NEATH ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 1993 * Στην υπόθεση C-152/91, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Industrial Tribunal, Leeds (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ David Neath και Hugh Steeper Ltd, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990, στην υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. 1-1889), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moilinho de Almeida, M. Diez de νο^εοκαι D. Α. Ο. Edward, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. Α. Schockweiler, G. C. Rodríguez Iglesias, F. Grévisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven γραμματέας: Η. von Holstein, βοηθός γραμματέας, και D. Louterman-Hubeau, κυρία υπάλληλος διοικήσεως, λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν: * Γλώσυα διαδικασίας: η αγγλική. Ι - 6953
ΑΠΟΦΑΣΙΊ της 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 ο David Neath, εκπροσωπούμενος από τον Honourable Michael J. Beioff, QC, τον M. C. Lewis και την S. Moore, barristers, η εταιρία Hugh Steeper Ltd, εκπροσωπούμενη από τον D. Pannick, barrister, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους J. Ε. Collins, του Treasury Solicitor's Department και S. Richard, barrister, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ε. Röder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, και τον Α. O'Caoimh, BL, η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Κ. Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν o D. Neath, η Hugh Steeper Ltd, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπηθείσα από τους Sir Nicholas Lyell, QC, Attorney General, S. Richard και N. Paines, barristers, και από τον J. Ε. Collins, του Treasury Solicitor's Department, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπηθείσα από τους J. W. de Zwaan και Τ. Heukels, αναπληρωτές νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπηθείσα από τους J. Cooke, SC, και Ι - 6954
ΝΕΛΤΙΙ Α. O'Caoimh, BL, η Δανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιανουαρίου 1993, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1993, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση ι Με διάταξη της 13ης Μαΐου 1991 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους, το Industrial Tribunal, Leeds, υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της ίδιας Συνθήκης καθώς και της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990 στην υπόθεση C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. 1-1889, στο εξής: απόφαση Barber), όσον αφορά τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της. 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του D. Neath και της εταιρίας Hugh Steeper σχετικά με τα της χορηγήσεως μιας συντάξεως καθώς και τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. 3 Ο Neath εργάσθηκε στην εταιρία Hugh Steeper από 29 Ιανουαρίου 1973 μέχρι 29 Ιουνίου 1990, οπότε απολύθηκε για οικονομικούς λόγους. Ήταν τότε πενήντα τεσσάρων ετών και ένδεκα μηνών. Κατά την περίοδο αυτή υπήχθη διαδοχικά σε δύο ιδιωτικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών υπό τη διαχείριση του εργοδότη του, αφού μετέφερε τα δικαιώματα που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος προς το σύστημα στο οποίο υπαγόταν κατά τον χρόνο της απολύσεως του και το οποίο ήταν «contracted-out of State Earning Related Pension Scheme» συμβατικώς οργανωμένο, ανεξάρτητο του κρατικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως κατά το οποίο λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του συνταξιούχου. Ι - 6955
