ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΝΤΟΥ ΧΩΛΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ι ΑΣΚΑΛΟΥ ΧΟΡΤΟΚΟΠΙΟΥ ΜΑΡΤΙΟΣ 1955



Σχετικά έγγραφα
(Βασίλεια χαθήκανε και βασιλιάδες πάνε, μονάχα όμως αθάνατα μένουν τα δικά σου τραγούδια)

Η Λίτα εγάνωσεν τα πουλούλö

Χωρίς εσέν κι ίνουμαι, χωρίς εσέν κι ευτά(γ)ω

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι

Όλö για την Παναΐλαν

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Οσον για το μεκατίρ (ηθική αξία) ντο πρεπ να κρατούμε... Ο Μικρίκον Βασιλέας, Τζέη. Σι. Αϊ. Με ποντικόν λαλίαν

Ο πρόεδρον τη χωρί. Πρόσωπα. Θόδωρος Θυμία - Σύζυγος του Θόδωρου Στύλος - Δάσκαλος του χωριού Τασία - Σύζυγος του Στύλου

ΤΙ ΚΙΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΙ ΠΟΔΑΡΙ Σκόπια και τεβενούμ' πασί

ΤΗ ΚΙΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΗ ΠΟΔΑΡΙ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Β

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΑΚΗ (ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΟΜΑΔΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤ3, )

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

UNPUBLISHED PONTIC STORIES COLLECTED BY R. M. DAWKINS

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 5 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

FAX : spudonpe@ypepth.gr) Φ. 12 / 600 / /Γ1

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Ζαφειρoπούλου Μαριλένα, Ζαφειρόπουλος Κωνσταντίνος, 13 ετών

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΑ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΑ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Κάρολου Ντίκενς. Διασκευή - Διάλογοι: Αμάντα Ηλιοπούλου

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

1 ο ΕΙΔΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Σκηνή 1 η. Η Νατάσσα γυρίζει και βλέπει τις κυρίες που την κοιτάνε βλοσυρά, εξεταστικά και με εντελώς κουτσομπολίστικη διάθεση

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

7η ΥΠΕ Κρήτης Σταύρος Παρασύρης 2016

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

"Δωράκια στη μητέρα φύση" Έφυγε τώρα το ζεστό, γλυκό καλοκαιράκι κι η θάλασσα η γαλανή έμεινε πια μονάχη.

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

Δοκίμιο Αξιολόγησης Δ Τάξη

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

Transcript:

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΝΤΟΥ ΧΩΛΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ι ΑΣΚΑΛΟΥ ΧΟΡΤΟΚΟΠΙΟΥ ΜΑΡΤΙΟΣ 1955

