ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 28ης Οκτωβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Μαρτίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2004 (1)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 *

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Ιουλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Σεπτεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

«Δικαιώματα του δημιουργού - Δορυφορική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και καλωδιακή αναμετάδοση»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 21ης Απριλίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 2001 *

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Μαΐου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 6ης Ιουνίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαΐου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Οκτωβρίου 2010 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 11ης Ιανουαρίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30 ής Απριλίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 *

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

Transcript:

FRACASSO mí LEITSCHUTZ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 * Στην υπόθεση C-27/98, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesvergabeamt (Αυστρία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Metalmeccanica Fracasso SpA, Leitschutz Handels- und Montage GmbH και Amt der Salzburger Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναξη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1), * Γλώοσα διαδικασίας: η γερμανική. Ι - 5709

ΑΠΟΦΑΣΗ της 16. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray και Η. Ragnemalm, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Α. Saggio γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: οι Metalmeccanica Fracasso SpA και Leitschutz Handels- und Montage GmbH, εκπροσωπούμενες από τον Andreas Schmid, δικηγόρος Βιένης, το Amt der Salzburger Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten, εκπροσωπούμενο από τον Kurt Klima, σύμβουλο στη Finanzprokuratur Wien, η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Worlf Okresek, Sectionschef στην Καγκελλαρία, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Hendrik van Lier, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Bertrand Wägenbaur, δικηγόρο Βρυξελλών, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Amt der Salzburger Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten, εκπροσωπούμενου από τον Kurt Klima, της Αυστριακής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Michael I-5710

FRACASSO και LEITSCHUTZ Fruhmann, της Καγκελλαρίας, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την Anne Bré ville-vie ville, chargé de mission στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Hendrik van Lier, επικουρούμενο από τον Bertrand Wägenbaur, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1999, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1999, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση ι Με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1998, το Bundesvergabeamt υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199, σ. 54), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως (ΕΕ L 328, σ. 1), 2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών Metalmeccanica Fracasso SpA και Leitschutz Handels- und Montage GmbH (στο εξής: Fracasso και Leitschutz) και του Amt der Salzburger Landesregierung für den Bundesminister für wirtschaftliche Angelegenheiten (στο εξής: Amt), σχετικά με την εκ μέρους του τελευταίου ανάκληση προκηρύξεως προς υποβολή προσφορών για την ανάθεση της εκτελέσεως δημοσίου έργου, βάσει της οποίας είχαν υποβάλει προσφορά οι Fracasso και Leitschutz. Ι-5711

ΑΠΟΦΑΣΗ της 16. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 Το νομικό πλαίσιο 3 Η οδηγία 93/37 κωδικοποίησε την οδηγία 71/305/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7). Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 (στο εξής: οδηγία 93/37): «Η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 του παρόντος τίτλου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 19, μετά από έλεγχο της επάρκειας των εργοληπτών που δεν αποκλείστηκαν δυνάμει του άρθρου 24, τον οποίο διεξάγουν OL αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 26 έως 29.» 4 Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Bundesvergabegesetz (ομοσπονδιακού νόμου περί διαγωνισμών δημοσίων έργων, στο εξής: BVergG), η διαδικασία αναθέσεως του έργου περατώνεται με τη σύναψη συμβάσεως ή με την ανάκληση της προκηρύξεως. Ο BVergG δεν προβλέπει άλλο τρόπο περατώσεως της διαδικασίας αναθέσεως της εκτελέσεως έργου. 5 Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του BVergG προβλέπει ότι: «1) Πριν προβεί στην επιλογή της προσφοράς βάσει της οποίας θα ανατεθεί η εκτέλεση του έργου, η αναθέτουσα αρχή, στηριζόμενη στα αποτελέσματα της εξετάσεως, απορρίπτει πάραυτα τις ακόλουθες προσφορές: 1. τις προσφορές διαγωνιζομένων που δεν έχουν την έγκριση ή την οικονομική και τεχνική δυνατότητα, ή την απαιτούμενη αξιοπιστία Ι-5712