ΑΠΟΦΑΣΗ τη; 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 4 Συμφωνά με τους κανόνες του τελευταίου συστήματος, OL άνδρες εργαζόμενοι μπορούν να αξιώσουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας, ενώ οι γυναίκες με τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους. 5 Κάθε ασφαλισμένος πάντως μπορεί, με τη συναίνεση του εργοδότη και των διαχειριστών του ταμείου, να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, οποτεδήποτε μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού έτους της ηλικίας του, και να λάβει αμέσως σύνταξη μειωμένη αναλόγως των ετών που του υπολείπονται μέχρι τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Αν ο εργοδότης ή οι διαχειριστές αντιτίθενται, όπως συνέβη στην περίπτωση του Neath, ο ασφαλισμένος δικαιούται μόνο να μεταφέρει τα κεκτημένα δικαιώματα του σε άλλο σύστημα συνταξιοδοτήσεως ή να λάβει ετεροχρονισμένη σύνταξη που θα του καταβληθεί με τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, εκτός αν επιλέξει τότε να του καταβληθεί ως εφάπαξ μέρος της συντάξεως αυτής. 6 Ενώ επρόκειτο να προβεί στην επιλογή αυτή, ο Neath διαπίστωσε, βάσει των αριθμητικών στοιχείων που του έδωσε το ταμείο, ότι στην περίπτωση που θα επέλεγε τη μεταφορά των δικαιωμάτων του, η οικονομική του κατάσταση θα ήταν ευνοϊκότερη αν η απόφαση Barber ερμηνευόταν κατά την έννοια ότι ο άνδρας εργαζόμενος που, όπως ο ÍÔLOÇ, συνταξιοδοτείται μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, δηλαδή μετά τις 17 Μαΐου 1990, δικαιούται να ζητήσει να υπολογιστεί η σύνταξη του με τις ίδιες παραμέτρους όπως και η σύνταξη της γυναίκας που βρίσκεται σε ανάλογη θέση, για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του. Η ερμηνεία κατά την οποία το δικαίωμα αυτό μπορεί να προβληθεί μόνο για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της προαναφερθείσας ημερομηνίας του δίνει δικαίωμα για μικρότερο ποσό. 7 Ο Neath διαπίστωσε επίσης ότι, ανεξαρτήτως της ερμηνείας που ακολουθείται, η αξία των μεταφερομένων δικαιωμάτων θα είναι εν πάση περιπτώσει μικρότερη από την αντίστοιχη των γυναικών συναδέλφων του λόγω του ότι, για την εκτίμηση του μεταφερομένου κεφαλαίου χρησιμοποιούνται στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία στηριζόμενα στο προσδόκιμο επιβιώσεως, τα οποία διαφέρουν από τους άνδρες στις γυναίκες. 8 Ομοίως, αν επέλεγε την ετεροχρονισμένη σύνταξη και τη χορήγηση μέρους αυτής ως εφάπαξ, θα ελάμβανε, λόγω της χρησιμοποιήσεως των ίδιων στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων, μικρότερο ποσό από αυτό που θα ελάμβανε η ευρισκομένη σε ανάλογη θέση γυναίκα εργαζομένη. Ι - 6956
NEATH 9 O Neath προσέφυγε τότε στο Industrial Tribunal, Leeds, επικαλούμενος την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων που θεσπίζει το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Barber, και ζήτησε να του αναγνωριστούν τα ÍÔLa δικαιώματα όπως και στις γυναίκες που βρίσκονται σε ανάλογη περίπτωση. To Industrial Tribunal ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Έχουν το άρθρο 119 και η απόφαση στην υπόθεση Barber ως αποτέλεσμα ότι παρέχουν δικαίωμα στον άνδρα εργαζόμενο, η σχέση εργασίας του οποίου τερματίζεται στις ή μετά τις 17 Μαΐου 1990, για την CÒLO σύνταξη που θα ελάμβανε αν ήταν γυναίκα; 2) Ισχύει το ίδιο όσον αφορά την εκ μέρους του άσκηση της εναλλακτικής δυνατότητας, που έχει κατά το σύστημα ασφαλίσεως, να επιλέξει δηλαδή μεταξύ (α) μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και (β) εφάπαξ χρηματικού ποσού; 3) Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 ή στο ερώτημα 2 ή σε αμφότερα είναι αρνητική, πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ενδεχομένως (α) η εργασιακή απασχόληση του μέχρι τις 17 Μαΐου 1990 και (β) η χρήση, στο πλαίσιο του συστήματος ασφαλίσεως, στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που στηρίζονται στο φύλο;» Ι - 6957
ΑΠΟΦΑΣΗ της 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 Στηνκέκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς στην κύρια δίκη, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και OL γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. n Τα προδικαστικά ερωτήματα συνοψίζονται σε δυο ζητήματα: αφενός στην ερμηνεία της αποφάσεως Barber, όσον αφορά τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της, και αφετέρου στο κατά πόσο συμβιβάζεται με το άρθρο 119 της Συνθήκης η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου, στον τομέα των ιδιωτικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών. Ως προς την ερμηνεία της αποφάσεως Barber, όσον αφορά