ΑΡΙΘΜΟΣ: 123/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζακόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Παρέσσα Τσαντεκίδου και Ιωάννα



Σχετικά έγγραφα
Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

Αθήνα, 01 Δεκεμβρίου 2008 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ)

Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ. : 1549

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΑΠ 1506/2005. Περίληψη

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ)

Από τον έλεγχο διαπιστώθηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

H ποινική ευθύνη του Διευθύνοντος Συμβούλου

Αθήνα, 06 Μαΐου 2009 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ)

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Published on TaxExperts (

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Παράταση προθεσμίας ρύθμισης φορολογικών υποθέσεων.

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Published on TaxExperts (

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Τηλ:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 01/ 03 /2017 Αριθμός απόφασης: 1747 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα 5 Απριλίου 2012 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης. Σας κοινοποιούμε τα άνω έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών, για να λάβετε γνώση.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1. Κατάργηση αδικημάτων φοροδιαφυγής του ν.2523/1997 (άρθρο 71 του Κ.Φ.Δ.)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4411/2016

ΑΔΑ: 4ΑΓΜΗ-ΔΡ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Ν. 2523/1997

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΡΗΤΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. Αρ. 243 ΠΚ: Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Αθήνα 06 Σεπτεμβρίου 2019 & ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ Δ.Σ ΑΡΜΟΔΙΕΣ Δ/ΝΣΕΙΣ: ΑΜΕΣΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ Αρ. Πρωτ.: & ΑΓΟΡΑΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ. ΘΕΜΑ: «Λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας ελέγχου για την πληρωμή της ειδικής καλλιεργητικής ενίσχυσης για το βαμβάκι περιόδου 2017/18»

Αθήνα, 2 Φεβρουαρίου 1995 Αρ. Πρωτ.: /8911/1807/0014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αρθρο 51. Ρύθμιση οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ κλπ.)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

16SYMV

Καλλιθέα, 27/12/2016. Αριθμός απόφασης: 4498 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 04/12/2017 Αριθμός απόφασης:6130 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙOΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ του Γεωργίου, κάτοικου Διονύσου Αττικής οδός Ξάνθου αριθμ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2017) 246 final.

ΧΡΗΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Εργαλείο Οικονομικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης

ΠΟΛ.2005/ Διοικητική ερμηνεία των διατάξεων για την ποινικοποίηση της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

2829/2015 Δ Εφ Αθ. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 2ο Τριμελές

«Ζητήματα συρροής στα εγκλήματα φοροδιαφυγής» Ευάγγελος Μπακέλας Αντεισαγγελέας Εφετών Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Καλλιθέα, 11/07/2016. Αριθμός απόφασης: 2549 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΟΛ Αθήνα, 14 Νοεμβρίου Αριθ. Πρωτ /20056/ΔΕ-Ε

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 12/05/2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Καλλιθέα, 04/11/2016. Αριθμός απόφασης: 3689

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ. ΘΕΜΑ: «Λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας ελέγχου για την πληρωμή της ειδικής καλλιεργητικής ενίσχυσης για το βαμβάκι περιόδου 2016/17»

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10 ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ. Ταχ. Κώδικας : ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες : Μ. Σταρά - Μ. Γεροντάρη Τηλέφωνο :

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙA: ΠΛΑΣΤΑ - ΕΙΚΟΝΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3401, 7/4/2000

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 5 Δ Η Μ Ο Σ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ - ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ - ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εισηγήτρια : Ελένη Σβολοπούλου, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. ΓΡΑΦ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Συνεδρίαση 33 η της Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Καλλιθέα, 12/05/2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Transcript:

ΑΡΙΘΜΟΣ: 123/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζακόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Παρέσσα Τσαντεκίδου και Ιωάννα Πετροπούλου, Εφέτες. Συνεδρίασε στο ειδικό δωμάτιο διασκέψεων στις 9 Ιανουαρίου 2007. Στη συνεδρίαση παρέστησαν ο Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών Ισίδωρος Ντογιάκος και ο Γραμματέας Πέτρος Καλκαβούρας. (...) Για την υπόθεση αυτή διατάχθηκε και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, διαβίβασε τη σχηματισθείσα δικογραφία, στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος την εισήγαγε προς το Συμβούλιο τούτο, μαζί με την 2457/2006 πρόταση του παραπάνω Αντεισαγγελέα, η οποία έχει ως εξής: & Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1,4, 138 παρ.2 και 308 παρ.1 εδάφ. β'του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τη δικογραφία που επισυνάπτεται και εκθέτω τα εξής. Σε βάρος των κατηγορουμένων 1) Π Σ 2) Α Σ 4) ΔΦ 5) Π Λ 6) Α K 8) Ν Ι και 9) E Α ασκήθηκε ποινική δίωξη α) για απάτη, η οποία διήρκησε επί μακρόν και τελέσθηκε από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ιε, αποτέλεσμα την πρόκληση ιδιαίτερα μεγάλης ζημιάς σε βάρος της περιουσίας τoυ Ελληνικού Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσόν των πενήντα εκατομμυρίων ( 50.000.000 ) δραχμών ή των εκατόν πενήντα χιλιάδων ( 150.000 ) ευρώ, δηλ. για, παράβαση των άρθρων 1, 13 περίπτ. στ, 14, 26 παρ.1 εδ.α', 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 386 παρ. 1,3 του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Νόμου 1608 /1950 «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του Δημοσίου» και για παράβαση των διατάξεων της δευτέρας, παραγράφου του τέταρτου άρθρου του Ν.2803/2000, με τίτλο «Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών ιιε αυτήν πρωτοκόλλων». Ποινική δίωξη για άμεση συνεργεία στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις (άρθρ.46 παρ.1 περ.β'π.κ) ασκήθηκε και σε βάρος των (...) Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε από τους αρμοδίους προανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ( Σ.Δ.Ο.Ε.-Π.Δ.Αττικής ), σε συνδυασμό με εκείνα που προέκυψαν από σχετική έρευνα που διενεργήθηκε και από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών 1

(Βλ.σχετ.το υπ.αριθ.πρωτ.2450/25-2-1998 έγγραφο του προς το Σ.Δ.Ο.Ε Π.Δ Αττικής ), ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ποινική δίωξη, τόσο κατά των ως άνω προσώπων, όσο και κατά παντός άλλου υπευθύνου για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, καθώς και για άμεση συνεργεία σε αυτές και απαγγέλθηκαν από τον 2 Ειδικό Επίκουρο Ανακριτή Αθηνών οι σχετικές κατηγορίες σε βάρος τους, ενώ όσον αφορά πλήθος άλλων προσώπων εκδόθηκαν τυπικές κλήσεις. Ήδη η δικογραφία διαβιβάστηκε από τον Ανακριτή στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος στη συνέχεια την υπέβαλε αρμοδίως σ' εμάς για τις δικές μας περαιτέρω ενέργειες, καθόσον, λόγω του είδους των κατηγοριών που βαρύνουν τους κατηγορουμένους, το Συμβούλιο Σας είναι αρμόδιο να κηρύξει το πέρας της ανακρίσεως και να αποφανθεί αμετακλήτως ως προς αυτές. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 308 του ΚΠοινΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 1738/87 «Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνα ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση την εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα.» Σημειώνεται ότι, όπως γίνεται δεκτός η αρμοδιότητα τοο Συμβουλίου Εφετών να αποφαίνεται αμετακλήτως για τα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 προσδιορίζεται από το χαρακτηρισμό που δόθηκε στην αξιόποινη πράξη με την άσκηση της ποινικής δίωξης και με την απαγγελία στον κατηγορούμενο της κατηγορίας που τον βαρύνει, εξακολουθεί δε να υφίσταται και όταν το εν λόγω Συμβούλιο κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται κάποιο από τα προβλεπόμενα στο ως άνω άρθρο εγκλήματα, αλλά άλλο υπαγόμενο στις κοινές διατάξεις, οπότε στην περίπτωση αυτή οφείλει, αφού δώσει στην πράξη τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς το σχετικό παραπεμπτικό Βούλευμα να υπόκειται σε αναίρεση ( Βλ. σχετ. και Α.Π. 1040/2005 Συμβ. ΠΧρ. ΝΣΤ, σελ. 129 ). Από τα στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα α) από τις ένορκες καταθέσεις όλων των μαρτύρων που έχουν εξεταστεί, τόσο κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε σχετικά με την υπόθεση, όσο και κατά την κύρια ανάκριση που ακολούθησε β) από τις πορισματικές αναφορές που συνέταξαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ( Π.Δ. Αττικής) και γ) από όλα τα υπόλοιπα έγγραφα που επισυνάπτονται, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. 2

