ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πληροφορίες: Δρ. Ν. Βασιλική Μπώλου Βοηθός Συνήγορος του Καταναλωτή Χειρίστρια: Όλγα Αλεξίου Ειδική Επιστήμονας Τηλ: 210-6460458 Ηλεκτρον. Δ/νση: oalexiou@synigoroskatanaloti. gr Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ.: 1517 ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Πρώην Σχολή Ευελπίδων ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) ----------- Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα, Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 8 του ιδρυτικού νόμου της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Καταναλωτή» (ν. 3297/2004 / ΦΕΚ 259 Α) «αν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις για τέλεση αξιόποινης πράξης από ένα εκ των ενδιαφερομένων μερών, ο Συνήγορος του Καταναλωτή μπορεί, εφόσον η πράξη διώκεται μετά από έγκληση, να υποδείξει στο άλλο μέρος την προσφυγή του στη δικαιοσύνη. Στην περίπτωση που η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως, ο Συνήγορος του Καταναλωτή ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». 1
Ενόψει της ανωτέρω διάταξης και της εξ αυτής απορρέουσας υποχρέωσής μας, με την παρούσα Σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα και παρακαλούμε να ενεργήσετε τα δέοντα. Στις 15/12/2006, 27/12/2006 και 16/01/2007 υπεβλήθησαν στην Υπηρεσία μας ενυπόγραφες αναφορές της κας Μαρίας Ντάβου, του κ. Γεωργίου Βανικιώτη και της κας Κωνσταντίνας Κανατά από κοινού καθώς και της κας Ιρίνας Καλιντζάκη αντιστοίχως, σχετικά με λίστες γάμου που οι ανωτέρω καταναλωτές διατηρούσαν στα καταστήματα της εταιρίας με την επωνυμία «Γαλλική Εισαγωγική Οικιακού Εξοπλισμού Α.Ε.» και διακριτικό τίτλο «ΗABITAT», εδρεύουσα στο Χαλάνδρι (οδός Κηφισίας, αρ. 250). Στις ως άνω αναφορές εδόθη αριθ. πρωτ. εισερχομένου 1935/15.12.2006, 2020/27.12.2006 και 121/16.01.2007 αντίστοιχα. Όπως προκύπτει από τις αναφορές, τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί στο όνομα των καταγγελλόντων ανέρχονταν σε 935 για την κα Μαρία Ντάβου, 2.100 για τον κ. Γεώργιο Βανικιώτη και την κα Κωνσταντίνα Κανατά και 1773,24 για την κα Ιρίνα Καλιντζάκη. Tα ανωτέρω ποσά κατατέθηκαν, στα πλαίσια λίστας γάμου που διατηρούσαν οι καταγγέλλοντες στα καταστήματα της εταιρίας, από τους καλεσμένους των μελλονύμφων στο όνομα των τελευταίων και με σκοπό να αποδοθούν τελικά στο ζευγάρι με τη μορφή εμπορευμάτων της αυτής αξίας. Καθ όλο το χρονικό διάστημα της συγκέντρωσης χρημάτων οι μελλόνυμφοι είχαν τη δυνατότητα να ζητούν από την εταιρία πλήρη αναφορά σχετικά με τα ονόματα των καλεσμένων και τα ποσά που αυτοί είχαν καταθέσει. Ωστόσο, η ως άνω εταιρία διέκοψε απροειδοποίητα τη λειτουργία των τριών καταστημάτων της το Δεκέμβριο του έτους 2006, χωρίς να αποδώσει στους καταγγέλλοντες τα εμπορεύματα που αντιστοιχούσαν στα συγκεντρωθέντα ποσά. Στα πλαίσια της σύμφωνα με την παρ. 11 του αρ. 4 του Ν.3297/2004 διερεύνησης των αναφορών που υποβάλλονται ενώπιον της Υπηρεσίας μας, προέκυψε ότι στις 14.02.2007 συνεκδικάστηκε η με αριθμό κατάθεσης 2787/2006 αίτηση πτώχευσης κατά της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία «Γαλλική Εισαγωγική Οικιακού Εξοπλισμού Α.Ε.» με τη με αριθμό κατάθεσης 222/07 σχετική κύρια παρέμβαση. Επί των ανωτέρω δικογράφων εξεδόθη στις 9.05.2007 η υπ αριθμ. 548/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απερρίφθη η αίτηση πτωχεύσεως ως ουσία αβάσιμη και έγινε δεκτή η ασκηθείσα κύρια παρέμβαση. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, αφενός δεν αποδεικνύεται ότι η εταιρία βρίσκεται σε κατάσταση 2
