ΟΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ Τίποτα δὲν ἐζήλεψα μεσ τὸν ἀπάνω κόσμο, Παρὰ τὸ κλέφτικο σπαθί, τὸ κλέφτικο ντουφέκι. Λάμπουν τὰ χ όν α στὰ βουνὰ καὶ τὰ νερὰ στοὺς κάμπους, Λάμπουν καὶ τὰ χρυσὰ σπαθ ὰ τῶν Κολοκοτρωναίων. Ὅταν θὰ πᾶν ςτὴν ἐκκλησ ὰ νὰ πᾶν νὰ προσκυνήσουν, Ρίχνουν φλωρὶ ςτὴν Παναγ ὰ φλωρ ὰ ρίχνουν ςτοὺς ἅγιους καὶ ςτὸν ἀφέντη τὸ Χριστὸ ρίχνουνε τ ἅρματά τους, Βόηθα, Χριστέ, τὰ χέρ α μας κι εὐλόγα τ ἅρματά μας. νὰ λευθερώσουν τὸ Μωρηᾶ ἀπ τῶν Τουρκῶν τὰ χέρ α.
Ο ΗΛΙΟΣ Ἔβγα ἥλ ε μ ἔβγα, ἔβγα λιγουλάκι, γ ὰ νὰ σεργ ανίσουμε μέσ τὸ περιβολάκι. Ναὔρω πόρο ναὔρω, πέρα νὰ περάσω, ναὔρω τὴν ἀγάπη μου, νὰ παίξω νὰ γελάσω. Νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγ α, πὤχω φυλαμμένα, νὰ τῆς πῶ, πουλάκι μου, τρελλαίνουμε γ ὰ σένα.
ΤΟ ΔΕΡΒΙΣΑΚΙ Μαῦρα θέλω [κυρά μου] νὰ φορέσω, δερβισάκι νὰ γεννῶ καὶ ς τὴν ἔρημο [καλὲ] νὰ πάω, γιὰ μ ὰ νέα π ἀγαπῶ. Νἄχω τὰ βουνὰ γειτόνους, τὰ λαγκάδια συντροφ ὰ. καὶ προσκέφαλο μ ὰ πέτρα. Ἔτσι τὤχε ἡ τύχη μου!
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ Ἔχω τώ-[μάννα καϋμένη μάννα] ἔχω τώρα πέντε χρόνους ἀναστεναγμοὺς [μάννα μ] καὶ πόνους Π ἀγαπῶ να χελιδόνι κι ἡ μαννούλα του μαλόνει. Χελιδόνι μου ν ἀπέχῃς, Γιατὶ διάφορ [ἀπὸ μὲ] δὲν ἔχεις. Πῶς ν ἀπέχω τὸ καϋμένο, ὅπου εἶμαι μικρὸ καὶ ξένο;
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Στὴν πόλι εἶν ἕνα δεντρὸ πλατύφυλλο καὶ δροσερό. Στὴ ρίζα βγάζει κρυὸ νερὸ καὶ ς τὴν κορφὴ ἔχει ἕνα σταυρό. Πᾶνε ἡ ναύτες γιὰ νερὸ καὶ κάνουν ὅρκο ς τὸ σταυρό. Ὁπὤχει δυό ἀγαπητικὲς ἔχει σαράντα μαχαιριές. Ὁπὤχει τρεῖς καὶ τέσσερες νά χῃ σαράντα τέσσερες, Κι ὁπὤχει μ ά κι εἶναι καλὴ νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὴν χαρῇ
Η ΛΙΓΕΡΗ Στάζουν τὰ κεραμίδια σου, μαῦρα γλαρὰ ν τὰ φρύδια σου. Στάζει καὶ μὲ ἡ καρδούλα μου γιὰ μιὰ γειτονοπούλα μου. Σύρε, ἡ μαννούλα, πές της το, κρυφὰ κουβέντιασέ της το. Παίρν ἡ μαννούλα του καὶ πάει, Βρίσκει τὴν πόρτα καὶ κεντάει. Ὥρα καλή σου λιγερή; Καλῶς τὴ μάνα τοῦ Κωστῆ. Κόρη μ ὁ γυιός μου σ ἀγαπῆ καὶ ντρέπεται νὰ σοῦ τὸ πῇ. Σὰν μ ἀγαπᾷ τὶ ντρέπεται, τὰ λόγια τί τὰ λέγεται; (*).
