CADI SURGELÉS κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Νοεμβρίου 1996 * Στην υπόθεση C-126/94, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal d'instance du 12 e arrondissement de Paris προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ Société Cadi Surgelés, Société Sofrigu, Société Sofroi, Société Sofriber και Ministre des Finances, Directeur général des douanes, * Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική. Ι - 5657
ΑΠΟΦΑΣΗ της 7.11.1996 ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/94 η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12, 113 και 227, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, που έχει καταστεί Συνθήκη ΕΚ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), συγκείμενο από τους J. C Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, D. Α. O. Edward (εισηγητή), J.-P. Puissochet και M. Wathelet, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro γραμματέας: Η. von Holstein, βοηθός γραμματέας, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: η société Cadi surgelés κ.λπ., εκπροσωπούμενες από τη Mireille Abensour- Gibert, δικηγόρο Παρισιού, η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Edwige Belliard, αναπληρωτή διευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και Isabelle Latournarie, administrateur civil στην ίδια διεύθυνση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Richard Wainwright, κύριο νομικό σύμβουλο, και Jean-Francis Pasquier, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στη Νομική Υπηρεσία, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, Ι - 5658
CADI SURGELÉS r.x t. αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των société Cadi surgelés κ.λπ., εκπροσωπουμένων από την Mireille Abensour-Gibert, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από την Anne de Bourgoing, chargé de mission στη γενική διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Richard Wainwright και Jean-Francis Pasquier, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1996, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση ι Με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1994, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 1994, το Tribunal d'instance du 12 e arrondissement de Paris υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12, 113 και 227, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, που έχει καταστεί Συνθήκη ΕΚ. 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των Cadi Surgelés, Sofrigu, Sofroi και Sofriber, εταιριών γαλλικού δικαίου με έδρα τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα (στο εξής: ενάγουσες), και του Υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Προϋπολογισμού καθώς και του γενικού διευθυντή τελωνείων. 3 Οι ενάγουσες εισάγουν, από αρκετών ετών, στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα (στο εξής: ΓΥΔ) εμπορεύματα τα οποία προέρχονται από άλλες περιοχές της Γαλλίας, από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας και από τρίτες χώρες. Κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων στα ΓΥΔ, οι τελωνειακές αρχές Ι - 5659
