SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ TOY ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ KARL ROEMER της 11ης Ιουλίου 1973 <appnote>*</appnote> Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι δικαστές, Οι δύο αιτήσεις για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που κατέθεσε το Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης (υποθέσεις 9/73 και 10/73) εκδικάστηκαν στις 27 Ιουνίου σε μία μόνη, θα μπορούσε να πει κανείς, επ' ακροατηρίου διαδικασία. Για το λόγο αυτό, αλλά και επειδή οι δίκες έχουν εν μέρει το ίδιο αντικείμενο και βρίσκονται εν μέρει σε στενή συνάφεια μεταξύ τους, ας μου επιτραπεί να τις εξετάσω συγχρόνως στις προτάσεις μου. Επειδή εξάλλου η προβληματική των υποθέσεων που θα μας απασχολήσουν σε λίγο συμπίπτει εν μέρει με εκείνη της υποθέσεως 5/73, μου φαίνεται επίσης περιττό να αρχίσω εξηγώντας τις σχετικές με το θέμα νομοθετικές ρυθμίσεις. Προτιμώ να παραπέμψω σχετικά στις προτάσεις μου της 26ης Ιουνίου επί της υποθέσεως 5/73. Επί του παρόντος πρέπει να λεχθεί μόνο ότι και οι εταιρίες Schlüter και Rewe-Zentral, προσφεύγουσες της κυρίας δίκης, θίγονται από το εξισωτικό σύστημα που θεσπίστηκε από τον κανονισμό 974/71 του Συμβουλίου μετά την ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος του γερμανικού μάρκου και του ολλανδικού φιορινίου. Έτσι η εταιρία Schlüter, όταν στις 15 Μαρτίου 1972 εισήγαγε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τυρί Emmenthal και Greyère από την Ελβετία, όφειλε να καταβάλει εξισωτικό ποσό ύψους 45,50 γερμανικών μάρκων ανά 100 κιλά τυριού βάσει του τότε ισχύοντος κανονισμού της Επιτροπής 501/72. Ανάλογα συνέβησαν με την εταιρία Rewe- Zentral κατά την εισαγωγή κονσερβών ροδακίνου από τη Γαλλία, που όφειλε γι' αυτό να καταβάλει το κατά την ημέρα της εισαγωγής (16 Μαΐου 1972) ισχύον εξισωτικό ποσό ύψους 0,32 γερμανικών μάρκων ανά 100 κιλά. Οι προαναφερθείσες εταιρίες θεωρούν τις επιβαρύνσεις αυτές ως παράνομες για διάφορους λόγους στηριζόμενους στο κοινοτικό δίκαιο, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια. Ως εκ τούτου προσέφυγαν στο Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης για να επιτύχουν την επιστροφή των εξισωτικών ποσών που κατέβαλαν. Ενόψει των ισχυρισμών σχετικά με το κύρος του εξισωτικού συστήματος που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, το Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1972 ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε διάφορα ερωτήματα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, τα οποία μνημονεύονται στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Ας εξετάσουμε τώρα ποιες απαντήσεις πρέπει να δοθούν στα ερωτήματα αυτά. * Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική. 729
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 1. Αρχίζω με το πρώτο ερώτημα της υποθέσεως 9/73. Αναφέρεται στο κύρος του κανονισμού 974/71 κατά το μέτρο που επιτρέπει την επιβολή εξισωτικών ποσών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες. Όπως είναι γνωστό, στο' ζήτημα αυτό εμπλέκονται προβλήματα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 103 της Συνθήκης ΕΟΚ (της διατάξεως για τη λήψη μέτρων πολιτικής συγκυρίας) και την επιλογή της μορφής της πράξεως με την οποία θα γίνει η σχετική ρύθμιση. Επειδή τα προβλήματα αυτά εξετάσθηκαν ήδη διεξοδικά στην υπόθεση 5/73, δεν θα επανέλθω σ' αυτά, αλλά θα παραπέμψω σχετικά στη γνώμη που υποστήριξα επί της υποθέσεως αυτής. Σήμερα είναι αναγκαίες μόνο δύο συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί ορισμένων ισχυρισμών της προσφεύγουσας στην υπόθεση 10/73, οι οποίοι σχετίζονται με την ίδια ομάδα προβλημάτων. Η πρώτη αφορά την άποψη της προσφεύγουσας, ότι για τη λύση προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών και των μεταβολών της τιμής συναλλάγματος πρέπει να ανατρέξει κανείς στις αρμοδιότητες κοινοτικού δικαίου των άρθρων 104 και επομένων της Συνθήκης ΕΟΚ ιδίως εφαρμόζεται, όπως υποστηρίζει, το άρθρο 107, παράγραφος 2, το οποίο εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επεμβαίνει υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Επ' αυτού πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 2 αναφέρεται σε μεταβολή της τιμής συναλλάγματος κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στους στόχους του άρθρου 104 και σε προβλεπόμενη γι' αυτό αντίδραση της Επιτροπής. Προφανώς όμως δεν επρόκειτο για τέτοια περίπτωση το Μάιο του έτους 1971 αντίθετα, η Κοινότητα αναγνώρισε ότι φαινόταν αποδεκτή μια ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος προς αντιμετώπιση εξαιρετικής καταστάσεως. Εκτός αυτού επρόκειτο για την εξουδετέρωση των επιδράσεων των μέτρων αυτών στην πολιτική συγκυρίας στο γεωργικό τομέα. Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως αυτής, είναι δύσκολο να προσαφθεί στα κοινοτικά όργανα ότι κατά το χρόνο εκείνο ανέτρεξαν στις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ για την πολιτική συγκυρίας χωρίς να λάβουν υπόψη τα άρθρα 104 και επόμενα. