Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 1 Ι. Οι καταγγελίες ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 129/2013 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς 1) Διεύθυνση Οικονομικών Τμήμα Δημοτικής Περιουσίας d.oikonomikwn@cityofathens.gr dimotiki.periousia@cityofathens.gr 2) Κύριο *** οδός *** 3) Κύριο *** οδός *** Κοινοποίηση 1) Γραφείο Δημάρχου sec.gkaminis@gmail.com 2) Κύριο Θ. Λιβάνιο, Γενικό Γραμματέα Δήμου Αθηναίων secrgeneral@cityofathens.gr 1. Ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης δέχθηκε τις υπ' αρ. πρωτ. ***/11.6.2013 και ***/11.6.2013 καταγγελίες, οι οποίες συσχετίστηκαν λόγω αντικειμένου και έλαβαν αριθμό *** στο Μητρώο καταγγελιών του Γραφείου Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης. Σύμφωνα με τις καταγγελίες, πριν δέκα έτη δεσμεύθηκε το ακίνητο των καταγγελλόντων λόγω απαλλοτρίωσης από τον Δήμο Αθηναίων, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει καταβληθεί η σχετική αποζημίωση. Οι καταγγέλλοντες ζητούν είτε να καταβληθεί η αποζημίωση είτε να αρθεί η απαλλοτρίωση. ΙΙ. Η αρμοδιότητα του Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης 2. Σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 3 του Ν.3852/2010, ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης δέχεται καταγγελίες άμεσα θιγόμενων πολιτών για κακοδιοίκηση από τις υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις του Δήμου και διαμεσολαβεί για την επίλυση των σχετικών προβλημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η καταγγελία αφορά δέσμευση ακινήτου κατόπιν ενεργειών υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων και ως εκ τούτου ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης είναι αρμόδιος να διαμεσολαβήσει.
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 2 ΙΙΙ. Νομική βάση 3. Αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος της Ελλάδος 1975/86/01/08 είναι η στέρηση της ιδιοκτησίας με μονομερή πράξη του δημοσίου, λόγω δημοσίας ωφέλειας που καθορίζεται από τον νόμο και έναντι αποζημιώσεως του ιδιοκτήτη που καθορίζεται από τα δικαστήρια. 4. Εκτός της ανωτέρω τυπικής περίπτωσης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια), υφίσταται και η λεγόμενη de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση, που συνίσταται στην οποιαδήποτε δημόσια επέμβαση, η οποία καθιστά την ιδιοκτησία αδρανή και αχρησιμοποίητη ανάλογα με τον προορισμό της ή την αφανίζει ή αίρει την έννοια της ιδιοκτησίας, την εκμετάλλευση της ή την κάρπωση της, χωρίς να αφαιρεί νομικά ούτε να μεταβιβάζει την ιδιοκτησία (π.χ όταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμήματος ακινήτου επιφέρει σημαντική υποτίμηση ή και αχρήστευση του υπολοίπου). Η αποδυνάμωση της ιδιοκτησίας που επέρχεται με αυτόν τον τρόπο, υπάγεται στην έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας κατά την διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 του Συντάγματος και η διαφορά με την υπό στενή έννοια απαλλοτρίωση έγκειται στο γεγονός ότι, στην de facto απαλλοτρίωση τα δικαστήρια καλούνται εκ των υστέρων να διαπιστώσουν τον απαλλοτριωτικό χαρακτήρα του κρατικού μέτρου και να επιδικάσουν αποζημίωση. 5. Από την de facto απαλλοτρίωση πρέπει να διακρίνεται η απλή παράνομη κρατική παρέμβαση στην ιδιωτική ιδιοκτησία, π.χ. η κατάληψη ακινήτου χωρίς κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και χωρίς καταβολή αποζημιώσεως. Στην περίπτωση αυτή, υφίσταται παράνομη διοικητική ενέργεια για την οποία ο ιδιώτης δύναται να ζητήσει την άρση της. 6. Το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ.1) προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία διακηρύσσοντας ότι αυτή τελεί υπό την προστασία του Κράτους. Όμως, αμβλύνει τον απόλυτο χαρακτήρα της προστασίας αυτής ορίζοντας, αμέσως εν συνεχεία, ότι τα «εξ αυτής δικαιώματα δεν δύνανται να ασκούνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος». Έτσι, αναγνωρίζει το κοινωνικό περιεχόμενο της ιδιοκτησίας, το οποίο εξειδικεύει όταν προβλέπει ότι οι εξουσίες του ιδιοκτήτη μπορούν να περιοριστούν (άμεσα ή έμμεσα δια νόμου, βλ.σχετ. άρθρα, 18, 24 παρ.1 εδ.α και γ, 117 παρ.3 του Συντάγματος) και όταν καθιερώνει ορισμένες υποχρεώσεις ανοχής κάποιων κοινωνικά αναγκαίων, αλλά επιβαρυντικών ή οικονομικά ζημιογόνων ενεργειών πάνω στην ιδιοκτησία (βλ. σχετ. άρθρα, 17 παρ. 7, 24 παρ.3 του Συντάγματος). Επίσης, η παρεμβατική εξουσία του Κράτους δεν εκτείνεται μόνο στην ακίνητη ιδιοκτησία (όπως π.