«ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΜΗΤΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015»

Σχετικά έγγραφα
Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

της δίωξης ή στην αθώωση.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4335/2015 στο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

«ΟΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ»

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Γνησιότητα και πλαστότητα ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ζητήματα διαχρονικού δικαίου μετά τον ν. 4335/2015

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο επιστημονικό περιοδικό «Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου» (ΕπισκΕΔ) 2013, σελ. 880 επ.

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

Γ. Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στη διαδικασία έκδοσης. διαταγής πληρωμής και στη δίκη της εναντίον της ανακοπής

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ (σελ. 1-14)

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 12

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

(ΧΡΙΔ 2003/173) Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων Αριθμ. 1250/2002

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

1η ΗΜΕΡΑ Τετάρτη, 24 Ιουνίου 2009

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Αριθμός: 445 / 2018 Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΩΝ ΤΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΩΝ ΚΑΒΑΛΑΣ ΚΑΙ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Η απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών. Εισηγητής : Αθανάσιος Πανταζόπουλος, ΔΝ-Πρωτοδίκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Όπως γνωρίζετε, την προηγούμενη εβδομάδα κατατέθηκε στη Βουλή προς ψήφιση το σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : «ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΜΗΤΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015» ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΔΗΜΑΤΑ [1]

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ αδημ. Αθ ΑιτΕκθ ΑΚ Αλμ ΑΠ άρθρ. αριθμ. ΑρχΝ ΑχΝομ Βλ. δηλ. Δ ΔΕΕ αδημοσίευτη Αθηνών Αιτιολογική Έκθεση Αστικός Κώδικας Αλμωπίας Άρειος Πάγος άρθρο αριθμός Αρχείο Νομολογίας Αχαϊκή Νομολογία Βλέπε δηλαδή Δίκη Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών ΔΕΝ Δελτίον Εργατικής Νομοθεσίας ΔΣΑ Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ΔΣΠ Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών ΔΣΛ Δικηγορικός Σύλλογος [2]

Λάρισας ΔυτΣτΕλ Δωδ εδ. ΕΔΠ Δυτικής Στερεάς Ελλάδας Δωδεκανήσου εδάφιο Επιθεώρησις Δικαίου Πολυκατοικίας ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών ΕΕργΔ Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου Ειρ ΕλλΔνη ΕΝΔ Ειρηνοδικείο Ελληνική Δικαιοσύνη Επιθεώρησις Ναυτιλιακού Δικαίου επ. ΕπισκΕμπΔ Ερμ επόμενα Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Ερμηνεία Εφ Θεσσαλ Θηβ Θράκης Εφετείο Θεσσαλονίκης Θηβών Θράκης [3]

ΚΔΔ Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚωδΔικ ΚωδΣυμβ Κώδικας Δικηγόρων Κώδικας Συμβολαιογράφων Λαρ Λαμ λ.χ. ΜονΠρ Λάρισας Λαμίας λόγου χάρη Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος ΝΔ ΝοΒ ΝΣΚ Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Βήμα Νομικό Συμβούλιο του Κράτους Ολ ό.π. Ορεστ παρ. Παράρτ. Πατρ π.δ. Ολομέλεια όπως παραπάνω Ορεστιάδος παράγραφος Παράρτημα Πατρών προεδρικό διάταγμα [4]

Πειρ ΠειρΝομ ΠΚ ΠολΠρ π.χ. Ροδ Πειραιώς Πειραϊκή Νομολογία Ποινικός Κώδικας Πολυμελές Πρωτοδικείο παραδείγματος χάρη Ρόδου σ. σελίδα (-ες) Σαμ σημ. στοιχ Σπ Σχ ΤΝΠ Σάμου σημείωση στοιχείο Σπάρτης Σχέδιο Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Υπ. ΦΕΚ Υπουργείο Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως ΧρΙδΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου [5]

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Γ Ε Ν Ι Κ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ «ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ» 1. ΒΑΣΙΚΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ Ι. ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015 ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 1. Το είδος αποδείξεως πριν τον Ν. 4335/2015. σ. 13 2. Το είδος αποδείξεως μετά τον Ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία. σ. 14 3. Το είδος αποδείξεως μετά τον Ν. 4335/2015 στις ειδικές διαδικασίες...... σ. 17 4. Συμπερασματικές κρίσεις.... σ. 20 II. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1. Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος αποδείξεως και οι περιορισμοί του.. σ. 22 2. Οι επιμέρους εκφάνσεις του δικαιώματος αποδείξεως.. σ. 26 3. Η αντισυνταγματικότητα των δυσανάλογων περιορισμών του δικαιώματος αποδείξεως... σ. 28 III. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ 1. Η ερμηνεία του 6 ΕΣΔΑ για την αποδεικτική διαδικασία... σ. 31 2. Η ερμηνεία του 6 ΕΣΔΑ ειδικά για την εξέταση μαρτύρων.... σ. 33 3. Συμπερασματικές κρίσεις. σ. 34 IV. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ [6]

1. Η έννοια, το πεδίο εφαρμογής και ο ρόλος της αρχής της προφορικότητας της συζήτησης σ. 36 2. Η δογματική θεμελίωση της αρχής της προφορικότητας της συζήτησης... σ. 40 3. Σύνδεση της αρχής της προφορικότητας της συζήτησης με τα νέα δεδομένα (μετά τον Ν. 4335/2015)... σ. 43 V. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ 1. Έννοια και πεδίο εφαρμογής της αρχής της αμεσότητας των αποδείξεων. σ. 48 2. Η αρχή της υποκειμενικής (ή τυπικής) αμεσότητας.... σ. 50 3. Η αρχή της ουσιαστικής (ή αντικειμενικής) αμεσότητας... σ. 51 4. Ο ρόλος και η δογματική θεμελίωση της αρχής της αμεσότητας των αποδείξεων. σ. 53 5. Σύνδεση της αρχής της αμεσότητας των αποδείξεων με τα νέα δεδομένα (μετά τον Ν. 4335/2015).... σ. 56 Ε Ι Δ Ι Κ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ «ΕΙΔΙΚΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ» ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ «ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (ΙΔΙΩΣ 237 ΚΑΙ 254 ΚΠΟΛΔ)» 2. ΒΑΣΙΚΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 237 (ΠΑΡ. 4 ΚΑΙ 6) ΚΠΟΛΔ [7]

I. Η ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡ. 4 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 237 ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΣΔΑ 1. Εισαγωγικά - Η «τυπική» συζήτηση και ο περιορισμός της εμμάρτυρης απόδειξης (άρθρο 237 παρ. 4 και 6 ΚΠολΔ) σ. 58 2. Η κριτική της ρύθμισης των παρ. 4 και 6 του νέου άρθρου 237 ΚΠολΔ. σ. 64 3. Η διαφύλαξη της συμβατότητας του νέου άρθρου 237 (παρ. 4 και 6) ΚΠολΔ με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ Η προσήκουσα ερμηνεία του «απολύτως αναγκαίου» της εξέτασης των μαρτύρων σ. 74 4. Η συμβατότητα της εξέτασης μαρτύρων επί πολυμελούς πρωτοδικείου ενώπιον εισηγητή δικαστή με την αρχή της αμεσότητας των αποδείξεων. σ. 82 II. ΛΟΙΠΑ ΑΝΑΚΥΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 237 ΠΑΡ. 6 ΚΠΟΛΔ 1. Χρόνος έκδοσης της διάταξης περί εξέτασης μαρτύρων κίνδυνος άκρατης έκδοσης διατάξεων. σ. 90 2. Η λειτουργική αρμοδιότητα του πρόεδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου για έκδοση διατάξεως περί εξέτασης μαρτύρων Ανακύπτοντα ζητήματα. σ. 94 3. Κριτήρια επιλογής των εξεταστέων μαρτύρων... σ. 96 4. Η συνεκδίκαση (246 ΚΠολΔ) εκκρεμών δικών τακτικής διαδικασίας όταν κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων κατ άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ... σ. 99 3. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 237 ΠΑΡ. 6 ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΑΡΘΡΟ 254 ΚΠΟΛΔ I. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ 237 ΠΑΡ. 6 ΚΑΙ 254 ΚΠΟΛΔ [8]

