ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή Ὑπό Ἐπισκόπου Ἰερεμίου, Μητροπολίτου Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως «Εἰς πόλιν ἤ εἰς Ρούμελην, ὅπου περιπατήσεις, παντοῦ ἀκούεις ὄνομα τό τῆς Προυσιωτίσσης» (Ἆσμα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ) Κυριακή 17 Mαΐου 2015 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ Ἀνδρονίκου καί Ἰουνίας ἀπ., Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ Ὁ 3ος Ψαλμός ΝΑ ΜΗΝ ΤΑΡΑΣΣΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΜΑΣ - ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΜΑΣ Ο ΘΕΟΣ 1. Στό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 3ο ψαλμό καί παρακαλῶ νά προσέξετε τήν ἑρμηνεία του. Μᾶς μιλάει γιά ἕναν ἄνθρωπο πιστό στόν Θεό, ὁ ὁποῖος θρηνεῖ καί στενάζει, γιατί βλέπει πολλούς οἱ ὁποῖοι τόν θλίβουν
καί ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Στόν πόνο του δέ αὐτόν καταφεύγει στόν Θεό καί τοῦ λέγει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοί ἐπανίστανται ἐπ ἐμέ» (στίχ. 1). Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ ψαλμωδοῦ μας ἐδῶ τόν θλίβουν ἀκόμη περισσότερο, γιατί τοῦ εἰρωνεύονται τήν πίστη του στόν Θεό. Τοῦ λέγουν: «Οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» (στίχ. 3). Σάν νά τοῦ ἔλεγαν: Τί κουράζεσαι; Σταμάτα νά προσεύχεσαι, δέν σέ ἀκούει ὁ Θεός. 2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ὅμως, χριστιανοί μου, πιστεύει δυνατά στόν Θεό, γι αὐτό καί δέν κλονίζεται ἀπό ὅσα εἰρωνικά τοῦ λέγουν. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει καί θά τόν δοξάσει. Γι αὐτό καί τόν ἀκοῦμε νά λέγει: «Σύ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 4). Γιά τήν πολεμική τῶν ἐχθρῶν του μέχρι τώρα ὁ ποιητής μας ἦταν ταπεινωμένος καί εἶχε σκυμμένο τό κεφάλι του. Ἀλλά ἡ πίστη του τόν δυναμώνει καί ἔχει βέβαιη τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά τόν δικαιώσει καί θά τόν κάνει νά περπατάει μέ ὑψωμένο τό κεφάλι. Αὐτό σημαίνει τό «δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου», πού εἶπε. 3. Ἡ πίστη ὅμως αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας, ἀδελφοί, ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, δέν εἶναι ἕνα πρόχειρο ἐνθουσιαστικό συναίσθημα, ἀλλά στηρίζεται σέ γεγονότα. Θυμᾶται ὅτι στόν παρελθόν καί ἄλλοτε τόν κατηγοροῦσαν καί τόν ἔθλιβαν ἄνθρωποι, ἀλλά τότε κατέφυγε μέ πίστη στόν ἅγιο Ναό τοῦ Θεοῦ, πού βρίσκεται στό ὄρος Σιών, καί ὁ Θεός τόν βοήθησε. Καί μέ αὐτήν τήν ὡραία ἀνάμνηση ὁ ποιητής μας λέγει: «Φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα καί ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ἔ, λοιπόν! Ὅπως παλαιά ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή του καί τόν ἔσωσε, ἔτσι θά τόν σώσει καί τώρα. Δέν θά τόν ἐγκαταλείψει. Ἀλλά ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας δέν ἔχει μόνο στό παρελθόν παλαιό παράδειγμα, στό ὁποῖο εἶδε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔχει καί πρόσφατο παράδειγμα. Τήν προηγούμενη ἀκριβῶς νύχτα, πού, ὅπως φαίνεται, ἦταν ἐπικίνδυνη γι αὐτόν, ὁ ποιητής ἐμπιστεύθηκε στόν Θεό τήν ζωή του καί ἔπεσε σέ ἤρεμο καί βαθύ ὕπνο, χωρίς νά τοῦ συμβεῖ κανένα κακό. Καί σ αὐτό, στό ὅτι δηλαδή δέν τοῦ συνέβηκε κακό τήν προηγούμενη κρίσιμη νύχτα, ἀλλά τήν πέρασε ἀτάραχα μέ ἥσυχο ὕπνο, εἶδε ὁ ποιητής καθαρά τήν «ἀντίληψη», τήν προστασία δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτό καί λέγει: «Ἐγώ ἐκοιμήθην καί ὕπνωσα, ἐξηγέρθην ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου» (στίχ. 6). Ἔτσι, λοιπόν, μέ ἀποδείξεις ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν παρελθοῦσα νύχτα, ὁ ποιητής μας ἔχει βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι καί τώρα ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει στήν δύσκολη κατάσταση πού βρίσκεται. Γι αὐτό καί μέ βεβαιότητα λέγει καί γιά τούς ἐχθρούς πού τώρα τόν ἀπειλοῦν: «Οὐ φοβηθήσομαι ἀπό μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι» (στίχ. 7). Μέ ζωηρό τόνο καί ἐλπιδοφόρο καί αἰσιόδοξο ὕφος λέγει ὁ ποιητής μας τά λόγια αὐτά. 4. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἀποτείνεται στόν Θεό καί Τοῦ λέγει νά «σηκωθεῖ», γιά νά «πατάξει» τούς ἐχθρούς του. «Ἀνάστα, Κύριε τοῦ λέγει, σῶσόν 2