ΑΠΟΦΑΣΗ της 7. Π. 1996 ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/94 απαίτησαν από τις ενάγουσες την καταβολή ποσού βάσει,, αφενός, μιας επιβαρύνσεως γνωστής ως «εισφορά θάλασσας» (θαλάσσιο διαπύλιο τέλος) και, αφετέρου, μιας άλλης επιβαρύνσεως γνωστής ως «πρόσθετο τέλος». 4 Κατά την εισαγωγή του Κοινού Δασμολογίου, την 1η Ιουλίου 1968, εισπραττόταν στα ΓΥΔ, βάσει του νόμου 46-451 της 19ης Μαρτίου 1946, επί της εισαγωγής κάθε εμπορεύματος, μια επιβάρυνση γνωστή ως εισφορά θάλασσας. s Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, έπληττε, δυνάμει του νόμου 84-747, της 2ας Αυγούστου 1984 (στο εξής: νόμος του 1984) όλα τα εισαγόμενα στα ΓΥΔ εμπορεύματα και λόγω αυτής της εισαγωγής, ως «τέλος καταναλώσεως», μια επιβάρυνση επίσης γνωστή ως εισφορά θάλασσας. Τη βάση επιβολής της επιβαρύνσεως αυτής αποτελούσε η δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων στον τόπο της εισαγωγής τους στα οικεία ΓΥΔ. Ο νόμος του 1984 αναγνώριζε επίσης στα ΓΥΔ τη δυνατότητα θεσπίσεως, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, πρόσθετου τέλους ύψους 1 %. 6 Εκτιμώντας ότι ούτε η εισφορά θάλασσας ούτε το πρόσθετο τέλος ήσαν σύμφωνα προς τη Συνθήκη, οι ενάγουσες προσέφυγαν, στις 11 Δεκεμβρίου 1991, ενώπιον του tribunal d'instance du 12 e arrondissement de Paris ζητώντας την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών. 7 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση του της 16ης Ιουλίου 1992, C-163/90, Legros κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. 1-4625), η οποία αφορούσε την είσπραξη της εισφοράς θάλασσας βάσει του νόμου του 1984, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μια επιβάρυνση που είναι ανάλογη προς τη δασμολογητέα αξία των αγαθών και εισπράττεται από ένα κράτος μέλος επί των εμπορευμάτων που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος λόγω της εισαγωγής τους σε μια περιφέρεια του εδάφους του πρώτου κράτους μέλους αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, έστω και αν η επιβάρυνση αυτή πλήττει και τα εισαγόμενα στην περιφέρεια αυτή εμπορεύματα που προέρχονται από άλλο τμήμα του ιδίου αυτού κράτους. Ι - 5660
CADI SURGELÉS xjur. s Με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1994, το αιτούν δικαστήριο υποχρέωσε, κατ' εφαρμογήν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Legros κ.λπ., την τελωνειακή αρχή να επιστρέψει στις ενάγουσες τα ποσά που είχαν καταβληθεί βάσει των δύο επιβαρύνσεων κατά το μέτρο που αυτά είχαν εισπραχθεί επί εμπορευμάτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους. Οι ενάγουσες ενέμειναν επί των αιτημάτων τους επιστροφής των ποσών και για τα εμπορεύματα που προέρχονταν από άλλες γαλλικές περιφέρειες καθώς και από τρίτες χώρες. Υπ' αυτές τις περιστάσεις, το tribunal ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα. 9 Με απόφαση της 4ης Μαΐου 1994, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανέστειλε, δυνάμει του άρθρου 82α, παράγραφος 1, στοιχείο α', του Κανονισμού Διαδικασίας, τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της 9ης Αυγούστου 1994, C-363/93, C-407/93, C-408/93, C-409/93, C-410/93 και C-411/93, Lancry κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. 1-3957). ίο Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια επιβάρυνση, όπως η εισφορά θάλασσας, η οποία εισπράττεται από κράτος μέλος επί όλων των εισαγομένων σε περιφέρεια του εδάφους του εμπορεύματος, αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό, όχι μόνον επειδή πλήττει τα εισαγόμενα στην περιφέρεια εκείνη εμπορεύματα προελεύσεως άλλων κρατών μελών, αλλά και επειδή εισπράττεται επί των εισαγομένων στην περιφέρεια εκείνη εμπορευμάτων προελεύσεως άλλου τμήματος του ιδίου αυτού κράτους. u Κατόπιν της αποφάσεως εκείνης, το αιτούν δικαστήριο απέσυρε, με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1995 περιελθούσα στο Δικαστήριο στις 27 Ιανουαρίου 1995, τα τρία πρώτα υποβληθέντα ερωτήματα, εμμένοντας στο τελευταίο το οποίο έχει ως εξής: «Μπορεί η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη, να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα σε κράτος μέλος να εισπράττει εσωτερική φορολογική επιβάρυνση, κριθείσα ως επιβάρυνση ισοδυνάμου προς Ι-5661