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την άποψη της προσφεύγουσας ότι το άρθρο 103 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 3 ζ, της διατάξεως δηλαδή που κάνει λόγο για «εφαρμογή διαδικασιών που να επιτρέπουν το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών». Από τη διάταξη αυτή, υποστηρίζει, προκύπτει κατ' ανάγκη ότι στο πλαίσιο του άρθρου 103 επιτρέπεται μόνον η λήψη μέτρων όσο το δυνατόν πιο περιορισμένης εκτάσεως. Κατά τη γνώμη μου είναι προφανές ότι ούτε αυτή η άποψη είναι βάσιμη. Δεν λαμβάνει υπόψη ότι στη Συνθήκη τα μέτρα πολιτικής συγκυρίας διακρίνονται από τα μέτρα οικονομικής πολιτικής. Έτσι, στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας η Κοινότητα όχι μόνο είναι εξουσιοδοτημένη να προβαίνει στο συντονισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 103, αλλά έχει και ευρύτερη κανονιστική εξουσία σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής. Η πολιτική συγκυρίας μπορεί συνεπώς να δικαιολογεί απόλυτα τη λήψη μέτρων ανάλογης εκτάσεως στον εθνικό τομέα, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 3. Στο πρώτο ερώτημα, επομένως, της υποθέσεως 9/73, πρέπει να δοθεί η απάντηση όπως ήδη εξέθεσα στις προτάσεις επί της υποθέσεως 5/73 ότι το κύρος του κανονισμού 974/71 δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση για το λόγο ότι ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 103 της Συνθήκης ΕΟΚ. 730
SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH 2. Ας έρθουμε τώρα στο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως 10/73, με το οποίο ζητείται να διευκρινισθεί το ζήτημα, αν ο κανονισμός 974/71 είναι έγκυρος κατά το μέτρο που επιτρέπει την επιβολή ενδοκοινοτικών εξισωτικών ποσών. Επ' αυτού η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 103 δεν συνιστά ρήτρα διασφαλίσεως και ότι κατά τη σαφή της διατύπωση δεν γεννά δικαίωμα αποκλίσεως από τις επιτακτικές υποχρεώσεις που επιβάλλει η Συνθήκη ΕΟΚ. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι κατά το άρθρο 8 της Συνθήκης ΕΟΚ «η λήξη της μεταβατικής περιόδου αποτελεί το έσχατο χρονικό όριο για την έναρξη της ισχύος του συνόλου των προβλεπομένων κανόνων και για τη θέση σε εφαρμογή του συνόλου των μέτρων που συνεπάγεται η σύσταση της κοινής αγοράς». Επομένως, από την 1η Ιανουαρίου 1970, δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου με δασμούς αποτελέσματος επί της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μέσα στην Κοινότητα δεν θα μπορούν πλέον να θεωρούνται επιτρεπτοί. Περαιτέρω, πρέπει, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας να ληφθεί υπόψη ότι η θέσπιση εξισωτικών ποσών δεν μπορεί να εναρμονισθεί προς την ανάγκη της υπάρξεως πολιτικής συγκυρίας για ολόκληρη την Κοινότητα. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν με έμφαση τις αντιρρήσεις αυτές. Ότι και εγώ τις θεωρώ αβάσιμες το υπαινίχθηκα ήδη στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως 5/73. Τώρα πρέπει να ερευνήσω διεξοδικότερα το ζήτημα και ειδικότερα να κάνω γι' αυτό τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Καταρχάς δεν πρέπει κανείς να παρασυρθεί από τον όρο «Angleichszölle» (εξισωτικοί δασμοί) με τον οποίο αποδίδονται τα εξισωτικά ποσά στο γερμανικό εκτελεστικό διάταγμα του κανονισμού 974/71. Όπως ξέρουμε, ο όρος αυτός επελέγη για νομοτεχνικούς και μόνον λόγους, για να παραπέμψει δηλαδή έτσι στην εφαρμογή ορισμένων δασμολογικών ρυθμίσεων. Στην πραγματικότητα τα εξισωτικά ποσά δεν πρέπει να εξομοιώνονται με δασμούς, γιατί επιτελούν εντελώς ιδιαίτερη λειτουργία: ο σκοπός τους είναι να εξουδετερώνουν την επίδραση των νομισματικών μέτρων στις εμπορικές ανταλλαγές και να εξασφαλίζουν ώστε, μετά την ελευθέρωση της τιμής συναλλάγματος, να μην μπορούν να γίνονται εισαγωγές κάτω από το επίπεδο των κοινοτικών τιμών. Επιπλέον δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 7, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, περιέχει επιφύλαξη, η οποία κατά τη γνώμη μου αφορά και το άρθρο 103, καθόσον η πολιτική συγκυρίας όπως ήδη τονίστηκε σε άλλο σημείο βαίνει πέραν, φυσικά, της ιδρύσεως της Κοινής Αγοράς. Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικά το γεωργικό τομέα, που είναι επί του παρόντος υπό συζήτηση, είναι προφανές ότι οι κατηγορηματικές απαγορεύσεις που αναφέρει η προσφεύγουσα μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου δεν ισχύουν εν προκειμένω. Σχετικά παρατηρήθηκε ορθά ότι τα εξισωτικά ποσά θα συμβιβάζονταν προς τη Συνθήκη σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 2 αν είχε επιλεγεί άλλο οργανωτικό σχήμα για την κοινή οργάνωση των αγορών τονίστηκε ότι στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των αγορών είναι νοητοί ποσοτικοί περιορισμοί ακόμα και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κατώτερες τιμές που περιορίζουν το εμπόριο. Σημαντική, περαιτέρω, στο ζήτημα αυτό είναι η διαπίστωση ότι οι εμπορικές ανταλλαγές στο γεωργικό τομέα είναι συνυφασμένες μ' ένα σύστημα κοινών τιμών και ότι η κοινή γεωργική πολιτική, μ' ένα σύστημα τιμών συνδεδεμένο με λογιστικές μονάδες, προηγήθηκε της νομισματικής ενώσεως. Φαίνεται σαφώς, λοιπόν, ότι σε μια κατάσταση, όπου η βάση για ένα 731
