Νικολάου Καρέλλα, του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ, εκπροσωπουμένου από τους Λεωνίδα Γεωργακόπουλο και Ανδρέα Τσουδερό, δικηγόρους Αθηνών, της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 1991, εκδίδει την ακόλουθη Ι-2711

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 Απόφαση 1 Με δύο αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1989, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 1990, το Συμβούλιο της Επικρατείας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου. 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 25, 41 και 42 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230, στο εξής: δεύτερη οδηγία). 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αφενός, δύο μετόχων της εταιρίας «Κλωστήρια Βέλκα ΑΕ» και, αφετέρου, του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων ΑΕ (στο εξής: ΟΑΕ). Οι διαφορές αυτές αφορούν την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας, η οποία αποφασίστηκε από τον ΟΑΕ και εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. 3 Ο ΟΑΕ είναι οργανισμός του δημοσίου τομέα ο οποίος λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας και ενεργεί υπό κρατική εποπτεία χάριν του κοινού συμφέροντος, συστάθηκε δε με τον ελληνικό νόμο 1386/1983 της 5ης Αυγούστου 1983 ( ΦΕΚ τεύχος Α, αριθμός 107, της 8.8.1983, σ. 14). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, σκοπός του ΟΑΕ είναι η συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας με την οικονομική εξυγίανση επιχειρήσεων, την εισαγωγή και εφαρμογή αλλοδαπής τεχνογνωσίας, την ανάπτυξη της εθνικής τεχνογνωσίας, καθώς και την ίδρυση και εκμετάλλευση κοινωνικοποιημένων ή μικτής οικονομίας επιχειρήσεων. 4 Στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του νόμου 1386/1983 απαριθμούνται οι εξουσίες που παρέχονται στον ΟΑΕ προς επίτευξη του σκοπού του. Κατά το άρθρο αυτό, ο ΟΑΕ μπορεί να αναλαμβάνει τη διοίκηση και την τρέχουσα διαχείριση των υπό εξυγίανση ή κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων, να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, να χορηγεί δάνεια, να εκδίδει ομολογιακά δάνεια ή να συνάπτει δάνεια, να αποκτά ομολογίες, καθώς και να μεταβιβάζει μετοχές ιδίως στους εργαζομένους ή στους φορείς εκπροσωπήσεώς τους, στους φορείς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε κοινωφελή ιδρύματα, σε κοινωνικούς φορείς ή σε ιδιώτες. Ι-2712

KAPEΛΛA KAI ΚΑΡΕΛΛΑΣ 5 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 1386/1983, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορούν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. 6 Κατά το άρθρο 7 του νόμου 1386/1983, με απόφαση του αρμοδίου υπουργού μπορεί να ανατεθεί στον ΟΑΕ η διοίκηση της υπαγομένης στο καθεστώς του προαναφερθέντος νόμου επιχειρήσεως, να ρυθμιστούν οι υποχρεώσεις της κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της, ή να κινηθεί η διαδικασία εκκαθαρίσεώς της. 7 Το άρθρο 8 του νόμου 1386/1983 περιέχει τις διατάξεις περί αναλήψεως της διοικήσεως των επιχειρήσεων από τον ΟΑΕ. Η παράγραφος 1 του άρθρου 8, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 1472/1984 (ΦΕΚ τεύχος Α, αριθ. 112, της 6.8.1984, σ. 1273), καθορίζει τις λεπτομέρειες της αναλήψεως της διοικήσεως και ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των επιφορτισμένων με τη διοίκηση της επιχειρήσεως προσώπων, τα οποία διορίζονται από τον ΟΑΕ, και των οργάνων της επιχειρήσεως. Στη διάταξη αυτή προβλέπεται ότι με τη δημοσίευση της υπουργικής αποφάσεως περί υπαγωγής της επιχειρήσεως στις ρυθμίσεις του νόμου παύει η εξουσία των οργάνων διοικήσεως της επιχειρήσεως, καθώς και ότι η γενική συνέλευση διατηρείται μεν, δεν μπορεί όμως να αποφασίζει την ανάκληση μελών της διοικήσεως που έχουν διοριστεί από τον ΟΑΕ. 8 Το άρθρο 8, παράγραφος 8, του νόμου 1386/1983 προβλέπει ότι, κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοικήσεως της υπαχθείσας στο εν λόγω νομικό καθεστώς επιχειρήσεως, ο ΟΑΕ μπορεί να αποφασίζει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών. Η αύξηση, η οποία πρέπει να εγκριθεί από τον υπουργό, μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς είτε με εισφορές σε είδος. Η καταβολή της εισφοράς μπορεί επίσης να γίνει και με συμψηφισμό. Οι παλαιοί μέτοχοι διατηρούν, ωστόσο, δικαίωμα προτιμήσεως, το οποίο ασκείται εντός της προθεσμίας που καθορίζεται με την εγκριτική υπουργική απόφαση. 9 Με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1983, ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας υπήγαγε την εταιρία «Κλωστήρια Βέλκα ΑΕ» στις διατάξεις του νόμου 1386/1983 ( υπουργική απόφαση 2057, ΦΕΚ τεύχος Β, αριθ. 725, της 14.12.1983 ). Σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, η διοίκηση της εταιρίας ανατέθηκε στον ΟΑΕ. Ι-2713