ΑΠΟΦΑΣΗ της 7.11.1996 ΥΠΟΘΕΣΙ-Ι C-126/94 δασμό αποτελέσματος, επί εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτης χώρας μη συνδεόμενης με την Κοινότητα με ειδική συμφωνία, και τούτο αν εμπορεύματα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη και προερχόμενα από την ίδια αυτή τρίτη χώρα δεν θα υπόκεινταν στην εν λόγω επιβάρυνση; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, συνιστά η είσπραξη τέτοιας επιβαρύνσεως από κράτος μέλος άνιση μεταχείριση ικανή να διακυβεύσει την ισότητα μεταξύ των επιχειρηματιών των διαφόρων κρατών μελών και να προκαλέσει στρεβλώσεις ή να υπονομεύσει τα θεμέλια της κοινής αγοράς;» n Με τα ερωτήματα αυτά, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν αντίκειται προς τη Συνθήκη η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη, κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως τρίτων χωρών μη συνδεομένων προς την Κοινότητα μέσω ειδικής συμφωνίας, φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς, όπως οι επίδικες επιβαρύνσεις της εισφοράς θάλασσας και του πρόσθετου τέλους. ΐ3 Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η Κοινότητα βασίζεται επί τελωνειακής ενώσεως που εκτείνεται στο σύνολο του εμπορίου. Η ένωση αυτή περιλαμβάνει, αφενός, την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών και, αφετέρου, την υιοθέτηση Κοινού Δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες. u Κατά πάγια νομολογία, το Κοινό Δασμολόγιο αποβλέπει στην επίτευξη εξισώσεως ως προς τους δασμούς που επιβάλλονται στα σύνορα της Κοινότητας επί προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες, και τούτο προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση όσον αφορά την ελεύθερη εσωτερική κυκλοφορία ή τις συνθήκες ανταγωνισμού (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1973, 37/73 και 38/73, Diamantarbeiders, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 883, σκέψη 9). Ι - 5662
CADI SURGELÉS κλπ. is Με την προπαρατεθείσα απόφαση του Diamantarbeiders, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, μολονότι, σε αντίθεση προς το πρώτο τμήμα του κεφαλαίου της Συνθήκης που αναφέρεται στην κατάργηση των δασμών μεταξύ των κρατών μελών (άρθρα 12 έως 17 της Συνθήκης), το τμήμα που αναφέρεται στη θέσπιση του Κοινού Δασμολογίου (άρθρα 18 έως 29 της Συνθήκης) δεν αναφέρει τις «φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος», η παράλειψη αυτή δεν σημαίνει ότι τέτοιες επιβαρύνσεις μπορούν να διατηρηθούν και, κατά μείζονα λόγο, να επιβληθούν (σκέψη 10). ie Στη συνέχεια, σχετικά με τη θέσπιση του εν λόγω δασμολογίου, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 950/68 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1968, που θεσπίζει το Κοινό Δασμολόγιο (JO L 172, σ. 1), δεν προβλέπει ρητά την κατάργηση ή την εξίσωση επιβαρύνσεων άλλων πλην των κατά κυριολεξίαν δασμών. Παρ' όλ' αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τον σκοπό του προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός απαγορεύει στα κράτη μέλη να τροποποιούν, μέσω της επιβολής επιβαρύνσεων που προστίθενται σε τέτοιους δασμούς, το επίπεδο προστασίας που καθορίζεται από το Κοινό Δασμολόγιο (σκέψη 13). n Εξάλλου, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο υπέμνησε ότι ο καθορισμός των ομοιομόρφων αρχών επί