Η Ευρωπαϊκή Ένωση με δικούς της, αποκλειστικά, οικονομικούς πόρους από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( FEOGA) τη δεκαετία του 1990 ενίσχυε τον τομέα βάμβακος στη χώρα μας. Ειδικότερα, ενίσχυε οικονομικά τους βαμβακοπαραγωγούς, με βάση τις ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που παρέδιδαν στα εκκοκκιστήρια για εκκόκκιση. Σύμφωνα με τους, σχετικούς κανονισμούς η οικονομική ενίσχυση δινόταν, μέσω του Οργανισμού Βάμβακος, στις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, την κατέβαλαν στους βαμβακοπαραγωγούς, με την πάροδο δε του χρόνου έγινε ιδιαίτερα ελκυστική, επειδή συνήθως ήταν μεγαλύτερη της εμπορικής αξίας του προϊόντος. Για το λόγο αυτό οι βαμβακοπαραγωγοί καθώς και οι ιδιοκτήτες των εκκοκκιστηρίων, κατ' εξακολούθηση, επί μακρό χρονικό διάστημα, εξαπατούσαν τους αρμόδιους υπαλλήλους του Οργανισμού Βάμβακος και κατ' επέκταση και τις άλλες αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και εισέπρατταν ως επιδοτήσεις από το αρμόδιο ταμείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρηματικά ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που πράγματι εδικαιούντο. Ειδικότερα, επειδή το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης προσδιοριζόταν με βάση τις ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που παρεδίδοντο στα εκκοκκιστήρια προς εκκόκκιση, δήλωναν ψευδώς στον Οργανισμό Βάμβακος πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που πράγματι είχαν παραδοθεί για το σκοπό αυτό. Λόγω όμως της εφαρμογής συντελεστή απόδοσης του σύσπορου βαμβακιού έπρεπε να εμφανίζεται και ανάλογη ποσότητα εκκοκκισμένου, κάτι όμως που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί στην πραγματικότητα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, οι ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που είχαν παραδοθεί στο εκκοκκιστήριο, ήταν πολύ μικρότερες από εκείνες που είχαν δηλωθεί. Για το λόγο αυτό εφάρμοζαν το τέχνασμα των εικονικών πωλήσεων προϊόντων εκκοκκισμένου βάμβακος, ώστε να «καλύπτεται» η ψευδής ποσότητα σύσπορου βαμβακιού που είχε δηλωθεί. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το συντελεστή αυτόν, η απόδοση του σύσπορου βαμβακιού ήταν 32%, περίπου, σε εκκοκκισμένο βαμβάκι και 52-53 %, περίπου, σε βαμβακόσπορο. Στην εμφάνιση των εικονικών ποσοτήτων σύσπορου βαμβακιού προέβαιναν, επειδή ο Οργανισμός Βάμβακος είχε τη δυνατότητα να ελέγξει τις μηνιαίες καταστάσεις του κάθε εκκοκκιστηρίου, να συγκρίνει τις εισαγωγές σ' αυτό των ποσοτήτων του σύσπορου βαμβακιού που είχε επιδοτηθεί με τις πωλήσεις του εκκοκκισμένου από το ίδιο εκκοκκιστήριο, σύμφωνα με το συντελεστή απόδοσης του σύσπορου βαμβακιού και να διαπιστώσει την απόκλιση που υπήρχε, αφού είχε δηλωθεί ψευδώς ποσότητα σύσπορου βαμβακιού, η οποία φυσικά ουδέποτε είχε παραληφθεί. Κατά συνέπεια για όσες ποσότητες εκκοκκισμένου βαμβακιού προέκυψε ότι έχουν πωληθεί εικονικά, δεν αντιστοιχούν 3

ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που πράγματι είχαν εισαχθεί στο εκκοκκιστήριο, με αποτέλεσμα να έχουν επιδοτηθεί παράνομα. Δηλ. το τέχνασμα των εικονικών πωλήσεων εκκοκκισμένου βαμβακιού χρησιμοποιείτο από τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις για να δικαιολογηθεί αντίστοιχη ποσότητα σύσπορου βαμβακιού για την οποία είχε δοθεί οικονομική ενίσχυση, χωρίς όμως στην πραγματικότητα η ποσότητα αυτή να έχει παραδοθεί στο εκκοκκιστήριο. Στη συγκεκριμένη υπόθεση οι 1) Π Σ, κατά το χρονικό διάστημα από 4-10-1993 μέχρι 31-12-1995, ως διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ EE», η οποία εδρεύει στη 2) Α Σ, κατά το χρονικό διάστημα από 6-12-1995 έως 2-10-1996, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ' «...ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΒΑΜΒΑΚΟΣ» 3) Δ Φ, κατά το χρονικό διάστημα από 13-4-1994 μέχρι 16-5-1994, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ... ΑΕΒΕ» 4) Π Λ, κατά την εκκοκκιστική περίοδο 1994-1995 και σε ημερομηνίες που δεν κατορθώθηκε να εξακριβωθούν, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης Γ. Λ ΑΒΕΕ» 5) Α Κ, κατά την εκκοκκιστική περίοδο 1994-1995 και σε ημερομηνίες που δεν κατορθώθηκε να εξακριβωθούν, ως νόμιμος εκπρόσωπος της Ένωσης Γεωργικών- Αγροτικών Συνεταιρισμών 6) Ν Ι ν, κατά τις εκκοκκιστικές περιόδους 1993-1994, 1994-1995, και 1995-1996, σε ημερομηνίες που επίσης δεν κατορθώθηκε να εξακριβωθούν, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ ΒΑΜΒΑΚΟΣ...» και Ε Α, κατά την εκκοκκιστική περίοδο 1995-1996 και πάλι σε ημερομηνίες που δεν κατορθώθηκε να εξακριβωθούν, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «E...A...», κατηγορούνται ότι με τη συνδρομή και άλλων προσώπων και με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο τα παραπάνω νομικά πρόσωπα που εκπροσωπούσαν όσο και οι ίδιοι, υπέβαλαν στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού Βάμβακος..., διάφορα, ψευδή κατά το περιεχόμενο τους, έγγραφα και δικαιολογητικά, με σκοπό να εισπράξουν παράνομα, τυπικά για λογαριασμό άλλων στην πραγματικότητα όμως για λογαριασμό τους, επιδοτήσεις για ανύπαρκτες ποσότητες σύσπορου βαμβακιού, οι οποίες, δήθεν, είχαν εκκοκκιστεί στα εκκοκκιστήρια των εταιρειών που εκπροσωπούσε καθένας απ' αυτούς. Ειδικότερα τα δικαιολογητικά αυτά ήταν τα εξής: α) υπεύθυνες δηλώσεις των καλλιεργητών - παραγωγών για τις εκτάσεις πού καλλιέργησαν με βαμβάκι β) συμβάσεις αγοραπωλησίας σύσπορου βαμβακιού από τους παραγωγούς γ) πιστοποιητικά ποσοτικής και ποιοτικής παραλαβής σύσπορου βαμβακιού δ) καταστάσεις ημερήσιας παραλαβής σύσπορου βαμβακιού ε) τιμολόγια αγοράς σύσπορου βαμβακιού, από το εκκοκκιστήριο στ) πιστοποιητικά ελέγχου ζ) 4

