Ο ρόλος του ασβεστόλιθου στην ανθεκτικότητα κονιαµάτων τσιµέντου σε περιβάλλον θειικών ιόντων Α. Σκαροπούλου, Χ. Παναγιωτοπούλου, Γ. Κακάλη, Σ. Τσιβιλής Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Χηµικών Μηχανικών, Εργ. Ανόργανης και Αναλυτικής Χηµείας, Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15773, Αθήνα Λέξεις-κλειδιά: Ασβεστολιθικά τσιµέντα, ασβεστολιθικά αδρανή, ανθεκτικότητα, θειικά ιόντα, θερµοκρασία, ταουµασίτης ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Το πρόβληµα που σχετίζεται µε τη χρήση του ασβεστόλιθου ως κύριου συστατικού του τσιµέντου και/η ως αδρανούς στο σκυρόδεµα είναι η ενδεχόµενη σηµαντική απώλεια ανθεκτικότητας του σκυροδέµατος λόγω της επίδρασης θειικών ιόντων σε συνθήκες χαµηλών θερµοκρασίων και του σχηµατισµού του ταουµασίτη (thaumasite form of sulfate attack TSA). Στη συγκεκριµένη εργασία µελετήθηκε η συµπεριφορά των ασβεστολιθικών τσιµέντων σε θερµοκρασία 5 ο C και 25 ο C. Προέκυψε ότι τα κονιάµατα που περιέχουν ασβεστόλιθο, είτε ως άµµο, είτε ως βασικό συστατικό του τσιµέντου, είναι ευάλωτα στη δηµιουργία ταουµασίτη σε περιβάλλον θειικών ιόντων και χαµηλές θερµοκρασίες (5 ο C). Η χρήση ποζολανικών υλικών µαζί µε τα ασβεστολιθικά τσιµέντα µπορεί να συµβάλλει στην αντιµετώπιση του προβλήµατος. Σε θερµοκρασία 25 ο C δεν παρατηρήθηκε προσβολή από τα θειικά ιόντα και φθορά των δοκιµίων µε ασβεστολιθικά τσιµέντα. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η χρήση των συνθέτων τσιµέντων Portland και ειδικότερα των ασβεστολιθικών τσιµέντων (Portland limestone cements) παρουσιάζει πολλά τεχνικά και οικονοµικά πλεονεκτηµατα (Tsivilis et al 1999 & 2002). Το νέο Πρότυπο ΕΛΟΤ EN 197-1 προδιαγράφει 4 τύπους ασβεστολιθικών τσιµέντων µε περιεκτικότητα σε ασβεστόλιθο 6-20% (τύποi II/A-L και II/A-LL) και 21-35% (τύποι II/B-L και II/Β-LL) αντίστοιχα. Το πρόβληµα που σχετίζεται µε τη χρήση του ασβεστόλιθου ως κύριου συστατικού του τσιµέντου και/η ως αδρανούς στο σκυρόδεµα είναι η ενδεχόµενη σηµαντική απώλεια ανθεκτικότητας του σκυροδέµατος λόγω της επίδρασης θειικών ιόντων και του σχηµατισµού του ταουµασίτη (thaumasite). O ταουµασίτης είναι µια σύνθετη ενυδατωµένη φάση µε τύπο CaSiO 3.CaCO 3.CaSO 4.15H 2 O. Πιστεύεται ότι σχηµατίζεται σε συνθήκες χαµηλών θερµοκρασιών και µεγάλης υγρασίας και όταν στο περιβάλλον (π.