1. Η νέα ρύθμιση του άρθρου 254 ΚΠολΔ στην τακτική διαδικασία. σ. 102 2. Οι διαφορές των άρθρων 237 παρ. 6 ΚΠολΔ και 254 ΚΠολΔ... σ. 105 3. Η τελική οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των 237 παρ. 6 και 254 ΚΠολΔ... σ. 111 II. Η (ΑΝΑΛΟΓΗ) ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΕΝ ΟΨΕΙ ΚΕΝΩΝ ΝΟΜΟΥ: 1. Ζήτημα αν η κατ άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης θεωρείται «συνέχεια της προηγούμενης» σ. 114 2. Λοιπές περιπτώσεις (ανάλογης) εφαρμογής προβλέψεων της μίας διάταξης και στο πλαίσιο της άλλης. σ. 118 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ «ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΝΕΕΣ (ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015) ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤ ΙΔΙΑΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ (ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ)» 4. ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (ΙΔΙΩΣ 340, 393-394, 396 ΚΠΟΛΔ) I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 4335/2015 ΣΤΙΣ ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ σ. 122 [9]

II. Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡ. 4 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 237 ΚΠΟΛΔ ΩΣ ΜΗ ΠΛΗΡΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ 1. Εισαγωγικά - Η νέα διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ... σ. 126 2. Η εκτίμηση μαρτυρικής κατάθεσης κατά παράβαση των νέων άρθρων 237 παρ. 4 και 6 ΚΠολΔ ως μη πληρούντος τους όρους του νόμου αποδεικτικού μέσου (340 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ)..... σ. 127 III. ΑΝΑΚΥΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ (ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015) ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 393-394 ΚΠΟΛΔ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ 1. Εισαγωγικές επισημάνσεις. σ. 131 2. Ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ ειδικά στο πεδίο των εργατικών διαφορών.. σ. 132 3. Ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ ειδικά στο πεδίο των μισθωτικών διαφορών... σ. 138 4. Έναρξη ισχύος των περιορισμών των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ στο πεδίο των ειδικών διαδικασιών.. σ. 142 IV. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 396 (ΕΔ. Β) ΚΠΟΛΔ ΣΤΗ ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1. Εισαγωγικά... σ. 145 2. Οι υποστηριχθείσες απόψεις... σ. 145 3. Επιχειρήματα υπέρ της εφαρμογής του εδ. β του άρθρου 396 ΚΠολΔ και στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας.. σ. 147 5. ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ (ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015) ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ [10]

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΜΕΣΟ ΤΩΝ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ (421-424 ΚΠΟΛΔ) I. Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 4335/2015 - ΑΝΑΚΥΠΤΟΝΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ 1. Εισαγωγικά - Συνοπτική παρουσίαση των νέων ρυθμίσεων περί ενόρκων βεβαιώσεων (άρθρα 421-424 ΚΠολΔ) σ. 150 2. Η κριτική της αναβάθμισης του ρόλου των ενόρκων βεβαιώσεων με τον Ν. 4335/2015..... σ. 160 3. Η συμβατότητα της αναβάθμισης του ρόλου των ενόρκων βεβαιώσεων (με τον Ν. 4335/2015) με την αρχή της αμεσότητας των αποδείξεων.... σ. 165 II. ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ (421-424 ΚΠΟΛΔ) 1. Ο ποσοτικός περιορισμός των ενόρκων βεβαιώσεων (άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ) ανακύπτοντα ερμηνευτικά ζητήματα Α. Η έννοια του «διαδίκου» κατά την εφαρμογή του ποσοτικού περιορισμού των ενόρκων βεβαιώσεων κατ άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ σ. 172 Β. Ζήτημα εφαρμογής του ποσοτικού περιορισμού (422 παρ. 3 ΚΠολΔ) σε όλα τα στάδια της δίκης ή ξεχωριστά ανά βαθμό δικαιοδοσίας σ. 176 2. Η δυνατότητα μεταγενέστερης προβολής ενστάσεων ή αιτήσεων εξαιρέσεως εν όψει του νέου άρθρου 423 παρ. 2 ΚΠολΔ. σ. 179 3. Η ερμηνεία της νέας ρύθμισης του άρθρου 424 ΚΠολΔ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις... σ. 184 Β. Αμφισβητούμενες περιπτώσεις εφαρμογής του νέου άρθρου 424 ΚΠολΔ.... σ. 186 [11]

Γ. Η δυνατότητα εκτίμησης ελαττωματικής ένορκης βεβαίωσης ως μη πληρούντος τους όρους του νόμου αποδεικτικού μέσου (μετά τον Ν. 4335/2015). σ. 197 4. Το ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη παράστασης δικηγόρου κατά τη διαδικασία λήψης ένορκης βεβαίωσης (μετά τον Ν. 4335/2015)... σ. 201 III. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΕΡΙ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ (421-424 ΚΠΟΛΔ) 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.. σ. 218 2. Η αρχή της άμεσης εφαρμογής του νέου δικονομικού δικαίου επί εκκρεμών δικών και οι εξαιρέσεις της σ. 209 3. Το διαχρονικού δικαίου ζήτημα των διατυπώσεων λήψης ένορκης βεβαίωσης στο πλαίσιο δίκης ήδη εκκρεμούς την 01.01.2016.. σ. 211 6. ΤΕΛΙΚΕΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ.... σ. 223 [12]

Γ Ε Ν Ι Κ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ «ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ» 1. ΒΑΣΙΚΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ I. ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ Ν. 4335/2015 ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ 1. Το είδος αποδείξεως πριν τον Ν. 4335/2015 Δυνάμει του Ν. 2915/2001 το παλαιό άρθρο 270 ΚΠολΔ είχε καταργήσει κάθε διαφορισμό ως προς το εφαρμοστέο είδος αποδείξεως στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου αφενός και του μονομελούς και του ειρηνοδικείου αφετέρου 1. Ειδικότερα, είχε καθορίσει κατά τρόπο ενιαίο την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και είχε εισαγάγει μία νέα μορφή αποδείξεως, διαφορετική από την εν μέρει ελεύθερη απόδειξη 2. Βασικό γνώρισμα εκείνου του νέου τότε είδους αποδείξεως ήταν ότι συνέθετε στους κόλπους του στοιχεία τόσο της αυστηρής όσο και της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης: από το μεν είδος της αυστηρής αποδείξεως διατηρούσε τον περιορισμό του εμμάρτυρου μέσου (άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ), από το δε είδος της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης καθιέρωνε το επιτρεπτό της χρήσεως μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και ενόρκων βεβαιώσεων 3. 1 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η δικονομική έννομη τάξη III, σ. 425-427 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. Χριστοδούλου, σ. 97, 124. 2 Η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη, η οποία ίσχυε πριν από το Ν. 2915/2001 και στην τακτική διαδικασία του Ειρηνοδικείου, του Μονομελούς εξαιρετικά δε και του πολυμελούς πρωτοδικείου, εξακολουθούσε και μετά το Ν. 2915/2001 να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες βλ. σχετικά Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ποδηματά), άρθρ. 650, αριθμ. 1 και 5 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 422-423, 427 Γέσιου- Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη (Γέσιου-Φαλτσή), σ. 77-79 την ίδια, Δίκαιο Αποδείξεως, σ. 23-24, 77-78, 135-136 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. Μακρίδου, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό δίκαιο, σ. 771-772 Παϊσίδου, ΕΠολΔ 2008.461 επ. την ίδια, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Κουσούλη, σ. 43-44 Χριστοδούλου, σ. 47, 98, 102 βλ. και αμέσως κατωτέρω υπό 1 I 3. 3 Βλ. σχετικά ΑΠ 1842/2013 (ΝΟΜΟΣ), όπου γίνεται δεκτό ότι «Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδάφ. α` και β` Κ.Πολ.Δ, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με εκείνη του άρθρου 12 του ν. 2915/2001 από 1-1-2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001), στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη» Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 406-407, 429-433, 491-492, 514-518 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. Παϊσίδου, ΕΠολΔ 2008.461 επ. την ίδια, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ. [13]