τα διαχρονικά της αποτελέσματα ΐ2 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα καθώς και με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά την ακριβή έκταση του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber. ΐ3 Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993 στην υπόθεση C-109/71, Ten Oever (Συλλογή 1993, σ. 1-4879), αρκεί να σημειωθεί συναφώς ότι ο περιορισμός αυτός αποφασίστηκε στο συγκεκριμένο πλαίσιο παροχών (ειδικότερα συντάξεων) που προβλέπονται από ιδιωτικά συστήματα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών και θεωρούνται αμοιβές κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης. w Η απόφαση εκείνη έλαβε υπόψη την ιδιαιτερότητα αυτού του είδους αμοιβής που συνίσταται στον χρονικό διαχωρισμό μεταξύ της γενέσεως του δικαιώματος συντάξεως που πραγματοποιείται προοδευτικά με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου και της πραγματικής καταβολής της παροχής που αναβάλλεται μέχρι ορισμένη ηλικία. Ι - 6958
NEATH is To Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών χρηματοδοτήσεως των συντάξεων επαγγελματιών και επομένως τις λογιστικές σχέσεις που υπάρχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των περιοδικών εισφορών και των ποσών που 0α καταβληθούν στο μέλλον. ie Αν ληφθούν επίσης υπότμη οι λόγοι που υπαγόρευσαν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber, όπως διευκρινίζονται στις σκέψεις 44, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών δεν μπορεί να προβληθεί παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται έναντι περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, δηλαδή της 17ης Μαΐου 1990, υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα OL οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. n Όσον αφορά τις παροχές της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και του εφάπαξ χρηματικού ποσού, στις οποίες αναφέρεται ρητά το δεύτερο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί, με την επιφύλαξη των διευκρινίσεων που ακολουθούν, ότι, αφού δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119, κατόπιν της αποφάσεως Barber, για να αμφισβητηθεί η χρηματική αξία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που γεννήθηκαν πριν από τις 17 Μαΐου 1990 με βάση διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως, το ισοδύναμο τους σε κεφάλαιο υφίσταται κατ' ανάγκη τις συνέπειες αυτού του διαχρονικού περιορισμού. is Επομένως, στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αρμόζει η απάντηση ότι, βάσει της αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεως για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Κατ' ανάλογο τρόπο, επηρεάζεται και η αξία των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή του εφάπαξ χρηματικού ποσού. Ι - 6959
ΑΠΟΦΑΣΗ της 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 Ως προς τη χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου στον τομέα των ιδιωτικών συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών ΐ9 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το σύστημα συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών, στο οποίο υπαγόταν ο Neath κατά τον χρόνο της απολύσεως του, είναι σύστημα συγκεκριμένων παροχών (defined benefiťfinal salary scheme), που εξασφαλίζει στους μισθωτούς OL οποίοι συμπληρώνουν ηλικία συνταξιοδοτήσεως μια συγκεκριμένη σύνταξη που αντιστοιχεί στο ένα εξηκοστό του τελευταίου μισθού τους ανά έτος υπηρεσίας. 20 Το σύστημα αυτό στηρίζεται σε εισφορές, χρηματοδοτείται δηλαδή όχι μόνο από τις εισφορές του εργοδότη αλλά και των μισθωτών. 2ΐ Οι τελευταίες αυτές εισφορές αντιστοιχούν σε ποσοστό μισθού των εργαζομένων, ισόποσο για τους άνδρες και για τις γυναίκες. 22 Αντιθέτως, OL εργοδοτικές εισφορές, που υπολογίζονται συνολικά, ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου ώστε να καλύπτουν το υπόλοιπο της δαπάνης για τις υπεσχημένες συντάξεις- είναι δε υψηλότερες για τις γυναίκες απ' ό,τι για τους άνδρες εργαζομένους. 