ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 Υπόθεση Τ-259/97 Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων «Υπάλληλοι - Καθήκον πίστεως και αξιοπρεπούς ασκήσεως του λειτουργήματος - Αρχή της διακρίσεως των εξουσιών - Συνδικαλιστική ελευθερία - Πειθαρχικό καθεστώς - Κύρωση» Πλήρες κείμενο οτην πορτογαλική γλώσσα II - 773 Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί ακυρώσεως της από 20 Ιανουαρίου 1997 αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά κλιμάκιο και, αφετέρου, αίτημα περί καταβολής εκ μέρους του καθού-εναγομένου χρηματικής ικανοποιήσεως προς ανόρθωση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι προκλήθηκε από την απόφαση αυτή. Απόφαση: Απορρίπτεται η προσφυγή-αγωγή. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Ι-Α - 169
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΥΠΟΘΕΣΗ Τ-259/97 Περίληψη 1. Υπάλληλοι - Δικαιώματα και υποχρεώσεις - Πράξεις αντίθετες προς την αξιοπρεπει της δημοσιοϋπαλληλίας - Βαρείες ύβρεις - Έννοια (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12, εδ. 1) 2. Υπάλληλοι - Δικαιώματα και υποχρεώσεις - Γενικό καθήκον πίστεως - Καθήκον έναντι του ενιαίου οργάνου του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου - Πράξεις θίγουσες την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος - Ύβρεις αφορώσες τη δραστηριότητα των μελών ενός οργάνου - Προσβολή της τιμής των μελών αυτών (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11, εδ. 1,12, εδ. 1, και 21, εδ. 1) 3. Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Υπάλληλος του Δικαστηρίου - Προσβολή του οργάνου - Πειθαρχική αρμοδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής - Αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να ελέγξει τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κύρωση (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 86 έως 89) 4. Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Πειθαρχική διαδικασία - Ακρόαση τον ενδιαφερομένου από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή - Ακρόαση πριν την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να συγκαλέσει το πειθαρχικό συμβούλιο - Αντικείμενο - Υποχρέωση ενημερώσεως του ενδιαφερομένου για τα περιστατικά που του προσάπτονται - Έκταση (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 87) 5. Υπάλληλοι - Δικαιώματα και υποχρεώσεις - Σεβασμός της αξιοπρέπειας τον λειτουργήματος - Καθήκον διακριτικότητας - Έκταση (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11, εδ. 1, 12, εδ. 1, 22, εδ. 1) Ι-Α - 170
TEIXEIRA NEVES κατά ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 6. Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Κύρωση - Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής - Δικαστικός έλεγχος - Έκταση - Όρια (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 86 έως 89) 7. Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Πειθαρχική διαδικασία - Προθεσμία τασσόμενη από το άρθρο 7, εδάφιο 3, του παραρτήματος IΧ τον ΚΥΚ για την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής - Υποχρέωση της διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας - Μη τήρηση - Συνέπειες - Θεμελίωση ευθύνης του οργάνου - Εκτίμηση της έννοιας της εύλογης προθεσμίας - Λήψη υπόψη του διαδραμόντος χρόνου μεταξύ μιας πράξεως της πειθαρχικής διώξεως και της επομένης (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IΧ, άρθρο 7) 1. Συνιστούν βαρείες ύβρεις Οίγουσες την τιμή των προσώπων στα οποία αναφέρονται όχι μόνον οι προσβολές που μπορούν να βλάτμουν την αξιοπρέπεια των προσώπων αυτών καθεαυτό, αλλά και οι ισχυρισμοί που μπορούν να προκαλέσουν δυσπιστία ως προς την επαγγελματική εντιμότητα των προσώπων αυτών. Η μορφή των εν λόγω ισχυρισμών δεν έχει σημασία υπάγονται στην έννοια αυτή τόσο οι άμεσες επιθέσεις όσο και οι ισχυρισμοί με μορφή διστακτική, έμμεση, συγκεκαλυμμένη, εκφραζόμενοι ως υπαινιγμοί ή αναφερόμενοι σε κάποιο πρόσωπο που δεν κατονομάζεται μεν ρητά, καθίσταται, όμως, δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητας του. (βλ. σκέψεις 29, 30 και 47) Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1991, Τ-146/89, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1293, σκέψεις 76 και 80 ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, Τ-146/94, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-103 και ΙΙ-329, σκέψεις 66 και 67' ΔΕΚ, 21 Ιανουαρίου 1997, C-156/96 Ρ, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1997, σ. Ι-329, σκέψεις 21 και 22 Ι-Α - 171