ζυγοταινίες και η) αιτήσεις ενίσχυσης, που αφορούσαν άγνωστους παραγωγούς και ποσότητες σύσπορου βαμβακιού, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα ουδέποτε είχαν παραχθεί και φυσικά ουδέποτε είχαν εισαχθεί στα εκκοκκιστήρια. Τα ως άνω δικαιολογητικά ήταν κατά νόμο απαραίτητα για τον προσδιορισμό του ύψους των επιδοτήσεων και την καταβολή των σχετικών ποσών. Με βάση αυτά οι αρμόδιοι υπάλληλοι ενέκριναν την καταβολή ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών ως επιδοτήσεις για ανύπαρκτες ποσότητες σύσπορου βαμβακιού, οι οποίες, όπως αναφέρεται παραπάνω, ουδέποτε είχαν παραδοθεί προς εκκόκκιση. Τα εικονικά φορολογικά στοιχεία που εμφάνιζαν έκτων υστέρων οι κατηγορούμενοι ( τιμολόγια πώλησης, δελτία αποστολής, φορτωτικές ), ουδεμία έννομη συνέπεια είχαν όσον αφορά την παραπλάνηση των αρμοδίων υπάλληλων για την έγκριση και καταβολή των επιδοτήσεων και κυρίως τον προσδιορισμό του ύψους τους, αφού αυτές είχαν ήδη καταβληθεί με βάση τα παραπάνω υπό στοιχ. α έως στ έγγραφα- δικαιολογητικά. Επομένως είναι απόλυτα σαφές ότι οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι, ως φυσικοί αυτουργοί, εν γνώσει τους, παρέστησαν ψευδώς και παραπλάνησαν τους αρμοδίους υπαλλήλους του Οργανισμού Βάμβακος..., ότι σε συγκεκριμένες εκκοκκιστικές περιόδους, οι αγρότεςβαμβακοπαραγωγοί παρέδωσαν προς εκκόκκιση στα εκκοκκιστήρια των εταιρειών που εκπροσωπούσαν τις ποσότητες σύσπορου βαμβακιού, τις οποίες οι ίδιοι ψευδώς είχαν δηλώσει ότι εκκόκκισαν. Η εκ μέρους τους μεταγενέστερη έκδοση και χρήση εικονικών φορολογικών στοιχείων, είχε σκοπό να εμφανίσουν πλασματικές και διογκωμένες πωλήσεις προϊόντων εκκόκκισης, για να δικαιολογήσουν, σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο, τις ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που ψευδώς είχαν δηλώσει ότι τους είχαν παραδοθεί προς εκκόκκιση, δηλ. για να προκύψει μια συμβατή και αρμονική σχέση μεταξύ προϊόντος και παραγωγής, λόγω της εφαρμογής του συντελεστή απόδοσης. Σε καμία απολύτως περίπτωση το ύψος των επιδοτήσεων που έπρεπε να εισπραχθεί από κάθε ένα δικαιούχο, δεν υπολογίστηκε με βάση τα εικονικά αυτά φορολογικά στοιχεία ( τιμολόγια πώλησης, δελτία αποστολής, φορτωτικές κ,λ,π. ). Επομένως η έκδοση τους εκ μέρους των διαφόρων επαγγελματιών και η παράδοση τους στους ήδη κατηγορουμένους- φυσικούς αυτουργούς, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι συνιστά άμεση συνεργεία στην τέλεση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες αυτοί ( δηλ. οι φυσικοί αυτουργοί) κατηγορούνται, αφού οι αξιόποινες αυτές πράξεις είχαν ήδη τελεσθεί πριν την έκδοση των φορολογικών αυτών στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό οι κατηγορούμενοι κατόρθωναν, κατ' εξακολούθηση και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, να εισπράττουν παράνομα ως επιδοτήσεις ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά, με αντίστοιχη ζημία της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κατ' 5

επέκταση, σύμφωνα τουλάχιστον με το, σχετικό κατηγορητήριο που έχει απαγγελθεί σε βάρος κάθε ενός εξ' αυτών, και σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται 1) σκοπός του δράστη να αποκτήσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς όμως να απαιτείται και η απόκτηση του οφέλους αυτού 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωση της. Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας, όταν επιφέρει μείωση της ενεστώσας αξίας αυτής και μπορεί έτσι να αποτιμηθεί ως επελθούσα βλάβη. Πέραν δε τούτων πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό, στο έγκλημα της απάτης το πρόσωπο που παραπλανάται δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που βλάπτεται. Έτσι στοιχειοθετείται το έγκλημα και στην περίπτωση που ο απατώμενος είναι πρόσωπο άλλο από το εκείνο του οποίου βλάπτεται η περιουσία, εφόσον βέβαια ο απατώμενος μπορεί από τα συνθήκες ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη.( Βλ. και Α.Π. 978/96 ΠΧΡ. ΜΖ σελ. 515, Α.Π. 610/94 ΠΧΡ. ΜΔ. σελ. 749, κ.α. ) Πέραν τούτων, σύμφωνα με τα άρθρα 1 1 εδ. α' και 2 του Ν. 1608/1950, όπως η 1 του άρθρου τούτου αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 5 Ν. 1738/1987 και το εδάφιο β προστέθηκε με το άρθρο 24 3 του Ν. 2298/1995, ". 1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237,242,245,258,372,375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή. των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλο ο νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ και το όφελος που επέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων ( 50.000.000 ) δραχμών, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.» Ο Ν. 1608/1950 δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλει τους όρους των εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα που αναφέρονται στο άρθρο 1 αυτού. Απλά αυξάνει 6

τις ποινές των εγκλημάτων αυτών, συνιστά δηλαδή επιβαρυντική τους περίπτωση, όταν συντρέχουν οι οριζόμενοι ως άνω επιπλέον όροι εφαρμογής του, δηλ. όταν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 50.000.000 δρχ., (ΑΠ 79/2001 ΠοινΛόγος 2001.σελ. 103, ΑΠ 1259/1985 ΠΧΡ ΛΣΤ σελ..256, ΑΠ. 1353/1979 ΠΧΡ. Λ. σελ.336, ΕφΑΘ 1495/1994 ΥΠΕΡ 1994.σελ. 1355.). Μάλιστα δε, όπως ρητά ορίζεται με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 2576/1953, «Οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προλεγόμενης ζημίας, καθώς επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψιν το όλον περιεχόμενον των μερικότερων πράξεων». Με βάση τη διάταξη αυτή για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν, 1608/1950, το όλο περιεχόμενο των επί μέρους πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος λαμβάνεται συνολικά υπόψη για τον προσδιορισμό του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε από το δράστη ή της ζημίας που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή τα άλλα νομικά πρόσωπα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν σε κάθε περίπτωση υφίσταται ή όχι υπέρβαση του χρηματικού ορίου υπαγωγής στις αυξημένες κυρώσεις του Ν. 1608/1950. Έτσι διασπάται η αρχή της αυτοτέλειας των επί μέρους αξιοποίνων πράξεων που απαρτίζουν το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, με πρακτικό αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα εγκλήματα του Ν. 1608/1950, εφόσον αυτά τελούνται κατ' εξακολούθηση και το συνολικό όφελος του δράστη ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 50.000.000.δρχ., να συνιστούν κακουργήματα. ( Βλ. και Κ.ΣΤΑΜΑΤΗ Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα υπό το άρθρο 98, σελ. 165-468 και Α.Π. 1585/1994 ΠΧρ.ΜΔ σελ. 1373, Α.Π. 1260/1986 Συμβ. ΠΧρ. ΛΖ, σελ. 75 Ά.Π. 1568/1983 ΠΧρ. ΛΔ, σελ. 516 ). Όπως γίνεται δε δεκτό, σε περίπτωση εγκλήματος κατ' εξακολούθηση με εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής επιεικέστερου νόμου, επειδή εξακολουθεί να ισχύει και μετά την 3-6-1999 η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν.Δ. 2576/1953 και όχι εκείνη του άρθρου 98 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα. ( Βλ. και Α.Π. 1884/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ, σελ. 519 ). Για το λόγο αυτό ζήτημα παραγραφής μερικότερης πράξης που έχει τελεσθεί πριν πέντε έτη και το ποσόν του οφέλους ή της ζημίας που επήλθε απ' αυτή δεν υπερβαίνει το ποσόν - όριο των 50.000.000.δρχ. δεν υφίσταται, καθόσον η πράξη αυτή, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δεν αποτελεί πλημμέλημα αλλά κακούργημα και παραγράφεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 παρ.2 του Ποινικού Κώδικα. 7

Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, σ' αυτήν υπάγονται και βεβαίως τιμωρούνται αυστηρότερα όσα εγκλήματα αναφέρονται εκεί ρητά και περιοριστικά, υπό την προϋπόθεση ότι «... το όφελος που επέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσόν των πενήντα εκατομμυρίων δραχμών.».έτσι προκύπτει αβίαστα ότι το μεν όφελος, το οποίο ασφαλώς απαιτείται να υπερβαίνει το ποσόν των πενήντα εκατομμυρίων ( 50.000.000.) δραχμών, πρέπει να το πέτυχε ή να το επεδίωξε ο δράστης, η δε υπερβαίνουσα το ίδιο ως άνω ποσόν ζημία πρέπει να προξενήθηκε ή να απειλήθηκε. Είναι απόλυτα σαφές ότι στη συγκεκριμένη διάταξη καταγράφονται δύο ζεύγη εννοιών και ειδικότερα «το επιδιωχθέν όφελος-το επιτευχθέν όφελος» και «η απειληθείσα ζημία- η προξενηθείσα ζημία.» ( Βλ. Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: Ο νόμος 1608/1950 και οι καταχραστές δημοσίου και [παρα] τραπεζικού χρήματος, σελ. 20-21 ). Κατά συνέπεια και σύμφωνα με ρητή βούληση του νομοθέτη, η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος δεν στοιχειοθετείται μόνο όταν επέρχεται η ζημία σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου ή των άλλων προστατευομένων προσώπων, αλλά και όταν αυτή απειλήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο ( οπωσδήποτε ) σε βάρος της, δηλ. άμεσα ή έμμεσα. Πέραν τούτων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του τέταρτου άρθρου του Ν. 2803/2000, ο οποίος ως προς τα άρθρα δεύτερο έως και δωδέκατο ισχύει από 3.2.2000, «όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση». Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη». Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι θεσπίστηκε υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα σε βάρος του νομικού προσώπου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο τιμωρείται ως πλημμέλημα μεν αν η βλάβη δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., ως κακούργημα δε αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό αυτό. Το εν λόγω έγκλημα τελείται, κατά την ως άνω σαφή διάταξη, με τη χωρίς νόμιμη αιτία είσπραξη ή παρακράτηση ή παράνομη ελάττωση πόρων του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ύστερα από χρήση εκ μέρους του δράστη 8

πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή με την παράνομη απόκρυψη πληροφοριών ή με την μη κατά προορισμό χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν, ακόμη και στην περίπτωση, που η διαχείριση του προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ασκείται από άλλο πρόσωπο και ειδικότερα από Κράτος μέλος τους για λογαριασμό τους ( Βλ. και Πενταμ. Εφετ. Αθηνών 1442/2001 Ποινική Δικαιοσύνη 2002, σελ. 371 ). Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος πού συνίσταται στη θέληση του δράστη να παραγάγει τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ενώ αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι από. την πράξη του είναι ενδεχόμενη η επέλευση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων και στην εκ μέρους του αποδοχή του ενδεχόμενου αυτού με παθόν, όπως προαναφέρθηκε, το νομικό πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα της περιουσίας της. Με την παραπάνω διάταξη θεσπίζεται ιδιώνυμο αδίκημα απάτης σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παθόν, όπως προαναφέρεται, το νομικό πρόσωπο αυτής. Πριν την ισχύ του Νόμου αυτού, για την ίδια πράξη τύγχαναν εφαρμογής οι εφαρμοζόμενες και για την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου διατάξεις ( άρθρα 386 Π.Κ. και 1 Ν. 1608/1950 ). Και τούτο επειδή σύμφωνα με το άρθρο 209 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., στο οποίο ορίζεται ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ίδιων οικονομικών συμφερόντων», εξομοιώθηκε η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με εκείνη κάθε Κράτους μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν υπάρχει βλάβη και της περιουσίας ίου Δημοσίου. ( Βλ. σχετ. και Α.Π. Συμβ. 1197/2001 Ποιν.Δικ/νη 2001, σελ. 990) Οι κατηγορούμενοι, με τον τρόπο που περιγράφεται αναλυτικά παραπάνω, χωρίς να δικαιούνται, εισέπραξαν ως επιδοτήσεις ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία, πέρα από τη ζημία που ασφαλώς προκλήθηκε σε βάρος της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλήθηκε ζημία και σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η επιδότηση, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ε.Ο.Κ., καταβάλλεται από το Ελληνικό Κράτος (Υπουργείο Γεωργίας) για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( FEOGA ). Σε περίπτωση καταβολής από το Ελληνικό Δημόσιο χρηματικών ποσών, ως επιδοτήσεων, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, υπάρχει κίνδυνος να καταλογιστούν σε βάρος του 9

όλα αυτά τα ποσά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 του 595/19991 και 8 παρ. 2 του 729/1970 Κανονισμών της Ε.Ο.Κ., μπορεί να αποφασιστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση να καταλογιστούν σε βάρος της Ελλάδας τα χρηματικά ποσά που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως από το Ελληνικό Κράτος ( Υπουργείο Γεωργίας ) για λογαριασμό του ως άνω Ταμείου ως επιδοτήσεις σε δράστες αξιοποίνων πράξεων, εφόσον αυτά δεν ανακτηθούν με ενέργειες του. Και τούτο επειδή για τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων το Ελληνικό Κράτος είναι υπόλογο έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τους παραπάνω Κανονισμούς αλλά και τις γενικές αρχές περί εντολής ( άρθρο 714 του Α.Κ. ). Επομένως, τουλάχιστον κατά τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται ως οικονομικές ενισχύσεις ( επιδοτήσεις ) σε παραγωγούς γεωργικών προϊόντων, χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, (δηλ. αχρεωστήτως ), ασφαλώς και απειλείται ζημία σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτό έχει υποχρέωση να τα αναζητήσει και να τα αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αν δεν επιτύχει, για οποιονδήποτε λόγο, την ανάκτηση τους, υποχρεούται να τα αποδώσει από δικούς του εθνικούς πόρους και ασφαλώς με επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού. Έτσι στη συγκεκριμένη υπόθεση, η πρόκληση άμεσης περιουσιακής βλάβης σε βάρος του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου, ως αποτέλεσμα της ως άνω περιγραφόμενης απατηλής συμπεριφοράς των βαμβακοπαραγωγών και των εκκοκκιστών, δεν αποκλείει την παράλληλη ιδιότητα ως ζημιωθέντος και του Ελληνικού Δημοσίου, έστω και αν η βλάβη του δεν είναι τετελεσμένη αλλά απειληθείσα, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 το έγκλημα που προβλέπεται με αυτές δεν στοιχειοθετείται κατά την αντικειμενική του υπόσταση μόνο όταν έχει ήδη επέλθει η βλάβη σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, αλλά και όταν αυτή έχει απειληθεί. Επίσης σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής επιδότησης από τρ Ευρωπαϊκό Ταμείο, το Ελληνικό Δημόσιο ζημιώνεται αμέσως με το ποσό που αναλογεί στο σχηματισμό του αντίστοιχου κεφαλαίου του εν λόγω Ταμείου, στο οποίο ασφαλώς και συμμετέχει ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία ανάκτησης από το Ελληνικό Κράτος των ποσών αυτών έχει διοικητικό χαρακτήρα και διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. Επομένως είναι σαφές ότι ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές όπως αυτές που εκτίθενται στο ιστορικό της παρούσης, αν τελικά δεν προκαλούν ζημία σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου, οπωσδήποτε δημιουργούν άμεση και ιδιαίτερα σοβαρή απειλή κατ' αυτής, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική του υπόσταση, το έγκλημα που προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφ. α ίου Ν. 1608/1950, κατά σαφή και ρητή βούληση 10

του νομοθέτη ( Βλ. σχετ. κάι την υπ' αριθ. 1588/1998 απόφαση Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών αδημο,ε.,την υπ' αριθ. 2695/1997 απόφασ η του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών αδημοσ. και το υπ' αριθ. 1284/1996 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αδημοσ. ) Πέραν τούτων όμως και όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των νόμων 1608/1950 και 2803/2000, πρέπει να αναφερθούν τα εξής. Όπως γίνεται δεκτό από τη νομική επιστήμη, συρροή νόμων ή φαινόμενη συρροή εγκλημάτων επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι περί συρροής διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται μεν εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, από τη λογική όμως και αξιολογική τους σχέση προκύπτει ότι ο ένας μόνον από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος, αποκλείοντας τους λοιπούς πόυ φαινομενικά μόνον συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι, που καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό, οπότε, κατά την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει, με βάση τον κανόνα «τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα», την εφαρμογή του γενικού νόμου. Επίσης, φαινόμενη συρροή υπάρχει και όταν οι περισσότερες πράξεις που διώκονται ποινικά δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, επειδή συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά το νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεση αυτής, είτε τέλος εμφανίζεται ως συνέπεια της πράξεως που προηγήθηκε, οπότε διώκεται μόνο αυτή, από την οποία απορροφάται η άλλη [αρχή απορροφήσεως], εφόσον η τελευταία δεν προσβάλλει διάφορο έννομο αγαθό [Χωραφάς «Γεν. Αρχές», έβδομη έκδοση, 1964 σελ 336 και Μπουροπούλου «Ερμηνεία ΠΚ», τόμος 1ος, έκδοση 1959, υπό το άρθρο 94, σελ 240 επ., Αθ. Κονταξής «Ποινικός Κώδικας», έκδοση Γ, τόμος Α ερμηνεία άρθρου 94,.σελ 1170 επ.,.απ Ολομ. 179/1990, ΠΧρ. Μ, σελ. 996, Α.Π. Ολομ. 643/1988 ΠΧρ ΛΗ, σελ. 741, ΑΠ 517/1999 ΠΧρον. Ν* 143 και ΑΠ.852/1998 ΠΧρον. ΜΘ' 454, κ.α.) Με βάση όσα αναφέρονται παραπάνω και μετά την ισχύ του ως άνω Ν. 2803/2000, με τον οποίο θεσπίζεται ειδικό έγκλημα με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να ερευνηθεί αν οι πράξεις των κατηγορουμένων, κατά το μέρος βέβαια που αφορούν την πρόκληση ζημίας σε βάρος της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάγονται στι; ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 του ΠΚ ή στις σχετικές διατάξεις του πρόσφατου Ν. 2803/2000. 11