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 ενιαίο σύστημα τιμών εκλείπει εξαιτίας νομισματικών μέτρων που πηγάζουν από μια εθνική οικονομική πολιτική, είναι αναπόφευκτες κάποιες συνέπειες επί των εμπορικών ανταλλαγών με αντικείμενο γεωργικά προϊόντα. Σε μια τέτοια κατάσταση όπως επισήμανε η Επιτροπή δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή κοινής γεωργικής πολιτικής χωρίς την ύπαρξη δασμολογικού συστήματος. Πρέπει κανείς να συμφωνήσει και με το Συμβούλιο, που δέχεται σχετικά ότι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δεν έχει οπωσδήποτε στο γεωργικό τομέα την ίδια σημασία όπως στον τομέα των βιομηχανικών αγαθών. Πρωταρχικός σκοπός στο γεωργικό τομέα δεν είναι η εξασφάλιση ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αλλά η πραγματοποίηση των στόχων που αναφέρει το άρθρο 39, στοιχεία α έως δ. Προς το συμφέρον της επιτεύξεως των στόχων αυτών και για να μην τίθεται σε κίνδυνο από βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, μπορεί να δικαιολογηθεί η προσωρινή θέσπιση ενός δασμολογικού συστήματος, και μάλιστα ενός δασμολογικού συστήματος που συνεπάγεται μειονεκτήματα ελαφρότερα, λόγου χάρη, από ποσοτικούς περιορισμούς, και που κατά βάση λειτουργεί κατά τρόπο ώστε οι εμπορικές ανταλλαγές με αντικείμενο γεωργικά προϊόντα να γίνονται σχετικά ελεύθερα. Στο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως 10/73 μπορεί συνεπώς να δοθεί η απάντηση, ότι η ισχύς των βάσει του άρθρου 103 ληφθέντων μέτρων δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν και ενδοκοινοτικούς δασμούς. 3. Το τρίτο ερώτημα επί της υποθέσεως 9/73, που θα εξετάσω στη συνέχεια, θέτει το πρόβλημα, αν το κύρος του κανονισμού 974/71 επηρεάζεται από το γεγονός, ότι ο υπολογισμός των εξισωτικών ποσών για τις τρίτες χώρες βασίστηκε αποκλειστικά στην εξέλιξη των τιμών συναλλάγματος των εξουσιοδοτημένων κρατών μελών σε σχέση προς το δολάριο. Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη ότι το γερμανικό μάρκο και το ελβετικό φράγκο, τα δύο νομίσματα που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, αντιμετώπισαν κατά τον ίδιο τρόπο την ανατίμηση σε σχέση προς το δολάριο, και ότι η σχέση μεταξύ μάρκου και φράγκου παρέμεινε στην πράξη η ίδια. Το γεγονός της αποκλειστικής συνδέσεως της συναλλαγματικής ισοτιμίας με το δολάριο είχε ως συνέπεια την επιβάρυνση των εισαγωγών από την Ελβετία, ιδίως όσων έγιναν την άνοιξη του 1972, με εξισωτικά ποσά που υπερέβαιναν ουσιωδώς τις συνέπειες του συναλλαγματικού μέτρου. Η ενάγουσα θεωρεί, όπως είναι γνωστό, ότι αυτό συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που επιτρέπει την αμφισβήτηση του κύρους του κανονισμού. Όπως γνωρίζετε, ανάλογο πρόβλημα σχετικό με εισαγωγές από τη Βουλγαρία και με την εξέλιξη του βουλγαρικού νομίσματος (που ακολούθησε περίπου την πορεία του ελβετικού φράγκου) έπαιξε ήδη κάποιο ρόλο στην υπόθεση 5/73. Κατά την εξέτασή του, αφού έλαβα υπόψη όλες τις σημαντικές απόψεις, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το κύρος των διατάξεων του άρθρου 2 του κανονισμού 974/71 κατά το μέτρο που εφαρμόζονται εν προκειμένω δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για λόγους στηριζόμενους αποκλειστικά στη σχέση μεταξύ μάρκου και δολαρίου. Δεδομένου ότι στην παρούσα δίκη δεν προστέθηκε κανένα νέο στοιχείο, εμμένω στην άποψη αυτή, της οποίας τη θεμελίωση αναπτύσσω διεξοδικά στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως 5/73. 732
SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH Για τους λόγους αυτούς προτείνω και στην παρούσα υπόθεση να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα περί του κύρους του άρθρου 2 του κανονισμού 974/71. 4. Το ερώτημα που πρέπει να εξετάσουμε στη συνέχεια αφορά επίσης μόνο την υπόθεση 9/73. Με αυτό το ερώτημα ζητείται να εξεταστεί αν ο κανονισμός 974/71 και οι κανονισμοί της Επιτροπής που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή του είναι έγκυροι, κατά το μέτρο που επιτρέπουν την επιβολή εξισωτικών ποσών στα τυριά Emmenthal και Gruyère κατά τις εμπορικές ανταλλαγές με τρίτες χώρες, τα οποία προστιθέμενα στην εισφορά υπερβαίνουν τους ανώτατους παγιοποιημένους δασμούς στο πλαίσιο της GATT (Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου). σε περίπτωση μη τηρήσεώς της να προτείνει την ακυρότητα των σχετικών κανονισμών. Εν πάση περιπτώσει είναι κατά τη γνώμη της αποφασιστικό το γεγονός ότι στον κανονισμό 1/72 του Συμβουλίου (ABl. 1972 L 1), που τροποποιεί τον κανονισμό 950/68 (ABl. 1968 L 172), δηλαδή τον περί του Κοινού Δασμολογίου, αναφέρεται ο παγιοποιημένος δασμός που ισχύει για τα τυριά Emmenthal και Gruyère στο πλαίσιο της GATT. Η παραχώρηση αυτή αποτελεί επομένως συστατικό στοιχείο του Κοινού Δασμολογίου και είναι δεσμευτική όπως αυτό. Τουλάχιστον, ισχυρίζεται, θα πρέπει ένας εισαγωγέας να στηριχτεί σ' αυτήν προκειμένου να υποστηρίξει ότι είναι παράνομη η υπέρβαση των προαναφερθέντων ποσών λόγω της επιβολής εξισωτικών ποσών. Καταρχάς πρέπει να θυμηθούμε σχετικά ότι στις 6 Οκτωβρίου 1969 η Κοινότητα συνήψε κατ' εφαρμογή του άρθρου 28 της GATT συμφωνία, με την Ελβετία, στην οποία προβλέπονται και δασμολογικές παραχωρήσεις για τα τυριά Emmenthal και Gruyère (δηλαδή περιορισμός των αντίστοιχων δασμών σε ορισμένο ανώτατο ποσό). Είναι, εξάλλου, ακριβές ότι τα εξισωτικά ποσά και οι εισφορές για τυρί από την Ελβετία υπερβαίνουν συνολικά τον ανώτατο παγιοποιημένο δασμό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί την προσφεύγουσα της κυρίας δίκης στην άποψη ότι οι προαναφερθείσες δασμολογικές παραχωρήσεις αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του πίνακα, κατά την έννοια του άρθρου 2 της GATT, και ότι κατά συνέπεια η Κοινότητα έχει την υποχρέωση να μην επιβάλει στα προαναφερθέντα προϊόντα «τελωνειακούς δασμούς ή πάσης φύσεως φόρους...