Πιο συγκεκριμένα, κατά το τότε ισχύον άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, πέραν των αποδεικτικών μέσων που πληρούσαν τους όρους του νόμου, τα οποία λάμβανε πρωτίστως υπόψη, είχε τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμά «συμπληρωματικώς» και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου καθώς και ένορκες βεβαιώσεις 4. Ωστόσο το επιτρεπτό των δύο τελευταίων κατηγοριών τελούσε υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ 5. Τούτο σήμαινε ότι οι περιορισμοί του εμμάρτυρου μέσου είχαν αποκτήσει ήδη κομβική σημασία για τη φυσιογνωμία της νέας εκείνης μορφής αποδείξεως της τακτικής διαδικασίας 6. 2. Το είδος αποδείξεως μετά τον Ν. 4335/2015 στην τακτική διαδικασία Σύμφωνα με τη νέα (μετά τον Ν. 4335/2015) διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ» 7. Αντίθετα από τη διατύπωση του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ (το οποίο καταργήθηκε), στη νέα ρύθμιση του άρθρου 340 παρ. 1 ΚΠολΔ έχει απαλειφθεί η χρήση του όρου «συμπληρωματικά» 8. Δεληκωστόπουλο, Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, σ. 17 Κιουπτσίδου, σ. 100 Χριστοδούλου, σ. 97-99. 4 Βλ. σχετικά Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 412-413, 425-427, 496-497 Γέσιου- Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη (Γέσιου-Φαλτσή), σ. 81-82 Καλαβρό, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, σ. 357 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. Παϊσίδου, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ. Χριστοδούλου, σ. 43-44, 118, 127. 5 Βλ. σχετικά Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 406-407, 429-433, 491-492, 514-518 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. Δεληκωστόπουλο, ό.π., σ. 17 Κιουπτσίδου, σ. 100 Παϊσίδου, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ. 6 Βλ. Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. 7 Βλ. σχετικά Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ., σημ. 21 Απαλαγάκη (Τριανταφυλλίδης/Γεωργιάδου), άρθρ. 340, αριθμ. 3 Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αλήθειας, σ. 61 Κουτσουλέλο, σ. 205 Ρήγα, Ζητήματα του δικαίου της απόδειξης κατά τον ΚΠολΔ (μετά το Ν. 4335/2015), Εισήγηση στην ημερίδα του ΔΣΠ (25-11-2016) Γιαννούλη, Αρμ 2016.957 επ. 8 Βλ. Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ., σημ. 25 Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2014.195 επ. Γιαννόπουλο/Τριανταφυλλίδη, ΕλλΔνη 2016.665 επ. Κράνη, Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), Εισήγηση σε ημερίδα του ΔΣΠ (12/13-12-2015) Χριστοδούλου, σ. 138, 142-143 βλ. σχετικά και Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ., ο οποίος ήδη υπό την ισχύ του Ν. 2915/2001 και του [14]

Ούτως ή άλλως, βέβαια, κατά τη γνώμη που είχε επικρατήσει 9 υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (δηλ. πριν την ισχύ του Ν. 4335/2015), η έννοια της συμπληρωματικής λήψης υπόψη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων συνίστατο στο ότι αυτά λαμβάνονται υπόψη «όχι απλώς επικουρικά αλλά παράλληλα και σωρευτικά προς τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα». Επομένως, υπό την ανωτέρω κρατούσα στη νομολογία ερμηνευτική εκδοχή, η απαλοιφή του όρου «συμπληρωματικά» δεν επέφερε συστατική μεταβολή σε σχέση προς το ισχύον πριν τον Ν. 4335/2015 δίκαιο 10. Απλώς, στο νέο άρθρο 340 ΚΠολΔ προστέθηκε η παρ. 1 στην οποία αναδιατυπώνεται η παρ. 2 του παλαιού άρθρου 270 ΚΠολΔ, ώστε να μην δημιουργούνται προβλήματα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της 11. Η κατάργηση, δηλαδή, του συμπληρωματικού χαρακτήρα της λήψεως υπόψη των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων επικύρωσε την ερμηνεία του όρου «συμπληρωματικά» που επικράτησε στη νομολογία, οπότε ανεξάρτητα από τους ισχυρούς ερμηνευτικούς ενδοιασμούς που είχαν διατυπωθεί υπό το προηγούμενο τροποποιητικού αυτού Ν. 3043/2002 είχε προτείνει την τροποποίηση του τότε ισχύοντος άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ με απάλειψη της λέξης «συμπληρωματικά». 9 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1707/2009 ΕφΑΔ 2010.356, ΑΠ 2034/2009 ΝοΒ 2010.984 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 277/ 2010 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1/2011 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1757/2011 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1842/2013 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 934/2014 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1721/2014 (ΝΟΜΟΣ) από την πρόσφατη νομολογία βλ. ενδεικτικά ΑΠ 535/2016 (ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με την οποία: «λαμβάνονται κατά το άρθρ. 270 2α υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, δηλαδή όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου "συμπληρωματικά", στην παρ.2 εδάφ. β του άνω άρθρου 270 ΚΠολΔ.» έτσι και ΑΠ 647/2016 (ΝΟΜΟΣ), κατά το σκεπτικό της οποίας «στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου "συμπληρωματικά" στην παρ. 2 εδάφ. β του αμέσως πιο πάνω άρθρου 270.» από τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας βλ. επίσης ΕφΠειρ 884/2005 ΕλλΔνη 2006.1100, ΕφΛαρ 91/2016 (ΝΟΜΟΣ) σχετικά και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 431-432, 516 Γέσιου- Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη (Γέσιου-Φαλτσή), σ. 83 Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ., σημ. 25 Απαλαγάκη (Τριανταφυλλίδης/Γεωργιάδου), άρθρ. 340, αριθμ. 3 Κλαμαρή/Κουσούλη/Πανταζόπουλο, σ. 753 Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες, σ. 82 Γιαννόπουλο/Τριανταφυλλίδη, ΕλλΔνη 2016.665 επ. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ., σημ. 85 τον ίδιο, Η αναζήτηση της αλήθειας, σ. 62-63 Παϊσίδου, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ. Κιουπτσίδου, σ. 100 Χριστοδούλου, σ. 141 αντίθετος ο Καλαβρός, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, σ. 359-368. 10 Βλ. Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2014.195 επ., σημ. 29 σύμφωνη και η Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ., σημ. 25. 11 Βλ. Απαλαγάκη (Τριανταφυλλίδης/Γεωργιάδου), άρθρ. 340, αριθμ. 3. [15]

