ΟΛΥΜΠΟΣ Αφήγηση 1: Ο πόλεμος στην Τροία τελείωσε. Οι Έλληνες ξεκίνησαν με τα πλοία τους ο καθένας για την πατρίδα. Ξεκίνησε λοιπόν και ένας ακόμη ήρωας με τους συντρόφους του, για την Ιθάκη, το νησί του. (Αυγούστα) Αφήγηση 2 : Στο μεταξύ στον Όλυμπο επικρατεί ανησυχία Στο λαμπροστόλιστο παλάτι του Ολύμπου οι θεοί αποφασίζουν για την τύχη των ανθρώπων ( Έλενα) ΔΙΑΣ: ( Αγαπίου ) Αχ, πότε θα ηρεμήσουμε να πάψουν οι καυγάδες; Αυτοί οι θνητοί μάς βάζουνε συνέχεια σε μπελάδες. ΕΡΜΗΣ: ( Μαλάμος ) Τα φτερωτά μου πέδιλα έβαλα να πετάξω και όλους τους θεούς εγώ έτρεξα να φωνάξω. ΗΡΑ: ( Ειρήνη ) Εδώ είμαι άντρα μου κι εγώ! Ήρθα από τους πρώτους, γιατί είμαι η βασίλισσα σε θεούς και ανθρώπους. Εγώ που μαι o πιο δυνατός θα ρίξω κεραυνό! Προστάζω τώρα τους θεούς να έρθουν όλοι εδώ. Του Δία τα μηνύματα μοιράζω στους ανθρώπους, φτερά έχω στα πόδια μου να φτάνω σ άλλους τόπους. Γιατί μας φώναξες εδώ; Τι τρέχει, τι συμβαίνει; Ποιος τόλμησε να κάνει την Ήρα να περιμένει; ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: ( Σακελλαρόπουλος ) Στης θάλασσας τα βάθη Αν είναι αυτό που σκέφτομαι βρισκόμουν, αδερφέ μου. να ξέρεις θα θυμώσω! Το λόγο που μας κάλεσες Και με την τρίαινά μου αμέσως τώρα πες μου. κύματα θα σηκώσω. ΑΘΗΝΑ: ( Ζάγγα ) Πατέρα, εγώ δε συμφωνώ. Οι έριδες δεν είναι λύση. Με ηρεμία και λογική καθένας ας μιλήσει. Τα λόγια μου πάντα μετρώ, μιλάω με σοφία. Το δόρυ και η ασπίδα μου δεν είναι για εξουσία. ΑΡΗΣ: ( Στέφανος) Αυτά λένε οι αδύναμοι, άλλο τρόπο δεν έχουν. Φοβούνται τον αντίπαλο, τη μάχη δεν αντέχουν. Εγώ λέω να κάνουμε πόλεμο δίχως άλλο και να το διασκεδάσουμε με σαματά μεγάλο!
ΤΡΟΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ : ( Μαρία ) Τι είναι όλες οι φωνές αυτές; Έχω να κάνω κούρα Την ώρα που χτενίζομαι δε θέλω πια βαβούρα. Ελάτε να τελειώνουμε, πρέπει να γίνω κούκλα! Η φασαρία σας αυτή μου χάλασε τη μπούκλα! ΑΡΤΕΜΙΣ: (Πολυξένη) Αφροδίτη, συγκεντρώσου Ήρθα από τα άγρια δάση. κι άσε τα πολλά πολλά. Μα λύστε μου μια απορία. Για να μας φωνάξει ο Δίας, Γιατί κάνετε όλοι εσείς τα πράγματα είναι σοβαρά. σαν τ άγρια θηρία; ΑΠΟΛΛΩΝ: ( Δημήτρης ) Ηρεμήστε! Η μουσική είναι μαγεία! Να σας παίξω με τη λύρα μια ωραία μελωδία; Δείτε έξω έχει λιακάδα! Ας αφήσουμε τις έχθρες και ας πάμε για βαρκάδα! ΔΗΜΗΤΡΑ: (Πανταζή) Μα τι λες εκεί, Απόλλων; Πες μας γρήγορα, Δία, Μιλάς τώρα σοβαρά; Εγώ ήρθα απ τα χωράφια, άφησα και τη σοδειά! αδερφέ μου, τι συμβαίνει; Γιατί η δουλειά της γης δεν μπορεί να περιμένει Δίας : Ο Πόλεμος στην Τροία τελείωσε, όμως η τύχη ενός ήρωα δεν έχει ακόμα κριθεί. Τι λέτε θα τον βοηθήσουμε να γυρίσει; Ναι ή όχι; (ναιιιιι, όοοοοχι ακούγονται από τους Θεούς) ( Αγαπίου ) Αφήγηση 2: Μα ποιος ήταν αυτός που ούτε οι Θεοί δε μπορούσαν να συμφωνήσουν για την τύχη του; Ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης Ο γενναίος, ο έξυπνος, ο πολυμήχανος Οδυσσέας. ( Αναστασίου ) Αφήγηση 3: Xάρη σ αυτόν και το Δούρειο Ίππο του κατάφεραν οι Έλληνες να κερδίσουν τον πόλεμο της Τροίας. ( Λάππας.) ΟΔΥΣΣΕΑΣ: ( Θάνος ) Ο Οδυσσέας είμαι εγώ Την ιστορία μου θα πω Με σούρτα φέρτα σε νησιά ο κοσμογυρισμένος. με δάκρυα και γέλια. και χίλια πήγαινε-έλα Γενναίος, πολυμήχανος, Από την Τροία έρχομαι για την Ιθάκη βάζω μπρος ήρωας ξακουσμένος. και στην κορφή, κανέλα! και μ έχει πιάσει τρέλα!
ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ ΚΙΚΟΝΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΟΔΥΣΣΕΑ: Λουίς Σύντροφοι εμείς του Οδυσσέα Ξεκινάμε όλοι παρέα Στην Ιθάκη για να πάμε σπιτικό φαΐ να φάμε Λ. Γρηγόρης Εμπρός ανοίχτε τα πανιά, εμπρός τραβάτε τα κουπιά γρήγορα για να φύγουμε και πίσω να γυρίσουμε. Έι οπ, έι οπ! (και οι δυο μαζί) Αφήγηση ( Αγγελική ) : Έτσι ξεκίνησαν για το ταξίδι του γυρισμού στην πατρίδα. Με την ελπίδα πως θα γυρίσουν γρήγορα κοντά στους αγαπημένους τους. Για μέρες αρκετές, η θάλασσα ήταν γαλήνια και οι Θεοί συντρόφευαν το γενναίο ήρωα. Αφήγηση ( Ισιδώρα ) : Όμως η γαλήνη τους δεν κράτησε για πολύ. Ένας δυνατός άνεμος τους έριξε σε μια ξένη χώρα όπου κατοικούσαν οι φοβεροί Κίκονες. Εκεί μια άγρια μάχη ξέσπασε και o Οδυσσέας με τους συντρόφους του έτρεξαν στα καράβια για να σωθούν. Αφήγηση ( Αγγελική ) : Στη συνέχεια, ο άνεμος τους έριξε στο νησί των Λωτοφάγων. Δέντρα πανέμορφα, γεμάτα ζουμερούς γλυκούς καρπούς υπήρχαν τριγύρω κ οι σύντροφοι δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό να τα δοκιμάσουν. Άραγε θα θυμηθούν όλοι να γυρίσουν στην πατρίδα ; Λωτοφάγοι : ( Μαννάτ ) Ξένοι καλωσορίσατε! Θα είστε κουρασμένοι. Κοπιάστε να καθίσετε, μην είστε φοβισμένοι. ( Ιωάννα ) Ολημερίς καθόμαστε, τρώμε και τραγουδάμε. Γλυκούς λωτούς γευόμαστε, τις πίκρες μας ξεχνάμε. Εμείς ζούμε φιλήσυχα, χωρίς πολλούς μπελάδες. Δε μας αρέσουν οι φωνές, τα μίση κι οι καυγάδες. Πάρτε να δοκιμάσετε! Η γλύκα του είναι τόση, που λησμονεί τα βάσανα όποιος θνητός δαγκώσει. (Ηλιάννα): Με το ζόρι κατάφερε ο Οδυσσέας να πείσει τους συντρόφους του να αφήσουν πίσω τους το νησί των Λωτοφάγων και άνοιξαν πανιά για νέες περιπέτειες. Μέρες παράδερναν εδώ κι εκεί, ώσπου οι άνεμοι τους έβγαλαν στη χώρα των Κυκλώπων. Κύκλωπας ( Λάππας ) Του Ποσειδώνα γιος τρανός κανείς δε με πλησιάζει. Κι η φοβερή η όψη μου τους ξένους τους τρομάζει
ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΚΙΡΚΗ ΑΙΟΛΟΣ Ζάγγα : Ο πολυμήχανος βασιλιάς, με μελωδίες και κρασί τον Κύκλωπα θολώνει και με ένα ξύλο μυτερό, μαζί με τους συντρόφους του αμέσως τον τυφλώνει. Όταν οι άλλοι Κύκλωπες τον ρωτήσανε τι τρέχει, τι συμβαίνει, φώναζε πως τον τύφλωσε ο Κανένας, όμως κανείς δεν τον καταλαβαίνει! Αγαπίου: Κι ενώ βγήκαν στα ανοιχτά, ο Πολύφημος παρακαλούσε τον πατέρα του τον Ποσειδώνα, να τιμωρήσει τον Οδυσσέα για το κακό που του έκανε. Νέες περιπέτειες τους περίμεναν. Αυτή τη φορά το πλοίο τους άραξε στην Αιολία όπου ο θεός των ανέμων τους φιλοξένησε και χάρισε στον Οδυσσέα έναν μαγικό ασκό που μέσα είχε όλους τους άγριους ανέμους. ( Περπατάει ) Κουζαγιώτη: Δώρο πραγματικά πολύτιμο που οι άμυαλοι και άπληστοι σύντροφοι του Οδυσσέα σπατάλησαν λόγω της περιέργειάς τους. Άνοιξαν τον ασκό του θεού Αίολου την ώρα που ο Οδυσσέας κοιμόταν. Οι άνεμοι ξεχύθηκαν ορμητικοί και τους παρέσυραν στην αφιλόξενη χώρα των Λαιστρυγόνων. Πολλοί χάθηκαν εκεί. Όσους κατάφεραν να γλιτώσουν τους περίμενε μια νέα περιπέτεια στο νησί της Κίρκης. ( περπατάει ) Ισιδώρα : ( Μάγισσα Κίρκη ) Καλώς ορίσατε θνητοί στο πλούσιο τραπέζι. Το νέκταρ είναι άφθονο και η λύρα τώρα παίζει. Καθήστε να σερβίρουμε και πιάστε τα πιρούνια. Και μα το Δία, θα γίνετε ευθύς όλοι γουρούνια. Πανταζή: Η πανέμορφη μάγισσα όμως όταν ο Οδυσσέας την απείλησε με το φοβερό του ξίφος, έλυσε τα μάγια των συντρόφων και τους φιλοξένησε μάλιστα στο παλάτι της. Ο νους τους όμως ήταν συνέχεια στην πατρίδα! Στέφανος: Ζήτησαν λοιπόν από την Κίρκη να τους βοηθήσει να γυρίσουν. Κι εκείνη, αφού τους έδωσε τρόφιμα για το ταξίδι, τους έστειλε μέχρι και στον Άδη για έναν πολύτιμο χρησμό του Τειρεσία και τους προειδοποίησε για το νησί των Σειρήνων που θα συναντούσαν! Μαρία: Οι φοβερές Σειρήνες με τις γλυκιές μελωδίες τους, υπνώτιζαν τους ναυτικούς και παρέσυραν τα καράβια στα βράχια του νησιού τους. Αλίμονο σ εκείνον που άκουγε το τραγούδι τους και πήγαινε κοντά τους Σακελλαρόπουλος : Αλίμονο όμως σ εκείνον που άκουγε το τραγούδι τους και πήγαινε κοντά τους Ευτυχώς σαν έφτασαν στο νησί των Σειρήνων οι σύντροφοι έδεσαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι, όπως τους είχε διατάξει και βούλωσαν τα αυτιά τους με κερί. Αυγούστα και Έλενα : Εμείς σειρήνες είμαστε κι όμορφα τραγουδάμε. Με τα γλυκά μας άσματα όλους τους ξεγελάμε! Άκουσε το τραγούδι μας τ αυτιά σου μην τα κλείνεις. Άραξε το καράβι σου, κι έλα με εμάς να μείνεις. Ξέχασε τις έγνοιες σου, λύσε τα δεσμά σου κι άσε τις μελωδίες μας ν αγγίξουν την καρδιά σου!