χ. έδαφος, νερό) υπάρχουν θειικά ιόντα, τα οποία έρχονται σε επαφή µε το ασβεστολιθικό τσιµέντο και τα ασβεστολιθικά αδρανή. Ο σχηµατισµός του ταουµασίτη συνοδεύεται από την παραγωγή µπρουσίτη (brucite) και δευτερογενούς γύψου (secondary gypsum). Η δηµιουργία του ταουµασίτη δεν είναι άµεση (απαιτείται χρονικό διάστηµα µερικών µηνών), ενώ η ελάττωση του ph ευνοεί τη δηµιουργία του ταουµασίτη, αφού συµβάλλει στη προσβολή του C-S-Η gel από τα θειικά ιόντα (Bensted 1999, Hartshorm et al 1999, Kakali et al 2002, Tsivilis et al 2002, Σκαροπούλου 2002, Τσιβιλής 2002). Κατά την τελευταία 15ετία, η προσβολή από θειικά ιόντα µε τη µορφή του ταουµασίτη (thaumasite) εντοπίστηκε σε περισσότερες από 80 κατασκευές στην Αγγλία και ιδιαίτερα στο σκυρόδεµα που βρίσκεται στο υπέδαφος. Το 1998, τέτοια κρούσµατα εµφανίστηκαν σε θεµέλια Αγγλικών γεφυρών και οδήγησαν σε άµεση κινητοποίηση των αρχων. Το φαινόµενο αυτό έχει παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες, όπως τον Καναδά, την Νότια Αφρική, τη Γαλλία, τη Γερµανία, 1
τη Νορβηγία, την ανία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Σλοβενία. Η δηµιουργία ταουµασίτη κατά την προσβολή του τσιµέντου από θειικά ιόντα, θεωρείται πρόβληµα των τελευταίων ετών, αφού και να υπήρχε νωρίτερα δεν ήταν αναγνωρίσιµο. Αναµφισβήτητα, τωρα ταυτοποιείται πιο εύκολα, αφού έχουν βελτιωθεί οι τεχνικές αναλύσεων και η οµοιότητα του µε τον ετρινγκίτη δεν οδηγεί σε παρανοήσεις. Ακόµα, η προσβολή από θειικά γίνεται στα θεµέλια, που βρίσκονται κάτω από το έδαφος, και η έρευνα και ανάλυση των τµηµάτων αυτών είναι πάρα πολύ δύσκολη. Τέλος, το φαινόµενο του ταουµασίτη είναι σε έξαρση, πιθανόν λόγω της αλλαγής της σύνθεσης του τσιµέντου, αφού τα σύγχρονα τσιµέντα Portland έχουν αυξηµένη ποσότητα C 3 S (Crammond 2002). Με βάση τα παραπάνω, παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον το "πρόβληµα του ταουµασίτη", που σχετίζεται µε τη χρήση ασβεστολιθικών τσιµέντων και αδρανών και η εµβάθυνση στο µηχανισµό δηµιουργίας του ταουµασίτη και στην επίδραση του στην ανθεκτικότητα των ασβεστολιθικών τσιµέντων. Στην παρούσα εργασία µελετάται η επίδραση του ποσοστού συµµετοχής του ασβεστόλιθου στα ασβεστολιθικά τσιµέντα (0, 15 και 30% κ.β.), του είδους της άµµου (ασβεστολιθική ή πυριτική) και της θερµοκρασίας (5 o C και 25 o C) στην εµφάνιση του ταουµασίτη. Ακόµη, διερευνάται η δυνατότητα χρήσης και άλλων συστατικών, όπως ιπτάµενης τέφρας, σκωρίας υψικαµίνου και µετακαολίνη, για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ασβεστολιθικών τσιµέντων. 2. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 2.1. Υλικά Χρησιµοποιήθηκαν βιοµηχανικό κλίνκερ τσιµέντου Portland και ασβεστόλιθος µε υψηλή περιεκτικότητα σε καλσίτη (CaCO 3 : 95.7%). Τα τσιµέντα PC, LC1 και LC2 παρασκευάσθηκαν µε συνάλεση κλίνκερ, γύψου και ασβεστόλιθου µε βάση τις αναλογίες που δίνονται στον Πίνακα 1. Η συνάλεση έγινε σε σφαιρόµυλο pro-pilot plant δυναµικότητας 5Kg. Η ειδική επιφάνεια του τσιµέντου ήταν 3030, 3950 και 5170 cm 2 /g, σύµφωνα µε τη µέθοδο Blaine, για τα τσιµέντα PC, LC1 και LC2 αντίστοιχα. Η ιπτάµενη τέφρα (ASTM τύπος C) είναι ένα Ελληνικό υλικό και χρησιµοποιείται από τις βιοµηχανίες για την παραγωγή σύνθετων τσιµέντων. Η σκωρία υψικαµίνου (GGBS) είναι ένα εισαγόµενο ορυκτό και χρησιµοποιείται ως κύριο συστατικό του τσιµέντου. Τα παραπάνω ορυκτά αλέσθηκαν και το µέσο µέγεθος των κόκκων τους (d 50 ) ήταν 12.3µm και 10.9µm για την ιπτάµενη τέφρα και τη σκωρία υψικαµίνου, αντίστοιχα. Ο µετακαολίνης είναι εµπορικό προϊόν µε µέσο µέγεθος κόκκων 5.1µm. Οι µελετηθέντες συνθέσεις (Πίνακας 1) έγιναν µε αντικατάσταση συγκεκριµένης ποσότητας του ασβεστολιθικού τσιµέντου Portland LC1 µε τα άλλα υλικά. Ανάλογα µε το υλικό που χρησιµοποιήθηκε, έγινε αντικατάσταση 10% - 50% της µάζας του LC1. Πίνακας 1. Kωδικοί και σύσταση των δειγµάτων Κωδικός Σύνθεση PC * Κλίνκερ: 100% κ.β. LC1 * Κλίνκερ: 85% κ.β., ασβεστόλιθος: 15% κ.β. LC2 * Κλίνκερ: 70% κ.β., ασβεστόλιθος: 30% κ.β. LFC LC1 + 30% Ιπτάµενη Τέφρα (F: 30% κ.β. του LC1) LSC LC1 + 50% Σκωρία (S: 50% κ.β. του LC1) LMC LC1 + 10% Μετακαολίνης (Μ: 10% κ.β. του LC1) * γύψος: 5% κ.β. επί του κλίνκερ 2
2.2. Παρασκευή και συντήρηση δοκιµίων Τα δοκίµια παρασκευάσθηκαν µε (W/C)=0.5 και (άµµος:τσιµέντο)=2.5. Ακόµα, χρησιµοποιήθηκαν 2 είδη άµµου, η πυριτική (s) και η ασβεστολιθική (c), έτσι ώστε να µελετηθεί η επίδραση του τύπου της άµµου στη δηµιουργία του ταουµασίτη. Τα δοκίµια που περιέχουν πυριτική άµµο, αναφέρονται ως XXX-s (π.χ. LC1-s), ενώ αυτά που περιέχουν ασβεστολιθική άµµο, αναφέρονται ως XXX-c (π.χ. LC1-c). Τα δοκίµια έχουν διαστάσεις 40 x 40 x 53 mm και διατηρήθηκαν στη µήτρα για 24 ώρες, στη συνέχεια διατηρήθηκαν στο νερό για 6 µέρες και ακολούθως στον αέρα για 21 µέρες στο περιβάλλον του εργαστηρίου (θερµοκρασία: 25 ± 2 C). Οι συνθήκες αυτές συντήρησης προσεγγίζουν τις πραγµατικές συνθήκες των κατασκευών. Μετά τις 28 µέρες, τα δείγµατα συντηρήθηκαν σε διαλύµα MgSO 4 1.8% κ.β. και σε θερµοκρασία α) 5 C (± 2 C) και β) 25 C (± 2 C). Το διάλυµα άλλαζε κάθε 3 µήνες. 