δίκαιο, δεν μετέβαλε ουσιωδώς το δικονομικό πλαίσιο χρήσης της εν λόγω κατηγορίας αποδεικτικών μέσων 12, και άρα δεν εισήγαγε ένα πιο ελεύθερο καθεστώς απόδειξης στην τακτική διαδικασία 13. Η ιδιομορφία και συγχρόνως η αντίφαση του καθιερωθέντος με τον Ν. 4335/2015 συστήματος αποδείξεως είναι ότι καθιερώνει ως γενικό σύστημα απόδειξης που ισχύει στην τακτική διαδικασία (αλλά και στις ειδικές διαδικασίες όπως παρακάτω 14 επισημαίνεται), ταυτόχρονα σύστημα αυστηρής και ελεύθερης απόδειξης 15. Με άλλα λόγια, εφαρμόζεται πλέον ένα είδος μικτής απόδειξης όπου η γενικότερη τάση είναι αυτή της ελεύθερης απόδειξης και όχι η αυστηρή απόδειξη 16. Αναφορικά λοιπόν με το είδος και την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων, γίνεται δεκτό ότι μπορούν να προσαχθούν και να εκτιμηθούν - τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες - σωρευτικά και παράλληλα προς τα προβλεπόμενα (339 ΚΠολΔ) αποδεικτικά μέσα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία εκτιμώνται επίσης ελεύθερα. Είναι προφανές πως πλέον τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα κρίνονται και νομοθετικά με απόλυτη ισοτιμία προς τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα 17. Επομένως, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ο δικαστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και να συνεκτιμά, κατ αρχήν, ελεύθερα όχι μόνον τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, αλλά και τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου 18. Δηλαδή, το δικαστήριο εξετάζει συνολικά τα ενώπιον αυτού προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα που πληρούν ή δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ενδέχεται να τους αποδώσει in concreto μειωμένη αποδεικτική βαρύτητα 19. Έθεσε όμως ο νομοθέτης (340 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ) για την 12 Βλ. Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2014.195 επ. Χριστοδούλου, σ. 123. 13 Βλ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες, σ. 82. 14 Βλ. αμέσως κατωτέρω υπό 1 I 3. 15 Βλ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, σ. 385-386. 16 Βλ. Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αλήθειας, σ. 66. 17 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, σ. 503 Μακρίδου/Απαλαγάκη/Διαμαντόπουλο, σ. 21 Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ.: «Πράγματι, η ισότιμη ελεύθερη εκτίμηση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, κατ' άρθρο 340 1 εδάφιο β ΚΠολΔ, στην τακτική διαδικασία». 18 Βλ. Νίκα, ό.π., σ. 503. 19 Βλ. Δεληκωστόπουλο, ό.π., σ. 63-64 Πανταζόπουλο, ΕλλΔνη 2003.73 επ. για το πριν το Ν. 4335/2015, υπό την ισχύ του Ν. 2915/2001, βλ. σχετικά και Γέσιου-Φαλτσή, Η δικονομική έννομη τάξη III, σ. 435, όπου γινόταν δεκτό ότι «υπό το νέο (τότε) άρθρο 270 θα καλείται λοιπόν το δικαστήριο να εκτιμήσει ελεύθερα (340) τόσο τα πληρούντα, όσο και τα μη πληρούντα τους όρους του [16]

εκτίμηση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου, αλλά πάντως υποστατών, αποδεικτικών μέσων και έναν συγκεκριμένο περιορισμό: να έχει επιτραπεί η εμμάρτυρη απόδειξη (393-394 ΚΠολΔ) 20. 3. Το είδος αποδείξεως μετά τον Ν. 4335/2015 στις ειδικές διαδικασίες Σημαντική νομοθετική μεταβολή, ωστόσο, επήλθε με τον Ν. 4335/2015 ως προς τις προϋποθέσεις εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου στην περίπτωση των ειδικών διαδικασιών. Υπό το προ του Ν. 4335/2015 νομοθετικού πλαισίου, ίσχυε η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη 21 στις περισσότερες ειδικές διαδικασίες (παλαιά άρθρα 650, 671, 677, 681 Α, 681Β, 681Δ ΚΠολΔ κ.ο.κ.), η οποία χαρακτηριζόταν από την ευχέρεια του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου, δηλαδή μέσα που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους ή τους διαδικαστικούς όρους της αποδεικτικής τους δύναμης, εφόσον πάντως δεν αναιρούνταν το υποστατό του οικείου μέσου κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ 22. Η σημαντική, όμως, απόκλιση που παρατηρούνταν σε σχέση με την τακτική διαδικασία - όπου τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονταν, όταν ήταν ανεπίτρεπτη η χρήση μαρτύρων κατά τα άρθρα 393 και 394 ΚΠολΔ - ήταν νόμου αποδεικτικά μέσα και τα τεκμήρια, αποδίδοντας βέβαια κατά κανόνα μειωμένη αποδεικτική βαρύτητα στα τελευταία (μη πληρούντα τους όρους του νόμου μέσα, τεκμήρια), σε σύγκριση με τα πρώτα». 20 Βλ. Νίκα, ό.π., σ. 496 και 523 Γιαννόπουλο/Τριανταφυλλίδη, ΕλλΔνη 2016.665 επ. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ.: «Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 340 1 εδάφιο β ΚΠολΔ, κατά την τακτική διαδικασία και τις ειδικές διαδικασίες το δικαστήριο μπορεί, με μόνο τον περιορισμό των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ (περιορισμοί εμμάρτυρης απόδειξης και οι εξαιρέσεις τους), για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά ελεύθερα και νόμιμα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου...» Χριστοδούλου, σ. 138, 141-142. 21 Βλ. σχετικά Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ποδηματά), άρθρ. 650, αριθμ. 1, 2 και 5 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 427 την ίδια, Δίκαιο Αποδείξεως, σ. 77-78 Ράμμο/Κλαμαρή, σ. 95 Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, άρθρ. 650, αριθμ. 2 Μακρίδου, ό.π., σ. 81-82 την ίδια, ΔΕΕ 2016.449 επ. την ίδια, Δικονομία Εργατικών διαφορών, σ. 3 και 167-168 την ίδια, Νομοθετική εξέλιξη των ειδικών διαδικασιών στο ελληνικό δίκαιο, σ. 772 την ίδια, ΕλλΔνη 2002.647 επ. Σινανιώτη, σ. 251-252 Κουσούλη, σ. 43-44 Παϊσίδου, ΕΠολΔ 2008.461 επ. Καρακίτσο, σ. 107, 109, 123 Χριστοδούλου, σ. 47, 102. 22 Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ποδηματά), άρθρ. 650, αριθμ. 2 Ποδηματά, Αρμ 2006.357 επ. [17]

η ανεπιφύλακτη και απεριόριστη χρήση τους, χωρίς δηλαδή τους περιορισμούς των δύο τελευταίων διατάξεων 23. Πλέον, όμως, ελλείψει ειδικής ρύθμισης εφαρμοστέα από 01.01.2016 τυγχάνει και στις ειδικές διαδικασίες η γενική διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ, και πιο συγκεκριμένα, συνεπεία της κατάργησης των άρθρων 650 παρ. 1 (επί μισθωτικών) και 671 παρ. 1 ΚΠολΔ (επί εργατικών διαφορών), η διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ 24 επεκτείνεται πλήρως στις ειδικές διαδικασίες, με βάση την παραπομπή του άρθρου 591 ΚΠολΔ στα άρθρα 1 έως 590 ΚΠολΔ 25. Εξ αυτού συνάγεται η βούληση του ιστορικού νομοθέτη του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να ισχύσει και στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η ρύθμιση του άρθρου 340 ΚΠολΔ, η οποία θέτει την εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον επιτρέπονται μάρτυρες 26. Αυτό σημαίνει πως πλέον και στις ειδικές διαδικασίες, όπως και στην τακτική (όπως αυτή διαμορφώθηκε με τις επελθούσες αλλαγές), η λήψη υπόψη και η εκτίμηση αποδεικτικού μέσου που δεν πληροί τους όρους τους νόμου τελεί υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ και ουσιαστικά οι αποδεικτικοί περιορισμοί των άρθρων αυτών ισχύουν υπό τα νέα δεδομένα και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών 27. 23 Βλ. σχετικά Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ποδηματά), άρθρ. 650, αριθμ. 3 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 427 την ίδια, Δίκαιο Αποδείξεως, σ. 82 Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, άρθρ. 650, αριθμ. 3 και 6 Μακρίδου, ό.π., σ. 81 την ίδια, Δικονομία Εργατικών διαφορών, σ. 188 Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ., σημ. 84 Παϊσίδου, ΕΠολΔ 2008.461 επ. Καρακίτσο, σ. 109, 123 Χατζηϊωάννου, ΝοΒ 2015.2252 επ. Χριστοδούλου, σ. 102. 24 Όπως επίσης και η διάταξη του άρθρου 395 ΚΠολΔ που αφορά στο επιτρεπτό της λήψης υπόψη των δικαστικών τεκμηρίων. 25 Βλ. σχετικά ΕιρΧαν 212/2017 (ΝΟΜΟΣ): «Πλην όμως, με το Ν. 4335/2015 επήλθε σημαντική νομοθετική μεταβολή και ως προς τις προϋποθέσεις εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Έτσι μετά την κατάργηση των άρθρων 650 παρ. 1 και 671 παρ. 1 ΚΠολΔ για τις μισθωτικές και τις εργατικές διαφορές αντίστοιχα, ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης εφαρμοστέα από 1.1.2016 τυγχάνει και στις ειδικές διαδικασίες η γενική διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015, στην 1 του οποίου ορίζεται ότι: Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394» Γιαννόπουλο/Τριανταφυλλίδη, ΕλλΔνη 2016.665 επ. Πανταζόπουλο, ΕΠολΔ 2015.266 επ. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ. τον ίδιο, ΕλλΔνη 2014.762 επ. Ρήγα, ό.π. Πίκουλα, ΔΕΝ 2016.209 επ. Κώνστα, ΕφΑΔ 2017.611 επ. Χριστοδούλου, σ. 142. 26 Βλ. έτσι και κατωτέρω υπό 4 ΙΙΙ 1 Μακρίδου, ΔΕΕ 2016.449 επ. Μπαμπινιώτη, ΕΠολΔ 2014.225 επ. Δεληκωστόπουλο, Η αναζήτηση της αλήθειας, σ. 52, 61-62. 27 Βλ. σχετικά Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ. Μακρίδου, ό.π., σ. 81-82 Πανταζόπουλο, ΕΠολΔ 2015.266 επ. Μαντή, ΕλλΔνη 2017.1025 επ. [18]

