ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Έτος 1927 ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ τη λάτρα στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού. Είχε σηκωμένα τα μανίκια και προσπαθούσε να σκουπίσει με μια παλιά ψάθινη σκούπα τη μεγάλη αυλή. Το φόρεμά της ήταν τόσο παλιό και φθαρμένο, που είχε χάσει πια το χρώμα του κι έπεφτε πάνω της φαρδύ και μακρύ. Είχε μαζέψει τα μακριά ξανθά μαλλιά της σε κότσο και ο ιδρώτας από την κούραση κυλούσε στο δροσερό και πανέμορφο πρόσωπό της. Ο αγέρας έπαιρνε τα σκουπίδια και μια τα στροβίλιζε μπροστά στα πόδια της σαν χαδιάρικα γατιά και την άλλη στιγμή τα σεργιάνιζε με την ησυχία του πέρα δώθε. Η κοπέλα με ατελείωτη υπομονή και επιμέλεια προσπαθούσε να τα συγκεντρώσει σε μια γωνιά που απάγκιαζε λίγο, για να καταφέρει να τα μαζέψει. Όταν τελείωσε και την αυλή, παράτησε τη σκούπα και κοίταξε τις γλάστρες με καμάρι: Τα φούλια ήταν κλαδεμένα, έτοιμα ν ανθοφορήσουν. 9
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ Οι τριανταφυλλιές και τα γαρίφαλα είχαν ανθίσει από μέρες και μοσχομύριζε ο τόπος. Σκέφτηκε ότι σε λίγες μέρες θα έπρεπε να μαζέψει τα ροδοπέταλα από ένα συγκεκριμένο είδος τριανταφυλλιάς, για να κάνει το γλυκό κουταλιού που της άρεσε πολύ. Έριξε μια ματιά στα ξινόδεντρα: Ήταν όλα γεμάτα μικρούς πράσινους καρπούς στο μέγεθος ακόμα του νυχιού της. Σχεδόν κάθε μέρα τους μετρούσε ανυπόμονα για να δει πόσο μεγάλωσαν. Χαμογέλασε. Το πρόσωπό της φωτίστηκε κι έγινε ομορφότερο. Ήταν μέτρια στο ανάστημα και αδύνατη. Πλησίαζε στα είκοσι, αλλά έδειχνε μικρότερη. Όλα τα χαρακτηριστικά της ήταν σμιλεμένα με λεπτές γραμμές και έρχονταν σε αντίθεση με τις παλάμες των χεριών της, που ήταν γεμάτες ρόζους, άγριες και δυνατές, με τις φλέβες να φαίνονται ολοκάθαρα στη λεπτή και άσπρη επιδερμίδα της. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του μενεξέ και τα στόλιζαν μακριές καστανόξανθες βλεφαρίδες. Παρόμοιο χρώμα ματιών είναι σπάνιο να το βρεις. Το ίδιο σπάνια ήταν και η ίδια η Ροδούλα. Οι γονείς της υποστήριζαν με θέρμη πως η θυγατέρα τους ήταν ευλογημένη από τη στιγμή που γεννήθηκε. Άλλοι πίστευαν ότι οι γονείς έλεγαν υπερβολές, γιατί ήταν το μοναχοπαίδι τους. Όσοι, όμως, ήξεραν τη Ροδούλα είχαν την ίδια σιγουριά. Η καλοσύνη της και η ευγένειά της ήταν μοναδικές. Ένα χαμόγελό της ήταν αρκετό να διώξει τη συννεφιά από την καρδιά όποιου την αντίκριζε. Μια λέξη της ήταν ικανή να φέρει την ελπίδα σε όποιον τη χρειαζόταν. 10
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ Πάντως, ήταν γεγονός ότι τη στιγμή της γέννησής της είδαν στην πόρτα της κάμαρας να στέκει μια νέα γυναίκα, άγνωστη, και να χαμογελά. Έφυγε μόνο όταν το βρέφος αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Την είχαν δει και οι γονείς και η μαμή. Ποια ήταν, πώς και γιατί ήρθε, κανείς δεν ήξερε. Μόνο υπέθεσαν ότι ήταν η Παναγιά. Άνοιξε τη βρύση που ήταν πάνω από τη μεγάλη πέτρινη γούρνα και με τη χούφτα της μάζεψε και ήπιε νερό. Σκούπισε τις σταγόνες από το πιγούνι της και κάθισε κάτω από τον ίσκιο της μεγάλης μουριάς. Ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό του γέρικου δέντρου για να στηριχτεί. Η θέση αυτή μαζί με τη δροσιά τη χαλάρωσαν. Αισθανόταν κουρασμένη, γιατί είχε ξυπνήσει πολύ πρωί και ο δυνατός ανοιξιάτικος ήλιος έκανε βόλτες πάνω απ το κεφάλι της όλη τη μέρα. Δεν κατάλαβε καθόλου πότε και για πόσο την πήρε ο ύπνος. Βυθίστηκε σ ένα όνειρο που στην αρχή της φάνηκε παράξενο, γιατί ήταν τόσο ζωντανό ώστε να το μπερδεύει με την πραγματικότητα. Από τη μια ήθελε να ξυπνήσει, γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα, και από την άλλη ένιωθε τόσο μουδιασμένη από το βύθισμα, που δεν μπορούσε ούτε τα βλέφαρά της να κουνήσει. Αισθανόταν ότι κάποιος της επέβαλε να το δει. Ξεχώριζε καθαρά τις εικόνες, τις τοποθεσίες και τους πρωταγωνιστές και, ενώ της ήταν τα πάντα σχεδόν άγνωστα, κάπου μέσα της ένιωθε για όλους μια μεγάλη οικειότητα και ένα ενδιαφέρον, που πολλές στιγμές γινόταν αγωνία και βρόγχος. 11
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ Είδε γάμους, χαρές, λύπες, γεννήσεις, θανάτους και συνέπασχε μαζί τους σαν να ήταν κομμάτια του εαυτού της. Μια ζωή ολόκληρη πέρασε από μπροστά της, χωρίς ακόμα να ξέρει αν ήταν η δική της ή κάποιας άλλης. Μια ζωή... ναι... μια ζωή που άρχιζε κάπως έτσι... 12
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ 1 Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥΛΑΣ και του Ευθύμη έγινε τρεις μήνες μετά από τη μέρα που γνωρίστηκαν. Ο Ευθύμης ήθελε να γίνει νωρίτερα, αλλά τον πήγαν πίσω οι ετοιμασίες στο γεροντικό σπίτι των πεθερικών του. Οι επισκευές που έπρεπε να κάνει ήταν πολλές. Τελικά, όμως, κατάφερε και το μεταμόρφωσε από παλιό και ξεχαρβαλωμένο σπιτάκι σ ένα μεγάλο σπίτι με καινούρια ταβάνια και καλογυαλισμένα ξύλινα πατώματα και πρόσθεσε δυο δωμάτια επιπλέον κι εσωτερική τουαλέτα, ακριβώς όπως επιθυμούσε η Ροδούλα. Τα έπιπλα ήρθαν από την Αθήνα και ήταν όπως τα είχε φανταστεί η κοπέλα. Όλα άλλαξαν εκτός από το κρεβάτι των γονιών της, αφού δεν ήθελαν να το εγκαταλείψουν με τίποτα. Μετά από την τελετή, έγινε ένα γλέντι που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει στο χωριό. Φαγητά για πάνω από χίλιους ανθρώπους και κρασί κόκκινο μπρούσκο για να πίνουν και να χορεύουν όλοι οι καλεσμένοι μέχρι την άλλη μέρα. Ούτε στα πιο τρελά όνειρά της δεν είχε φανταστεί έτσι ωραίο το γάμο της η Ροδούλα. 13
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ Όσο για την πρώτη τους νύχτα, ο Ευθύμης ούτε που την άγγιξε. Του είπε πως δεν ένιωθε έτοιμη κι εκείνος το σεβάστηκε. Έσμιξαν μόνο όταν μόνη της του το ζήτησε, μετά από είκοσι μέρες κοινής ζωής, όταν πια τον έβαλε για τα καλά μέσα στην καθημερινότητά της. Ο έρωτας είχε ήδη αρχίσει να της χτυπά την πόρτα. Έτσι όλα πια είχαν πάρει το δρόμο τους, δίχως βιασύνες και κρατώντας μια απόδειξη στα χέρια της ότι ο άντρας που παντρεύτηκε τη νοιαζόταν και την εκτιμούσε. Ο Ευθύμης είχε πραγματικά ένα θαυμάσιο χαρακτήρα. Δεν υπήρχε φτωχός στο χωριό που να μην τον βοηθούσε. Δεν υπήρχε ορφανό που να μην το έντυνε και να μην το τάιζε. Όλοι είχανε να πουν ότι ο Ευθύμης και η Ροδούλα ήταν το πιο ταιριαστό ζευγάρι στον κόσμο, κι