παύσης των πληρωμών της, αφετέρου δεν αποδείχθηκε ότι δε διαθέτει ενεργητικό. Περαιτέρω, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι έως τις 16.04.2007 η ανωτέρω εταιρία δεν είχε υποβάλει δήλωση διακοπής των εργασιών της στην αρμόδια Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών. Κατόπιν της απροειδοποίητης διακοπής της λειτουργίας της, η ανωτέρω εταιρία δεν ήταν σε θέση να αποδώσει τα προϊόντα στους καταγγέλλοντες και δεν απέδωσε, ως όφειλε συνεπεία της ως άνω αδυναμίας της, τα συγκεντρωθέντα χρηματικά ποσά τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της στα πλαίσια της άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας. Είναι περαιτέρω πρόδηλο ότι πέραν των πολιτών οι οποίοι υπέβαλαν αναφορά ενώπιον της Υπηρεσίας μας, η εταιρία συνεβλήθη μέσω των υπευθύνων της στα τρία καταστήματα που διατηρούσε και με δεκάδες άλλους καταναλωτές οι οποίοι ομοίως διατηρούσαν λίστα γάμου και δεν εισέπραξαν ποτέ τα δέοντα να τους αποδοθούν εισπραχθέντα χρηματικά ποσά. Εκτιμούμε ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία πληρούν, για τους υπεύθυνους της άνω εταιρίας, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης κατ εξακολούθηση, και δη της κακουργηματικής της μορφής, όπως αυτή προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 375 του Ποινικού Κώδικα η οποία ορίζει: «Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών». Συγκεκριμένα, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται η από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σε αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού. Το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης πρέπει κατά τη φυσική αντίληψη να είναι κινητό πράγμα, τέτοιο δε είναι και το χρήμα (Α.Π.1600/2004, Α.Π. 537/2003, Α.Π. 1253/2000), ενώ ως κατοχή νοείται η πραγματική σχέση προς το πράγμα που καθιστά δυνατή την εξουσίασή του από εκείνον που το κατέχει κατά βούληση (Α.Π. 1391/2006). Περαιτέρω, το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται υποκειμενικώς με τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστικού Κώδικα και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, θέληση η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του (Α.Π. 1320/2005 Ποιν. Λ. 1230, Α.Π. 1336/2005 3
Ποιν. Λ. 1254). Πρόκειται για μία κατάσταση πραγματική και η δολία προαίρεση και τιμωρητέα συμπεριφορά έγκειται στην καθ οιονδήποτε τρόπο εξωτερίκευση της βούλησης του δράστη να έχει δικό του το ξένο πράγμα. Ταυτόχρονα, αν, σύμφωνα με το άρθρο 98 Π.Κ., περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Άλλωστε στο κατ εξακολούθηση έγκλημα ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος (Α.Π. 740/1998, Π.Χ. ΜΘ σελ.330). Κατά τον τρόπο αυτό, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (Α.Π. 132/2007). Επιπλέον των ανωτέρω, για την κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης απαιτείται όπως το αντικείμενο αυτής, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω των περιοριστικά αναφερομένων στην παρ. 2 του άρθρου 375 Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, ιδιοτήτων αυτού, μεταξύ των οποίων και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Εντολοδόχος είναι ο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. Α.Κ νοούμενος, ήτοι πρέπει να έχει συναφθεί μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαίρεσης σύμβαση εντολής επ ευκαιρία της οποίας το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου (Α.Π. 1258/98, Π.Χ. ΜΘ σελ. 691, Α.Π. 5/2004 Π.Χ. ΝΔ σελ. 397). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 Α.Κ., ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, επομένως δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής και σε περίπτωση μη απόδοσης αυτών στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησής τους διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης (Α.Π. 1646/2005, Α.Π. 115/2004). Επιπροσθέτως, για τη στοιχειοθέτηση κακουργηματικής υπεξαίρεσης από εντολοδόχο, η εντολή προς τον υπαίτιο πρέπει να δοθεί από τον παθόντα, δηλαδή η σύμβαση εντολής να έχει συναφθεί μεταξύ του παθόντος (εντολέως) και του υπαιτίου (εντολοδόχου) (Α.