ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014"

Transcript

1 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014 ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

2 ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014 ΑΘΗΝΑ 2014

3 Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Γενναδίου 8, 7ος όροφος & Ακαδημίας, Τ. Κ , Αθήνα (Έδρα), τηλέφωνο , Αριθμός Τηλεομοιοτυπίας (Fax): Ηλεκτρονική Διεύθυνση ( ): Ιστοσελίδα (Web site): ΕΚΔΟΤΗΣ: Παύλος Ναθαναήλ Πρόεδρος της ΕΕΛ, οδός Γενναδίου 8 & Ακαδημίας, Τ.Κ , Αθήνα (Έδρα), τηλέφωνο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ των Εκδόσεων της ΕΕΛ Δημήτρης Χαλιβελάκης, μέλος του Δ.Σ. ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ: Ι. ΓΚΑΝΤΗΡΑΓΑΣ & ΣΙΑ Ο.Ε., Γερανίου 7, Αθήνα, Τ.Κ , τηλ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΗ ΓΚΑΝΤΗΡΑΓΑ Copyright «ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ 2014» O πίνακας του εξωφύλλου είναι του συναδέλφου Άγγελου Γόντικα με τίτλο «Σταυρώνουν την Ειρήνη» H έκδοση «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2014» έγινε με την εποπτεία μελών του Δ.Σ. Οι λογοτέχνες που ανθολογούνται στον παρόντα τόμο, έχουν την απόλυτη ευθύνη για τα κείμενά τους.

4 Περιεχόμενα 1. Αθανασίου Έφη... σελ.7 2. Αναγνώστου Πάνος Ανδρέου Αυγερινός Αντωνόπουλος Αντώνης Αντωνόπουλος Λύσανδρος Αρκάδη Στέλλα Βαζιντάρης Αντώνης Γαλανοπούλου Στέλλα Γεροζήση Κυριακή Γερόσταθος Λευτέρης Γόντικας Άγγελος Δελησάββας Μιχάλης Εγγλέζος Τάσος Ευαγγέλου Ιάσων Θεολογίδου - Βελισσάρη Ελένη Ιωσηφιδου - Τατάκη Ζωή Κακαράς Αντώνης Καλογιάννη - Χατζοπούλου Ζήτα Καραβίδας Γιάννης Καραϊωσηφίδου - Πολίτου Ισμήνη Καραντώνης Γεώργιος Καρούσος Κώστας Καρράς Στάθης Κατσικάδη Νίκη Κατσίμης Σπύρος Κοκκινέας Τίτος Κόκλα Ιωάννα Κονιαρέλλη - Σιακή Ελένη Κοντέα Ρούλα Κοσμέτου Βασιλική Λαμπρόπουλος Δημήτρης Μακράτος Τάσος Μαρινάκης Γιώργος Μαυριώτης Αυγερινός Μελισσαράτος Σωκράτης Μελιτάς Χάρης Μητσοβασίλη Ξένη Μιστριώτη Μαρία Μουζάκη - Μπουρίτσα Ελένη Μπαρδάνη - Σημαντήρη Σοφία Μπίκος Πέτρος Μπουρατζη - Θώδα Άννα Νικολακόπουλος Σωτήρης Νικολόπουλος Φίλιππος Ντούγκα - Κοτοπούλου Κατερίνα Παπαοικονόμου Γιάννης Παπασωτηρίου Γιώργος Πούλος Αλέκος Ράλλη - Υδραίου Μαρία Ρήττας Δημήτρης Ρίγγας Νίκος Ρουμελιώτου - Δαρσινού Ευαγγελία Σακκάτος Βαγγέλης Σερενέ Τσουρουκίδη Ιωάννα Σερενές Αλέξανδρος Σιώκου Γιώγια Σκουρολιάκου Μαρία Σπηλιώτης Γεώργιος Σπυροπούλου - Σπανού Χρυσάνθη Σταυράκης Γιώργος Συνοδινός Μάρκος Τζαβέλλα - Εvjen Χαρά Τζανής Γιάννης Τσουράκης Αχιλλέας Τσώλης Γιάννης Υφαντής Κώστας Φλωράτος Βαγγέλης Φράγκος Αριστοτέλης Χαλιβελάκης Δημήτρης Χαραλαμπάκης Αριστογείτονας Χελμός Κώστας Χριστοπούλου - Ζαλώνη Παναγιώτα Χριστοφόρου Λένια Ψύλλας Γιώργος

5 ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, ο πρώτος Πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934) 4

6 ΠΡΟΛΟΓΟΣ οικονομική κρίση συνεχίζεται. Επόμενο να υποφέρει και η Εταιρία μας Η από την ανελέητη φορολόγηση και τη δραστική μείωση των εσόδων της από τα ακίνητά μας. Η «Λογοτεχνική Χρονιά 2014» κυκλοφορεί και εφέτος με ελαφριά αλλαγή στην ονομασία της για να καλύπτει ολόκληρο το 2014 και να μην περιορίζεται στην «Πρωτοχρονιά». Πολλοί συνάδελφοι, όπως θα δείτε, έδωσαν το παρόν. Εβδομήντα τέσσερις συνολικά μετέχουν με πεζά ή ποιητικά κείμενα. Απευθύνω έκκληση σε όλους να προμηθευθούν μερικά αντίτυπα ο καθένας για να καλυφθεί η δαπάνη έκδοσης του τόμου που κρατάτε στα χέρια σας. Ελπίζω το 2014 η γενική κατάσταση που επικρατεί να αρχίσει να βελτιώνεται για να μπορέσει η Εταιρία μας να πραγματοποιήσει τους στόχους της και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε πολλούς τομείς. Η όρεξη και η βούληση πιστεύω ότι υπάρχουν. Οι αντικειμενικές συνθήκες θέτουν εμπόδια. Με ενότητα και δουλειά όλων θα τα καταφέρουμε. Το εύχομαι και το ελπίζω. ΠΑΥΛΟΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ 5

7 Άγγελος Σικελιανός Νίκος Καζαντζάκης Δύο Πρόεδροι της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, στους οποίους αρνήθηκαν το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 6

8 Αθανασίου Έφη Σ αγαπώ Σ αγαπώ με το χώμα που είμαι, τη σκόνη Το σκουλήκι που σηκώνει κεφάλι απ το χώμα κι ατενίζει ψηλά τους αιθέρες Σ αγαπώ με τ αστέρια, τους ήλιους, τις θάλασσες Τις σπηλιές, τους βυθούς θησαυρούς Σ αγαπώ με τα γέλια, τα δάκρυα, τον πόνο τη θλίψη Σ αγαπώ με τη βλάστηση, τα φυτά, τα λουλούδια, τα χρώματα, Που τα ζήλεψα πάντα, τα απίστευτα αρώματα. Σ αγαπώ με τα δάση, με τα άπειρα ζώα, με χιλιάδες μορφές, Σ αγαπώ με τα ψάρια στους βυθούς ποικιλόχρωμα, Σ αγαπώ με τη δύση στα ηλιοβασιλέματα δόξας Σ αγαπώ με τα μικρά σπουργιτάκια στην πανύψηλη λεύκα, γλυκά που λικνίζονται Σ αγαπώ στη δροσιά και στη χλόη Σ αγαπώ στα απίστευτα σχήματα του χιονιού, στου νερού τη ζωντάνια. Σ αγαπώ στα μωρά που αρθρώνουν τραγούδια Σ αγαπώ και στα νήπια που κοιτάζουν με μάτια ολοστρόγγυλα την αθωότητα. Σ αγαπώ στο ψωμί το ζεστό που ευωδιάζει απ το φούρνο Σ αγαπώ στα πουλιά που ψελλίζουν τα δικά τους τραγούδια Σ αγαπώ, σε λατρεύω μ εκείνο το ένα που φτερούγισε έξω. Σ αγαπώ με τις σκέψεις όσων σε αναζήτησαν και μ αυτούς που σε βρήκαν Σ αγαπώ και μ αυτούς που ερεύνησαν κι έφεραν κάτι Σ αγαπώ με την πίστη αυτών που σε πίστεψαν και θριάμβευαν Σ αγαπώ με όλους και όλα. Σ αγαπώ με τη θύελλα και στη γαλήνη Σ αγαπώ στα παιδιά που ζητούν την αγάπη Στους εφήβους που ψάχνουν για σένα και μοιάζει να χάνονται Σ αγαπώ στις χαρές, στα τραγούδια, Σ αγαπώ μες στους ήχους, με χιλιάδες καμπάνες που ηχούν στον αέρα. Σ αγαπώ μ ότι αγάπησα, μ όλα τα ξεχασμένα και τα ανεξήγητα Σ αγαπώ μ ότι σκέφτηκα, μ ότι έζησα, με όλα, Σ αγαπώ με τη Γνώση που ερεύνησα, αγάπησα και κυνήγησα τόσο Σ αγαπώ στις φωνές των παιδιών, που τρέχουν και παίζουν ακόμη ανέμελα. Σ αγαπώ μ ότι γνώρισα και βαθειά μου αιστάνθηκα Σ αγαπώ με το χάραμα κάθε μιας μέρας και μετά που ανατέλλει Σ αγαπώ μ όλες τις μουσικές που εσένα υμνούσαν, στα χρώματα Σ αγαπώ μες στους θείους τους ήχους και σε βρίσκω εκεί. 7

9 Σ αγαπώ στης ζωής τα γυρίσματα πάνω και κάτω Στων ανθρώπων τα μάτια που ζητούν την αγάπη που λείπει κι εκεί σ αγαπώ. Σ αγαπώ στην ειρήνη, στη μέσα γαλήνη Σ αγαπώ στις μορφές σου τις άπειρες που τώρα γνωρίζω Σ αγαπώ στις κορφές των βουνών και στα ύψη τους Σ αγαπώ και στα βάθη της γης που κρατάει θησαυρούς Με απίστευτα σχήματα χρώματα Σ αγαπώ στα ποτάμια, στα ρυάκια που τρέχουν και χάνονται Σ αγαπώ στις γαλήνιες λίμνες. Σ αγαπώ και στον ύπνο που σε ονειρεύομαι στην αγρύπνια που σε αναζήτησα τόσο. Σ αγαπώ μέσα σ όλα τα λάθη μου που τώρα γνωρίζω Σ αγαπώ πιο πολύ, πιο βαθειά, όσο σε αναγνωρίζω. Σ αγαπώ, μ ό,τι ωραίο έχω γνωρίσει και ζήσει, με ό,τι αγάπησα Τις γιορτές των παιδιών, τα τραγούδια τους Σ αγαπώ με όλη τη μνήμη κι ότι άξιο συγκράτησε Σ αγαπώ μέσα σε όλα όσα μου έχεις χαρίσει. Σ αγαπώ με την πνοή όσο έρχεται τη ζωή όσο κρατάει Σ αγαπώ με το θείο το σύνολο, την ενότητα που τώρα γνωρίζω σε όλα Σ αγαπώ στων ανθρώπων τις έγνοιες Σ αγαπώ στις ελπίδες τους για ευτυχία, στις προσδοκίες τους Σ αγαπώ όταν ξυπνάνε και ψάχνουν τη μέσα αλήθεια τους Και πολύ πιο πολύ σ αγαπώ όταν τη βρίσκουν. Σ αγαπώ μέσα σ όλα τα όνειρα τα δικά μου και όλων των άλλων Σ αγαπώ στον ανύπαρκτο χρόνο που μ εποχές εναλλάσσεται Άνοιξη, καλοκαίρι, χειμώνα, φθινόπωρο, παντού σ αγαπώ. Σ αγαπώ στο φεγγάρι στην έναστρη νύχτα Σ αγαπώ στις κινήσεις της γης, Γαλαξίες, διαστρικά διαστήματα Σ αγαπώ στα συστήματα ήλιων, στα σύμπαντα. Σ αγαπώ σε ό,τι γνωρίζω και ό,τι θα μπορούσα να είχα γνωρίσει Και στις γνώσεις των άλλων και σ αυτές σ αγαπώ Σ αγαπώ με ό,τι ο νους συλλαμβάνει κι η καρδιά μου αισθάνεται. Σ αγαπώ στις αλλαγές, στα φαινόμενα, Σ αγαπώ στις προσπάθειες των ανθρώπων να έρθουν μαζί και στις διαμάχες τους Σ αγαπώ με όλους τους θείους ύμνους που γράφτηκαν Σ αγαπώ στην απλότητα μες στη θεία ολότητα Σε ό,τι υπάρχει, παντού σ αγαπώ, στη ζωή και στο θάνατο που εναλλάσσονται Στις προσπάθειες όλων για χαρά, ευτυχία κι εκεί σ αγαπώ Σ αγαπώ στην αγάπη που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους και την ψάχνουνε έξω Σ αγαπώ στη ζωή, στους ήχους τα χρώματα, σ όλη τη φύση Σ αγαπώ, τόσο, μα τόσο πολύ σ αγαπώ στη σοφία της και στην ομορφιά της 8

10 Σ αγαπώ στην κάθε μικρή λεπτομέρεια στο φυτό, το λουλούδι, το ζώο Που μ αφήνει κατάπληκτη απ ομορφιά και φροντίδα κι αγάπη. Σ αγαπώ, πως αλλιώς να στο πω Μ όλα αυτά θαμπωμένη θαυμάζω Σ αγαπώ στην αγάπη που το θείο το σύμπαν εκφράζει Σ αγαπώ στο αεράκι που λικνίζει τη λεύκα και σείεται μ όλη τη χάρη της Σ αγαπώ στων πουλιών το τιτίβισμα Σ ό,τι φέρνει η γη και προσφέρει, τα λουλούδια τα δέντρα τους θείους καρπούς Πιο βαθειά τα ορυκτά της, θησαυρούς με απίστευτα σχήματα χρώματα Τι να πω το μικρό σκουλικάκι Χρυσαλίδα ανυψώνεται στη δική σου αγάπη. Σ αγαπώ με ό,τι ωραίο σ αυτό τον κόσμο συνάντησα Σ αγαπώ με ό,τι αγάπησα κι άξιζε Σ αγαπώ μ όλη την ομορφιά που έχει υπάρξει. Αναγνώστου Πάνος Θα μ αγαπούσες πιότερο Τ ο φεγγάρι είναι όμορφο απόψε, αγαπημένη Λίγο ακόμη και θα ναι ολόγιομο. Και η βραδιά είναι ψυχρή, φθινοπωριάτικη. Η πόλη χάνεται μακριά, πολύβουη, απόμακρη. Το φως του φεγγαριού μέσα απ τις φυλλωσιές των δέντρων περνά και καθρεπτίζεται στην άσφαλτο των διαδρόμων. Όλα είναι όμορφα! Ας είναι κήπος νοσοκομείου τα δέντρα γύρω. Κι ας είμαι δω μέσα, «πάσχων». Τι σημασία έχει... πιο όμορφα αισθάνομαι τώρα στην ανάρρωση σαν μια νέα άνοιξη να κυλά στους ιστούς μου Να ξεφεύγω από την προσοχή των φυλάκων, κάνοντας απαγορευμένες βόλτες στον κήπο, την όμορφη τούτη ώρα του δειλινού της μοναξιάς. Ν αναπνέω δροσιά και να ονειρεύομαι. Ναι, τίποτα δεν εμποδίζει το φεγγάρι να γεμίζει χρυσόσκονη τα πάντα. Μήτε να παιζογελά με τα φύλλα των δέντρων, πανέμορφα. Δεν ξέρω πώς να ονοματίσω τούτο το συναίσθημα που με πλημμυρίζει απόψε! Μήτε και νοιάζομαι για τέτοια. Μου αρκεί η αγαλλίαση αισθήσεων και ψυχής που μου χαρίζει. 9

11 Δεν θέλω να ξέρω το όνομά του. Του δίνομαι ανεπιφύλακτα σαν παιδί σε μάνας αγκαλιά. Έξω έγνοιες, άγχη, προβληματισμοί. Παραδίνομαι στο φεγγάρι, στη δροσιά, στη μουσική που γλυκά φτάνει στ αυτιά μου, από κάπου μακριά. Σκηνικό, φτιαγμένο στα μέτρα της ψυχής μου, σύμφωνα με τις εσώτερες πεθυμιές της. Ξεχνιέμαι μέσα του, με ολάνοιχτους τους πόρους του είναι μου, σαν σε όνειρο γλυκό που δε θέλεις να τελειώσει. Να μπορούσαν όλα τα πράγματα γύρω μου απόψε να θρονιάζονταν μια για πάντα στην ψυχή μου! Να διπλοκλειδώσουν ύστερα σφιχτά τα πορτοπαράθυρά της αφήνοντας απ έξω παντοτινά έγνοιες, μικρόχαρες φροντίδες, στεναχώριες, θύμισες, γνώσεις, σοφίες, φρονιμάδες! Ναι, απόψε πεθύμησα δυνατά να τα χάσω όλα τούτα, τόσων χρόνων κόπους και να κερδίσω στη θέση τους ένα εγώ απλό σαν τα αποψινό τοπίο. Δέντρα φεγγαρολουσμένα στη νυχτερινή δροσιά, με μακρινή υπόκρουση μουσικής μελωδίας. Το ξέρω πως θα μ αγαπούσες πιότερο έτσι, αγαπημένη! Βάλσαμο Ανάλαφρο το ξύπνημα το σημερινό. Σαν αύρα πρωινή ανοιξιάτικη στο μέσο ατέλειωτου χειμώνα. Σαν πιο γλυκόχυμο το αίμα στις αρτηρίες να κυλά. Παράξενο! Τη μνήμη ψαχουλεύω ολούθε κι εξήγηση καμιά. Κι εψές βαρύς κοιμήθηκα, σαν κάθε βράδυ απελπισμένος. Με κούραση στο σώμα και στην ψυχή σκοτάδι ασήκωτο. Οι μέρες όμοιες όλο βαραίνουν με τη ρουτίνα πιότερο. Όλο και σφίγγουν της ασφυξίας τη θηλιά. Τα πρωινά μουντά και άγουρα Σώμα σκεβρωμένο, νεύρα τσακισμένα Ο ύπνος μόχτο θαρρείς γεμάτος κι η φαντασία μολυβένια. Φτερά να της δώσει, μήτ ο Μορφέας δεν το μπορεί Αν μη, στα τάρταρα για να κατέβει του εφιάλτη! Πού σαι αγνή μου άδολη χαρά παιδιάστικη, Φαρμακωμένη, ανύπαρχτη; Μήτε στον ύπνο, πια, δεν θες να ξαναζήσεις άραχνη Για το αν υπήρξες κάποτε τουλάχιστο να μάθω Κι ούτε μορφή απαλή γυναικεία καμιά για να γλυκάνει Την ερημιά της νύχτας του δεσμώτη, την απέραντη. Σώματα μόνο θηλυκά προκλητικά ξετσίπωτα. 10

12 Για να μας κλέβουν όσο μεδούλι αξόδευτο άφησε η μέρα. Άδειο κουρέλι για ν αφήνουν το κορμί τα πρωινά. Μ απόψε άργησα πολύ για να το βρω ήρθες Εσύ. Όχι! απ τα ουράνια δεν κατέβαινες του μυστηρίου, θολή κι επίβουλη Ούτ είχες λάμιας μορφή κι αιματορουφίχτρας λάγνα χείλη Δεν πάλευες παθιάρικα μαζί μου Ούτ έφευγες προκλητικά, ο ίμερος να ξεχειλίσει. Σιγαλοπερπατούσες πλάι μου. Ήσουν απλή κι ευγενική Εκουβεντιάζαμε μαζί και κοιταζόμαστε στα μάτια Ο βρόχος τώρα ξέσφιξε της αγωνίας! Αγέρα γεμίσαν τα πνεμόνια δροσερό Ξεπλάκωσε ο βραχνάς τα στήθια. Τα ξεραμένα χείλια που χαν ξεχάσει χαμογέλασαν Πώς να σ ευχαριστήσω σεμνό της ψυχής μου ταίρι Τόση αναπάντεχη αναγάλια στον κουρασμένο που δωσες εξόριστο. Ανδρέου Αυγερινός Φιλοκράτης «Τα τείχη κατέσκαπτον υπ αυλητρίδων πολλή προθυμία» Ξεν. Ελλ. ΙΙ, 2, 23 Εγώ, ο γέρος Φιλοκράτης, απ την ένδοξη φυλή των Αλκμεωνιδών, γνώρισα τη δόξα και την ατίμωση της Αθήνας. Ξεκινήσαμε αυτόν τον πόλεμο με έναν Περικλή και τον τελειώσαμε με αρχηγούς, που ούτε τα ονόματά τους δεν ξέρουμε. Πληρώνουμε τώρα τριάντα ετών επιπολαιότητες και παραστρατήματα. Μας βρήκε στην αρχή ένας λοιμός 11

13 και μας τελείωσε ένας λιμός. Χάσαμε τα οχυρά, τις τριήρεις και την περηφάνεια μας, αλλά γλυτώσαμε τα χειρότερα, την εξόντωση δηλαδή που εμείς είχαμε επιβάλλει στους Μηλίους. Ήταν η ευψυχία ή η στρεβλή πολιτική ιδέα αυτού του Λύσανδρου (που κάποιοι τον είπαν μη εστεμμένο βασιλιά), ήταν η δική μας κόπωση κι ενδοτικότητα; Αδιάφορο πια για όλους μας. Εγώ, ο γέρος Φιλοκράτης, απ την ένδοξη φυλή των Αλκμεωνιδών, ήμουν παρών και σχεδόν αδιάφορος, όταν γκρεμίζανε με ήχους αυλών τα τείχη της πόλης. Ωστόσο, κλείστηκα στο σπιτικό μου για δέκα μήνες, για να γλιτώσω απ τη ληστρική και αιμοβόρα πορεία των τριάκοντα. Αυτών που αγνοούσαν τον ιστορικό νόμο, ότι οι τυραννίδες διαρκούν λίγο, αν οι τύραννοι είναι ανελέητοι. Οι άφρονες, εξόντωσαν μέχρι και τον συνεξουσιαστή τους, τον Θηραμένη. Εγώ ο γέρος Φιλοκράτης, απ την ένδοξη φυλή των Αλκμεωνιδών, σήμερα θα βγω απ το σπιτικό μου. Θα πάω μέχρι την Ακρόπολη. Ο Θρασύβουλος και τα παλικάρια του λευτέρωσαν χθες απ την τυραννία την πόλη. Πάω να βρω τα παιδιά των αδικοσκοτωμένων και θα τους ζητήσω ν ανεχθούν την συνύπαρξη με τους φονιάδες των γονιών τους για να πετύχουμε την ειρήνευση και την πρόοδο. 12

14 «Εστεμμένη Πόρνη» Τι και αν δεν απόκτησε εραστή αντάξιο του Καίσαρα ή του Αντωνίου, όπως η Κλεοπάτρα. Τι και αν δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Ζηνοβία απ την Παλμύρα ή με την Ολυμπιάδα απ την Πασσαρώνα. Η «Μεσαλίνα» του Βορρά θα στέκει πάντα πιο ψηλά απ αυτές κι άλλες πολλές. Έδωσε αληθινό νόημα στο έγκλημα, στη διαφθορά και τον τρυφηλό βίο. Και να που η δολοφονία του Τσάρου συζύγου της και του Πρίγκιπα Ιβάν, ήταν εν τέλει θέλημα της Θείας Πρόνοιας, για το καλό του λαού! Πώς θα δεχόταν ο λαός μια σεμνή κι άνευρη Τσαρίνα; Γρηγόρης Ορλώφ, Βασίλτσικωφ, Ποτιέμκιν, Ζούμπ, Πονιατόφσκι, Ζαβαντόσκι, Μαμόνωφ, κάποιοι απ τους εραστές της, κι όλοι δοκιμασμένοι από πριν για τις επιδόσεις τους από υπάκουες ακόρεστες κόμησσες. Έγιναν όλοι τους ζάπλουτοι με τις παροχές της, χωρίς να διαταραχθεί η εσωτερική ισορροπία. Τόσο ικανή ήταν η μαινάδα αυτή, που κατάφερε τον Βολταίρο να βρωμίσει την πέννα του, με επαίνους για την προστυχιά της και να εξαγοράσει σχεδόν όλους τους ανθρώπους του πνεύματος του καιρού της. Όποιος τότε δεν γνώρισε την Αικατερίνη την Β στην κλίνη της ήταν σαν μην είδε ποτέ του τον ήλιο! 13

15 Αντωνόπουλος Αντώνης Χαϊκού Παιχνίδι η ζωή ας παίξουμε λιγάκι. Ν.Καζαντζάκης Πιό ψηλά σ όλα θα χε φτάσει ο κόσμος χωρίς πολέμους. Τα πεινασμένα σημάδια της κατοχής με τα σκουπίδια. Πλάσμα της στιγμής ανοίγω τα μάτια μου να δω το Σύμπαν. Καληκέλαηδη τ Απριλομάη αηδόνα μ αστροβολίδες. Το στερνοβρόχι στα μέσα του Ιούλη δροσιά τ ανέμου. Ρίχνει τη σκιά του Η συννεφούλα το σύννεφο και τρέχει βάζει στο καλοκαίρι σ όλο τον κάμπο. άνω τελεία. Χαμογέλασε ο Χριστός όταν σ είδε ερωτευμένη. Μελανόπτερα νέφη κυκλοδίωκτα Ωδές του Κάλβου. Το νιο φεγγάρι μπήκε για το φιλί σου από το τζάκι. Στη συναυλία των αηδονιών απόψε μέχρι να φέξει. Τ άσπρο φεγγάρι Οι μεντεσέδες ανέβηκε στο μπαλκόνι κι οι κλειδαριές στις πόρτες κανταδόρος. κράζουν τους κλέφτες. Ισοπαλία του έρωτα και χάρου σαν μονομάχοι. Άστραψε κι είδα το δρομάκι με στροφές δίπλα στη λίμνη. Παπαδιαμάντη, «η πηγή κελαρύζει κάτω στο ρέμα. Ποίηση οργής Λαού βασανισμένου με ιστορία. 14

16 Δημοκρατία χάσαμε το μπούσουλα «ανθ ημών» Τόμσεν. Κατανάλωση ξέφρενων λαϊκισμών ψηφοθηρίας. Η Φρασίκλεια Πρωινό Χινοπώρου. Ο συννεφιασμένος ουρανός έχει βουρκώσει σ ένα ρομαντικό ποίημα. Ένας μισομεθυσμένος νεκροθάπτης σφυρίζοντας, ξέθαψε από το μνήμα της την Φρασίκλεα. Ό,τι απόμεινε από την κακομοίρα θεόμορφη κόρη. Τέλος, η σκιά της ψυχής της δεν θα κατεβαίνει στον οίκο της από τις σκάλες του καμπαναριού τα μεσάνυχτα να δει ότι άφησε πίσω της φεύγοντας. Φρικτή αηδία και θλιβερό κατάντημα. Κιτρινοπράσινη βρόμικη ύλη λάσπης. Στο τάφο μόνο σάπια σκουπίδια φέρετρου και σκουριά. Περνούσαν μεγάλα σκουλήκια. Ξεχώριζε το κρανίο με μαύρα καφετιά σημάδια, βγαλμένα τα μάτια, φωλιές σκορπιών που χυμούσαν ο ένας στον άλλον. Το δέντρο που πεθαίνει όρθιο έχει καλύτερη μοίρα από αυτό το άθλιο κατάντημα της ταφικής μοίρας του χοϊκού Ανθρώπου. Καλόγεροι πήραν τα λερωμένα οστά της και με σμύρνα και λιβάνια τα κατέβασαν στο προ παραδείσου οστεοφυλάκιο. Εκεί ίσως κάποτε να αγιάσουν από τις πολλές παρακλήσεις, ψαλμωδίες και λιβανωτούς. Ένα σμάρι από κοράκια που πετούσαν χαμηλά πάνω από τον τάφο της Φρασίκλειας φέρναν στα φτερά τους τον κατάμαυρο χάρο κι έκραζαν σιβυλλικούς χρησμούς θανάτου. Όλα πεθαίνουν. Τίποτα δεν μένει. Ο νεκροθάφτης συνομιλούσε σε φίλους επισκέπτες της Φρασίκλειας, κι ακουμπώντας στο φτυάρι του, υψώνοντας τη φωνή του, είπε: ακούστε με κι άρχισε να διαβάζει από σημείωμά του. «Περήφανη ομορφιά, Ήλιε των εραστών που χάθηκες, απαρνήθηκες τη συμφωνία των αγγέλων του έρωτα. Χαράμισες τα νιάτα σου εκτός ουρανού κι αγάπης. Η αποχή τ ονείρου σ αρρώστησε του θανατά και σ έφερε στα σκοτεινά καταφύγια του Χάρου. Η Επιθανάτια Τύψη μετά τον εσπερινό των ψυχών κατεβαίνει από τις κορυφές των κυπαρισσιών, μπαίνει στα μνήματα όλων των αστοχημένων καλλονών που μωρές παρθένες κατέβηκαν στον Άδη και τους απαγγέλλει ερωτική ποίηση φημισμένων ποιητών.» Κοίταξε γύρω του κι έμεινε άφωνος. Όλοι είχαν πάει για καφέ. 15

17 Αντωνόπουλος Λύσανδρος Τ Αγγελάκια του Πάμισου Τ αγγελάκια του Πάμισου ήταν μελαχρινά και παίζανε πάνω στη σκουριασμένη γέφυρα του ποταμού πηδούσανε από ψηλά στα πράσινα νερά του. Ανήσυχος μη πληγωθούν εφώναξα «τα σίδερα είναι σάπια!» Μη φοβάσαι ξένε, είπεν η φωνή της αρχόντισσας πιο πέρα. Ολα τα τσιγγανάκια μας έχουν φτερά από τη γέννησή τους. Λίγο κραγιόν Όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων δε με φόβιζεν ο θάνατος γιατί είχα πιεί τ αθάνατο νερό, όπως όλοι οι έφηβοι εξάλλου. Oύτε και τη Θάλεια, βέβαια, που έφυγε στα δεκάξι της και τώρα ζει μόνο στη γαλάζια λίμνη της μνήμης μου. Όταν ζωγραφίζω τα βράδυα το πρόσωπό της αφήνοντας τα καστανά μαλλιά της να πέσουν στους τρυφερούς της ώμους με προσοχή προσθέτω λίγο κραγιόν ελαφρά κόκκινο στα χείλη της. Θέλω να μεγαλώσει λίγο ακόμα. Δε νομίζετε πως πρέπει; 16