με ὁ Θεός μου, ὅτι Σύ ἐπάταξας (= γιά νά πατάξεις) πάντας τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως» (στίχ. 8). Αὐτό τό «ματαίως», πού λέγει τελευταῖα ὁ ποιητής, σημαίνει «χωρίς λόγο». Τόν εἰρωνεύονταν, δηλαδή, οἱ ἐχθροί του χωρίς αἰτία. Τό ἄλλο ὅμως κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό, τό «ματαίως» τό λέγει «σιαγόνες». Οἱ ἐχθροί δηλαδή τοῦ ποιητοῦ τοῦ χτυποῦσαν τίς σιαγόνες του. Τόν χαστούκιζαν! Αὐτή ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου πρέπει νά εἶναι καλλίτερη, γιατί παρακάτω ὁ ποιητής μας λέγει γιά τόν Θεό ὅτι «ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (στίχ. 8β). Οἱ ἐχθροί, δηλαδή, τοῦ ποιητοῦ τόν χαστούκιζαν, ἀλλά ὁ Θεός θά τούς «σπάσει τά δόντια»! Τέλος, ὅλο τόν ψαλμό ὁ ποιητής τόν κλείνει μέ ἕνα στίχο, πού σχετίζεται γενικά μέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Λέγει: «Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν λαόν σου ἡ εὐλογία σου» (στίχ. 9). Στούς πιστούς Του, δηλαδή, καί στόν λαό Του ὁ Θεός δίνει τήν σωτηρία Του καί τήν εὐλογία Του καί τούς σώζει ἀπό τούς ἐχθρούς τους. Μέ πολλές εὐχές, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας PQQQQR Δημητσάνα, Δευτέρα 11 Μαΐου 2015 ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ (Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική) Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου. 3
Πρώτη συνάντηση τοῦ Ἰωσήφ μέ τά ἀδέλφια του (42,1-24) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Κατόπιν παροτρύνσεως του Ἰακώβ οι δέκα υἱοί του, πλήν τοῦ Βενιαμίν, κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο γιά νά ἀγοράσουν σιτάρι (στίχ. 1-5). Ἐκεῖ αὐτοί παρουσιάστηκαν στόν ἄρχοντα Ἰωσήφ, τόν ὁποῖο δέν ἀναγνώρισαν, καί τόν προσκύνησαν (στίχ. 5-6). Ὁ Ἰωσήφ ἀντιθέτως τούς ἀναγνώρισε, ἀλλά δέν φανερώθηκε σ αὐτούς καί τούς κατηγόρησε ὡς κατασκόπους (στίχ. 7-9). Οἱ δέκα ἀδελφοί ἀπολογούμενοι ἐξήγησαν τά τῆς οἰκογενείας τους καί ὅτι ἔχουν ἄλλον ἕνα ἀδελφό στήν Χαναάν, πού ἔμεινε μέ τόν γέροντα πατέρα τους (στίχ. 10-11). Τότε ὁ Ἰωσήφ ζήτησε νά τοῦ φέρουν τόν νεώτερο ἀδελφό τους, γιά νά πεισθεῖ δῆθεν γιά τά λεγόμενά τους, κρατώντας γιά ἀσφάλεια στήν φυλακή τόν Συμεών (στίχ. 14-24). (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 42, 1 Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰακώβ ὅτι πωλεῖται σιτάρι στήν Αἴγυπτο, εἶπε στούς υἱούς του: «Γιατί ἀμελεῖτε; α 2 Ἰδού! Ἄκουσα ὅτι στήν Αἴγυπτο ὑπάρχει σιτάρι κατεβεῖτε ἐκεῖ καί ἀγοράστε γιά μᾶς λίγη τροφή, ὥστε νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε». 3 Κατέβηκαν, λοιπόν, οἱ δέκα ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ γιά νά ἀγοράσουν σιτάρι στήν Αἴγυπτο. 4 Τόν Βενιαμίν ὅμως, τόν ἀδελφό τοῦ Ἰω σήφ, δέν τόν ἔστειλε (ὁ Ἰακώβ) μέ τ ἀδέλφια του, γιατί εἶπε: «Μή τυχόν τοῦ συμβεῖ κακό». 5 Ἔτσι ἦλθαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ γιά ν ἀγοράσουν σιτάρι, μαζί μέ τούς ἄλλους πού ἔρχονταν ἐκεῖ γιατί ἦταν πείνα στήν γῆ Χαναάν. 6 Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας καί αὐτός πουλοῦσε σιτάρι σ ὅλο τόν λαό τῆς χώρας. Ἦλθαν, λοιπόν, οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰωσήφ καί τόν προσκύνησαν μέχρι τό ἔδαφος. 7 Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε τούς ἀδελφούς του, τούς ἀναγνώρισε προσποιήθηκε ὅμως τόν ἄγνωστο σ αὐτούς καί τούς μίλησε σκληρά καί τούς ρώτησε: «Ἀπό ποῦ ἔρχεστε;» «Ἀπό τήν γῆ Χαναάν, γιά ν ἀ γοράσουμε τροφές», ἀπάντησαν αὐτοί. 8 Καί ὁ μέν Ἰωσήφ γνώρισε τούς ἀδελφούς του, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν τόν ἀναγνώρισαν. 9 Καί θυμήθηκε ὁ Ἰωσήφ τά ὄνειρά του, πού ὀνειρεύτηκε γι αὐτούς, καί τούς εἶπε: «Εἶστε κατάσκοποι ἤλθατε νά ἐξακριβώσετε τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς χώρας (γιά νά μπεῖ σ αὐτήν ὁ ἐχθρός)». 10 Ἐκεῖνοι δέ ἀπάντησαν σ αὐτόν: «Ὄχι, κύριε, (ἐμεῖς) οἱ δοῦλοι σου ἤρθαμε γιά ν ἀγοράσουμε τροφές. 11 Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ ἴδιου πατέρα εἴμαστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι. Οἱ δοῦλοι σου δέν εἶναι κατάσκοποι». 12 Εἶπε δέ πρός αὐτούς: «Ὄχι! Ἀλλά ἤλθατε νά ἐξακριβώσετε τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς χώρας». 13 Τότε ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου εἴμαστε δώδεκα ἀδέλφια στήν γῆ Χαναάν Ἰδού! Ὁ νεώτερος βρίσκεται τώρα μαζί μέ τόν πατέρα μας, ὁ δέ ἄλλος δέν ὑπάρχει». 14 Ἀλλά ὁ Ἰωσήφ εἶπε σ αὐτούς: «Αὐτό πού σᾶς εἶπα εἶστε κατάσκοποι. 15 Μ αὐτό θά δοκιμαστεῖτε: Μά τήν ζωή τοῦ Φαραώ, 4