FRACASSO και LEITSCHUTZ 2. τις προσφορές διαγωνιζομένων οι οποίοι αποκλείονται από τον ανταγωνισμό, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3 ή 4 3. τις προσφορές των οποίων το συνολικό τίμημα δεν είναι αξιόπιστο ( )» β Το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG ορίζει ότι: «Η προκήρυξη μπορεί να ανακληθεί αν μετά την εκκαθάριση των προσφορών κατά το άρθρο 52, απομείνει μία μόνον προσφορά.» 7 Το άρθρο 16, παράγραφος 5, του BVergG ορίζει ότι: «Διαδικασίες διαγωνισμού διεξάγονται μόνον εφόσον υπάρχει πράγματι πρόθεση αναθέσεως του έργου». Ι-5713

Η διαφορά της κύριας δίκης ΑΠΟΦΑΣΗ της 16. 9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 s Την άνοιξη του 1996 το Amt προκήρυξε διαγωνισμό για την εκτέλεση εργασιών ασφαλτοστρώσεως, περιλαμβανομένης της τοποθετήσεως στηθαίων ασφαλείας από οπλισμένο σκυρόδεμα σε τμήμα του δυτικού αυτοκινητόδρομου ΑΙ. Το έργο ανατέθηκε στην εταιρία ARGE Betondecke-Salzburg West. 9 Τον Νοέμβριο του 1996, το Amt αποφάσισε, για τεχνικούς λόγους, ότι το κεντρικό στηθαίο του εν λόγω τμήματος του αυτοκινητοδρόμου έπρεπε να είναι από χάλυβα και όχι από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπως αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Προέβη, κατά συνέπεια, με ανοιχτή διαδικασία, σε νέα προκήρυξη περί υποβολής προσφορών για την τοποθέτηση χαλύβδινου κεντρικού στηθαίου ασφαλείας. Η διαδικασία του διαγωνισμού άρχισε τον Απρίλιο του 1997. ίο Προσφορές υπέβαλαν τέσσερις επιχειρήσεις ή όμιλοι επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ο όμιλος επιχειρήσεων που συνιστούσαν η Fracasso και η Leitschutz. 11 Μετά την εκ μέρους του Amt εξέταση όλων των προσφορών και τον αποκλεισμό τριών άλλων διαγωνιζομένων βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του BVergG, απέμεινε μόνον η προσφορά των Fracasso και Leitschutz. ΐ2 Τελικώς, το Amt αποφάσισε να μη τοποθετήσει προστατευτικό κεντρικό στηθαίο από χάλυβα, αλλά από οπλισμένο σκυρόδεμα, και να ανακαλέσει την αντίστοιχη προκήρυξη διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG. Ενημέρωσε τον όμιλο Fracasso και Leitschutz με επιστολή ως προς τα δύο αυτά θέματα. n Οι εν λόγω επιχειρήσεις ζήτησαν από την Bundes-Vergabekontrollkomission (ομοσπονδιακή επιτροπή ελέγχου των διαγωνισμών) να κινήσει, κατά το άρθρο 109, παράγραφος 1, σημείο 1, του BVergG, διαδικασία φιλικού διακανονισμού σχετικά με το I-5714