2.3. Ιδιότητες σκληρυµένων κονιαµάτων Η οπτική εξέταση των δειγµάτων γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήµατα για διάστηµα 16 µηνών. Ολες οι τροποποιήσεις, όπως αλλαγή του χρώµατος, της υφής των επιστρωµάτων, διόγκωση και σπάσιµο, έχουν καταγραφεί. Οι αντοχές θλίψης των δειγµάτων µετρήθηκαν στις 28 µέρες και µετά 9 µήνες έκθεσης σε διάλυµα MgSO 4, έτσι ώστε να διερευνηθεί η επίδραση της προσβολής από θειικά ιόντα στις µηχανικές ιδιότητες των κονιαµάτων. Οι µετρήσεις της ταχύτητας του υπέρηχου µέσω των δοκιµίων (συσκευή: 58 Ε48 της Controls Testing Equipment Ltd) χρησιµοποιήθηκαν ως µέτρο της εσωτερικής συνοχής των δειγµάτων. Οι µετρήσεις έγιναν σε τακτά χρονικά διαστήµατα για διάστηµα 1 έτους. 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 3.1. Οπτική επιθεώρηση Σχετικά µε τη συντήρηση στους 5 C, οι φθορές παρατηρήθηκαν πρώτα στις επιφάνειες των δοκιµίων των ασβεστολιθικών τσιµέντων (LC1 s, LC1 c, LC2 s, LC2 c) µετά από 8 µήνες. Μετά από 9 10 µήνες εµφανίστηκαν οι πρώτες φθορές στα δοκίµια µε αµιγές τσιµέντο Portland (PC s, PC c). Τα δοκίµια µε ιπτάµενη τέφρα (LFC s, LFC c) έδειξαν τα πρώτα σηµάδια φθοράς µετά τους 11 µήνες. Καµία φθορά δεν παρατηρήθηκε στα ασβεστολιθικά τσιµέντα που περιείχαν σκωρία υψικαµίνου (LSC s, LSC c) και µετακαολίνη (LMC s, LMC c). Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο σηµάδι της προσβολής ήταν η φθορά των γωνιών και στη συνέχεια των αιχµών. Προοδευτικά, έλαβε χώρα διόγκωση και αποκοπή των επιφανειακών τµηµάτων του δείγµατος. Η κατεστραµένη επιφάνεια καλύφθηκε από µία µαλακή, άσπρη ουσία. Στις εικόνες 1 και 2 παρουσιάζονται οι φωτογραφίες των δειγµάτων που διατηρήθηκαν σε διάλυµα θειικού µαγνησίου στους 5 C για 16 µήνες. Από την οπτική επιθεώρηση προκύπτει ότι στα δοκίµια µε µεγαλύτερο ποσοστό ασβεστόλιθου (LC2), τα σηµάδια της προσβολής είναι πιο έντονα από ότι στα δοκίµια µε µικρό ποσοστό ασβεστόλιθου (LC1). Ακόµη διαπιστώνεται ότι η σκωρία υψικαµίνου και ο µετακαολίνης βελτιώνουν την αντοχή του ασβεστολιθικού τσιµέντου στην προσβολή από θειικά ιόντα ενώ η χρήση της ιπτάµενης τέφρας καθυστερεί την προσβολή. Οσον αφορά τα δοκίµια µε αµιγές τσιµέντο Portland, οι φθορές φαίνεται να είναι πιό έντονες στην περίπτωση της ασβεστολιθικής 3
άµµου. Στα υπόλοιπα δοκίµια δεν είναι δυνατό, µε την οπτική επιθεώρηση, να προσδιοριστεί σηµαντική διαφορά στα δείγµατα που περιέχουν ασβεστολιθική ή πυριτική άµµο. Εικόνα 1. οκίµια PC-s, PC-c, LC1-s, LC1-c, LC2-s, LC2-c µετά από συντήρηση για 16 µήνες σε διάλυµα MgSO4 1.8% κ.β. στους 5o C Εικόνα 2. οκίµια LFC-s, LFC-c, LSC-s, LSC-c, LMC-s, LMC-c µετά από συντήρηση για 16 µήνες σε διάλυµα MgSO4 1.8% κ.β. στους 5o C Οι φωτογραφίες των δοκιµίων που διατηρήθηκαν στο διάλυµα θειικού µαγνησίου και στους 25 C δίνονται στην εικόνα 3 (16 µήνες συντήρησης). Τα δοκίµια δεν παρουσίασαν κανένα σηµάδι φθοράς. 4