Οι διατάξεις του Ν. 2803/2000 που θεσπίζουν το έγκλημα της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι, σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 386 του ΠΚ οι οποίες προβλέπουν και τιμωρούν γενικώς το έγκλημα της απάτης ως πλημμέλημα, ειδικές, αφού απαιτούν και άλλα, εκτός των αναφερομένων σε εκείνες, ειδικότερα στοιχεία, όπως π.χ. η βλάβη που προξενείται από την απάτη να στρέφεται ειδικά κατά των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και να επέρχεται δια των περιοριστικά αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου τέταρτου του νόμου αυτού απατηλών πράξεων του υπαιτίου. Επίσης η διάταξη της παρ. 2 του τέταρτου άρθρου του Ν. 2803/2000 που-απαιτεί για την κακουργημάτική μορφή της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως πρόσθετο μοναδικό στοιχείο η βλάβη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, η έλλειψη του οποίου καθιστά την απάτη αυτή, σύμφωνα με το άρθρο.4 παρ. 1 και άρθρο 5 του ιδίου νόμου, πλημμέλημα, είναι, στην περίπτωση που η από την απάτη ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, ευμενέστερη έναντι των προγενεστέρων διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ και εκείνης της παρ. 4 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999 με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ, αφού για την κακουργημάτική απάτη απαιτείτο από μεν την παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ, που ίσχυε κατά την τέλεση των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους πράξεων, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως, ανεξαρτήτως του μεγέθους της ζημίας, από δε την αντικαταστήσασα την παράγραφο αυτή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, που ισχύει μέχρι σήμερα, απαιτείται επί πλέον το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Επίσης ευμενέστερη είναι και η διάταξη της παρ. 1 του τέταρτου άρθρου σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του Ν. 2803/2000, που τιμωρεί την σε βαθμό πλημμελήματος απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από την οποία η ζημία είναι ανώτερη μεν των 2.000.000 δρχ. αλλά δεν υπερβαίνει στο ποσό των 25.000.000 δρχ., με φυλάκιση, σε σχέση με την ισχύουσα μέχρι και τώρα προγενέστερη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π Κ, που τιμωρεί την σε βαθμό πλημμελήματος απάτη με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση υφίσταται συρροή νόμων ή φαινόμενη συρροή εγκλημάτων, αφού η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων. Όμως εφαρμόζεται ο Ν. 2803/2000, ως ειδικότερος, αφού περιέχει μεν όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 του ΠΚ, αλλά περιορίζει το πρόσωπο του παθόντος μόνο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και επιπροσθέτως περιέχει ειδικότερα χαρακτηριστικά, τα οποία προσδίδουν ελαφρότερη μορφή στην πράξη κατ' 12

εφαρμογή, του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ και στις εκκρεμείς υποθέσεις ( Α.Π. 1824/2003 ΠΧρ. ΝΔ, σελ. 710, ΑΠ. 1821/2002 ΠΧρ.ΝΓ, σελ.784, ΑΠ Συμβ. 1197/2001 ΠΧρονΝΑ', 73.9, Πεντ Εφ Αθ 582/2001, 811-812/2001, ΠΧρον ΝΑ' 744 και 746, Μελέτη Ηλία Αναγνωστόπουλου «Απάτη και Κοινοτική Απάτη», ΠΧρον. ΝΑ' 759 ). Έτσι, όπως γίνεται δεκτό, αν πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 2803/2000 είχε ασκηθεί πρινική.δίωξη για απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα, μετά την ισχύ του νόμου αυτού και λόγω της φαινόμενης συρροής εγκλημάτων ( νόμων ), πρέπει να εφαρμοστεί ο νεότερος Νόμος 2803/2000 ως ειδικότερος. ( Βλ. και Α.Π. 1821/2002 ο.π., Α.Π. 1197/2001 ο.π. ). Επομένως στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθίσταται απόλυτα σαφές ότι για την αξιόποινη συμπεριφορά των κατηγορουμένων σε βάρος της περιουσίας του Δημοσίου ( δηλ. για την αμέσως απειληθείσα ζημία κατ' αυτής ως συνέπεια των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται ως φυσικοί αυτουργοί ) θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του Ν. 1608/1950, ενώ για την αξιόποινη συμπεριφορά τους σε βάρος ττς περιουσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( δηλ. την πρόκληση άμεσης ζημίας σε βάρος της) και για όλο το χρονικό διάστημα που αυτή διήρκεσε, θα εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2803/2000, ο οποίος, για τους λόγους που εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω, είναι, επιεικέστερος των διατάξεων του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα. ( Βλ. και Εφετ. Αθηνών 2867/1992 ΠΧρ. ΜΓ, σελ. 1167). Όπως γίνεται δε δεκτό, όταν με την εγκληματική δραστηριότητα ενός προσώπου προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, τότε υπάρχει αληθινή συρροή νόμων. ( Βλ. και Α.Π. Ολομ. 179/1990 ΠΧρ. Μ, σελ. 996 ). Όσον αφορά δε τη ζημία που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που έχει απαγγελθεί (από τον Ανακριτή σε βάρος των κατηγορουμένων, έχει επέλθει σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου από την επιβολή εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «κατ' αποκοπή διορθώσεων» σε βάρος της Ελλάδος, πρέπει να αναφερθούν τα εξής. Οι «κατ' αποκοπή διορθώσεις» επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε βάρος τών κρατών-μελών σε περίπτωση που προκαλείται ζημία σε βάρος της περιουσίας της, με το αιτιολογικό ότι τα Κράτη αυτά δεν έχουν θεσπίσει επαρκείς ελεγκτικούς μηχανισμούς και ως εκ τούτου αδυνατούν να ελέγξουν επαρκώς τη διαχείριση των κοινοτικών κεφαλαίων που τους διατίθενται. Επομένως στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε βάρος του Δημοσίου, δεν συνιστά αποτέλεσμα οφειλόμενο στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου τέταρτου του νόμου 2803/2000, αλλά σε άλλους λόγους. Έτσι είναι προφανές ότι η απόδοση των χρημάτων αυτών από το Ελληνικό Δημόσιο 13