ΤΟ ΓΙΟΓΚΑΡΙ Μ ὰν αὐγοῦλα θέλ α σηκωθῶ νὰ μπῶ σὲ περιβόλι νὰ κόψω μῆλο τὴς μηλ ᾶς κυδῶνι τῆς ἀγάπης. Νά κόψω κι ἕνα ληόφυλλο νὰ παίξω τὀ γ ογκάρι; Γ ογκάρι (1) μου βαρύσκοπο γιὰ δὲ βαρεῖς γ ομάτα [ξανθὴ καὶ μαυρομμάτα]. Γ ὰ σφίχτ τὰ τέλ α δυνατὰ καὶ βάρει με γ ομάτα [ξανθὴ καὶ μαυρομμάτα]. Κι ἄν δὲν σ τὴ φέρω τὴν ξανθὴ κάμεμε τρ ὰ κομμάτια [ξανθὴ καὶ μαυρομμάτα]. (*) Γιογκάρι=ὄργανον, ταμπουρᾶς.
Η ΖΩΗΤΣΑ Σήκω, Ζωήτσα, νὰ πᾶς για ξύλα. Δέν μπορῶ, ἡ μάννα, δὲν μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἡ μάννα, δὲν μπορῶ, στεῖλε νὰ φέρης τὸ γιατρό. Σήκω, Ζωήτσα, νὰ πᾶς ςτὸ θέρο. Δὲν μπορῶ, ἡ μάννα, δὲν μπορῶ. στεῖλε νὰ φέρης τὸ γιατρό. Σήκω, Ζωήτσα, νὰ πᾶς ςτὴ βρύσι. Δὲν μπορῶ, ἡ μάννα, δὲν μπορῶ. στεῖλε νὰ φέρης τὸ γιατρό. Σήκω Ζωήτσα, νὰ σὲ παντρέψω. ὤπουτα, (1) ἡ μάννα, ὤπουτα! Ὤπουτα, ἡ μάννα, ὤπουτα! κι ἂν ἔχῃς γρόσια δός του τα.
ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΑΚΙ Νὰ εἶχα νεράντζι νά ριχνα ςτὸ πέρα παρεθύρι, νὰ τσάκιζα τὸ μαστραπᾶ (*) πὤχει τὸ καρυοφύλλι. Για σὲ τὰ λέω ἀγάπη μου ποὖσαι ςτὸ παρεθύρι, τὸ μαντηλάκι ποῦ κεντᾷς ἐμένα νὰ τὸ στείλῃς. Νὰ μὴ τὸ στείλῃς μ ἄλλονε παρὰ μὲ τὴν ἀγάπη. Ἀπό πρωΐ τῆς τό λεγα, τὸ δειλινὸ τὸ στέλνει. ςτὰ γόνατά μου τὸ βαλα καὶ τὸ συχνορωτάω: Γιὰ πὲς μου μαντηλάκι μου ἄν μ ἀγαπᾷ ἡ κυρία σου. Ὅταν σὲ συλλογίζεται σὰν τὸ παπὶ μαδιέται, σὰν θάλασσα βουρλίζεται, σὰν κῦμα δέρν ὁ νοῦς της. (*) Μαστραπᾶς=δοχεῖον
Η ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ Μπερδεύτηκε μ α λεμον ὰ μὲ μ ὰ νεραντζοπούλα. Ἔτσι μπερδεύτηκα κι ἐγὼ μὲ μιὰ γειτονοπούλα. Γειτόνισσα, δαιμόνισσα, κακ ὰ γειτονοπούλα, Μάζω τὰ περιστέρ α σου, τ ἔρχονται ςτὴν αὐλὴ μου. Μοῦ τρῶνε τὸ σιτάρι μου, μοῦ πίνουν τὸ νερό μου. Π ἐγὼ τὸ χῶμα τὸ θελα νὰ κάμω μοναστήρι, Νὰ βάλω μέσα καλογρῃές κι ἀπὸ ξω καλογέρους.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ Στῆς Ἀρκαδ ᾶς τὸν πλάτανο [κύρα Λένη, ἀμάν! ἀμάν! Ἑλένη] πολλοί ναι μαζεμένοι, [Ὀρέ ν ] ὁ Δήμαρχος κι ἀνακριτὴς [κυρὰ Λένη κτλ.] καὶ κρέναν τὴν Ἑλένη, [Ὀρὲ ν ] Ἑλένη τί [Ἑλένη] τί τὸν ἔκανες [κυρὰ Λένη κτλ.] τὸν πρῶτο σου τὸν ἄντρα; [Ὀρὲ ν ] Στρατιώταις τὸν ἐπήρανε [κυρὰ Λένη κτλ.] ςτὴ φυλακὴ τὸν πᾶνε. [Ὀρὲ] Δὲν τὸν δικάζουν ξάμηνο [κυρὰ Λένη κτλ.] δὲν τὸν δικάζουν χρόνο. [Ὀρὲ] Μὰ τὸν δικάζουν σόβια [κυρὰ Λένη κτλ.] σόβἰα τοῦ θανάτου.