βαρύνοντας τας εισαγωγάς...ή εισπραττομένους επί τη ευκαιρία εισαγωγών...». θεωρεί επίσης ότι ο πολίτης μπορεί να επικαλεσθεί την προαναφερθείσα διάταξη της GATT και Όσον αφορά την επιχειρηματολογία αυτή της προσφεύγουσας, είναι καταρχάς αν θέλει κανείς να περιοριστεί στο εν λόγω επιχείρημα από τη GATT ασφαλώς ορθό ότι η Κοινότητα δεσμεύεται από τις διατάξεις της GATT κατ ως προς τις δασμολογικές παραχωρήσεις που έχουν συμφωνηθεί με την Ελβετία. Αυτό προκύπτει από την απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα επί των υποθέσεων 21 έως 24/72. Εν τούτοις, παρά την έκταση της απαγορεύσεως του άρθρου 2 της GATT που ανέφερα, πρέπει να θεωρηθεί αμφίβολο αν τα εξισωτικά ποσά υπάγονται στη διάταξη αυτή και είναι κατά συνέπεια ασυμβίβαστα προς την GATT. Αυτό μπορεί να υποστηριχτεί λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης λειτουργίας των νομισματικών εξισωτικών ποσών, που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση των φορολογικών ελαφρύνσεων των εισαγωγών που οφείλονται στα νομισματικά μέτρα. Πράγματι, τέτοιου είδους επιβαρύνσεις δεν προβλέφθηκαν από την GATT και φαίνεται ότι κατά την πρακτική της GATT η προσωρινή τους εφαρμογή είναι ανεκτή κατά το μέτρο που ένα νομισματικό μέτρο είναι αποτελεσματικό. Περαιτέρω όπως έδειξε η Επιτροπή θα μπορούσε να γεννηθεί ζήτημα μήπως τέτοιες επιβαρύνσεις σε σχέση με 733
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 τρίτες χώρες καλύπτονται από το άρθρο II 2α σε συνδυασμό προς το άρθρο III της GATT. Πράγματι, οι φόροι επί των εμπορικών ανταλλαγών με τρίτες χώρες συνιστούν επιβάρυνση ισοδύναμη προς ενδοκοινοτικούς φόρους και η διατήρηση της γεωργικής αγοράς ως στοιχείο τελωνειακής ενώσεως συνεπάγεται ασφαλώς ότι προϊόντα εισαγόμενα από τρίτες χώρες δεν τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως από εκείνα που εισάγονται από κράτη μέλη (αυτό θα παρείχε μια δικαιολογία τουλάχιστον κατά το μέτρο που και οι ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές επιβαρύνονται με εξισωτικά ποσά). Τέλος θα μπορούσε όπως έδειξε και η Επιτροπή να σκεφθεί κανείς δικαιολόγηση από το άρθρο XIX της GATT, τη διάταξη δηλαδή στην οποία γίνεται λόγος για έκτακτα μέτρα σε περίπτωση σοβαρών ζημιών επί εγχωρίων προϊόντων. Αυτό θα έπρεπε βέβαια να εξεταστεί ιδιαιτέρως για κάθε προϊόν. Εν τούτοις όλα αυτά τα ερωτήματα μπορούν τελικά να παραμείνουν ανοικτά, ακόμα κι αν οι προεκτεθείσες σκέψεις δείχνουν ότι η επιχειρηματολογία που συνήγαγε η προσφεύγουσα από τις αρχές περί της αμέσου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου δεν πείθει χωρίς άλλο. Κατά την άποψή της δηλαδή, το άρθρο 2 της GATT σε συνδυασμό προς τις δασμολογικές παραχωρήσεις για το τυρί συνιστά σαφή, πλήρη, επακριβώς ορισμένη και απόλυτη νομική υποχρέωση δεκτική αμέσου εφαρμογής υπέρ των ατόμων. Αποφασιστική σε σχέση προς την GATT είναι στην πραγματικότητα όπως τονίζουν ομόφωνα η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μια άλλη συλλογιστική. Για λόγους αρχής δεν θα μπορούσε, πράγματι, να γίνει δεκτό ότι τα άτομα αντλούν δικαιώματα από τις συμφωνίες της GATT και μπορούν έτσι να αμφισβητούν το κύρος ενός κοινοτικού κανονισμού. Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξε εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο στην απόφαση επί των υποθέσεων 21 έως 24/72 σχετικά με το άρθρο 11 της GATT. Η σχετική αιτιολογία όμως είναι εντελώς γενική (υπενθυμίζω την αναφορά στο πνεύμα, τη διάρθρωση και το γράμμα της GATT, την ελαστικότητά της και το γεγονός ότι περιέχει διατάξεις περί αποκλίσεων από τους γενικούς κανόνες, περί μέτρων που μπορούν να ληφθούν, επί εξαιρετικών δυσχερειών και περί ρυθμίσεως διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών). Οι σκέψεις αυτές μπορούν ασφαλώς να επεκταθούν στο άρθρο 2 που είναι επίσης τοποθετημένο σ' αυτό το γενικό πλαίσιο και επί παραβάσεως του οποίου ισχύει η αρχή του φιλικού διακανονισμού. Μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις της GATT που επικαλείται η προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου δημοσίου διεθνούς δικαίου στο οποίο είναι τοποθετημένες, ιδρύουν υποχρεώσεις μόνο μεταξύ κρατών, των οποίων η παράβαση πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα, δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι πιθανή παράβαση των κανόνων αυτών έχει ως συνέπεια το παράνομο των κοινοτικών κανονισμών που έχουν σχέση μ' αυτό τον κλάδο. Κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται περαιτέρω τον κανονισμό 950/68 και τον κανονισμό 1/72 που αναφέρεται στο Κοινό Δασμολόγιο, καθώς και το γεγονός ότι το τελευταίο αναφέρεται στις παραχωρήσεις που έγιναν στο πλαίσιο της GATT και επομένως τις καθιστά περιεχόμενο των κανονισμών, μπορούν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα. Πριν καταστεί δυνατόν επί του παρόντος να συναχθούν συμπεράσματα από έναν τέτοιο κοινοτικό κανονισμό, που από τη φύση του ισχύει άμεσα, πρέπει να ερευνηθεί πώς οριοθετείται το αντικείμενό του. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ορθά βεβαίως υπογραμμίζουν, με ιδιαίτερη αναφορά στο νομικό έρεισμα των κανονισμών και στο άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΟΚ, ότι έχουν ως σκοπό τον καθορισμό του ύψους των δασμών του Δασμολογίου. Πράγματι, ανα- 734
SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH φορές, μέσα σ' αυτούς τους κανονισμούς, σε άλλες επιβαρύνσεις, οι οποίες όπως για παράδειγμα οι εισφορές στηρίζονται σε ειδικό νομικό έρεισμα, έχουν αναγνωριστικό και μόνο χαρακτήρα'δεν καθιστούν ωστόσο τις εισφορές αντικείμενο του Κοινού Δασμολογίου. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο ανώτατος δασμός για το τυρί, παγιοποιημένος στα πλαίσια της GATT, έχει περιληφθεί στο παράρτημα II του Κοινού Δασμολογίου του κανονισμού 950/68, έχει σημασία μόνο για την τελωνειακή νομοθεσία υπό τεχνική έννοια. Ως εκ τούτου, παρά την αναφορά στις δασμολογικές παραχωρήσεις που περιέχεται στον κανονισμό 950, ήταν απαραίτητο να ορισθεί ρητά στις οργανώσεις των γεωργικών αγορών ένας αντίστοιχος περιορισμός των εισφορών (όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το άρθρο 14 του κανονισμού 804/68, ABl. 1968 L 148). Εφόσον, από την άλλη πλευρά, η εκτεταμένη απαγόρευση του άρθρου 2 της GATT δεν περιελήφθη στο Κοινό Δασμολόγιο, μπορεί να λεχθεί ότι οι αρμόδιες κοινοτικές αρχές δεν εμποδίζονταν από το αντικείμενο των ρυθμίσεων του Κοινού Δασμολογίου να θεσπίσουν ειδικές εισαγωγικές επιβαρύνσεις, όπως τα εξισωτικά ποσά με την ιδιαίτερη λειτουργία τους. Όπως υπογραμμίζουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεν υφίσταται στην πραγματικότητα αντίφαση μεταξύ των κανονισμών 950/68 και 974/71, καθόσον ο τελευταίος περιέχει εξουσιοδότηση επιβολής εξισωτικών ποσών ανεξάρτητα από την έκταση των παγιοποιημένων δασμών. Η αρνητική αντίδραση του Συμβουλίου στην πρόταση της Επιτροπής του Μαΐου 1972 περί περιορισμού των εξισωτικών ποσών στις περιπτώσεις για τις οποίες έχουν γίνει δασμολογικές παραχωρήσεις για ορισμένα προϊόντα στο πλαίσιο της GATT, δείχνει ότι το Συμβούλιο δεν είχε πράγματι πρόθεση να προβλέψει τέτοιου είδους περιορισμό στον κανονισμό 974. Αν, αντίθετα, το Συμβούλιο είχε θελήσει τέτοιον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των εξισωτικών ποσών, θα έπρεπε να είχε εκφράσει ρητά την πρόθεσή του αυτή στον κανονισμό 974/71, όπως έκανε για τις εισφορές σε ορισμένους οργανισμούς γεωργικών αγορών. Χωρίς τέτοια ρητή εξουσιοδότηση είναι βέβαιο ότι η Επιτροπή κατά την θέσπιση του κανονισμού δεν εδικαιούτο να περιορίσει κατά τρόπο γενικό τα εξισωτικά ποσά στο μέτρο των παγιοποιήσεων της GATT. Αν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ του κανονισμού 974/71 και του σχετικού με το Κοινό Δασμολόγιο κανονισμού με τις αναφορές του στις παραχωρήσεις στο πλαίσιο της GATT, μπορεί περαιτέρω να διαπιστωθεί ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η προσφεύγουσα ως προς το κύρος των ρυθμίσεων για τα εξισωτικά ποσά δεν δικαιολογούνται. Δεν μπορεί, πράγματι, στην περίπτωση αυτή να αγνοηθεί ότι ο κανονισμός 974/71, με την ευρεία ειδική εξουσιοδότηση που περιέχει, αποτελεί ως προς τον κανονισμό 950 τόσο ειδική όσο και μεταγενέστερη ρύθμιση. Συνεπώς, εφόσον δεν εξαρτάται από τον κανονισμό 950, το κύρος του δεν πρέπει να κριθεί βάσει των διατάξεων εκείνου. Ως προς το τρίτο, λοιπόν, προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση 9/73, δεν απομένει παρά να γίνει δεκτό ότι το κύρος των ρυθμίσεων για τα εξισωτικά ποσά, εφόσον πρόκειται για εισαγωγές από τρίτες χώρες, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε βάσει του κανονισμού 950/68 ούτε βάσει των περί παγιοποιημένων δασμών διατάξεων της GATT. 5. Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί τέθηκε από κοινού και στις δύο υποθέσεις. Το Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης επιθυμεί με το ερώτημα αυτό να πληροφορηθεί αν η εξουσιοδότηση για την επιβολή εξισωτικών ποσών την οποία παρέχει ο κανονισμός 974/71 είχε παύσει να ισχύει κατά το χρόνο καθεμιάς εισαγωγής (δηλαδή στις 15 Μαρτίου 1972 και στις 16 Μαΐου 1972 αντίστοιχα), τούτο δε διότι τα κράτη μέλη εφάρμοζαν και πάλι τις διεθνείς ρυθμίσεις για τα περιθώρια διακυ- 735