18 Κρυφή σχέση Με συγχωρείς που άργησα, είπα στην όμορφη ροδιά που με περίμενε απόψε. Όμως ήρθες, ψιθύρισε αυτό αρκεί για μένα Το σούρουπο ήταν μαγικό κι άπλωσα το δεξί μου χέρι τρυφερά στον ανθισμένο της ώμο. Μη πιο κοντά! Φοβάμαι μήπως μας δει το φλύαρο φεγγάρι είπεν αμήχανα κουνώντας όμως τόσο ποιητικά τα πράσινά της φύλλα η καλή ροδιά μου! Η γιαγιά Χριστίνα Πέθανε η γιαγιά Χριστίνα το πρωί ενενήντα και η καλή γυναίκα. Την τελευταία εβδομάδα μιλούσε μια στιγμή με τα παιδιά της και μια στιγμή με τους αγγέλους. Την αγαπούσαν όλοι αλλά την κέρδισαν οι άγγελοι στο τέλος. Η αγία Παρασκευή, μεγάλη της η χάρη κατέβηκε απ το εικονοστάσι και τη συνόδεψε πάνω στα λυπημένα σύννεφα. 17

19 Αρκάδη Στέλλα Έβρεχε στο χωριό δυό μέρες πριν ταξιδέψει η γιαγιά Χριστίνα. Κάποιος όμως, όχι δεν έβρεξε καθόλου, είπε μόνο τα σύννεφα δακρύζανε δυο μέρες. Ο Τάφος του Rilke ( ). Κάθομαι ευλαβικά στη γωνία η φωτογραφία με δείχνει με τη μαύρη ποδιά του σχολείου -τον τάφο τον έχτισε ο παππούς μουτέτοιους έφτιαχνε και μύλους σπίτια καμίνια αλέτρια μπόλιαζε χαρουπιές φύτευεν αμπέλια έσπερνε κριθάρι. Αγαπημένη μου μαμά είναι το έβδομο γράμμα που σου γράφω και δε βρίσκω κάτι ουσιώδες και μαγικό κάτι παραμύθια έμαθα και συγκρατώ αλλά μου φαίνεται πως έχουν ξεφτίσει κι αν σου λέω για το Rilke είναι γιατί ο τάφος του είναι όπως ο δικός σου πέτρινος ασβεστωμένος-έργο του παππού και πατέρα σου. Ο Rilke αγαπημένη μου μαμά είναι απαράμιλλος ποιητής. Ενίοτε εμείς οι αλλοπαρμένοι διαβάζουμε ποιήματα καθώς φανταζόμαστε πως γενναιόδωρα όντα από τα πολύ παλιά έρχονται σ αυτή την απόκοσμη γειτονιά κατοικημένη από ασχήμια και ασπλαχνία να ζητήσουν το δίκιο τους. Έτσι στη γυμνή πλατεία 18

20 με το κόκκινο και το μπλε πολυβολείο και τη βρύση μερικοί από μας θα πάμε να φυτέψουμε λεύκες οπότε αν έρθουν να βρουν ίσκιο και νερό. Αγαπημένη μου μαμά τέλος τα παρένθετα Η ωραία νεκρή Αφήνω τους μύθους να λάμπουν ακόμα κι αν δεν τους πιστεύω τα κόκκινα αυγά στο τραπέζι τα λησμονημένα πρόσωπα στις κορνίζες και πάνω απ τη βιβλιοθήκη τη Θεά Υγεία να μου κλείνει το μάτι Είσαι ο πιο ωραίος άντρας που έχω δει λέω στον έφιππο με το άσπρο άλογο, ήρθες να με πάρεις τον ερωτώ Όχι μου απαντά. Η πιο ωραία γυναίκα επίσης είναι η νεκρή αθανασία συμπληρώνει και χάνεται στον γλαυκόν ορίζοντα. Με το λευκό άλογο του Μέχρι τα δώδεκα Οι μεγάλοι τρυγούν τη σταφίδα εγώ τεμπελιάζω κάτω απ την ελιά ζέστη. Καμίνι. Ο αέρας ψήνει τα κορμιά τα σταφύλια, τα τζιτζίκια τα πουλιά απέναντι το νεκροταφείο με μια φωταύγεια να διαλύει τη δύναμη και τη σκέψη καθώς γεννιούνται αλλόκοτα όντα Οι ρόγες των σταφυλιών είναι ψυχές πεθαμένων τριγυρνούν στα κοφίνια κάθονται στα δάχτυλα των τρυγητάδων κι εκείνοι αδιάφοροι τα πετούν στα κοφίνια κάτω από τον ανελέητον ήλιο τόσες ψυχές πού πάνε αλήθεια ψάχνουν για λίγο νερό αναποδογυρίζω τη στάμνα στη γούρνα όπου ο πατέρας λειώνει τη γαλαζόπετρα για να ψεκάσει τ αμπέλι 19

21 τώρα οι ψυχές κρεμιούνται από τα μαλλιά μου ροζ αερικά μου ρουφούν το αίμα με πληγώνουν με τα φτερά και τα νύχια τους ήθελα μονάχα να σας δροσίσω εμείς δεν θέλουμε νερό ούτε ψωμί ούτε κρασί θέλουμε το κορμάκι σου να μην το κάψει ο ήλιος Έφυγαν ή πέθαναν Να καίγεται το κορμί έτσι καθώς είναι ρικνό και κακοπορεμένο σ αυτές τις ανυδριές όπου μια παλιά κατάρα δεν αφήνει να φυτρώσει το πράσινο πού το δάσος και πού το ξέφωτο να κάνω μια στάση να πιώ λίγο νερό να ρθεί η θεότητα να την αναστήσω για λίγη φιλία για χάρη του γαλανού για το κόκκινο και το φωτεινό για ό,τι ωραίο πρόλαβα ν ακουμπήσω πριν πέσει τέφρα στο δέρμα μου Αγίας Κυριακής Θαμμένα τ αβάφτιστα χρόνια πριν σήμερα γιορτάζει ο ναΐσκος δεν υπάρχει πια η Πηγή ψυχές και πετούμενα δεν έχουν να πιούν νερό στέρεψαν οι πηγές όλες οι πηγές και ο πόνος στέρεψε ο περίβολος τσιμεντένιος λατρεύουν εδώ το τσιμέντο καλοντυμένοι γονιοί και παιδιά ακολουθούν με κατάνυξη τη λιτανεία εύκολες γέννες taglio cesareo να μην πονούν οι γυναίκες να μην περιμένουν εδώ στο λίγο τόπο τριγυρνώ κάποτε εγώ μικρός εξερευνητής κι οι τόποι απέραντοι κι απέραντο το νερό κι ο μύθος απέραντος και πιστευτός Τέλος τώρα 20

22 Τρία μικρά ποιήματα Α Ήταν μια Όλγα μικρό κορίτσι πανέμορφο ονειροπόλο και προκαλούσε τον κεραυνό να το κατακάψει τα πρωτοβρόχια πάνω στο λόφο ν αναληφθεί ψυχούλα φλεγόμενη αφήνοντας άθικτο το κορμί Ήταν του Λέρμοντοφ Τσέχωφ Πούσκιν ή κάποιας άλλης σλάβας ψυχής αλλά η Όλγα μεγάλωσε «όχι αγαπημένε μου κεραυνέ. Όχι τώρα Το σώμα μου δεν είναι πια λουλουδένιο. Και θα προσβάλει τη δόξα σου» Β Έτσι ανάσκελα στο δώμα καθώς ατενίζομε τον Ιορδάνη ο φόβος εγκαθίσταται μέσα μας άραγε θα ξαναθυμηθεί ο Θεός την ύπαρξή μας για να τιμωρήσει την ευπιστία μας ή θα χλευάσει το έργο Του καθώς λιώνει σιγά σιγά το άψητο χωματένιο σκαρί μας. Γ Δυο θάλλοντα φωτεινά σημεία κοντά στην είσοδο κάνουν το σκοτάδι να ονειρεύεται καθώς επικυρώνουν την παρουσία του. Λάμπουν τα ακροδάχτυλα μου και ενώ ψηλαφώ το μυστήριο κάποιου φοσφωρίζοντος σκελετού τόσοι και τόσοι πέρασαν από δω αφήνοντας ίχνη Άλλοι ζώντας κι άλλοι πεθαίνοντας 21

23 Βαζιντάρης Αντώνης Ένα ατύχημα Μ έρα χειμωνιάτικη. Εφτά το πρωί. Ο συννεφιασμένος ουρανός μόλις αφήνει λίγες δειλές αχτίνες να φτάσουν ίσαμε δω. Η θάλασσα μπροστά μας, λίγο ανταριασμένη, κάνει αισθητή την παρουσία της με τα υπόκωφα χτυπήματα στο μόλο. Οι εργάτες, σαν εξωγήινα όντα, πώς αλλιώς να τους πει κανείς, με την άθλια κατάστασή τους, πάνε κι έρχονται, περνώντας από μπροστά μας για να μας δώσουν τον αριθμό τους, πριν πιάσουνε δουλειά. Ο καθένας τους είναι κι ένας αριθμός. Αυτόν ξέρουμε εμείς, που δουλεύουμε στη χρονοτήρηση. Τ όνομά τους δε μας χρειάζεται. Εκείνο που θέλουμε και μας ενδιαφέρει είναι ο αριθμός τους και το όνομα του Συνεργείου. Αυτά τα στοιχεία φέρνει και η «μάρκα». Ένα μεταλλικό αντικείμενο, που πρέπει να έχουν κρεμάσει σε θέση που να φαίνεται μπροστά στο στήθος. Πολλοί κάθε μέρα τιμωρούνται που ξεχνούν, ή αδιαφορούν στη ρητή αυτή εντολή της Διεύθυνσης. Οι άνθρωποι, αντικείμενα! Αριθμοί! Τέτοιους αριθμούς δίνουν και στους τροφίμους των φυλακών. Πού να φωνάζουν ονόματα, και μάλιστα πολυσύλλαβα, δυσκολοπρόφερτα, πραγματικούς γλωσσοδέτες! Προχθές ο εργοδηγός ενός Συνεργείου απέλυσε μερικούς εργάτες, όχι, βέβαια, από άλλο λόγο, αλλά γιατί... δυσκολευότανε να προφέρει τα ονόματά τους! Να λοιπόν ο... αριθμός. Πρακτική λύση; Δεν ξέρω ποιο θα είναι το άλλο βήμα. Στις δεξαμενές, γύρω στα βαπόρια, σκαρφαλωμένοι οι εργάτες πάνω στις σκαλωσιές, χτυπούν τη λαμαρίνα να φύγει η σκουριά, ή ματσακονίζουν, όπως λένε, και γίνεται... πανδαιμόνιο. Άλλοι στην άλλη άκρη, στην πλώρη βάφουν ανεβασμένοι πάνω στα καβαλέτα, ή κρεμασμένοι με σκοινιά (σε σκαλωσιές). Όλοι τους σε λίγο θα είναι αγνώριστοι. Δε θα γνωρίζονται και μεταξύ τους ακόμη. Η σκόνη, η σκουριά και το χρώμα θα συμπληρώσει τη φορεσιά της δουλειάς, που αποτελείται από κοινά ράκη. Ελάτε παιδιά. Όλοι μαζί, ακούστηκε η φωνή του Νίκου. Ήταν ο ομαδάρχης των χρωματιστών, που ήθελε ν αλλάξουν θέση σε κάποιο καβαλέτο πάνω στη Δεξαμενή. Έτσι πάντα γινότανε. Πέντε-έξι εργάτες μαζί σπρώχνοντας, αλλάζανε τη θέση του καβαλέτου, για να ματσακονίσουν, ή να βάψουν ένα άλλο μέρος του καραβιού. Έτσι και τώρα όλοι μαζί έχουν πάρει θέση και περιμένουν την εντολή του Ομαδάρχη, για νά ναι συγχρονισμένη η κίνησή τους. Εμπρός, παιδιά. Με το τρία, ακούγεται και πάλι η φωνή του Νίκου, που κι αυτός είχε πάρει τη θέση του κάπου εκεί στη μέση του καβαλέτου. 22

24 Ένα... δύο... τρία, κι όλοι μαζί, σαν ένα σώμα σπρώχνουν το πανύψηλο αυτό καβαλέτο, που ήτανε κατασκευασμένο από σιδηροσωλήνες. Μα, πριν προφτάσουν να το πάνε ένα μέτρο πιο πέρα από τη θέση του, σωριάστηκε κάτω, διπλώνοντας οι σωλήνες του. Ένα ωχ! ακούστηκε. Μια απ αυτές τις σωλήνες, καθώς δίπλωσε, έκλεισε ανάμεσά της το Νίκο, βρίσκοντάς τον κάπου εκεί στο στήθος. Στο Νοσοκομείο που τον μετέφερε το αυτοκίνητο των Πρώτων Βοηθειών, τον άνοιξαν και τον ξανάκλεισαν, χωρίς να μπορέσουν να του προσφέρουν καμιά βοήθεια και σε λίγη ώρα κατέληξε. Την άλλη μέρα, Κυριακή, ο Νίκος παντρευότανε. Και, τη μέρα τούτη Σάββατο, φιλότιμος όπως ήτανε, είχε έρθει για να δώσει κι αυτός ένα χέρι στη δουλειά, που ήτανε πολύ βιαστική. Μ αντιχαρές και τραγούδια, με δάκρυα και κλάματα, τ απόγιομα της Κυριακής οι δικοί του κι οι φίλοι συνοδέψανε το Νίκο στην τελευταία του κατοικία. Κι η Μαρία, τ όμορφο κείνο κορίτσι, αντί με μεταξωτό κι ολόασπρο πέπλο κι ανθοδέσμη στα χέρια, με λουλούδια σαν εκείνα τ αμάλαγα της ψυχής της και των δεκαοχτώ της Ανοίξεων, τυλιγμένη στα ολόμαυρα κρέπια, κλαίει απαρηγόρητα, σπαράζει, για τον αναπάντεχο χαμό του αγαπημένου της. Τη Δευτέρα ο Εισαγγελέας ήρθε στο εργοστάσιο, για να κάνει την τυπική αυτοψία του, για το θανατηφόρο εκείνο ατύχημα. Το καβαλέτο, στο μεταξύ, το είχαν μεταφέρει στο Σωληνουργείο, το είχαν φτιάξει έτσι, που να φαίνεται πως πραγματικά είχε σπάσει ο σιδηροσωλήνας και γι αυτό έγινε το ατύχημα. Πράγμα φυσικό και που δικιολογείται μέσα στο ποσοστό των ατυχημάτων. Αυτό είπε, άλλωστε, κι ο Διευθυντής του εργοστασίου. Έτσι τα έδειξαν και κατ αυτόν τον τρόπο τα παρουσίασαν και στον Εισαγγελέα. Ο Θανάσης, όμως, είχε διαφορετική γνώμη. Ήταν εκείνος, που πρώτος έτρεξε στον τόπο του ατυχήματος κι αυτός τηλεφώνησε για νά ρθει το αυτοκίνητο των Πρώτων Βοηθειών. Έτσι, είδε και πως οι σωλήνες εκεί που είχαν σπάσει, δεν είχαν καθόλου σίδηρο. Μόνο ένα πάχος από σκέτη σκουριά. Άλλωστε, το είχαν δει κι οι εργάτες, που μαζί με το Νίκο σπρώχνανε το καβαλέτο, κι οι άλλοι που τρέξανε πανικόβλητοι να προσφέρουν μια κάποια βοήθεια. Πριν χρόνια πολλά κατασκευασμένο, η θάλασσα είχε κάνει τη δουλειά της. Γι αυτό και έσπασε. Έπρεπε να είχαν φροντίσει οι αρμόδιοι και να το είχαν αντικαταστήσει. Καμιά, όμως, σοβαρή φροντίδα και μέριμνα για την ασφάλεια του εργατόκοσμου. Ποιος όμως να σηκωθεί και να πει την αλήθεια; Η ανεργία βασιλεύει στη χώρα. Κι ο κίνδυνος μεγάλος να προστεθεί κι αυτός σε κείνες τις αναρίθμητες χιλιάδες των ανέργων. Την ίδια σκέψη κάνει κι ο Θανάσης. Κι έχει πέντε άτομα στην οικογένεια, που περιμένουν απ αυτόν. Κι αν αυτός μείνει χωρίς δουλειά, θα δυστυχήσουν. Ίσως βρεθούν κι έξω από το σπίτι, που δε θά χει να πληρώσει το ενοίκιο. Σ ενδιαφέρουσα κι η γυναίκα του περιμένοντας το τέταρτο παιδί. 23

25 Όλ αυτά περνάνε από το μυαλό του, καθώς κάνει τη σκέψη, μήπως μπορούσε ν αποκαλύψει την αλήθεια. Όχι βέβαια, από ηρωισμό και τέτοια. Αλλά χάρη της αλήθειας μονάχα και της μνήμης του άτυχου και αδικοχαμένου Νίκου. Όμως, ενώ το κεφάλι του πάει να σπάσει από τις αλλεπάλληλες και αντικρουόμενες τούτες σκέψεις, τελικά υπερισχύει η λογική πλευρά! Και, σκύβοντας το κεφάλι, συνεχίζει τη δουλειά του ταπεινωμένος. Ένα κοινό κουρέλι. Οι εργάτες αντικρινά και γύρω του, κάνουν όσο μπορούν πιο γρήγορα, να τελειώσει η δουλειά, γιατί το βαπόρι πρέπει οπωσδήποτε να φύγει. Έτσι και καθυστερήσει, χάνει το ναύλο, που πάει να πει λιγότερα κέρδη στ αφεντικό. Γι αυτό και το μάτι της Διεύθυνσης παρακολουθεί, επιστατεί. Το μάτι της Διεύθυνσης!... Όχι ένα, πολλά. Άλλα που τα ξέρεις, τα βλέπεις. Κι άλλα που κρατούν μυστική την παρουσία τους. Μπορεί νά ναι κι ο διπλανός σου. Αυτός που φοράει τα ίδια κουρέλια με σένα. Που μαζί σου ιδροκοπάει, που ματώνει ψυχικά. Που μοιράζεται μ όλ αυτά τα ψυχικά ράκη, τη βρωμιά και τη χλέβη. Γι αυτό κι ο Θανάσης και στις σκέψεις του ακόμη ήταν επιφυλακτικός. Και η έκφραση του προσώπου του στις συζητήσεις γύρω από το ατύχημα ήταν ανάλογη. Το αβέβαιο του μέλλοντος κι η σκέψη, πως αύριο μπορεί και συ να σαι ένας απ αυτούς που θα βρεθούν έξω από την Πύλη, σ έχει καθηλώσει. Το ξέρει ο αφέντης και σε πλησιάζει. Προσπαθεί να σε κάνει πιόνι του. Ένα από τούτα τα μάτια της Διεύθυνσης. Μερικές φορές πετώντας σου και μερικά ψίχουλα περισσότερα από κείνα που παίρνουν οι άλλοι. Εκτός από τις «εύφημες μνείες», τις... «προβολές» και τα όμοια. Εποχή της βρωμιάς και της σαπίλας. Της σκληρής κι απάνθρωπης συναλλαγής και καταπίεσης, με χίλιους δυο τρόπους, του εργαζόμενου. Τα χρόνια εκείνα, που οι δρόμοι βαφόντουσαν με αίμα. Μα..., μήπως έχουν αλλάξει τα πράματα, ή θ αλλάξουνε ποτέ; Να χα τη δύναμη Να χα τη δύναμη ν αγκάλιαζα τον κόσμο ως πέρα να του δινα τη φλόγα που χω μέσα και με καίει να του λεγα τα λόγια που μια δύναμη μου λέει να του ξαστέρωνα το νου με τούτον τον αέρα, π όλονε με δονεί, με λούζει και με συνεπαίρνει σ ονειρικούς τόπους! Αχ!... Τη χάρη τούτη να χα ν αγκάλιαζα τον κόσμ όλο για μια φορά μονάχα, να ζέσταινά του τις καρδιές μ αυτό που με ζεσταίνει. 1 24

26 Έτσι, που με μια βούληση, όλοι ν αγκαλιαστούμε με της αγάπης το φιλί, ανάστασης λαχτάρα, να ξεχαστούμ ευτύς εκεί, γλυκά να κοιμηθούμε. Μετά νας θείος άνεμος με μιαν άλλη αντάρα, δροσιά στα πρόσωπα, πνοή στο νου, να μας ξυπνήσει δοσμένους όλους στη χαρά, στου γέλιου το μεθύσι. 2 Να μπόρεια να βαζα φωτιά να γκρέμιζα τα κάστρα και πάνου ως τα άστρα μια μου να έφτανε λαλιά. Αχ!... μέσα σε μιαν αγκαλιά τον κόσμ όλο να κλείσω τα μάγια να του λύσω με της αγάπης τα φιλιά. Σ όλη τη σκέψη και το νου να χάραζα πορεία για τα πελάη του καλού. Ω! Πλέρια ευτυχία τότε στην οικουμένη!... Αυτή με συνεπαίρνει. 3 Θα θελα να κανα ψωμί τα βόλια, τα τουφέκια κι όλα τ αστροπελέκια ζέστα και φως πάνου στη Γη. Ν άλλαζ αυτή τη μηχανή κι αντί βροντές και κρέπια αχούς γλυκούς με ντέφια ν άπλωνε και μουσική. Με μια πνοή, φωνή, κραυγή πέρα σ όλους τους τόπους ν άλλαζα τους ανθρώπους. Κι αιώνια να καναν σπονδή με πάθος στην Ειρήνη που τη χαρά μας δίνει. 25

27 Γαλανοπούλου Στέλλα Κύριε, ρίξε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο Στη σκηνή της ερημιάς του κόσμου... Θεός Θεάται το θέατρον του τρόμου το θέατρον του αλόγου. Θεάται Θεατής Θεός τον θάνατο τις θωπείες των αμαρτωλών την θεία μυσταγωγία του Έρωτα όταν αυτός υπάρξει Ένας μια φορά στα χίλια χρόνια... Θεός Θεάται τη θέληση του αδύνατου να γίνει ήρωας να θυσιάσει στον θάνατο την ζωή του θεάται θύλακες τρυφερότητας στο έρεβος της θολής χαώδους θηριωδίας μας. Θάνατος Θλίψη «Θαρσείτε Εγώ νενίκηκα...» Συ «Ο θανάτω θάνατον πατήσας» Μη μας ξεσυνεριζεσαι Κύριε.. 26

28 Τυφλοί Κολυμβητές Αυτοί που δεν είδαν ποτέ τους τη θάλασσα την ψαύουν την ακούν την γεύονται, αυτοί που δεν είδαν σε κάτοπτρο ποτέ τους τό στόμα τους και δεν γνωρίζουν των χειλιών τους τό σχήμα «βλέπουν» την ευδαιμονία που άνθησε στο χαμόγελο τους όντας βυθίζονται ευτυχισμένα παιδιά στην αγκαλιά της. Αυτοί που δεν είδαν ποτέ τους τη θάλασσα ξέρω πως την βλέπουν γαλάζια αγνή και έκπαγλη γαλάζια τη θάλασσα εκείνη τη θάλασσα πριν απ την Πτώση... Οι «Περσείδες» του Αυγούστου Τα όμορφα άστρα όμορφα καίγονται κι ο θάνατος τους σ εκατομμύρια έτη φωτός φθάνει στα θνητά μας μάτια σαν αστραπή από τα σύμπαντα που κι αυτά σαν κι εμάς πεθαίνουν... 27

29 Μοναστηράκι Είμαι άστεγη κουβαλάω μονάχα μια βρώμικη κουβέρτα δεν την αφήνω πουθενά άμα την χάσω... Καραδοκούν να μου την πάρουν Έχω μια κουβέρτα οι «άλλοι» με βλέπουν με μισό μάτι Εσείς που έχετε σπίτι Και κρεββάτι και στρωσίδια Είπατε ποτέ ευχαριστώ; Εγώ ευχαριστώ Για την κουβέρτα. Παράθυρο στη Θάλασσα Η θάλασσα δρασκελίζει το παράθυρο ανεβαίνει στο κρεββάτι μου μπερδεύεται στα μαλλιά μου την πιάνω υγρή να σέρνεται τρυφερά στα χείλη μου εισβάλλει γαλανή διάφανη στο αίμα μου η θάλασσα κυριεύει τή σκέψη μου μέ μαγεύει πάλλεται με πέρνει μυστικά μητέρα αρχέγονη στην αγκαλιά της. 28

30 Γεροζήση Κυριακή Σωτήρες! «Σώσαμε», λέτε αδιάντροπα, «την όμορφή μας χώρα». Θυσία, ρίξατε βορά μες στο βωμό του κέρδους, νέα παιδιά, κ` αγέννητα των ζευγαριών βλαστάρια, της νιότης ξεριζώνοντας, ονείρατα κι ελπίδες. Κουφάρια μένουν πίσω σας κι απελπισμένα πλήθη ανήμπορα, πορεύονται μέσα στην κόλαση σας. Ξεχάσατε, ή δεν σας νοιάζει μήδ` αυτό, πως τόπος χωρίς το λαό δεν είναι πια πατρίδα, παρά αμπέλι ξέφραγο, για τρύγο `τοιμασμένο, στο έλεος αρπαχτικών που νύχια ετοιμάζουν, δόντια ακονίζουν και ορμούν ν` αρπάξουν ό,τι λάχει; Της γλώσσας μας της μαγικής την ομορφιά, τον πλούτο, γνωρίζουν και διαλαλούν στη γης, απ` άκρου σ` άκρη. Απαίδευτοι, απολίτιστοι, εσείς τη λοιδορείτε, τη γλώσσα μας ντροπιάζετε και την κακοποιείτε. Αλίμονο! Στο στόμα σας η κάθε λέξη έννοια αντίθετη έχει απ` αυτήν που γράφουν τα βιβλία, που εννοούν οι ταπεινοί και τίμιοι ανθρώποι. Αιδώς! Ενός λαού ολόκληρου, εκβιαστές, προδότες που να τσακίσει εύχεστε στη ρίζα κάθε πόθος, κάθε προσπάθεια αντίστασης και αλλαγής πορείας, ρίχνοντας πάνω του άσπλαχνα, του ναζισμού τ` ασκέρι, για ν` αυγαταίνει αδιάκοπα, δίχως να υπάρχει τέλος, του κεφαλαίου τ` άπληστο, το απύθμενο βαρέλι. Βαθιά η νύχτα, άναστρη, μαύρη του Χάρου η αυγή Βαθιά νυχτιά και άναστρη ετούτου του Σεπτέμβρη, Μαύρη κι η Χάρου αυγή, Tο Παλικάρι σκότωσαν, τη Νιότη, τη Ζωή. Τον κλαίνε οι γονείς του, σφαδάζει η κοπελιά Θρηνούν σ` όλο τον κόσμο, πενθεί κάθε γωνιά 29

31 Την όμορφη ψυχή του και την τρανή καρδιά. Στέρεψε πια το δάκρυ, κόπασαν οι λυγμοί Γι` αγώνες ήρθε η ώρα και περισυλλογή Να βρούνε απαντήσεις, τα ποιοί, για ποιούς και τα γιατί. Να κόψουμε απ` τη ρίζα και να ξεπατωθεί και ό,τι το γεννάει κι ό,τι το συντηρεί το μαύρο τούτο φίδι και το φαρμακερό. Γνωστό το όνομά του, το λένε φασισμό. Νέα να φέξει ημέρα, λαμπρή και φωτεινή Χαμόγελα ν` ανθίσουν, ν` αλλάξει η ζωή. Γερόσταθος Κ. Λευτέρης Αποτύπωμα ψυχής Κάθε σκέψη και στόχαση, κάθε έκφραση αλήθειας που συνθέτουν τον στίχο του ποιητή, έν άφθορο αποτύπωμα φαντάζουν της ψυχής του την ώρα που δέρνεται να ταξινομήσει τις σκέψεις σ ένα δρόμο της απολύτρωσης και της προσδοκίας, σ ένα ταξίδι στον μαγικό κόσμο της ποίησης. Κι είναι τόσο περίχαρο τούτο το μακρινό ταξίδι, μοιάζει με αποκάλυψη της απρόσμενης ελπίδας, μια παλίρροια συναισθημάτων της ψυχής του, μια απαλόφωτη επαφή με το Σύμπαν είναι που εξυψώνει την ακαταπόνητη βούληση του ποιητή, μια αστόμωτη φωνή στο βάθος του ασύνορου φαντάζει. Είναι ο στίχος του μια παρουσία της μοναξιάς του, στην ύπαρξή του μια ταπεινή αναθάρρηση της μοίρας, μια περίτεχνη ειλικρίνεια στην θλίψη, στην αλήθεια, ένας λόγος φωτόχυτος σ έναν κόσμο αλλιώτικο, λυτρωτική επίγνωση χρέους του δικού του ρόλου, μία πορεία είναι αβράδιαστη την ώρα της αγρύπνιας του. 30