1. Σε έναν χωρίον της Τραπεζούντος έτον ένας µάνα και είχεν έναν γυιον µονάχα. Ατός πα ο καηµένον ξάι κ έκοφτενατον. Αρ έρθεν η ώρα να παντρεύ, εκείνος άµον ξάι επεκές κ έρχοντον. Η καηµέντσα η µάνατ µε τα πολλά τα παρακάλια επήκεν ατόν να λέη το ναι. Αρ επήεν σον ψαλάφεν σ έναν καλόν κορίτς και έµορφον σην γειτονίαν ατούν. Εκείν πα εδέχταν γιατί έτον άµον ήσυχος και είχαν τον καιρόν νατουν. Είπαν τ άλλον την Κερεκήν να εφτάγνε την χαράν, να µη αργεύ πολλά και χαλάνιατο ο κόσµος, γιατί του κόσµου τα στόµατα κι θέστεκαν. Αρ επήκαν την χαράν και εζήναν καλά. Ένα βράδυ επήαν κάµποσοι γειτονάδες σο παρακάθ να ελέπνε ντο εφτάγνε οι νεόπαντροι, εκείν πα εκείνον το βράδον τιδέν κ εµαέρεψαν, έβρασαν έναν γλυκύν κολοκύθ, ύστερα εδώκαν ολουνούς από έναν κοµµάτ. Επειδή κ έφτασαν κ εδώκαν τον παιδάν και την νύφεν. Ο παιδάς τερεί σ εκείνεν µερέαν, η µάνατ ξάι επεκές κ έρτε, ερχίνεσαν να εµπένατον τα νεύρα, άµαν τίποτα πα κείπεν. Αρ οι ξεν ευχαριστέθανε εχπάσταν να φεύνε. Έφυαν οι ξεν, η µάνατ πα λέει σον γυιόνατς αρ δέβα πέσκα µε την νύφεν. Εκείνος ζατί νευριασµένος έτον, λέατεν, ίντζαν έφαεν τα µανάτια ας πάει κείται µε την νύφεν. 2. «Σο Χωρίον ντο κ έξεραν την κάταν» Σα παλαιά τα ζαµάνια ση Κερασούντας τα χωρία την κάταν κ έξεραν. Εκεί σ έναν χωρίον ο Μουχτάρτς ατουν εγύριζεν έναν ηµέραν απές στην Πολιτείαν. Αρ επείεν στο µαερείον να τρώη. Επαρήγγειλεν έναν είδος φαϊν που λένατο ιµάµπαϊλτί. Σίτια έτρωεν, εξέβαν σο τραπέζ απάν τα κατούδια. Ατός µόλις είδενα τα εκούηξεν τον µάεραν και λέατον, αούτα ντο είναι θα τρώνε το φαϊµ, κι εκείνος πα λέατον ατά το φαϊς κι τρώνε τα ποντικούδια τρώνε. Ύστερα εβγαίνε τα ποντικούδια και τα κατούδια αρχίνεσαν τον κυνηγετόν. Ατός µόλις είδενα τα είπεν τον µάεραν, κι πουλήτεν απ αούτα να πέρω έναν, είπεν και ο µάερας πουλούµε. Είπενατόν κι ατός θα πάω σο χωρίον να συµφωνώ και θα έρχουµε πέρω έναν. Αρ επήεν σο χωρίον και λέατς τα ποντικούδια θα τρώγνε µας, ας πέρωµε έναν κάταν, εκείν πα είπανατον εσύ εξέρτς. Εδώκανατον έναν σακούλ λίρας και επήεν επέρεν έναν κάταν και έφερενατεν σο χωρίον και είπεν τους χωρικούς, η κάτα αούτε θα λάσκεται σ όλια τ οσπίτια και θα τρώη τα ποντικούδια. Η κάτα αρ έµορφα εγύριζεν σ όλια τ οσπίτια κ έτρωγεν τα ποντικούδια. Συν των χρόνω τα ποντικούδια ελιγόστεψαν κι η κάτα ετράνινεν. Οι χωρικοί µόλις είδανατεν είπαν αούτε θα τρώη κ εµάς ας φέβοµαι απαδά. Εσκώθαν κ επήαν σ εφτά ρασία οπίς. Έναν ηµέραν λέγνε ας πάµε τερούµε το θηρίον εψόφεσεν; Όντες εξέβαν απάν σο βουνόν είδαν την κάτα να νίφκετε, ατίν πα εθάρεσαν λέατς αδά σο βουνόν πα αν πάτεν κι εκεί πα θα τρώγω σας. Ύστερα λέγνε ατόν που επήεν επέρενατεν, να πας φέρτσατεν σο µέρος που έτον. Επήεν έφερενατεν σον µάεραν και είπενατον έπαρ το θηρίον και τα παράδες κι θέλω. Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 1