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 μάνσεως των τιμών συναλλάγματος περί την επίσημη ισοτιμία ή διότι ήταν βέβαιο, το αργότερο από τη νομισματική διάσκεψη της Ουάσιγκτον της 18ης Δεκεμβρίου 1971, ότι τα κράτη μέλη δεν θα επανέρχονταν στις παλαιές ισοτιμίες. Είναι λοιπόν κρίσιμο και αυτό είναι το ευδιάκριτο νόημα του αναφερθέντος άρθρου 8 του κανονισμού 974 το γεγονός ότι το σύστημα των εξισωτικών ποσών καθίσταται περιττό μόνον εφόσον τεθούν σε ισχύ νέες σταθερές τιμές συναλλάγματος και τηρούνται πάλι ορισμένα περιθώρια διακυμάνσεως. Περί αυτού όμως δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος μετά τη Συμφωνία Κυρίων της Ουάσιγκτον. Πράγματι, ελλείψει επικυρώσεως με συμφωνία, οι αποφάσεις της Ουάσιγκτον είχαν προσωρινό χαρακτήρα δεν μπορούσαν συνεπώς να παραβληθούν με διεθνή ρύθμιση κατά την έννοια του κανονισμού 974. Σ' αυτό προστίθεται το γεγονός ότι η προαναφερθείσα συμφωνία αφορά κεντρικές τιμές που καθορίστηκαν από τη Διευθύνουσα Επιτροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και έχουν διαφορετικό νομικό χαρακτήρα από τις επίσημες ισοτιμίες (αρκεί, για παράδειγμα, να δηλώνονται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τίθενται σε ισχύ αν αυτό δεν τις κρίνει μη ικανοποιητικές, ενώ η μεταβολή της επίσημης ισοτιμίας χρειάζεται έγκριση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου). Τέλος, οι κεντρικές τιμές που καθόρισαν τα περισσότερα από τα συμβαλλόμενα κράτη παρουσιάζουν απόκλιση και μερικές φορές ουσιώδη από την επίσημη ισοτιμία είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι καθορίστηκαν για τις τιμές αυτές ουσιωδώς διευρυμένα περιθώρια διακυμάνσεως, πράγμα που οδήγησε στην ανάγκη επεκτάσεως του συστήματος των εξισωτικών ποσών ακόμα και στη Γαλλία και την Ιταλία ύστερα από τις νομισματικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον. Σχετικά με το ερώτημα αυτό τουλάχιστο το πρώτο μέρος του μπορώ να είμαι σύντομος, δεδομένου ότι εξετάστηκε ήδη στην υπόθεση 5/73 και δεν έχει προκύψει τίποτε νέο από τις παρούσες υποθέσεις. Υπό το πρίσμα αυτό δεν θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί σοβαρά ότι ο κανονισμός 974/71 έπαυσε να ισχύει μετά τις αποφάσεις της Ουάσιγκτον, και αληθώς κατόπιν των προεκτεθέντων δεν υπήρξε ευκαιρία για κάτι τέτοιο ύστερα από ένα ψήφισμα του Μαρτίου του 1972 για την περιστολή των περιθωρίων διακυμάνσεως, ψήφισμα που δεν παρείχε εξάλλου καμιά συναλλαγματική ασφάλεια. Κατά το μέτρο που στο πλαίσιο αυτού του ερωτήματος τίθεται ακόμα το πρόβλημα αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εξουσιοδότηση του κανονισμού 974/71 έπαυσε να ισχύει, δεδομένου ότι μετά τη Συμφωνία της Ουάσιγκτον ήταν βέβαιο ότι δεν υφίστατο ζήτημα επανόδου στις παλαιές ισοτιμίες, δεν χρειάζονται μακρές αναπτύξεις. Πράγματι, μπορώ να απαντήσω αρνητικά στο ερώτημα αυτό, υπογραμμίζοντας προ πάντων μαζί με την Επιτροπή ότι μια τέτοια επάνοδος στις παλαιές ισοτιμίες ήταν εντελώς απίθανη ήδη κατά τον Μάιο του 1971, το χρόνο δηλαδή της θεσπίσεως του κανονισμού 974/71. Εξάλλου, είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 του κανονισμού 974 μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούνται μόνον εφόσον εφαρμοστούν νέες ισοτιμίες, πράγμα που δεν συνέβαινε ούτε μετά τη Συμφωνία της Ουάσιγκτον. Τέλος, πρέπει ακόμα να εξεταστεί στην παρούσα ενότητα μια παρατήρηση που έκανε μόνη η προσφεύγουσα Rewe-Zentral. Αναφέρεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 9ης Μαΐου 1971 και την περιεχόμενη σ' αυτό διαπίστωση ότι «η παρούσα κατάσταση και οι προοπτικές εξελίξεως του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών 736
SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH δεν δικαιολογούν μεταβολή των ισοτιμιών των νομισμάτων τους». Αναφορικά προς την διαπίστωση αυτή και πεπεισμένη ότι το ψήφισμα εκφράζει την πρόθεση επανόδου στις παλαιές ισοτιμίες, η προαναφερθείσα προσφεύγουσα θεωρεί ότι η νομισματική Συμφωνία της Ουάσιγκτον κατάργησε μια βασική προϋπόθεση του ψηφίσματος αυτού και συνεπώς στέρησε τον κανονισμό 974/71, ο οποίος σηρίζεται σ' αυτήν, από το έρεισμά του. Και αυτή η άποψη όμως είναι προφανώς αστήρικτη. Κατά τη γνώμη μου αρκεί να τονιστεί σχετικά ότι στο ψήφισμα δεν διατυπώνεται παρά μια προσδοκία. Εν πάση περιπτώσει φαίνεται εσφαλμένο να του αναγνωριστεί υποχρεωτική ισχύς στο εν λόγω ζήτημα, υπό την έννοια ότι μια μεταγενέστερη ρητή πράξη του Συμβουλίου, που περιέχει η ίδια σαφείς διατάξεις σχετικά με την κατάργησή της, θα έπαυε να ισχύει σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της προσδοκίας. Μπορεί συνεπώς να γίνει εν τέλει δεκτό ότι τίποτε δεν συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι η εξουσιοδότηση του κανονισμού 974/71 δεν ίσχυε πλέον όταν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης πραγματοποίησαν τις εισαγωγές τους. 6. Επίσης κατά όμοιο τρόπο και στις δύο υποθέσεις τέθηκε το ερώτημα, αν κατά το χρόνο της εισαγωγής (δηλαδή στις 15 Μαρτίου και στις 16 Μαΐου 1972) ίσχυε για τα κράτη μέλη απαγόρευση ελευθερώσεως των τιμών τους συναλλάγματος, είτε βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης ΕΟΚ είτε βάσει του ψηφίσματος του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1971 περί σταδιακής πραγματοποιήσεως της οικονομικής και νομισματικής ενώσεως μέσα στην Κοινότητα είτε ακόμη βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το ερώτημα αυτό τέθηκε ενόψει της ερμηνείας ενός σχετικού προς τις εν λόγω υποθέσεις εθνικού εξουσιοδοτικού κανόνα