Εικόνα 3. οκίµια µετά από συντήρηση για 16 µήνες σε διάλυµα MgSO4 1.8% κ.β. στους 25o C 3.2. Αντοχή σε θλίψη Στην εικόνα 4 δίνονται oι αντοχές θλίψης 28 ηµερών των δοκιµίων: α) πριν την έκθεση τους σε διάλυµα MgSO4, β) µετά από την παραµονή τους επί 9 µήνες σε διάλυµα MgSO4 στους 5ο C, και γ) µετά από την παραµονή τους επί 9 µήνες σε διάλυµα MgSO4 στους 25ο C. Σχετικά µε τα δοκίµια µε πυριτική άµµο που συντηρήθηκαν επί 9 µήνες στους 5 C, η µείωση της αντοχής, σε σχέση µε την αντοχή των 28 ηµερών, είναι 8% για το αµιγές τσιµέντο Portland, 18% για το τσιµέντο µε 15% ασβεστόλιθο, 34% για το ασβεστολιθικό τσιµέντο µε 30% ασβεστόλιθο και 9% για το δοκίµιο που περιείχε ιπτάµενη τέφρα. Η αντοχή θλίψης στο δοκίµιο µε µετακαολίνη δεν µεταβλήθηκε, ενώ παρατηρήθηκε αύξηση αντοχής στο δοκίµιο µε προσθήκη σκωρίας. Με βάση τα παραπάνω αποτελέσµατα προκύπτει ότι το ποσοστό του περιεχόµενου ασβεστόλιθου στα ασβεστολιθικά τσιµέντα έχει αρνητική επίδραση στην ανθεκτικότητα των τσιµέντων αυτών. Ακόµη προκύπτει ότι η σκωρία και ο µετακαολίνης βελτιώνουν την ανθεκτικότητα των ασβεστολιθικών τσιµέντων ενάντια στην προσβολή από θειικά ιόντα ενώ η χρήση ιπτάµενης τέφρας καθυστερεί την προσβολή. Σχετικά µε τα δοκίµια µε ασβεστολιθική άµµο που συντηρήθηκαν επί 9 µήνες στους 5 C, η µείωση της αντοχής, σε σχέση µε την αντοχή των 28 ηµερών, είναι 27% για το αµιγές τσιµέντο Portland, 21% για το τσιµέντο µε 15% ασβεστόλιθο και 36% για το ασβεστολιθικό τσιµέντο µε 30% ασβεστόλιθο. Η αντοχή σε θλίψη του κονιάµατος που περιέχει µετακαολίνη βρέθηκε ίδια µε αυτή που είχε στις 28 µέρες, ενώ για τα κονιάµατα µε σκωρία και ιπτάµενη τέφρα, η αντοχή ήταν αυξηµένη. Με βάση τα παραπάνω αποτελέσµατα προκύπτει ότι η µείωση των αντοχών στο αµιγές τσιµέντο Portland είναι σηµαντική και συγκρίσιµη µε τα ασβεστολιθικά τσιµέντα. Ακόµη προκύπτει ότι η σκωρία, ο µετακαολίνης και η ιπτάµενη τέφρα βελτιώνουν την ανθεκτικότητα των ασβεστολιθικών τσιµέντων ενάντια στην προσβολή από θειικά ιόντα. Σχετικά µε τα δοκίµια που συντηρήθηκαν στους 25 C, η αντοχή θλίψης αυξήθηκε σε όλα τα δείγµατα, µετά από συντήρηση 9 µηνών στο διάλυµα του MgSO4 (εικόνα 4). Το γεγονός αυτό αναµένετο, αφού δεν υπήρχε καµία ορατή φθορά στα δοκίµια αυτά. 5