FRACASSO και LEITSCHUTZ αν η απόφαση του Amt να ανακαλέσει την προκήρυξη περί υποβολής προσφορών και η πρόθεση του να προβεί σε νέα προκήρυξη, όσον αφορά το προστατευτικό στηθαίο, ήταν σύμφωνες με τις διατάξεις του BVergG. Η Στις 19 Αυγούστου 1997 οι διάδικοι κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό ως προς τη νέα προκήρυξη του διαγωνισμού που πρότεινε ο μεσολαβητής, αναφορικά με την τοποθέτηση χαλύβδινου στηθαίου ασφαλείας στα πλευρικά όρια του αυτοκινητοδρόμου. Το έργο αυτό επρόκειτο να αποτελέσει αντικείμενο κλειστής διαδικασίας, η οποία θα συμπεριελάμβανε, κατ' αρχήν, όλους τους διαγωνιζομένους που είχαν υποβάλει προσφορές βάσει της ανακληθείσας προκηρύξεως. ΐ5 Οι Fracasso και Leitschutz ζήτησαν, κατόπιν αυτού, από την Bundes-Vergabekontrollkomission να συμπληρώσει τη διαδικασία φιλικού διακανονισμού, ισχυριζόμενες ότι η διαφορά σχετικά με τη νομιμότητα της ανακλήσεως της προκηρύξεως σχετικά με το κεντρικό στηθαίο ασφαλείας δεν είχε ρυθμιστεί. ie Επειδή η Bundes-Vergabekontrollkomission έκρινε ότι είναι αναρμόδια, οι Fracasso και Leitschutz κατέθεσαν ενώπιον του Bundesvergabeamt αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως περί ανακλήσεως της προκηρύξεως υποβολής προσφορών που έλαβε το Amt. ΐ7 Έχοντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται το άρθρο 55, παράγραφος 2, του BVergG με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, το Bundesvergabeamt αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Έχειη διάταξη του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, κατά την οποία η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο κεφάλαιο 3 του παρόντος τίτλου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 19, μετά από έλεγχο της επάρκειας των εργοληπτών που δεν αποκλείστηκαν δυνάμει του άρθρου 24, τον οποίο διεξάγουν οι αναθέτουσες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 26 έως 29, την έννοια ότι ο κύριος του έργου υποχρεούται να αναθέσει το Ι - 5715

ΑΠΟΦΑΣΗ της 16.9. 1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 έργο σε υποβαλόντα προσφορά έστω και όταν η προσφορά αυτή είναι η μόνη που απέμεινε στον διαγωνισμό; Είναι η διάταξη του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ αρκούντως επαρκής και ακριβής ώστε να μπορούν να την επικαλούνται οι ιδιώτες στο πλαίσιο μιας κατά την εθνική νομοθεσία διαδικασίας και να μπορεί η εν λόγω διάταξη, ως αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου, να υπερισχύει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας;» Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος is Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η οδηγία 93/37 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό. ΐ9 Κατά τις Fracasso και Leitschutz, από τα άρθρα 7,8,18 και 30 της οδηγίας 93/37, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν, κατά την άποψη τους, από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η εξουσία της αναθέτουσας αρχής να αρνηθεί την ανάθεση ενός έργου ή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να ασκείται μόνον όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι. 20 Αντιθέτως, το Amt, η Αυστριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ' ουσίαν, ότι η οδηγία 93/37 δεν απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να μη δώσει συνέχεια σε μια προκήρυξη περί υποβολής προσφορών. 2ΐ Δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 93/37 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. I-5716

FRACASSO xm LEITSCHUTZ 22 Παρά την έλλειψη μιας τέτοιας διατάξεως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν, δυνάμει της οδηγίας 93/37, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου. u Πρώτον, όσον αφορά τις διατάξεις της οδηγίας 93/37 που επικαλέστηκαν οι Fracasso και Leitschutz, επιβάλλεται να τονισθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το οποίο επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή να ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τους υποψηφίους και τους προσφέροντες για τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μη συνάψει τελικά τη σύμβαση, ως προς την οποία υπήρχε ανταγωνισμός, ή να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία, δεν προβλέπει ότι μια τέτοια άρνηση πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή να στηρίζεται οπωσδήποτε σε σοβαρούς λόγους. 24 Ομοίως, όσον αφορά τα άρθρα 7, 18 και 30 της οδηγίας 93/37, που ρυθμίζουν τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να γίνεται η σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων και καθορίζουν τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την ανάθεση του έργου, αρκεί η διαπίστωση ότι από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει καμία υποχρέωση συνάψεως της συμβάσεως στην περίπτωση που μία μόνο επιχείρηση έχει την απαιτούμενη ικανότητα. 25 Συνεπώς, η ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να μη συνάπτει σύμβαση για την οποία υπήρξε ανταγωνισμός ή να παραιτείται από τη διαδικασία του διαγωνισμού, την οποία σιωπηρώς δέχεται η οδηγία 93/37, δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της συνδρομής σοβαρών ή εξαιρετικών περιστάσεων. 26 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/37, σκοπός της είναι η ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων (βλ. επίσης, όσον αφορά την οδηγία 71/305, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes, Συλλογή 1987, σ. 4635, σκέψη 21). 27 Επιβάλλεται σχετικώς να τονισθεί, όπως ορθώς έπραξε η Επιτροπή, ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 ρητώς επιδιώκει την επίτευξη αυτού του σκοπού Ι-5717

