ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. Αριθμός απόφασης 108/2014



Σχετικά έγγραφα
669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ του Γιάννη Μ. Κοτζαμανίδη, Μέλους του Δ.Σ. και Προέδρου της Επιτροπής Δικαιοσύνης του Δ.Σ.Θ.

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ. Καλλιθέα

κατά του Υπουργού Οικονοµικών, ο οποίος παρέστη µε τη Χρυσ. Αυγερινού, Νοµικό Συµβουλίου του Κράτους.

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 2 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 665/2015 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΑΠΟΦΑΣΗ 945 / 2009 (Αριθ. καταθ. κλήσεως 1381/ ). (Αριθ. καταθ. αιτήσεως 701/ ). ΤΟ ΝΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Αριθμός 95/2013 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Ε. Νίκα.

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1722/2010

Άρειος Πάγος Β2' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 93/2009

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης : 153/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Κω την για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Αριθμός απόφασης 91/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 819/2015 Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Μη συμμόρ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 1/2014. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι ο αναφερόμενος γιος τους, που έχει ήδη

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Aριθμός 382/2017 TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 18/04/2017. Αριθμός απόφασης: 2520

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ Τμήμα 2ο Τριμελές Απόφαση 484/2012

7/2009 ΑΠ ( ) Αριθμός 7/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1` Πολιτικό Τμήμα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Αριθμός απόφασης 2/2013

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Μονομελές Εφετείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 1437/2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α ΕΞ 2017/ Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.

ΣτΕ 3353/2004. του..., κατοίκου..., οδός..., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μητρόπουλο (Α.Μ ) που τον διόρισε με πληρεξούσιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΜΗΜΑ Α2 ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Transcript:

ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Αριθμός απόφασης 108/2014 I ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Ι Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Λάμπρο Καρέλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και τη γραμματέα Ζ&αστασία Βαρδάκα. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 2 Απριλίου 2014, για να δικάσει την εξής υπόθεση: Της εκκαλούσης Φωτεινής Χρήστου Δέρβα, κατοίκου Κήπων Ζαγορίου Ιωαννίνων, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μπάσιο. Με την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων απορρίφθηκε η από 8-7-2013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε η ανακόπτουσα με την από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεση της, με την οποία ζητά, όσα αναφέρονται σ' αυτή. Με την 119/21-3-2014 πράξη ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης η ανωτέρω. Εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο και παραστάθηκε η εκκαλούσα, όπως αναφέρεται παραπάνω.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσης ζήτησε, όσα αναφέρονται στις προτάσεις του και στα πρακτικά. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Η υπό κρίση από 14-3-2014 (αρ. κατ. 36/20-3-2014) έφεση στρέφεται κατά της 24/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ), η από 8-7^2013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή της εκκαλούσης, για την ακύρωση της από 18-5-2012 πράξης και των 293/2012 πρακτικών δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Μονομελούς "Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούσα δεν επικαλείται και από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ, από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, στις 31-1-2014, δεν έχει περάσει τριετία (άρθρα 495, 498, 499, 500, 518 παρ. 2, 739, 741, 760 επ. ΚΠολΔ). Επίσης, αρμόδια φέρεται στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 19, 741, 760 επ. ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 19 ισχύει μετά το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου 3994/2011, σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 44 παρ. 1 του νόμου 3994/2011 (σύμφωνα με τα άρθρα 72 παρ. 2 και 4 και 77 παρ. 1 του νόμου αυτού), με την εφαρμογή και των άρθρων 748 και 760 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 760 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1, 741 ΚΠολΔ). Πρέπει να σημειωθεί, ότι, ναι μεν δεν έχει κατατεθεί, κατά την άσκηση της έφεσης, το παράβολο που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και εν συνεχεία με το άρθρο 93 παρ. 1 του -2-