Τοιουτοτρόπως, ανατρέπεται η παγιωμένη μέχρι σήμερα στη νομολογία 28 θέση ότι οι περιορισμοί των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ δεν ίσχυαν στις ειδικές διαδικασίες, όπως π.χ. ότι ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων δεν ίσχυε στις ειδικές διαδικασίες ή ότι και κατά του δικαιοπρακτικού περιεχομένου εγγράφου επιτρεπόταν η απόδειξη με μάρτυρες απεριόριστα επί ειδικών διαδικασιών. Η ανωτέρω θέση αποτελούσε ταυτόχρονα και μία από τις σημαντικές διαφοροποιήσεις της δίκης της τακτικής διαδικασίας σε σχέση με τις δίκες των ειδικών διαδικασιών 29. Επομένως, σημείο σύγκλισης με την τακτική διαδικασία αποτελεί πλέον η ισχύς στο πεδίο των ειδικών διαδικασιών όλων των αποδεικτικών περιορισμών (άρθρα 340, 393, 394 ΚΠολΔ), που, υπό το προϊσχύον δίκαιο, δεν εφαρμόζονταν στις ειδικές διαδικασίες 30. Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή προφανώς θέτει εκποδών την πάγια αντίθετη θέση της νομολογίας 31. 28 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 674/1986 Δ 1988.746 = ΝοΒ 1987.722, ΑΠ 1318/1988 ΝοΒ 1989.437, ΑΠ 1059/2001 ΕλλΔνη 2003.414 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 69/2002 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 495/2002 Δ 2003.634, ΑΠ 501/2005 ΕλλΔνη 2005.1462 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 383/2007 ΝοΒ 2008.118 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1076/2010 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1620/2010 ΧρΙΔ 2011.509 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2011 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 1469/2013 (ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 2162/2013 (ΝΟΜΟΣ) από τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας ΕφΑθ 6924/1993 ΕΔΠ 1995.93, ΕφΑθ 4577/1996 ΑρχΝ 1997.25, ΕφΑθ 3874/2008 ΕφΑΔ 2009.220, ΕφΛαμ 45/2009 (ΝΟΜΟΣ) επίσης σκεπτικό της ΕφΘεσσαλ 783/2009 ΕΠολΔ 2010.90 = ΝΟΜΟΣ: «Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 650 1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά την άνω ειδική διαδικασία, λαμβάνει υπ όψιν του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Εκ τούτων συνάγεται ότι κατά την ειδική αυτή διαδικασία δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων, ως η συμφωνία ότι κάθε τροποποίηση της σύμβασης θα αποδεικνύεται εγγράφως. Ετσι, το δικαστήριο λαμβάνει υπ όψιν όλα τα επιτρεπόμενα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τη σιωπηρή συμφωνία παραίτησης από όρο της σύμβασης, περί αναπροσαρμογής του μισθώματος, για την τροποποίηση του οποίου έχει ορισθεί με τη σύμβαση της μίσθωσης ως αποδεικτικός τύπος το έγγραφο» βλ. επίσης τις πιο πρόσφατες ΕφΘεσσαλ 1092/2010 Αρμ 2011.409, ΕφΛαρ 174/2014 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 549/2014 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 243/2015 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 438/2015 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 644/2015 (ΝΟΜΟΣ), ΕφΠειρ 109/2016 (ΝΟΜΟΣ), ΜονΠρΘεσσαλ 11107/2007 (ΝΟΜΟΣ), ΜονΠρΡοδ 589/2013 (ΝΟΜΟΣ), ΕιρΡοδ 19/2017 (ΝΟΜΟΣ) σχετικά και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Ποδηματά), άρθρ. 650, αριθμ. 3 και 5 Γέσιου- Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη (Γέσιου-Φαλτσή), σ. 79-80, 114 Μ.Μαργαρίτη/Α.Μαργαρίτη, άρθρ. 650, αριθμ. 5. Κλαμαρή/Κουσούλη/Πανταζόπουλο, σ. 754. Πανταζόπουλο, ΕΠολΔ 2015.266 επ. Μακρίδου, ό.π., σ. 83 την ίδια, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, σ. 181 Παϊσίδου, ΕΠολΔ 2008.461 επ. Σινανιώτη, σ. 254 Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ. τον ίδιο, Η αναζήτηση της αλήθειας, σ. 52 τον ίδιο, ΕλλΔνη 2014.762 επ. Ορφανίδη, Το επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων, σ. 253-254 Μπαμπινιώτη, ΕΠολΔ 2014.225 επ. Μούζουρα, ΕλλΔνη 2016.70 επ. Χατζηϊωάννου, ΝοΒ 2015.2252 επ. Μαντή, ΕλλΔνη 2017.1025 επ. 29 Βλ. Πανταζόπουλο, ΕΠολΔ 2015.266 επ. 30 Βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. 6. 31 Βλ. Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2017.666 επ. Μπαμπινιώτη, ΕΠολΔ 2014.225 επ. [19]

4. Συμπερασματικές κρίσεις Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι ειδικά ως προς την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, το είδος της αποδείξεως αποβαίνει πλέον αυστηρότερο σε σχέση με το παλαιό καθεστώς 32. Η νέα ρύθμιση αυστηροποιεί την απόδειξη στις ειδικές διαδικασίες, καταργώντας ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της «εν μέρει ελεύθερης απόδειξης» 33. Σ αυτές η απόδειξη καθίσταται αυστηρότερη και η χρήση των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων μάρτυρες, δικαστικά τεκμήρια, μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα γίνεται οπωσδήποτε δυσχερέστερη με σοβαρότατες συνέπειες για τους διαδίκους 34. Επιγραμματικά, όπως και παρακάτω 35 πρόκειται να αναλυθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις ο φέρων το βάρος αποδείξεως διάδικος οδηγείται σε μεγάλο αποδεικτικό αδιέξοδο, ιδίως στις περιπτώσεις των εργατικών και των μισθωτικών διαφορών. Από την άλλη πλευρά, στο πεδίο της τακτικής διαδικασίας το είδος αποδείξεως παραμένει κατά βάση το ίδιο, όπως και υπό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Τούτο διότι, τόσο μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2915/2001, όσο και μετά την έναρξη ισχύος του Ν 4335/2015, το είδος αποδείξεως εμφανίζει σε όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια στοιχεία κυρίως της ελεύθερης (με την κατ αρχήν λήψη υπόψη και αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου ισότιμα με τα πληρούντα κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ) αλλά και της αυστηρής απόδειξης (κυρίως τους αποδεικτικούς περιορισμούς των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ). Επομένως, ως προς το σημείο αυτό τουλάχιστον διαπιστώνεται μία μεγάλη σύγκλιση για πρώτη φορά της τακτικής με τις ειδικές διαδικασίες. Μάλιστα, το αξιοσημείωτο είναι ότι η σύγκλιση αυτή αφορά ένα στοιχείο το οποίο ανέκαθεν αποτελούσε από τα πλέον χαρακτηριστικά της διαφοροποίησης τακτικής-ειδικών διαδικασιών, ήτοι το είδος αποδείξεως. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι, παρά το γεγονός ότι στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως (εν γένει) αλλά και ειδικότερα αναφορικά με το είδος αποδείξεως, οι αλλαγές του Ν. 4335/2015 δεν διακρίνονται από τον σαρωτικό χαρακτήρα από τον 32 Βλ. Ποδηματά, ΧρΙΔ 2015.641 επ., σημ. 27 Μπαμπινιώτη, ΕΠολΔ 2014.225 επ. 33 Βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. 82. 34 Βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. 82. 35 Βλ. αναλυτικότερα κατωτέρω υπό 4 III. [20]