δέν θά φύγετε ἀπό τόν τόπο αὐτό, ἄν δέν ἔλθει ἐδῶ ὁ νεώτερος ἀδελφός σας. 16 Στεῖλτε ἕναν ἀπό σᾶς γιά νά φέρει τόν ἀδελφό σας οἱ δέ ἄλλοι θά μείνετε δέσμιοι, μέχρις ὅτου νά γίνει φανερό ἄν λέτε ἀλήθεια ἤ ψέματα διαφορετικά, μά τήν ὑγεία τοῦ Φαραώ, εἶστε κατάσκοποι». 17 Καί τούς ἔβαλε ὅλους στήν φυλακή τρεῖς ἡμέρες. 18 Τήν τρίτη ἡμέρα εἶπε σ αὐτούς (ὁ Ἰωσήφ): «Κάνετε αὐτό καί θά σωθεῖτε, γιατί ἐγώ φοβᾶμαι τόν Θεό. 19 Ἄν εἶστε εἰλικρινεῖς, ἄς μείνει δέσμιος στήν φυλακή ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς σας καί οἱ ἄλλοι πηγαίνετε νά πάρετε τό σιτάρι πού ἀγοράσατε. 20 Πρέπει ὅμως νά μοῦ φέρετε τόν νεώτερο ἀδελφό σας, ὥστε νά ἀποδειχθοῦν ἀληθινά τά λόγια σας διαφορετικά θά πεθάνετε». Καί ἔκαναν ἔτσι. 21 Τότε εἶπαν μεταξύ τους: «Πραγματικά, εἴμαστε ἔνοχοι γιά τόν ἀδελφό μας, γιατί εἴδαμε τήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς του, ὅταν μᾶς παρακαλοῦσε, καί δέν τοῦ δείξαμε συμπάθεια γι αὐτό ἦρθε πάνω μας ἡ θλίψη αὐτή». 22 Καί ὁ Ρουβήν εἶπε σ αὐτούς: «Δέν σᾶς εἶπα νά μήν κάνετε κακό στό παιδί; Ἀλλά δέν μέ ἀκούσατε. Ἰδού, τώρα ζητεῖται πίσω τό αἷμα του». 23 Καί δέν ἐγνώριζαν αὐτοί ὅτι τούς καταλάβαινε ὁ Ἰωσήφ γιατί συνομιλοῦσαν μαζί του μέ διερμηνέα. 24 Τότε ὁ Ἰωσήφ ἀπομακρύνθηκε ἀπ αὐτούς καί ἔκλαψε. Ἀλλά πάλι ἐπέστρεψε σ αὐτούς καί τούς μίλησε καί ἔλαβε ἀπ αὐτούς τόν Συμεών καί τόν ἔδεσε μπροστά τους. α. Κατά λέξη ἀπό τό Ἑβρ.: «Γιατί κοιτᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο;». (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) 42,1-34. Τό ταξίδι τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰωσήφ στήν Αἴγυπτο κατά τήν διάρκεια τῆς πείνας. 42,1-24. Διήγηση σχεδόν ἐντελῶς Ἐλωχιμική. Ἀλλά ἡ Γιαχβική παράδοση τοῦ κεφ. 43 γνώριζε ἐπίσης μία πρώτη συνάντηση τοῦ Ἰωσήφ καί τῶν ἀδελφῶν του, ἀπό τήν ὁποία βρίσκουμε ἐδῶ κατάλοιπα (ἰδιαιτέρως οἱ στίχ. 27-28 καί 38). 42,6. Προσεκύνησαν αὐτῷ...ἔτσι, χωρίς νά τό ἐννοοῦν ἐξεπλήρωσαν τά προφητικά ὄνειρα τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 9. Βλ. 37,5-11 σχόλ.). 42,9-14. Ἡ κατηγορία τῆς κατασκοπίας ἦταν φυσική, γιατί τά ὅρια τῆς Αἰγύπτου ἦταν εὔκολα γιά ἐπίθεση ἀπό τήν Χαναάν (Ἐξ. 1,10). 42,15-17. Ἡ δοκιμασία («ἐν τούτῳ φανεῖσθε», στίχ. 15) δέν θά ἦταν μόνο μία ἐπαλήθευση τῶν λόγων τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά θά ἦταν καί μία βάσανος, μέ τήν ὁποία θά καθάριζαν τήν ψυχή τους γιά τήν ἁμαρτία πού εἶχαν διαπράξει (βλ. στίχ. 21). 42,16. Νή τήν ὑγείαν Φαραώ. Ὅρκος στό ὄνομα τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὡς θεῖο πρόσωπο στήν Αἴγυπτο. 42,21-22. Ἅπαξ ἔτι οἱ ἀδελφοί ἔπρεπε νά ἀναγγείλουν στόν πατέρα τους γιά τήν συμφορά πού συνέβηκε σέ ἕναν ἀπό τούς υἱούς του (σύγκρ. μέ κεφ. 37). Ἄν καί αὐτοί δέν ἀναγνώριζαν τόν Ἰωσήφ, ὅμως ἡ ὁμοιότητα τῶν δύο καταστάσεων ξύπνησε σ αὐτούς αἴσθημα ἐνοχῆς γιά τό κακό πού εἶχαν διαπράξει. 42,21. Ὅτε κατεδέετο ἡμῶν. Ἡ παρατήρηση αὐτή ἀπουσιάζει ἀπό τήν διήγηση 37,18-27. 42,24. Ἔκλαυσεν Ἰωσήφ. Βλ. ἀκόμη 43,30 (Γιαχβική παράδοση). Αὐτός ὁ τονισμός τῶν ἀνθρώπινων αἰσθημάτων εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό τῶν τελευταίων διηγήσεων τῆς Γενέσεως βλ. 42,36. 45,2.14-15. 48,10. 50,1 κ.ἄ. 5
Ἐπιστροφή στήν Χαναάν (42,25-39) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Στόν δρόμο γιά τήν Χαναάν οἱ ἀδελφοί δοκίμασαν καί πάλι μεγάλη ἔκπληξη καί ταραχή, ἐπειδή εἶδαν στούς σάκκους τους τά χρήματά τους (στίχ. 24-28). Ὅταν ἔφθασαν στόν πατέρα τους Ἰακώβ, τοῦ ἐξήγησαν ὅσα συνέβησαν (στίχ. 29-35), ἀλλά αὐτός δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά ἀφήσει τόν Βενιαμίν νά πάει μαζί τους (στίχ. 36-39). (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 42, 25 Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ διέταξε νά γεμίσουν τά ἀγγεῖα τους μέ σιτάρι καί νά βάλουν τά χρήματα καθενός στόν σάκκο του καί ἀκόμα νά δώσουν σ αὐτούς τροφές γιά τήν διαδρομή. Καί ἔκαναν σ αὐτούς ἔτσι. 26 Ἔπειτα φόρτωσαν τό σιτάρι στούς ὄνους τους καί ἔφυγαν ἀπό κεῖ. 27 Ὅταν ὅμως ἕνας (ἀπ αὐτούς) ἔλυσε τόν σάκκο του, γιά νά δώσει τροφή στούς ὄνους του, στόν τόπο πού κατέλυσαν, εἶδε τά χρήματά του νά βρίσκονται πάνω στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου (του). 28 Καί εἶπε στούς ἀδελφούς του: «Τά χρήματα μου μοῦ ἔχουν ἐπιστραφεῖ ἰδού, λοιπόν, βρίσκονται στόν σάκκο μου». Τότε ταράχθηκαν οἱ καρδιές τους καί τρομαγμένοι ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός;». 29 Ἔφτασαν δέ στόν Ἰακώβ τόν πατέρα τους στήν γῆ Χαναάν καί ἀνέφεραν σ αὐτόν ὅλα ὅσα τούς συνέβησαν καί εἶπαν: 30 «Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς μίλησε σκληρά καί μᾶς ἔβαλε στήν φυλακή, β γιατί μᾶς θεώρησε ὡς κατασκόπους τῆς χώρας. 