των οποίων στηρίζεται η κοινή εμπορική πολιτική (άρθρο 113, παράγραφος 1, της Συνθήκης) περιλαμβάνε^ όπως και το ίδιο το Κοινό Δασμολόγιο, την κατάργηση των εθνικών, φορολογικών και εμπορικών ανισοτήτων που πλήττουν το εμπόριο με τις τρίτες χώρες (σκέψη 16). is Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, από την 1η Ιουλίου 1968, να επιβάλλουν μονομερώς νέες επιβαρύνσεις επί των απευθείας εισαγωγών προελεύσεως τρίτων χωρών ή να υψώνουν το επίπεδο των υφισταμένων κατά την ημερομηνία αυτή επιβαρύνσεων (σκέψη 22). ig Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να επιβάλλουν μονομερώς εθνικά τέλη παράλληλα με τους δασμούς που οφείλονται δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας, άλλως υφίσταται κίνδυνος να απολέσει αυτή την αναγκαία της ομοιομορφία (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, C-125/94, Aprile, Συλλογή 1995, σ. 1-2919, σκέψη 35). Ι - 5663
ΑΠΟΦΑΣΗ της 7.11.1996 ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/94 20 Δεν ισχύει όμως το ίδιο και όσον αφορά τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς που ήδη υφίσταντο κατά τον χρόνο της θέσεως σε ισχύ, την 1η Ιουλίου 1968, του Κοινού Δασμολογίου (στο εξής: υφιστάμενες επιβαρύνσεις). Πράγματι, καίτοι το Δικαστήριο υπογράμμισε, με την προπαρατεθείσα απόφαση του Diamantarbeiders, ότι η θέσπιση της κοινής εμπορικής πολιτικής πρέπει να επιφέρει την κατάργηση όλων των φορολογικών και εμπορικών εθνικών ανισοτήτων που διέπουν το εμπόριο με τις τρίτες χώρες (σκέψη 23), έκρινε ωστόσο ότι η μείωση ή η εξάλειψη των τελευταίων προϋπέθετε επέμβαση της Κοινότητας και, επομένως, υπαγόταν στην αρμοδιότητα των οργάνων αυτής (σκέψεις 24 και 25). 2ΐ Η κατ' αυτόν τον τρόπο αναγνωρισθείσα στα κράτη μέλη ευχέρεια να διατηρήσουν, όσον αφορά τις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες, τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς τους δασμούς που υφίσταντο κατά την 1η Ιουλίου 1968 αποτελεί εξαίρεση από τις αρχές της ομοιομορφίας που διέπουν το Κοινό Δασμολόγιο και την κοινή εμπορική πολιτική. Κατά συνέπεια, αυτή πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικώς. 22 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνο η επιβάρυνση η οποία, ενόψει όλων των ουσιωδών χαρακτηριστικών της, είναι η ίδια με την ήδη ισχύουσα κατά την 1η Ιουλίου 1968 μπορεί να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη επιβάρυνση. 23 Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, προκειμένου να προσδιορίσει αν η επίδικη επιβάρυνση πρέπει να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη, να προβεί σε σύγκριση μεταξύ των κανόνων που εφαρμόζονται επί των επιδίκων επιβαρύνσεων και των κανόνων που ίσχυαν κατά την 1η Ιουλίου 1968. Κατά τη σύγκριση αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια επιβάρυνση όπως, μεταξύ άλλων, η ονομασία της, η γενεσιουργός αιτία της, η βάση επιβολής της, τα κριτήρια εφαρμογής της, τα υποκείμενα σ' αυτήν πρόσωπα καθώς και ο προορισμός του προϊόντος της. 24 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η απλή αλλαγή, στο πλαίσιο μιας διοικητικής αναδιοργανώσεως, της υπεύθυνης επί του φόρου αρχής δεν εμποδίζει, αυτή καθεαυτή, να θεωρηθεί η εν λόγω επιβάρυνση ως υφιστάμενη. Ι - 5664