οποίο εμφορείται η νομοθετική παρέμβαση των υπόλοιπων κεφαλαίων του ΚΠολΔ, εν τούτοις καταγράφεται και στην περίπτωση αυτήν ικανός αριθμός νομοθετικών τροποποιήσεων, είτε στο πλαίσιο ουσιωδών μεταβολών στο προ του 4335/2015 ισχύοντος δικαίου, είτε σε αρκετές περιπτώσεις χάριν προσαρμογής στις εκτεταμένες τροποποιήσεις που επήλθαν στο γενικό μέρος 36. 36 Βλ. Γιαννόπουλο, ΕΠολΔ 2014.195 επ [21]

II. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 1. Η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος αποδείξεως και οι περιορισμοί του Ερίζεται 37 εάν το δικαίωμα αποδείξεως απορρέει από το δικαίωμα ακροάσεως ή από το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Η μία 38 άποψη υποστηρίζει ότι το προς απόδειξη δικαίωμα συνιστά έκφραση της αρχής της δικαστικής ακρόασης, ενώ η άλλη άποψη 39 ότι απορρέι από το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Η 37 Βλ. σχετικά Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 403 Καλαβρό, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, σ. 389, σημ. 110 Απαλαγάκη, Δικαίωμα ακροάσεως, σ. 107-108 Κολοτούρος, ΧρΙΔ 2003.193 επ. 38 Βλ. Νίκα, Αρμ 1987.108 επ., όπου επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το δικαίωμα ακρόασης στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αυτό το ίδιο το προς απόδειξη δικαίωμα αποτελεί, άλλωστε, εκδήλωση του δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως» την άποψη αυτήν ενστερνίζεται ο Κουσούλης, σ. 74-75: «Βεβαίως δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για αποτελεσματική έννομη προστασία, εάν δεν έχουν διαπιστωθεί τα πραγματικά θεμέλια του δικαιώματος. Στο περιεχόμενο της δημόσιας αξίωσης για παροχή ένδικης προστασίας συγκαταλέγεται και η διαπίστωση της βιοτικής κατάστασης που αποτελεί τη βάση των δικαιωμάτων. Και δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή απαιτεί ήδη την απόδειξη των πραγματικών γεγονότων, στο εννοιολογικό περίγραμμα της παραπάνω δημόσιας αξίωσης, υπό την έκφανση αυτής ως παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας, συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα αποδείξεως, δηλ. το δικαίωμα του διαδίκου να επικαλεσθεί, προσαγάγει και χρησιμοποιήσει όλα τα πρόσφορα αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει τους πραγματικούς του ισχυρισμούς. Το κανονιστικό συνταγματικό θεμέλιο του δικαιώματος απόδειξης δεν εντοπίζεται ωστόσο στο δημόσιο δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας αλλά κυρίως στο δικαίωμα ακρόασης. Το δικαίωμα απόδειξης προσλαμβάνει έτσι υψηλής περιωπής συνταγματικές εγγυήσεις. Υπό την έννοια αυτή το δικαίωμα ακρόασης (20 παρ. 1 του Συντάγματος) εξειδικεύεται μεταξύ άλλων και προς την κατεύθυνση του δικαιώματος του διαδίκου να αναπτύξει στο δικαστήριο τις απόψεις του για τα ουσιαστικά του δικαιώματα, αλλά κυρίως να θέσει υπόψη του δικαστηρίου τα πραγματικά γεγονότα που γεννούν το επίδικο δικαίωμα καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που το αποδεικνύουν, εφόσον βέβαια δεν αρκεί να έχει κάποιος ένα δικαίωμα αλλά πρέπει και να μπορεί να το αποδείξει.» Κολοτούρος, ΧρΙΔ 2003.193 επ. σχετικά και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 402 την ίδια, Δίκαιο αποδείξεως, σ. 19-20 Απαλαγάκη, ό.π., σ. 107-108. 39 Την άποψη ότι το δικαίωμα αποδείξεως περιλαμβάνεται στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας υιοθετεί ο Κλαμαρής, Δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σ. 229-231, σύμφωνα με τον οποίο «Το δικονομικό δικαίωμα αποδείξεως περιλαμβάνεται εννοιολογικά και λειτουργικά στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας Είναι στη φύση της δικαιοδοσίας δηλαδή της εξουσίας, αλλά και υποχρεώσεως, των δικαστηρίων για παροχή δικαστικής προστασίας η από τα δικαστήρια λήψη και έκδοση αποφάσεως στην ουσία της υποθέσεως. Της αποφάσεως αυτής είναι αναγκαίο δομικό εννοιολογικό χαρακτηριστικό η υπαγωγή των διαπιστωθέντων ως αληθών ή των αναμφισβήτητων πραγματικών περισταστικών, τα οποία ή προετάθησαν προσηκόντως υπό τινος των διαδίκων ή ελήφθησαν υπ όψιν αυτεπαγγέλτως, καθ ας περιπτώσεις συγχωρείται τούτο κατά νόμον, υπό του δικαστού υπό τον προσήκοντα κανόνα δικαίου και η επ αυτών εφαρμογή τούτου, συνεπεία της οποίας ο δικαστής καταλήγει εις την παραδοχήν ή απόρριψιν της αιτήσεως (κυρίας ή παρεμπιπτούσης επί της ουσίας ή σχετικής προς την πορείαν της διαδικασίας), δηλαδή και η κρίση εμπειρική οντολογική κρίση για τη διαπίστωση των κρίσιμων και αμφισβητούμενων πραγματικών γεγονότων ως αληθών ή όχι. Αφού ο διάδικος έχει δικαίωμα να προσφύγει στα δικαστήρια για παροχή δικαστικής προστασίας, που σημαίνει ότι έχει δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση αποφάσεως και ιδίως μάλιστα στην ουσία της υποθέσεως, έχει κατά συνεκδοχήν και το δικονομικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί στην οντολογική κρίση για τη διαπίστωση των κρίσιμων και αμφισβητούμενων πραγματικών γεγονότων ως αληθών ή όχι Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί δικαίωμα δικαστικής προστασίας που να καταλήγει σε ουσιαστική/πραγματική παροχή δικαστικής προστασίας, χωρίς να απονέμενεται στο πρόσωπο, που κάνοντας χρήση του αυτού δικαιώματος, ζητεί την παροχή δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα αποδείξεως.» επίσης ο Καλαβρός, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, σ. 389. [22]