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 10 Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοικήσεως, ο ΟΑΕ αποφάσισε, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 8, του νόμου 1386/1983, την αύξηση, κατά το ποσό των 400 εκατομμυρίων δραχμών, του μετοχικού κεφαλαίου της υπαχθείσας στο εν λόγω νομικό καθεστώς εταιρίας. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας ( υπουργική απόφαση 162 της 6ης Ιουνίου 1986, ΦΕΚ τεύχος Β, αριθ. 374, της 10.10.1986). Η εγκριτική υπουργική απόφαση προέβλεπε, υπέρ των παλαιών μετόχων, απεριόριστο δικαίωμα προτιμήσεως, το οποίο όφειλαν να ασκήσουν εντός μηνός από της δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως. 11 Η Μαρίνα Καρέλλα και ο Νικόλαος Καρέλλας, αμφότεροι μέτοχοι της εταιρίας «Κλωστήρια Βέλκα ΑΕ», άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως κατά της εγκριτικής υπουργικής αποφάσεως, ισχυριζόμενοι ότι η εν λόγω υπουργική απόφαση αντίκειται στο Ελληνικό Σύνταγμα και τη δεύτερη οδηγία. 12 Με τις αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1989, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αβάσιμους τους σχετικούς με την αντισυνταγματικότητα της επίδικης υπουργικής αποφάσεως λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι παλαιοί μέτοχοι. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, ως προς την ερμηνεία της δεύτερης οδηγίας, έπρεπε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα, ταυτόσημα στις δύο υποθέσεις, προδικαστικά ερωτήματα: «1) Είναι οι διατάξεις του άρθρου 25, σε συνδυασμό προς το άρθρο 41, παράγραφος 1, και του άρθρου 42 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, απηλλαγμένες προϋποθέσεων αποκειμένων στην εκτίμηση των κρατών μελών και αρκούντως επακριβείς, ώστε να είναι δυνατή η επίκληση αυτών έναντι της Διοικήσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου υπό διοικούμενου, προβάλλοντος ότι είναι ασυμβίβαστη προς αυτές ρύθμιση εμπεριεχόμενη σε διάταξη νόμου; 2) Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 της ως άνω οδηγίας κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και, επί καταφατικής απαντήσεως, κατά πόσον συμβιβάζεται προς τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 41, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, διάταξη νόμου η οποία δεν ρυθμίζει ως πάγιο νομικό καθεστώς τα της αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρίας, αλλ' αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της εξαιρετικής καταστάσεως στην οποία, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, έχουν περιέλθει επιχειρήσεις που είναι ιδιαιτέρας από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως σημασίας για το κοινωνικό σύνολο, προβλέποντας, χάριν του σκοπού της εξασφαλίσεως της επιβιώσεως τους και της συνεχίσεως της λειτουργίας τους, ότι είναι δυνατή η διά διοικητικής πράξεως λήψη αποφάσεως περί αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου, διαφυλασσο- Ι - 2714

ΚΑΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΛΑΣ μένου πάντως του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων κατά τη διάθεση των νέων μετοχών; 3) Συμβιβάζεται, περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή, μη επιβάλλουσα όπως η τιμή εκδόσεως των νέων μετοχών καθορίζεται υπό της Διοικήσεως βάσει της, κατά τρόπο αντικειμενικό εξευρισκομένης, καθαράς θέσεως της επιχειρήσεως και της εν όψει αυτής εσωτερικής αξίας των παλαιών μετοχών, αλλά καταλείπουσα στην ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως τον καθορισμό της τιμής αυτής, ώστε να καταστεί εφικτή η αναγκαίούσα άμεση εισροή κεφαλαίων σε εταιρίες που, λόγω του προβληματικού τους χαρακτήρα, έχουν κλονισμένη πίστη, πλην όμως διασφαλίζουσα το δικαίωμα προτιμήσεως των παλαιών μετόχων κατά τη διάθεση των νέων μετοχών, με τη διάταξη του άρθρου 42 της ως άνω οδηγίας;» 13 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση περιγράφονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και οι ισχύουσες διατάξεις και αναπτύσσονται οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 14 Με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ' ουσίαν δύο ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα αφορά το άρθρο 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 41, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο αυτό έναντι της Διοικήσεως. Ερωτά, στη συνέχεια, αν το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό προς το προαναφερθέν άρθρο 41, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή ενόψει νομικής ρυθμίσεως, όπως η προβλεπόμενη από τον νόμο 1386/1983, η οποία ρυθμίζει όλως εξαιρετικές περιπτώσεις επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ιδιαίτερη σημασία από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως για το κοινωνικό σύνολο και αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. 15 Το δεύτερο ζήτημα αφορά το άρθρο 42 της δεύτερης οδηγίας. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τη διάταξη αυτή και αν η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι αντιβαίνουν σ' αυτήν εθνικές ρυθμίσεις του είδους που περιγράφεται ανωτέρω. Ι-2715

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 16 Το Δικαστήριο θα αρχίσει από την εξέταση του πρώτου ζητήματος, δεδομένου ότι, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, το ζήτημα της τιμής εκδόσεως των νέων μετοχών εξαρτάται από τη νομιμότητα της αυξήσεως του κεφαλαίου. Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 1 7 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς ακριβείς, είναι δυνατή η επίκληση των εν λόγω διατάξεων από τους ιδιώτες έναντι του κράτους ( βλ. ιδίως απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Becker, 8/81, Συλλογή 1982, σ. 53 ). 18 Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο το άρθρο 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι κάθε αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. 19 Παρατηρείται συναφώς ότι η διάταξη αυτή είναι διατυπωμένη με σαφείς και ακριβείς όρους και θεσπίζει, χωρίς να θέτει προϋποθέσεις, κανόνα ο οποίος καθιερώνει τη γενική αρχή ότι αρμόδια να αποφασίζει ως προς τις αυξήσεις του κεφαλαίου είναι η γενική συνέλευση. 20 Ο ανεπιφύλακτος χαρακτήρας της διατάξεως αυτής δεν αναιρείται από την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας και κατά την οποία η ιδρυτική πράξη της εταιρίας ή η γενική συνέλευση μπορούν να επιτρέπουν την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου μέχρις ορισμένου ποσού, το οποίο ορίζουν λαμβάνοντας πρόνοια ώστε να μην είναι μεγαλύτερο από το ανώτατο ποσό που τυχόν προβλέπει ο νόμος. Πράγματι, η ειδική και σαφώς οριοθετημένη αυτή παρέκκλιση δεν παρέχει καμία δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εξαιρέσεις της αρχής της αρμοδιότητας της γενικής συνελεύσεως πέραν της εξαιρέσεως που προβλέπεται ρητώς. 21 Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 41, παράγραφος 1, της οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το άρθρο 25, παράγραφος 1, καθώς και από το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο α, πρώτη φράση, και στοιχείο β, κατά το μέτρο που η παρέκκλιση αυτή είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των εργαζομένων ή άλλων κατηγοριών προσώπων, που Ι-2716

ΚΑΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΛΑΣ ορίζει η εθνική νομοθεσία, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Και η παρέκκλιση αυτή περιορίζεται αυστηρά στην προβλεπόμενη περίπτωση. 22 Εξάλλου, το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε σαφείς και συγκεκριμένες παρεκκλίσεις επιβεβαιώνει τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα της αρχής του άρθρου 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας. 23 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 25, παράγραφος 1, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών. Επί της ερμηνείας του άρθρου 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 24 Ως προς την έκταση εφαρμογής του άρθρου 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας ενόψει νόμου όπως ο νόμος 1386/1983, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί κατά πόσον τέτοιοι νόμοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός δεν εισάγει βασική ρύθμιση ως προς τις αυξήσεις κεφαλαίου αλλά αφορά μόνο την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων. Στη συνέχεια, αν το εν λόγω νομοθέτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης οδηγίας, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον μπορεί να τύχει εφαρμογής, στην περίπτωση του, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. 25 Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της δεύτερης οδηγίας, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι η οδηγία αυτή αποβλέπει, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο ζ, της Συνθήκης, στον συντονισμό των απαιτουμένων εγγυήσεων υπό των κρατών μελών εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, της ίδιας Συνθήκης, προκειμένου να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες και να διασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων. Η δεύτερη ο δ η γ ί α έχει, συνεπώς, ως σ κ ο π ό την εξασφάλιση ενός κ α τ ω τ ά τ ο υ επιπέδου προστασίας των μετόχων στο σύνολο των κρατών μελών. 26 Η επίτευξη του σκοπού αυτού θα ήταν πολύ επισφαλής αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της οδηγίας, διατηρώντας σε ισχύ ρυθμίσεις, έστω χαρακτηριζόμενες ως ειδικές ή εξαιρετικές, οι οποίες επιτρέπουν να αποφασίζεται, με I-2717