3. Σα παληά τα ζαµάνια ένας ερίφς εξέβεν σην ξενητείαν. Ατός έτονε ασήν Ματσούκαν και επήεν σην πολ. Σίντιαν ελάσκουτον σην αγοράν είδεν καρπούζια. Ατός εθάρρεσεν είναι αλογού ωβά και ερώτεσεν αούτα ντο πράγµατα είναι. Ατόν πα είπανατον είναι αλογού ωβά. Ερώτεσεν ατς, κι πουλείτεν έναν να αγοράζω. Ατοίν πα είπανατον, πως πουλούµε. Εζύασαν και εδώκανάτον έναν και είπανατον να µη θέξατο αυκά κεκά. Επέρενατο λοιπόν να πάει σο χωρίον. Σο δρόµον σίντιαν επέγνε ατός, παθέν την ανάγκην ατ και εθέκενατο εκεκά. Εκείνον την στιγµήν εβγαίν και ένας λαγός και χωρίς να δεν τα βρακοζώνια τ, έτρεξεν από πις σον λαγόν. Ατό όντες ετσακώθεν από πες έτον κόκκινον, έτρεχεν λοιπόν από πις σον λαγόν και εκούιζεν «κούλι, κούλι, κούλι» και εχάσεν το αλογοπούλ. Τέλος επήεν σο σπίνατ και είδενατον η καρίατ και λέατον : άντραµ γιατί είσαι στεναχωρηµένος, ατός πας λέατεν να ξερτς γυναίκα την στεναχώριαν ντο έχω. Εγόρασα έναν αλογού ωβόν, ετσακώθεν και έφυεν το αλογοπούλ. Η γυναίκατ πα λέατον. Αχ άντραµ να εφέρνεσατο θεκαβάλκεβα και επέγνα σην Παναϊαν. Ατός πα λέατεν, εσύ θε τσάκωνες τα µέσαθε και περιλαβένατεν σο ξύλον. 4. Έναν καιρόν και έναν ζαµάν έτον ίνας βασιλέας που κ έκουεν τον πατέρανατ. Ο πατέρας ατ µόλις επέθενεν ατός εφτώχεψεν, είχεν πολλά χρέος, κι επόρεσεν να δίατα και έβαλανατον φυλακήν. Η γυναίκατ έπλυνεν λώµατα στην ακρογιαλιάν. Έρχουσαν επεκές παπόρια, καράβια και έπλυνεν τα λώµατά τουν. Έναν ηµέραν έρθεν και έναν παπόρ και είχεν απές έναν βασιλέαν. Ατός µόλις εκατέβεν είπενατεν να πλυν τα λώµατατ. Ατέ πα είπεν καλά. Είπεν τους δούλτς ατ να φέρνατεν τα λώµατα και έφυεν. Μόλις έπλυσενατα ενεµένεν να έρτε ο βασιλέας και να λέατεν που να βαλ τα λώµατα. Μόλις έρθεν εζήλεψεν την γυναίκαν και είπεν θα φέρτσατα σο τάδεν µέρος. Ατέ πα επήεν να φέριατα εκεκά. Μόλις εξέβεν απάν σο παπόρ κεφέκανατεν να κατεβέν. Οδήγεσαν το παπόρ και επιδέβαν. Τα παιδόπατς εβάρκιζαν. Ευτυχώς τα παιδόπα έσαν ολίγον τρανά και επήαν σην φυλακήν είπανατο τον πατέρανατουν. Εκείνος έκλαψεν, έκλαψεν. Εκείνα πα ελυπέθανατον και έβγαλανατον ασήν φυλακήν. Εκείνος είσεν έναν µουλάρ, εφόρτωσεν τα πράγµατατ και θ επέγνε κάπου να γίνεται τσοπάνος. Σο δρόµον που επέγνεν θ επεράνεν έναν ποτάµ. Μόλις επήεν να παιρ το έναν το µωρόν ερούξεν σο ποτάµ, επέραν το άλλο, επήεν πλαν κεκά, έκλαψεν, έκλαψεν. Ξαν επροχώρεσεν επήεν σ έναν χωρίον, εγέντον τσοπάνος. Έναν ηµέραν εκάτσεν αφκά σ έναν δέντρον και έρθεν από παν κεκά έναν πουλίν και είπενατον, σο τάδε µέρος είν παράδες, άµε έπαρτα. Ατός πα επήεν επέρενατα και εγέντον βασιλέας. Τατουνού τα παιδία πα εζήναν και οι γυναίκατ τουν πα. Τα παιδία επίασανατα καλοί ανθρώπ και επέραν επήκανατα κοτσιά παληκάρια και έστειλανατς στρατιώτς. Έναν ηµέραν έρθεν ξαν ο βασιλέας µε την γυναίκαν τήναν έκλεψεν, επήεν είπεν βασιλέα θα στειλτς δύο καλούς στρατιώτς, ατός πα εκαταδέχτεν και Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 2