70.0 28d 9m-5oC 9m-25oC 60.0 50.0 40.0 30.0 20.0 PC-s LC1-s LC2-s LFC-s LSC-s LMC-s PC-c LC1-c LC2-c Αντοχή θλίψης (N/mm 2 ) LFC-c LSC-c LMC-c είγµα Εικόνα 4. Αντοχή σε θλίψη των δοκιµίων: α) µετά 28 ηµέρες, β) µετά 9 µήνες συντήρηση σε διάλυµα MgSO4 στους 5 ο C και γ) µετά 9 µήνες συντήρηση σε διάλυµα MgSO 4 στους 25 ο C. 3.3. Ταχύτητα υπερήχων Ο προσδιορισµός της ταχύτητας υπερήχων µέσω των δοκιµίων έγινε σε τακτά χρονικά διαστήµατα, από τη στιγµή που εµφανίστηκαν τα πρώτα σηµάδια φθοράς στα δείγµατα. Στον Πίνακα 2 δίνονται τα αποτελέσµατα του προσδιορισµού της ταχύτητας υπερήχων µέσω των δοκιµίων ενώ στην εικόνα 5 αποδίδονται διαγραµµατικά τα αποτελέσµατα για τα δείγµατα PC-c, LC1-c και LC2-c. Πίνακας 2. Ταχύτητα υπερήχων µέσω των δοκιµίων (Km/s) 5 o C είγµα Ηλικία (µήνες) 6 8 9 10 11 12 12.5 PC-s 4.6 4.4 4.2 4.2 4.1 3.9 3.8 PC-c 4.8 4.5 4.3 4.3 4.2 4.0 4.0 LC1-s 4.6 4.4 4.2 4.1 4.0 3.9 3.7 LC1-c 4.7 4.3 4.1 4.1 3.9 3.8 3.7 LC2-s 4.5 4.1 3.7 3.7 3.7 3.6 3.5 LC2-c 4.6 4.2 4.0 4.0 3.7 3.7 3.6 LFC-s 4.6 4.3 4.1 4.1 4.1 3.8 3.8 LFC-c 4.7 4.5 4.3 4.3 4.2 3.9 3.8 LSC-s 4.6 4.3 4.2 4.1 4.0 3.9 3.9 LSC-c 4.8 4.5 4.4 4.4 4.3 4.1 4.0 LMC-s 4.6 4.3 4.3 4.3 4.2 3.8 3.8 LMC-c 4.7 4.5 4.1 4.1 4.1 3.9 3.9 6
5.5 PC-c LC1-c LC2-c Ταχύτητα υπερήχων (Km/s) 5.0 4.5 4.0 3.5 3.0 5 6 7 8 9 10 11 12 13 Ηλικία (µήνες) Εικόνα 5. Ταχύτητα υπερήχων µέσω των δοκιµίων PC-c, LC1-c και LC2-c (5 o C). Συγκρίνοντας τα ασβεστολιθικά τσιµέντα µε το αµιγές τσιµέντο προκύπτει ότι στην περίπτωση της πυριτικής άµµου το LC2-s δείχνει τη χειρότερη συµπεριφορά (πίνακας 2), ενώ στην περίπτωση της ασβεστολιθικής άµµου τόσο το LC1-c όσο και το LC2-c δείχνουν χειρότερη συµπεριφορά από το αµιγές τσιµέντο Portland PC-c (εικόνα 5). Τόσο για πυριτική όσο και για ασβεστολιθική άµµο η προσθήκη ιπτάµενης τέφρας, σκωρίας και µετακαολίνη βελτιώνει τη συµπεριφορά των ασβεστολιθικών τσιµέντων. Σχετικά µε τα δοκίµια που συντηρήθηκαν στους 25 ο C, η ταχύτητα υπερήχων παρέµεινε πρακτικά σταθερή από τους 5 έως τους 13 µήνες, που έγιναν οι µετρήσεις. Το γεγονός αυτό αναµένετο αφού δεν υπήρχε καµιία ορατή φθορά στα δοκίµια αυτά. Θα πρέπει να τονισθεί ότι στα µελετηθέντα δοκίµια εφαρµόσθηκαν αναλυτικές τεχνικές (XRD, DTG και SEM) για την ταυτοποίηση των προϊόντων της προσβολής από τα θειικά ιόντα. Οι τεχνικές αυτές οδήγησαν στην ταυτοποίηση του ταουµασίτη, όπως αναλυτικά περιγράφεται σε προηγούµενες εργασίες (Kakali et al 2002, Tsivilis et al 2002, Σκαροπούλου 2002, Τσιβιλής 2002). 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ! Τα κονιάµατα που περιέχουν ασβεστόλιθο, είτε ως άµµο, είτε ως βασικό συστατικό του τσιµέντου, είναι ευάλωτα στη δηµιουργία ταουµασίτη σε περιβάλλον θειικών ιόντων και χαµηλές θερµοκρασίες (5 ο C).! Ο ρυθµός σύνθεσης του ταουµασίτη είναι µεγαλύτερος, όσο µεγαλύτερη είναι η περιεκτικότητα του τσιµέντου σε ασβεστόλιθο.! Η χρήση ποζολανικών υλικών µαζί µε τα ασβεστολιθικά τσιµέντα µπορεί να συµβάλλει στην αντιµετώπιση του προβλήµατος. 7