32 Η άσπρη βάρκα μου Πήρα μια άσπρη βάρκα έν απομεσήμερο να πορευθώ αθόρυβα στην αντίπερα όχθη. Κι από κείνη την ώρα κωπηλατώ ασταμάτητα, άλλοτε στ άφεγγα της νύχτας πορεύομαι, άλλοτε στην απλόχωρη αστροφεγγιά στοχάζομαι, χωρίς βιάση να φθάσω στο γαλήνιο αραξοβόλι. Κάποτε μαγεύομαι από τον ερχομό της αυγής, κάποτε γράφω στίχους για το βασίλεμα του ήλιου. Στην αγρύπνια μου γράφω, για το κλάμα του μικρού παιδιού την ώρα που τρομάζει από τις βροντές των όπλων ή για τη μοίρα του αδικημένου στον παρακάτω δρόμο, κι είναι, τούτο, υπεράσπιση στην αξιοπρέπεια της εικόνας. Όλα συνθέτουν στη σκέψη το ελπιδοφόρο κάρπισμα της άδολης, της ανόθευτης ψυχής του ποιητή, κάτι σαν υπέρτατο χρέος στην ανθρώπινη υπερηφάνεια, μια φεγγοβολή αόρατη στης μοίρας τη βούληση. Κι όταν φθάσει η βάρκα μου στο απάνεμο λιμάνι, να έχω χαράξει στην πλώρη της τη λέξη Ποίηση! Ίσως να γίνουν δρόμοι Κάποιοι αγέρηδες γύρεψαν ένα χλομό απόβραδο να τους προσφέρω τη φωνή των στίχων μου, έτσι ανόθευτη που γεννήθηκε βαθιά στην ψυχή μου την ώρα του τρόμου ή της απονύχτερης μοναξιάς, να την ταξιδέψουν στον βουβό κόσμο π αγωνιούσε, που γύρευε έν αντιστύλι στη σκιά της άμετρης προσμονής. Κι ήταν τούτη η έκκληση ελπιδοφόρο πρόσταγμα στου ποιητή το άφθορο, το δικό του χρέος, κάτι σαν απαλό άγγιγμα στην ψυχή του αδικημένου, ένα φωτοστάλαγμα αιώνιο στην αδούλωτη σκέψη του, μια ερμηνεία ήταν της ανθρώπινης υπερηφάνειας, φωτεινό ανάχωμα στην κραυγή των θεριών! Κι εγώ αποκρίθηκα με ευθύνη και συλλογισμό, πάρε, είπα, ταξιδιάρη αγέρα τη φωνή των στίχων μου, ταξίδεψέ τη στα μακρινά ακρογιάλια της πλάσης και όρισε στην αύρα της αυγής και στ απαλό το κύμα, μη σβήσουν τ αχνάρια της πάνω στην άμμο του γιαλού, ίσως να γίνουν δρόμοι του ναυαγού και του αδικημένου. Αθύρωτη στιγμή του άπειρου χρόνου φαντάζει τούτο το τρικυμισμένο απρόθεσμο 31

33 παρόν, διασκορπισμένο έτσι άναρχα τριγύρω, σαν μια επαναγεννημένη παράνοια μέσα στην απεραντοσύνη της αλλοτρίωσης. Οι αγωνίες μας Βαρύθυμες οι πεθυμιές, παρακεί ασάλευτες, οι προσδοκίες άλαλες μέσα στην καταφρόνια θυμίζουν, με αχνόφεγγο ήχο κα λόγο, την ανημπόρια της ανθρώπινης ψυχής μέσα στην απογυμνωμένη θέλησή της. Τι κι αν ο συλλογισμός αναγερτός στο χάος καταγράφει αβάρετα μια αλγηρή πορεία αντίκρυ στο θαμπερό ανάχωμα της σιωπής, αφού μικραίνει το φως την ώρα της αναθάρρησης, όπως του ήλιου όταν γέρνει το δειλινό να βασιλέψει; Γι αυτό σε καλώ και σένα και σένα και σένα, να συνοδοιπορήσουμε στο βάθος της αφρούρητης σκέψης, την ώρα πριν βραδιάσει και χαθεί ολότελα το φως και τότε, αλίμονο, θα χάσουμε τον δρόμο στην καταχνιά της φθονερής ματαιότητας! Γόντικας Άγγελος Μαρίνα (Διήγημα) 1942 και Πρωτοχρονιά, μέρα ιερή! Ήταν κι αυτή, από κείνες των επιθέσεων σε χώρες, που τελικά, πάτησε η Γερμανική μπότα. Ο Τέλης υπήρξε ένας νέος ευγενής και τίμιος. Δούλευε ως τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα σε μεγάλο κατάστημα υφασμάτων, του Μάρκου Βικάλ, ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. «Ήταν Εβραίος». Αυτός, είχε ένα μοναχοπαίδι, το Βίκτωρα, αδερφικό φίλο του Τέλη. Εξαιτίας αυτής της φιλίας, είχαν αδερφωθεί οι δύο οικογένειες. Αυτά τα παιδιά ήτανε παντρεμένα, ο Τέλης πατέρας ενός δίχρονου αγοριού, του Μάρκου, με γυναίκα ποντιακής καταγωγής, τη Βάσια, και ο Βίκτωρας φρεσκοπαντρεμένος με τη Σάρρα, που βρισκότανε στο δεύτερο μήνα εγκυμοσύνης. Κάθε μέρα, όμως, που πέρναγε, η πείνα και η αναλαδιά θερίζανε και εκτός των άλλων μεγάλωνε ο κίνδυνος, όσο πυκνώναν οι εκτελέσεις. 32

34 Μια Δευτέρα πρωί στην Γκεστάπο, όπου εργαζότανε κάποια φίλη της Σάρρα, η Αιμιλία, ως διερμηνέας, άκουσε το γερμανό Διοικητή, να δίνει διαταγή, να γίνουν κάποιες συλλήψεις και μέσα σ αυτούς, τον Βίκτωρα με τη γυναίκα του. Αμέσως, τους ειδοποίησε με κάποιον, να κρυφτούν. Έτσι ο Βίκτωρας με τον Τέλη, αποφασίσανε να βγούνε στο κλαρί αντάρτες. Η Σάρρα, η Βάσια, ο Μάριος και η πεθερά της, θα φεύγανε μεταμφιεσμένες για Βάρκιζα, στο εξοχικό της μάνας του Τέλη. Όπως πήγαινε στο σπίτι του Βίκτωρα η Βάσια, να πάρει την οικογένειά του και μετά την πεθερά της με το μικρό, φτάνοντας εκεί κοντά, βλέπει να βάζουνε με κλωτσιές τη φίλη της σ ένα καμιόνι δυο γερμαναράδες. Ταραγμένη, γύρισε σπίτι της πήρε τους δικούς της και πήγανε στη Βάρκιζα. Ωστόσο, περνούσε ο καιρός, χωρίς να έχουνε κανένα νέο, από Τέλη και Βίκτωρα. Ήτανε σούρουπο μιας Κυριακής, όταν πήρε την απόφαση ο Τέλης, να κατέβει για να πάει να δει την οικογένειά του, ντυμένος καλόγηρος. Το πρώτο, που τον ρώτησαν, ήτανε, τι κάνει ο Βίκτωρας. Εκείνη τη στιγμή κόμπιασε, δεν μπόρεσε να το κρύψει. «Ο αγαπημένος του φίλος, είχε σκοτωθεί σε μάχη». Τότε η γυναίκα του, τον πληροφόρησε, πως η Σάρρα βρίσκεται σε κάποιο στρατόπεδο της Γερμανίας. Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε εκειό το βλογημένο πρωινό στις 12 Οκτώβρη του 1944, που η πολυπόθητη Λευτεριά, γοργοφτεράκισε, σ όλη την Ελλάδα!!! Ο μικρός Μάριος τράνεψε, τέλειωσε την Ανωτάτη Εμπορική και έμενε στην Πλατεία Αμερικής στην Αθήνα. Εργαζότανε σ ένα Υπουργείο και όταν ήρθε η Χούντα τον διώξανε. Ένα Σαββάτο μεσημέρι, αφού έφαγε, του ρθε έτσι μες στη βαρυχειμωνιά, να πάει μια βόλτα, κάπου στα βόρεια προάστια. «1979». Πήρε ένα λεωφορείο της Δροσιάς και κατέβηκε στο τέρμα. Άρχισε να περπατάει πάνω στο χιόνι με τις μπότες του, θαυμάζοντας το ολόλευκο εκείνο τοπίο, στολισμένο πάνω στα δέντρα, από τις παγωμένες σταλαγματιές, που με τις ακτίνες του Ήλιου, όπως πέφτανε πάνω τους, λαμπικάριζαν σαν γυάλινες χάντρες. Αστράφτανε σαν τσ έβλεπες, λες και θέλανε να σε καλωσορίσουν! Φυσούσε ήρεμο κι αδύνατο εκειό το βοριαδάκι κι όπως τα χάιδευε, λυγίζανε τα πανέμορφα κλαδάκια τους, κι έβγαινε μέσ απ τα σπλάχνα τους μαγευτική, απαλή, μια ουράνια μελωδία!!! Νόμιζες πως άκουγες παραπονιάρας φλογέρας τις φωνές, μέσ απ τις φυλλωσιές κι ήτανε τόσο γλυκιές, που σου γιομίζανε την ψυχή και σου μαλακώνανε την παγωμένη σου ανάσα! Κάποια στιγμή, απόστασε, θέλησε κάπου να σταθεί, για να χωθεί με τη ματιά του οδηγό, με νου και με ψυχή, στην καρδιά εκείνης της θεάς, που τηνε λένε Φύση!!! Τα βήματα τον φέρανε σ ένα παλιό κιόσκι. Δίπλα, καρέκλες κάμποσες, σκεπασμένες μ ένα μουσαμά, δεμένες γύρα-γύρα. Τράβηξε δυο, κάθισε στη μια κι άπλωσε τα ποδάρια του στην άλλη. Κάθε λίγο σηκωνότανε, περπάταγε λίγο να ξεπαγώσει κι απέ, πάλι ξανακαθότανε για ν απογιομώσει την ψυχή του μ ομορφιά. 33

35 Όπως χάζευε με την ταξιδιάρα του ματιά, ξάφνου, εμφανίζεται μια μαυροφορεμένη, καλόκορμη και πανέμορφη φατσούλα, με συνοδό ένα μεγάλο σκύλο. Σαν πλησίασε κοντά, του λέει: -Γεια σας! Ο λόγος που διακόπτω ίσως τις σκέψεις σας, είναι γιατί μου κάνει εντύπωση ο ερχομός σας, που σημαίνει πως για να έρθετε πρέπει να είστε πολύ ρομαντικός. Κι αυτό, ξέρετε, σπανίζει στις μέρες μας! -Σας ευχαριστώ καλή μου κυρία! Μάλλον έτσι όπως τα λέτε είναι. Να σας συστηθώ. Μάριος! -Μαρίνα! τ απαντάει αμέσως εκείνη. Να σας φέρω μια καρέκλα να γίνουμε τέσσερις. -Μα, ποιοι είναι οι άλλοι δύο; Εσείς, εγώ, ο συνοδός σας και η θεά Φύση!!! -Α! Ευχαριστώ! Είναι πιο καλά έτσι, και κάθισε δίπλα του, χαμογελώντας. Τότε την πρόσεξε περισσότερο και διάβασε σ εκείνο το αλαβάστρινο προσωπάκι της, μια θλίψη: -Κάτι μου λέει, πως διαβάσατε την έκφραση του προσώπου μου, μα μην ανησυχείτε! Η αιτία είναι χωμένη βαθιά. Φαίνεται, πως όταν με βαφτίζανε, ένα αόρατο χέρι, μοίρας κακιάς, μου έριξε αυτό που γεννάει στη ζωή τα βάσανα, μέσα στο λάδι. Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα έλεγα να μιλούσαμε στον ενικό. Τι λέτε; -Συμφωνώ, με μεγάλη μου χαρά! Εκείνη τη στιγμή ο σκύλος άρχισε να διαμαρτύρεται και την τραβούσε από μια βέργα, που κρατούσε στο χέρι της. -Φρόνιμα Τζακ! Θα σε παίξω σε λίγο. Και γυρίζοντας προς τον Μάριο, με φορεμένο στα χείλη της εκείνο το λεπτό χαμόγελο, του λέει: -Είναι η ώρα του και δε θέλω να του τη στερήσω, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα βαρύ αναστεναγμό. Ξαφνικά, εκείνος ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, όταν είδε να κυλάνε κάτω απ τα μαύρα της γυαλιά, δυο δάκρυα. Στενοχωρήθηκε!!! Σκέφτηκε, πως αυτά τα δάκρυα είναι γιομάτα πόνο. Τρέχανε σαν κρυστάλλινες μπαλίτσες στο βελουδένιο της το πρόσωπο κι απέ, λες, σταλαχτίτες γίνανε και στάξανε για να φωλιάσουνε στ αλαβαστρένια της τα στήθια! Φαινότανε πια, κάποιο δράμα ζούσε η ψυχούλα της. Αυτά τα δάκρυα, ήταν αίμα, που τρεχε από τη λαβωμένη της καρδιά. Τότε, αμέσως σηκώθηκε, σα να μην ήθελε να διαβάσει εκείνος πόσο μεγάλο είχε πόνο κι άρχισε να παίζει το σκύλο. Πέταγε τη βέργα μακριά κι εκείνος έτρεχε να της τη φέρει πίσω. Τη δεύτερη φορά, που στάθηκε με τη βέργα μπροστά της το ζώο, ο Μάριος πρόσεξε, πως με το δεξί της χέρι έψαχνε να τη βρει, πού είναι. Ωχ! Χριστέ μου, είναι πολύ μαύρη η ψυχούλα της, ζει βυθισμένη όλη τη ζωή της στο σκοτάδι! Η Μαρίνα είναι τυφλή!!! Είχε σουρουπώσει, και το παιχνίδι τέλειωσε: -Μάριε, εγώ κι ο Τζακ θα φύγουμε, όμως πρέπει να σου πω, πως πέρασα όμορφα 34

36 μαζί σου! Αν θέλεις, κάποια μέρα, να το επαναλάβουμε, να ρθεις σπίτι για ένα τσάι! -Α! θα το χαρώ πολύ κορίτσι μου! -Ωραία, γράψε το τηλέφωνό μου. Εκείνος σημείωσε τον αριθμό και τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα της. Από εκείνη τη στιγμή, αιστάνθηκε πως αλλάξανε ρυθμό οι χτύποι της καρδιάς του. Ένα Σαββάτο βράδυ, της τηλεφώνησε, γιατί ήθελε να την ξαναδεί κι εκείνη το χάρηκε πολύ. Το μεσημεράκι της άλλης μέρας, κατά τις 12, της χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως του άνοιξε και τον περίμενε στο κεφαλόσκαλο. Μόλις ανέβηκε πάνω, τελείως αυθόρμητα αγκαλιαστήκανε, χωρίς δισταγμό κι αυτό πρόδιδε, ότι νιώθανε μια έλξη ο ένας για τον άλλον. Έτσι, καθίσανε πλάι-πλάι στον καναπέ. -Μάριε τι θα πιεις; -Ένα κονιακάκι θα το έπινα. -Ωραία, θα πιω κι εγώ ένα! Χτυπάει ένα κουδουνάκι κι εμφανίζεται μια γυναίκα: -Κυρία Ζωή, φέρε μας, σε παρακαλώ, το κονιάκ με τα σχετικά. Σαν ήρθε ο δίσκος και τσιμπολογούσανε τα φουντούκια, όπως πήγε να πιάσει ένα απ αυτά η Μαρίνα, παρέσυρε δυο τρία και πέσανε κάτω. -Συγγνώμη... φταίει εκείνο το φαρμάκι, που σου έλεγα Μάριε. Όμως, μια κι έγινε, μου δίνεται η ευκαιρία σε σένα να μιλήσω για μένα, δεν ξέρω γιατί, κάτι με σπρώχνει! -Ναι! Μίλα μου κορίτσι μου, το θέλω κι εγώ πολύ! Εκείνη δεν κρατήθηκε άλλο, γέρνει το κεφάλι της πάνω του, εκείνος την αγκαλιάζει συγκινημένος και τα φιλιά τους τελειωμό δεν είχαν! Σαν λευτέρωσε τα χείλια του, παίρνει μια ανάσα και της λέει: -Χρυσαφάκι μου, κορίτσι μου, νιώθω πως είσαι η ανασεμιά μου! Η καρδιά, μου λέει, πως εσύ τώρα πια, θα σαι το προσκυνητάρι και το στασίδι της ζωής μου!!! Μίλα μου ψυχή μου, μίλα μου!!! Κι έτσι εκείνη, με τα χέρια τους αντίκρυ δεμένα όπως ήταν, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της. -Κατοχή Η μανούλα μου χήρα, βρέθηκε στο Άουσβιτς, είμαστε εβραϊκή οικογένεια. Εκεί, μετά από 7 μήνες, γεννήθηκα εγώ. Είχε μείνει έγκυος, απ τον πατέρα μου, πριν φύγει για τ αντάρτικο. Όταν ακόμα ήμουνα εννιά μηνών την ρίξανε στο κρεματόριο. Εκεί, υπηρετούσε ένας Αυστριακός καρδιολόγος, που η γυναίκα του δεν έκανε παιδιά. Έτσι, ζήτησε και με πήρε για κόρη του. Αυτός πήρε μετάθεση για τη Βιέννη. Εκεί μεγάλωσα, σπούδασα γιατρός πνευμονολόγος και παντρεύτηκα ένα διπλωμάτη Βιεννέζο. Είχαμε κλείσει δύο χρόνια μαζί, όταν πήρε μετάθεση για την Αθήνα. Δύο μέρες πριν φύγουμε, σ ένα μεγάλο δυστύχημα σκοτώθηκε κι εγώ έμεινα τυφλή. Ο Μάριος, ακούγοντας αυτή την τόσο δραματική ιστορία, τον πήρανε τα κλά- 35

37 ματα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του ακόμα πιο πολύ, ενώσανε τα δάκρυά τους κι έμειναν ασάλευτοι ώρα πολλή. Μόλις λίγο συνήλθε, τη ρώτησε: -Πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες ψυχή μου; Με πόνεσε πολύ αυτή η ιστορία σου αγάπη μου, μα μοιάζει με του πατέρα μου! -Άκουσε: Σαν ήρθα στην Ελλάδα το ανέθεσα στην Αυστριακή πρεσβεία και βρήκε τα πάντα! Τον πατέρα μου τον έλεγαν Βίκτωρα και είχε βγει στο αντάρτικο μ ένα στενό φίλο του, τον Τέλη. Όμως σκοτώθηκε σε μάχη. Τη μανούλα μου τη λέγανε Σάρρα! Ο Μάριος άρχισε να τρέμει και να μην μπορεί να σταματήσει το κλάμα! Κόμπιασε τόσο, που σχεδόν δεν ανάσαινε, μόνο την έσφιγγε και τη φιλούσε χωρίς σταματημό! «Η Μαρίνα ήτανε κόρη του Βίκτωρα και της Σάρρα Βικάλ κι ο Μάριος ο γιος της Βάσια και του Τέλη! Τους ένωσε ο ίδιος πόνος, η ίδια ιστορία κι ο πιο όμορφος θεός, ο Έρωτας!!!». Δελησάββας Π. Μιχάλης Στο Λυκόφως Δύσκολο πια, αλήθεια πόσο δύσκολο έγινε να συλλαβίσεις σ ένα πράσινο φύλλο τα γράμματα της άνοιξης τ όνομα της επόμενης μέρας στο ασημένιο αυλάκι του Γαλαξία... Ήτανε επόμενο, σχεδόν ακατόρθωτο, χωρίς εσένα να συγκεντρώνονται όλοι τα μεσημέρια γύρω από το τραπέζι. Από το σπίτι έφυγαν όλοι, η νύχτα μακρινή κι απρόσιτη σαν ξένη αφού δεν γεμίζει πια με τις δικές σου ιστορίες. Ήταν μεγάλες οι μέρες μας τότε, είχε πολύ χώμα και πολύ φως η ζωή μας το πρωινό της βήμα πέρναγε από ηλιοτρόπια και βραγιές ανθισμένες το βράδυ ο ουρανός τρύπωνε ανάμεσα στα κεραμίδια της στέγης σαν πιστό σκυλί μας συντρόφευε χώνοντας το μουσούδι του στις χαραμάδες της πόρτας. Στέγη, που πάνω της δοκίμαζε τα νύχια του ο βοριάς κι είχε το μεσιανό δοκάρι από ξύλο μουριάς, δυνατό σαν τις πλάτες σου. Παραμύθια του χειμώνα και ιστορίες του Αύγουστου ο παππούς να ξεκουκκίζει το κομπολόι στο παραγώνι κι εσύ ν ανάβεις βεγγαλικά να καταυγάζεις τις νύχτες μας... 36

38 Τι σχέση έχει το φως με τα χαμηλά παράθυρα και τις ρημαγμένες πόρτες; τι σχέση έχουν τα γυμνά ξυπόλητα πόδια, με τα μεγάλα απέραντα όνειρα; Δεν ξέραμε τη δίψα των διψασμένων όταν χαθεί η πηγή. Έμεινε τώρα η ανάμνηση εκείνης της φλέβας σα δάκρυ δρόσου... [ Από την ποιητική συλλογή «Εσωτερική Μετανάστευση «1989] Όρια Κρατώντας την αξίνα στα χέρια στάθηκε όρθιος στο ανάχωμα με τα πόδια γυμνά «Και δε φεύγω, είπε, προτού σας δείξω το σύνορο». Είχε έρθει από άλλο τόπο, εξόριστος. «Μέχρι εδώ», ξανάπε και βρόντηξε την αξίνα στη γη. Ύστερα άρχισε να σκαλίζει το χώμα. Τα δάχτυλά του συνάντησαν κεραμίδια σπασμένα. «Κοίτα, απόρησε, κι άλλοι κατοίκησαν εδώ πριν από μας». Ένιωσε ένοχος, που σ όλη του τη ζωή επέμεινε για μιαν υπόθεση χαμένη. Μ αυτή την απορία στα μάτια, βούλιαξε σιγά-σιγά πίσω από το ανάχωμα χάνοντας οριστικά τα όριά του. [ «Εσωτερική Μετανάστευση» 1989] Υψιπέτεια [στον ποιητή Εκτορα Κακναβάτο] Τέντωνε τα ανύσματά του από κόχη σε κόχη ανάμεσα ουρανό και θάλασσα - τι να ενώσει, τι να χωρίσει; συν-υπάρχοντας-. Πυρακτωμένες μνήμες, σ αυτά τα σκοινιά δεν πιάνεσαι, κρεμιέσαι. Εκείνος, πήγαινε, ερχόταν, βημάτιζε μετέωρος πάνω από τον κάμπο, έστεκε στο ένα πόδι, μάτι γερακίσιο, αμφίπτερος, αφουγκραζόταν. Εδώ, είπε, κάτω από αυτόν τον ουρανό»... Ούτε άστεγος, ούτε ανέστιος, βαθύριζος. 37

39 Καλοκαίρι και το φθινόπωρο αργούσε. Ένα, δύο, τρία βήματα, στο τέταρτο ας βυθιζόταν - όχι αμφιβολία, η βεβαιότητα-τριγωνοφόρος οι οξείες του γωνίες υψηπετείς με μια λέξη-χειροβομβίδα, κρυμμένη στον κόρφο του. [Από την ποιητική συλλογή «Στοιχεία Δια-Προσωπικής Μυθολογίας» 1997] Αθωνίτικο μοναστήρι Μια πολυόμματη φωλιά σκαλωμένη στο βράχο κρεμασμένη στο πέλαγος. Στη βίγλα του κάστρου ο δικέφαλος κυματίζει ενώ ο κουρσάρος κάνει ρεσάλτο μέρα-νύχτα αρματωμένος προπαντός τη νύχτα, γι αυτό αδελφοί αγρυπνείτε. Σήμερα θά χει φεγγάρι κι όσο ανεβαίνει θολό, θα μας ρίχνει σαϊτες. Σβήστε τα φώτα, αγρυπνείτε. Ο αέρας μυρίζει θειάφι, ένας τρελός αέρας κατεβαίνει από το βουνό με τραγίσια πόδια. Η πόρτα κλειστή, αμπαρωμένη διπλά σφίχτε την τριχιά στη μέση. Εσπερινός, απόδειπνο, τα μάτια νυστάζουν, επικίνδυνη ώρα. «Κύριε ημών, ελέησόν με», είναι κι άλλοι που νίκησαν πατώντας το χώμα, πετώντας από μέσα τους τον πηλό. Ο ταχτάς, το σήμαντρο περασμένα μεσάνυχτα, χελιδόνισμα. «Γρηγορείτε», και πάλι το σάλπισμα μας βρήκε γύρω από τον νιπτήρα αρματωμένους. Ο αέρας πάνω από τον πύργο σπάει τα νύχια του, λυσσάει και το φεγγάρι μετράει τα βήματα της νύχτας ριγώντας. Είναι κρύο έξω, μέσα το σπήλαιο και η φάτνη, η Μάνα κι ο Γιος, η γέννα και η θυσία και το άλλο μυστήριο, θαμπώνοντας τα μάτια έρχεται πιο κοντά, ψηλαφώντας το σκοτάδι. [Από την ποιητική συλλογή «Στοιχεία Δια-Προσωπικής Μυθολογίας» 1997] 38

40 Εγγλέζος Τάσος Νεράιδα Δεν γράφτηκαν ποιήματα το καλοκαίρι, στην κάψα λουφάζει η γη στης φρεσκαδούρας ζόρι ζεστή η θάλασσα, μα και καλοσυνάτει φουντώνει να σε υποδεχτεί. Ολοκληρωτικά νοιώθω αλλαγμένος Στα αυθεντικά μέσα μου συναισθήματα και στην της ομορφιάς σου να αναδυθείς ξανά σε περιμένω. Νεράιδα παθιασμένου έρωτα στο αλατισμένο σώμα σου σε έβγαλε γιαλό το κύμα, στης αμμουδιάς τις θύνες σε φιλώ. Αλλά σαν χέλι μου γλιστράς, μέσα απ τα δάχτυλα μου φεύγεις, δεν μ έχεις βάλει στην καρδιά σου και σε κρατώ κι όλο μου φεύγεις. Η χαρά από τη μελαγχολία Όση μελαγχολία να χει αρχοντικό είναι το φθινόπωρο, με αξιοπρέπεια γυμνή, χάνοντας τα δέντρα φύλλα. Πλούσια φουντωτά την άνοιξη, πράσινα, τρυφερά τα φύλλα, τώρα κιτρινικόκκινα θα πέσουν, τροφή κι αυτά να γίνουνε της γης. Ενέργειες εναλλακτικές κι ασύλληπτες, πανάλαφρα πριν πέσουνε τα φύλλα, να θέλουνε να κρατηθούν πετώντας, όσι χορεύουν στον αέρα. Αίθέρια σύνθεση τα φύλλα στη χαρμολύπη του γυμνού, είναι και η μετατροπή ζωή, η χαρά από τη μελαγχολία. 39

41 Ευαγγέλου Ιάσων Ψηφίδες Ιδεών * Ν αγαπάς μ όλους τους τρόπους, και να μην ανήκεις σε κανένα «δόγμα» ή «κόμμα» αγάπης. * Το δάφνινο στεφάνι μπαίνει πάντα στη θέση που μπήκε το αγκάθινο. * Η λαμπάδα λυγίζει, μα η φλόγα της όχι. * Είμαστε ό,τι απόμεινε από το δείπνο του Χρόνου. * Ώστε ο Θεός έχει παράπονα από μας; Τύψεις για μας δεν έχεις; * Λυπάμαι εκείνες τις ψυχές που ντύθηκαν με λάθος σώμα. * Διάβαζε ελεύθερα τα πάντα αν θέλεις να γίνεις λεύτερος για πάντα. * Θέλει τόσα πολλά χρόνια να γίνει η κραυγή του ανθρώπου ομιλία. Κι ίσως δε φτάνει μια ολόκληρη ζωή να γίνει η ομιλία αυτή συνομιλία. * Όταν όλοι γύρω σκύβουν, ο βασιλιάς φαίνεται ψηλότερος. * Το ψηλότερο σημείο σε μια εκκλησία δεν είναι ο σταυρός, αλλά το αλεξικέραυνο. Μια ειρωνεία της φυσικής στη μεταφυσική. * Το ένστικτο είναι η σοφία του κτήνους και η κτηνωδία του σοφού. * Μιλάνε την ίδια γλώσσα όσοι σπούδασαν τον ίδιο πόνο. * Στο αρχικό της στάδιο η ηθική σήψη ευωδιάζει. * Πλειοψηφία είναι: έστω ένας άνθρωπος με τη μεριά της Αλήθειας και του Δικαίου. Ωστόσο, πάντοτε ισχύει το άρθρο του Ρωμαϊκού Δικαίου: «Η πλάνη των πολλών θεσμοποιεί Δίκαιον» (Error commounis facit Jus). Και ο κοινός Μύθος επισκιάζει την Αλήθεια του ορθολογικού. * Η αδειανή χούφτα, εύκολα κλείνεται σε γροθιά. * Δεν υπάρχει κορυφή χωρίς ανήφορο. Και χωρίς μοναξιά. * Τι περίεργο! Είμαστε θνητοί πλασμένοι από άτομα ύλης αθάνατα. * Τις μικρές φιλοδοξίες τις σκοτώνουμε Τις μεγάλες μας τις σκοτώνουν. * Όποιος παρακαλάει γονατιστός, έχει πολύ λιγότερες ελπίδες επιτυχίας από κείνον που παρακαλάει ορθός. * Και η υπερβολική εργατικότητα στον ίδιο πάντοτε τομέα είναι οκνηρία πνεύματος και στενότητα εποπτείας. * Ανέβηκες; Μη κλωτσάς τη σκάλα. * Υπάρχουν παντού ενάρετοι. Ακόμα και στις εκκλησίες. * Ο πόνος περνάει, το παράπονο μένει. Η πληγή κλείνει, η ουλή μένει. * Γιατί κάτω απ τα χείλια που φιλούν να ναι τα δόντια που δαγκώνουν; * Τον λαό πρώτα τον παρασύρουν και μετά τον σύρουν. 40

42 * Τι αίσθηση ελευθερίας που νιώθουμε, όταν απ το μικρότερο κλουβί μπαίνουμε στο μεγαλύτερο! * Μη ξοδεύεις τα χρυσά σου λόγια εκεί που χρειάζονται τα μπρούτζινα. * Κατέχουμε όλοι μερικά κομμάτια από κείνο που θα μπορούσε να είναι η αγάπη. * Το «Θείον» που θαυμάζουμε, είναι άσχετο με τον Θεό που έπλασαν οι Θρησκείες των ανθρώπων. *Τελικά εκπολιτίστηκε ο άνθρωπος. Κρατάει με τ αριστερό του χέρι το πηρούνι και το δεξί την ατομοβόμβα * Και να ξέρετε: απ την πληγή που αιμορραγεί αγάπη, θα πεθάνουμε. Θεολογίδου-Βελισσάρη Ελένη Το νόημα της ζωής Αναπτερώθηκαν οι αναζητήσεις. Ξύπνησαν τα μέσα αντίδρασης ενάντια στην αδιαφορία, και τον εφησυχασμό. Συνέτριψαν, τις αρνητικές δυνάμεις, κι έδωσαν, κίνητρα απόδοσης, υπεύθυνης φροντίδας, για την απόκτηση του τρόπου. Που οδηγεί τα βήματα, στην προσέγγιση του νοήματος της ζωής. Νικηφόρος Δυναμική Πρωταγωνιστής δυναμικός, διέσχισες, κάθε δύσβατη, απόκρημνη, κι επικίνδυνη στροφή, της ευρύτερης περιοχής, γύρω απ την καρδιά. 41