έστειλεν τα παιδίατ. Ο µικρόν είπεν αούτο το παπόρ λες και εν εκείνο ντο επέρεν την µάναµ. Ο τρανόν πα είπεν όλα τα βάσανατ. Κ επεκεί εσυννενοέθαν και επήαν απάν σο παπόρ, επήαν εγνώρτσαν την µάνανατουν και επήαν σο βασίλειον και έζησαν καλά και εµείς καλύτερα. 5. «Αλεπού τρώει και ο ζέπυρας πρέσκεται» Έναν καιρόν και έναν ζαµάν, έτον ένας αλεπού και ένας λύκος, ένας ζέπυρας και ένας άρκος. Ατοίν έβρανε έναν τενεκέν µελ και είπαν να διαβαίνε 40 ηµέρες και ύστερα τρώµατο. Έναν ηµέραν η αλεπού είπεν. Εκάλεσανεµε σα βαφτίσια, εκείν πα είπανατεν να πας. Επήεν η αλεπού, ερχίνεσεν να τρώη. Επήεν σο σπιτ και λένατεν πως έβαλαν το µωρόν αρχιστίτς. Έναν ηµέραν η αλεπού ξαν λέει, εκάλεσανεµε σα βαφτίσια, εκείν πα είπανατεν να πας. Επήεν η αλεπού, έφαεν έφαεν εκατέβασανατο σην µέσην. Επήεν σο σπίτ και είπανατεν πως έβαλαν το µωρόν, η αλεπού λέει µεσιστίτς. Έναν ηµέρα πάλι η αλεπού λέει, εκάλεσανεµε σα βαφτίσια. Εκείν πα λένατεν άµε. Επήεν έφαεν όλο το µελ. Εκλώστεν οπίς και λένατεν πως έβαλαν το µωρόν και λέει τελιστίτς. Εδέβαν τα 40 ηµέρες και πάνε τερούν την τενεκέν κονοπηµένονκαι είπαν θ άφτωµε έναν φωτία και θα κοιµούµες ολόερα και όποιος εφτάει την ανάγκην νατ θα σκοτώνοµατον. Το βράδυ η αλεπού επήκεν την ανάγκηνατς και έβαλενατο στο ζέπυρα κεκά. Το πρωϊ ο λύκον και ο άρκον εσκότωσαν τον ζέπυραν και η αλεπού έλεεν «Αλεπού τρώει και ζέπυρας πρέσκεται». 6. Εκότσιζεν Έναν καιρόν κάµποσα παιδία επήαν σο κυνήγ. Εκεί που εδέβεναν απές σο χωρίον είδαν έναν γέρον και ο γέρος λέατς που πάτεν παιδία και τα παιδία είπαν πάµε σο κυνήγ θείο, και ο γέρον είπεν εγώ πα όντας εµ όσον εσάς επήα σο κυνήγ, εκεί που επέγνα είδα έναν λύκον, έσυρα και εντόκατον. Τα παιδία είπαν, εκότωσεσατον θείο και ο γέρον είπεν όχι είδατον πως εκότσιζεν. 7. «Η κακέσα η γραία» Έναν καιρόν και έναν ζαµάν έτον ένας γραία και ένας γέρος. Ο γέρον είχεν πετεινόν και η γραία είχεν κοσσάραν που επήνεν ωβά. Ο γέρον µίαν Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 3