CADI SURGELÉS χ.λπ. 25 Αντιθέτως, το γεγονός και μόνον ότι μια επιβάρυνση, όπως η επίμαχη εισφορά θάλασσας, φέρει πάντοτε την ίδια με μια υφιστάμενη κατά το 1968 επιβάρυνση ονομασία δεν αρκεί για να την χαρακτηρίσει ως υφιστάμενη επιβάρυνση. 26 Εν προκειμένω, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, τη σημασία των διαφόρων τροποποιήσεων της σχετικής νομοθεσίας και, ιδίως, αυτών που επήλθαν με τον νόμο του 1984 συνέπεια του οποίου υπήρξε, καθώς φαίνεται, η επίμαχη επιβάρυνση να χαρακτηριστεί, για πρώτη φορά, ως «τέλος καταναλώσεως», οφειλόμενο από το πρόσωπο που θέτει το εμπόρευμα στην κατανάλωση, ενώ, προηγουμένως επρόκειτο για επιβάρυνση ισχύουσα εντός των ΓΥΔ και εισαχθείσα με νόμο «σχετικό με τη θέσπιση του Γενικού Δασμολογίου» (νόμος της 11ης Ιανουαρίου 1892). 27 Στην περίπτωση που ο εθνικός δικαστής θα έκρινε ότι η επίδικη επιβάρυνση πρέπει να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη, σ' αυτόν εναπόκειται, στη συνέχεια, να ελέγξει αν το ύψος της επιβαρύνσεως αυξήθηκε μετά την 1η Ιουλίου 1968. Πράγματι, από την προπαρατεθείσα απόφαση Diamantarbeiders προκύπτει ότι κάθε προσαύξηση που επήλθε μετά την 1η Ιουλίου 1968, όσο ασήμαντη και αν είναι, είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο. 28 Προκειμένου περί της επιβαρύνσεως που είναι γνωστή με την ονομασία εισφορά θάλασσας, από τις εθνικές διατάξεις που γνωστοποίησε στο Δικαστήριο η Γαλλική Κυβέρνηση προκύπτει ότι, μετά το 1968, το ύψος της επιβαρύνσεως αυτής αυξήθηκε σε όλα τα ΓΥΔ και για αρκετές κατηγορίες προϊόντων όπως, μεταξύ άλλων, το κρέας, ο ζύθος, τα αλκοολούχα ποτά και τα αυτοκίνητα. Επομένως, θα έπρεπε να γίνει σύγκριση, όσον αφορά κάθε προϊόν που πλήττεται εν προκειμένω από την επιβάρυνση, μεταξύ του ποσού που οφείλεται σήμερα βάσει της επίδικης επιβαρύνσεως και του ποσού που θα οφειλόταν, για τον ίδιο λόγο, επί εμπορεύματος ίσης αξίας, κατ' εφαρμογήν των κανόνων που ίσχυαν κατά την 1η Ιουλίου 1968 για προϊόν όμοιο προς το επίμαχο. Το επιπλέον ποσό πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη. 29 Προκειμένου περί του προσθέτου τέλους, είτε αυτό χαρακτηρίζεται ως απλή προσαύξηση της εισφοράς θάλασσας είτε ως νέα επιβάρυνση, διαπιστώνεται ότι τέτοια επιβάρυνση είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη. Ι - 5665
ΑΠΟΦΑΣΗ τη; 7.11.1996 ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/94 30 Ενόψει του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ÓTL δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη η είσπραξη δασμού ή επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος που έχει θεσπιστεί μονομερώς από κράτος μέλος μετά τη θέσπιση, την 1η Ιουλίου 1968, του Κοινού Δασμολογίου, επί των εισαγωγών που προέρχονται ευθέως από τρίτες χώρες μη συνδεόμενες με την Κοινότητα μέσω ειδικής συμφωνίας. Αντιθέτως, δεν αντίκειται προς τη Συνθήκη η είσπραξη επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό η οποία, ενόψει όλων των ουσιωδών της χαρακτηριστικών, πρέπει να θεωρηθεί ως υφιστάμενη κατά την ημερομηνία εκείνη και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος της δεν έχει αυξηθεί. Σε περίπτωση αυξήσεως, μόνον το επιπλέον ποσό πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη. Όσον αφορά ta διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως 3ΐ Η Γαλλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο, στην περίπτωση που αυτό θα έκρινε ότι αντίκειται προς τη Συνθήκη η είσπραξη επιβαρύνσεων όπως οι επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως. 32 Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση του Legros κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι, για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικούς δασμούς προς στήριξη αιτημάτων με τα οποία ζητείται η επιστροφή επιβαρύνσεως όπως η εισφορά θάλασσας, που είχε καταβληθεί πριν από την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής (16 Ιουλίου 1992), και τούτο με εξαίρεση τους αιτούντες οι οποίοι είχαν, πριν από την ημερομηνία εκείνη, ασκήσει αγωγή ή υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση. 33 ΓΊα τους ίδιους λόγους, πρέπει να συναχθεί ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης περί δασμών και επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς στήριξη αιτήσεων με τις οποίες ζητείται η επιστροφή εισπραχθέντων, πριν από τις 16 Ιουλίου 1992, ποσών ως προσθέτων τελών επί αγαθών προελεύσεως τρίτων χωρών μη συνδεομένων με την Κοινότητα μέσω Ι - 5666
CADI SURGELÉS κ.λπ. ειδικής συμφωνίας, και τούτο με εξαίρεση τους αιτούντες OL οποίοι είχαν, πριν από την ημερομηνία εκείνη, ασκήσει αγωγή ή υποβάλει αντίστοιχη διοικητικί] ένσταση. Το ÍÔLO ισχύει για τα ποσά που εισπράχθηκαν, πριν από την ημερομηνία αυτή, επί τέτοιων αγαθών ως εισφορά θάλασσας κατά το μέτρο που η είσπραξη των ποσών αυτών θα κηρυσσόταν παράνομη κατ' εφαρμογήν της παρούσας αποφάσεως. 34 Αντιθέτως, όσον αφορά τον μετά τη 16η Ιουλίου 1992 χρόνο, η Γαλλική Κυβέρνηση δεν μπορούσε λογικώς, υπό το φως των προπαρατεθεισών αποφάσεων Diamantarbeiders και Legros κ.λπ., να εξακολουθήσει να θεωρεί ότι ήταν σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο η είσπραξη του προσθέτου τέλους καθώς και της εισφοράς θάλασσας, στην ολότητα της, στις περιπτώσεις όπου η τελευταία θα χαρακτηριζόταν ως νέα επιβάρυνση, ή στις διαδοχικές της προσαυξήσεις, στην περίπτωση που αυτή θα χαρακτηριζόταν ως υφιστάμενη επί αγαθών προελεύσεως τρίτων χωρών μη συνδεομένων με την Κοινότητα μέσω ειδικής συμφωνίας. Επί των δικαστικών εξόδων 35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1994 το tribunal d'instance du 12 e arrondissement de Paris, αποφαίνεται: 1) Δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ, που κατέστη Συνθήκη ΕΚ, η είσπραξη δασμού ή επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος που έχει Ι - 5667
ΑΠΟΦΑΣΗ της 7.11.1996 ΥΠΟΘΕΣΗ C-126/94 θεσπιστεί μονομερώς από κράτος μέλος μετά τη θέσπιση, την 1η Ιουλίου 1968, του Κοινού Δασμολογίου, επί των εισαγωγών που προέρχονται ευθέως από τρίτες χώρες μη συνδεόμενες με την Κοινότητα μέσω ειδικής συμφωνίας. Αντιθέτως, δεν αντίκειται προς τη Συνθήκη η είσπραξη επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό η οποία, ενόψει όλων των ουσιωδών της χαρακτηριστικών, πρέπει να θεωρηθεί ως υφιστάμενη κατά την ημερομηνία εκείνη και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος της δεν έχει αυξηθεί. Σε περίπτωση αυξήσεως, μόνον το επιπλέον ποσό πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη. 2) Δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης περί δασμών και επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς στήριξη αιτήσεων με τις οποίες ζητείται η επιστροφή εισπραχθέντων, πριν από τις 16 Ιουλίου 1992, ποσών ως προσθέτων τελών επί αγαθών προελεύσεως τρίτων χωρών μη συνδεομένων με την Κοινότητα μέσω ειδικής συμφωνίας, και τούτο με εξαίρεση τους αιτούντες οι οποίοι είχαν, πριν από την ημερομηνία εκείνη, ασκήσει αγωγή ή υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση. Το ίδιο ισχύει για τα ποσά που εισπράχθηκαν, πριν από την ημερομηνία αυτή, επί τέτοιων αγαθών ως εισφορά θάλασσας κατά το μέτρο που η είσπραξη των ποσών αυτών θα κηρυσσόταν παράνομη κατ' εφαρμογήν της παρούσας αποφάσεως. Moitinho de Almeida Gulmann Edward Puissochet Wathelet Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο σας 7 Νοεμβρίου 1996. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος J. C Moitinho de Almeida I - 5668