43 Η απροσπέλαστη θύρα της, άνοιξε. Και υποδέχθηκε το χαμόγελο, που σκόρπισε την θλίψη της ερημιάς, κι έδωσε πνοή, στην άνυδρη ψυχή. Αποτροπή Δεν υπάρχει αμφιβολία. Το έμπειρο περιβάλλον, και οι δρομολογημένες ενέργειες, Αποτελούν τις βάσεις, Που καθορίζουν, Μιάν ουσιαστική πορεία, Που προχωρεί, Στην σίγουρη επιτυχία. Ο παράγοντας που ανέσυρε, Τις ενισχυμένες δυνάμεις, Στοχεύει να παραμερίση, Τα όποια εμπόδια, Που φράζουν τον δρόμο του. Έχει την επίγνωση, Και δεν επιτρέπει, Επεμβάσεις τροχοπένδης. Αμοιβαία συμμετοχή Θεμελιώνεται ο ψυχικός φωτισμός στην εμφάνιση, της ακριβής σου παρουσίας. Και καλείται να εισπράξη, την πρόσκληση η καρδιά. Να αναλάβη τον ρόλο της, την συμμετοχή της στην ευτυχία! 42

44 Η επισκίαση της αγάπης Απρόσμενος επισκέπτης στην θύρα της, Κτύπησες το κουδούνι της ψυχής μου. Άγγιξες τις κατάξερες πτυχές της, που άνυδρες μαράζωναν, απ την καρτερία της μορφής σου. Η συγκλονιστική προσφερόμενη, ζωογόνος υφή της, μα την καταλυτική δύναμή της. Δυέλυσε τα γκρίζα σύννεφα, που σκίαζαν τα μάτια. Αυτή η απρόσμενη, αλλά ευπρόσδεκτη επισκίαση ονομάζεται Αγάπη!... Μαγευτικό τραγούδι Όταν,... Μες στου λογισμού τα συντρίμμια θαμποφέγγει, μιας μορφής το σκίασμα. Και μιας φωνής το ανάλαφρο χάδι -μαγευτικό τραγούδισκορπίζεται η νοσηρή στάχτη, που δημιουργούν τα περιττά, παλαιά αποκαΐδια που κατακαίουν την καρδιά. Κατάντια Το αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου, για μια ζωή ελεύθερη κι αδέσμευτη, μακριά από επιρροές, που αποβαίνουν εις βάρος, της υγιούς ανάπτυξής του, καθημερινά παρουσιάζει συρρίκνωση, με τραγικές επιπτώσεις. Οι βασικές ανάγκες του, 43

45 οδηγούνται συστηματικά, με προγράμματα που επιβάλλουν, την απομάκρυνση της βελτίωσης, της ποιότητας της ζωής του. Στην φορτωμένη ράχη του, οι συνθήκες διαβίωσής του, δίνουν πραγματική μάχη. Και πληρώνουν ακριβά, την ανάπτυξη της κατάντιας. Η μελωδία της ευτυχίας Τα αέρινα ροδόφυλλα, στροβιλίζονται, στο οπτικό πεδίο της ματιάς, και ψιθυρίζουν, το τραγούδι της ψυχής. Οι φωνές τους σεγκοτάρουν, τις αέρινες νότες. - την μελωδία της ευτυχίας - και κυκλώνουν, δυναμώνουν, την δίνη, της αέναης ευδαιμονίας. Σε αγαπώ Στα βάθη της ψυχής, μεταγγίζονται οι εσωτερικοί, της αγάπης κραδασμοί, που δημιουργούν, τα σκιρτήματα της καρδιάς. Καταγράφουν, με ακρίβεια τους κτύπους της. Κι αφουγκράζονται, τα άηχα ψελλίσματα των χειλιών, που ψιθυρίζουν, σ αγαπώ!... 44

46 Ιωσηφίδου - Τατάκη Ζωή Σύμβολο αισιοδοξίας Π ώς με ποιόν τρόπο να αλλάξεις την πραγματικότητα; Το μυαλό σπαθί που μπορεί να κόψει το χρόνο στα δύο. Στο χθες και στο σήμερα. Αόρατες δυνάμεις της νύχτας χωρίς να με ρωτήσουν, στήνουν τα σκηνικά και ξυπνώ το πρωί μ ένα έντονο αίσθημα κενού, που γρήγορα προσπαθώ να το γεμίσω. Το βλέμμα μου περιεργάζεται το χώρο. Είναι όνειρο; ή έντονη επιθυμία; ή μια έμφυτη ροπή ανασύνθεσης καθαρά εξωπραγματική; Ωστόσο νιώθω προσιτή την όποια σχέση μου με τα γύρω αντικείμενα. Πόσα γνωστά μου έπιπλα, διακοσμητικά, μικρά ενθυμήματα με την πατίνα του χρόνου ντυμένα, δεν με ταξιδεύουν στο παρελθόν! Εκείνο το μικρό βιενέζικο καναπεδάκι, εκείνη η συλλογή από καράφες κρυστάλλινες που κατά περιόδους φίλευαν τα λικέρ, μέσα στον παλιό ασημένιο δίσκο σερβιρίσματος. Πορσελάνες, μπιμπελό που το κάθε ένα απ αυτά με καθιστά ανίκανη να αποχωριστώ την αίσθηση μιας παρουσίας απ το μακρινό παρελθόν. Μια μνήμη, μια νοσταλγία, χαμένη μέσα στις σελίδες που γυρίζουν ολοένα με σταθερό ρυθμό. Ένα γύρο ακόμη και η ματιά καρφώνεται πάνω σ εκείνο το ανατολίτικο μεταξωτό χαλάκι που πλαισιώνει το κρεβάτι μου. Είναι αυτό που πρώτα θα πατήσω για να νιώσω τη ζεστασιά του κάτω από τις γυμνές μου πατούσες, σαν ένα μητρικό χάδι, που μ ενθαρρύνει να κάμω τα πρώτα πρωινά βήματα πάνω στα γεωμετρικά του σχήματα. Χωρίς να το καταλάβω ξανά κλείνω τα μάτια και αφήνομαι σ ένα ονειροπόλημα. «Παραμονή Πρωτοχρονιάς, που για πρώτη φορά θα τη γιορτάσουμε, στο δικό μας σπιτικό, μαζί με τον σύντροφο μου. Το τραπέζι στρωμένο, το δέντρο στολισμένο και η θερμάστρα γεμάτη κατακόκκινη φωτιά απλώνει τη γλυκιά θαλπωρή της. Οι προετοιμασίες στην κουζίνα έχουν τελειώσει με την βοήθεια της μητερούλας μου. Το μόνο που μένει είναι να ετοιμαστώ να φορέσω τα γιορτινά μου, και να καλωσορίσω τους αγαπημένους μας. Ένα γλυκό καταφύγιο το σπίτι, για να υποδεχθούμε όλοι μαζί τον νέο χρόνο που σε λίγο θα κάμει την εμφάνισή του. Πλησιάζω στο παράθυρο. Το τετράγωνο τζάμι το έχουν θαμπώσει οι υδρατμοί από τη ζεστασιά του χώρου. Σκουπίζω τη λεία επιφάνειά του και κοιτάω έξω στο δρόμο. Το χιονόνερο πυκνό και παγωμένο πέφτει ατέλειωτο σχηματίζοντας ασημένιες κλωστές κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου. Στη στροφή του δρόμου παρατηρώ ένα παλικάρι. Πρέπει να είναι μεταφορέας, γιατί διακρίνω να κουβαλάει ένα 45

47 μακρόστενο δέμα κάτω από τη μασχάλη του. Είναι ένα χοντρό ρολό που φαίνεται να τον ενοχλεί κάπως το βάρος του. Και ξαφνικά ακούω το κουδούνι. Ένας πελώριος καθρέπτης απέναντι μου και σε λίγα δευτερόλεπτα αντικρίζω μέσα στη λαμπερή του επιφάνεια, το πρόσωπό μου, με ζωγραφισμένη πάνω του την χαρούμενη έκπληξη. Ένα μικρό αλλά πολύτιμο, με λαμπερά χρώματα χαλί, απλώνεται στα πόδια μου». Από εκείνη τη μέρα και μετά, πότε θαυμάζοντας το, πότε πατώντας πάνω στο μεταξωτό του πέλος, νιώθω εκείνη την ανείπωτη ζεστασιά, μια θαλπωρή που καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να μού την αφαιρέσει. Ταξίδεψα μαζί μ εκείνο το «μαγικό χαλί» στην νέα μου πατρίδα και στήριξα πάνω του τη ζωή μου, με θάρρος ψυχής, παραδομένη στα όνειρα με μια ευπιστία μικρού παιδιού. Εκεί πάνω του μπουσούλισαν, έπαιξαν, κάθισαν, διαφώνησαν, χόρεψαν, αγαπήθηκαν τα δυο παιδιά μου. Πάνω στα ζεστά χρώματά του έχουν αποτυπωθεί οι μορφές τους η μία μέσα στην άλλη, αντικαθιστώντας τη χρηστική μορφή του αντικειμένου, με ένα σύμβολο εικόνων και μορφών που έως σήμερα μου ξυπνούν αισθήματα νοσταλγικής αθεράπευτης ορμής. Όμως αυτό το πρωινό, με κλειστά τα μάτια, μεταξύ ονείρου κα πραγματικότητας, παραμονή Πρωτοχρονιάς, έρχονται στο νου μου οι μορφές των γονιών μας. Τα χαμόγελά τους και η χαρά της στιγμής όταν μας δώριζαν το αγαπημένο μου φετίχ. Προσπαθώ να συγκρατήσω κάτι από τη φυσιογνωμία τους, τις φωνές τους, σαν έναν ψίθυρο ανέμου ανάμεσα στα φύλλα, σαν ένα μουρμουρητό νερού που κυλάει πάνω στις φλέβες της καρδιάς μου. Για να ξυπνήσω ανάλαφρη με μια ευτυχία που ανταγωνίζεται την πλησμονή καθώς θα πατήσουν πάλι τα πέλματά μου πάνω σ εκείνο το χαλί των τρυφερών αναμνήσεων. Και που αν και έχει χάσει κάτι από τη λάμψη του, έχει ξεπεράσει τα πλαίσια μιας απλής συντροφιάς. Γιατί είναι το σύμβολο, είναι το κουράγιο μου για μια σιωπηλή ανακωχή με το παρελθόν, ώστε να προχωρώ περισσότερο αισιόδοξα στο μέλλον. Ελπίζοντας σε ότι καλύτερο μπορεί να φέρει η νέα χρόνια, για όλους εμάς, για τον κόσμο, για τον άνθρωπο, για την Πατρίδα. «Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς» Στρώνεται μαγικό χαλί μια έννοια αδιάσπαστη δεμένη με το «Είναι» Οι νοερές συντροφιές όταν η νύχτα πέσει πλανεύουν και πλανεύονται 46

48 «Αείμνηστοί μου Ευλαβικά τιμώ τα δώρα σας» Το βάσανο της βίωσης γεννιέται και πεθαίνει σε μια βραδιά πρωτοχρονιάς. Κουρνιάζουν οι αναστολές Μπρος στις δριμείς συγκινήσεις Χαρούμενα και λυπητερά συντάσσουν προτάσεις Μόλις που ξημερώνει Με τα χρώματα της αγάπης ζωντανεύω τη δική μου ελπίδα. Σαν νεογέννητο θα ανταμώσω το απρόβλεπτο σιωπηλό πρωινό. Κακαράς Αντώνης Κέντρο εξυπηρέτησης Μ εταδημότευση είπατε, καλά δεν είστε στην Αθήνα, ρώτησε κεφάτη η νεαρά στο Νο 2, Θα την κάνω κεμπάπ κοπέλα μου, άντε τώρα πες μου τι πρέπει να κάνω και άσε τις απορίες, σα να μου φαίνεται πως βαριέσαι, ή έχεις στο μάτι τις μεταδημοτεύσεις, Μπα κύριε, να, για να σας πείσω σας λέω πως κι εγώ έκανα το ίδιο πριν τέσσερα χρόνια που έπιασα δουλειά εδώ, ας είναι καλά ο κουμπάρος μας ο υφυπουργός, Πώς είπες κανάρα μου, έχεις δικό σου υφυπουργό και δεν το λες τόση ώρα, δε μου λες, δε μου λες παιδί μου, μπορεί να μεταθέσει το γαμπρό μου στο... Όχι κύριε, δεν μπορεί γιατί τώρα έπαθε κωλικό του νεφρού και δεν είναι πλέον στην κυβέρνηση, Καλά κοπέλα μου, αν πάντως ξέρεις κάναν άλλον να φέρει το γαμπρό μου από το Πέραμα που δουλεύει στο λιμεναρχείο, στην εφορία στα Πατήσια που είναι το σπίτι του, κατάλαβες δεσποινίς, 47

49 Πώς δεν κατάλαβα κύριε, τον καημένο τον γαμπρό σας, εξάλλου δεν προβλέπεται λιμεναρχείο στα Πατήσια, ούτε λιμενικός στις εφορίες... Ναι, αλλά εκείνες οι τρεις θέσεις που είναι άδειες, τι έχεις να πεις γι αυτές που δεν έχουν και κόσμο μπροστά τους, γιατί δεν έχουν υπαλλήλους αυτές, Βρε παιδί μου αυτές είναι για παραλαβή των χαρτιών, δε διαβάζεις Ελληνικά, αλλά ξέχασα εσύ δεν βλέπεις τη μύτη σου, Εγώ δεν βλέπω τη μύτη μου, εγώ βλέπω και το βρακί της κυρίας που κάθεται εκεί πέρα στην άκρη και συμπληρώνει την αίτηση με το να πόδι πάνω στ άλλο και θα μου πεις τώρα δε βλέπω τα άδεια γκισέ, μαύρο είναι, Τα γκισέ είναι άσπρα, στραβούλιακα, Βρε πια γκισέ, το σώβρακό της είπα είναι μαύρο, Ξεκούτη, σταμάτα και τρέχουν τα σάλια σου, όταν αλλάζω εγώ δεν είδα ποτέ να σχολιάζεις το βρακί μου, Γυναίκα σοβαρέψου έχουμε εγγόνια, Μπα, και η κυρία τι έχει αντί για εγγόνια, πεπόνια, για να την ρωτήσουμε, Να την ρωτήσουμε γιατί όχι, Μωρέ τρελάθηκες, σώπα και μας ακούνε τα κορίτσια, Γιατί δηλαδή αυτές δε φοράνε βρακί, τι φοράνε, φουστανέλα, Σώπα γέρο, βούλωστο επιτέλους... Μα κύριε, γιατί έχετε βάλει τις φωτογραφίες μαζί με τα χαρτιά, Και πού θέλεις κοπέλα μου να τις βάλω, στο σώβρακο που λέει κι ο κύριος, στο φάκελο με τα δικαιολογητικά τις έβαλα, Ναι αλλά ο φωτογράφος σάς τις έδωσε σε ξεχωριστό φάκελο, δεν σας είπε να μην τις πιάσετε, Και πώς θα τις έφερνα δηλαδή αν δεν τις έπιανα, φωτογραφίες είναι για πιάσιμο, όπως τα μπουτάκια, αλλά πού να μας αφήσετε εμάς τους γέρους νααα θυμηθούμε τα παλιά... Κύριε συνέλθετε, στη γυναίκα σας αυτά, οι φωτογραφίες δεν πρέπει να έχουν πάνω δαχτυλιές, δεν τις πιάνουν, κάθε φορά πρέπει να τις καθαρίζω, έχω κάνει τη φούστα μου να μην πω τι... Να τις καθαρίζεις μανάρι μου εσύ, να τις καθαρίζεις με τη φουστίτσα σου να βλέπουμε και μείς οι στερημένοι κάτι φρέσκο, που μπουχτίσαμε με το πρόβιο... Η κοπελιά συνέχισε ατάραχη την αυτοσχέδια κατασκευή μικρού φακέλου, ενώ συγχρόνως αντιμετώπιζε στωικά στην αρχή, αλλά με διάθεση σταδιακά εντεινόμενη αγανακτισμένο αλλοδαπό... Μα σας εξήγησε πως δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι, γιατί δε με καταλαβαίνετε, Ποιος θα μου πληρώσει το μεροκάματο μου λέτε, φώναζε εκείνος, ήταν ήδη απελπισμένος, κυρία μου με στείλανε εδώ από εφορία, μου είπαν, εσείς είστε αρμόδιοι, τώρα λέτε πως είναι εκείνοι, Ναι εκείνοι είναι γιατί σας έστειλαν σ εμάς, Το ίδιο μου είχατε πει και την άλλη φορά, εσείς με στείλατε τότε σ αυτούς, πήγα ούτε με κοίταξαν, ούτε άνοιξαν κανένα φάκελο, ήθελαν να με διώξουν, τώρα με διώχνετε πάλι σεις, κράτος είναι τούτο, γι αυτό έχετε και κρίση, Και ποιος είσαι συ που θα μας κρίνεις ρε, και γιατί δηλαδή ήρθες εδώ να μείνεις αντί στο δικό σου, πετάχτηκε έξαλλος ο διπλανός του, Στο δικό μου έχει πόλεμο κύριε, πόλεμο με τους Αμερικάνους και τους βοηθάτε κι εσείς, σκοτώθηκαν τρεις στην οικογένειά μου, νόμιζα εδώ καλύτερα και με στέλνετε ο ένας στον άλλο, τρεις μέρες χάνω μεροκάματα, κανείς δε μου δίνει σημασία, καλύτερα να γυρίσω πίσω να με σκοτώσουν σε πόλεμο αντί να με ξεκάνετε εσείς με τα χαρτιά σας... Γιατί κυρία μου δεν κάθεται στη θέση της η διπλανή σας υπάλληλος, πού πήγε, 48

50 Πού πήγε κύριέ μου, στην τουαλέτα πήγε, ούτε εκεί δεν έχουμε δικαίωμα να πάμε, Στη φάμπρικα που δουλεύω εγώ μπορούμε μια φορά το οχτάωρο, όχι τρεις ανά ώρα όπως η συνάδελφός σας, τι έχει, προστάτη έχει, Σα δεν είμαστε καλά, καλέ γυναίκα είναι κι ούτε καν παντρεμένη, πού να βρεις τη σήμερον ημέρα κανονικό άντρα να πάρεις, όλοι το πάτε το γράμμα, Και δε μιλάς κόρη μου, να σου φέρω γω το γιό μου να δεις άντρας που ναι, Να τον φέρεις, αλλά πρώτα θα του κάνω ένα γερό test drive, σιγά μην πάρω γουρούνι στο σακί, θα δείτε σεις, μην ανησυχείτε, Και δεν μου κάνεις και μένα ένα απ αυτό το πώς το πες κούκλα μου, να δω κι εγώ φως, αγαντάρω ακόμα... Δεν μπορώ άλλο, θα την σκοτώσω, πάρτε την, ξέσπασε ξαφνικά το Νο οχτώ, και πράγματι όρμισε ν αρπάξει απ τα μαλλιά την οπισθοχωρούσα έντρομη και με ύφος προσβεβλημένης, Δε μας φτάνουν οι μετανάστες που μας σκοτώνουν, ούρλιαξε, δε μας φτάνουν οι μπάτσοι που μας γεμίζουν δακρυγόνα, η τρόικα που μας απαυτώνει κανονικά, έχουμε τώρα και τους παλιοϋπαλλήλους να θέλουν να μας ξεμαλλιάσουν, ορίστε, αν ξαναψηφίσω εγώ τον κοιλαρά να μου κοπεί το χέρι, άκου εκεί να μην ξέρει πού θα βρω τη μπέμπα μου, και πού να ρωτήσω εσύ έξυπνη, εδώ μου είπαν πως δίνετε πληροφορίες, πού να πάω, στο Μητροπολίτη, ορίστε η μαντάμ που θέλει να ρωτήσω το Μητροπολίτη για την κόρη μου, πέρσι πώς μου την βρήκατε και φέτος δεν μπορείτε έ, σας ρωτάω, πού την βρίσκετε κάθε χρόνο και τώρα δε γίνεται, Βρε μόμολο, δε βρίσκουμε εμείς την κόρη σου, η αστυνομία απέναντι έρχεται κάθε φορά που στήνεις εδώ φασαρία και σου τη φέρνει, αφού όλοι ξέρουν πως κάνει πιάτσα στην Πατησίων, Στην Πατησίων δεν κάνει πιάτσα το παιδί μου, μόνο μαύρες κάνουν πεζοδρόμιο εκεί, σιγά μη μου πεις πως κάνει πιάτσα και στη Συγγρού, εμένα η μπέμπα μου είναι αριστοκράτισσα, έχει ιδιωτικό διαμέρισμα που δέχεται, αλλά λείπει τόσες μέρες και πού να πάω να ρωτήσω, στο ΚΕΠ είχα έρθει κι άλλες φορές... Κυρία μου, τι κάνετε από το πρωί κι έχετε πιάσει το μισό τραπέζι τρεις ώρες κι ακόμα δεν συμπληρώσατε τα έντυπα, Πια έντυπα κύριε, πια έντυπα, πού ξέρεις εσύ τι κάνω εγώ, Σταυρόλεξο λύνετε μαντάμ στο ΚΕΠ, τι είναι εδώ λέσχη κυριών ή ΚΑΠΙ, Ό,τι θέλω κάνω στα δημόσια καταστήματα, ή δεν ανήκει και σε μένα αυτό το τραπέζι, και για να ξέρεις, δεν λύνω σταυρόλεξο, σουντόκου λύνω και μάλιστα από τα πολύ δύσκολα, ορίστε, έχεις να πεις τίποτα τώρα, Εδώ είναι για εξυπηρέτηση πολιτών, δεν είναι καφενείο, αμάν πια, έρχεστε και πιάνετε το τραπέζι μέρα παρά μέρα, σας έχουμε προσέξει, Έ λοιπόν, αφού μ έχετε προσέξει θα πρεπε να δείχνετε και κάποια ανατροφή, να μου κάνετε και κάνα καφεδάκι πότε πότε, όχι να το παίζετε δήθεν έκπληκτοι, τι θέλετε να κάνω μόνη μου σπίτι, είπα να βλέπω και κάναν άνθρωπο, στα καφενεία δεν πατάνε γυναίκες, στις καφετέριες χρειάζεσαι το λιγότερο ένα δεκάρικο για να κάτσεις και να μη σε διώξουν, και που ρχομαι εδώ χάρη σας κάνω, κι εσείς δηλαδή το ίδιο δεν κάνετε, πώς θα με προσέχατε αλλιώτικα, ορίστε μας... Ξαφνικά άρχισε να κλαίει το βλαστάρι της τσιγγάνας, το κούνησε λίγο, δεν σταμάταγε κείνο, έριξε αυτή μια ματιά γύρω της, σα να θάρρεψε, κάνει έτσι κι ανοίγει 49

51 το μπούστο της, βεντούζα στη ρόγα το μικράκι να ρουφάει μαλάζοντας το βυζί με το χέρι του, το ζήλεψαν οι αρσενικοί, χαμογέλασαν οι γυναίκες, κόπασαν οι θόρυβοι, εκείνη πήρε το βλέμμα της όλο γλύκα από το προσωπάκι του βρέφους, είδε τον κόσμο μαζί της, αναθάρρησε, σκέπασε τόσο δα το μαστό και το κεφαλάκι, αναστέναξε η ταμίας Νο ένα, Αχ πότε θα ρθει η σειρά μου, ακούστηκε ο καημός της, Εγώ κορώνα μου, εγώ, προσφέρθηκε ο νεαρός απέναντί της και τραντάχτηκε στα γέλια το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών της περιοχής Πατησίων, τάχυναν οι κοπελιές το ρυθμό τους, κάλμαρε ο κόσμος, το βιολί του το αγγελούδι... Καλογιάννη - Χατζοπούλου Ζήτα Πώς... Πώς μπορείς, τόση οργή να κρατάς φιμωμένη Σαν οχιά ναρκωμένη, Πιεσμένη, Σαν μια λάβα με κρύφιο βρασμό ; Πώς βαστάς, αλυσσόδετη μέσα στα στήθεια Να φωνάζει βοήθεια, την αλήθεια. Προμηθέα χωρία λυτρωμό; Πώς κρατάς, τη φωνή σου, ιαχή να μη γίνει Όταν τ άδικο γίνεται δίνη, Κι οδύνη Και θηλειά σου περνάει πνιγμού ; Πώς νικάς το αίμα μέσα σου π άγρια βράζει, Που ρομφαία στα χέρια σου βάζει, Και προστάζει, Άγγελος να γενείς γδικιωμού ; Πώς σφαλάς, τόσα άγχη στου νου σου τα στέκια Φλογερά αστροπελέκια Και πελέκια Στο κελί της πικρής σου ανοχής ; 50

52 Πώς σκορπάς τις φωτιές, που φλογίζουν το βλέμμα Που το πρόσωπο βάφουν με αίμα Και με ψέμμα Το βρασμό ξεμεθάς της ψυχής ; Πώς κοιτάς απαθής, των δεινών σου τη μπόρα. Λές, για τα αίσχη αυτά, τα αιμοβόρα, Δεν είναι ώρα Πάνω τους, σαν θεριό να χυθείς. Μα, αργείς, και η πίκρα σου λάμια, ξωθιά σου, Τα δειλά σου μη στρέψει σπαθιά σου, Βαθειά σου. Και πριν Νέμεση γίνεις, χαθείς. Eιρήνη: πανανθρώπινο αγαθό Μη στύβεις το μυαλό σου σοφέ, το φωτερό, Για να πλάσεις ολέθρου δαιμόνια. Έχεις σπείρει κουφάρια στ αλώνια. Πόσο αίμα στο χώμα κυλά σα νερό. Κι οι βροντές σου λουφάξαν τ αηδόνια. Κάνε μόνο οι αφάνες να γινούν καρπερές, Πεινασμένα κορμιά να χορτάσεις. Γαληνά τη ζωή ν αγκαλιάσεις. Να αχούν γύρω γέλια, τραγούδια, χαρές. Τις ερήμους να κάνεις οάσεις. Δουλευτή, και εργάτη και ξωμάχε της γης. Σ άλλες πια εκστρατείες μην τρέχεις. Αν ζητάς εμπειρίες τις έχεις, Στης καλής σου το χάδι, στο φιλί της στοργής, Στ αγαθά, που με μόχθο κατέχεις. Μόνο σ ώρες ειρήνης, ένστικτα φθονερά, Καταπίνει η θεία πλευρά σου, Τότε, κι έργα τρανά φωτερά σου, Σε θεώνουν, σου δίνουν αγγέλων φτερά. Και βιώνουν γλυκά τα όνειρά σου. 51

53 Και εσύ, που φυλάς Θερμοπύλες πιστά. Κι όσοι έχετε όπλο την πένα. Υμνωδοί, σε δυνάστη κανένα. Ρίξτε αρές και φωτιά, σ όποια σκιάχτρα μπροστά. Κι όχι δάφνες στης βίας τη γέννα. Είμαστε όλοι στη γη, του ίδιου Πλάστη παιδιά. Μ όποιο όνομα κι αν τον τιμάμε. Αν αδέλφια μας όλους θωράμε, Μια πατρίδα παγκόσμια θα φαντάζει η καρδιά Και με ειρήνη όλοι εκεί, θα χωράμε! Στο ποίημα αυτό, σε Παγκόσμιο ποιητικό Διαγωνισμό, της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ απενεμήθη το ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΛΚΑΙΟΥ. Γνώθι σ αυτόν Αν στα «θέλω» σου βάνεις τ όνειρο τα φτερά, Και στα ύψη ζητάς να σε φέρουν, Τέτοια νόθα πορεία, δεν ξέρουν. Θέλουν μόχθο οι στόχοι, θέλουν πόδια γερά Κι όχι άθλους που ο μύθος μοναχά τους χωρά, Και στο φως της αλήθειας πεθαίνουν. Αν λειψή η μπόρεσή σου και χλωμή σαν σκιά, Μόνο οράματα άπιαστα πλάθεις. Πως με ιδρώτα νικάς αν δεν μάθεις. Με σαθρά δεκανίκια δεν θα πας μακριά. Και της ήττας το σκιάχτρο αντικρύ θα βοά, Πως αυτά που σου πρέπουν θα πάθεις. Αν ποθείς ξένη, τόλμη να σου ανοίγει στρατί, Πλαϊνές, πονηρές ατραπούς σου. Άκοπα για να ρθείς στους σκοπούς σου. Αν χωρίς να ματώσεις, θες τιμές νικητή Θα χριστείς καιροσκόπος, θα σε κράζουν κιοτή, Σαν τους δόλιους θα δρέπεις καρπούς σου. Αν ζητάς, ξένο σθένος για να γίνεις ταγός, Γι αποκούμπι αν θες άλλο ώμο. 52