εψαλάφεσενατεν ωβόν, εκείνε πα είπενατον κ έχω για τ εσέναν τ ωβά. Οτότε ο γέρων εθύµωσεν και είπεν τον πετεινόν εγώ θα σπάζωσε το Πάσχα, εµαύρισεν το µάτιµ από ολίγον κρέας. Ο πετεινόν ετότε έβγαισεν σην αυλήν, επήεν απές σ έναν χωράφ, εκείνο έτον το χωράφ κήπος του βασιλέα. Ο βασιλέας όνταν είδενατον, επέρενατον και εσέγκενατον απές όπου είσεν τα λίρας. Ο πετεινόν αντί να τρώη το φαίνατ έτρωεν τα λίρας. Κάπως επήκεν και επήεν σον γέρον και είπενατον να κρεµάντσµε και να κρούσµαι σην κοιλίαν. Εκεί που εντούνεν έβγαιναν τα χρυσά λίρας. Ετότε έτρεξεν και είπενατο την γραίαν. Η γραία πα επήεν είπεν την κοσσάραν γιατί κείσε άµον τον πετεινόν του γέρονος. Ετότε η κοσσάρα επήεν είπεν τον πετεινόν, ο πετεινόν είπενατεν να πας τρως οφίδια και σκολέκια. Ετότε η κοσσάρα επήεν είπεν την γραία να κρούσµαι σην κοιλίαν, η γραία σίτια εντούνεν έβγαισαν οφίδια και έφαγαν την γραίαν και ο γέρον επέρεν την κοσσάραν και έζησαν καλά και µεις καλλίτερα. 8. Έναν καιρόν ένας άντρας επήεν σο βουνόν, εβραδιάστεν και έβγαισεν απάν σ έναν δέντρον. Τα λυκούδια εννόισανατον και εχτάλεβαν να ρούζνε και τρώνατον. Ετότε ο άντρας εκείνος έκοψεν έναν δάχτυλον και έσυρεν ατό απάν σ έναν λύκον. Τ άλλα τα λυκούδια επέραν τον λύκον σο κυνηγητόν και ο άντρας έφυεν. 9. Παλαλοί ανθρώπ Σα παλιά τα χρόνια όταν ερχίνεσαν τ αεροπλάνα να πετούν σον αέραν, σ έναν χωρίον εκεί εκάθουσαν, έξαν έναν τρανόν βοετόν, τερούν αδά κ ακεί δεν κ ελέπνε, τερούν σον ουρανόν κ ελέπνε έναν τρανόν πράµαν, άµαν να πετά, εξέβαν µερικοί και λέγνε ατό εν εκατόν χρονών κώνωπας. 10. Σε έναν χωρίον της Τραπεζούντος έτον έναν ανδρόγυνον και είχαν έναν κορτσόπον. Μετ ολίγα χρόνια επέθανεν η γυναίκα και αρ έθαψανατεν. Ατός κάµποσον καιρόν επέµνεν χωρίς γυναίκαν, άµα ύστερα επάντρεψεν. Ατέ η µετραιά ούτε εθέλνεν το παιδίν και εσέγκενατο αφκά σο υπόγειον και 15 χρόνια ούτε εξέγκενατο. Εκείνε πα πολλά και επήεν επέθανεν και έθαψανατεν και έφυαν. Ατός µόλις επήεν σο σπιτ, είπεν εκές τους γειτονάδες. Έ παιδία γι ας πάµε τερούµε Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 4

το κορτσόποµ ντο εγέντον. Ατέν την γυναίκαν τινάν επέρα κι αφήνεµε να τερώ ατο, εντούνεµε. Όντες επήαν τερούν το κορίτς απάν σα γόνατα, έγκεν γένια και τα γένιατ εντούναν σην γην. Η καντίλα πα επίανεν εµπροστάτς. Ατός µε τα δάκρυα επήεν έθαψανατεν και εγύρτσαν σο σπιτ και έζησαν καλά και µες καλλίτερα. 11. «Σ έναν χωρίον που κι είχανε ακίλ» Σ έναν χωρίον κ είχανε ακίλ και ανάµεσά τουν έτον ένας ξηνητέας και έτον ας ολτς ακικίς. Ατός έναν ηµέραν εµάζεψεν ούλτς τα αγούρτς και είπενατς αν θέλετε ν αγοράζοµετεν ακίλ (νουν), θα πάµε αγοράζωµεν ασήν Τραπεζούνταν και ατοίν επέµναν σύµφωνοι και είπανατον, θα γοµώνοµαι έναν τουλούµ λίρας, θα δίγοµε σε να πας φερτς µας ακίλ. Εδώκανατον το τουλούµ τα λίρας και επήν σην Τραπεζούνταν σ έναν παντοπωλείον και είπενατς έχετε ακίλ; γοµώστεν το τουλούµ ακίλ και επάρτεν τα λίρας. Εκείν επέραν τα λίρας και εδώκανατον ακίλ και είπανατον µέχρι να πας σο χωρίον να µην ανοίσατο γιατί χάτε το ακίλ, ατός πα µόλις εκόντεψεν σο χωρίον είπεν ας λύνω εγώ το τουλούµ και πέρω εγώ το πολλά. Μόλις ένοιξεν το τουλούµ, εκείνο έτον αέρας και έφυεν. Την ώραν ντο έφυεν ο αέρας έβγαινεν ένας λαγός και επήεν εσέβεν σε έναν τρουπίν κες και ατός έτρεξεν να πιαν τον λαγόν και η γούλατ επέµνεν σο τρυπίν κες. Επήγαν οι χωρικοί σην προϋπάντησίν νατ και έβρανατον χωρίς γούλαν και εκάτσαν και ενούντσαν αν είχεν κιφάλ. Ύστερα ένας χωρικός είπεν ας ερωτούµεν την γυναίκανατ. Είπανατεν ο άντρασις όντας εξέβεν ασό σπιτ είχεν κιφάλ. Το πρωίν φαϊν εδώκανατον και έφαεν, κιφάλ είχεν κ είχεν κι ξέρω. 12. Κάποτε έτον ένας γέρος και ένας γραία και είχαν έναν παιδίν. Ατέ επαραπονήουτον σον γέρον πότε θα εφτάγνε έναν νύφεν να αναπαύεται ολόγον. Ύστερα από κάµποσον καιρόν επέζεψεν ο γέρον τα λόγιατς και επάντρεψαν τον γυιόνατουν. Εκάθουσαν σο τραπέζ να τρώγνε και η νύφε αµάν αµάν έτρωεν και επέγνεν σην κάµαρην να κοιµάται και κάµποσα βραδάς η γραία εσκούτον εσκούπιζεν επεκές και έσκονεν το τραπέζ. Έναν βράδυ επιάστεν µε τον γέρον. Εκείνε έλεγενατον γέρο εσύ θα σκοντς το τραπέζ και εκείνος έλεγεν εκείνεν. Μετ ολίγον κατεβέν αφκά η νύφε νευριασµέντσα και λέατς. Ε, ντο έπαθετεν και ταβίζετε; Ένας να σκον το τραπέζ και άλλε να πλυν τα σκεύα και τουλώστεν να κοιµούµαι. Και ετότε ο γέρον λέει την γραίαν, έ γραία νύφεν εθέλνες, ατώρα πίσον ατά όλα εσύ. Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 5