23 Αυτή η μεταβλητότητα και η ανισότητα οφείλονται στο ότι για τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως του συστήματος χρησιμοποιούνται στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο στόχος ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών είναι να εξασφαλίσει τη μέλλουσα περιοδική καταβολή συντάξεων, πρέπει να προσαρμοστούν τα χρηματικά μέσα του συστήματος που δημιουργούνται με κεφαλαιοποίηση προς τις προβλεπόμενες καταβλητέες συντάξεις. Οι εκτιμήσεις που απαιτεί η εφαρμογή του συστήματος αυτού στηρίζονται σε μια σειρά αντικειμενικών στοιχείων, όπως μεταξύ άλλων ο συντελεστής αποδόσεως των επενδύσεων του συστήματος, ο συντελεστής αυξήσεως των μισθών καθώς και ορισμένες δημογραφικού χαρακτήρα υποθέσεις, ιδίως δε αυτές που αφορούν το προσδόκιμο επιβιώσεως των εργαζομένων. Ι - 6960
NEATH 24 Το γεγονός ότι, OL γυναίκες ζουν κατά μέσον όρο περισσότερο από τους άνδρες είναι ένα από τα στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της χρηματοδοτήσεως του συγκεκριμένου συστήματος. ΓΊ' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο εργοδότης καταβάλλει υψηλότερες εισφορές για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες που απασχολεί. 25 Τα διαφορετικά στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τα προεκτεθέντα μεταφράζονται, στις περιπτώσεις της μεταφοράς κεκτημένων δικαιωμάτων και της καταβολής μέρους της συντάξεως ως εφάπαξ οι επίδικες στην κυρία δίκη περιπτώσεις, στο ότι οι άνδρες εργαζόμενοι δικαιούνται χαμηλότερα ποσά από αυτά που δικαιούνται OL γυναίκες εργαζόμενοι. 26 Με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν διαφορές αυτού του είδους συμβιβάζονται προς το άρθρο 119 της Συνθήκης. Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί αν η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και το εφάπαξ ποσό συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου αυτού. 27 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά συνιστούν αμοιβή και επομένως καμία διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου δεν επιτρέπεται αν δεν δικαιολογείται αντικειμενικά. Όμως τα στατιστικά στοιχεία που στηρίζονται στο προσδόκιμο επιβιώσεως των δύο φύλων δεν αποτελούν αντικειμενική δικαιολογία, διότι αντιστοιχούν σε μέσους όρους που έχουν καταρτιστεί βάσει του συνόλου του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού, ενώ το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τις αμοιβές είναι δικαίωμα που αναγνωρίζεται υπέρ των μισθωτών ατομικώς και όχι λόγω του ότι αυτοί ανήκουν σε κάποια κατηγορία. 28 Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της αμοιβής κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 119 περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα και σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται έστω και Ι-6961
ΑΠΟΦΑΣΗ της 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 εμμέσως από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου. Έχει κριθεί επίσης ότι το γεγονός ότι ορισμένες παροχές καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν αποκλείει óu μπορούν να έχουν χαρακτήρα αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 119 (βλ. ιδίως απόφαση Barber, σκέψη 12). 29 Το αξίωμα στο οποίο στηρίζεται η θέση αυτή είναι ότι ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση, έστω και μονομερώς, να καταβάλλει στους μισθωτούς του συγκεκριμένες παροχές ή να τους χορηγήσει συγκεκριμένα οφέλη, ενώ παράλληλα οι μισθωτοί προσδοκούν την εκ μέρους του εργοδότη καταβολή των παροχών αυτών ή τη χορήγηση των. εν λόγω οφελημάτων. Κατά συνέπεια, ό,τι δεν καλύπτεται από αυτή τη δέσμευση οπότε δεν περιλαμβάνεται και στην αντίστοιχη προσδοκία των μισθωτών, παραμένει ξένο προς την έννοια της αμοιβής. 30 Στην περίπτωση ενός συστήματος συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με προσδιορισμένες παροχές, όπως το επίδικο στην κύρια δίκη, η δέσμευση την οποία αναλαμβάνει ο εργοδότης έναντι των μισθωτών του αφορά τη χορήγηση, σε συγκεκριμένη στιγμή, ορισμένης συντάξεως και μάλιστα περιοδικώς, τα κριτήρια καθορισμού της οποίας είναι ήδη γνωστά όταν ο εργοδότης αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση και η οποία αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119. Αντιθέτως, η δέσμευση αυτή δεν αφορά κατ' ανάγκη τον τρόπο της χρηματοδοτήσεως που επιλέγεται προκειμένου να εξασφαλιστεί η περιοδική καταβολή της συντάξεως, ο οποίος τρόπος παραμένει έτσι εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119. 