διαφωνία, όμως, αυτή υποστηρίζεται 40 πως είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αφού και το δικαίωμα ακρόασης απορρέει από το υπέρτερο δικαίωμα για παροχή δικαστικής προστασίας, το οποίο διασφαλίζει την πρόσβαση, αλλά και την αποτελεσματικότητα της παροχής δικαστικής προστασίας μέσω της εκκρεμούς δίκης. Ως εκ τούτου, αναμφίβολα, το δικαίωμα αποδείξεως εμφανίζεται κατά την ορθότερη άποψη 41 ως απόρροια τόσο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας όσο και του δικαιώματος ακρόασης. Εξ άλλου, και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 42 αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη του δικαιώματος αποδείξεως, συνδέοντας άμεσα το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας με το δικαίωμα αποδείξεως 43. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, κοινώς αποδεκτό είναι ότι χωρίς τη συνταγματική κατοχύρωση και του δικαιώματος αποδείξεως, η επίκληση πραγματικών ισχυρισμών θα είχε μόνο θεωρητική αξία για το διάδικο 44. Το προς απόδειξη δικαίωμα παρέχεται, καταρχήν, χωρίς εξαιρέσεις και γνωρίζει μόνο τους φυσικούς φραγμούς κάθε δικαιώματος, κυρίως δε τα υπέρτερα συμφέροντα του αντιδίκου ή τη δημόσια τάξη, καθώς κατά την άσκησή του ενδέχεται να συγκρουστεί με ισοδύναμες ή υπερκείμενες αξίες της δικαιϊκής τάξεως 45. Το δικαίωμα αποδείξεως δεν έχει όμως να αντιπαλαίσει μόνο τους φυσιολογικούς, γι αυτό και θεμιτούς, φραγμούς κάθε δικαιώματος 46. Σε σχέση κυρίως με τους πραγματικούς ισχυρισμούς η σχετική δικονομική εξουσία εμφανίζει ιδιορρυθμίες, καθώς στις αποδείξεις ο ρόλος του διαδίκου, αν και αποφασιστικός, δεν είναι αποκλειστικός και κυρίαρχος 47. Με τη διάταξη του άρθρου 107 ΚΠολΔ καθιερώνεται, ως προς τις αποδείξεις, σε περιορισμένη πάντως έκταση, το σύστημα ανακρίσεως με αποτέλεσμα να μην επαφίεται, θεωρητικά τουλάχιστον, στη διάθεση 40 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 403 Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, σ. 414, σημ. 170. 41 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 403, 420 την ίδια, Δίκαιο αποδείξεως, σ. 20 Δεληκωστόπουλο, Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, σ. 11-12 Καρακίτσο, σ. 71 Χριστοδούλου, σ. 64. 42 Βλ. ΟλΑΠ 27/1993, ΕλλΔνη 1994.348: «η οποία προϋποθέτει δυνατότητα του ενδιαφερομένου όχι να προσφύγει απλώς στο δικαστήριο, ασκώντας αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα, αλλά και να προσκομίσει σ αυτό όσα αποδεικτικά μέσα είναι απαραίτητα για τη διάγνωση της διαφοράς» σχετικά και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 398-399, 421. 43 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 398-399, 421. 44 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 107-108, σημ. 1. 45 Βλ. σχετικά Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 403 Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109 Γιαννόπουλο, Ένορκες βεβαιώσεις, σ. 207 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 270-271, σύμφωνα με τον οποίο, μεταξύ των υπέρκείμενων αξιών της δικαιϊκής τάξεως συγκαταλέγεται και η υποχρέωση τηρήσεως της τυπικότητας της διαδικασίας, η οποία παρίσταται αναγκαία ώστε να διασφαλισθούν η προσφορότητα των αποδεικτικών μέσων και το δικαίωμα ακροάσεως και ανταποδείξεως του αντιδίκου Χριστοδούλου, σ. 69. 46 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109. 47 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109. [23]

των διαδίκων 48. Ο δικαστής δικαιούται να διατάξει αποδείξεις, ακόμη και όταν οι διάδικοι δεν επικαλούνται ή δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό μέσο 49. Ισχύει βέβαια και το αντίστροφο, ήτοι ο δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος να διατάξει αποδείξεις, κάθε φορά που οι διάδικοι υποβάλλουν σχετικό αίτημα 50. Τούτο απόκειται, κατά κανόνα, στη διακριτική του ευχέρεια 51. Περαιτέρω, η κρατούσα άποψη αρνείται να χρεώσει στο περιεχόμενο της αξιώσεως δικαστικής προστασίας το είδος της διαδικασίας και τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης 52. Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος στη σχετική κάθε φορά επιλογή 53. Η συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτρέψει νομοθετικές επεμβάσεις που στοχεύουν στην ευρυθμότερη απονομή της δικαιοσύνης 54. Σε σχέση, ειδικότερα, με την αποδεικτική διαδικασία, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως (κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) δεν εγγυάται ότι η διεξαγωγή αποδείξεων θα γίνει με ορισμένο αποδεικτικό μέσο ή τύπο 55. Το επιτρεπτό των αποδεικτικών μέσων αποτελεί έναν θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος αποδείξεως 56. Αναφορικά, όμως, με τους περιορισμούς του δικαιώματος αποδείξεως γίνεται δεκτό 57 ότι θα πρέπει να επιβάλλονται από δικαιολογημένους λόγους, να υπαγορεύονται από σκοπούς σημαντικούς, να θεμελιώνονται σε βάσιμη και στερεά αιτιολογία και να μην προβλέπονται αυθαίρετα, ούτε να δημιουργούν την πεποίθηση ότι πρόκειται για αυθαίρετη επιλογή του νομοθέτη. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί στη χρήση αποδεικτικών μέσων πρέπει να τελούν σε αναλογία και σε συμπαράταξη με την τελολογία της δικαιοδοτικής λειτουργίας, να αποτελούν προϊόν προηγούμενης και εύλογης σταθμίσεως μεταξύ του συμφέροντος του διαδίκου να χρησιμοποιήσει ορισμένο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο αφενός, και της δημόσιας τάξης και των υπέρτερων συμφερόντων του αντιδίκου του αφετέρου 58. Μόνο τέτοιου είδους 48 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109. 49 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109 Δεληκωστόπουλο, ΕλλΔνη 2014.762 επ. τον ίδιο, Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, σ. 44. 50 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109. 51 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 109. 52 Βλ. σχετικά Απαλαγάκη, ό.π., σ. 42. 53 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 42. 54 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 43. 55 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 42-43, σημ. 25. 56 Βλ. Καρακίτσο, σ. 118. 57 Βλ. Κλαμαρή, ό.π., σ. 234. 58 Βλ. σχετικά Κλαμαρή, σ. 233-234 Κουσούλη, σ. 77 Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 208 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 271. [24]

περιορισμοί αναφορικά με τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα είναι συνταγματικά επιτρεπτοί, όταν οι περιορισμοί αυτοί συμβιβάζονται με παράλληλους εξίσου σημαντικούς σκοπούς της δίκης, ή πολύ περισσότερο, όταν οι περιορισμοί αυτοί υπαγορεύονται από τέτοιους λόγους ή υπηρετούν αυτούς 59. Πιο συγκεκριμένα, οι θεμιτοί περιορισμοί του δικαιώματος αποδείξεως που αναφέρονται στη χρήση ορισμένων αποδεικτικών μέσων (πρέπει να) αφορούν την προσφορότητά τους, την ασφάλεια των συναλλαγών και των εγγράφων εν γένει, το επισφαλές ορισμένων αποδεικτικών μέσων, τις σχέσεις εμπιστοσύνης ορισμένων προσώπων και το απρόσβλητό τους, την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας 60. Οι όροι του υποστατού ή οι προϋποθέσεις του παραδεκτού ορισμένου αποδεικτικού μέσου, όπως αυτοί διαγράφονται από το δικονομικό δίκαιο, αποτελούν όρια στην αναζήτηση και ανεύρεση της αλήθειας 61. Εφόσον τεθεί ως βάση η παρατήρηση ότι ο αποδεικτικός στόχος της αλήθειας και το δικαίωμα αποδείξεως συνδέονται μεταξύ τους με σχέση μέσου σκοπού, συνάγεται ότι το μέσο, δηλαδή οι αποδείξεις και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα χρήσεώς τους, αποβλέπει στην επίτευξη του σκοπού, δηλαδή την ανακάλυψη της αλήθειας 62. Έτσι, οι περιορισμοί του νόμου ως προς την προσαγωγή, χρήση και εκτίμηση των αποδείξεων πρέπει να τίθενται υπό τον έλεγχο της επαρκούς αιτιολογίας τους 63. Όμως, οι κάθε είδους περιορισμοί στη χρήση αποδεικτικών μέσων λειτουργούν σε βάρος του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και ενδέχεται να οδηγήσουν το διάδικο σε πλήρη αποδεικτική αδυναμία 64. Από το άλλος μέρος αρνητική, γενικά, τοποθέτηση απέναντι στους περιορισμούς κατ ιδίαν αποδεικτικών μέσων μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης 65. Η επίγνωση ότι το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης συγκρούεται με λοιπές θεμελιώδεις αξίες της έννομης τάξης αλλά και της ίδιας ακόμη της απονομής δικαιοσύνης μπορεί να καταστήσει θεμιτούς τους φραγμούς εκείνους που συνέχονται με την απρόσκοπτη και ασφαλή απονομή της δικαιοσύνης ή δίνουν προβάδισμα σε 59 Βλ. Κλαμαρή, σ. 233. 60 Βλ. Καρακίτσο, σ. 71. 61 Βλ. Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 208 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 271. 62 Βλ. Κουσούλη, σ. 76-77 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 271. 63 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 403. 64 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 115. 65 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 115. [25]