13. Μια φορά και έναν καιρόν µια νύχτα ένα αντρόγυνο έτον πλαγιασµένο σο κρεβάτ. Η γαρί εσκούντεσεν τον άντρατς και λέατον, σε παρακαλώ, δεξιάς απάν σο παραθύρ έν ένα κερίν, άναψονατο και δώµατο. Ο άντρασατς πα λέατεν, απές σ ατό το σκοτάδ, επορεί κανείς να ξεχωρίζ ποιο εν τω δεξιό και ποιο το αριστερό; 14. Ο τεµπέλτς Κάποτε ένας τεµπέλτς εξαπλώθεν απάν σ έναν δρόµον. Επεκές έρθεν ο βασιλέας µε 40 δραξ.εκεκά εστάλτσεν το σπαθίνατ και έγραψεν επάν σον πρωτον την σπαθέαν σκοτώνω 41, σο δεύτερον αµέτρητα. Οι δρακ και ο βασιλέας εθαύµασαν και ετότε είπαν σον τεµπέλην χάϊτε µε τεµάς. Ο τεµπέλτς κ εθέλεσεν, µε τα ζόρια εκαβάλκεψανατον απάν σ έναν άλογον και επέρανατον και έφυγαν. Με κάµποσα ηµέρας είπανε τον τεµπέλ να παλέφς µε τον βασιλέαν εµούν. Ο τεµπέλτς είπεν καλά. Επήεν σ έναν τσιµέν, ο τεµπέλτς είπεν αδακά: θα παλεύουµε; όχι, αδακά κι παλεύω, πρεπ να είναι πέτρας για να πέρω αν και κρούω κα και σκοτώνατον. Ετότε οι δρακ είπανε παλεύσµας;. Αλλοµίαν οι δρακ επήαν σο ποτάµ κεκά εγόµωσαν αέρα το τουλούµ και έφερενατο σον βασιλέαν, έρθεν και τ ατουνού η σειρά, επέρεν το τουλούµ αέραν, σον µισόν τον δρόµον εκάτσεν και εφκαίρωσενατο. Την δεύτερον φοράν το ίδιον, έστειλεν έναν δράκονταν και επήεν επέρενατο, ύστερα επήεν σο παλάτ εδώκανατον λίρας, εκαβάλκεψανατον σε έναν άλογο και έφυγεν. Λαογραφικά Πόντου Αναστάσιος Χωλίδης, ιδάσκαλος Χορτοκοπίου Σελίδα 6