54 Και πιο πάνω να είσαι απ τον νόμο. Πάντα μες τους αγώνες, φαύλος, θα σαι ουραγός, Και στη γκρίζα πλευρά σου, πειρατής, ναυαγός, Που έχει χάσει του νόστου το δρόμο. Κι όμως άνθρωπε έχεις και σε νου και ψυχή, Μια σφραγίδα βαθιά σου ουράνια. Θαυμαστή αντοχή, περηφάνια. Μια μονάχη στην πλάση σοφή υπεροχή. Κι αν αυτή σου τη θεία, λατρέψεις πτυχή. Μόνο έργα θα πλάθεις τιτάνια. Καραβίδας Γιάννης 1 Παράταιρες Απομιμήσεις Μιμηθήκαμε τα ερπετά της γης και κάναμε τις ερπύστριες των τανκς για ευκολότερες προσβάσεις αλληλοσφαγής επί ανώμαλου εδάφους. Μιμηθήκαμε τα κήτη των ωκεανών και κάναμε τα υποβρύχια σκάφη να τρώει ο άνθρωπος τον άνθρωπο άνευ λόγου, υπό την επιφάνεια των υδάτων. Μιμηθήκαμε τ αρπακτικά του ουρανού και κάναμε τις ιπτάμενες μηχανές, ν αλληλοφλέγονται με ταχύτητα αστραπής τ απογειωμένα όνειρά μας. Τέλος, μιμηθήκαμε αυτή την ίδια 53

55 του μυαλού μας τη σύσταση, μα χάνοντας ολότελα την ισορροπία μας μεταλλαχτήκαμε σε ρομπότ. Τώρα, απρόσωπε δημιουργέ μας, αν θέλεις να χεις το δικό μας πρόσωπο για πρόσωπο δικό σου στον πλανήτη, να μας ξαναπλάσεις εξαρχής. Στο χέρι σου είναι να επανορθώσεις, Κύριε. Αρκεί να μη μας κάνεις πάλι σκλάβους της ελευθερίας όταν ο ίδιος ξέρεις πως αληθινά ελεύθεροι είναι οι σκλάβοι της Αγάπης. 2 Αν δεν οργίζεσαι Δεν υπάρχεις ούτε σαν άνθρωπος ούτε σαν ποιητής αν δεν σφίγγεις τη γροθιά σου όταν εγώ φωνάζω «βοήθεια» για σένα, για μένα. Αν δεν οργίζεσαι μένεις μονάχα τ όνειρο ενός νεκρού ή μιας ονείρωξης το απόκρυφο ίχνος. 3 Πιστός υπηρέτης Ο ποιητής πιστός υπηρέτης του Λαού του. Επιφορτισμένος με υπέρτατο καθήκον καθημερινά να του υπενθυμίζει: Δέσποτα μέμνησο των σύμμαχων εχθρών σου. 4 Το σφάλμα Στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου Στα Εξάρχεια, δολοφόνησαν τον Ήλιο σ ένα παιδικό χαμόγελο. Μέγα σφάλμα του να μη φοράει κουκούλα από μαύρο σύννεφο. 54

56 Καραϊωσηφίδου-Πολίτου Ισμήνη Αληθινή Αγάπη Αφιερωμένο στους τετράποδους φίλους μας Αν είσαι μόνος και αποζητάς λίγη συντροφιά πάρε ένα σκύλο. Αν θες να πεις τον πόνο σου και δεν βρίσκεις κανέναν να σε καταλάβει πάρε ένα σκύλο. Αν κλείστηκες στον εαυτό σου και όλοι σε ξέχασαν πάρε ένα σκύλο. Αν τα βράδια δεν μπορείς να κοιμηθείς και η απελπισία σε έχει τυλίξει πάρε ένα σκύλο και περπάτησε μαζί του τις νύχτες στους άδειους δρόμους αυτός θα σου μεταδώσει την αισιοδοξία του. Γι αυτό, πάρε ένα σκύλο. Πάρε ένα σκύλο και θα με θυμηθείς. Όαση στο Χάος Η ζωή απάντησε στο Ανοιξιάτικο Πρωτοβρόχι. Σε μιά γλάστρα με λίγο ξερό χώμα, ξεπετάχτηκαν βλαστάρια με σπαθωτό φύλλο. Ξανάβρεξε. Αυτή τη φορά φύτρωσαν βλασταράκια με στρογγυλό φυλλαράκι. Ξεχορτάριασα τη γλάστρα για να φυτέψω έναν βολβό. Πριν προλάβει ν ανθίσει όμως ο βολβός, στο χώμα ξαναβγήκαν πάλι χορταράκια που είχαν κι αυτά προορισμό να κάνουν τον κύκλο της ζωής τους. Αν τα ξαναβγάλω, το χώμα, πάλι θα ξαναβλαστήσει. Θα φέρει σποράκια η βροχή, ο αέρας, το χαλάζι, το χιόνι. Στο φιλόξενο χώμα της γλάστρας, θα περιμένουν κι αυτά τη σειρά τους, την προτεραιότητά τους, για να δώσουν την παρουσία τους. Έτσι παρατηρώντας αυτά, τα επαναλαμβανόμενα μικρά θαύματα, θα αισθανθείς μιά στιγμή ευτυχίας που θάναι μία Όαση στη δύνη του Χάους που ζούμε. Αν θες να παρατείνεις αυτή τη στιγμή, άγγιξε αυτό το λιλιπούτιο φυλλαράκι και προσπάθησε να επικοινωνήσεις μαζί του. Σίγουρα εκείνο θα σου μεταδώσει την πίστη του στη ζωή και τότε κι εσύ θα ενώσεις την προσευχή σου, μαζί του. 55

57 Απρόσμενη συντροφιά Έφυγαν όλοι έφυγες κι εσύ. Έμεινα μόνη. Προσωρινά στην αρχή κι έπειτα για πάντα Ολόγυρα στο τραπέζι τα πιάτα μένουν άδεια για πάντα Ολόγυρα απ το τραπέζι οι καρέκλες μένουν άδειες για πάντα Ξάφνου μία ηλιαχτίδα ήρθε και με βρήκε στη μοναξιά μου. Εγώ την καλωσόρισα κι εκείνη έμεινε κοντά μου Λίγος ο Χρόνος... Δεν είμαι πια μόνη. Κάποτε μιλούσαμε ασταμάτητα Τώρα βουβοί, κοιταζόμαστε στα μάτια Δεν προλαβαίνουμε αλλιώς να πούμε τόσα πολλά, μέσα στο λίγο χρόνο που μας απόμεινε. Καραντώνης Γεώργιος Τι είναι Τέχνη; Α νατρέχοντας σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες στο λήμμα «τέχνη» θα διαπιστώσουμε πως η καθολική ερμηνεία που δίνεται, με μικρές παραλλαγές, είναι πως πρόκειται για μια ανθρώπινη δημιουργία που εκφράζει τα ιδεώδη του καλού και του ωραίου, προσφέροντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη, στον ακροατή, στο θεατή μια αισθητική απόλαυση, στη βάση πάντοτε των εκάστοτε αντιλήψεων που επικρατούν στην κάθε εποχή και στην κάθε κοινωνία για το τι είναι καλό και το τι είναι ωραίο. Μιλάμε φυσικά για την τέχνη ως καλλιτεχνική δημιουργία, διότι η λέξη έχει και τη σημασία της επιτηδειότητας, της δεξιοτεχνίας, 56

58 της ικανότητας, του επιτηδεύματος, της μαστοριάς, σημασίες όμως που δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Από τον πιο πάνω ορισμό προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Η σχετικότητα του ωραίου και του καλού όχι μόνο στην τέχνη, αλλά - κυρίως - στην ίδια τη ζωή, που καθορίζει αποφασιστικά την τέχνη, σχετικότητα που επεκτείνεται στο χρόνο και στο χώρο σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας - και της προϊστορίας. Ας αναλογιστούμε μόνο το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς και πώς αυτό αλλάζει - ριζικά πολλές φορές - από χώρα σε χώρα και από εποχή σε εποχή, ακόμα και από τόπο σε τόπο στην ίδια χώρα. Τρία απλά και όχι πολύ γνωστά παραδείγματα αρκούν νομίζω: Στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν στοιχείο ομορφιάς, τόσο στον άντρα όσο και στη γυναίκα, να είναι το δεύτερο δάχτυλο του ποδιού μακρύτερο από το πρώτο, από το μεγάλο δάχτυλο, γι αυτόν το λόγο σε όλα σχεδόν τα αρχαία αγάλματα έτσι παριστάνεται: Παρατηρήστε το. Όσο για τη νεότερη Ελλάδα, ακόμα και σήμερα, θεωρείται στοιχείο ομορφιάς, για τον άντρα και για τη γυναίκα, το φυσικό χάραγμα στο σαγόνι, στην Κρήτη, όπου υπάρχει ο αντίστοιχος όρος «λακκοπηγουνάτος/η» και έχουν φτιαχτεί μαντινάδες για να υμνήσουν αυτό το φυσικό προτέρημα, που στην υπόλοιπη Ελλάδα δε σηματοδοτεί τίποτα το ιδιαίτερο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ελιά στο μάγουλο, στην Κρήτη επίσης, όπου λογίζεται ως όμορφο σημάδι, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι αδιάφορο. 2) Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ φύσης και τέχνης, μεταξύ φυσικής απόλαυσης και αισθητικής απόλαυσης. Ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα π.χ. είναι άπειρα ανώτερο από όλα τα ζωγραφισμένα, φωτογραφημένα ή κινηματογραφημένα ηλιοβασιλέματα. Όμως δεν προκαλεί αισθητική απόλαυση, αλλά φυσική, δεν είναι συνεπώς έργο τέχνης, αφού δεν πρόκειται για ανθρώπινη δημιουργία, αλλά για φυσικό φαινόμενο. 3) Το ίδιο συμβαίνει με τα δημιουργήματα των ζώων: Θαυμάζουμε πολλές φορές διάφορες κατασκευές ζώων, τις φωλιές των μυρμηγκιών π.χ. ή τις γέφυρες των καστόρων κ.ά. Όμως μόνο η ανθρώπινη δημιουργία αποτελεί έργο τέχνης, μόνο αυτή μας προσφέρει αισθητική απόλαυση, όσο και αν μας αρέσουν τα έργα άλλων εκπροσώπων του ζωϊκού βασιλείου. Τα ζώα δημιουργούν από ένστικτο, οι άνθρωποι με το νου τους, αυτή είναι η βασική διαφορά. 4) Υπάρχει διαφορά μεταξύ της καθαρά καλλιτεχνικής δημιουργίας και των λεγόμενων διακοσμητικών τεχνών, όπως π.χ. της κεραμοποιίας, της υφαντοποιίας, της διακόσμησης, της αγγειοπλαστικής, της επιπλοποιίας κ.ο.κ. Βέβαια στη νεότερη εποχή τα μεταξύ τους όρια δεν είναι απόλυτα σαφή και καθορισμένα, γι αυτό συχνά διστάζουμε να χαραχτηρίσουμε πού ακριβώς κατατάσσεται κάποιο έργο. Εξάλλου πολλοί καλλιτέχνες, γνωστοί και λιγότερο γνωστοί, έχουν ασχοληθεί συστηματικά με την παραγωγή διακοσμητικών έργων, ο Πικάσο π.χ. 5) Η επιστήμη και η τέχνη έχουν ξεχωριστά πεδία δράσης και έρευνας: Η επιστήμη απευθύνεται στη λογική, ενώ η τέχνη στο συναίσθημα, αν και όχι μόνο σε αυτό. Η επιστήμη - η κάθε επιστήμη - εξετάζει μια μόνο πλευρά της αντικειμενικής 57

59 πραγματικότητας (το σύμπαν π.χ. ή την εξέλιξη του ανθρώπου ή τα φυτά και τα δέντρα κ.ο.κ.), ενώ η τέχνη είναι - ή πρέπει να είναι - μια σύνθεση όλων των πλευρών της αντικειμενικής πραγματικότητας. Αυτός ο διαχωρισμός δεν αποκλείει τη διασταύρωση αυτών των δύο ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αφού η τέχνη και η τεχνική βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της τεχνολογίας όχι απλώς επηρεάζει την εξέλιξη της τέχνης, αλλά δημιουργεί - κυριολεκτικά - νέες μορφές τέχνης, όπως π.χ. τον κινηματόγραφο, την ηλεκτρονική μουσική, τη ζωγραφική με κομπιούτερ, τη βίντεο αρτ κλπ., κλπ. Να θυμίσω πως οι λέξεις τέχνη, τεχνική, τεχνολογία κλπ. έχουν την ίδια ρίζα; 6) Το γεγονός ότι η τέχνη εδράζεται κυρίως στο συναίσθημα αποκλείει εξ ορισμού όλες τις εγκεφαλικές κατασκευές με καλλιτεχνικό μανδύα, όπως και αν εμφανίζονται. Ο εγκεφαλισμός είναι θανάσιμος εχθρός της τέχνης κάθε είδους και μορφής. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον αντίποδά του, δηλαδή το νατουραλισμό, την ηθογραφία, την πλαστή λαϊκότητα, την επιφανειακή προοδευτικότητα κ.ο.κ. Η τέχνη πρέπει πάντα να ψυχαγωγεί, με την καλή σημασία της λέξης. 7) Η τέχνη απεικονίζει πάντοτε την κάθε εποχή, την κάθε κοινωνία, την κάθε χώρα, λιγότερο ή περισσότερο πιστά. Όμως αυτή η απεικόνιση δεν είναι - ή δεν πρέπει να είναι - μια απλή παθητική αντανάκλαση της εκάστοτε πραγματικότητας, αλλά απεναντίας πρέπει να αποτελεί μια ενεργητική προσέγγιση του καλλιτέχνη σε αυτή την πραγματικότητα. 8) Είναι λοιπόν επιβεβλημένη η αποτύπωση της προσωπικότητας του καλλιτέχνη πάνω στο δημιούργημά του, στο έργο τέχνης. Όσο πιο μεγάλος είναι ο καλλιτέχνης τόσο πιο πολύ θα αφήνει τα αποτυπώματά του στα έργα που δημιουργεί. Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο πολύ σύγχρονος είναι τόσο πιο πολύ θα είναι διαχρονικός, όσο πιο πολύ εθνικός τόσο πιο πολύ διεθνικός, όσο πιο πολύ στρατευμένος σε μια ιδέα - στην οποιαδήποτε ιδέα - τόσο πιο πολύ οικουμενικός κ.ο.κ. Εννοείται πως μιλάμε για σημαντικούς καλλιτέχνες, που με το έργο τους σφραγίζουν την εποχή τους. 9) Η κάθε εποχή και η κάθε κοινωνία καθορίζει αποφασιστικά όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τη μορφή των έργων τέχνης: Κάθε εποχή και κάθε κοινωνία έχουν μια κυρίαρχη μορφή τέχνης που τις προσδιορίζει και που αντανακλά συνήθως το αισθητικό γούστο της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης. Έτσι π.χ. το έπος εκφράζει πιστά την εποχή της φεουδαρχίας, το μυθιστόρημα την αστική τάξη κ.ο.κ. Είναι λοιπόν τραγελαφικές και καταδικασμένες σε αποτυχία εξαρχής οι προσπάθειες ορισμένων καλλιτεχνών να αναβιώσουν ξεπερασμένες μορφές τέχνης, όπως π.χ. τα έπη ή τα δημοτικά τραγούδια ή τις αρχαίες τραγωδίες κλπ. 10) Το σωστό έργο τέχνης δεν πρέπει να έχει απλώς σύγχρονη μορφή και σύγχρονο περιεχόμενο: Πρέπει να αντιστοιχεί η μορφή στο περιεχόμενό του, να μην υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Ο υπερτονισμός μόνο στη μορφή ή μόνο στο περιεχόμενο είναι διπλά λανθασμένος: Αφενός οδηγεί στο φορμαλισμό ή στον αντίποδά του, στην επιφανειακή, αβαθή τέχνη με δήθεν προοδευτικό 58

60 περιεχόμενο, αφετέρου υποτιμά συνολικά το έργο τέχνης, που είναι μια αδιάσπαστη ενότητα μορφής και περιεχομένου, ένα ενιαίο σύνολο που δεν μπορεί να διασπαστεί στα επί μέρους στοιχεία του, που είναι ισότιμα και ισοδύναμα. Σε τελική ανάλυση η μορφή είναι ο τρόπος ύπαρξης του περιεχομένου. 11) Η αγωνία και ο αγώνας του κάθε καλλιτέχνη για τη μορφή των έργων του είναι υποχρέωση και καθήκον του και δεν μπορεί επ ουδενί να θεωρηθεί φορμαλισμός. Ολόκληρη η ιστορία της τέχνης κάθε είδους είναι η ιστορία της διαρκούς ανανέωσης των επί μέρους μορφών της και είναι επιβεβλημένο στον κάθε καλλιτέχνη να συνεχίζει τις μορφικές αναζητήσεις. 12) Η τέχνη πρέπει να έχει ένα καθολικό μήνυμα, μια ολοκληρωμένη άποψη, να δίνει μια συνολική εικόνα της κοινωνίας και της εποχής, να είναι στρατευμένη σε μια οποιαδήποτε ιδέα - όχι φυσικά δεσμευμένη. Η αποσπασματικότητα, η μερικότητα, η ελλειπτικότητα του μεγαλύτερου μέρους της σύγχρονης τέχνης αντανακλούν απλώς τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και το ιστορικό αδιέξοδο μπροστά στο οποίο όλοι μας βρισκόμαστε. Είμαστε - για να μιλήσω έτσι - μέσα σε μια λακκούβα της ιστορίας και της τέχνης, που δεν μπορώ να αναλύσω περισσότερο εδώ. Δεν μπορώ επίσης - δυστυχώς - να επεκταθώ περισσότερο, λόγω χώρου, στο τι είναι τέχνη και στο τι δεν είναι - κυρίως! Έτσι δεν εξέτασα καθόλου τα διάφορα αντικαλλιτεχνικά κινήματα (π.χ. dada) ή τις απόψεις πως τα πάντα είναι τέχνη (π.χ. fluxus) ή τις θεωρίες για το τυχαίο και τα objets trouves κλπ., κλπ. Περιορίζομαι λοιπόν σε αυτόν το δωδεκάλογο που ανέπτυξα πιο πάνω όσο πιο περιεχτικά και περιληπτικά μου ήταν δυνατό, ελπίζοντας πως έστω και με αυτό το συνοπτικό κείμενό μου θα δώσω μια αφορμή για σκέψη, λόγο και - γιατί όχι; - αντίλογο. Καρούσος Κώστας Ωδή Πρώτη Ω δύναμη του Λόγου, τα νεφρά σου πειθαρχείς, το χρόνο στο κατάκρημνο φιλί σου πάντοτε πώς ημερεύεις; Πώς την ακοή σου να φέρω μέσα μου στην κραυγή των εκλείψεων, διάκοσμος να ξεχύνεσαι ή κοχλασμός της γης; 59

61 Συ σπας την εφταχρωμία της ψυχής μπρος - πίσω ψηλαφείς τ ανάστημά σου τ αύριο δεν ξέρεις πόσο θα ναι κοντά 10 Σ ένα δειλινό ψάρεμα του κύκνου χλωμό πάθος διαστέλλεις την όρεξη δεν κρώζει κανείς μήτε κι ο άνθρωπος Ο Προμηθέας σου πρώτη μετώπη γλυκό κεράσι στο κέντρο του ήλιου με τον ήχο ξεφεύγοντας ηρεμείς Ο φλοίσβος περιχυμένος τη ροή σου ντροπαλόμορφη ψυχή φεγγαρίζει την αλόγχιστη μούσα των παιδιών σου Είσαι τ ασύμμετρο ποίημα, το σκεύος 20 που θηρεύει γόνους και διαφάνεια στον υπερούσιο χτύπο της άνοιξης Μιαν απορία στα χείλη του κόσμου συνακόλουθο βουητό ή διάπυρος πόνος εκκολάπτεις την ιστορία Αποφυλλίζεις την κίνηση τόσων λειτουργιών στην έγκυο μεθόριο του νου, σαν κατακάθεσαι μέσα μας Ένας λεπτός χείμαρρος υψηλόκορμης ευφροσύνης απαλύνει τις μέρες 30 που σμίγουν τη διάρκεια της ορμής σου Ποιος ξέρει, θ αποκαλυφθείς βαθιά μου σα γεύση πρωτουργός ή δροσερή κορφή του κόσμου, στο πέρασμα της έγνοιας του Παίρνω το φως απ τη μορφή σου, πολλές αυγές την πολιτεία ξεσποριάζοντας, ώριμες ελαιογραφίες δικές σου 60

62 Αιώνιε τοκετέ θολωτού τάφου, πού θρέφεις πολύανθο το δοξάρι όταν το μάτι σου πέφτει μέσα μας; 40 Έλα, μην ακούς παρά τον οίστρο σου, πάρε την έκφραση της ηλικίας σου, έγνοιες κορμοστασιές θα σε φυλάνε, Μην αργείς ώρες λεπιδοτρέμουλες λιχνίζουν τ αύριο δεν αποκρίνεται κανείς προτού συλλάβεις το μέγεθος. Τ απόκοντο αστροφέξιμο Τ απόκοντο αστροφέξιμο σ ηύρε σκυφτή που τύλιγες τη σκέψη σ άυλο θώρη κι ήταν ολίγο τ όμορφο περβόλι της καρδούλας σου χυμένο στ αγριοβόρι. Αγέρας λες τ ανάσερνε και παιχνιδιάρης τόσμιγε στου πέλαγου το χάδι και μίλαγε τα σύγνεφα που συναντιόνται ξέμακρα στου ήλιου του πετράδι. Και κει μέσ στ αστροφέξιμο τ αγνώστου την απόκριση με κοίταες αν θα πάρω. Σαν όνειρο πετάγομαι μακρυά κι ομοιάζεις μέσα μου άσπρο μικρόνε γλάρο. Στου σύγνεφου Στου σύγνεφου κυνήγησε να μπεις τη γρηγοράδα στα σταυροδρόμια τ ουρανού σα λησμονιέται μη θες νυχτιάτικα, δειλά, του φέγγους τη χλωμάδα να ερωτευτείς που την αυγή στον ήλιο αποκοιμιέται. Χαμόγελο σα γίνεσαι μέσ στα θλιμμένα σκότη και θρόισμα στου περβολιού την κληματίδα κάνεις ν ανθίζει μέσα μου τ αγνώστου η ωραιότη σαν τη φτωχή κι απάντεχη της νιότης την ελπίδα. 61

63 Να σ ανταμώνω ολούθενε κόρη σοβαρεμένη όντας η γη κερνάει απλόχερη σιωπή σου και τ αστροφίλημα σιμώνοντας την ομορφαίνει νάσαι το θυμιατό μιας φευγαλέας παραδείσου. Θαυρής; Ερούφαε Πραξιτέλη δυόσμο η γη της χάρης του μαρμάρου τη λευκότη κι είχε αναζήσει δώθε η ωραιότη όσο ποτέ με θεία προσταγή. Ως μάρμαρο σ ερμήνευε τρανή θεόπρεπην ιδέα να δεις τη νιότη αναδυομένη η τέχνη σου θεότη πώς ήθελες και νάχε ηλιοφανεί! Την ακονίσημην οπλίσου σμίλη κι έλ απ τον Άδη, ως ήσουνα τρανός, τη γήινη ξέθαρα περνώντας πύλη Θαυρής καλοεμφανίσιμη γραμμή ακρίβειας πρότυπης, τ ωραίο καθώς η τέχνη σου μαντεύει στον Ερμή; Καρράς Στάθης Εθνισμός και Εθνικισμός «Είναι τα έθνη που δημιουργούν την ιστορία και όχι η ιστορία τα έθνη» (Κ. Παπαρρηγόπουλος) Ποια η διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού; Δυο έννοιες που πολύ με την πάροδο του χρόνου έχουν διαστρεβλωθεί. Παράγωγες και οι δύο του όρου έθνος, που κι αυτός τις ίδιες στρεβλώσεις έχει υποστεί. Με αποτέλεσμα παρα- 62

64 νοήσεις και διχογνωμίες όχι μόνο σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά και στον ευρύτερο τομέα του πνεύματος και του στοχασμού, ακόμα δε και της πολιτικής. Και η εξήγηση; Ιδού, λόγου χάρη, κατά την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα: «Η αδυναμία προσδιορισμού της έννοιας έθνος(μολονότι και ο Όμηρος την κατείχε με τη σημασία «ομού συνειθισμένου και συμβιούντος πλήθους», αλλά και ο Δημόκριτος και ο Αριστοτέλης, με σημασία ανάλογη της σημερινής) οφείλεται στη δυναμική των συντελεστών μεταβολής της διεθνούς πολιτικής, η οποία διαμορφώνεται αγνοώντας τα (ασύμφορά της) επιστημονικά πορίσματα. Βρίσκεται έτσι η επιστήμη αντιμέτωπη ενός «παραδόξου» φαινομένου: ακροβασία της διεθνούς πολιτικής επάνω σ έναν όρο (έθνος) του οποίου η ίδια η διεθνής πολιτική αμφισβητεί το περιεχόμενο». Δικαιολογία καθόλου πρωτότυπη. Μ άλλα λόγια: «Ο όφις με ηπάτησε»... Διότι θα ερωτηθεί: και γιατί να ναι η διεθνής πολιτική εκείνη που υπαγορεύει εδώ τις απόψεις της, και μάλιστα σε πείσμα των επιστημονικών πορισμάτων, κι αντίθετα, να μην είναι τα επιστημονικά πορίσματα αυτά που υπαγορεύουν της διεθνούς πολιτικής τη συμπεριφορά, αν βέβαια η τελευταία τούτη επιθυμεί να ναι στοιχειωδώς σοβαρή ή έστω να λογίζεται τέτοια; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι και τόσο τιμητική για την Πολιτική Επιστήμη. Όπως σε μέρες διεθνούς οικονομικής κρίσης-καθώς οι μέρες κατά τις οποίες γράφονται οι γραμμές αυτές-δεν τιμούν ιδιαίτερα την Οικονομική Επιστήμη τα μέτρα της διεθνούς πολιτικής για της κρίσης την αντιμετώπιση, και μάλιστα με των οικονομολόγων τη συνεργασία! Άλλη κι αυτή περίπτωση... Την αφήνουμε όμως εδώ κι ας παραμείνουμε στο θέμα μας. Ο λόγος, λοιπόν, για τις εννοιολογικές στρεβλώσεις όχι μόνο του εθνισμού και του εθνικισμού, αλλά και του όρου έθνος, από τον οποίο οι όροι προέρχονται. Αναγκαίο, επομένως, στον όρο έθνος να σταθούμε πρώτιστα. Υπάρχει δε βεβαίως γι αυτόν ο κλασικός ορισμός του Ρενάν: «Έθνος είναι μια ψυχή, μια πνευματική αρχή που συγκροτείται: πρώτον, από μία πλούσια κληρονομιά αναμνήσεων. Δεύτερον, από την πραγματική συναίνεση, την επιθυμία της συμβίωσης και τη θέληση αξιοποίησης της κοινής κληρονομιάς». Δειγματοληπτικά, ωστόσο, ας δούμε κι ένα διαδικτυακό ορισμό, από αυτούς που ναι αναρτημένοι στη wikipaedia: «Έθνος ονομάζεται σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα, τα οποία διακρίνουν το σύνολο αυτό σε παγκόσμια κλίμακα. Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα ή η κοινή ιστορία και ο πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή. Ιστορικά, όμως, βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη έθνους είναι η ανάπτυξη της εθνικής του 63

65 συνείδησης ή ακριβέστερα η αυτή ιστορική αποστολή, δηλαδή ο ιδεολογικός παραγκωνισμός των υπόλοιπων στενότερων (π.χ. φατριασμός, τοπικισμός) ή και ευρύτερων (π.χ. φυλετισμός, αυτοκρατορισμός, οικουμενισμός) ομαδοποιήσεων, χάριν του εθνικισμού». Ορισμός φλύαρος-θα λέγαμε-που μέσα στην πολυλογία του εμπλέκει και τον εθνικισμό. Αλλά τι σημαίνει εθνικισμός; Πριν όμως απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, καλό είναι να δούμε πρώτιστα τι σημαίνει εθνισμός. Και πάλι κατά τα αναρτώμενα στη wikipaidia: «Εθνισμός είναι η ιδεολογική στάση που προωθεί την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, χωρίς να δείχνει περιφρόνηση απέναντι στην ιστορία και την ταυτότητα των άλλων εθνών». Και του εθνικισμού τώρα ο ορισμός, επίσης κατά τη wikipaeidia: «Εθνικισμός είναι μια εθνοπολιτική ιδεολογία με κέντρο την ιδέα του έθνους, που οδηγεί στην επιδίωξη συγκρότησης ανεξάρτητου κράτους. (Αρνητικά) η υπερτίμηση του έθνους, που οδηγεί σε εχθρότητα απέναντι σε άλλα έθνη. Η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμιά διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους». Δηλαδή, καταφανέστατη κι εδώ η πλήρης εννοιολογική σύγχυση. Ας γίνουμε σαφέστεροι. Ποια επιταγή ακριβολογίας και επιστημονικής σοβαρότητας επέβαλλε, ώστε στον ορισμό του έθνους να προστεθεί κι αυτό το «χάριν του εθνικισμού», που είδαμε πιο πάνω; Ώστε, αναγνωριστικό στοιχείο του έθνους είναι ο εθνικισμός και όχι ο εθνισμός; Η καλλιέργεια εθνικής συνείδησης, στην οποία αναφέρονται οι περί έθνους ορισμοί, δεν αρκεί; Και μάλιστα χωρίς παράλληλα να καλλιεργείται εχθρότητα κατ άλλων εθνών; Περνάμε τώρα στον ορισμό του εθνισμού. Για να δημιουργηθεί ο ορισμός αυτός δεν έπρεπε κάποιος λόγος να υπήρχε; Σίγουρα έπρεπε. Έπρεπε να τονιστεί η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης. Αλλά πώς; Μακριά από υπερβολές. Και πάντα στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας και συνεργασίας. Θα ταν παραλογισμός για τη διεθνή έννομη τάξη η αποδοχή του όρου με οποιαδήποτε άλλη έννοια. Και ερχόμαστε πλέον στου εθνικισμού τον ορισμό, όπου το εννοιολογικό αλαλούμ κορυφώνεται. Και μόνο αν τα όσα περί εθνικισμού αναφέρονται στη wikipaidia τα διαβάσει κανένας προσεκτικά, καταλαβαίνει. Εννοιολογικής ασυναρτησίας τρίπτυχο. Ασυναρτησίας πτυχή πρώτη: «Εθνικισμός- κατά τον ορισμό-είναι μια εθνοπολιτική ιδεολογία που οδηγεί στη συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους». Γιατί, όμως, το απαιτούμενο για να προκύψει ανεξάρτητο κράτος πρέπει να ναι ο εθνικισμός και όχι απλώς ο εθνισμός μια και τούτος-στα πλαίσια, βεβαίως, των διεθνών νομίμων πάντατην εθνική συνείδηση καλλιεργεί; Ασυναρτησίας πτυχή δεύτερη: εθνικισμός είναι και «η υπερτίμηση του έθνους, 64