χ στα άρθρα 17, 18, 24 και 117 του Συντάγματος), αλλά και στις επιχειρήσεις. Το άρθρο 106 παρ.3 & 5 του Συντάγματος προβλέπει την εξαγορά ή την αναγκαστική συμμετοχή του Κράτους σε επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν μονοπωλιακό χαρακτήρα ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο. 7. Εν τέλει, στο άρθρο 25 του Συντάγματος αναγνωρίζεται το κοινωνικό στοιχείο όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, νοουμένων ως δικαιωμάτων του ανθρώπου, όχι μόνον ως ατόμου, αλλά και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, προσανατολίζοντας την αναγνώριση και προστασία τους στην πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου και ελευθερίας και κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του κράτους να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης. Όμως, παρόλο που το Σύνταγμα, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του, περιορίζει τον απόλυτο χαρακτήρα του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζει το κοινωνικό της περιεχόμενο, εν τούτοις, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου κατάργησής της. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό εντός του πλαισίου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της χώρας μας, όπως αυτό καθιερώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα.
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 3 7. Συνεπώς, ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης λειτουργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα, μόνον όταν χρησιμοποιείται για την επίτευξη κοινωνικο-οικονομικού σκοπού, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που το ίδιο το Σύνταγμα θέτει στο άρθρο 17 και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση του για την συστηματική απόκτηση εκ μέρους του κράτους των μέσων παραγωγής, δηλαδή, για την θεμελιώδη μετατροπή του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της χώρας. 8. Αντικείμενο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι η ιδιοκτησία. Η έννοια της ιδιοκτησίας στο δημόσιο δίκαιο είναι ευρύτερη εκείνης του αστικού δικαίου, διότι περιλαμβάνει όχι μόνο την κυριότητα αλλά και τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα. Το Σύνταγμα επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση μόνο όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, ως ακολούθως: α) η ύπαρξη δημοσίας ωφέλειας, που είναι προσηκόντως αποδεδειγμένη, β) η ύπαρξη νομοθετικής πρόβλεψης, δηλαδή, η στέρηση της ιδιοκτησίας και η προσήκουσα απόδειξη της δημοσίας ωφέλειας να λαμβάνει χώρα όταν και όπως ο νόμος ορίζει και γ) η καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, που προσδιορίζεται από το δικαστήριο. Αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς την συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων επιτρέπεται μόνο όπου την προβλέπει ρητά το Σύνταγμα (π.χ άρθρο 117 παρ.1 και 2 του Συντάγματος). 9. Η διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ρυθμίζεται από τον Ν.2882/2001 («Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων») και είναι αρκετά σύνθετη και πολύπλοκη, καθώς αφορά περίπτωση περιορισμού ατομικού δικαιώματος. Στην εν λόγω διαδικασία διακρίνονται πέντε βασικά στάδια, ήτοι: α) απόφαση της Διοίκησης ότι η εξυπηρέτηση μίας ορισμένης και νομοθετικά αναγνωρισμένης δημοσίας ωφέλειας απαιτεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση ορισμένου ακινήτου, β) αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης, γ) κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δ) προσδιορισμός της αποζημίωσης και ε) συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. 10. Τέλος, το Σύνταγμα και ορισμένοι νόμοι (με πρόβλεψη του ιδίου του Συντάγματος) προβλέπουν περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 αυτού. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν πράγματι αναγκαστική απαλλοτρίωση, διότι στερούν την ιδιοκτησία για δημοσία ωφέλεια, έναντι αποζημίωσης πάντοτε, και δεν πρέπει να συγχέονται με άλλους θεσμούς, συγγενείς προς την αναγκαστική απαλλοτρίωση (όπως π.χ η επίταξη, η προσωρινή στέρηση της χρήσεως και καρπώσεως της ιδιοκτησίας κ.α). Τέτοιες ειδικές περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι: α) η προσκύρωση για σχηματισμό αρτίων οικοπέδων (άρθρο 24 παρ.2 του Συντάγματος), β) η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιορρύθμων εδαφονομικών δικαιωμάτων (άρθρο 117 παρ.1 και 2 του Συντάγματος), γ) η αναγκαστική απαλλοτρίωση των μεταλλείων, των ορυχείων, των σπηλαίων, των αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, των ιαματικών, ρεόντων και υπογείων υδάτων και του υπογείου εν γένει πλούτου (άρθρο 18 παρ.1 του Συντάγματος), καθώς και των λιμνοθαλασσών και μεγάλων λιμνών και των εκτάσεων που προκύπτουν από την αποξήρανση τους (άρθρο 18 παρ.2 του Συντάγματος), δ) μέτρα περιοριστικά της ιδιοκτησίας για την προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων (άρθρο 24 παρ.6 του Συντάγματος), ε) η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων (άρθρα, 24 παρ.1 εδ. δ και 117 παρ.4 του Συντάγματος), στ) η διάθεση των εγκαταλειμμένων εκτάσεων (άρθρο 18 παρ.6 του Συντάγματος) και ζ) η αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων ή αναγκαστική συμμετοχή σε αυτές του Κράτους ή άλλων δημοσίων φορέων (άρθρο 106 παρ.3 του Συντάγματος). 11. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.A.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 (Φ.Ε.Κ: 17/Α/6-2-2001) και, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου Νόμου, ισχύει από 6-5-2001 ορίζονται τα ακόλουθα: 1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφασή της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής.
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 4 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξή της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης. Η πράξη ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως εκδίδεται μέσα σε τέσσερις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εφόσον οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες επιθυμούν τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης που άρθηκε αυτοδίκαια λόγω παρέλευσης της ως άνω δεκαοκτάμηνης προθεσμίας, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και υπεύθυνη δήλωση προς την αρχή που εξέδωσε την απαλλοτριωτική απόφαση, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την παρέλευση της προθεσμίας, περί διατήρησης της απαλλοτρίωσης και καταβολής της δικαστικά καθορισμένης προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης. Αν το αίτημα γίνει δεκτό από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης, δεν επιτρέπεται ο ανακαθορισμός της αποζημίωσης ή η αναζήτηση τόκων υπερημερίας. Οι διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και σε απαλλοτριώσεις που έχουν κηρυχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και έχει επέλθει αυτοδίκαιη άρση, λόγω παρέλευσης της δεκαοκτάμηνης προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι μπορεί να υποβάλλουν αίτηση για τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης μέχρι τις 31.12.2012. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. [ ]. 12. Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως ανωτέρω Κ.Α.Α.Α. ορίζονται τα ακόλουθα: 1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. [...] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 5 που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6. [ ] 7. [ ] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον Α.Ν 1731/1939 ή στο Ν.Δ 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 [ ]. 13. Εκ των ανωτέρω διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους.όμως και αυτές οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξή τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή, που είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 3986/2008, ΣτΕ 4010/ 2008, ΣτΕ 3747/2007, ΣτΕ 2012/1997, ΣτΕ 263/1995, ΣτΕ 245/1995, ΣτΕ 1999/1994 κ.ά. ), δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως επιβάλλεται, κατά τα προαναφερθέντα, για λόγους προστασίας του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας (βλ. ΣτΕ 2084/2006, 2891/2004, 3269/2003, 2314/2000 κ.ά.). Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογιακή θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο καθορισμός ακινήτων ως κοινοχρήστων χώρων με πράξη εγκρίσεως, αναθεωρήσεως, τροποποιήσεως ή επεκτάσεως ρυμοτομικού σχεδίου ή, εφόσον πρόκειται για πολεοδόμηση κατά το σύστημα του Ν. 1337/1983, με την έγκριση πολεοδομικής μελέτης, ισοδυναμεί με κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως των χώρων αυτών (βλ. Ολ ΣτΕ 603/2008, ΣτΕ 270/2008, ΣτΕ 4010/2008, ΣτΕ 4587/2005). Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία η πολεοδομική μελέτη ή το ρυμοτομικό σχέδιο, με το οποίο καθορίστηκε ο κοινόχρηστος χώρος, τροποποιηθεί ή αναθεωρηθεί μεταγενεστέρως και δη μετά την πάροδο μακρού χρόνου, εάν η νεωτέρα πολεοδομική διαρρύθμιση δεν μεταβάλλει το είδος της δεσμεύσεως του ακινήτου, π.χ. από κοινόχρηστο χώρο σε χώρο για την ανέγερση κοινωφελούς κτιρίου, καθώς και την έκταση της δεσμεύσεως αυτής, η τροποποίηση ή αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου ή της πολεοδομικής μελέτης δεν μεταθέτει το χρονικό σημείο από το οποίο εκκινεί ο υπολογισμός από το Δικαστήριο του χρόνου δεσμεύσεως του ακινήτου ούτε, άλλωστε, συνεκτιμάται μεταξύ των ιδιαίτερων συνθηκών που θα μπορούσαν να επιμηκύνουν τον επιτρεπτό χρόνο διατηρήσεως του συγκεκριμένου ρυμοτομικού βάρους (βλ. ΣτΕ 269/2008, ΣτΕ 4004/2008, ΣτΕ 1686/2000). 14. Ως νομολογιακώς εκρίθη, εν όψει των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, καθώς και άλλα ρυμοτομικά βάρη που επιβάλλονται κατ εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών, με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων ή χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις της ιδιοκτησίας διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνομένων ακινήτων,