31 Ἀλλά εἴπαμε σ αὐτόν: Εἴμαστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι δέν εἴμαστε κατάσκοποι. 32 Εἴμαστε δώδεκα ἀδέλφια, παιδιά ἀπό τόν ἴδιο πατέρα. Ὁ ἕνας δέν ὑπάρχει ὁ δέ μικρότερος βρίσκεται σήμερα μαζί μέ τόν πατέρα μας στήν γῆ τῆς Χαναάν. 33 Καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς εἶπε: Μέ αὐτό θά διαπιστώσω ὅτι εἶστε εἰρηνικοί ἕναν ἀπό τούς ἀδελφούς νά ἀφήσετε μαζί μου καί οἱ ἄλλοι, ἀφοῦ λάβετε σιτάρι γιά τίς ἀνάγκες τῶν οἰκογενειῶν σας, πηγαίνετε, 34 γιά νά μοῦ φέρετε τόν νεώτερο ἀδελφό σας τότε θά καταλάβω ὅτι δέν εἶστε κατάσκοποι, ἀλλά εἶστε εἰρηνικοί ἄνθρωποι. Τότε θά σᾶς ἐπιστρέψω τόν ἀδελφό σας καί θά μπορεῖτε νά κινῆστε ἐλεύθερα στήν χώρα». 35 Ὅταν ὅμως ἄδειαζαν τούς σάκκους τους, ἡ δεσμίδα τῶν χρημάτων καθενός βρισκόταν στόν σάκκο του ὅταν δέ αὐτοί καί ὁ πατέρας τους εἶδαν τίς δεσμίδες τῶν χρημάτων τους, τρομοκρατήθηκαν. 36 Καί εἶπε σ αὐτούς ὁ Ἰακώβ ὁ πατέρας τους: «Μέ στερήσατε ἀπό τά παιδιά μου! Ὁ Ἰωσήφ δέν ὑπάρχει πιά ὁ Συμεών δέν ὑπάρχει καί θέλετε νά πάρετε καί τόν Βενιαμίν; Ὅλα αὐτά ἔχουν πέσει ἐπάνω μου». 37 Εἶπε δέ ὁ Ρουβήν στόν πατέρα του: «Θανάτωσε τά δύο παιδιά μου, ἄν δέν σοῦ τόν φέρω πάλι ἐμπιστεύσου αὐτόν σέ μένα καί ἐγώ θά σοῦ τόν φέρω πάλι». 38 Ἀλλά αὐτός 6
ἀπάντησε: «Δέν θά κατεβεῖ ὁ υἱός μου μαζί σας, γιατί ὁ ἀδελφός του πέθανε καί αὐτός ἀπέμεινε μόνος. Ἄν τυχόν τοῦ συμβεῖ κακό στήν διαδρομή σας, θά κατεβάσετε τά γεράματά μου μέ λύπη στόν ἅδη». 39 Ἡ δέ πείνα δυνάμωνε στήν γῆ. γ β. Τό «καί ἔθετο ἡμᾶς ἐν φυλακῇ» λείπει ἀπό τό Ἑβρ. γ. Ὁ στίχ. 39 στό Ἑβρ. ἀριθμεῖται ὡς στίχ. 1 τοῦ κεφ. 43. (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) 42,27-28. Οἱ στίχ. αὐτοί θεωροῦνται ὅτι εἰσήχθησαν ἐδῶ ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση κατά τήν ὁποία οἱ ἀδελφοί βρῆκαν τό ἀργύριο στήν κορυφή (τό ἄνοιγμα) τῶν σάκκων τους στήν πρώτη στάση τους, βλ. 43,21. Κατά τήν Ἐλωχιμική παράδοση, στίχ. 35, οἱ ἀδελφοί θά βροῦν τό ἀργύριο φθάνοντας στόν Ἰακώβ, στό βάθος τῶν σάκκων τους. Ἡ πίστη τῶν ἀδελφῶν γιά μία θεία ἐπέμβαση («τί τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός ἡμῖν;», στίχ. 28β) τούς προξένησε θρησκευτικό δέος, ὡς πρό ἑνός μυστηριώδους γεγονότος, τό ὁποῖο κατεργάζεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνονται ὅτι θεία τιμωρία εἶναι πίσω ἀπό τά συμβαίνοντα. 42,37. Κατά τήν Γιαχβική παράδοση, ὁ Ἰούδας καί ὄχι ὁ Ρουβήν (κατά τήν Ἐλωχιμική) ἐγγυᾶται τήν ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν (βλ. 43,8-9), πρᾶγμα πού ἀνταποκρίνεται στόν ρόλο τοῦ καθενός περί τῆς ἐξαγωγῆς τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τόν λάκκο (βλ. 37,22 καί 26). 42,38. Καί αὐτός μόνος καταλέλειπται. Μόνος ἀπό τά δύο τέκνα τῆς Ραχήλ, τῆς ἀγαπημένης. Εἰς ἅδου. «Σεώλ», βλ. σχόλ. εἰς 37,35. xxxxxxxxxx Δημητσάνα, Παρασκευή 15 Μαΐου 2015 ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ (Ἡ ἑρμηνεία παρά τήν συντομία της καί τήν ἁπλότητά της εἶναι ἐπιστημονική) Ἡ ἐργασία αὐτή προσφέρεται στούς ἀναγνῶστες σέ συνέχειες ἑκάστη Δευτέρα καί Παρασκευή διά ἐξεύρεση λαθῶν ἐκ μέρους τους καί ἐνημέρωσή μας πρός διόρθωση, πρίν ἀπό τήν τελική δημοσίευση τοῦ ἔργου. 7
Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ ἀναχωροῦν μέ τόν Βενιαμίν (43,1-14) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Ὅταν τό σιτάρι τελείωσε καί ὁ Ἰακώβ ζήτησε πάλι ἀπό τούς υἱούς του νά κατέβουν στήν Αἴγυπτο, αὐτοί τοῦ ὑπενθύμισαν ὅτι πρέπει νά πάρουν μαζί τους τόν Βενιαμίν (στίχ. 1-4). Στίς ἔντονες ἀντιρρήσεις τοῦ Ἰακώβ ὁ Ἰούδας ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τήν ἀσφαλῆ ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν (στίχ. 5-9). Τότε ὁ Ἰακώβ ὑποχώρησε καί οἱ υἱοί του, ἀφοῦ πῆραν μαζί τους πλούσια δῶρα καί τόν Βενιαμίν, ἀνεχώρησαν ἐκ νέου γιά τήν Αἴγυπτο (στίχ. 10-14). (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 43, 1 Ὅταν τελείωσαν τρώγοντας τό σιτάρι πού ἔφεραν ἀπό τήν Αἴγυπτο, εἶπε σ αὐτούς ὁ πατέρας τους: «Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε μας λίγες τροφές». α 2 Ἀλλά ὁ Ἰούδας τοῦ εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κύριος τῆς χώρας, μᾶς προειδοποίησε αὐστηρά Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου, ἄν μαζί σας δέν εἶναι ὁ νεώτερος β ἀδελφός σας. 3 Ἄν, λοιπόν, ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, θά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο) νά σοῦ ἀγοράσουμε τροφές 4 ἄν ὅμως δέν ἀφήσεις νά ἔλθει μαζί μας ὁ ἀδελφός μας, δέν θά πᾶμε (στήν Αἴγυπτο). Γιατί ὁ ἄνθρωπος μᾶς εἶπε Δέν θά δεῖτε τό πρόσωπό μου ἄν δέν εἶναι μαζί σας ὁ νεώτερος ἀδελφός σας». 