και ενδεχομένως δεν είναι διόλου ουσιώδες για τη λύση της διαφοράς, σύμφωνα με όσα ανέπτυξε η Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα και την ανάγκη μιας πιθανώς αναδρομικής διορθώσεως του εν λόγω εξουσιοδοτικού κανόνα. Αυτό ωστόσο δεν μας εμποδίζει να εξετάσουμε ακόμα το πρόβλημα της ελευθερώσεως των τιμών συναλλάγματος. Εξάλλου μπορεί σχετικά να ληφθούν εν μέρει υπόψη όσα ήδη ελέχθησαν επί αναλόγου ερωτήματος επί της υποθέσεως 5/73. Πρέπει καταρχάς να γίνουν τρεις παρατηρήσεις κατά το μέτρο που έγινε αναφορά στις διατάξεις της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη μέλη και συνήχθη το συμπέρασμα ότι η συμφωνία αυτή γνωρίζει μόνο τροποποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και όχι ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι όσο χρόνο η νομισματική πολιτική στο πλαίσιο της Κοινότητας δεν είναι ενιαία, τα κράτη μέλη έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη Συμφωνία και ότι η Κοινότητα ουδόλως δεσμεύεται από τη Συμφωνία. Εν συνεχεία μπορεί και στην παρούσα περίπτωση να εφαρμοστεί ό,τι ελέχθη για την εφαρμογή των διατάξεων της GATT και να γίνει συνεπώς δεκτό ότι τα άτομα δεν μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τις διατάξεις της Συμφωνίας περί του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τέλος, είναι σημαντικό και το γεγονός ότι η Συμφωνία ουδαμώς αποκλείει την ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος. Αυτό μπορεί να συναχθεί από την πρακτική που ακολουθήθηκε από το 1948 και κατά το μέτρο αυτό είναι επίσης κρίσιμο το ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν αντετέθη στην ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος που μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω. Είναι συνεπώς μάταιη η επίκληση της συμφωνίας αυτής προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα. 737
ΠΡΟΤΑΧΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 Όσον αφορά στη συνέχεια το άρθρο 107 της Συνθήκης ΕΟΚ, έχει ήδη καταστεί σαφές από την υπόθεση 5/73 ότι δεν μπορεί από το άρθρο αυτό να συναχθεί μείωση των μέσων που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την άσκηση νομισματικής πολιτικής κατά την έννοια που υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού είναι σαφής ως προς αυτό το ζήτημα, καθόσον σε περίπτωση καταχρήσεως προβλέπει μόνον αντίμετρα από την πλευρά της Κοινότητας, συνεπώς έναν έμμεσο απλώς περιορισμό των εξουσιών των κρατών μελών στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Επομένως, και αν ακόμα η ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος δύσκολα συμβιβάζεται μακροχρόνια προς τη Συνθήκη ΕΟΚ, σε περίπτωση εξαιρετικών περιστάσεων δεν μπορεί σχετικά να συναχθεί απόλυτη απαγόρευση από το άρθρο 107. Το επιχείρημα που στηρίζεται στον κανονισμό 129 επίσης εξετάστηκε ήδη στις προτάσεις επί της υποθέσεως 5/73. Για ευκολία επιτρέψτε μου επί του παρόντος απλώς να παραπέμψω σ' αυτές. Η Επιτροπή κατέδειξε, κατά τη γνώμη μου, με πειστικότητα ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1971, αλλά και εκείνο της 21ης Μαρτίου 1972, δεν αποτελούν νομικές πράξεις με υποχρεωτική ισχύ. Όσον αφορά το πρώτο ψήφισμα, είναι πράγματι σημαντικό το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος σ' αυτό περιορισμός των περιθωρίων διακυμάνσεως προϋπέθετε εναρμονισμένη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών έναντι του δολαρίου. Η προϋπόθεση αυτή δεν είχε ακόμα πληρωθεί τον Μάιο του 1971. Ο περιορισμός των περιθωρίων διακυμάνσεως έπρεπε αντίθετα να αρχίσει να ισχύει στις 15 Ιουνίου 1971 και παρακάμφθηκε από τα αρκετά γνωστά γεγονότα που συνέβησαν το έτος εκείνο στο νομισματικό τομέα. Όσον αφορά το δεύτερο ψήφισμα δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί ότι, όπως το πρώτο, προέβλεπε μόνο την πειραματική διατήρηση των νομισματικών διακυμάνσεων σε στενά περιθώρια και ότι κατά συνέπεια οι κεντρικές τράπεζες καλούνταν απλώς να θεσπίσουν πειραματικά ένα σύστημα παρεμβάσεως. Ορθώς συνήχθη απ' αυτό ότι μ' αυτό τον τρόπο τα κράτη μέλη δεν θέλησαν να περιορίσουν την αυτονομία τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, συμπέρασμα προς το οποίο συμφωνεί και η στάση που τήρησαν κατόπιν πολλά από τα κράτη μέλη. Δεν μπορεί συνεπώς να γίνει δεκτό ότι τα προαναφερθέντα ψηφίσματα απαγόρευαν την ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος. Μένει λοιπόν ακόμα να ασχοληθούμε με την αναφορά στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1971 με το επιχείρημα που συνάγεται από το άρθρο 5 της Συνθήκης, από τη διάταξη δηλαδή κατά την οποία τα κράτη μέλη έχουν γενική υποχρέωση φιλικής συμπεριφοράς έναντι της Κοινότητας. Ως προς το ζήτημα αυτό μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις. Ως προς την αναφορά, τέλος, στη γενική διάταξη του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, ας μου επιτραπεί επίσης να είμαι σύντομος. Είναι πράγματι αναμφισβήτητο όπως θεωρούν οι προσφεύγουσες ότι η ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος και το επ' αυτής ερειδόμενο σύστημα των εξισωτικών ποσών μπορεί να φανούν συζητήσιμα, στο φως ορισμένων σκοπών της Συνθήκης (για παράδειγμα του άρθρου 3α, δ και στ), αν εξεταστούν μεμονωμένα. Πρέπει όμως να λεχθεί ότι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού λόγω της ελευθερώσεως των τιμών συναλλάγματος αντιμετωπίστηκαν ακριβώς μέσω του συστήματος των εξισωτικών ποσών και ότι το σύστημα αυτό είχε σκοπό μακροχρόνια να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση της γεωργικής πολιτικής με το σύστημα κοινών τιμών της. Πέραν τούτου, αν από την ειδική διάταξη του άρθρου 107 δεν συνάγεται απαγόρευση της ελευθερώσεως των τιμών συναλλάγματος, 738