νόμου 4139/2013, η παράλειψη όμως αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την έφεση, όπως απειλείται από τις παραπάνω διατάξεις, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες, επειδή θίγουν τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς τις αυξημένης ισχύος διατάξεις που θεσπίζουν το εν λόγω δικαίωμα, ήτοι τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε (για δεύτερη φορά) με το νδ 53/1974 και έχει, μαζί με τα Πρωτοκολλά της, υπερνομοθετική, κατά το άρθρο 28 παρι 1 τ ο υ Συντάγματος, ισχύ και εκείνες του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Είναι αλήθεια, ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκων μέσων και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης. Για να είναι όμω^ ανεκτές οι δικονομικές αυτές προϋποθέσεις και διατυπώσεις πρέπει να είναι συναφείς με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και περαιτέρω να μη υπερβαίνουν τα όρια εκείνα πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις παραπάνω διατάξεις (ΑΕΔ 33/95 ΕλΔικ 36-571). Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 ουδεμία των προϋποθέσεων αυτών πληροί, όπως, ενόψει του οικονομικού βάρους που επιβάλλει, θα έπρεπε, για να είναι ανεκτή. Ειδικότερα. Το ποσό των διακοσίων (200) (σήμερα) ευρώ της αξίας του παραβόλου, που αξιώνει, για να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση, συνιστά, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες της Χώρας, οικονομικό βάρος, στο οποίο αδυνατεί αντικειμενικά να ανταποκριθεί σημαντικό μέρος των Ελλήνων πολιτών, με συνέπεια να αποκλείονται αυτοί από τη δυνατότητα προσφυγής στη δικα οσύνη. Ο αριθμός αυτός βαίνει συνεχώς αυξανόμενος, λόγω

της συνεχώς επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης της Χώρας. Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της ιερότητας του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, της κεφαλαιώδους σημασίας της για την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και της πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας για την απονομή της, το μέτρο θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί, έστω και ενός μόνο πολίτη την παραπάνω δυνατότητα να στερούσε και, όχι, όπως εν προκειμένω, που τη στερεί από σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού. Εκτός τούτων, πρόκειται για καθαρά εισπρακτικό μέτρο, με το οποίο επιδιώκεται, μέσω του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, αύξηση των δημοσίων εσόδων και, συνεπώς, για μέτρο, το οποίο ούτε στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων αποσκοπεί, ούτε την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υπηρετεί, καθόσον: α) η ανάγκη «αποτροπής άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων», με την οποία επιχειρείται η δικαιολόγηση του με την αιτιολογική έκθεση (ΚΝοΒ 60-561), επαρκώς, αλλά και δικαιότερα, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ειδικότερα παρακάτω, θεραπεύεται με τις από ετών υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να παρίστανται η νέα ρύθμιση περιττή ως προς την απονομή της δικαιοσύνης τουλάχιστον και η ανωτέρω δικαιολόγηση της μη πειστική, β) Με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται επιστροφή του παραβόλου μόνο «σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης» του διαδίκου που το κατέθεσε και όχι, όπως στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται και, όπως, για λόγους συνέπειας και προς αυτή, αλλά και προς τον ανωτέρω προβαλλόμενο σκοπό, θα έπρεπε, αν πρόκειται για μη αβάσιμο ένδικο μέσο. Βέβαια και αν ακόμη προβλεπόταν η επιστροφή του παραβόλου στην περίπτωση του μη αβασίμου ενδίκου μέσου και πάλι θα επρόκειτο για μέτρο που δεν συνάπτει με την αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης

(3ο φύλ. 108/14 απόφασης Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων) και των δικαστηρίων, αφενός μεν διότι δεν αποκλείεται το σφάλμα της δικαστικής κρίσης που θα το χαρακτήριζε ως αβάσιμο και αφετέρου διότι το αβάσιμο ένδικο μέσο δεν ταυτίζεται και δεν συμπίπτει με το προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο. Αν, συνεπώς, πρόθεση του νομοθέτη του παραπάνω νόμου δεν ήταν αυτή που προαναφέρθηκε, αλλά η υποβοήθηση της αποτελεσματικής λειτουργίας και απονομής της δικαιοσύνης, οπωσδήποτε θα έκανε λόγο, όχι, όπως πράττει, για αβάσιμο, αλλά για προδήλως απερίσκεπτο ή αστήρικτο ένδικο μέσο, παράλληλα δε, θα προέβλεπε την επιστροφή του παραβόλου, όχι σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση που, :.. QU$wva με τη δραστική κρίση, η έφεση,,., έστω και αν απορρίφθηκε και, συνεπώς, ηπήθηκε ο εκκαλών, δεν υπήρξε προδήλως απερίσκεπτη ή αστήρικτη, γ) Πέραν των ανωτέρω, αν ο πραγματικός σκοπός της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε, η επιστροφή του παραβόλου θα προβλεπόταν, όχι μόνο σε περίπτωση μερικής ή ολικής νίκης εκείνου που το κατέθεσε, αλλά σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν ήταν αβάσιμη, αφού άλλο απόρριψη της έφεσης, η οποία απόρριψη επάγεται με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την αιτία απόρριψης, εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και άλλο δικαστική κρίση για το ότι η έφεση που ασκήθηκε ήταν αβάσιμη, περίπτωση, η καταπολέμηση της οποίας, εφόσον συνέτρεχαν και οι ανωτέρω λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης, δ) Δεν προβλέπεται δυνατότητα επιστροφής του παραβόλου ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο, απορρίψει μεν την έφεση, κρίνει, όμως, δικαιολογημένη την άσκηση αυτής στη συγκεκριμένη περίπτωση και όπως, για τη συμφωνία της υπόψη νομοθετικής ρύθμισης με τις παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις, θα

έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεση της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις' παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η ' ~~~ τύρυΐ^η λειτοκιργίαπΐϋν δικαστηρίων και της δικατσσύνης και όχι χχ~ ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (σχτ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γγ αυτό, cnf όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο, θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη A\ προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν h -6-

έπρεπε, ε) Ο φορολογικός σκοπός της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης, αλλά και η προς τις παραπάνω διατάξεις αντίθεση της συνάγεται και από το ότι δεν απαλλάσσονται της σχετικής υποχρέωσης ακόμη και οι διάδικοι που αδυνατούν να καταβάλουν την οικεία δαπάνη, λόγω ένδειας, με συνέπεια να στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, στ) Συναρτώντας η ανωτέρω ρύθμιση τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από την οικονομική κατάσταση του εκκαλούντος, παραβιάζει ευθέως τις' παραπάνω αυξημένης ισχύος διατάξεις και το ατομικό δικαίωμα που προαναφέρθηκε και το οποίο κατοχυρώνεται μ' αυτές, ζ) Αν πραγματική πρόθεση του νομοθέτη της ανωτέρω ρύθμισης ήταν η " τύρϊ^η λειτουργίαττων δικαστηρίων και της δικατσσυνης και όχι Ό ταμειακός σκοπός που προαναφέρθηκε, τότε δεν θα απαλλασσόταν της σχετικής υποχρέωσης το Δημόσιο, αφενός μεν διότι με τον τρόπο αυτό εισάγεται αδικαιολόγητο προνόμιο υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων και έτσι παραβιάζεται η αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνεται με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (σχτ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.11.2012 στην υπόθεση Bayar & Gubruz Κατά Τουρκίας, ΝοΒ 61-1370) και 4 παρ. 1 του Συντάγματος και αφετέρου διότι σημαντικό μέρος της επιβάρυνσης των δικαστηρίων οφείλεται σε ένδικα μέσα που ασκεί το Δημόσιο, αφού, με ελάχιστες, για προφανείς λόγους, εξαιρέσεις, το σύνολο των υποθέσεων, στις οποίες είναι διάδικο, διέρχεται, ακριβώς λόγω του ότι ουδεμία δικαστική δαπάνη συνεπάγεται γγ αυτό, απ* όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εκείνες που η δικονομική τους τύχη είναι γνωστή και αναμενόμενη ή πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας. (Σημ. Μ. Μαργαρίτη υπό την ΑΠ 1739/12 ΝοΒ 61-998). η) Δεδομένου ότι το παράβολο θεσπίζεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η μη προκαταβολή του, επαγόμενη απόρριψη της έφεσης, δεν -6-