είναι ανεξάρτητη από την περιουσιακή βλάβη που προκαλείται από την παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2803/2000 ή οποιωνδήποτε άλλων. Δηλαδή γενεσιουργός αιτία της απόδοσης των χρημάτων (κοινοτικών επιδοτήσεων ) δεν είναι η τέλεση αξιοποίνων πράξεων, αλλά οι παραλείψεις του ίδιου του Κράτους. Οι «κατ' αποκοπή διορθώσεις» αποτελούν μια μορφή κύρωσης που επιβάλλεται από την : Ευρωπαϊκή Ένωση σε βάρος εκείνου του Κράτους που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του για τη λήψη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων για την αποτροπή ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών υπηκόων του σε βάρος της περιουσίας της. Αντίθετα, όταν αυτό τις εκπληρώνει, ακόμη και αν τελούνται αξιόποινες πράξεις στο έδαφος του, ουδεμία τέτοιου είδους κύρωση επιβάλλεται σε βάρος του. (Βλ. Χρ. ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Η Κοινοτική Απάτη, Ποιν. Λόγος 1/2004 σελ.8 επ., Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Όλγας ΤΣΟΛΚΑ ΠΧρ ΝΑ σελ. 757, Ηλία ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Απάτη και κοινοτική απάτη ΠΧρ. ΝΑ σελ, 759 επ. ). Επομένως στην υπό κρίση υπόθεση η επιβολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση «κατ' αποκοπή διορθώσεων» σε βάρος της Ελλάδος, δεν οφείλεται άμεσα και αποκλειστικά στην τέλεση των συγκεκριμένων αξιοποίνων πράξεων εκ μέρους των κατηγορουμένων, και ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμη η απαγγελία σε βάρος τους σχετικής κατηγορίας ως προς το κεφάλαιο αυτό. Από τις ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Ανακριτή των μαρτύρων ΓΜ Προϊσταμένου του Γραφείου του Οργανισμού Βάμβακος στη,... κατά τα έτη 1994-1997, Π Κ, υπαλλήλου του Υπουργείου Γεωργίας και Χ Α, υπαλλήλου του Σ.Δ.Ο.Ε., καθώς και από τα σχετικά έγγραφα που επισυνάπτονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι οι παρτίδες σύσπορου βαμβακιού εισάγονταν στην εκκοκκιστική επιχείρηση, για λογαριασμό του παραγωγού, σε διαφορετικές ποσότητες κάθε φορά. Η κάθε ποσότητα ήταν μια ξεχωριστή παρτίδα για την οποία εκδίδονταν διαφορετικά δικαιολογητικά. Επειδή όμως η εκκόκκιση ήταν αδύνατο να γίνει ξεχωριστά για κάθε παρτίδα, γινόταν σε σύνολο παρτίδων ( 30, 50, 80 ) ή σε σύνολο κιλών ( 100, 200, τόνους κ.λ.π. ), τα απαιτούμενα από το νόμο δικαιολογητικά ( τιμολόγιο, σύμβαση, δελτίο ποιοτικής και ποσοτικής παραλαβής ) εκδίδονταν για κάθε παρτίδα χωριστά. Ο Οργανισμός Βάμβακος στο τέλος κάθε μήνα ζητούσε και ελάμβανε από τα εκκοκκιστήρια συγκεντρωτική κατάσταση, στην οποία αναφέρονταν οι ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που είχαν παραληφθεί όλο το μήνα, η ποσότητα που είχε εκκοκκιστεί, και οι ποσότητες εκκοκκισμένου βαμβακιού και βαμβακόσπορου που είχαν παραχθεί. Με βάση δε τα στοιχεία αυτά και τις ποσότητες σύσπορου βαμβακιού που δηλώνονταν συγκεντρωτικά, καταβάλλονταν εφάπαξ και οι σχετικές επιδοτήσεις, το ύψος των οποίων, όπως προκύπτει από τις συγκεντρωτικές καταστάσεις προκαταβολής και εξόφλησης που επισυνάπτονται στη 14

δικογραφία, υπερέβαινε κάθε φορά το ποσόν των 25.000.000. δρχ. ή το ισόποσο σε ευρώ. Σύμφωνα δε με όσα έχουν αναφερθεί παραπάνω, ακριβώς στο σημείο αυτό συνίστατο η απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Επομένως σαφώς προκύπτει ότι όσον αφορά τουλάχιστον το έγκλημα του Ν. 2803/2000, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται ορισμένοι κατηγορούμενοι με τα σχετικά υπομνήματα τους, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση επί μέρους πληρωμών τους με χρηματικά ποσά κατώτερα από το όριο που ορίζει ο νόμος, αφού πληρώνονταν από τον Οργανισμό Βάμβακος εφάπαξ και με χρηματικά ποσά άνω των 25.000.000.δρχ. Όσον αφορά δε το έγκλημα της απάτης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, δεν συντρέχει περίπτωση αναλυτικού προσδιορισμού του ύψους του χρηματικού ποσού που καταβαλλόταν κάθε φορά από τον Οργανισμό Βάμβακος, καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ισχύει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Ν. Δ. 2576/ 1953. Κατόπιν των ανωτέρω και με βάση το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε, για καθε κατηγορούμενο, ως φυσικό αυτουργό αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, προκύπτουν τα εξής πραγματικά περιστατικά., Α ) Π Σ Ο κατηγορούμενος Π Σ ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος-διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.», η οποία συνεστήθη στις 19-11-1993 με έδρα τη... και είχε ως αντικείμενο εργασιών την εκκόκκιση και εμπορία βαμβακιού. Από την έρευνα που διενεργήθηκε σχετικά με την επιχείρηση αυτή από τους αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε. Π.Δ. Αττικής, προέκυψε ότι εξέδιδε - εικονικά τιμολόγια και Δελτία Αποστολής εκκοκκισμένου βαμβακιού σε επιχειρήσεις με ανύπαρκτη δραστηριότητα και επαγγελματική στέγη αλλά και σε άλλες εντελώς ανύπαρκτες.-πιο συγκεκριμένα η κατηγορία που βαρύνει το συγκεκριμένο κατηγορούμενο συνίσταται στο ότι με την παραπάνω ιδιότητα του, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1994 έως 31-12-1994, υπέβαλε στους αρμοδίους υπαλλήλους του Οργανισμού Βάμβακος. αναληθή στοιχεία από τα οποία φαινόταν ότι από την ως άνω εταιρεία εισήχθησαν στο εκκοκκιστήριο της προς εκκόκκιση ποσότητες σύσπορου βαμβακιού, τουλάχιστον 1.357.044 κιλών, ενώ στην πραγματικότητα οι ποσότητες αυτές ουδέποτε είχαν εισαχθεί. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τους παραπάνω υπαλλήλους να εγκρίνουν υπέρ της επιχείρησης του επιδότηση από το ταμείο F Ε Ο G Α της Ευρωπαϊκής Ένωσης ύψους 253.509.390 δραχμών ή 743.974 ευρώ, το οποίο και ωφελήθηκε παράνομα. Ειδικότερα οι εταιρείες με τις οποίες εμφάνισε ότι είχε συναλλαγές η εταιρεία που 15

εκπροσωπούσε, συναλλαγές όμως οι οποίες στην πραγματικότητα, σύμφωνα τουλάχιστον με τα πορίσματα των σχετικών ελέγχων που διενεργήθηκαν, ήταν εικονικές, είναι οι εξής. 1) Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία"...ανωνυμη...εταιρεια ΕΤΟΙΜΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Έδρα της εταιρείας αυτής φέρεται η. και συγκεκριμένα η οδός... και ως αντικείμενο εργασιών της η κατασκευή, επεξεργασία και εμπορία ετοίμων ενδυμάτων και υφασμάτων. Τα έσοδα της προέρχονται από πώληση υφασμάτων και ενδυμάτων και όχι από πώληση εκκοκκισμένου βάμβακος. Κατά το 1994 εμφανίζονται συναλλαγές μεταξύ αυτής και της εταιρείας που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος συνολικού ύψους 101. 941. 200 δρχ. από δήθεν πώληση 424. 755 κιλών εκκοκκισμένου βαμβακιού. Όμως από τον έλεγχο που διενεργήθηκε^ διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία αυτή ουδέποτε είχε έδρα, γραφεία, λογιστήριο ή εργοστάσιο στη συγκεκριμένη διεύθυνση και από πληροφορίας των περιοίκων εκεί ουδέποτε λειτούργησε οποιασδήποτε μορφής εταιρεία με αντικείμενο την παραγωγή ή εμπορία ενδυμάτων, αφού στη διεύθυνση αυτή υπάρχει μία πολυκατοικία χωρίς καταστήματα ή αποθηκευτικούς χώρους και δεν ήταν δυνατή η αποθήκευση εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Οι μάρτυρες Γ Κ, Λ Κ και Δ Σ, επαγγελματίες μεταφορείς, κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Σ.Δ.Ο.Ε., ότι τα εμπορεύματα ( εκκοκκισμένο βαμβάκι ) τά μετέφεραν στο χωριό..., όπου υπήρχε αποθηκευτικός χώρος βάμβακος, ιδιοκτησίας... και όχι στην Α. και στη διεύθυνση που ανέγραφαν οι Φορτωτικές και τα Δελτία Αποστολής. Οι μεταφορές αυτές, ως επί το πλείστον, έγιναν με εντολές του Ν Τ., ο οποίος δήλωσε ότι πράγματι διατηρεί αποθήκη στο..., εμβαδού 300 τ.μ. όπου στεγάζεται η βιοτεχνία τηοβυζύγου του κατασκευής στρωμάτων και υποπροϊόντων βάμβακος και ουδέποτε εκφορτώθηκαν εκεί ποσότητες εκκοκκισμένου βαμβακιού για λογαριασμό της εταιρείας '...Α.Ε. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος Π. Σ κατέθεσε ενόρκως ενώπιον υπαλλήλων της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας ότι τα εμπορεύματα δεν πήγαν στον προορισμό τους, δηλ. στις αποθήκες της συγκεκριμένης εταιρείας, αλλά στην αποθήκη του Ν Τ στο... Η εταιρεία «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» για τη χρονική περίοδο 1994-1995 εισέπραξε ως επιδότηση, σύμφωνα με το υπ' αριθ. 18946/3-7-96 έγγραφο του Οργανισμού Βάμβακος, το ποσόν των 4.753. 470. 350 δρχ. και για την εκκοκκιστική περίοδο 1993-1994 το ποσόν των 244.891,437. δρχ. 2) Η εταιρεία με την επωνυμία «Θ Ρ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» Κατά το χρόνο που διενεργήθηκε ο έλεγχος από τους αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε.- Π.Δ. Αττικής, η εν λόγω εταιρεία είχε ήδη κλείσει και ο Θ. Ρ, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν, βρισκόταν στο εξωτερικό. Η εν λόγω εταιρεία^ όπως προέκυψε από τις καταστάσεις 16