66 που οδηγεί σε εχθρότητα απέναντι σε άλλα έθνη». Όμως, μόνο σε εχθρότητα οδηγεί; Διότι σε άλλους ορισμούς, όπως αίφνης σε τούτον του Λεξικού Δημητράκου, άλλα διαβάζουμε: «Εθνικισμός είναι η αποκλειστική προσήλωσις εις τα εθνικά ιδεώδη χαρακτηριζομένη υπό τάσεως εκμεταλλεύσεως αυτών προς επικράτησιν έναντι άλλων εθνών». Εδώ δηλαδή, δεν υπάρχει απλώς εχθρότητα. Υπάρχει και σαφής τάση επικράτησης ενός έθνους επάνω σε άλλα. Μ άλλα λόγια, η εθνικιστική ιδεολογία αποβαίνει εδώ ευθέως πράκτορας του ολοκληρωτισμού. Τέλος, ασυναρτησίας πτυχή τρίτη: η «απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους», αλλά - ας το προσέξουμε κι αυτό- «χωρίς καμιά διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους». Αν όμως τούτο είναι αληθές, τότε του εθνικισμού η έννοια πέφτει κυριολεκτικά πάνω στην έννοια του εθνισμού. Οπότε και το ερώτημα: αν ο εθνικισμός, έστω και κατά μιαν εκδοχή του, εμπεριέχει και του εθνισμού τα χαρακτηριστικά, τι χρειαζόταν του τελευταίου τούτου ο όρος να επινοηθεί και μάλιστα να περάσει στων Πολιτικών Επιστημών την ορολογία; Απλώς και μόνο χάριν επιστημονικού... μπερδέματος;! Καυχώνται όσοι θεραπεύουν φυσικές επιστήμες πως βασική τους επιδίωξη είναι η αναγωγή των συνθέτων σε απλά. Κρίμα ότι δεν μπορούν να πουν το ίδιο και όσοι διακονούν θεωρητικές επιστήμες και μάλιστα τις αποκαλούμενες Πολιτικές Επιστήμες. Σε τούτες συμβαίνει συχνά τ αντίθετο: αντί ν απλοποιούνται τα σύνθετα, περιπλέκονται τα απλά! Και καθοριστικός ως προς τις έννοιες που μας απασχολούν εδώ γίνεται ο ρόλος της διεθνούς πολιτικής, όπως από την αρχή κιόλας των γραμμών επισημάνθηκε. Πράγματι, πολλά τα παιχνίδια στους κόλπους της πολιτικής αυτής. Παιχνίδια επιρροών. Παιχνίδια συγκεκαλυμμένης ή απροκάλυπτης αποικιοκρατίας, που συχνά συγκρούονται με εθνικά όνειρα καταπιεζόμενων λαών. Παιχνίδια οικονομικά. Ποικίλα άλλα. Έτσι, η εννοιολογική εμπλοκή ως προς τους περί το έθνος ορισμούς αποβαίνει πολλαπλώς χρήσιμη για όσους εννοούν να χουν πάντα το απάνω χέρι στη διεθνή σκακιέρα. Και- εξυπακούεται- σε βάρος των εθνικώς ασθενέστερων. Λυπηρός αποβαίνει κατόπιν τούτων ο για χάρη της διεθνούς πολιτικής ευτελισμός της Πολιτικής Επιστήμης. Θυσία της επιστημονικής σοβαρότητας και του επιστημονικού κύρους στην υπηρεσία ό,τι πιο εφήμερου κι αφιλοσόφητου υπάρχει, που ναι η πολιτική. Η επιστημονική σκέψη, που μεταβάλλεται σε θεραπαινίδα πολιτικών παιχνιδιών και σκοπιμοτήτων. Όπως, ακριβώς η φιλοσοφική σκέψη του Μεσαίωνα μεταβαλλόταν σε «ancila Theologiae». Και μια εξομολόγηση, ολοκληρώνοντας. Ο γράφων από σπουδές Πολιτικών Επιστημών προέρχεται. Επομένως, κατά τεκμήριο, οι όποιες εδώ για τις επιστήμες αυτές όχι και τόσο κολακευτικές επισημάνσεις του ούτε από προκατάληψη ούτε από κακή πίστη διέπονται. Απλώς θέλησε ο γράφων να πει εδώ κάποια πράγματα με τ όνομά 65

67 τους. Ειλικρινώς δε, τελειώνοντας, εκφράζει τη συμπάθειά του στο σπουδαστή των Πολιτικών Επιστημών-τουλάχιστο σ αυτόν που δεν εννοεί να γίνεται κοινό «παπαγαλάκι» για την απόκτηση απλώς ενός «χαρτιού» και, μεσ από τις εννοιολογικές ακροβασίες που είδαμε, τούτος πασχίζει να βρει κάποιαν άκρη και να κατανοήσει τα ακατανόητα... Κατσικάδη Νίκη Το ποτάμι της ψυχής, κύλισε στο νου. Μια δειλινή πτήση μού ζήτησε. Πάνω απ την Αγία νήσο της Θεϊκής καταγωγής. Μέσ από την αορτή της καρδιάς της. Στην Terra Rosa, στον Πενταδάκτυλο, στην Αγία Νάπα, στο ποίημα του Σεφέρη, στην ένωση των δώδεκα βασιλείων. Λεοντόκαδρος, Λουζινιάν, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι. Στιγμιότυπα του ωραίου και τραγικού, μ έριξαν στις αγκαλιές των βροχοφόρων ανέμων, στα πολύφλοισβα παράκτια, στα νήματα των πόνων, στις υφάνσεις των υπάρξεων. Μια φορά, είδα μια αρχόντισσα, θεά. Στο λιμάνι στις γαλέρες, «είδα φωτιά ν ανάβει και φονικό». Έκλεισα τότε μέσα μου τους ήρωες, τη Μαρία Συγκλητική, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, κι έγινα πνεύμα της σχολής Βαρωσίου, στο περίβλεπτο μοιραίο σταυροδρόμι των ηπείρων. Εσύ πρωτεύουσα της θελκτικότητας είσαι μέσα μου. Τα φτερά μου διατείνονται στην περίοπτη συνάντηση Ανατολής - Δύσης, στην σοφία του σεπτού ναού σου, στην βουρκωμένη εικόνα του Αγίου πόθου της επιστροφής!.. Αλασία, Έγκωμη, Ελλήνων, Μυκηναίων κι Αχαιών. Αρχαία Σαλαμίνα, Κωνστάντια, Αραβικές επιδρομές, Αρσινόη Ελληνίδα Βασίλισσα της Αιγύπτου (Ελληνιστικών χρόνων επί Πτολεμαίων). Και χρυσή εποχή της Αμμοχώστου. Νέα Σαλαμίνα του Τεύκρου, οι βασιλείς σου Ονείσιλος, Ευαγόρας κι ο στρατηλάτης Μέγας Αλέξανδρος είναι σύμβολα του αγώνα κατά των Περσών, και της υπεροχής του Ελληνικού Πνεύματος. Πόλη της Θεοδώρας και του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στη νέα Ιουστινιάνια των Αποστόλων, ανθίζει η ανάπτυξη κι ο Χριστιανισμός. Φραγκοκρατία, παροικίες, ο Πύργος του Οθέλου της δεύτερης και πέμπτης πράξης της τραγωδίας του Σαίξπηρ. Τα ισχυρά Μεσαιωνικά τείχη, τ απόρθητο Μαρτινέγκο, υψώνονται. Μα οι 66

68 πτώσεις αξιών, κι οι έφοδοι χάραξαν τραγικές σελίδες. Εκκλησίες, οχυρά, Ραβέλιν, ερείπια. Τηλεβόλα, λαγούμια, κι η αντίσταση με το δόρυ και το ξίφος, άθλος μοναδικός. Ο Άγιος Νικόλαος, το κάλλος της Γοτθικής Αρχιτεκτονικής, έγινε τζαμί κι η πόλη κάτεργο παμφτωχίας. Χριστιανοί, Βαρώσια, Τούρκοι, Άγγλοι, τραγικοί Ιάγοι του διαίρει... αγόρασαν φτηνά, της κτήσης το δοξαστικό, πέτρωσαν τα φτερά μας. Μα πάλι ήρθε ανάπτυξη με την απελευθέρωση, και τη Δημοκρατία του Μακαρίου (Π) έως την κατάρα της εισβολής. Ο Αττίλας άφησε «την νυν δοριάλωτο πόλη, Φάντασμα». Μα τιμωρήθηκε στην ναυμαχία της Ναυπάκτου. Αγάπη, Πατρίδα, Τέχνη θα γίνω πεδίον βολής διεθνούς δικαίου και μ ένα Valse του Ravel, θα μπω στον μουσικό Σεφέρη. Στις άρπες της Συμφωνίας του Φρανκ, σε «ιντερμέδιο για χαμηλή φωνή», με τραγικό σινιάλο!.. Για να ρθει η Λευτεριά μ αετίσια δάκρυα να φιλήσει αυτό το Έμψυχοί., κύμα.. Κατσίμης Σπύρος Προσμονή Θαρθείς, όχι σαν κάτι που δεν έχασα, δεν έπιασα, δεν είδα. Σ είχα γνωρίσει όταν ήμουν παιδί. Έχτιζα ένα σπίτι στο βουνό, και σε περίμενα, τόχτισα στην ακρογιαλιάς και σε περίμενα, στο δρόμο το μακρύ, και σε προσμένω. Δεν μπορεί να μην υπάρχεις άλλο... Έχω βγει στο περιγιάλι, στο δρόμο, στο βουνό, να δω μην έρχεσαι, να δω μη σ έφερε το κύμα, τ αγέρι, το φως!... 67

69 Το δωμάτιο Το δωμάτιο μου φάνηκε σαν ξένο, αλλ όταν έστρωσα το παλιό μου χαλί, τοποθέτησα το φθαρμένο τραπέζι στη μέση και τη μοναδική καρέκλα, τότε γίνηκε ίδιο με τ άλλο που εγκατέλειψα. Έτσι κι απ το παράθυρο η θέα του δρόμου ήταν ίδια και οι γείτονες σαν πρόσωπα, γνωστά που μ ακολούθησαν στη νέα μου συνοικία. Το μέλλον Όταν ο αέρας έγινε θανατηφόρος άνοιξες τα παράθυρα στο σπίτι σου το πατρικό μες στα χωράφια που δεν υπάρχουν σε κανένα δρομολόγιο, σε κανένα παρόν. Αφομοίωση Ποιος σε ζωγράφισε σ αυτή τη θέση όμορφη κόρη της Αναγέννησης να έχεις πίσω σου, στο βάθος του πίνακα φτωχούς συνοικισμούς και παραπήγματα -εκεί που θα ταίριαζαν δέντρα, λιβάδια και νερόμυλοι- να στέκεις απόκοσμη με τα ρούχα μιας άλλης εποχής ώσπου ν αφομοιωθείς με το περιβάλλον και να γίνεις η ομορφιά της δυστυχίας. Ο κήπος Το σώμα σου είναι ο κήπος που θα εξαφανίσουν. 68

70 Πλησιάζω τα μάτια σου, τα χείλη σου... Η μπουλντόζα καραδοκεί να φύγω ή να σμίξω μαζί σου. Ο εφιάλτης Δεν ήσουν η γυναίκα του παρελθόντος που ονειρευόμουν σε τόπους ξερούς να με οδηγεί στο νερό και στη βλάστηση. Και όμως με πόση λαχτάρα σε ακολούθησα στην άσφαλτο καθώς εβάδιζες, μέσα στα όνειρα, μπροστά μου με το εξαίσιο σώμα και τα χυτά μαλλιά και ξαφνικά πλησιάζοντας τον απογυμνωμένο λόφο με τη θέα των πολυώροφων κτιρίων, έστρεψες τη φοβερή μορφή σου προς εμένα. Η λάμψη Κι εκεί, στις φοβερές συγκεντρώσεις με τις υψωμένες γροθιές και τις κραυγές -όχι για την ελευθερία και το ψωμί, αλλά για το λαμπρό αμάξιπέφτεις αιμόφυρτη, καθώς η άνοιξη σε κυκλώνει αυτοσχεδιάζοντας την τελευταία σκηνή, όπου: τίποτα δεν λάμπει σαν το θάνατο πάνω στη μίζερη ζωή. Το παιχνίδι Τα παιδιά ξύπνησαν σ ένα σπίτι κλειδωμένο με τα παραθυρόφυλλα κλειστά έσυραν τις κουρτίνες, άνοιξαν τα παράθυρα οι κλέφτες μπήκαν κι άρχισαν όλοι μαζί να παίζουν. 69

71 Υπεραξία Του πρόσφεραν πολλά για το μικρό άγονο χτήμα του το άχτιστο στη μέση του χωριού. Στο νου του όμως είχε τον θησαυρό που κρύβουν γι αυτόν ζηλότυπα οι σάπιες ρίζες και ο βυθός του πηγαδιού. Συνομιλία Σ αυτό το μπαρ που έμενε ανοικτό ολόκληρη τη νύχτα κι έβλεπες την πλατεία και τα γύρω χτίρια στο ημίφως της παλιάς πόλης που έκρυβε ιστορίες και μυστήρια ήρθε πάλι, ο σκληρός πότης, ανάστατος και σιωπηλός να μας κοιτάζει επίμονα για όσα του συμβαίνουν... και υστέρα να πίνει μόνος του ως τα χαράματα και να συνομιλεί με τα φαντάσματα. Η δίψα Είμαστε μείς που μας πήραν άστεγους και διψασμένους μάς έδωσαν σπίτια, γύρω μας τα γάργαρα νερά κι αλίμονο μάς στέρησαν τη δίψα. Ο Όμηρος Η επιχείρηση τέλειωσε κι αυτός που παρουσιάστηκε άοπλος μπροστά τους με τραύματα και πικραμένο βλέμμα ήταν το θύμα που τους έλεγε: «Ο άλλος διέφυγε...» 70

72 Το χέρι Σε βλέπω μέσα στις πέτρες και το χώμα να κόβεις χόρτα, να μαζεύεις τα σκόρπια αισθήματά σου. Δεν έχω άλλον από σένα τώρα που έρχομαι φυγάς και προδομένος από τον ηλεκτρονικό μου κόσμο δόσμου το χέρι σου πατέρα. Η κραυγή Καθώς οι θόρυβοι απειλούν την ηρεμία του τοπίου μείνε στο δάσος και την πλαγιά τίναξε τα μαύρα σου μαλλιά όμορφη στο αργυρό φως του φεγγαριού άνοιξε το στόμα σου ν ακούσω την κραυγή σου. Κοκκινέας Τίτος (Δήμος Ζευγολάτης) Η... Ναυμαχία! Η ναυμαχία μεσοπέλαγα μεσουρανούσε! Μες στ άγρια μεσάνυχτα και κάτι! Πέρα στο τέλος, του νυχτιάτικου ορίζοντα της θάλασσας! Στη κατασκότεινη συννεφιασμένη καλοκαιριάτικη νύχτα! Πρώτα φαινόντουσαν οι αστραπές πούβγαζαν τα κανόνια τους. Έπειτα έρχονταν στ αυτιά σου οι τρομερές βροντές απ τις οβίδες που εκτοξεύονταν κι έπειτα σκάζανε σκορπίζοντας τριγύρω τους βροντερό και τρομερό θάνατο! Κι αυτά συνέχεια, για ώρες! Έπειτα η θάλασσα να φλέγεται τόπους, τόπους σαν τις μεγάλες φωτιές τ Αγιαννιού, και οι φωτιές τούτες να σκάνε μέσα σε τρομερές εκρήξεις, που 71

73 διαγράφουν τα κομμάτια τους εκατοντάδες μέτρα προς τον ουρανό, προς όλες τις διευθύνσεις σαν απόκοσμα φοβερά πυροτεχνήματα! Σε αρκετά δευτερόλεπτα μετά φτάνανε σε μας οι τρομερές τους βροντές και σειούσαν το σπίτι μας και όλα τα γύρω μας σαν να γίνονταν σεισμός παντοδύναμος! Καλοκαιριάτικη νύχτα του Οι γονείς μου με ξύπνησαν απ το κρεβατάκι μου, στο παραθαλάσσιο σπίτι μας, να δω κι εγώ, τούτο το τρομερό νυχτιάτικο θέαμα απ το χαγιάτι μας. Οι εκρήξεις καταλάγιασαν σε λίγο. Οι φωτιές μέσα στη θάλασσα καίγαν για ώρες, μέχρι πους τις έσβησε η αυγούλα, κι ο λαμπρός ήλιος που βγήκε απ το βουνό. Την άλλη μέρα τ απογευματάκι, μάθαμε, βγήκε στον Αγρίλη μια βάρκα με έξι γερμανούς ναύτες κι αξιωματικούς, θαλασσοπνιγμένους σε κακά χάλια. Κατακαημένους, καταπληγωμένους, καταξεσκισμένους, κι αξιολύπητα φοβισμένους. Γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο τους πήρε αστραπιαία και τους... εξαφάνισε! Γιατροί- νοσοκόμοι τους θα τους περιέθαλψαν, θα τους πότισαν, θα τους νοσήλεψαν στο κοντινότερο νοσοκομείο τους. Την παρ άλλη μέρα ψαράς τ Αγριλιού, ψάρεψε στα κρυφά, ένα σιδερένιο γερμανικό βαρέλι μισογεμάτο με βενζίνη. Το βράδυ με το γαϊδούρι του, το μετέφερε σπίτι του στα Φιλιατρά. Το είχε καμουφλαρισμένο μέσα σε κληματόβεργες και φύλλα απ την σταφίδα του. Τάχα τροφή για την κατσίκα του! Το ίδιο βράδυ, στο κατόϊ του, με το φως ενός λυχναριού του, άρχισε να βγάζει την βενζίνη τούτη απ το βαρέλι και να την βάζει σε μικρά δοχεία. Ήθελε να την μοσχοπουλήσει στη μαύρη αγορά, σ ενδιαφερόμενους μ αυτοκίνητα, ακινητοποιημένα λόγω έλλειψης καυσίμου, τους οποίους είχε ειδοποιήσει κατάλληλα. Μα απ τους υδρατμούς της εξάτμισης της βενζίνης, έγινε... έκρηξη με την μικρή φλόγα του λυχναριού του! Πήρε φωτιά όλη η βενζίνη, κι απ αυτή όλο το σπίτι του! Παραλίγο να καεί και ο ίδιος! Με το ζόρι γλίτωσε! Γιατί ρίχνοντας νερό πάνω στη βενζίνη που καιγότανε, για να την σβήσει, αυτή απλωνότανε παντού, κολυμπώντας πάνω στο νερό, σαν ελαφρότερη! Έτσι το καμένο τούτο Φιλιατρινό του το σπίτι, ήτανε το τελευταίο θύμα της νυχτιάτικης αυτής ναυμαχίας! Ένα ακόμα θύμα, μέσα στα εκατομμύρια, του ναζισμού - φασισμού που ψυχορραγούσε, σπέρνοντας γύρω του θάνατο, σ εχθρούς και φίλους. Στον ίδιο τον εαυτό του, σ όλη την ανθρωπότητα! Τι τους χρωστούσαμε; Γι αυτό ποτέ πια πόλεμος, ποτέ φασισμός - ναζισμός με τις... παραφυάδες του, τις ιδέες του, τα εγκλήματά του τα φοβερά. τα πρωτάκουστα στην ανθρωπότητα! Παντοτεινά, ειρήνη! Δικαιοσύνη! Δημοκρατία! Κι όχι άλλη εκμετάλλευση Ανθρώπων για άλλους ανθρώπους! 72

74 Κόκλα Ιωάννα «Κύκλου λῆξαι» (Απόσπασμα από την υπό έκδοση Τριλογία, με θέμα: «Γαία Μάτερ») «Ω Φύση παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε μήτερ, ουρανίη πρέσβειρα άφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε,...αυτοπάτωρ, απάτωρ, άρσην, πολύμητι, μεγίστη... πάντων μέν εσύ πατήρ, μήτηρ, τροφός...». (Ορφ. Ύμνος, «Φύσεως θυμίαμα,10»). Η Φύση Μάνα Θεά, ως μητέρα και σύζυγος του διαυγούς νοός, με την απροσμέτρητη θαυματουργική της δύναμη, παρείχε και παρέχει ρέοντες κρουνούς νοητικής διαύγειας, σωματικής ευεξίας και ψυχικής ανάτασης... Η ιεροποίηση και η θεοποίηση των στοιχείων της φύσης της Γης μητρός, απ τους προπάτορες και προμήτορες μας, συνεπάγονταν παράλληλα και την αδιαμφισβήτητη προστασία και την διαφύλαξή τους. Οι αθάνατοι θεοί και οι ημίθεοι αναπαρήγαγαν και καλλιεργούσαν τους θείους διασυμπαντικούς νόμους, της ηθικής και της πνευματικής ανθρώπινης ανάτασης! Ιήϊος, Ιασός, Ίακχος, εθεωρείτο ο νεώτερος εκθεωθείς θεός Διόνυσος, ως ο θεός της επαναγέννησης και της κάθαρσης της ένθεης ψυχής. Ως ο Ιάσας διά των ιαχών Νυμφίος, ο οποίος συνεζευγνύετο την νυμφευθείσα ανθρωπίνη Κόρη ψυχή, στην Ιεροβάκχεια και Ιερογάμια τελετή της Ιεράς Ελευσίνος... Οι ιαματικές θεραπευτικές ιδιότητες οι οποίες συνόδευαν και χαρακτήριζαν τον Ίακχον της Ψυχής, υπεδήλωναν την βαθειά ολιστική θεώρηση και γνώση της επίδρασης των φυσικών δυνάμεων επί του ανθρωπίνου σώματος, καθώς επίσης και του πνεύματος... Γιατί όλα όσα εξοργίζουν ή απεναντίας ευχαριστούν τον Διόνυσον, τα ίδια επακριβώς εξοργίζουν ή ευχαριστούν και την Δήμητρα. «...τόσσα Διόνυσον γαρ ά και Δάματρα χαλέπτει». («Ύμνος Καλλιμάχου, στ. 70-1»). Οι συμπαντικοί νόμοι της Φύσης, είναι ακατάλυτοι και τα πάντα επ αυτής υπόκεινται σε έναν αέναο κύκλο περιοδικών εναλλαγών. Η πορεία της ζωής δεν ήταν και δεν είναι ποτέ γραμμική, αλλά πάντοτε κυκλική, σπειροειδής. «Κικλήσκω Βάκχον περικιόνιον,... ός ελισσόμενος πέρι πάντη, έστησεν κρατερούς βρασμούς γαίης αποπέμψας... δεσμός απάντων». (Ορφικός ύμνος, 47, «Βάκχου θυμίαμα»). Επικαλούμαι τον Βάκχον τον περίστυλον...ο οποίος περιελισσόμενος πέριξ πάντων, στήριξε την γήν, απομακρύνοντας τους κρατερούς κλυδωνισμούς...ως σύνδεσμος όλων. 73

75 Η ελισσομένη σπείρα του Βακχικού συμβόλου, μας γνέφει μέσα από τα ιερά αρχαιοελληνικά άσματα του «μητίεντος νοός» και της «φωσφόρου ψυχής», ως ανεξίτηλη «σφραγίδα δικαίη» διαχρονικής συμβολικής αποκωδικοποήσεως... «Κύκλου λήξαι» βακχευτά της ψυχής μας, «βουλήσι Διός». «Οι παρ Ορφεί τω Διονύσω και τη Κόρη τελούμενοι τυχείν εύχονται. Κύκλου τ άν λήξαι και αναπνεύσαι κακότητος». (Πρόκλος, «εις Τίμαιον»). Οι συμμετέχοντες της τελετής του Ορφέως, του Διονύσου και της Κόρης, εύχονται να τύχουν της λήξης του Κύκλου, για ν αναπνεύσουν από την φθαρτή κακότητα. Μυημένοι και αμύητοι σέβονταν και τηρούσαν τους φυσικούς νόμους, γνωρίζοντας ή μη την βαθύτερη έννοια και σημασία τους... «Καλέω...ουράνιον Νόμον, αστροθέτην, σφραγίδα δικαίην πόντου τ ειναλίου και γης».» Ορφικός ύμνος, 64ος.» Καλώ τον ουράνιο νόμο, ο οποίος εταξιθέτησε τους αστέρες και ο οποίος αποτελεί την ορθή και την αρμόζουσα σφραγίδα, επί της υγρής θαλάσσης και της στερεάς γης. «Φύσεως το βέβαιον ακλινές αστασίαστον αεί τηρούνται». Ο νόμος της αέναης Φύσης, διασφαλίζει και διατηρεί το αδιασάλευτο και το ασταμάτητο της διασυμπανικής λειτουργίας... Και σε όσους παρανομούν αδίκως, επιφέρει πάντοτε βαρειά βλάβη, «...ανόμοις δε φέρων κακότητα βαρείαν». Οι φυσικοί διασυμπαντικοί νόμοι, αιώνιοι και αναλλοίωτοι παραμένουν ως «σφραγίδα δικαίη», όπως αιώνιες και αναλλοίωτες παραμένουν και οι υψιπετείς σκέψεις των πρώτων διδαξάντων αυτές. Η φωτιά της Προμηθεϊκής γνώσης άναψε στο νου και πύρωσε τις καρδιές των προγόνων μας, οι οποίοι παραστέκουν ακόμη οι μοναδικοί και αδιάψευστοι διαφωτιστές, ολοκλήρου της γήινης ανθρωπότητος... Η μετάβαση στην αληθή γνώση του «Είναι» και του «ανήκειν», διά μέσου του πορθμείου της σκέψης των πρώτων διανοητών προγόνων μας, μας εκπλήσσει και μας αφήνει χιλιάδες χρόνους τώρα ενεούς... Η άκρατος τεχνολογική ανάπτυξη η οποία ολοένα και γιγαντώνεται στην (πεπολιτισμένη); εποχή που βρεθήκαμε να ζούμε, χωρίς να αντισταθμίζεται παράλληλα με την ψυχοσυναισθηματική και την ηθική ανθρώπινη τελείωση της αρετής, οδηγεί όχι στις καλές τέχνες των Μουσών, αλλά στην τεχνουργία. Και «τέχνη άνευ αρετής, πανουργία εστί», μας λέγει ο θείος Πλάτων. Η αρετή με την τέχνη πρέπει να είναι αλληλένδετες, διαφορετικά καταλήγουμε στην πανουργία... Τα αθάνατα αρχαιοελληνικά αριστουργήματα του λόγου και της τέχνης, αγλάϊσμα προς τέρψη και ανάταση, παραστέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες της αρετής της τέχνης, στο Πλατωνικό αυτό ρητό. Η αρετή είναι το ύψιστον αγαθόν, και δηλώνει την αρμονική σύμπλευση της επίγειας ζωής, με τον θείον Λόγον. 74

76 «Το σύμπαν ελέγχεται από τον Λόγον, ο οποίος ταυτίζεται με τον Θεόν», συμπληρώνει ο Ζήνων ο Στωϊκός. Και «εν Αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος και προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος», η Ευαγγελική ρήση κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Δυστυχώς η αρμονία της ζωής, η αρετή, το κάλλος, ο ρυθμός, η ποίηση, εξωστρακίζονται προς αντικατάσταση της ημιμάθειας του νου και του σκοταδισμού της ψυχής, των ανέραστων ανθρώπων της Γης. Ο λαβύρινθος της ψυχής τους, αχόρταγος Μινώταυρος παρθενικών ονείρων, καταπίνει αμάσητους τους σεπτούς νιούς και τις σεπτές νιές, της κοινωνίας της επιβαλλομένης σύγχυσης και της αιματηρής ασέβειας... Αιμάτινος πόνος κατασταλάζει η σιωπηλή κραυγή των λαών, κι ο θάνατος σκιαγμένος κι αυτός καθημερινός και αιώνιος, γίνεται κραυγή κι αναζητάει το χαμένο δρόμο της ζήσης, για να δικαιωθή στο θυσιαστήριο του χρόνου... Ιωάννα Κόκλα. Λευκάδα 2013 Κονιαρέλλη - Σιακή Ελένη Ο Κρόνος, η Ελλάδα και τα παιδιά της... Γ υρίζοντας το χρόνο πίσω, ακούμε τη διδακτική φωνή της Ελληνικής Μυθολογίας να μας μιλά για τον Κρόνο. Ο Κρόνος ήταν απόγονος της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν ο πιο νέος, αλλά και πιο πονηρός και φιλόδοξος ηγέτης της πρώτης γενεάς των Τιτάνων, που αφού νίκησε και ανέτρεψε τον πατέρα του τον Ουρανό με τη βοήθεια της μητέρας του Γαίας, κυβέρνησε κατά τη Μυθολογική χρυσή εποχή, έως ότου νικήθηκε από τον γιο του τον Δία. Όμως, επειδή φοβήθηκε τις ίδιες του τις πράξεις, δηλαδή, μήπως και αυτός είχε την ίδια μοίρα με τον πατέρα του, αποφάσισε, όσα παιδιά του γεννιόταν να τα καταπίνει. 75