ΑΠΟΦΑΣΗ της 16. 9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 ορίζοντας ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. 28 Επίσης, το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37 προβλέπει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για τη σύναψη μιας συμβάσεως στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί για διαπραγμάτευση δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από τρεις, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων υποψηφίων. 29 Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 προβλέπει ότι η ανάθεση του έργου γίνεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στον τίτλο IV, κεφάλαιο 3, της οδηγίας. 30 Μεταξύ των διατάξεων του κεφαλαίου 3 περιλαμβάνεται το άρθρο 30, το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα και τα οποία είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβαλόντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, διάφορα κριτήρια, ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως είναι η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. 3ΐ Συνεπώς, προς επίτευξη του σκοπού της αναπτύξεως πραγματικού ανταγωνισμού στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, η οδηγία 93/37 επιδιώκει να οργανώσει τη σύναψη των συμβάσεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αναθέτουσα αρχή να είναι σε θέση να συγκρίνει διάφορες προσφορές και να επιλέξει την πλέον συμφέρουσα, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που απαριθμούνται χάριν παραδείγματος στο άρθρο 30, παράγραφος 1 της οδηγίας (βλ. σχετικώς, αναφορικά με την οδηγία 71/305, προαναφερθείσα απόφαση Beentjes, σκέψη 27). I-5718

FRACASSO rat LEITSCHUTZ 32 Όταν όμως, μετά το πέρας μιας από τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεως δημοσίου έργου που καθορίζει η οδηγία 93/37, απομένει μία μόνον προσφορά, η αναθέτουσα αρχή δεν είναι σε θέση να συγκρίνει μεταξύ των τιμών ή μεταξύ των λοιπών χαρακτηριστικών διαφόρων προσφορών ώστε να προβεί στην ανάθεση του έργου σύμφωνα με τα κριτήρια του τίτλου IV, κεφάλαιο 3, της οδηγίας 93/37. 33 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό. 34 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37 έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Επί του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος 35 Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να γίνει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37. 36 Σχετικώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, εφόσον δεν απαιτείται η εφαρμογή κανενός ειδικού μέτρου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, οι υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη είναι, κατά συνέπεια, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς (βλ. σχετικώς, αναφορικά με το άρθρο 20, της οδηγίας 71/305, του οποίου συνιστά ουσιαστικώς επανάληψη το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, την προαναφερθείσα απόφαση Beentjes, σκέψη 43). Ι - 5719

ΑΠΟΦΑΣΗ της 16.9.1999 ΥΠΟΘΕΣΗ C-27/98 37 Επομένως, oro δεύτερο σκέλος του ερωτήματος επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37. Επί των δικαστικών εξόδων 38 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Αυστριακή και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΟ (τέταρτο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesvergabeamt με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 1998, αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37ΛΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37ΛΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρε- Ι - 5720

FRACASSO και LEITSCHUTZ σιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. 2) Ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52. Kapteyn Murray Ragnemalm Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 1999. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος του τετάρτου τμήματος P. J. G. Kapteyn Ι - 5721