3ΐ Στα ασφαλιστικά συστήματα που στηρίζονται σε εισφορές, η εν λόγω χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από τις εισφορές των εργαζομένων και τις εισφορές των εργοδοτών. Οι πρώτες αποτελούν συνιστώσα της αμοιβής του εργαζομένου, δεδομένου ότι επηρεάζουν άμεσα τον μισθό που είναι εξ ορισμού αμοιβή [βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, 69/80, Worringham (Συλλογή 1981, σ. 767)] επομένως το ύψος τους πρέπει να είναι το ίδιο για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, πράγμα που όντως συμβαίνει εν προκειμένω. Το πράγμα Ι - 6962
ΝΕΛΤΗ διαφέρει όσον αφορά τις εργοδοτικές εισφορές που προορίζονται να συμπληρώσουν την οικονομική επιφάνεια που είναι απαραίτητη για την κάλυψη της δαπάνης που αντιπροσωπεύουν οι υπεσχημένες συντάξεις, ώστε να εξασφαλιστεί κατ' αυτόν τον τρόπο η μέλλουσα καταβολή τους, η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της δεσμεύσεως που έχει αναλάβει ο εργοδότης. 32 Εξ αυτού συνάγεται ότι, αντίθετα προς την περιοδική καταβολή των συντάξεων, η ανισότητα των εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες στο πλαίσιο συστημάτων συνταξιοδοτήσως με συγκεκριμένες παροχές, χρηματοδοτούμενων ÔLá κεφαλαιοποιήσεως, ανισότητα που οφείλεται στη χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων, τα οποία διαφέρουν αναλόγως του φύλου, δεν μπορεί να εκτιμηθεί με γνώμονα το άρθρο 119. 33 Το συμπέρασμα αυτό ισχύει αναπόφευκτα και για τα συγκεκριμένα είδη παροχών στα οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα, δηλαδή την καταβολή μέρους της περιοδικής συντάξεως ως εφάπαξ και τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η αξία των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με βάση τον τρόπο χρηματοδοτήσεως που έχει επιλεγεί. 34 Επομένως, στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αρμόζει η απάντηση ότι η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου, στον τρόπο χρηματοδοτήσεως διά κεφαλαιοποιήσεως των συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με συγκεκριμένες παροχές δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Επί των δικαστικών εξόδων 35 Τα έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν η Ολλανδική, η Γερμανική, η Ιρλανδική, και η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Επειδή η παρούσα διαδικασία έχει, έναντι των διαδίκων της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Ι - 6963
ΓΊα τους λόγους αυτούς, ΑΠΟΦΑΣΗ της 22.12.1993 ΥΠΟΘΕΣΗ C-152/91 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 13ης Μαΐου 1991 το Industrial Tribunal, Leeds, αποφαίνεται: 1) Βάσει της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, Barber (C-262/88), δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προς στήριξη απαιτήσεως για ίση μεταχείριση στον τομέα των συντάξεων επαγγελματιών, παρά μόνο σε σχέση με τις παροχές που οφείλονται για περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 υπό την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των εξ αυτών ελκόντων δικαιώματα, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Κατ' ανάλογο τρόπο, επηρεάζεται και η αξία των παροχών που συνίστανται στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και στην καταβολή του εφάπαξ χρηματικού ποσού. 2) Η χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφέρουν αναλόγως του φύλου στον τρόπο χρηματοδοτήσεως διά κεφαλαιοποιήσεως των συστημάτων συνταξιοδοτήσεως επαγγελματιών με συγκεκριμένες παροχές δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Due Mancini Moitinho de Almeida Diez de Velasco Edward Κακούρης Joliét Schockweiler Rodríguez Iglesias Grévisse Zuleeg Kapteyn Murray Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Δεκεμβρίου 1993. Ο Γραμματέας J. G. Giraud Ο Πρόεδρος Ο. Due Ι - 6964