5 Εἶπε δέ ὁ Ἰσραήλ: «Γιατί μοῦ κάνατε κακό μέ τό νά φανερώσετε στόν ἄνθρωπο ὅτι ἔχετε καί ἄλλον ἀδελφό;» 6 Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὁ ἄνθρωπος μᾶς ρώτησε ἐπίμονα γιά τήν συγγένειά μας Ζεῖ ἀκόμα ὁ πατέρας σας; Ἔχετε ἄλλον ἀδελφό; Καί τοῦ ἀπαντήσαμε σύμφωνα μέ τίς ἐρωτήσεις αὐτές. Μπορούσαμε νά ξέρουμε ὅτι θά μᾶς ἔλεγε, φέρτε τόν ἀδελφό σας ;». 7 Τότε εἶπε ὁ Ἰούδας πρός τόν Ἰσραήλ τόν πατέρα του: «Ἄφησε τό παιδί νά ἔρθει μαζί μου καί ἄς σηκωθοῦμε νά φύγουμε, γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε καί ἐμεῖς καί ἐσύ καί οἱ οἰκογένειές μας. 8 Ἐγώ ἐγγυῶμαι γι αὐτόν κάνε με ὑπεύθυνο γι αὐτόν. Ἄν δέν σοῦ τόν φέρω πάλι κοντά σου καί δέ σοῦ τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε ἄς εἶμαι γιά πάντα ἔνοχος ἀπέναντί σου 9 (Ἄς μήν ἀργοποροῦμε) γιατί, ἄν δέν εἴ χαμε χρονοτριβήσει, τώρα θά εἴχαμε ἐπιστρέψει ἀπό τό δεύτερο ταξίδι». 10 Καί εἶπε πρός αὐτούς ὁ πατέρας τους Ἰσραήλ: «Ἄν, λοιπόν, πρέπει νά γίνει ἔτσι, κάνετε αὐτό πάρετε στά ἀγγεῖα σας ἀπό τούς (καλύτερους) καρπούς τῆς γῆς καί δώσετε δῶρα στόν ἄνθρωπο ρητίνη, μέλι, θυμίαμα, στακτή, τερέβινθο καί καρύδια. γ11 Καί πάρετε διπλάσια χρήματα μαζί σας πάρετε μαζί σας καί τά χρήματα πού σᾶς ἐπιστράφηκαν στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου σας ἴσως αὐτό νά ἔγινε ἀπό λάθος. 12 Πάρετε καί τόν ἀδελφό σας καί σηκωθεῖτε νά κατεβεῖτε (στήν Αἴγυπτο) πρός τόν ἄνθρωπο. 13 Εἴθε ὁ Θεός μου δ νά σᾶς δώσει χάρη ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά στείλει μαζί σας τόν ἄλλο ἀδελφό σας 8
(πού ἔμεινε μόνος) καί τόν Βενιαμίν. Ἐγώ δέ, ἄς μείνω στερημένος ἀπό τά παιδιά μου, ὅπως εἶμαι ἤδη. 14 Ἀφοῦ δέ ἔλαβαν οἱ ἄνθρωποι τά δῶρα αὐτά καί διπλάσια χρήματα καί τόν Βενιαμίν, ξεκίνησαν καί κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο καί παρουσιάστηκαν μπροστά στόν Ἰωσήφ. α. Στό Ἑβρ. ὁ στίχος αὐτός φέρεται ὡς στίχ. 2. β. Τό «ὁ νεώτερος» λείπει ἀπό τό Ἑβρ. γ. Τό Ἑβρ. λέει: «... Καί φέρετε δῶρα πρός τόν ἄνθρωπο, λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, ἀρώματα καί μύρο, πιστάκια καί ἀμύγδαλα». δ. «Ὁ Θεός ὁ Παντοδύναμος», λέει τό Ἑβρ. (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) Κεφ. 43-44. Ἐκτός μερικῶν συντόμων παρεμβολῶν, τά κεφ. αὐτά προέρχονται ἐντελῶς ἀπό τήν Γιαχβική παράδοση. 43,1-34. Τό δεύτερο ταξίδι στήν Αἴγυπτο. 43,1-2. Ὁ Συμεών, πού ἔμεινε στήν Αἴγυπτο ὡς ὅμηρος (βλ. 14,23), ὅπως φαίνεται ξεχάστηκε, γιατί οἱ ἀδελφοί ἐπέστρεψαν στήν Αἴγυπτο μόνο ὅταν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό σιτάρι. 43,3-7. Βλ. 42,29-34. Τά προτεινόμενα δῶρα εἶναι εἰδικῆς παραγωγῆς τῆς Χαναάν καί ἦταν πολύτιμα στήν Αἴγυπτο βλ. 37,25. 43,13. Ὁ δέ Θεός μου... Στό Ἑβρ. τό ὄνομα yd v lae («Ἔλ σαντάγι»). Βλ. 17,1 σχόλ. Τόν ἕνα. Τόν Συμεών, βλ. 42,24. Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἰωσήφ (43,15-33) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Ὁ Ἰωσήφ, ὅταν εἶδε τούς ἀδελφούς του καί τόν Βενιαμίν, διέταξε νά παρατεθεῖ σ αὐτούς πλούσιο δεῖπνο στήν οἰκία του (στίχ. 15-16). Οἱ ἀδελφοί πῆγαν πράγματι στήν οἰκία καί ἐκεῖ ἐξήγησαν στόν ὑπεύθυνο ὅτι τήν προηγούμενη φορά εἶχαν βρεῖ τά χρήματά τους πάλι στούς σάκκους τους (στίχ. 17-21), ἀλλά αὐτός τούς καθησύχασε καί τούς παρουσίασε τόν Συμεών (στίχ. 22-24). Ὅταν ἦλθε ὁ Ἱωσήφ τοῦ προσέφεραν τά δῶρα τους καί τόν προσκύνησαν (στίχ. 25-27), αὐτός δέ συγκινήθηκε βλέποντας τόν Βενιαμίν καί, ἀφοῦ ἔκλαψε στό δωμάτιό του (στίχ. 28-29), ἔφαγε μαζί τους (στίχ. 30-31), βάζοντάς τους νά καθίσουν κατά ἡλικία (στίχ. 32) καί δίνοντας στόν Βεμιαμίν πενταπλάσια μερίδα ἀπό ὅ,τι στούς ἄλλους (στίχ. 33). 9
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 43, 15 Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε αὐτούς καί (μαζί τους) τόν Βενιαμίν, τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του, ε εἶπε στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Ὁδήγησε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία μου καί σφάξε σφαχτά καί ἑτοίμασε γιατί οἱ ἄνθρωποι θά φᾶνε φαγητό μαζί μου τό μεσημέρι». 16 Καί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ὅπως εἶπε ὁ Ἰωσήφ καί ἔφερε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ. 17 Ὅταν δέ εἶδαν οἱ ἄνδρες ὅτι ὁδηγοῦντο στό σπίτι τοῦ Ἰωσήφ (φοβήθηκαν) καί εἶπαν: «Γιά τά χρήματα, πού βρέθηκαν στούς σάκκους μας κατά τήν πρώτη φορά ὁδηγούμαστε (ἐδῶ), ὥστε νά βρεῖ ἐναντίον μας πρόφαση καί νά ἐπιτεθεῖ ἐναντίον μας, γιά νά μᾶς πάρει δούλους καί (νά μᾶς ἁρπάσει) τούς ὄνους μας». 