(4ο φύλ. 108/14 απόφασης Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων) επιτρέπει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος, για το αν η επιβολή του συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου απο τις παραπάνω διατάξεις δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο, κάτί που θα μπορούσε να συμβεί, με την πρόβλεψη καταλογισμού του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφαση του για την ουσία της υπόθεσης, αφού μόνο τότε θα μπορούσε να κρίνει ειδικά για όλες τις παραμέτρους σχετικά με το δικαιολογημένο ή μη της επιβολής του. θ) Αφού, τέλος, το παράβολο αποτελεί προκαταβολική κύρωση σε βάρος του εκκαλούντος, για την περίπτωση που αυτός δεν ήθελε εξέλθει ολικρ ή μερικά νικητής του δικαστικού αγώνα, με τη θέσπιση του ως προϋπόθεσης παραδεκτού της έφεσης, πριν δηλαδή την κρίση για τη νίκη ή ήττα του εκκαλούντος, δεν εξυπηρετείται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβάσιμων εφέσεων, αφού η έφεση, βάσιμη ή αβάσιμη, έχει ήδη ασκηθεί, πέραν του ότι με την υπόψη ρύθμιση η κρίση για το βάσιμο ή μη αυτής μεταφέρεται σε διάφορο από το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανο και μάλιστα πριν τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, ενώ, παράλληλα, το βάσιμο ή μη της έφεσης, ως θέμα που συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με το κατά πόσο ο εκκαλών έχει δίκιο στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όχι, είναι, αλλά και θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο από παράβολα ή και την προκαταβολή τους. Θα αποτραπεί έτσι και το παράδοξο να διαβλέπει το Εφετείο, ότι η έφεση είναι και στην ουσία βάσιμη και ότι, για, προφανείς ακόμη, λόγους δικαιοσύνης, επιβάλλεται η παραδοχή της, πλην να την απορρίπτει, λόγω μη (προ)καταβολής του οικείου παραβόλου από τον εκκαλούντα. Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν από τη διαπίστωση ότι οι αυξημένης ισχύος διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δεν -7-

κατοχυρώνουν τα ένδικα μέσα και το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Και τούτο, διότι, το δικαίωμα ενδίκου μέσου, ήτοι το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, προβλέπεται από το άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το νόμο 1705/1987 και το οποίο, αφορά μεν ποινικές καταδίκες, πλην, όμως, επειδή απηχεί γενικότερη άποψη του διεθνούς νομοθέτη για δικαίωμα ολοκληρωμένης προσφυγής του ατόμου στη δικαιοσύνη, εφαρμόζεται αναλογικά και εν προκειμένω (Κ. Χιώλου, Αντισυνταγματικοί περιορισμοί ασκήσεως αναιρέσεων κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων, ΝοΒ 44-328 επ.) και το Όττοίσ άρθρσ ευθέως παραβιάζεται με τσ παραπάνω παράβολα ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης και, μάλιστα, αδιακρίτως, για κάθε υπόθεση, αφού εξαρτά το παραδεκτό του ενδίκου αυτού μέσου από την παραπάνω οικονομική προϋπόθεση, η οποία είναι άσχετη με τους περιορισμούς της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου του Εβδόμου Πρωτοκόλλου, των οποίων θα μπορούσε να γίνει αναλογική μεταφορά με την υπόψη νομοθετική ρύθμιση, ενώ η επιστροφή του παραβόλου με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν θεραπεύει την παραβίαση (και την αδικία), αφού δεν αίρει τον αποκλεισμό όσων δεν μπορούν να το προκαταβάλουν. Εκτός τούτων, όταν, παρά την,, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη σχετικής υποχρέωσης, προβλέπεται νομοθετικά η δυνατότητα άσκησης έφεσης, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται για την παραδεκτή άσκηση της, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα αυστηρές σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και, πολύ περισσότερο, να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση στο ένδικο αυτό μέσο, όπως, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, συμβαίνει με το παράβολο για το οποίο γίνεται λόγος. Τέλος, οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεφάρμοστες, επειδή παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4