Π. 1258/98, Π.Χ. ΜΘ /691). Η έννοια της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του εντολοδόχου έχει αντικειμενική χροιά, ήτοι δεν προσαπαιτείται κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης αλλά πρόκειται για εμπίστευση της έννομης τάξης προς πρόσωπο που φέρει συγκεκριμένη ιδιότητα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (Α.Π. 1005/2006, Α.Π. 2196/2005, Α.Π. 1987/2005, Α.Π. 1419/2005, Α.Π. 1364/2006, Α.Π. 1589/2006, Α.Π. 79/2007, Α.Π. 681/2005, Α.Π. 825/2006, Α.Π. 130/2007, Α.Π. 1391/2006). Σε ποια περίπτωση το αντικείμενο της υπεξαίρεσης θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κρίνεται ανέλεγκτα (Α.Π. 954/2006, Α.Π. 4
292/2003, Α.Π. 1846/1997) και αναφέρεται στο χρόνο τέλεσης της πράξης (Α.Π. 728/2000). Εν προκειμένω, η ως άνω εταιρία, μέσω διαφημιστικών μηνυμάτων που προέβαλλαν τη φήμη και την αξιοπιστία της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, προσέλκυσε την προσοχή του καταναλωτικού κοινού. Κατ αυτόν τον τρόπο, οι καταναλωτές προέβησαν στη σύναψη συμβάσεων λίστας γάμου δίνοντας προς την εταιρία την εντολή να δέχεται την κατάθεση χρημάτων στο όνομά τους, με σκοπό εν τέλει τη συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού, το οποίο θα εισέπρατταν με τη μορφή ανάλογης αξίας εμπορευμάτων. Ως εκ τούτου, η εταιρία επανειλημμένα εισέπραξε μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της προκειμένου, μετά τη λήξη της λίστας γάμου, να αποδώσει στους καταναλωτές εμπορεύματα ίσης αξίας. Δεδομένης της διακοπής της λειτουργίας των καταστημάτων της, η εταιρία όφειλε έγκαιρα να αποδώσει τα συγκεντρωθέντα χρηματικά ποσά προς τους καταναλωτές. Παρά ταύτα και παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι τα χρήματα αυτά με την έννοια του νόμου ήταν ξένα, ήτοι δεν ανήκαν στην κυριότητά της, η εταιρία διέκοψε απροειδοποίητα τη λειτουργία της ιδιοποιούμενη έμπρακτα και παρανόμως τα ανωτέρω χρηματικά ποσά τα οποία μέχρι σήμερα δεν έχει επιστρέψει. Με τον τρόπο αυτό, αποστέρησε οριστικά τα κατατεθέντα ποσά από τους ιδιοκτήτες τους και κατέστησε φανερή την ενσωμάτωσή τους στη δική της περιουσία καθώς και τη θέλησή της να εξουσιάζει και να διαθέτει τα ξένα χρήματα ως αν ήταν κυρία αυτών. Με δεδομένη την ανωτέρω παράνομη πράξη ιδιοποίησης και με πρόθεση, ήτοι με τη γνώση και θέληση ιδιοποίησης των ξένων χρημάτων που βρέθηκαν στην κατοχή της οι υπεύθυνοι της εταιρίας «Γαλλική Εισαγωγική Οικιακού Εξοπλισμού Α.Ε.» τέλεσαν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως κατ εξακολούθηση, μάλιστα δε της κακουργηματικής μορφής αυτής ενεργώντας ως εντολοδόχοι των καταναλωτών με τους οποίους κατήρτισε τις συμβάσεις λίστας γάμου. Τέλος, Σας υποβάλλουμε συνημμένα : 1. Φωτοαντίγραφα των με αρ. πρωτ. 1935/15.12.2006, 2020/27.12.2006 και 121/16.01.2007 εγγράφων καταγγελιών της κας Μαρίας Ντάβου, του κ. Γεωργίου Βανικιώτη και της κας Κωνσταντίνας Κανατά καθώς και της κας Ιρίνας Καλιντζάκη αντιστοίχως, 2. Φωτοαντίγραφα των από 18.04.2007 Εγγράφων του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Πτωχεύσεων, Τμήμα Πινακίων Ειδικών Διαδικασιών) και των επισυναπτομένων υπ αρ. κατ. 2787/2006 και 222/07 δικογράφων, 3. Φωτοαντίγραφο της υπ αριθμ. 548/2007 Αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 4. Φωτοαντίγραφο του από 16.04.2007 Εγγράφου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, 5
5. Φωτοαντίγραφο του ΦΕΚ 3041/12.05.2006, με το οποίο η εκπροσώπηση και αντιπροσώπευση της εταιρίας ανετέθη στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, κ. Κωνσταντίνο Ζαράνη. Παρακαλούμε θερμώς να μας ενημερώσετε για τις ενέργειές Σας. Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Γιάννης Δ. Αδαμόπουλος 6