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 6 ανακύπτει υποχρέωση του αρμοδίου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων. 15. Εξ άλλου, η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, οφείλει, πάραυτα και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, να επιληφθεί προκειμένου να βεβαιώσει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση, ενόψει της υποχρεώσεώς της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, βάσει, όμως, των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του (π.χ. όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα, εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λ.π.) και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, αφενός μεν, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, καθώς και τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικιστικού συνόλου και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται (π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, παραδοσιακός οικισμός κατά τις διατάξεις του Ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του Ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λ.π.), αφετέρου δε, τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, ιδίως δε εάν συντρέχει σοβαρή ανάγκη για δημιουργία κοινοχρήστου ή κοινωφελούς χώρου, και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται αποσπασματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα ανέτρεπαν ουσιώδεις επιλογές του πολεοδομικού σχεδιασμού, τέλος δε, την πρόθεση και δυνατότητα για την άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. 16. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, (α) να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή (β) να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους (δηλ. νέα δέσμευση του ίδιου ακινήτου), για την οποία κωλύεται, καταρχήν, η Διοίκηση, με τροποποίηση του σχεδίου, με την προϋπόθεση, αφενός μεν, να υπάρχει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη χάριν της οποίας επιβάλλεται η εκ νέου δέσμευση του ίδιου ακινήτου, αφετέρου δε, να προκύπτει σοβαρή πρόθεση και δυνατότητα της Διοικήσεως για άμεση κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και, στη συνέχεια, άμεση κίνηση της διαδικασίας που απολήγει στην συντέλεσή της (βλ. ΣτΕ 776/2008, ΣτΕ 3856/2008, ΣτΕ 3987/2008) ή (γ) να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν (βλ. ΣτΕ 4586/2005). Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί της δυνατότητας ή μη αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την οποία συναρτάται η δυνατότητα επανεπιβολής αυτής (δηλαδή, της απαλλοτριώσεως), πρέπει, επίσης, να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποιήσεως του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, η κρίση για τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων και στοιχείων, ιδίως δε για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή
Διαμεσολάβηση 129/2013 Σελίδα 7 μη της διατηρήσεως του κοινοχρήστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρεται και από τα όργανα αυτά ( βλ. ΣτΕ 3856/2008 ). ΙΙΙ. Πραγματικά περιστατικά 17. Στην προκειμένη υπό κρίση περίπτωση, με την πράξη 2/2003 Αναλογισμού αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας ιδιοκτησιών κειμένων στο Δήμο Αθηναίων και επί των οδών Σωζοπόλεως Αριστομένους Κύμης του Τμήματος Απαλλοτριώσεων της Δ/νσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων αποφασίστηκε η αποζημίωση των ανωτέρω ρυμοτομούμενων ακινητών. 18. Με την υπ' αρ. πρωτ. 3680/531/03 απόφαση της 26.6.2003 του Τμήματος Εφαρμογής Πολ/κών Σχεδίων της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών Πειραιώς, κυρώθηκε η ανωτέρω πράξη αναλογισμού. 19. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, οι καταγγέλλοντες, ιδιοκτήτες ρυμοτομούμενης ιδιοκτησίας δεν έχουν λάβει την κατά νόμον αποζημίωση. IV. Διαμεσολάβηση για την επίλυση του προβλήματος 20. Ενόψει των ανωτέρω, ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης καλεί το Τμήμα Δημοτικής Περιουσίας να μας γνωστοποιήσει την τυχόν εξέλιξη της υπόθεσης, όσον αφορά την προοπτική αποζημίωσης των ιδιοκτητών, χορηγώντας μας αντίγραφο του φακέλου και κάθε πληροφορίας σχετικά με την υπόθεση. Αθήνα, 14 Ιουνίου 2013 Ο ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Βασίλης Σωτηρόπουλος