(5ο φύλ.108/14 απόφασης Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων) παρ. 1 Συντ.), καθόσον, προβλέποντας, αδιακρίτως, το παράβολο ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης, προβαίνουν σε διάκριση των πολιτών σ' αυτούς που έχουν την οικονομική δυνατότητα προκαταβολής του, η οποία τους επιτρέπει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και σ' αυτούς, που, μη έχοντας τη σχετική δυνατότητα, στερούνται το έννομο αυτό αγαθό, διάκριση, όμως και στέρηση μη ανεκτές σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Τα ίδια ισχύουν και ως προς το ενιαίο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αντικείμενο της διαφοράς, ύψος του παραβόλου. Το παραπάνω ύψος του παραβόλου δεν αναιρεί όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πρωτίστως, διότι ή το ύψος του είναι χαμηλό συνεπώς, δυνατή η προκαταβολή του από όλους, ο/πώΐε. δ ν_ επιτυγχάνεται ο προβαλλόμενος σκοπός της αποτροπής αβασίμων εφέσεων ή το ύψος του είναι πρόσφορο για την αποτροπή αβασίμων εφέσεων, οπότε, όμως, αδύνατη η προκαταβολή του από τους μη έχοντες τη σχετική δυνατότητα. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 1769, 1771, 1774 ΑΚ και 808 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για τη δημοσίευση διαθήκης όργανο, προβαίνει στη δημοσίευση, αφού προηγουμένως εξετάσει, αυτεπαγγέλτως και διαπιστώσει, ότι πρόκειται για υποστατή διαθήκη, ήτοι έγγραφο που έχει χαρακτήρα διάταξης τελευταίας βούλησης (Μπαλής, ΚλρΔ, 1965 παρ. 76. Βουζίκας, ΚλρΔ, β' τεύχος, 1975, παρ.94/ιι, σελ. 354. Παπαντωνίου, ΚλρΔ, 1985, παρ. 76, σελ. 307. Μπέης, ΠολΔικ, άρθρο 808, σελ. 892, 897. Επίσης, Π. Νικολόπουλος, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1769, αρ. 9), κάτι που δεν συμβαίνει, πλην άλλων και όταν η ανάγνωση του είναι αδύνατη, αφού τότε αποκλείεται η παραπάνω διαπίστωση, ενώ η δημοσίευση, τεχνητά, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, δυνατή μόνο με την επισύναψη φωτοτυπίας του στην πράξη δημοσίευσης, ουδένα των σκοπών δημοσιότητας που επιδιώκονται, εξυπηρετεί. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τις διατάξεις του Τρίτου Κεφαλαίου -9-

του ΚλρΔ του ΑΚ και εκείνες του άρθρου 173 του ίδιου Κώδικα για την ερμηνεία των διαθηκών, αφού η ερμηνεία προϋποθέτει ύπαρξη διαθήκης, ενώ, στην παραπάνω περίπτωση, δεν υφίσταται διαθήκη, με την ανωτέρω νομική έννοια του όρου, για να τεθεί και θέμα ερμηνείας της. Στην υπόθεση που εκδικάζεται, από τα 293/2012 πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με τα οποία δημοσιεύθηκε, με την επισύναψη φωτοτυπίας του σ' αυτά, το από 7-5-2011, ως ιδιόγραφη διαθήκη του Αγαπίου Γ. Τόλη φερόμενο, κείμενο, όπως και από το πρωτότυπο του κειμένου αυτού, που προσκομίζεται, συνάγεται, ότι η ανάγνωση του εν λόγω κειμένου είναι αδύνατη, με συνέπεια να μη μπορεί να διαγνωσθεί, όχι μόνο το περιεχόμενόίόϋ, αλλά ούτε και"το όνορσ. του προσώποϋ^αττ τό~ οποίο τούτο προέρχεται. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, το κείμενο αυτό δεν συνιστά υποστατή διαθήκη και, ως εκ τούτου, η δημοσίευση του ως διαθήκης ήταν αδύνατη. Αφού, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχτηκε τα ανωτέρω, αλλά, αντίθετα, έκρινε, ότι ορθώς δημοσιεύθηκε το εν λόγω κείμενο ως ιδιόγραφη διαθήκη του Αγαπίου Γ. Τόλη, απορρίπτοντας στη συνέχεια την παραπάνω ανακοπή ακύρωσης της πράξης και των πρακτικών δημοσίευσης του, εσφαλμένα τις αποδείξεις και, συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού εκτίμησε και τις ανωτέρω -διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε. ΓΓ αυτό, οι σχετικοί λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι και στην ουσία. Στη συνέχεια, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1, 741, 760 επ. ΚΠολΔ), πρέπει, σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν, η παραπάνω ανακοπή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία και να ακυρωθούν η πράξη και τα πρακτικά δημοσίευσης της ανωτέρω ως διαθήκης φερομένης, σύμφωνα με το διατακτικό, χωρίς σκέψη για δικαστική δσττάντ^πρωτίστως, λόγω μη υποβολής σχετικού αιτήματος

(6ο φύλ.108/14 απόφασης Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων) (άρθρα 106, 741, 746, 760 επ. ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 24/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση. ΔΙΚΑΖΕΙ την 8-72013 (αρ. κατ. 759/17-7-2013) ανακοπή. ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή αυτή. Και ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 18-5-2012 πράξη της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και τα 293/2012 πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού σχετικά με τη δημοσίευση του, ως -ιδιόγραφη διαθήκη του Αγαπίου Τόλη-φερομένου, από 7-5-2011 κειμένου. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 29 Απριλίου 2014, χωρίς να παρίστανται η εκκαλούσσ και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της. -11 -