77 Γλίτωσε μόνο, με τη βοήθεια της γυναίκας του Ρέας, ο Δίας, όταν η Ρέα αντί για τον Δία, του έδωσε να καταπιεί μια φασκιωμένη πέτρα. Όταν μεγάλωσε ο Δίας θανάτωσε τον πατέρα του Κρόνο δίνοντάς του να πιεί δηλητήριο. Έτσι έχει μείνει μέχρι σήμερα να λέμε κι εμείς τη φράση «Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του», όταν θέλουμε να τονίσουμε την έλλειψη προστασίας, αγάπης, φροντίδας και μέριμνας, από αυτόν που σίγουρα την περιμένουμε - όπως την περίμενε και ο Δίας από τον πατέρα του Κρόνο- και αντί αυτής της υποστήριξης, δεχόμαστε την πλήρη απόρριψη και αδιαφορία μέχρι και την εγκληματική συμπεριφορά - όπως ήταν η πράξη του Κρόνου που από αρχομανία και μισαλλοδοξία προτιμούσε να τρώει τα παιδιά του, φοβούμενος ότι θα του πάρουν το θρόνο. Εδώ η διάθεσή μας γίνεται μελαγχολική, όταν σκεφτούμε την πατρίδα μας, σαν έναν αλλιώτικο Κρόνο, που από άγνοια ή αδιαφορία, ή από επιπολαιότητα, ή από λαθεμένες προτροπές ή επιλογές, δεν κράτησε στη γη της πολλά άξια παιδιά της, αλλά μη διακρίνοντας - όπως έπρεπε να κάνει - τις ιδιαίτερες ικανότητες και το κοφτερό μυαλό τους, τα ανάγκασε να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να βρεθούν σε ξένες χώρες, και εκεί να μεγαλουργήσουν και να φωτίσουν με τις γνώσεις τους πολλούς τομείς της Επιστήμης και της Τέχνης. Όμως δε θα σταματήσουμε στα παραπάνω που μας διδάσκει η Μυθολογία μας. Θα προχωρήσουμε το χρόνο σε μια άλλη περίοδο της Αρχαίας Ιστορίας μας, και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 500π.Χ. και 332π.Χ. και θα δούμε πώς και πού έφυγαν από τη ζωή, μερικοί από τους πιο σημαντικούς βασιλείς, φιλοσόφους, ιστορικούς, ρήτορες, κ.ά. της χώρας μας, που το όνομά τους έλαμψε στην αρχαιότητα και εξακολουθεί να λάμπει μέχρι σήμερα σε όλη την ανθρωπότητα. Έτσι διαβάζουμε ότι: Στην εξορία πέθαναν: Ο Πυθαγόρας, ο Αριστείδης, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης και άλλοι. Στη φυλακή πέθανε ο Φειδίας, και ο Μιλτιάδης. Ο Σωκράτης ήπιε κώνειο και ο Δημοσθένης πήρε δηλητήριο. Αν δούμε μία-μία χωριστά τις παραπάνω θλιβερές περιπτώσεις, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική αιτία θανάτου όλων αυτών των σπουδαίων προγόνων μας, ήταν ο φθόνος, η αχαριστία, οι συνωμοσίες και οι έριδες των Ελλήνων της εποχής εκείνης, και με πολλά ερωτηματικά και μεγάλη απογοήτευση, ίσως μουρμουρίσουμε: «Ελλάς το μεγαλείο σου!» και τότε η σκέψη μας θα πισωγυρίσει στη Μυθολογία μας, και θα θυμηθούμε πάλι τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Αλήθεια... υπάρχει μεγάλη ομοιότητα σε πολλές πράξεις της Ελλάδας μας, με τις πράξεις του Κρόνου, αφού μεταφορικά και αλληγορικά και οι δύο «έτρωγαν τα παιδιά τους». Αφήνοντας το «χθές» που τόσο πολύ μας προβληματίζει, ερχόμαστε στο «σήμερα», και βλέπουμε ότι αυτό μας πληγώνει ακόμα περισσότερο από όλα τα άλλα, γιατί το «σήμερα» το ζούμε, παλεύουμε με αυτό, αγωνιζόμαστε... αλλά δυστυχώς χάνουμε, γιατί έχουμε εμπλακεί σε έναν αγώνα σκληρό και άνισο, αγώνα συντριβής και υποταγής. Χάνουμε καθημερινά ανθρώπους που λυγίζουν και σπάζουν σαν κλαδιά, γιατί μη αντέχοντας την ανέχεια, τη δυστυχία, την πείνα και την απώλεια της αξιοπρέπειάς τους, που έχει χαθεί στα Τάρταρα, επιλέγουν αναζητώντας τη λύτρωση, να δώσουν ένα βίαιο τέλος στη ζωή τους. 76

78 Αυτό όμως που κάνει την πατρίδα μας πιο έρημη και φτωχή είναι η εθνική πληγή της μετανάστευσης των νέων μας σε χώρες του εξωτερικού. Τα νέα παιδιά και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σπουδάσει, οι επιστήμονες μας, προσεγγίζοντας με ώριμη σκέψη τη δραματική κατάσταση της ανεργίας που βιώνουν καθημερινά - αφού έχουν χτυπήσει αμέτρητες κλειστές πόρτες που δεν ανοίγουν με τίποτα - εκφράζουν την πλήρη απελπισία τους, τόσο για την παρούσα κατάσταση της χώρας μας, όσο και για την έλλειψη κάποιας θετικής προοπτικής για το μέλλον. Δεν βλέπουν πουθενά τη χάραξη έστω και μιας μικρής ελπιδοφόρας πορείας. Αντίθετα βλέπουν την ανεργία που έφτασε σήμερα στο 27,6%, να ξεπερνά το 30% και γνωρίζουν καλά ότι τα νούμερα αυτά που ακούγονται είναι πολύ μεγαλύτερα. Η Εταιρία Δημοσκοπήσεων που πραγματοποίησε έρευνα για λογαριασμό του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατέληξε σε απογοητευτικά αποτελέσματα. Ένας στους τέσσερις απόφοιτους νέους ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης, δηλώνει έτοιμος να μεταναστεύσει, ενώ από τους νέους με στοιχειώδη εκπαίδευση μόλις το 5% σκέπτεται να ζητήσει δουλειά στο εξωτερικό. Άρα το συμπέρασμα είναι ότι, το πλέον μορφωμένο κομμάτι του πληθυσμού μας, αντιμετωπίζοντας κατακερματισμένα και αποχρωματισμένα τα όνειρά του, αγωνιά και φεύγει έξω. Η Ελλάδα χάνει τα άξια παιδιά της, τα δυνατά μυαλά διαρρέουν σε άλλες χώρες, όπου και αξιοποιούνται βασικά προς όφελος των ξένων. Αυτό είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό, διότι δεν αφορά μόνο την απογύμνωση της Οικονομίας της χώρας μας από υψηλής αξίας στελέχη, αλλά πρωτίστως αφορά την Εθνική μας αφαίμαξη. Ας σκεφτούμε σοβαρά ότι σήμερα η μετανάστευση, δηλαδή, η ατομική ή ομαδική μετακίνηση από την πατρώα γη σε άλλον τόπο με βασικό κίνητρο την εύρεση εργασίας, είναι - κυρίως για τους νέους - η Εθνική ανοιχτή πληγή της χώρας μας. Σε τι διαφέρουν σήμερα οι νέοι που τους αναγκάζει η Ελλάδα μας να ακολουθήσουν τον δρόμο της μετανάστευσης που πήραν και οι παππούδες τους πριν από πολλά χρόνια, ζεσταίνοντας στην καρδιά τους την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή; Σε τι διαφέρουν σήμερα οι νέοι που τους αναγκάζει η Ελλάδα μας να μεταναστεύσουν και να ζήσουν σαν εξόριστοι, όπως έζησαν και πέθαναν διωγμένοι τόσοι σπουδαίοι Έλληνες στην αρχαιότητα όπως είδαμε παραπάνω; Σε τι διαφέρουν σήμερα οι νέοι, που τους αναγκάζει η Ελλάδα μας να μεταναστεύσουν σε ξένες χώρες για να μπορέσουν να σώσουν τη ζωή τους; Μήπως η Ελλάδα μας, ως σύγχρονος Κρόνος, τρώει και αφανίζει τα παιδιά της; Ας το σκεφτούν επιτέλους σοβαρά και υπεύθυνα οι κυβερνώντες και οι αρμόδιοι και χωρίς άλλη καθυστέρηση, γιατί ήδη έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο. Ο σοφός Ευριπίδης μας συμβούλεψε: «Βουλεύου χρόνω», δηλαδή, να σκέπτεσαι έγκαιρα. Ας το πράξουμε... για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών μας. 77

79 Κοντέα Ρούλα Ο Νίκος και τα ποντίκια Δεν σταμάτησε να περνάει κόσμος κάτω από το παράθυρο του Νίκου, του γιού της Χαρίκλειας, που τον είχε πετάξει σε ένα κάδο σκουπιδιών. Και αυτοκίνητα. Και ο θόρυβος έμοιαζε με μαχαίρι που σέρνεται μέσα σε σώμα. Και μέσα στο δωμάτιο του, να μιλάνε τα ποντίκια, που μπαίνανε κάτω από την πόρτα της κουζίνας, πλάι στη σκουριασμένη σκάλα υπηρεσίας, που οδηγούσε στην ταράτσα. Αλλά ο Νίκος κοιμότανε βαθιά και δεν άκουγε. Αλλά ούτε όταν κοιμότανε ελαφριά άκουγε. Τον είχε ξεχάσει ο κόσμος, και αυτός όσο και να έψαχνε τον κόσμο, δεν τον είχε βρεί. Και κουράστηκε μετά από χρόνια να ψάχνει κάτι, που για αυτόν δεν υπήρχε, και έπεσε για ύπνο. Στο κρεβάτι με το φαγωμένο στρώμα στο ισόγειο της πολυκατοικίας πάνω στην οδό Αχαρνών. Εκεί που δεν σταματάνε τα λεωφορεία να παίρνουν και να αφήνουν κόσμο, ούτε τα τρόλλευ να παίρνουν και να αφήνουν κόσμο, ούτε τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν και να έρχονται, ούτε η ζωή, που δεν σταματάει να μοιάζει με ανοιχτή πληγή, και να ουρλιάζει, πως είναι ακόμα εδώ. Και αυτός που περίμενε να αγαπηθεί, για να μαζέψει ένα φιλί, που θα είχε κάποιος ξεχάσει μπροστά στην πόρτα του, αυτό που ανακάλυψε, είναι πως δεν υπάρχουν άλλα λόγια για να κρύψουν την αλήθεια, και πως τα φιλιά χαρίζονται, δεν ξεχνιούνται, και πως η κυρία Χαρίκλεια τον είχε πετάξει μαζί με τα χαρτιά τουαλέττας, μέσα στον κάδο σκουπιδιών, εδώ και πολλά χρόνια, γιατί δεν τον ήθελε. Και ο Νίκος, που περίμενε κάθε μέρα μία νέα λέξη να του δώσει τον χρόνο να την σκεφτεί, για να αγαπηθεί από τον χρόνο, δεν την άκουσε, ούτε για μια φορά. Μόνο την φωνή της πωλήτριας του μανάβικου άκουγε. -Καλά πεπόνια, καλά καρπούζια..ελάτε. -Ήρθε το καλοκαίρι, σκέφτηκε. «Ο χειμώνας μπορεί να περιμένει». Με αυτή τη σκέψη έπεσε να κοιμηθεί, για να μην ξυπνήσει, ούτε όταν ένα φορτηγό μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τον πήρε μαζί του. 78

80 Κοσμέτου K. Βασιλική O καινούργιος, χρησμός Ελλάδα είσαι Σύμβολο ελευθεροφροσύνης, μάνα που γιους εβύζαξες αητούς της Λευτεριάς» «Οδοιπόρησα, Φοίβε, από βράχια παγίδες, κουφάρια σκοτωμένων συντρόφων και κατάφερα, με σχισμένα ιμάτια, ως εσένα να φτάσω, απ της ρίγανης τα κρυφά μονοπάτια, στων Δελφών το αρχαίο μαντείο, θεοτρόπος, μιας συγχρόνου Πυθίας ν ακούσω τον καινούργιο χρησμό». - «Γονατίζω, και πες μου κυρά μου, κι αν δεν φτάνει ό,τι έριξα στων τριπόδων τη χαλκιένια χοάνη, τη μικρή μου ζωή θα προσφέρω θυσία, για ν ακούσουν οι άλλοι, πως θα βγει απ την κρίση ο τόπος, που τον έχουν ποτίσει γενιές με ιδρώτα και αίμα, πως θα ζουν τα παιδιά με χαρά, δίχως όπλα και κράνη.» Δεν σε βλέπω οι καπνοί σε τυλίγουν, Πυθία, μα σ ακούω... αχνά ψυθιρίζεις ή θαρρώ πως σ ακούω η Ελλάδα, άκρη σ άκρη πονάει... τον ακούω το λυγμό της σαν κλαίει κι η ψυχή μου ως τα μύχια ριγάει...» Μα εγώ, τις αφέγγαρες νύχτες στο πλευρό της Ελλάδος ξενύχταγα.» Την καρδιά μου σου ανοίγω, καλή μου, που ακουμπά τον παλμό της Ελλάδας κι από πίκρα για κείνην σκιρτάει... Πού πηγαίνει;... τι θα γίνει;... συλλογίζομαι με αγωνία... αλήθεια, η Ελλάδα, πού πάει;...» - «Μην τρομάζεις ο τόπος ετούτος στο χαμό δεν θα πάει.» Τόνε σώζει η παλιά του ιστορία κι οι ανδρείοι που απ τα κόκκαλα των γενναίων παιδιών του, το χώμα ετούτο πότε - πότε γεννάει.» Αν φροντίστε να πλυθούν οι πληγές της, ανασταίνεται... τη θωρώ, να, στο μέλλον γελάει... 79

81 κι ούτε μάνα Ελληνίδα, προδότη, στη γη των ηρώων, Εφιάλτη ποτέ πια, ποτέ πια ας μη γεννάει...» Ποιητές, ανεβάστε το πνεύμα ψηλά στις κορφές η εποχή Θερμοπύλες ζητάει...» Προστατέψτε τις ρίζες, εμποδίστε τους βάρβαρους να βιάζουν τη γλώσσα, που της άλλαξαν δίχως όνειδος όψη.» Απαιτήστε να φέρουνε, πίσω τ αγάλματα, που Ελγίνοι και Νέρωνες κι άλλοι δικοί μας, τ άρπαξαν.» Αγκαλιάστε, με στοργή, τα καινούργια βλαστάρια, μην αλλάξουνε χρώμα απ τη βροχή των δακρύων.» Τις σημαίες υψώστε. Μην ξεχνάτε την τεσσάρων αιώνων σκλαβιά. Τον ακούτε εκείνο των ερπίστριων τον ήχο;... δεν είναι τραγούδι είναι ο θρήνος των άστρων για το κράτος της βίας.» - «Σαν τι άλλο γρικιέται, Πυθία;» - «Ο καινούργιος ο Έλληνας, φίλη, τίμιος ειρηνοδρόμος, με ψυχή και αγάπη για τον τόπο, ετούτο τον τόπο, που όμοιός του στο χάρτη πουθενά δεν εγίνη, με έναν ήλιο αθλοθέτη, γιατρό λυτρωτή, σμαραγδένια πελάγη με νησάκια, πλουμίδια, κοχύλια!» - «Απόλλων! Απόλλων! ακούς τον καινούργιο χρησμό; Με την άρπα τραγούδα, θεέ του φωτός των Δελφών, των ηρώων τα κλέη τραγούδα, ο χρησμός τραγουδάει! Ύψωσε τη φωνή σου θεέ, για ν ακούσουν καλά κι οι εταίροι της Ευρώπης, πως η Ελλάδα δεν πέθανε ακόμα... Στις καρδιές των γενναίων παιδιών της και αυτών που μιλάνε και σπουδάζουν τη γλώσσα και πονάνε τον τόπο, η καρδιά της Ελλάδος χτυπάει...» Απ τη στάχτη αιώνων, μια τρισένδοξη ματωμένη κι αθάνατη Ρωμιοσύνη προβάλλει -! Το αύριο της Ελλάδας...,» να, το βλέπω! Καινούργιος γενναίους, με ήθος γεννάει!... 80

82 Λαμπρόπουλος Δημήτρης Το Ε του Έρωτα Μαέστρος εσύ, Στο κρεσέντο του έρωτα Ανελέητα σκότωσες τους μουσικούς, κ έσπασες την μπακέτα Στην κορύφωση του πάθους-πρόδωσες το ένστικτο, Ωσάν προφήτης γυρολόγος, κυνικά μου μαρτύρησες τα μελλούμενα, Για να τρομάξεις τον έρωτά σου Έκλεισες ερμητικά παράθυρα και πόρτες Γιατί φοβήθηκες μήπως ο άνεμος μπει και σου ξαναπάρει τα μυαλά Όρθωσες τείχη για να περιορίσεις τα συναισθήματα που ασταμάτητα σε πλημμυριζαν και να κρατήσεις μακριά τον έρωτα. ΕΣΥ Η γενναία των ημερών Η μαντόνα των κήπων Η γλώσσα της φλόγας Η ατίθαση δημιουργός Η ηρωίδα του παραμυθιού Η προστάτιδα των μεγάλων συγκινήσεων Η ερωμένη του ήλιου Η ηνίοχος στο άρμα του έρωτα Το κορίτσι της διπλανής πόρτας ΕΣΥ - Ο ορισμός της γυναίκας Φοβήθηκες την πλάνη του αληθινού έρωτα και σίγησες. Χωρίς σκέψη δεύτερη, Θόλωσες το βλέμμα σου Ξόρκισες το ρόλο σου Άλλαξες τα λόγια που μαρτύρησες Βάρυνες τον τόνο της φωνής σου Σκόρπισες τα πάθη Και έσβησες το Ε του Έρωτα 81

83 Άφησες την αιωνιότητα της ποίησης Για το εφήμερο του μυθιστορήματος Άφησες τον ποιητή για τον εκδότη Εγκατέλειψες την παράσταση, Που εσύ σκηνοθέτησες στην μέση Κ έφυγες με το κοινό! Ξανάγραψες την αρχή Άλλαξες πρωταγωνιστή και Επιβεβαίωσες το τέλος Άλλαξες το επικό σε κωμικό Αφαίρεσες το μεγαλείο από την στιγμή και μετέτρεψες ακαριαία τον Έρωτα σε απροσδιόριστη ανάμνηση Να ξέρεις, κανέναν δεν έννοιαξε Πραγματικά! Ούτε πως άρχισε, Ούτε πως τέλειωσε Αυτό το ερωτικό ταξίδι Οι γύρω το ξέχασαν ήδη! ΕΣΥ, ίσως έχεις ακόμα μια ιστορία ν αφηγείσαι, στους μελλοντικούς άχρωμους και ισόβαρους Εραστές σου ΕΓΩ συνεχίζω με τη γραφή για να σου πω όσα μου ενέπνευσες ΕΣΥ Σαν γυναίκα σύμβολο και δεν πρόλαβα Να στα μαρτυρήσω 82

84 Μακράτος Τάσος Ουτοπία Άλφα (Απόσπασμα) Μας χάιδευαν οι ώρες κι έφευγαν να πάνε να ψηλώσουνε τον ήλιο να μεστώσουν τη λάμψη του το Αιγαίο να ζεσταθεί και να χρυσώσει κι έβγαινε η λαύρα υδροχόη κι όλους χορτάτους μας περιέλουζε με ραθυμίαν απαστράπτουσαν της δημιουργίας 250 Οι σκιές ξαναεπέστρεφαν στα αντικείμενά τους και οι ήχοι του χαμένου πρωιού χαμένοι κι αυτοί μόνο της θάλασσας μία ελάχιστη πνοή και η σιωπή του απείρου παρέα με το φως το κατάλευκο τα νησιά ακίνητα παραδομένα στο αρχαίο πεπρωμένο τους γεμάτα ειδώλια γονιμότητας και μάρμαρο λατρευτικό 260 τα νησιά τα ακίνητα του κάλλους Δεν μιλούσαμε μόνο τα μάτια μας κορίτσια αγόρια αντάλλασσαν ροπή και πάθος και ήσαν αγκαλιές περίρροες τα βλέμματά μας ασάλευτα τα μέλη μας επροσκυνούσαν τον Έρωτα τα ανείπωτά του 270 και οι βουλές του αξεδιάλυτες πίσω από τον ορίζοντα και ησυχάζαμε έως Έφθανε γοργά το απομεσήμερο να δώσει σκιές στις αδημονούσες αφές μας καθώς ο ναός γενναιόδωρος τον ασκιανό του πρόσφερε σε 83

85 περιπτύξεις ζάπλουτες και ζαμενείς σε θωπεύματα ακαταμάχητα σε ζαλιστικά φιλήματα 280 πηγές και ποτάμια η ορμή μας και λίμνες και θάλασσες εξεγερμένη η νιότη μας προορισμένη και μακραίνανε οι ήσκιοι και παραμέναμε προστατευμένοι κατάγυμνοι με τους οφθαλμούς εξογκωμένους της χαράς και τις παλάμες προεκτεταμένες του ακόρεστου ανάμεσα σε κορμιά συνωστισμένα και αγριολούλουδα μιμούμενα 290 τις νεανικές κινήσεις μας τους αναστατωμένους κραδασμούς μας κι ήταν υγρά τα παραληρήματά μας και οι κραυγές μας λαμπερές Το Αιγαίο όλο και πλησίαζε τον ήλιο του κι όρθιοι τρέχαμε όρθιες να πλημμυρίσουμε φως μεσημβρινό να καταστούμε της δύσης ερωμένες κι εραστές με χρώμα κοραλλί η γεύση μας 300 και η αρμύρα παρέα μας ανατριχιασμένη η θάλασσα της λήθης χορευτικός ο ουρανός κυματοειδής έπαιρνε ο ήλιος το είδωλό του και τό κανε καράβι όλο το χάναμε κι όλο μας ξανάπεφτε στα χέρια κατάφορτο αλλά και πάλι διέφευγε έτσι καυτό και ζωηρό που έπλεε 310 έτσι σαν ένα αίνιγμα διαρκείας σαν μία απάντηση χωρίς ερμηνεία καθώς οι λέξεις πρωτοφανέρωτες αδιαμόρφωτο το συντακτικό τους μέναμε να συνομιλούμε με τα χρώματα ενός αμετάκλητου ορίζοντα ωρίμαζαν οι αποχρώσεις χωρίς σταματημό 84

86 κι όλο και πλάνευαν τις αχνές αισθήσεις μας αλήθεια απορούσαμε μέχρι πού θα καταλήξει η μέρα μας; 320 σήμερα θα τελειωθεί ή αύριο; ή ποτέ; αλλά αφηνόμασταν στην τάξη των πραγμάτων στη ζωηρή ακινησία τους των αγαλμάτων των ελληνικών της αρμονίας στα αγγεία τα ερυθρόμορφα των όψεων των ονομάτων κι ήμασταν εμείς επιγραφοποιοί αφοσιωμένοι της ζωής μας αφοσιωμένες μα για την ώρα αμέριμνοι και αμέριμνες 330 αναπαυμένοι στα νειάτα μας Μαρινάκης Γιώργος Η νέα Ατλαντίδα Μετά απ τους προαιώνιους κατακλυσμούς του κόσμου και τις σφοδρές κι αρχέγονες πλημμύρες και φωτιές, θεριέψαν τα ηφαίστεια και ξέρασαν τη λάβα που ακαριαία αφάνισαν Πομπηΐα και Σαντορίνη. Και υπήρχε μία ήπειρος που άνθιζε ο νους κι ο πλούτος πέρα από το πέλαγος και τις Ηράκλειες Στήλες, που ο Πλάτων πρώτα μίλησε για αυτήν σε αφηγήσεις και ύστερα οργίασαν οι φήμες και οι θρύλοι. Μα ίσως θα ρθει κάποτε του μέλλοντος η μέρα που ένας καινούργιος Πλάτωνας σε κάποιους θα αφηγείται για μια στεριά που χάθηκε στα βάθη της αβύσσου και που καταποντίστηκε σαν νέα Ατλαντίδα. 85

87 Και θα ναι η στεριά αυτή, ο τωρινός μας κόσμος που θα χαθεί συθέμελα σαν νέα Ατλαντίδα, μα όχι από φύσης ξέσπασμα κι ούτε από ουράνια πτώση, αλλά από ανθρώπων σφάλματα κι από αλαζονείες. Στο ένα μας χέρι ο κεραυνός, στο άλλο το περιστέρι κι εμείς κρατάμε τα κλειδιά για τους ασκούς του Αιόλου, για αυτό ας φιλοσοφήσουμε κι ας ορθολογιστούμε ώστε να μη θρηνήσουμε μια νέα Ατλαντίδα. Αναζήτηση Πίνω γλυκό κρασί κι αψέντι και το μυαλό μου ακροβατεί και βάζω στόχο κάποιο αστέρι για να αποδράσω από τη γη. Ρίχνω ένα νόμισμα στη λίμνη, μπαίνω σε αυτόματη γραφή κι ακούω χρησμούς απ την Πυθία μες στου μυαλού μου τη σιγή. Ολημερίς ζητάω τις λέξεις σε ποταμούς και ρεματιές, κάνω ευχές σε πεφταστέρια και ψάχνω απόκρυφες πτυχές. Τίποτα όμως δεν αρθρώνω που να μην έχει ειπωθεί, μ άφησε η έμπνευση μονάχο κι άλλο ερωμένο πάει να βρει. Μούσα μου άπιστη και λάγνα πικρά με πρόδωσες κι εσύ κι είμαι πηγή που έχει στερέψει μπροστά σ ένα άγραφο χαρτί. 86

88 Μαυριώτης Αυγερινός Zωγραφιά Να βάλεις μπλε πολύ στη ζωγραφιά,. Ζωντανή τη θάλασσα να κάνεις Δελφίνια να πηδούν στο ηλιόγερμα Και γλάρους να χορεύουν στον αγέρα Μ ανοιχτές φτερούγες. Μακριά απ το κύμα τ άγριο Να σέρνεται η σιωπή στην άμμο. Τη βάρκα μου χωρίς κουπιά να ταξιδεύει Στ ανοιχτά. Κι εγώ να φεύγω μακριά Χωρίς εσένα. Έκανες λάθος Είναι φθινόπωρο και η βροχή Μουσκεύει τα μαλλιά σου, Γέρνει τα χρυσάνθεμα στον κήπο σου. Ήτανε λάθος που βγήκες στη βροχή Χωρίς ομπρέλα. Μ όλο που πήρες τον καιρό απ το δελτίο Έκανες του κεφαλιού σου. Το ταξίδι Όταν περνούν οι γερανοί Άνοιξε το παράθυρό σου Ν ακούσεις το κάλεσμά τους. Κι ίσως πειστείς να τους ακολουθήσεις Στο μακρινό ταξίδι τους στις χώρες του βορρά. Σ εκείνο το παλιό ξύλινο μπαούλο Με τις ξεθωριασμένες ζωγραφιές, Μαζί με τ ασπρόρουχα, έχεις διπλωμένο 87

89 Ένα ταξίδι απ τον καιρό της νιότης σου. Μην αμελήσεις να το κοιτάξεις Είναι καιρός να τ αποφασίσεις. Όσο περνούν τα χρόνια Όσο περνούν τα χρόνια, ερημώνουν οι δρόμοι, Αδειάζουν οι γειτονιές. Οι φίλοι μας φεύγουν ένας ένας, Μας αποχαιρετούν βουβά. Τα παιδιά δεν παίζουν πετροπόλεμο, Τα πήραν μαζί τους οι μεγάλοι στις πόλεις. Ορφάνεψαν από φωνές οι αλάνες Και τα δέντρα δεν αντέχουν τον καρπό τους. Εκλιπαρούν τους περαστικούς να τα ξελαφρώσουν Ωσάν τις ετοιμόγεννες που φτάσαν στον καιρό τους. Μόνος Είχε μέρες να βγει από το σπίτι Κι ούτε του χτύπησε κανείς την πόρτα. Πάλι θα περάσει μόνος τη νύχτα Τρέμοντας το φόβο των ληστών. Η σύντροφος του έχει καιρό που έφυγε Και δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Άφησε ωστόσο το είδωλό της Στον καθρέφτη του σαλονιού. Όμως απόψε με τη διακοπή του ηλεκτρικού Έσβησε κι αυτό. Φέτος το χειμώνα Φέτος το χειμώνα μείναμε πάλι χωρίς φωτιά. Όλοι κυκλοφορούν στους δρόμους με βαριά Πανωφόρια και στα παγωμένα σπίτια τυλίγονται Με μάλλινες κουβέρτες και πολύχρωμα χράμια. Πιστεύουν πως μ αυτό τον τρόπο θα νικήσουν Τη βαρυχειμωνιά που τους ζώνει από παντού. 88

90 Όμως το κρύο έχει περάσει βαθιά μέσα τους. Και πάγωσε την ελπίδα που θερμαίνει την ψυχή. Γυρίσαμε Γυρίσαμε ύστερα από χρόνια Στο παλιό μας σπίτι. Χτυπήσαμε και περιμέναμε Να μας ανοίξουν. Μελισσαράτος Σωκράτης Άδικος κόπος. Αφού εμείς είμαστε Οι τελευταίοι του ένοικοι. Από την συλλογή «Όταν περνούν οι γερανοί» (απόσπασμα από την υπό έκδοση Ποιητική Σύνθεση) «Στα κράσπεδα της Αιτωλίας χώρας» [ ] Πέφτει.. η Ελλάδα, πέφτει κι η Αιτωλία! Πέφτει μια ολόκληρη ανθρωπότητα! Πέφτει πέφτει στων (Ο)Λίγων την Κόλαση. Δες..! Ψυχές βουλιάζουν σε μια Κόλαση από άμμο απύθμενη! Τεχνητή των κρατούντων η κόλαση στων ταρτάρων χάνεται τα έγκατα! Εκεί στου ζόφου τα βάθη, περιμένει μονάχος ο Θάνατος! Ένας Θάνατος των Κρατούντων Εκπρόσωπος..! Στα δόντια του κομμάτια από σάρκες κι απ το στόμα του στάζει το αίμα! Στα χέρια του σχοινιά και αγχόνες, και στις άκρες τους κορμιά κρεμασμένα! 89