Ο ΒΕΡΕΜΙΑΡΗΣ Οὖλες ᾑ νηὲς παντρεύουνται καὶ πέρνουν παλληκάρια κι ἐγὼ ἡ Γιαννούλα ἡ ἔμμορφη πῆρα τὸ βερεμ άρη. (1) Βερέμ ασ ἡ καρδούλα μου (ν) ἀπὸ τὸ βερεμίλο, τοῦ μαγειρεύω δὲ δειπνάει, τοῦ στρώνω δὲν κοιμᾶται, τοῦ στρώνω πέντε στρώματα καὶ δύο μαξιλαράκ α Σήκω, βερέμη, πλάγ ασε, σήκω, βερέμη, πέσε κι ἅπλωσε τὰ ξεράδ α σου ς τοὺς ἀργυροὺς μου κόρφους, νὰ ἰδῇς τοῦ Μάη τῇς δροσ ές τ Ἀπρίλη τὰ λουλούδ α, νὰ ἰδῇς δυὸ κιτρολέϊμονα, δυὸ πατρινὰ λεϊμόν α... Κοιμᾶται τὸ τρ αντάφυλλο μὲ τὸ βερέμη ἀντάμα βήχει ὁ βερέμης μ ὰ φορὰ κι ἡ κόρη ἀναστενάζει...
ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ Τρ ὰ πουλάκ α τὰ καϋμένα πᾶνε κι ἔρχουνται γιὰ μένα. Τό να τὸ πουλὶ ἀγαπάω, τ ἄλλο παίζω καὶ γελάω. Καὶ τὸ τρίτο τὸ καϋμένο μένει παραπονεμμένο. Χελιδόνι μου ν ἀπέχῃς ἀπ τὴν κόρη ποῦ παντέχεις. Πῶς ν ἀπέχω ἀπ τὴν ἀγάπη πὤχω ἔξοδα γ ὰ δ αὕτη;
Η ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΩΤΙΣΣΑ Γ ὰ μ ὰ Γαλαξειδ ώτισσα καὶ περα-μαχαλ ώτισσα δέρνει τὴ θυγατέρα της κρυφὰ πὸ τὸν πατέρα της. Γ ατὶ μὲ δέρνεις μάννα μου, κρυφὰ πὸ τὸν πατέρα μου; Βρὲ ποῦ ν τὰ δαχτυλίδια σου; [Μαῦρα γλαρὰ ν τὰ φρύδ α σου]. Μάννα μ ὁ Γιῶργος τὰ φορεῖ, ἀπὸ τὴν ἄλλη Κυριακή. Σῦρε μάννα μ καὶ πές του το. κρυφά κουβέντιασέ του το. Πέρνει τὴ ρόκα της καὶ πάει, βρίσκει τὸ Γ ῶργο π ἀγαπάει. Γιῶργο μ ἡ κόρη μ σ αγαπεῖ καὶ ντρέπεται νὰ σοῦ τὸ πῇ. Σὰ μ ἀγαπᾷ καὶ ντρέπεται, τὰ λόγ α τὶ τὰ στέλνετε;
Ο ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΑΗΤΟΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΝ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟΝ Μέσ ςτὴν Κλεινίτσα* ςτὴν κορφή, χρυσὸς ἀητὸς καθόταν, καὶ μὲ τὸν ἥλιο μάλωνε, μὲ τὸ λαμπρὸ φεγγάρι. Ἤλιε μ γιὰ δὲ βαρεῖς κι ἐδῶ σὲ τούτην τὴν ἀπόσκ α, νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα (ν) ὁπ ἔχω ςτὰ φτερά μου, μπέλτα** καὶ σηκονόμουνα δυὸ τρεῖς τριχιὲς τοῦ ψήλου, νὰ χαιρετήσω τὰ βουνά, τὰ κλέφτικα λημέρια, τοὺς κάμπους μὲ τὰ λούλουδα, τὰ δέντρα μὲ τοὺς ἴσκιους, τὰ κρουσταλλένια τὰ νερά............ * Κλεινίτσα=ὄρος ὑπεράνω τῆς κωμοπόλεως Στεμνίτση, ὁ ἀρχαῖος Ὑψοῦς ** μπέλτα=ἴσως