πωλήσεως εκκοκκισμένου βάμβακος της εταιρείας «Π Σ Ε.Ε. είχε έδρα στην τοποθεσία Σ....Από την έρευνα που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση δεν υπήρχε και κατά καιρούς είχε έδρα την οδό... στο Κ. Όπως δε αναφέρεται στο υπ' αριθ. πρωτ.111258/α/21-6-2001 έγγραφο του Σ.Δ.Ο.Ε., το ύψος της επιδότησης που αναλογεί στις εικονικές ποσότητας βαμβακιού που φέρεται ότι πούλησε η εταιρεία Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» στην εταιρεία «ΘΡ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» ανέρχεται στο ποσόν των 171.194.550. δρχ. για, δήθεν, πωληθείσα ποσότητα βάμβακος συνολικού βάρους 237.004. κιλών. 3) Η Σ Σ με έδρα την οδό...στην Α. * και με αντικείμενο εργασιών την εμπορία λαδιών και σπορέλαιων. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε αρμοδίως από την ίδια ως άνω Υπηρεσία ( Σ.Δ.Ο.Ε Π.Δ.Αττικής) προέκυψε ότι τα εκδοθέντα φορολογικά στοιχεία από την «Π Σ & ΣΙΑ ΕΕ» προς την Σ Σ είναι εικονικά.πιό συγκεκριμένα τα αναγραφόμενα στα παρακάτω Δελτία Αποστολής δέματα και συγκεκριμένα τα Δελτία Αποστολής υπ' αριθ. 184/17-1-95 για 118 δέματα, καθαρού βάρους 24.472 κιλών, 185/17-1-95) για 138 δέματα.καθαρού βάρους 27.292 κιλών, 189/17-1-95 για 140 δέματα, καθαρού βάρους 30.588 κιλών,190/17-1-95 για 110 δέματα συνολικού βάρους 24.182 κιλών και 198/17-1- 2005 για 114 δέματα συνολικού βάρους 24.785 κιλών, δηλ. συνολικά, 620 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 131.319 κιλών, Πέραν τούτων από την αντιπαραβολή που έγινε με τον συγκεκριμένο ειδικό και μοναδικό αριθμό δέματος, με τα δελτία αποστολής σειράς Α' και ειδικότερα τα υπ' αριθ. 26/26-1-95 για 109 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 22.560 κιλών, 27,28 /26-1-95 για 128 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 25.031 κιλών, 35,36 /26-1-95 για 134 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 29.563 κιλών, 37/26-1-95 για 100 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 22082 κιλών και 43/27-1-95 για 107 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 23.306 κιλών, δηλ συνολικά για 578 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 122.812. κιλών., που αφορούν πραγματοποιηθείσες αποστολές της «Π Σ& ΣΙΑ EE» στην Ιταλία, προέκυψε ότι είναι τα ίδια δέματα, δηλαδή με τον ίδιο ειδικό αριθμό, με αυτά που φαίνεται ότι πουλήθηκαν στην Σ Σ, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός που δίδεται σε κάθε δέμα είναι μοναδικός. Από τα παραπάνω 620 δέματα που φαίνεται ότι παρέλαβε η επιχείρηση Σ Σ τα 578 πωλούνται και στην Ιταλία, τα 27 εστάλησαν στην Γαλλία, τα 7 βρέθηκαν στην απογραφή της 23-4-95 και τα υπόλοιπα 8 φαίνεται ότι διετέθησαν σε άγνωστο παραλήπτη χωρίς έκδοση τιμολογίου. Η εικονικότητα των 620 δεμάτων συνολικού καθαρού βάρους 131.319 κιλών, ενισχύεται επίσης και από τα εξής στοιχεία α) H επιχείρηση της Σ Σ είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία σπορέλαιων και ελαιολάδου χονδρικώς, συσκευών κλιματισμού και. ηλεκτρικών συσκευών καθώς και γενικό εξοπλισμό επιχειρήσεων, όχι όμως την εμπορία 17

εκκοκκισμένου βάμβακος β) Η ποσότητα αυτή εκκοκκισμένου βάμβακος φαίνεται ότι παρελήφθη σε μία (1) ημέρα την 17-1-95, για τη μεταφορά δε αυτή απαιτούνται μεγάλα φορτηγά, τα οποία όμως ουδέποτε έγιναν αντιληπτά από τους περίοικους ή από την ιδιοκτήτρια του ακινήτου, η οποία και διαμένει στο κτίριο γ) Οι φορτωτικές που επισυνάπτονται στα ως άνω δελτία αποστολής προς Σ Σ αναγράφουν απλώς ως τόπο προορισμού την Αθήνα και όχι την συγκεκριμένη διεύθυνση της παραλήπτριας εταιρείας και δ) Ο χώρος που φέρεται ότι εξασκούσε την εμπορική της δραστηριότητα η Σ Σ είναι επιφάνειας 28 τετ. μέτρων και ασφαλώς δεν επαρκούσε για την αποθήκευση τόσο μεγάλων ποσοτήτων εκκοκκισμένου βαμβακιού,δηλ. 620 δεμάτων συνολικού βάρους 131.319 κιλών, τα οποία μάλιστα, σύμφωνα με τα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί, φέρεται ότι έχουν μεταφερθεί και παραληφθεί μέσα σε μία ημέρα. 4) Η εταιρεία με την επωνυμία'...επε -...& ΣΙΑ ΕΠΕ» έδρα την οδό...στην Α, στην οποία η εταιρεία με την επωνυμία «Π Σ & ΣΙΑ EE» έχει εκδώσει τα παρακάτω φορολογικά στοιχεία - Δελτία Αποστολής: 1) 194/17-1-95 για 140 δέματα συνολικού βάρους 30.538 κιλών και 2) 195/17-1-95 για 93 δέματα συνολικού βάρους 20253 κιλών. Από την αντιπαραβολή των ειδικών αριθμών των παραπάνω δεμάτων με τα δέματα που εστάλησαν στην Ιταλία με τα Δελτία Αποστολής σειράς Α' και με αριθμούς 39/27-1-95 για 85 δέματα καθαρού, βάρους 18.557 κιλών και 40/27-1-95 Τια 130 δέματα συνολικού βάρους 28429 κιλών, δηλ συνολικά 215 δέματα συνολικού βάρους 46.986 κιλών, βρέθηκε ότι τα ίδια (215) δέματα φέρονται να έχουν πωληθεί στην "... ΕΠΕ -...& ΣΙΑ ΕΠΕ"αλλά και στην Ιταλία. Όμως η υπεύθυνη και μέλος της «...ΕΠΕ -...» Ε Κ με υπεύθυνη δήλωση της δήλωσε ότι η επιχείρηση στην οποία συμμετείχε δεν είχε σχέση με την «Π Σ & ΣΙΑ EE» και ότι: τα Δ.A No 194 και 195/95 είναι πλαστά και εικονικά..πέραν δε τούτων δεν είχε -και τους αναγκαίους αποθηκευτικούς χώρους για τόσο μεγάλες ποσότητες βαμβακιού. 5) Η επιχείρηση «Ν Κ. Γ ΤΡΟΦΟΔΟΤ1ΚΗ»με έδρα στα Σ και με αντικείμενο εργασιών το γενικό εμπόριο και τη διανομή ειδών διατροφής. Προς την επιχείρηση αυτή η εταιρεία «Π Σ & ΣΙΑ EE» εξέδωσε τα εξής φορολογικά στοιχεία - Δελτία Αποστολής 1) 196/17-1-95 για 138 δέματα καθαρού βάρους 30.172 κιλών, 2) 197/17-1-95 για 92 δέματα καθαρού βάρους 20.038 κιλών και 3) το υπ' αριθ. 225/17-1-95 τιμολόγιο πώλησης για την τιμολόγηση των παραπάνω δελτίων αξίας 18.577.700 δραχμών πλέον ΦΠΑ δραχμών 1.486.216 δραχμών. Το τιμολόγιο αυτό δεν βρέθηκε καταχωρημένο στα βιβλία της επιχείρησης Ν Κ. Γ ούτε βρέθηκε εκκοκκισμένο βαμβάκι στους χώρους της ίδιας επιχείρησης στην παραπάνω διεύθυνση. Και στην περίπτωση αυτή η αντιπαραβολή των 18