SCHLÜTER ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT LÖRRACH δεν μπορεί βέβαια να προσφύγει κανείς στη γενική διάταξη του άρθρου 5 της Συνθήκης για να στηρίξει μια τέτοια απαγόρευση. Όσον αφορά, συνεπώς, το ερώτημα που μόλις μας απασχόλησε, πρέπει να δοθεί στο παραπέμπον δικαστήριο αν πράγματι αυτό έχει σημασία η απάντηση, ότι απαγόρευση από το κοινοτικό δίκαιο σχετικά με την ελευθέρωση των τιμών συναλλάγματος δεν υφίστατο ούτε στις 8 Μαρτίου 1971 (χρόνο τροποποιήσεως της γερμανικής τελωνειακής νομοθεσίας) ούτε κατά το χρόνο που πραγματοποίησαν τις εισαγωγές τους οι προσφεύγουσες. 7. Επί της υποθέσεως 9/73 έγινε κατά τη δίκη ακόμα μια παρατήρηση που σχετίζεται προς το άρθρο 1 του κανονισμού 974/71, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να είχε απαγορευτεί να περιληφθεί το ελβετικό τυρί στο σύστημα των εξισωτικών ποσών ελλείψει κινδύνου διαταραχής. Ανάλογο ερώτημα δεν υπέβαλε ωστόσο το Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης και συνεπώς δεν υπάρχει λόγος να εξεταστεί το πρόβλημα αυτό κατά την παρούσα δίκη. Αν όμως θεωρείται αναγκαία η πραγμάτευσή του, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω σχετικά σε όσα ανέπτυξα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως 5/73 επί αναλόγου προβλήματος σχετικού με την εισαγωγή βουλγαρικού πρόβειου τυριού. Ήδη, θα μπορούσε επί πλέον να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος διαταραχών που θα μπορούσε να προκαλέσει η εισαγωγή τυριού διαφόρων ειδών από την Ελβετία θα μπορούσε να λογισθεί μεγαλύτερος από τις βλαπτικές επιπτώσεις της εισαγωγής βουλγαρικού πρόβειου τυριού στην Κοινή Αγορά. Μου φαίνονται επίσης διαφωτιστικά όσα είπε η Επιτροπή σχετικά με τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στο πλαίσιο του συστήματος των επιστροφών αν αφηνόταν ελεύθερη η εισαγωγή ελβετικού τυριού. Τέτοιες σκέψεις ήταν ασφαλώς δικαιολογημένες σε συνάρτηση με τις κατά διακριτική εξουσία εκτιμήσεις της Επιτροπής κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του κανονισμού 974. Επομένως, αν το Δικαστήριο επιθυμεί στην υπόθεση 9/73 να αποφανθεί και επί του άρθρου 1 του κανονισμού 974, θα πρέπει να δεχθεί ότι η άποψη της Επιτροπής, κατά την οποία το ελβετικό τυρί περιελήφθη αρχικά στο σύστημα των εξισωτικών ποσών και εξαιρέθηκε απ' αυτό μόλις την άνοιξη του 1973, δεδομένης της διακριτικής εξουσίας την οποία διαθέτει η Επιτροπή που περιλαμβάνει και εκτιμήσεις εμπορικής πολιτικής, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. 8. Προτείνω συνεπώς να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht της Βάδης-Βυρτεμβέργης: α) Επί της υποθέσεως 9/73: αα) Δεν ανέκυψε κατά τη δίκη κανένας λόγος που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος του κανονισμού 974/71, κατά το μέτρο που επιτρέ- 739
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ROEMER ΥΠΟΘΕΣΗ 9/73 πει την επιβολή εξισωτικών ποσών επί των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Πρέπει να ληφθεί ιδίως υπόψη ότι το Συμβούλιο είχε εξουσία να εκδώσει τον κανονισμό αυτό βάσει του άρθρου 103 της Συνθήκης ΕΟΚ και να στηρίξει κατά τρόπο γενικό τον υπολογισμό των εξισωτικών ποσών στη σχέση μεταξύ των κυμαινομένων ισοτιμιών των κοινοτικών νομισμάτων και του δολαρίου ΗΠΑ. ββ) Το κύρος του κανονισμού 974/71 καθώς και των εκδοθέντων σε εκτέλεσή του κανονισμών δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι οι κανονισμοί αυτοί παρέχουν εξουσιοδότηση για την επιβολή εξισωτικών ποσών στις εισαγωγές τυριών Emmenthal και Gruyère προερχομένων από τρίτες χώρες, τα οποία προστιθέμενα στην εισφορά υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό παγιοποιημένων δασμών στο πλαίσιο της GATT. β) Επί της υποθέσεως 10/73: Δεν ανέκυψε κατά τη δίκη κανένας λόγος που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος του κανονισμού 974/71, κατά το μέτρο που παρέχει εξουσιοδότηση για την επιβολή ενδοκοινοτικών εξισωτικών ποσών. Πρέπει να ληφθεί ιδίως υπόψη ότι το Συμβούλιο δικαιείτο να στηρίξει το μέτρο που θέσπισε στο άρθρο 103 της Συνθήκης ΕΟΚ. γ) Επί αμφοτέρων των υποθέσεων: αα) Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εξουσιοδότηση του κανονισμού 974/71 είχε παύσει να ισχύει στις 5 Μαρτίου 1972 ή στις 16 Μαΐου 1972 λόγω των αποφάσεων της Διασκέψεως της Ουάσιγκτον της 18ης Δεκεμβρίου 1971 και της εφαρμογής τους από τα κράτη μέλη. ββ) Υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι στις 15 Μαρτίου 1972 ή στις 16 Μαΐου 1972 υφίστατο απαγόρευση ελευθερώσεως των τιμών συναλλάγματος για τα κράτη μέλη. 740