ΙΘΑΚΗ ΦΑΙΑΚΕΣ ΚΑΛΥΨΩ ΣΚΥΛΛΑ + ΗΛΙΟΣ Ιωάννα : Έτσι ο πολυμήχανος βασιλιάς, ο ευφυής και αθεράπευτα περίεργος, έγινε ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να ακούσει το μαγευτικό τραγούδι χωρίς να πάθει τίποτα. Στέφανος : Σύντομα ήρθαν όμως αντιμέτωποι με νέους κινδύνους, μια θανατηφόρα ρουφήχτρα που την έλεγαν Χάρυβδη και ένα φοβερό τέρας τη Σκύλλα. Λουίς : Με όσους συντρόφους είχαν απομείνει, το γοργοτάξιδο καράβι έφτασε στο νησί του Ήλιου. Για άλλη μια φορά, οι άμυαλοι ταξιδιώτες αγνόησαν τους κινδύνους και έφαγαν τα ιερά ζώα του Θεού Ήλιου. Ιωάννα : Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και βρέθηκε ναυαγός στο νησί της νύμφης Καλυψώς ΚΑΛΥΨΩ : Κοντά μου μείνε βασιλιά, Ευτυχισμένος θα σαι εδώ γενναίε Οδυσσέα. μ εμένα συντροφιά, Ταίρι μου γίνε κι η ζωή ξέχνα πίκρες και βάσανα, θα ναι για μας ωραία! πατρίδα και παιδιά! Πανταζή : 7 χρόνια έζησε ο Οδυσσέας μαζί με την πανέμορφη νύμφη που τον ερωτεύτηκε και δεν τον άφηνε να φύγει. Οι θεοί συμπόνεσαν όμως τον πολύπαθο ήρωα και έστειλαν τον Ερμή να μηνύσει στην Καλυψώ πως ήταν θέλημα του Δία να τον ελευθερώσει. Μαννάτ: Για ακόμα μια φορά, Ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα με μια σχεδία να παλεύει με τα κύματα ώσπου αποκαμωμένος και πληγωμένος ξεβράστηκε στη χώρα των Φαιάκων. Κι εκεί εμφανίστηκε ανέμελη, η πανέμορφη Ναυσικά, πριγκίπισσα των Φαιάκων ΝΑΥΣΙΚΑ (Πολυξένη) : Καλώς σε βρήκα ξένε μου, φαίνεσαι κουρασμένος Απ την πατρίδα σου μακριά είσαι ξενιτεμένος. Είμαι εγώ η Ναυσικά του Αλκίνοου θυγατέρα. Και στο παλάτι σε καλώ να δεις και τον πατέρα. Μαρία: Στο παλάτι του φιλόξενου Αλκίνοου ο Οδυσσέας αποκαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και περιγράφει τις περιπέτειες του από τότε που ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα. (τραγούδι 1 ) Εντυπωσιασμένος ο βασιλιάς Αλκίνοος έταξε στο γενναίο ξένο να τον βοηθήσει να γυρίσει επιτέλους στο νησί του. ΑΛΚΙΝΟΟΣ: Εγώ ο Αλκίνοος των Φαιάκων βασιλιάς καράβι θα σου δώσω στην Ιθάκη για να πας. Μαννάτ: Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο ήρωας ταλαιπωρημένος αποκοιμήθηκε, όταν πια ξύπνησε και αναγνώρισε τις παραδεισένιες ακτές, έκλαψε από χαρά και φίλησε το χώμα της πατρίδας του. (Συνέχεια)
Λούρης: Οι περιπέτειές του Οδυσσέα όμως δεν είχαν τελειώσει, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες που ήθελαν να πάρουν το θρόνο και τη γυναίκα του και σπαταλούσαν το βιος του. Η Πηνελόπη τους καθυστερεί όσο μπορεί. ( τραγούδι 2 ) Λουίς : Ο Τηλέμαχος, που έχει γίνει πια ολόκληρος άντρας, περιμένει τη στιγμή της εκδίκησης. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ: Χρόνια ολόκληρα μετρώ μέρα με την ημέρα και λαχταρώ για τη στιγμή να ξαναρθείς πατέρα! ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Τηλέμαχε, παιδί μου! Δημήτρης: Γιος και πατέρας καταστρώνουν μαζί το σχέδιο εξόντωσης των άμυαλων μνηστήρων και, με τη βοήθεια της Αθηνάς, ο Οδυσσέας ξαναπαίρνει τον θρόνο του και ξαναβρίσκεται στην αγκαλιά της όμορφης και πιστής γυναίκας του. ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Χρόνους πολλούς περίμενα για να ρθεις βασιλιά μου και να σε σφίξω δυνατά μέσα στην αγκαλιά μου! ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Μετά από χρόνια ολόκληρα γύρισα στην πατρίδα όλο τον κόσμο γύρισα μα σαν κι αυτήν δεν είδα!