άλλες υπέρτερες αξίες, όπως για παράδειγμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια 66. Για το λόγο αυτό, έχει υποστηριχθεί 67 ότι οι δεσμεύσεις στη χρήση διαφόρων αποδεικτικών μέσων γίνονται λιγότερο επαχθείς για το διάδικο, αν στη θέση της ανελαστικής εκ των προτέρων γενικής απαγόρευσης καταλείπεται στο δικαστή η ευχέρεια να κρίνει in concerto, αν θα δώσει προτεραιότητα στους περιορισμούς του αποδεικτικού μέσου ή στην αξίωση του διαδίκου για πλήρη απόδειξη των ισχυρισμών του. 2. Οι επιμέρους εκφάνσεις του δικαιώματος αποδείξεως Γίνεται δεκτό 68 ότι επιμέρους έκφανση του δικαιώματος αποδείξεως αποτελεί το δικαίωμα του διαδίκου να επικαλείται και να προσκομίζει αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών του. Η εγγύηση παροχής έννομης προστασίας είναι τότε μόνον αποτελεσματική, όταν εξασφαλίζεται και η δυνατότητα δικαστικής εξακριβώσεως των πραγματικών θεμελίων της ιστορικής πλευράς του δικαιώματος. Συνεπώς, το δικαίωμα αποδείξεως συνδέεται με την ανάγκη να ανακαλυφθεί η ουσιαστική αλήθεια 69. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινός νομοθέτης υποχρεώνεται από το Σύνταγμα να θέσει στη διάθεση των διαδίκων μια προσιτή, πρόσφορη και πλήρη αποδεικτική διαδικασία, ικανή να οδηγήσει στην αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας 70. Πλήρες περιεχόμενο η δικαστική προστασία αποκτά όχι μόνον όταν ο διάδικος δεν περιορίζεται κατά την προς το δικαστήριο εισφορά των γεγονότων που θεμελιώνουν το προβαλλόμενο δικαίωμά του, αλλά και όταν παρέχεται σ αυτόν η δυνατότητα της χρήσεως των μέσων αποδείξεώς τους 71. Η υλοποίηση του δικαιώματος αποδείξεως, ως εκδηλώσεως του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, προϋποθέτει τη θέσπιση νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες να ρυθμίζουν τις ανωτέρω αναφερθείσες επιμέρους εκφάνσεις του 72. Το δικαίωμα αποδείξεως ως κοινωνικό δικαίωμα, δημιουργεί την υποχρέωση της 66 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 115. 67 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 116. 68 Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σ. 108 Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 64 69 Βλ. Δεληκωστόπουλο, Ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, σ. 12. 70 Βλ. Νίκα, ό.π., σ. 490 Γέσιου-Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη (Γέσιου-Φαλτσή), σ. 72. 71 Βλ. Νικολόπουλο, σ. 46-48 Ως προς αυτό το ζήτημα χαρακτηριστική είναι η κρίση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ερμηνεύοντας τον κανόνα του άρθρου 24 του Ιταλικού Συντάγματος διακήρυξε ότι «το δικαίωμα αποδείξεως πρέπει να διασφαλίζει πλήρως τη δυνατότητα της χρήσεως κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου για την απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών» σχετικά και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ. 40. 72 Βλ. Χριστοδούλου, σ. 67. [26]

Πολιτείας να προβλέψει νομοθετικώς αποδεικτικά μέσα, τα οποία είναι, κατά τρόπο αφηρημένο, πρόσφορα προς απόδειξη της αλήθειας (ή αναλήθειας) των εκάστοτε προβαλλόμενων και αμφισβητούμενων πραγματικών περιστατικών. Το δικονομικό αυτό δικαίωμα απευθύνεται, άρα, πρώτα από όλα στην Πολιτεία, η οποία ως αποδέκτης του δικαιώματος αυτού υπέχει την υποχρέωση να θεσπίσει, να προβεί σε κανονιστική αναγνώριση όλων των πρόσφορων κατ αρχήν αποδεικτικών μέσων 73. Η έννοια της «προσφορότητας» των αποδεικτικών μέσων είναι ότι αυτά θα πρέπει να είναι κατ αρχήν ικανά να συμβάλουν στην απόδειξη των πραγματικών γεγονότων, που περιέχονται στους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων 74 και εν γένει, κάθε αποδεικτικό μέσο που είναι σε θέση να συμβάλει από την οπτική γωνία του εμπειρικού κόσμου, στη διατύπωση από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο δικανικής/οντολογικής κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των επικαλούμενων από τους διαδίκους ή αναφυόμενων με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (π.χ. με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου) κρίσιμων και αμφισβητούμενων πραγματικών περιστατικών 75. Δηλαδή αποδεικτικά μέσα τα οποία θα είναι ικανά να συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία δικανικής πεποιθήσεως στο δικαστήριο ή στο δικαστή 76. Ταυτόχρονα, όμως, το δικαίωμα αποδείξεως εκδηλώνεται και ως δικαίωμα του διαδίκου είτε να επικαλείται είτε να ζητεί (από το δικαστήριο, από τον αντίδικό του ή από τρίτον) τη χρήση όλων των υπαρχόντων και πρόσφορων μέσων αποδείξεως, για την απόδειξη της αλήθειας των πραγματικών ισχυρισμών, καθώς και το δικαίωμα προσκομιδής των μέσων αυτών στο δικαστήριο 77. Ο διάδικος έχει το 73 Βλ. Κλαμαρή, σ. 228, 232 Γιαννόπουλο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 269-270 Χριστοδούλου, σ. 63-64 74 Βλ. Κλαμαρή, σ. 232 Κλαμαρή/Κουσούλη/Πανταζόπουλο, σ. 669 Γιαννόπουλο, Ένορκες βεβαιώσεις, σ. 207 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 270. 75 Βλ. Κλαμαρή, σ. 232 Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 207 τον ίδιο, Δίκαιη Δίκη δικαίωμα αποδείξεως και παραχρήμα απόδειξη μετά το Ν. 2915/2001, σ. 270. 76 Βλ. Κλαμαρή, σ. 232 σχετικά και Καργάδο, σ. 397, όπου επισημαίνεται ότι «το δικαστήριον πρέπει ήδη να κρίνει εάν και κατά πόσον τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είτε ένα τουλάχιστον εξ αυτών είτε πάντως εν συνόλω, είναι ικανά να του δημιουργήσουν τον βαθμόν ή έντασιν ή είδος εκείνο δικαστικής πεποιθήσεως περί της αλήθειας (ή αναλήθειας) των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που χρειάζεται εκάστοτε κατά τον νόμον να επιτευχθεί, δια να δύνανται ούτοι να θεωρηθούν ως αληθείς ή αποδειχθέντες». 77 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, σ. 20 Κλαμαρή, σ. 228 Κουσούλη, σ. 74-75 Νικολόπουλο, σ. 50-52 Καρακίτσο, σ. 72 Χριστοδούλου, σ. 67 Κατά άλλη διατύπωση, το δικαίωμα αποδείξεως συνίσταται στο ειδικότερο δικαίωμα του φορέα του για παροχή δυνατότητας επίκλησης, προσαγωγής και χρήσης κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου βλ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, σ. 414 τον ίδιο, Το σύστημα και τα μέσα απόδειξης στην τακτική διαδικασία του [27]