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΥΠΟΘΕΣΗ Τ-259/97 2. Κάθε υπάλληλος υπέχει το απορρέον από τα άρθρα 11, πρώτο εδάφιο, 12, πρώτο εδάφιο, και 21, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ γενικό καθήκον πίστεως έναντι όχι μόνο των ανωτέρων του, αλλά και του οργάνου στο οποίο υπάγεται. Το Δικαοτήριο και το Πρωτοδικείο αποτελούν, από διοικητική άποψη, ενιαίο όργανο. Συνεπώς, το όργανο στο οποίο υπάγεται ένας υπάλληλος του Δικαστηρίου και έναντι του οποίου πρέπει να επιδεικνύει πίστη είναι τόσο το Δικαστήριο όσο και το Πρωτοδικείο. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά ενός υπαλλήλου του Δικαστηρίου, καθόσον θίγει την τιμή και την υπόληψη του Πρωτοδικείου, αποτελεί παράβαση των άρθρων 11, πρώτο εδάφιο, 12, πρώτο εδάφιο, και 21, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Εξάλλου, δεν μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί ότι η διάδοση προσβλητικών ισχυρισμών που αφορούν τα μέλη του Πρωτοδικείου, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, δεν παραβλάπτει τη φήμη της Κοινότητας και, κατ' αποτέλεσμα, τα συμφέροντά της. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαίο, για να υπάρχει παράβαση των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ επαγγελματικών καθηκόντων, οι ισχυρισμοί του εν λόγω υπαλλήλου να αφορούν τη δραστηριότητα των μελών ενός οργάνου της Κοινότητας. Αρκεί να θίγουν την τιμή των προσώπων τα οποία αφορούν. Πράγματι, μεταξύ των προβλεπομένων από τον ΚΥΚ επαγγελματικών καθηκόντων περιλαμβάνεται το καθήκον του υπαλλήλου να παραλείπει κάθε δημόσια έκφραση γνώμης που μπορεί να θίξει την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος του. Έτσι, ύβρεις εκφρασθείσες δημόσια από έναν υπάλληλο και θίγουσες την τιμή των προσώπων στα οποία αναφέρονται συνιστούν, από τη φύση τους, προσβολή της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος υπό την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. (βλ. σκέψεις 44 έως 47) Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1991, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 72, 76 και 80 ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 66 ΔΕΚ, 21 Ιανουαρίου 1997, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 21 και 22 Ι-Α - 172
TEIXEIRA NEVES κατά ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 3. Ένας υπάλληλος του Δικαστηρίου δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές της διακρίσεως των εξουσιών, της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των υπαλλήλων των διάφορων οργάνων και της αμεροληψίας του δικαστή αναφορικά με την πειθαρχική αρμοδιότητα που έχει ως προς αυτόν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και αναφορικά με την αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου να ελέγξει τη νομιμότητα μιας πειθαρχικής κυρώσεως που του έχει επιβληθεί για προσβολή του οργάνου. Πρώτον, δεν υπάρχει συχγυση αντίθετη με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών μεταξύ του Πρωτοδικείου, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων, και της διοικήσεως του προσωπικού του Δικαστηρίου, αφού τα μέλη του Πρωτοδικείου δεν μπορούν, άμεσα ή έμμεσα, να ασκήσουν ή να ζητήσουν την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας επί των υπαλλήλων του Δικαστηρίου, για πράξεις που συνδέονται με τη δίκη. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1995 περί της ασκήσεως των εξουσιών που ανατίθενται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αποκλειστικώς αρμόδια για την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας είναι η διοικητική επιτροπή - για τους υπαλλήλους της κατηγορίας Α και του κλάδου LA - και ο Γραμματέας του Δικαστηρίου - για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Β, C και D. Έτσι, καμία ιεραρχική σχέση δεν υπάρχει μεταξύ, αφενός, των μελών του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, της διοικητικής επιτροπής ή του Γραμματέα του Δικαστηρίου. Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία διαφοροποίηση στη μεταχείριση των υπαλλήλων του Δικαστηρίου από τη μια μεριά και των υπαλλήλων των λοιπών κοινοτικών οργάνων από την άλλη. Πράγματι, η διάδοση δυσφημιστικών ισχυρισμών για τα μέλη του Πρωτοδικείου, καθόσον θίγει το συμφέρον της Κοινότητας και την αξιοπρέπεια της ευρωπαϊκής δημοσιοϋπαλληλίας, συνιστά, για κάθε υπάλληλο, παράβαση των επαγγελματικών καθηκόντων που προβλέπονται από τα άρθρα 11, πρώτο εδάφιο, 12, πρώτο εδάφιο, και 21, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ. Ι-Α - 173