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 διοικητικά μέτρα και χωρίς να μεσολαβήσει καμία απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μετόχων, αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, η οποία να έχει ως αποτέλεσμα είτε να υποχρεώνονται οι εταίροι να αυξήσουν τις εισφορές τους είτε να τους επιβάλλεται η είσοδος νέων μετόχων στην εταιρία, κατά τρόπον ώστε να μειώνεται η συμμετοχή. τους στην εξουσία λήψεως αποφάσεων στην εταιρία. 27 Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει κατά πάσα περίπτωση τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις αυτές. Πράγματι, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε ειδικώς είτε τη δυνατότητα συγκεκριμένων παρεκκλίσεων είτε διαδικασίες οι οποίες μπορούν να καταλήξουν σε τέτοιες παρεκκλίσεις, με σκοπό τη διαφύλαξη ορισμένων ζωτικών συμφερόντων των κρατών μελών, τα οποία θα κινδύνευαν να θιγούν σε έκτακτες καταστάσεις. Τέτοιες δυνατότητες προβλέπουν, π.χ., τα άρθρα 19, παράγραφοι 2 και 3, 40, παράγραφος 2, 41, παράγραφος 2, και 43, παράγραφος 2, της οδηγίας. 28 Παρατηρείται συναφώς ότι ούτε στη Συνθήκη ΕΟΚ ούτε στην ίδια τη δεύτερη οδηγία περιλαμβάνεται εξαιρετική διάταξη, η οποία να επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής σε καταστάσεις κρίσεως. Αντιθέτως, το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ρητώς ότι, σε περίπτωση σημαντικής μειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται εντός της προθεσμίας που ορίζεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών προκειμένου να εξετάσει αν πρέπει να λυθεί η εταιρία ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει, έτσι, την αρχή του άρθρου 25, παράγραφος 1, και έχει εφαρμογή ακόμα και στην περίπτωση που η εταιρία αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. 29 Ο ΟΑΕ υποστήριξε ακόμα, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι η δεύτερη οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις ειδικές διαδικασίες συλλογικής εκκαθαρίσεως ή εξυγιάνσεως εταιριών οι οποίες δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται μόνο στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. 30 Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, προορισμός της οδηγίας είναι η εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των εταίρων και των τρίτων, ιδίως όσον αφορά τις πράξεις συστάσεως της εταιρίας, καθώς και αυξήσεως ή μειώσεως του κεφαλαίου της. Η εγγύηση αυτή, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να παρέχεται στους εταίρους επί όσο χρονικό διάστημα η εταιρία εξακολουθεί να υφί- Ι-2718

ΚΑΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΛΑΣ σταται με τη δική της δομή. Βεβαίως, η οδηγία δεν απαγορεύει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως και ιδίως την εφαρμογή διαδικασιών εκκαθαρίσεως, στο πλαίσιο των οποίων η εταιρία τίθεται υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχειρίσεως προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των δανειστών, εξακολουθεί όμως να εφαρμόζεται επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει αφαιρεθεί η εξουσία από τους μετόχους και τα κανονικά όργανα της εταιρίας. Αυτό ασφαλώς συμβαίνει, σε περίπτωση εφαρμογής απλώς καθεστώτος εξυγιάνσεως συνεπαγομένου την παρέμβαση δημοσίων οργανισμών ή εταιριών ιδιωτικού δικαίου, όταν θίγεται το δικαίωμα των εταίρων επί του κεφαλαίου και το δικαίωμα λήψεως αποφάσεων στην εταιρία. 3ΐ Απ' αυτό έπεται ότι, όταν δεν προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο παρέκκλιση, το άρθρο 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απαγορεύεται στα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ ρύθμιση ασυμβίβαστη με την αρχή που καθιερώνει το άρθρο αυτό, έστω και αν η εν λόγω ρύθμιση δεν αφορά παρά μόνον εξαιρετικές καταστάσεις. Εξάλλου, η αναγνώριση γενικής επιφυλάξεως όσον αφορά έκτακτες καταστάσεις, πέραν των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θέτουν οι διατάξεις της Συνθήκης και της δεύτερης οδηγίας, θα μπορούσε να θίξει τον δεσμευτικό χαρακτήρα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ( βλ. υπό το αυτό πνεύμα την απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 26). 32 Ως προς το κατά πόσον μπορεί να τύχει εφαρμογής, στην περίπτωση ρυθμίσεως ανάλογης προς αυτή που περιέχεται στον νόμο 1386/1983, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη αυτή επιδιώκει έναν σκοπό κοινωνικής πολιτικής, σαφή και οριοθετημένο, δηλαδή την ενθάρρυνση της λαϊκής συμμετοχής στο κεφάλαιο των εταιριών. Έχει ως αποκλειστικό στόχο, όπως και οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 19, παράγραφος 3, και 23, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας, να ευνοήσει, κατά τρόπο αντικειμενικό και συγκεκριμένο, τη συμμετοχή, στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων, προσώπων, όπως οι εργαζόμενοι, τα οποία δεν διαθέτουν συνήθως τα απαραίτητα μέσα για να αποκτήσουν συμμετοχή στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων υπό κανονικές συνθήκες κατά το δίκαιο των εταιριών των κρατών μελών. 33 Συνεπώς, μια εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να καλυφθεί από την παρέκκλιση αυτή παρά μόνον αν η συγκεκριμένη εφαρμογή της συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού του άρθρου 41, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας. Ι - 2719

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 30. 5. 1991 - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-19/90 ΚΑΙ C-20/90 34 Πρέπει συναφώς να διευκρινιστεί ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται απλώς και μόνο επειδή μια ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στον νόμο 1386/1983, προβλέπει, ως ένα από τα δυνατά μέσα για την επίτευξη του κύριου σκοπού της, τη δυνατότητα να μεταβιβάζει ο δημόσιος οργανισμός ανασυγκροτήσεως μετοχές στους εργαζόμενους ή σε ιδιώτες. Πράγματι, αυτή η δυνατότητα είναι μόνο θεωρητική και δευτερεύουσας σημασίας. 35 Επιβάλλεται, εξάλλου, η διευκρίνιση, στην οποία προέβη και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 5 των προτάσεών του, ότι η αναφορά του άρθρου 41, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας σε άλλες κατηγορίες προσώπων αφορά τη λαϊκή συμμετοχή στο κεφάλαιο των εταιριών και όχι τη μεταβίβαση μετοχών σε πιστωτικούς φορείς ή οργανισμούς δημοσίου δικαίου. 36 Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 25 και του άρθρου 41, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές εθνική ρύθμιση η οποία, προς εξασφάλιση της επιβιώσεως και της συνεχίσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεων που έχουν, από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, ιδιαίτερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, προβλέπει ότι μπορεί να αποφασιστεί με διοικητική πράξη η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου τους υπό την επιφύλαξη της διατηρήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων κατά την έκδοση νέων μετοχών. 37 Ενόψει των ανωτέρω απαντήσεων, παρέλκει η εξέταση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και του μέρους του πρώτου ερωτήματος που αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 42 της δεύτερης οδηγίας. Επί των δικαστικών εξόδων 38 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Ι - 2720

ΚΑΡΕΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΛΑΣ Για του λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας με δύο αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1989, αποφαίνεται: 1) Οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι των δημοσίων αρχών το άρθρο 25, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες, όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της. 2) Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 25 και του άρθρου 41, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι αντίκειται στις διατάξεις αυτές εθνική ρύθμιση η οποία, προς εξασφάλιση της επιβιώσεως και της συνεχίσεως της δραστηριότητας επιχειρήσεων που έχουν, από οικονομικής και κοινωνικής απόψεως, ιδιαίτερη σημασία για το κοινωνικό σύνολο και οι οποίες αντιμετωπίζουν, λόγω της υπερχρεώσεώς τους, εξαιρετική κατάσταση, προβλέπει ότι μπορεί να αποφασιστεί με διοικητική πράξη η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου τους υπό την επιφύλαξη της διατηρήσεως του δικαιώματος προτιμήσεως των παλαιών μετόχων κατά την έκδοση νέων μετοχών. Mancini O'Higgins Κακούρης Schockweiler Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Μαΐου 1991. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος G. F. Mancini Ι-2721