ας είχανε διαφορά στην ηλικία. Μετά από ένα χρόνο γάμου, η Ροδούλα έφερε στον κόσμο την Ανέζα. Ίσα ίσα πρόλαβε ο γέροντας να δει την πρώτη του εγγονή, γιατί σε τρεις μήνες πέθανε. Τον ακολούθησε λίγο μετά και η γριά του. Έτσι, το νέο ζευγάρι έμεινε πια μόνο του στο μεγάλο σπίτι, με την Ανέζα να τους ξεσηκώνει με τις φωνές και τα κλάματα, τα γέλια και τα παιχνίδια της. Έπειτα από δυο χρόνια γεννήθηκε η Μαρίνα. Πιο όμορφο μωρό δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους. Μεγαλύτερη χαρά έκανε η Ανέζα, που επιτέλους θα είχε για συντροφιά μια αδερφή. Η οικογένειά τους μεγάλωσε μετά από τρία χρόνια, 14
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ όταν απέκτησαν και τη Χαρούλα. Της έδωσαν αυτό το όνομα γιατί όλο γελούσε και με τις γκριμάτσες της έκανε και τους υπόλοιπους να γελούν. Μεγαλώνοντας, η δε Μαρίνα έγινε ομορφότερη, σοβαρή και μετρημένη, η δε μικροσκοπική και ναζιάρα Χαρούλα ήταν το γέλιο και η χαρά της οικογένειας. Κάπου στα τέλη του 1934 γεννήθηκε ο Σπύρος. Ήταν η πιο κρύα βραδιά του Δεκέμβρη με τρομερή κακοκαιρία. Ο γιατρός δεν μπόρεσε να έρθει σπίτι εξαιτίας της βροχής και του δυνατού αέρα και έτσι με χίλια ζόρια την ξεγέννησε η μαμή του χωριού. Όταν βγήκε το μωρό, η Ροδούλα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και είχε τρομοκρατηθεί τόσο, που ήταν σίγουρη ότι δε θα γλίτωνε. Όταν η μαμή της έδωσε το φασκιωμένο μωρό για να το κρατήσει στην αγκαλιά της, εκείνο με μια ανεξήγητη δύναμη της γρατσούνισε το μάγουλο, τόσο που μάτωσε. Γύρισε και κοίταξε τον Ευθύμη που στεκόταν από πάνω τους. Θαρρώ πως με τούτον που φέραμε δε θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα, είπε και σκούπισε το αίμα με το μανίκι της νυχτικιάς της. Κάνει έτσι γιατί είναι αγόρι, την καθησύχασε εκείνος προσπαθώντας να χαμογελάσει. Όμως είχε κι αυτός το ίδιο ακριβώς προαίσθημα. Άραγε να έκαναν λάθος και οι δυο; Τον έβγαλαν Σπύρο, γιατί, όσο και να έτρωγε, μεγάλωνε σπυρί σπυρί, λες και είχε μέσα του κάποιον άλλο που του έτρωγε το φαγητό. Μίζερο παιδί, γκρινιάρης, πεισματάρης, 15
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ απαιτητικός, με μια σιγουριά ότι όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από αυτόν. Πολλές φορές ρωτούσε η Ροδούλα τον άντρα της σε ποιον έμοιαζε το παιδί στο χαρακτήρα. Ο Ευθύμης είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχει έστω και μακρινό μπάρμπα με τόσο κακότροπο χαρακτήρα, οπότε δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Ο μικρός δε φοβόταν καθόλου τη μητέρα του ούτε και τις δύστυχες τις αδερφές του. Η ζωή τους είχε γίνει κόλαση. Δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά ησυχία μέσα στο σπίτι, παρά μόνο όταν ήταν εκεί ο πατέρας τους. Ευτυχώς που φοβόταν και κάποιον, γιατί, αλλιώς, τα πράγματα θα ήταν εκτός ελέγχου. Η Ροδούλα πάντα τον έπαιρνε με το καλό, αλλά ο μικρός δε χαμπάριαζε από αυτά. Αν δε γινόταν το δικό του, άκουγε όλο το χωριό τις αγριοφωνάρες του. Είχε γίνει πια το φόβητρο του σπιτιού. Κάθε μέρα που περνούσε, οι γονείς του πίστευαν ότι θα άλλαζε λίγο ο χαρακτήρας του, αλλά έπεφταν