18 Καί ἀφοῦ πλησίασαν πρός τόν ἄνθρωπο, τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας τοῦ Ἰωσήφ, μίλησαν σ αὐτόν στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ: 19 «Παρακαλοῦμε, κύριε», εἶπαν, «τήν πρώτη φορά κατεβήκαμε γιά νά ἀγοράσουμε τροφές 20 καί ὅταν φτάσαμε στό κατάλυμα (γιά τήν νύχτα) ἀνοίξαμε τούς σάκκους μας καί εἴδαμε ὅτι τά χρήματα καθενός ἦταν μέσα σ αὐτούς. (Γι αὐτό) τά χρήματα αὐτά ἀκέραια τά φέραμε πάλι μαζί μας. 21 Φέραμε καί ἄλλα χρήματα μαζί μας, γιά ν ἀγοράσουμε τροφές δέν γνωρίζουμε ποιός ἔβαλε τά χρήματα στούς σάκκους μας». 22 Καί αὐτός εἶπε σ αὐτούς: «Ἡσυχάστε, μή φοβᾶστε! Ὁ Θεός σας καί Θεός τῶν πατέρων σας ζ σᾶς ἔδωσε θησαυρούς στούς σάκκους σας. Ἐγώ πῆρα πράγματι τό ἀργύριό σας». Καί ἔφερε τόν Συμεών ἔξω σ αὐτούς. 23 η Ἔφερε δέ νερό, γιά νά πλύνουν τά πόδια τους, καί ἀκόμη ἔδωσε τροφή γιά τούς ὄνους τους. 24 Καί (οἱ ἀδελφοί) ἑτοίμασαν τά δῶρα τους μέχρις ὅτου νά ἔλθει ὁ Ἰωσήφ τό μεσημέρι γιατί ἄκουσαν ὅτι ἐπρόκειτο νά γευματίσει ἐκεῖ (ὁ Ἰωσήφ). 25 Ὅταν ὁ Ἰωσήφ ἦλθε στήν οἰκία, τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα, πού εἶχαν μαζί τους, στήν οἰκία, καί τόν προσκύνησαν μέχρι τό ἔδαφος. 26 Καί τούς ρώτησε γιά τήν ὑγεία τους καί τούς εἶπε «Εἶναι καλά ὁ γέροντας πατέρας σας, γιά τόν ὁποῖο μοῦ μιλήσατε; Ζεῖ ἀκόμη;». 27 Ἐκεῖνοι δέ εἶπαν: «Ὑγιής εἶναι ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας βρίσκεται ἀκόμη στήν ζωή». Καί αὐτός εἶπε: «Ἄς εἶναι εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀπό τόν Θεό». Τότε αὐτοί ἔσκυψαν καί τόν προσκύνησαν. 28 Ὕψωσε δέ τά μάτια του ὁ Ἰωσήφ καί εἶδε τόν Βενιαμίν τόν ὁμομήτριο ἀδελφό του καί εἶπε: «Αὐτός εἶναι ὁ νεώτερος ἀδελφός σας, πού μοῦ εἴπατε ὅτι θά μοῦ φέρνατε;» Καί εἶπε: «Εἴθε ὁ Θεός νά σέ ἐλεεῖ, τέκνον»! 29 Τότε ὁ Ἰωσήφ ταράχτηκε, γιατί ἡ καρδιά του φλεγόταν γιά τόν ἀδελφό του καί ζητοῦσε τόπο γιά νά κλάψει μπῆκε δέ στό ἰδιαίτερο δωμάτιό του καί ἔκλαψε ἐκεῖ. 30 Ἔπειτα ἔνιψε τό πρόσωπό του καί βγῆκε συγκρατούμενος καί εἶπε: «Προσφέρετε φαγητό»! 31 Καί ἔβαλαν χωριστά γι αὐτόν, χωριστά γιά κείνους καί χωριστά γιά τούς Αἰγυπτίους, πού συνέτρωγαν μαζί του γιατί οἱ Αἰγύπτιοι δέν μποροῦσαν νά συντρώγουν μέ τούς Ἑβραίους, ἐπειδή αὐτό εἶναι βδέλυγμα γιά τούς Αἰγυπτίους. 32 Κάθισαν δέ ἐνώπιόν του κατά σειρά ἡλικίας, ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἀποροῦσαν μεταξύ τους. 33 Καί ἀπό τό δικό του τραπέζι ἔπαιρναν (μέ τήν ἐντολή του) μερίδες και ἔφερναν σ 10
αὐτούς ἀλλά ἡ μερίδα τοῦ Βενιαμίν ἦταν πενταπλάσια ὅλων τῶν ἄλλων. Καί αὐτοί ἤπιαν καί εὐθύμησαν μαζί του. ε. Ἡ φράση τῶν Ο «τόν ἀδελφόν αὐτοῦ τόν ὁμομήτριον» λείπει ἀπό τό Ἑβρ. ζ. «Καί ὁ Θεός τοῦ πατρός σας», λέει τό Ἑβρ. η. Τό Ἑβρ. προσθέτει: «Καί ὁ ἄνθρωπος εἰσήγαγε τούς ἀνθρώπους στήν οἰκία τοῦ Ἰωσήφ». (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) 43,22. Ὁ οἰκονόμος φαίνεται ὅτι γνωρίζει τίς προθέσεις τοῦ Ἰωσήφ, ἀφοῦ αὐτός ἔλαβε τήν ἐντολή του, βλ. 42,25. Ἀπό τά λόγια του πραγματικά φαίνεται νά γνωρίζει ὅτι δηλαδή τά πάντα γίνονται κατά θεία πρόνοια. 43,28. Οὗτος ὁ ἀδελφός... Ὑπάρχει μία μεγάλη διαφορά ἡλικίας μεταξύ τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Βενιαμίν (βλ. 30,22 ἑξ. καί 35,16). Μία παράδοση μάλιστα φέρει τόν Βενιαμίν γεννηθέντα μετά τήν ἀπαγωγή τοῦ Ἰωσήφ, βλ. σχόλιο εἰς 37,10. 43,31. Νόμοι τυπικῆς καθαρότητας ἀπαιτοῦσαν οἱ Αἰγύπτιοι νά τρώγουν χωριστά ἀπό τούς ξένους. Τό κύπελλο τοῦ Ἰωσήφ στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν (44,1-17) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε ἐντολή στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του νά βάλει πάλι τά χρήματα στόν σάκκο τῶν ἀδελφῶν, στόν δέ σάκκο τοῦ Βενιαμίν νά βάλει ἐπίσης καί τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 1-2). Προτοῦ ὅμως ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἀδελφοί, ὁ Ἰωσήφ ἔδωσε νέα ἐντολή στόν ὑπηρέτη του νά τούς καταδιώξει γιά τό ὅτι αὐτοί δῆθεν ἔκλεψαν τό ἀργυρό ποτήρι του (στίχ. 3-5). Οἱ υἱοί τοῦ Ἰακώβ, ὅπως ἦταν φυσικό, αἰφνιδιάστηκαν γιά ἄλλη μιά φορά καί δέχτηκαν νά γίνει ἔρευνα στούς σάκκους τους καί νά τιμωρηθοῦν, ἐάν ὄντως αὐτοί εἶναι οἱ ἔνοχοι (στίχ. 6-10). Βρέθηκε ὅμως τό ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν καί οἱ ἀδελφοί ἀλλόφρονες ἐπέστρεψαν στόν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος τούς ἤλεγξε γιά τήν πράξη τους αὐτή (στίχ. 11-15). Τότε ὁ Ἰούδας, ὁμιλώντας πρός αὐτόν ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ἀναγνώρισε ὅτι δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν μέ κάποιο τρόπο καί ὅτι δέχονται νά γίνουν ὅλοι δοῦλοι του (στίχ. 14-16). Ὁ Ἰωσήφ ὅμως εἶπε ὅτι θά γίνει δοῦλος του μόνο ὁ Βεμιαμίν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶναι ἐλεύθεροι νά φύγουν (στίχ. 17). 11
(Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 44, 1 Ὕστερα ἀπό αὐτά ὁ Ἰωσήφ διέταξε τόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του καί τοῦ εἶπε: «Γεμίστε τούς σάκκους τῶν ἀνθρώπων μέ τροφές, ὅσες μποροῦν νά μεταφέρουν, καί βάλετε τά χρήματα καθενός στό ἄνοιγμα τοῦ σάκκου. 2 Καί βάλετε τό ποτήρι μου τό ἀργυρό στόν σάκκο τοῦ νεώτερου μαζί μέ τά χρήματα γιά τό σιτάρι του. Καί ἔγινε κατά τόν λόγο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπως (ἀκριβῶς) εἶπε. 3 Τό πρωί, ὅταν φάνηκε ἡ αὐγή, ἀπεστάλησαν γιά νά φύγουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοί μέ τούς ὄνους τους. 4 Ἀφοῦ δέ αὐτοί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη, προτοῦ νά ἀπομακρυνθοῦν πολύ, εἶπε ὁ Ἰωσήφ στόν ὑπεύθυνο τῆς οἰκίας του: «Τρέξε ἀμέσως πίσω ἀπό τούς ἀνθρώπους καί μόλις τούς προφθάσεις νά τούς πεῖς Γιατί ἀνταποδώσατε κακό ἀντί γιά καλό; Γιατί μοῦ κλέψατε τό ἀργυρό ποτήρι; α 5 Δέν εἶναι αὐτό τό ποτήρι ἀπό τό ὁποῖο πίνει ὁ κύριός μου; Καί μάλιστα μαντεύει μέ αὐτό; Πράξατε πολύ ἄσχημα μέ αὐτό πού κάνατε». 6 Ὅταν τούς πρόφτασε τούς ἀπηύθυνε αὐτά τά λόγια. 7 Ἐκεῖνοι δέ ἀπάντησαν σ αὐτόν: «Γιατί ὁ κύριος μιλάει κατ αὐτόν τόν τρόπο; Μή γένοιτο οἱ δοῦλοι σου νά κάνουν ποτέ τέτοιο πράγμα. 8 Ἀφοῦ ἐμεῖς σοῦ ἐπιστρέψαμε ἀπό τήν Χαναάν τά χρήματα πού βρήκαμε στούς σάκκους μας, πῶς θά κλέβαμε ἀπό τήν οἰκία τοῦ κυρίου σου ἄργυρο ἤ χρυσό; 9 Ἐκεῖνος ἀπό τούς δούλους σου στόν ὁποῖο θά βρεῖς τό (ἀργυρό) ποτήρι νά πεθάνει καί ἀκόμη οἱ ἄλλοι νά γίνουμε δοῦλοι στόν κύριό μας». 10 Καί αὐτός εἶπε: «Νά γίνει, λοιπόν, ὅπως λέγετε ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά βρεθεῖ τό (ἀργυρό) ποτήρι νά γίνει δοῦλος μου, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως θά εἶστε ἐλεύθεροι». 11 Τότε γρήγορα ὅλοι τους κατέβασαν τούς σάκκους τους στήν γῆ καί τούς ἄνοιξαν. 12 Καί (ὁ ὑπεύθυνος) ἐρεύνησε ἀπό τόν μεγαλύτερο μέχρι τόν μικρότερο καί βρῆκε τό (ἀργυρό) ποτήρι στόν σάκκο τοῦ Βενιαμίν. 13 Τότε αὐτοί ἔσχισαν τά ἱμάτιά τους καί, ἀφοῦ φόρτωσαν τούς σάκκους τους στούς ὄνους τους, ἐπέστρεψαν στήν πόλη. 14 Μπῆκε δέ ὁ Ἰούδας καί οἱ ἀδελφοί του στόν οἶκο τοῦ Ἰωσήφ, ἐνῶ αὐτός βρισκόταν ἀκόμη ἐκεῖ καί ἔπεσαν μπροστά του στήν γῆ. 15 Καί εἶπε σ αὐτούς ὁ Ἰωσήφ: «Γιατί κάνατε αὐτό τό πράγμα; Δέν ξέρετε, ὅτι ἄνθρωπος, ὅπως ἐγώ, μαντεύει ἀληθινά;». 16 Εἶπε δέ ὁ Ἰούδας: «Τί μποροῦμε νά ποῦμε στόν κύριό (μας), τί νά μιλήσουμε ἤ πῶς νά ἀποδείξουμε τήν ἀθωότητά μας; Ὁ Θεός τιμώρησε τήν ἁμαρτία τῶν δούλων σου. Νά, εἴμαστε δοῦλοι στόν κύριό μας και ἐμεῖς καί ἐκεῖνος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι». 17 Εἶπε δέ ὁ Ἰωσήφ: «Δέν μπορῶ νά τό κάνω αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο βρέθηκε τό ποτήρι, αὐτός θά γίνει δοῦλος μου οἱ ἄλλοι δέ ἀναχωρῆστε μέ εἰρήνη γιά τόν πατέρα σας». α. Ἡ φράση «ἱνατί ἐκλέψατέ μου τό κόνδυ τό ἀργυροῦν» λείπει ἀπό τό Ἑβρ. 12
(Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) 44,1-34. Ὁ Ἰωσήφ θέτει τούς ἀδελφούς του σέ μία τελευταία δοκιμασία. 44,1-2. Ἡ ἀναφορά στά χρήματα γυρίζει πίσω στήν περικοπή 42,25-28. Ἐδῶ τό ἐνδιαφέρον θέμα εἶναι τό ποτήρι τοῦ Ἰωσήφ (στίχ. 5). 44,5. Τό «κόνδυ» ἦταν ἕνα ἱερό ἀργυρό ποτήρι, πού ἐχρησιμοποιεῖτο γιά μαντεία, δηλαδή, γιά μία μαγική προφητεία, μέ τήν παρατήρηση τῶν ἀποτελεσμάτων πού ἐδημιουργοῦντο ὅταν ἔπεφταν ἀντικείμενα στό νερό τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ. Ἡ κίνηση ἤ ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ πού ἔπεφτε στό ποτῆρι ἤ ἡ μορφή πού ἐλάμβαναν μερικές σταγόνες ἐλαίου ἑρμηνεύονταν ὡς σημεῖα. Αὐτό τό εἶδος τῆς μαντείας ἦταν γνωστό στήν παλαιά Ἀνατολή καί οἱ Αἰγύπτιοι παρέλαβαν γιά τούς ἄρχοντές τους αὐτές τίς μαγικές τέχνες. 44,15. Ὄντας μεμυημένος στήν σοφία τῶν Αἰγυπτίων ὁ Ἰωσήφ (βλ. Πράξ. 7,22) ἐννοεῖται ὅτι μποροῦσε νά ἐξασκήσει τήν μαντεία, μέ τήν ὁποία ἐπιστεύετο ὅτι ἀνακαλύπτοντο οἱ κλέπτες. Δέν τό ἔκανε ὅμως αὐτός, διότι εἶχε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά γνωρίζει τά ἀπόκρυφα. 