! Ο µετακαολίνης και η σκωρία υψικαµίνου βελτιώνουν την αντίσταση των ασβεστολιθικών τσιµέντων στην προσβολή από θειικά ιόντα σε χαµηλές θερµοκρασίες ενώ η ιπτάµενη τέφρα καθυστερεί τη σύνθεση του ταουµασίτη.! Σε θερµοκρασία 25 ο C δεν παρατηρήθηκε προσβολή από τα θειικά ιόντα και φθορά των δοκιµίων µε ασβεστολιθικά τσιµέντα. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Οι συγγραφείς εκφράζουν τις ευχαριστίες τους στη Γενική Γραµµατεία Ερευνας και Τεχνολογίας για τη µερική χρηµατοδότηση της έρευνας στα πλαίσια του Ελληνοβρετανικού Προγράµµατος Επίδραση ασβεστόλιθου στην επιβάρυνση έργων απο σκυρόδεµα. Προβλήµατα προερχόµενα από τη χρήση ασβεστολιθικών τσιµέντων και/η ασβεστολιθικών αδρανών. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Tsivilis, S., Chaniotakis, E., Badogiannis, E, Pahoulas, G., Ilias, A. 1999. A study on the parameters affecting the properties of Portland limestone cements. Cem Concr Comp, 21: 107-116. Tsivilis, S., Chaniotakis, E., Kakali, G., Batis, G. 2002. Portland Limestone Cements: An analysis of the properties of limestone cement and concrete. Cem Concr Compos, 24: 371-378. Bensted, J. 1999. Thaumasite - background and nature in deterioration of cements, mortars and concretes. Cem Concr Comp, 21: 117-121. Hartshorm, S.A., Sharp, J.H., Swamy, R.N. 1999. Thaumasite formation in Portland-limestone cement pastes. Cem Concr Res, 29: 1331-1340. Kakali, G., Tsivilis, S., Skaropoulou, A., Sharp, J.H., Swamy, R.N. 2002. Parameters affecting thaumasite formation in limestone cement mortar. 1 st Int. Conf. on Thaumasite in Cementitious materials, Watford, London, U.K., No 65: 1-8. Tsivilis, S., Kakali, G., Skaropoulou, A., Sharp, J.H., Swamy, R.N. 2002. Use of mineral admixtures to prevent thaumasite formation in limestone cement mortar. 1 st Int. Conf. on Thaumasite in Cementitious materials, Watford, London, U.K., No 64: 1-10. Σκαροπούλου, Α. 2002. Ανθεκτικότητα ασβεστολιθικών τσιµέντων Portland σε περιβάλλον θειικών ιόντων και χαµηλή θερµοκρασία. ιπλωµατική εργασία, Αθήνα: ΕΜΠ. Τσιβιλής, Σ. 2002. Επίδραση ασβεστόλιθου στην επιβάρυνση έργων απο σκυρόδεµα. Προβλήµατα προερχόµενα από τη χρήση ασβεστολιθικών τσιµέντων και/η ασβεστολιθικών αδρανών. Πρόγραµµα Επιστηµονικής και τεχνολογικής συνεργασίας Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας, Τελική έκθεση, Αθήνα: ΕΜΠ. Crammond, N.J. 2002. The thaumasite form of sulfate attack in the UK, 1 st Thaumasite in Cementitious materials, Watford, London, U.K., No 17: 1-9 Int. Conf. on 8