ειδικών αριθμών των δεμάτων, που δίδονται από τον Οργανισμό Βάμβακος, των υπ' αριθ. 196 και 197/17-1-95 Δελτίων Αποστολής,απέδειξε ότι τα 213 δέματα από τα 230 είναι τα ίδια που εμφανίζονται να έχουν αποσταλεί στην Ιταλία με τα Δελτία Αποστολής σειράς Α' με αριθμούς 1/26-1-95 για 129 δέματα καθαρού βάρους 28.285 κιλών και 42/27-1-95 για 84 δέματα συνολικού βάρους 18.138 κιλών, δηλ. συνολικά 213 δέματα, συνολικού καθαρού βάρους 46.603 κιλών. Εκτός των 213 δεμάτων με προορισμό την Ιταλία εκ των 230, τα 8 με ειδικούς αριθμούς, φαίνεται ότι έχουν σταλεί στη Γαλλία, τα έξι, (6) βρέθηκαν στην απογραφή που συντάχθηκε στις 23-4-95 και τα υπόλοιπα 3 θεωρείται ότι διετέθησαν σε άγνωστο παραλήπτη χωρίς παραστατικά. Όμως το πλέον κρίσιμο και καθοριστικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο επιχειρηματίας Γ. Ν ανέφερε στην υπ' αριθ.2453/ 20-3-95 Υπεύθυνη Δήλωση του προς το Σ.Δ.Ο.Ε.-Π.Δ. Αττικής, ουδέποτε είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με την εταιρεία «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε. Ε.» και ουδέποτε αγόρασε και παρέλαβε οποιαδήποτε ποσότητα εκκοκκισμένου βαμβακιού με βάση οποιοδήποτε φορολογικό στοιχείο. 6) Η επιχείρηση ΒΑ Σ με έδρα στον Ε. Θ., με αντικείμενο εργασιών την εμπορία παλαιών σιδήρων-ρακών-η εταιρεία «Π Σ & ΣΙΑ EE» εξέδωσε προς την παραπάνω επιχείρηση τα παρακάτω φορολογικά στοιχεία ( Τιμολόγια -Δελτία Αποστολής 1) 180/16-1- 95 για 148 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 29.718 κιλών 2) 181/16-1-95 για 138 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 28.738 κιλών 3) 182/16-1-95 για 90 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 18.858 κιλών 4) 183/16-1-95 για 92 δέματα συνολικού βάρους 20.330 κιλών, δηλ. συνολικά 468 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 97.644 κιλών και 5)216/16-1-95 για την τιμολόγηση των δελτίων αυτών, αξίας 36.128.280 δραχμών πλέον ΦΠΑ 2.890,262 δραχμών. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στους αποθηκευτικούς χώρους του Σ ΒΑ από την ΥΠΕΔΑ Θεσσαλονίκης, δεν βρέθηκε καμία απολύτως ποσότητα εκκοκκισμένου βαμβακιού..από την αντιπαραβολή των ειδικών αριθμών των δεμάτων Δ.Α, όπως αυτά περιγράφονται παραπάνω, διαπιστώθηκε ότι τα δέματα είναι τα ίδια με τα αναφερόμενα στα Δελτία Αποστολής σειρά Α' με αριθμούς 49, 50/27-1-95 για 148 δέματα καθαρού βάρους 29.806 κιλών, 46,47/27-1-95 για 138 δέματα συνολικού βάρους 28.582 κιλών, 48/27-1-95για 90 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 18.912 κιλών και 45/27-1-95 για 92 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 20.386 κιλών, δηλ. συνολικά για 468 δέματα συνολικού καθαρού βάρους 97.676 κιλών που αφορούν αποστολές στην Ιταλία. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι ο επιχειρηματίας Σ ΒΑ με την υπ' αριθ.πρωτ.654/27-1-2005 υπεύθυνη δήλωση του προς την ως άνω Υπηρεσία δήλωσε ότι ουδέποτε αγόρασε ούτε παρέλαβε τα αναφερόμενα στο 216/16-1- 95 τιμολόγιο εμπορεύματα, και ουδέποτε ασχολήθηκε με την εμπορία βαμβακιού. Με βάση 19

τα παραπάνω τα προαναφερόμενα φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά.και φυσικά οι σχετικές συναλλαγές που εμφανίζονται με αυτά. 7) Η εταιρεία με την επωνυμία «Χ Δ & ΣΙΑ EE» με έδρα στο.. Πρόκειται για εταιρεία που έχει αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία υλών στρωματοποιίας. Η εν λόγω επιχείρηση φαίνεται να έχει αγοράσει από την «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ» εκκοκκισμένο βαμβάκι, όπως εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα, όπου αναγράφονται αναλυτικά οι παραληφθείσες ποσότητες εκκοκκισμένου βάμβακος κατά ημερομηνία και Δελτίο Αποστολής. Όμως η εταιρεία «Χ Δ & ΣΙΑ ΕΕ» δεν έχει εκδώσει φορολογικά στοιχεία για την πώληση του βαμβακιού ή για τη διάθεση του σε οποιονδήποτε τρίτο για κάποια άλλη χρήση. Επομένως,ωπρόκειται όχι για πραγματική εμπορική συναλλαγή αλλά για απλή διακίνηση εικονικών φορολογικών στοιχείων που αναφέρονταν σε ανύπαρκτες ποσότητες εκκοκκισμένου βαμβακιού. Η ΥΓΪΕΔΑ Αθηνών μετά από έλεγχο στην εν λόγω επιχείρηση! με την από 9-5-95 έκθεση -διαπίστωσε τη μη ύπαρξη φορολογικών στοιχείων για την πώληση, κατά δήλωση του Χ Δ, της ποσότητας εκκοκκισμένου βάμβακος αξίας, χωρίς ΦΠΑ, 25.661.920 δραχμών. Με βάση την έκθεση αυτή. η ΣΤ'ΔΟΥ Πειραιά επέβαλε στην εταιρεία «Χ Δ & ΣΙΑ Ε.Ε» πρόστιμο ύψους 25.661.920 δραχμών. Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι δεν προέκυψε η πώληση οποιασδήποτε ποσότητας εκκοκκισμένου βαμβακιού σε πλανόδιους εμπόρους, όπως ισχυρίστηκε σχετικά ο Χ Δ, ούτε και η μεταφορά οποιασδήποτε ποσότητας στους χώρους της εταιρείας του, αφού άλλωστε δεν υπήρχαν καν οι απαραίτητοι αποθηκευτικοί χώροι. Επομένως καθίσταται απολύτως σαφές ότι πρόκειται για εικονικές ποσότητες, τις οποίες εμφάνισε η «Π Σ ΚΑΙ ΣΙΑ ε.ε.». 8) Η Α σύζ.. Νικ.. Τ, η οποία διατηρούσε βιοτεχνία υποπροϊόντων βάμβακος με έδρα. και εγκαταστάσεις στο χωριό... του ίδιου Νομού. Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε από την ίδια ως άνω Υπηρεσία ( Σ.Δ.Ο.Ε.- Π.Δ. Αττικής προέκυψε ότι η εταιρεία αγόραζε υποπροϊόντα βάμβακος, τα οποία επεξεργαζόταν και χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη για την κατασκευή στρωμάτων Εκτός αυτής δεν είχε καμία άλλη δραστηριότητα και ποτέ δεν αποθηκεύτηκε εκκοκκισμένο βαμβάκι στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης της. Αυτό προκύπτει και από την με ημερομηνία 15-7-97 ένορκη κατάθεση του συζύγου της Νικ. Τ, στην ίδια ως άνω Υπηρεσία. Ακόμη δε και οι μεταφορείς (οδηγοί και ιδιοκτήτες φορτηγών) από τους οποίους έχουν ληφθεί ένορκες καταθέσεις, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, Γ Κ, Λ Κ, Δ. Σ ) δηλώνουν ότι τα βαμβάκια μεταφέρονταν στο χωριό... και συγκεκριμένα στις αποθήκες του Α-Γ. 20