44,16. Ἀφοῦ οἱ ἀδελφοί ἀναγνώρισαν τήν ὁμαδική ἐνοχή τους, οἱ λόγοι τοῦ Ἰούδα ἀναφέρονται ὄχι στήν κλοπή, τήν ὁποία δέν ἔχουν πράξει, ἀλλά στήν συμπεριφορά τους ὡς πρός τόν Ἰωσήφ. Δέχονται ὅτι τό κτύπημά τους αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Θεό γιά τήν διαπραχθεῖσα ἁμαρτία τους, γιά τήν ὁποία βέβαια φαίνεται ἀπό τόν στίχο μας ὅτι μετανοοῦν. 44,17. Ὁ Ἰωσήφ δοκιμάζει τούς ἀδελφούς του γιά νά δεῖ ἄν ὅπως στήν περίπτωσή του αὐτοί θά ἄφηναν τόν ἀδελφό τους δοῦλο καί αὐτοί θά ἐπέστρεφαν στόν πατέρα τους γιά νά δικαιολογήσουν τήν ἀπώλεια καί τοῦ ἄλλου υἱοῦ. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Ἰούδα (44,18-34) (Προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς) Ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε ἐγγυηθεῖ στόν Ἰακώβ γιά τήν ζωή τοῦ Βενιαμίν (βλ. 43,8), ἀνέλαβε τώρα νά ἐπέμβει χάριν τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του. Ζήτησε ἀπό τόν Αἰγύπτιο ἄρχοντα ἀφοῦ τοῦ ἐξέθεσε ὅτι μέ δυσκολία δέχτηκε ὁ πατέρας του Ἰακώβ νά ταξιδέψει μαζί τους ὁ Βενιαμίν (στίχ. 24-32) νά μείνει αὐτός ὡς δοῦλος στήν θέση του (στίχ. 33), γιά νά μήν πεθάνει ἀπό τήν λύπη του ὁ πατέρας τους (στίχ. 31.34). (Μετάφραση τοῦ κειμένου τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο παραλείπουμε ἐδῶ πρός ἐξοικονόμηση χώρου) 44, 18 Τότε τόν πλησίασε ὁ Ἰούδας καί εἶπε: «Παρακαλῶ, κύριε ἄς ἐπιτραπεῖ νά πεῖ ὁ δοῦλος σου ἕνα λόγο ἐνώπιόν σου, καί ἄς μή θυμώσεις μέ τόν παίδα σου, γιατί ἐσύ εἶσαι (πρῶτος) μετά τόν Φαραώ. β 19 Κύριε ἐσύ ρώτησες τούς δούλους σου καί μᾶς εἶπες: Ἔχετε πατέρα ἤ ἀδελφό; 20 Καί ἐμεῖς ἀπαντήσαμε στόν κύριο, (Ναί) ἔχουμε ἡλι- 13
κιωμένο πατέρα καί ἕνα μικρό ἀδελφό, τέκνο τοῦ γήρατός του ὁ ἀδελφός του πέθανε καί αὐτός μόνος ἀπόμεινε ἀπό τήν μητέρα του καί ὁ πατέρας του τόν ἀγαπάει. 21 Τότε εἶπες στούς δούλους σου Φέρτε αὐτόν σέ μένα καί θά τοῦ δείξω ἀγάπη. γ 22 Ἀλλά εἴπαμε στόν κύριό (μας), Τό παιδί δέν μπορεῖ ν ἀφήσει τόν πατέρα του, γιατί, ἄν τόν ἀφήσει, αὐτός θά πεθάνει. 23 Ἐσύ δέ εἶπες στούς δούλους σου Ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός σας δέν κατεβεῖ μαζί σας, δέν θά μπορέσετε πιά νά δεῖτε τό πρόσωπό μου. 24 Ὅταν ἐπιστρέψαμε στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, τοῦ εἴπαμε τά λόγια τοῦ κυρίου μας. 25 Εἶπε δέ ὁ πατέρας μας Πηγαίνετε πάλι καί ἀγοράστε λίγη τροφή γιά μᾶς. 26 Καί εἴπαμε Δέν μποροῦμε νά κατεβοῦμε (στήν Αἴγυπτο) ἀλλά ἄν ὁ νεώτερος ἀδελφός μας ἔρθει μαζί μας, τότε θά κατεβοῦμε γιατί δέν μποροῦμε νά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ἄν δέν εἶναι μαζί μας ὁ νεώτερος ἀδελφός μας. 27 Καί ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶπε σέ μᾶς Γνωρίζετε ὅτι δυό παιδιά μοῦ γέννησε ἡ γυναίκα μου. 28 Ὁ ἕνας ἔφυγε μακρυά μου καί εἴπατε ὅτι κατασπαράχτηκε ἀπό θηρίο καί δέν τόν ξαναεῖδα μέχρι τώρα 29 ἄν, λοιπόν, πάρετε καί αὐτόν μακρυά μου καί τοῦ συμβεῖ κακό στόν δρόμο, τότε θά κατεβάσετε τό γῆρας μου μέ λύπη στόν ἅδη. 30 Τώρα, λοιπόν, ἄν ἐπιστρέψω στόν δοῦλο σου, τόν πατέρα μας, χωρίς νά εἶναι μαζί μας τό παιδί, ἐπειδή ἡ ζωή του (τοῦ πατέρα) ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ζωή του (τοῦ παιδιοῦ), 31 θά πεθάνει, ὅταν δεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει τό παιδί καί οἱ δοῦλοι σου θά κατεβάσουν τό γῆρας τοῦ δούλου σου, τοῦ πατέρα μας, μέ λύπη στόν ἅδη 32 γιατί ὁ δοῦλος σου ἐγγυήθηκε γιά τό παιδί πρός τόν πατέρα λέγοντας Ἄν δέν τόν ἐπιστρέψω σέ σένα καί νά τόν παρουσιάσω μπροστά σου, τότε νά εἶμαι γιά πάντα ὑπεύθυνος στόν πατέρα. 33 Τώρα, λοιπόν, παρακαλῶ, ἄς παραμείνω δοῦλος στήν θέση τοῦ παιδιοῦ, δοῦλος στόν κύριό (μου) τό δέ παιδί ἄς ἀνεβεῖ μέ τούς ἀδελφούς του 34 γιατί, πῶς νά ἀνεβῶ στόν πατέρα, ἄν τό παιδί δέν εἶναι μαζί μας; (Ὄχι). Ἄς μή δῶ τό κακό πού θά βρεῖ τόν πατέρα μου. β. Τό Ἑβρ. λέει: «Γιατί ἐσύ εἶσαι ὅπως ὁ Φαραώ». γ. Τό Ἑβρ. λέει: «Φέρτε αὐτόν σέ μένα γιά νά δῶ αὐτόν ἰδίοις ὀφθαλμοῖς». (Σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια τῆς περικοπῆς) 44,18-34. Ἡ ὁμιλία τοῦ Ἰούδα, ἕνα ἀπό τά πιό ὡραῖα πεζά κομμάτια τῆς πρώτης ἰσραηλιτικῆς παραδόσεως, συνοψίζει τήν ὅλη πορεία τῶν γεγονότων. 44,21. Καί ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ. Στό Ἑβρ. ἡ πρόταση ἔχει: «Διά νά τόν ἴδω μέ τά ἴδια μου τά μάτια». Αὐτό λεγόμενο ἀπό ἕναν μεγάλο ἤ ἀπό τόν Θεό εἶναι σημεῖο εὐνοίας. Βλ. Ἰερ. 39,12. 40,4. Ψαλμ. 33,18. 34,17. 44,28. Βλ. 37,33. 44,32. Βλ. 43,8. 44,20. Ἡ τραγωδία τοῦ ὑποτιθεμένου θανάτου τοῦ Ἰωσήφ ἐντείνει τό πάθος γιατί ἀπό τούς δύο υἱούς τοῦ Ἰακώβ ἀπό τήν Ραχήλ ἔμεινε μόνο ὁ Βενιαμίν καί ἡ ζωή τοῦ Ἰακώβ «ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς» (στίχ. 30). 14