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΥΠΟΘΕΣΗ Τ-259/97 Τέλος, όπως προκύπτει από την ανάλυση του διεθνούς δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και του συνταγματικού δικαίου ορισμένων κρατών μελών, η αρχή της αμεροληψίας του δικαστή δεν έχει απόλυτη αξία. Πράγματι, επιταγές γενικού συμφέροντος και, κυρίως, η ανάγκη προστασίας της αυτονομίας ορισμένων οργανισμών είναι δυνατόν να επιβάλλουν περιορισμούς στην εφαρμογή της. Έτσι, η προστασία της αυτονομίας των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων επιβάλλει να εκφεύγουν της αρμοδιότητος των εθνικών δικαστηρίων όλα τα πειθαρχικά θέματα που αφορούν τους υπαλλήλους του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τη διάδοση προσβλητικών ισχυρισμών για τα μέλη των οργάνων αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. (βλ. σκέψεις 49 έως 51) 4. Αντίθετα προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 87, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ακρόαση, η ακρόαση που προβλέπεται στο άρθρο 87, δεύτερο εδάφιο, σκοπεί μόνο να επιτρέψει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να εκτιμήσει, prima facie, το υποστατό και τη σοβαρότητα των περιστατικών που προσάπτονται στον οικείο υπάλληλο, υπό το φως των εξηγήσεων που ο τελευταίος παρέχει, και να διαμορφώσει γνώμη ως προς τη σκοπιμότητα της συγκλήσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, για την επιβολή, αν συντρέχει περίπτωση, πειθαρχικής κυρώσεως. Ενόψει του σκοπού αυτού της προκαταρκτικής ακροάσεως και ελλείψει διατάξεως του ΚΥΚ που να υποχρεώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να διαβιβάζει στον οικείο υπάλληλο τα έγγραφα που αποτελούν, ο' αυτό το στάδιο της διαδικασίας, τον πειθαρχικό του φάκελο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν έχει υποβάλει σχετική αίτηση, να κοινοποιήσει σε αυτόν, στο σύνολο του, το περιεχόμενο της αιτήσεως κινήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας που τον αφορά. Αρκεί ο οικείος υπάλληλος να έχει ενημερωθεί σαφώς για όλα τα περιστατικά που του προσάπτονται με την αίτηση αυτή και για τις διατάξεις του ΚΥΚ των οποίων γίνεται επίκληση εναντίον του. (βλ. σκέψεις 66 και 67) Ι-Α - 174
TEIXEIRA NEVES κατά ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 5. Το καθήκον σεβασμού της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος επιβάλλεται στον υπάλληλο σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, ένας υπάλληλος δεν μπορεί, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, να παραβαίνει ατιμώρητα τα επαγγελματικά του καθήκοντα. Ωστόστο, ορισμένες περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν μια λιγότερο αυστηρή ερμηνεία της υποχρεώσεως του υπαλλήλου να επιδεικνύει διακριτικότητα. Τέτοια περίπτωση συντρέχει, ιδίως, όταν ο υπάλληλος ασκεί το δικαίωμα εκφράσεως στο πλαίσιο μιας γενικής συνελεύσεως του προσωπικού. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση να επιδεικνύει διακριτικότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται μόνον όταν ο υπάλληλος χρησιμοποιεί εκφράσεις που συνιστούν καθύβριση ή θίγουν σοβαρά τον σεβασμό που οφείλεται στα πρόσωπα στα οποία οι εκφράσεις αυτές αναφέρονται. (βλ. σκέψεις 94 έως 96) Παραπομπή: ΠΕΚ, 7 Μαρτίου 1996, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 68- ΔΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1999, C-150/98 Ρ, ΟΚΕ κατά Ε, Συλλογή 1999, σ. Ι-8877, σκέψη 15 6. Εφόσον αποδεικνύεται το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που καταλογίζονται στον υπάλληλο, η επιλογή της ενδεικνυομένης πειθαρχικής κυρώσεως ανήκει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αρχή αυτή στην εκτίμηση της παρά μόνο σε περίπτωση πρόδηλου σφάλματος ή καταχρήσεως εξουσίας. (βλ. σκέψη 108) Παραπομπή: ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, Τ-12/94, Daffix κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-453 και ΙΙ-1197, σκέψη 63 Ι-Α - 175
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΥΠΟΘΕΣΗ Τ-259/97 7. Η μη τήρηση των προβλεπομένων από το άρθρο 7 του παραρτήματος IΧ του ΚΥΚ διαδικασιών μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεμελιώσει ευθύνη του οργάνου. Πάντως, οι τασσόμενες από το άρθρο 7 του παραρτήματος IΧ προθεσμίες δεν είναι απαρέγκλιτες, θέτουν όμως έναν κανόνα χρηστής διοικήσεως, που υποχρεώνει το όργανο να διεξάγει με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργεί ούτως ώστε κάθε πράξη της πειθαρχικής διώξεως να λαμβάνει χώρα εντός ευλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Επιπλέον, ο κοινοτικός δικαστής, προκειμένου να εκτιμήσει την τήρηση εύλογης προθεσμίας, πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ μιας πράξεως της πειθαρχικής διώξεως και της επομένης. Η εκτίμηση αυτή είναι ανεξάρτητη από τη συνολική διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας. (βλ. σκέψη 123) Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1970, 13/69, Van Eyck κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 239, σκέψη 7 ΔΕΚ, 2 Ιουνίου 1994, C-326/91 Ρ, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-2091, σκέψη 31 ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, Τ-549/93, D κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-13 και ΙΙ-43, σκέψη 25 Ι-Α - 176