έξω. Μέχρι που κάποιο μεσημέρι γύρισε ο Ευθύμης στο σπίτι και βρήκε τις κόρες του ξεμαλλιασμένες, χτυπημένες και κρυμμένες κάτω απ το κρεβάτι του. Τις καλόπιασε, τις φώναξε να βγουν, τους έταξε λαγούς με πετραχήλια, τίποτα αυτές δεν έβγαζαν ούτε τη μύτη τους έξω. Ρώτησε τη Ροδούλα και κείνη κλαίγοντας του είπε ότι ο Σπύρος είχε κάνει πάλι το θαύμα του. Ποιος είδε τον Θεό και δεν Τον φοβήθηκε. Πρώτη φορά άπλωσε χέρι σε παιδί του ο Ευθύμης. Τον άρπαξε και τον έβαλε σαν αρνί στα γόνατά του, τον γύρισε και του έκανε τα πισινά μαύρα απ τις ξυλιές. Έπειτα, τον απείλησε πως, αν 16
ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ ξαναπλώσει χέρι στις αδερφές του για οποιονδήποτε λόγο, θα του το έκοβε από τον ώμο. Ήταν τόσο αγριεμένος ο Ευθύμης, που για πρώτη φορά ο Σπύρος τα χρειάστηκε. Η επόμενη κίνηση ήταν να του κόψει για έναν ολόκληρο μήνα το χαρτζιλίκι. Αυτό τον πείραξε περισσότερο, γιατί είχε δώσει πολλά δείγματα φιλαργυρίας. Έτσι, για αρκετές μέρες δεν μπορούσε να καθίσει λόγω των μελανιασμένων οπισθίων του και από την άλλη, έπεσε στην ανάγκη των αδερφών του, που τις θερμοπαρακαλούσε να του δώσουν έστω και μερικές δεκάρες. Η άσκηση βίας από μέρος του δεν επαναλήφθηκε, αλλά δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να τις κάνει να υποφέρουν με άλλους τρόπους. Εκείνες πια είχαν συνηθίσει και όταν τις ζόριζε πολύ, τον απειλούσαν ότι θα το έλεγαν στον πατέρα και έτσι κάπως μπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940, η Ανέζα ήταν πια δώδεκα, η Μαρίνα δέκα, η μικρή εφτά και ο Σπύρος έξι χρόνων. Όταν πάτησαν το πόδι τους στο χωριό οι Γερμανοί, όλα δυσκόλεψαν. Μπορεί τα παιδιά να συνέχισαν το σχολείο και ο Ευθύμης τη δουλειά του, μα κατοχή ήταν αυτή και τα πάντα λιγόστεψαν. Το 1942 τα πράγματα χειροτέρεψαν, όταν ξαφνικά ο Ευθύμης αρρώστησε. Μετά από μερικούς μήνες του ήρθε και το έμφραγμα και όλα τελείωσαν δίχως πολλές ταλαιπωρίες και πόνους για τον πενηνταπεντάχρονο άντρα. Ένα γλυκό απόγευμα του Σεπτέμβρη, ξαπλωμένος στο 17
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μ. ΚΟΝΤΑΞΟΠΟΥΛΟΥ κρεβάτι του και με όλη την οικογένεια στο προσκεφάλι του, η καρδιά λοξοδρόμησε και αντί να πάρει την ανάσα της, ξεχάστηκε και πήρε τον άλλο δρόμο, εκείνο της σιωπής. Τότε ακριβώς ήταν που το εικόνισμα του Αγίου Ευθυμίου κουνήθηκε πέρα δώθε. Όλοι κάρφωσαν τα μάτια τους στην εικόνα και η Ροδούλα σταυροκοπήθηκε με μάτια γεμάτα δάκρυα. Ήξερε ότι είχε παντρευτεί έναν «άγιο» άνθρωπο, αλλά νόμιζε πως μόνο εκείνη το γνώριζε. Προφανώς, το ήξερε και κάποιος άλλος. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει η Ροδούλα χήρα στα τριάντα πέντε της με τέσσερα παιδιά. Κάτι είχε βάλει ο Ευθύμης στην άκρη και της είχε αφήσει και ακίνητη περιουσία, κάποια χτήματα δώθε κείθε στο χωριό. Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε τόσο δύσκολους καιρούς και με τόσο μεγάλες υποχρεώσεις; Η Ροδούλα δε φοβήθηκε καθόλου για τον εαυτό της. Για τα παιδιά της ανησυχούσε και έπεσε στα γόνατα να ζητήσει κουράγιο από τον Άγιο Ευθύμιο. Ήξερε ότι και περισσότερα να ζητούσε, Εκείνος θα της έδινε τα γραμμένα. 18