91 Γελάει, προσμένει κι άλλες ψυχές ματωμένες! Δίπλα του έχει τα σάβανα, και μελλοθάνατων στρώνει κρεβάτια..! Ο Θάνατος, γέλιο απλώνει ντύνεται τις Μορφές των Κρατούντων..! Ο Χάρος, αρμενίζει με φέρετρα και πανιά του είναι τα σάβανα..! Το στρατό του ψάχνει ο Θάνατος κι οι (Ο)Λίγοι του προσφέρουνε πτώματα! Σαρώνουν οι Κρατούντες τα φάρμακα κι ο Εκπρόσωπος σαρώνει κουφάρια! Ο Θάνατος βαδίζει ανενόχλητος, στων νέων ανθρώπων το διάβα.. «Έχεις ζωής μεγάλο προσδόκιμο», Πρέπει νά ρθεις πιο γρήγορα..! Σαρώνει ο Εκπρόσωπος αγγελούδια, γέρους, νέες και νέους, σαρώνει βλαστάρια ζωής! Κάτι αιωρείται στο μαγνάδι της νύχτας, σαν ίσκιοι απουσίας, σαν ίσκιοι ύπαρξης κι αυτός ο άνεμος κάποιες κουβέντες συρίζει Σαν Διαπραγματεύσεις ακούγονται μελλοθάνατων με το Θάνατο! Δυναμώνουν οι φωνές, δυναμώνει κι ο άνεμος και τις σκορπά στα πέρατα της Γης τα ματωμένα.. και στης Αιτωλίας την Όψη τη θλιμμένη! Ακούω διαταγές, προσταγές, παραγγέλματα.. να ρχονται σαν βουές, απ τις γωνιές του Κόσμου! Αχ..! Χρόνε.. γρήγορα με περπάτησες στους δρόμους σου..! Ο καθείς απ το μετερίζι του Άνθρωπε, άκουσα τον άνεμο! 90

92 Ξεκίνησε το Φθινόπωρο το τρίμηνο μελαγχολικό του ταξίδι κι η ζωή αλμύρα απ των ματιών τα δάκρυα! Κι Εσύ Κόρη, γωνιά μικρή της Οικουμένης προδομένη, λαβωμένη από αμνήμονες, κουβαλάς στην αγκαλιά παιδιά σου λιπόθυμα, απ τις αυλές των Σχολείων, άλλα μελλοθάνατα κι άλλων παιδιών σου.. σκηνώματα..! Απ της καρδιάς σου τα βάθη ακούγεται βόγκος βαρύς, Δημοκρατίας βαριά πληγωμένης! Φορτωμένη την Ιστορία σου απ τον Φόβο επίορκων τέκνων σου, πασχίζεις μέσ από Μνημόνια, εξαθλίωση και Θανάτους να ζήσεις..! Φορτωμένη τη δόξα αιώνων βαδίζεις κι η Ελευθερία έρχεται από Λιόδεντρα μέσα, Σιτοβολώνες και Άρμη.. με Ελιάς και Δάφνης Στεφάνια που κρατά στα λευκώλενα χέρια της! Κρατά και Mια Ελλάδα σε ματωμένα Χαρτιά διπλωμένη! Μια Ελλάδα του αθέατου Πόνου Μια Ελλάδα του αθέατου Πένθους Μια Ελλάδα Σκλάβα στων Κρατούντων το Άρμα! Μια Ελλάδα ορφανή από Ήρωες! Ω..! Μορφή θεϊκή, Μοναδική! Στην Όψη σου πάλλεται η αύρα τ ανέμου, που φέρνει τους Ήχους... μαζί με το καθάριο γλαυκό του Αιγαίου χυμένο στων ματιών σου τις κόρες! Εκείνο του Ιονίου πελάγου το Ψιθύρισμα, σαν κύμα, που σπάει στο μυχό της Ψυχής σου, τ ακούς...; Κι αυτό των Ίσκιων το ανήκουστο βάδισμα, πάνω από ποτάμια, κάμπους, βουνά και λαγκάδια, τ ακούς...; 91

93 Τους Αετούς τους Υψηπετείς που ψάχνουν για φίδια που φωλιάζουν στον κόρφο σου, τους βλέπεις...; Ξαγρυπνά των ανέμων η ανάσα, το νιώθεις...; Ξαγρυπνά το μάτι των βουλιαγμένων αιώνων και στέλνει μηνύματα, τ ακούς...; Των ματιών τους τον τρόμο, που πλανάται μέσ απ τα σίδερα που φύτεψαν γύρω απ το κάστρο τους, τον βλέπεις...; Τώρα... άκου και τη βουή του Λαού σου που ρχεται με γλώσσα καυτή, να ξυπνήσει τους Ήρωες, που κοιμούνται στα σπλάχνα του Ήλιου, Ανήλεοι.. για να λιώσουν τα σίδερα! Ω..! Μη ρωτάς Πατρίδα πότε θα ρθει η Μέρα! Ποιος θα Οργώσει το Κόκκινο απ το αίμα Χώμα... Ποιος θα Φυτέψει Ελιά, Ποιος Σιτάρι, Ποιος Δάφνη...! Για Σένα η Ελευθερία κρατά Σύμπυκνο, Θεών Στεφάνι! [ ] Μελιτάς Χάρης Οι συμπαίκτες Τα βράδια υποδέχομαι στο σπίτι τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Πρώτος προσέρχεται ο Κόμης Μοντεχρήστος ακολουθεί ο Σερ Ρομπέν του Λόξλεϊ και τελευταίος ο Δον Ντιέγκο Ντε Λα Βέγκα. Μην φανταστείτε συζητήσεις περισπούδαστες. Η τράπουλα. Οι μάρκες. Η παρτίδα. Κερδίζουν φυσικά οι καλεσμένοι μου. 92

94 Χειρίζονται με τέχνη τα σπαθιά ξεκλέβουν το φιλί της Ντάμας Κούπα. Εντούτοις, δεν βαρυγκωμώ. Ο νικητής αφήνει πάντα κάτι για τους άστεγους και τα φτωχά παιδιά της ενορίας. Συνήθως φεύγουν με λαντό - καμιά φορά ειδοποιούν την Μερσεντές να τους μαζέψει. Ωραίοι χαρακτήρες, συλλογίζομαι τακτοποιώντας τις καρέκλες στο τραπέζι. Φιλεύσπλαχνοι. Ενάρετοι. Γενναίοι. Και προπαντός αριστοκράτες. Αρχοντάνθρωποι. Τιμή μου που με βάζουν στο παιχνίδι. Λοξίας Λες και πεινούσα στο φινάλε του ποιήματος Λιγουρευόμουν ένα τίτλο από Λάμδα Λάκυ Λουτσιάνο φερ ειπείν ή Λαμαρτίνος Λεηλασία, Λαμποργκίνι, Λαχανόκηπος Λαβράκι, Λαβδακίδες, Λαβομάνο Λιμενοφύλαξ, Λαιμητόμος, Λαφαγιέτ Λαβίδα λόγου χάριν ή Λιβρέα Λαβύρινθος, Λιβόρνο, Λαοκόων. Λαχτάρα διά βίου ανεκπλήρωτη Λογάριαζα χωρίς τους Λαιστρυγόνες Λαθρεπιβάτης σε ποστάλι λογιστών λιμοκτονούσα Λιμάνι και λυχνάρι, η Λιλή Λιγνή λαγνεία, λάθος λατρεμένο Λαμπάδιαζε στα χέρια του Λουκά Λύγισα σαν τους είδα. Λοξοδρόμησα Λεπίδι σφύριξε σαν φίδι στο λυκόφως. Λευκό φιλί. Λευκή στολή. Λευκό κελί Λευκοί λυκάνθρωποι φρουρούν τη λογική μου Λέξεις λαθραίες αλιεύω στον περίπατο Λυπούνται δήθεν που κατάντησα λωλός Λάσκαραν λένε κάτι βίδες στο μυαλό μου Λοξία με φωνάζουν οι λακέδες Λόγος του αέρα τούτος, ή λυτρωτικός; Λίγο με νοιάζει. Να ο τίτλος που λιμπίστηκα. 93

95 Μητσοβασίλη Πολυξένη Πικροδιαβαίνω Το πικρό χαμόγελο που μου κρυβε το πόνο χάθηκε. Και γω γίνηκα σύννεφο χλωμό και πικροδιαβαίνω ανάμεσα στην καθημερινή κίνηση και ακινησία, παλεύοντας να πιαστώ απ τα κενά του σύμπαντος. Ο πόνος είναι εδώ Μη ξεγελαστείς απ τη χαρά της στιγμής ή των στιγμών. Ο πόνος είναι εδώ είναι εκεί είναι παντού. Είναι φριχτός, ατέλειωτος κι ανελέητος. Αλυσόδεσε τα όνειρά σου κι αφαίσου στη δίνη των καιρών κι αν έχεις τύχη αφαίσου στην αγάπη των παιδιών. Τα παιδιά είναι παρηγοριά του εφήμερου κόσμου. Είναι το ξεγέλασμα στο γυροβόλιασμα του χάρου. Είναι ο απόηχος της χαράς είναι υπομονή στο δάκρυ και στο χάος. 94

96 Κι ύστερα Λέξεις άνυνδρες, σκληρές κρέμονται απ τα χείλη σου καρφιά. Απόκοσμο βουητό του κόσμου με κυκλώνει μεσ τον βαρβαρόηχο του παραλογισμού των καιρών στήνω καρτέρι στον αγέρα να πάρω ανάσες. Τηράω τον ήλιο μέσιασε η μέρα κάνω κουράγιο όσο να γείρει η μέρα να πέσει η νύχτα μαυροφόρετη να λαγιάσουν οι πόνοι ως την άλλη μέρα Κι ύστερα Κι ύστερα ως την άλλη νύχτα Μη μου ξαναφύγεις Ψυχή μου σήκω πέταξε από πάνω σου το χώμα με τα στιβαρά σου χέρια να σ αγκαλιάσω να σε πλύνω να σ αλάξω να σ αναστήσω απ την αρχή να σε βυζάξω να σε κρύψω στη καρδιά μου να μη μου ξαναφύγεις 95

97 Μιστριώτη Μαρία Στις φλέβες του χρόνου (ποιητική σύνθεση) Απ τους αιώνες προβάλλει αχνά το προσωπό σου. Σχήματα ερωτηματικών διαπερνούν τους ορίζοντες. Τ αρχαία σου δάχτυλα ψηλαφίζουν κύτταρα φωτός. Την ύλη σου συνθέτουν οι εποχές της πέτρας, του χαλκού, του σιδήρου. Αδρά στο κορμί σου μένουν τα σημάδια των πολέμων. Στις σελίδες της ιστορίας συλλαβίζω την θελησή σου. Τον στοχασμό και το πάθος σου. Αναζητώ τους μοχλούς και την αιτιότητα. Το φως κοιμάται βαθειά στα χέρια της νύχτας. Σε ψάχνω σ εκατομμύρια εποχές κι εξόδους κινδύνου. Αφουγκράζομαι τις πολύτροπες σιωπές σου και με δίψα πανάρχαιη αναζητώ το νόημα των αντιθέτων. Μετράς τα χνάρια στείρων εποχών Μηχανεύεσαι δούρειους ίππους. Ακροβατείς σε διάτρητες αρνήσεις με την ασύνορη επιθυμία της επιστροφής. Στην Ιωνία τραγούδησες όμηρο. Μάζεψες ουρανό στις φλέβες σου δώρο για το Μεταπόντειο τον Κρότωνα, τις Συρακούσες. Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια αργότερα μετράς τα αδιέξοδα της πόλης που σε λεηλατεί. Άλλοτε πυρπολείς τους ορισμούς και τα φαινόμενα των παραστάσεων. Στην αγρύπνια σου ματώνουν οι αρτηρίες των πρωϊνών. Σου φωνάζω πως δεν αντέχω τα σχήματα και πάντα σχεδόν υποπτεύομαι τους ρόλους. Χάνω την απόκριση καθώς οι λέξεις θρυμματίζονται ανάμεσα στις συμπληγάδες. Απλώνεις τα χέρια με την απελπισία του ναυαγού 96

98 που θεριεύει την δυναμή του. Με τις γωνιές των ασκημένων ματιών σου αναζητάς καπνό βεβαιότητας. Χιλιάδες χρόνια μακρυά σου με τις εποχές σε πλαίσια και εισαγωγικά υφαίνω τις επιθυμίες στην άλλη πλευρά των πραγμάτων. Σκύβω στους καθρέφτες τις αλήθειας και την πλάνης. Προσπαθώ να συγκρατήσω τη μορφή σου, καθώς μεταβάλεται απ το μολύβι του χρόνου. Στην πορεία της γνώσης αιμορραγεί η γνώση της διαδρομής μου. Στον Απολλώνειο ναό του Σελινούντα μετράω τους αιώνες στις ρωγμές του προσώπου σου. Αγγίζω την Έφεσο, τη Σάμο, τη Μίλητο, στις άκρες των ματιών σου. Δεν πρόλαβα να σου μιλήσω για εκείνα που ήθελα κι ο χρόνος με λιγοστεύει. Αύριο θα ξυπνήσω με ένα άλλο σχήμα. Εσύ θα ταξιδεύεις πέρα απ τις ακτές των πορφυρών μου αισθήσεων. Είναι φορές που σκέφτομαι που δεν υπήρξαν ποτέ τα τραίνα της νύχτας. Εκείνα που αγνόησαν τους μικρούς σταθμούς τ απελπισμένα σινιάλα και τους νυχτοφύλακες με τους κυρτούς ώμους όπως σκέφτομαι πως ίσως δεν ταξιδέψαμε ποτέ μαζί από την Ιωνία ως τον Τάραντα και την Κροτώνια. Πρέπει να σε βρώ μέσα σε πλήθος εποχές και πορείες αρχέγονες. Μεσ απ τα αινίγματα των ημερών και τα νυχτερινά τοπία. Πρέπει να σε βρώ ενάντια σε κύκλους και πέρα απ την υποταγή μας στην ομοιότητα των γεγονότων. Ίσως κάποτε μιλήσουμε για τραίνα που δεν άφησαν γράμματα. Για καράβια που έχασαν τον γυρισμό ή ακόμα, για τον μικρό νυχτοφύλακα που επιμένει να σφυρίζει όταν το σύθαμπο λεηλατεί τη μέρα. 97

99 Μουζάκη-Μπουρίτσα Ελένη Η Πόρνη Χθες βράδυ σ είδα πάλι στο φανάρι. Βαθύ σκοτάδι πριν ανθίσει το φεγγάρι. Φορούσες κόκκινα παπούτσια με φιογκάκι και στα μαλλιά στο ίδιο χρώμα κορδελάκι. Μίνι φουστίτσα ίσα-ίσα για να δείξεις ότι στο βάθος θα θελες να κρύψεις Στο χέρι κράταγες τσιγάρο αναμμένο και ο καπνός στα χείλη ξεψυχούσε Κείνα τα έντονα μπογιατισμένα χείλη που η παγωνιά της νύχτας τα τρυπούσε. Κι ένα τσαντάκι κόκκινο στο χέρι, το έπαιζες σαν να ταν κομπολόι. Μ αδημονία κι αγωνία προσδοκούσες Κοίταζες ολοένα - ολοένα το ρολόι λες και καρτέραγες εκείνον π αγαπούσες. Πελάτης. Αχ! πελάτης. Πως τον περιμένει! Σαν το λουλούδι που την μέλισσα προσμένει να του ρουφήξει τον ανθό του και το μέλι. Μα δεν είναι μελίσσι «οι πελάτες», ούτε αγγέλοι Και απαιτούν αυτό που θέλουν και το δίνεις μ άδεια ψυχή, ψεύτικα λόγια της οδύνης. Αντί πινακίου φακής ξεπουλάς τη ζωή σου! Για λίγα ψυχία προσφέρεις «βορά» το κορμί σου! Πόρνη! Κι ενώ σε ξεσχίζουν καμένα μαχαίρια, εσύ κρύβεις μες στην ψυχή σου, λευκά περιστέρια. Κρινάκι ήσουν κάποτε, αθώα παιδούλα. Κι είχες τα όνειρα σωρούς στην καρδιά. Μα κάποια νυχτιά διαλεχτή μαγιοπούλα, σου κλέψαν το μέλι σου και την ευωδιά! Και μετά, κατρακύλα η μια πα στην άλλη σε ρίξαν στο μαύρο του βούρκου κανάλι! Σε κλαίω γυναίκα του δρόμου σε κλαίω. Γυναίκα και γω, σε πονώ και στο λέω. Για τούτο που είσαι, οι άλλοι σου φταίξαν. 98

100 Σπαράξαν τη νιότη σου και σε καταστρέψαν. Και κλαίω για σένα γυναίκα, την πόρνη. Βουνά τα αγκάθια, οι φούρκες, οι πόνοι Σε βλέπω στημένη στο ίδιο φανάρι. Και τρέμεις ν ακούσεις αντρίκειο ποδάρι. Ευχή μου, το δάκρυ σου ν ανθίσει λουλούδι. Να έρθει ο ύπνος σου γλυκός σαν τραγούδι. Ν ανοίξει αγκαλιά και φτερά να σε φέρει σε άλλους ορίζοντες λευκό περιστέρι! Μακριά από το βόρβορο και την αγωνία. Σε μια άλλη φωτόλουστη, λαμπρή κοινωνία! Μπαρδάνη Σημαντήρη Σοφία Υποθήκες Περνώντας την πόρτα της τάξης σου με την αρματωσιά της αγάπης και την έπαρση του χρέους σε ώρες ευλογημένες που ανθίζουν τα πρόσωπα των παιδιών κοιτάζοντας κατά τον ορίζοντα να φέρνεις χελιδόνια. Σε κείνες τις ώρες να ματώνεις μαζί τους στο πόλεμο με τον δικό τους έφηβο μινώταυρο μαθαίνοντας τον εαυτό τους. Σε κείνες τις ώρες ανάμεσα σε φόβους και λαχτάρες να γυρεύεις στα κάστρα της Τροίας την Ελένη 99

101 και στα πεδία των μαχών τον Έκτορα της καρδιάς μας. Με τη θέρμη μιας βεβαιότητας και το άγιο πείσμα ν ανοίγεις την ψυχή τους σκυμμένος τις ώρες της αγρύπνιας στης γραφής τους τα σημάδια διαβάζοντας χίλιες φορές τρομαγμένα ερωτηματικά. Να πηγαίνεις μαζί τους φράζοντας τις καρδιές τους στις σειρήνες που τρελαίνουν φράζοντας το μυαλό τους στη γοητεία του ενός στην πρόκληση μιας ήσυχης συνείδησης στην έπαρση της μοναδικότητας στην κίβδηλη γοητεία της κατάκτησης. Οι φόβοι τους ανίσχυροι όταν σαρκώνεις την έγνοια την αδελφοσύνη όταν μάχεσαι στην καρδιά τους το θάνατο της ελπίδας όταν αντιμάχεσαι τη θλίψη αντιμάχεσαι την υποταγή και τον έλεο για τον εαυτό τους. Η φωνή σου θα παγιδεύει το ψέμα τους ίσκιους και τα σκοτεινά περάσματα θα παγιδεύεις το χρόνο να διαπιστεύεται: Είμαστε! Θα παγιδεύεις την άπραγη θλίψη στη θέληση να δίνουν θα παγιδεύεις σε άγριους καιρούς την όραση στη θαλερή εικόνα του αυριανού κόσμου. 100

102 Θα ταξιδεύεις μαζί τους στον λόγο των ποιητών στην πλήθουσα αγορά της Αθήνας και εκεί στην άκρη του χρόνου και στο μεγαλείο ενός καιρού θ ακούσεις μαζί τους το θρόισμα απ την εσθήτα της Ερέχθειας κόρης θ ακούσεις την ανάσα των αγαλμάτων στην Πνύκα θ ακούσεις μαζί τους το νείκος και τον αίνο και θα σε νιώσουν ανατριχιάζοντας όταν θα λες για κείνη την πανανθρώπινη ανάγκη ούτοι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν. Θα μαθαίνεις μαζί τους να κερδίζουν την χαρά της νιότης τους στους δύσκολους δρόμους στο φως της μέρας στις δίκαιες πράξεις των χεριών και στου μυαλού την άγια ανταπόκριση. Και θα περνούν τα χρόνια θ ασπρίζουν τα μαλλιά σου αλλά εσύ χωρίς φόβο θα μαθαίνεις μαζί τους ευλογώντας την απόσταση που διάνυσες πάντα στην ίδια κατεύθυνση. 101

103 Μπίκος Πέτρος Η Έλλη Έλλη ήτανε μεγαλύτερή μας. Πήγαινε και στο Γυμνάσιο, στην πρώτη. Η μητέρα της ήτανε η κυρία Η Μαριάνθη: ψηλή, με κότσο τα μαλλιά και αυστηρή. Κάθε που σηκώναμε φασαρία στο δρόμο, έβγαινε και μας μάλωνε, γιατί διάβαζε η Έλλη. Οι άλλες γυναίκες τη σέβονταν που αρχοντόφερνε και που ο άντρας της, ο κυρ-αριστείδης, δούλευε στο ταχυδρομείο και γύριζε το μεσημέρι με εφημερίδα. Μοναχοπαίδι η Έλλη, τα είχε όλα. Και πολλές γλάστρες στην αυλή της είχε και καναρίνι στο κλουβί είχε και πεδιλάκια άσπρα είχε, που κουμπώνανε στο πλάι. Και δυο μικρά βυζάκια είχε η Έλλη! Κρυφά και βιαστικά τα χε βγάλει κι εμείς τα βλέπαμε που σπρώχνανε πέρα τα ολοκάθαρα μπλουζάκια που φορούσε και μπερδεμένοι απ το μυστήριο, ρωτάγαμε ο ένας τον άλλο: «Πότε της βγήκανε, ρε;...» Από τότε που της φανήκανε εκείνα τα βυζάκια, η Έλλη αραίωσε τα παιχνίδια μαζί μας. Όλο και λιγότερο κατέβαινε στο δρόμο, καθότανε παράμερα και παρακολουθούσε μόνο. Σάμπως να χε μέσα της ένα μυστικό κι όλο το συλλογιζότανε. Κράταγε και το φουστάνι της, να μην το σηκώσει ο αέρας, όπως κάνανε οι μεγάλες οι γυναίκες. Φαινότανε πως θα γινότανε ψηλή, σαν τη μάνα της. Και όμορφη θα γινότανε η Έλλη, αφού είχε ξανθά μαλλιά κι έκανε και κάτι λακκουβάκια, άμα γέλαγε. Και δασκάλα θα γινότανε, λέγανε. Όμως ούτε ψηλή έγινε η Έλλη ούτε όμορφη ούτε δασκάλα. Τίποτα δεν έγινε. Τους έδωσε μια και τα σκόρπισε όλα, όπως έκανε καμιά φορά εκεί που παίζαμε. Και πέθανε! Στον πρώτο κιόλας χειμώνα της Κατοχής, με το σφίξιμο της πείνας, την έπιασε μια αρρώστια, καλπάζουσα την είπανε, και εκεί κατά το Μάη πέθανε. Πώς έγινε κι η κυρία Μαριάνθη, από τότε που της αρρώστησε η Έλλη, κόντυνε και ταπείνεψε; Πού πήγε εκείνη η αυστηρότητα κι η αρχοντιά; Γύριζε από πόρτα σε πόρτα κι όλο έκλαιγε κι όλο γύρευε. Κι ο κυρ-αριστείδης δεν έφερνε πια εφημερίδα. Περπάταγε και κοίταζε κάτω, σαν να ψαχνε να βρει κάτι. Όσο ήτανε άρρωστη η Έλλη, την είδα δυο φορές. Και τις δυο φορές την είδα στην αυλή τους, να κάθεται σε μια καρέκλα ανάμεσα στις γλάστρες. Το πρώτο που κοίταξα ήτανε τα βυζάκια της. Τίποτα! Σαν να χανε γυρίσει πίσω εκεί από 102

104 όπου είχανε ξεπεταχτεί κρυφά και βιαστικά. «Κάτι θα πάθανε, φαίνεται, και ξανακρυφτήκανε», σκέφτηκα. Ύστερα είδα τα μαλλιά της να κατεβαίνουνε μακρύτερα και τα μάτια της να χουνε γίνει πιο βαθουλωτά και πιο μεγάλα. Κοιταχτήκαμε, χωρίς να πούμε τίποτα. Ήτανε και σκεφτική. Στην κηδεία της Έλλης ήτανε πολύς κόσμος. Μέσα στην εκκλησία έκανε πολλή ζέστη κι ο αέρας μύριζε φυλαγμένα ρούχα και κομμένα λουλούδια. Κάποιος είπε κι ανοίξανε και τη μισή πλαϊνή πόρτα. Τρύπωσα κι έφτασα μπροστά. Εκεί είδα την Έλλη νύφη μέσα στην κάσα της! Κανονική νύφη. Με τα πέπλα της και τα κοκκινάδια της. Χαμογελούσε κιόλας, μου φάνηκε, σάμπως να καταλάβαινε που την κοιτάγαμε. Μου άρεσε, αλλά και με φόβισε αυτό. Μια θεία της γύριζε και μοίραζε κουφέτα κι ο κόσμος όλος έκλαιγε. Κάθε τόσο η κυρία Μαριάνθη φώναζε δυνατά «άγγελε μου!» κι ύστερα λιποθυμούσε. Τη συνεφέρνανε και ξανά εκείνη «άγγελέ μου!». Πολλοί δε βαστάγανε και βγαίνανε έξω και κλαίγανε. Εκεί έξω ήτανε κι ένας Ιταλός στρατιώτης. Μόνος του ήτανε κι όπως στεκότανε, νόμιζες πως περίμενε από στιγμή σε στιγμή να του πούνε «τι θέλεις εσύ εδώ; Δίνε του» και να φύγει. Στο νεκροταφείο είχανε ανθίσει όλοι οι κρίνοι που ήσαντε φυτεμένοι στους τάφους. Εκεί μέσα η κυρία Μαριάνθη σήκωσε μεγάλο κακό. Τσίριζε, «Όχι!... Όχι!...» έλεγε και κάτι ήθελε να κάνει, αλλά δεν την αφήνανε. Ο κυρ-αριστείδης δεν έλεγε και δεν έκανε τίποτα. Φαινότανε άρρωστος. Τον είχανε δυο στη μέση, σαν να τον φυλάγανε μη φύγει ή σαν να τον προσέχανε μην πέσει απ την ανημπόρια. Καθώς βγαίναμε, είδα εκεί δίπλα στη σιδερένια πόρτα τον Ιταλό να κόβει κομματάκια από μια σοκολάτα και να τα μοιράζει στα παιδιά. Ήτανε έτοιμος πάλι να φύγει, άμα τον διώχνανε. Πήγα να πάρω κι εγώ και τότε πρόσεξα πως είχε κλάψει... Κόντευα να φτάσω στο σπίτι μου, όταν κατάλαβα πως κρατούσα ακόμα το κουφέτο που μου χε δώσει η θεία της Έλλης. Είχε μισολιώσει απ τη ζέστη κι έβγαζε ένα άρωμα αναγουλιαστικό. «Να το φάω, να μην το φάω...» έλεγα και στο τέλος κάτι μ έκαμε και του δωσα μια και το πέταξα. Από εκείνη την ημέρα το σπίτι της Έλλης έγινε αλλιώτικο. Σαν παλιό έγινε και άσκημο. Το χω προσέξει κι από άλλες φορές πως στα σπίτια που πεθαίνουνε παιδιά παλιώνουνε όλα κι ασκημίζουνε απότομα. Τα ρούχα της Έλλης τα πήρε η μάνα της και τα μοίρασε στα κορίτσια της γειτονιάς. Τα φορούσανε εκείνα και στην αρχή αποφεύγανε να παίζουνε μπροστά 103

105 στο σπίτι της. Σιγά σιγά, όμως, ξεθαρρέψανε και παίζανε κι εκεί κι η κυρία Μαριάνθη έβγαινε και τα κοίταζε. Ύστερα, με τον καιρό, πήρανε να χάνουνται ένα ένα εκείνα τα όμορφα μπλουζάκια (που τα σπρώχνανε τώρα από μέσα άλλα βυζάκια...) και τα λουλουδιαστά φουστάνια. Άλλα παλιώνανε και άλλα δεν κάνανε πια στα κορίτσια που μεγαλώνανε γρήγορα. Μέχρι που δε βλέπαμε πια κανένα. Και η Έλλη όλο και μας γινότανε μακρινή και δεν μπορούσα να καταλάβω αν εκείνη έφευγε από μας ή εμείς από κείνη... Μπουρατζή-Θώδα Άννα Αρχαία χώρα Ηπειρωτική «Δωδώναθι αρχόμενοι προς Ιόνιον πόρον» ΠΙΝΔΑΡΟΣ Το δάκρυ μας έπηξε, έγινε μάρμαρο. Έπειτα ήρθε η μνήμη με πνεύμα και όνειρο. Ακούμπησε την ιστορία. Πονάω, δεν έχω κεφάλι, στέναζε δίπλα της ένα άγαλμα απ την αρχαία Απολλωνία. Κι εγώ πονάω, ακούστηκε ένα κεφάλι του Βουθρωτού. Πονάω γιατί δεν έχω σώμα. Έπειτα άρχισε ένα βαθύ μοιρολόι μακρόσυρτο, ηπειρώτικο. Τα λόγια σπασμένα κι αυτά, λαβωμένα απ τις κακουχίες των αιώνων έσκιζαν τη γη μας, κάτω απ τον ουρανό, που έβλεπε, και πονούσε. Μία χρυσή αχτίδα σκούπιζε τα δάκρυα καθώς δραπέτευσε μέσ από τα σύννεφα. Ένας λησμονημένος χρησμός άκουσε το λυπητερό σκοπό κι έκλαιγε κι αυτός, καθώς θυμόταν γονατισμένους στους ιερούς βωμούς, τον Οδυσσέα, τον Ορφέα, τον Νεοπτόλεμο, την Ανδρομάχη, τον Έλενο, την Ολυμπιάδα. Τι δόξες. Τι μεγαλεία, ψέλλιζε το φάντασμα μιας ιέρειας ανάμεσα στους λυγμούς. Απ τη Δωδώνη και την Παμβώτιδα έως το Ιόνιο και τον ποταμό Γενούσο, έφτανε η ιερή γη των Μολοσσών, των Χαόνων, των Θεσπρωτών, των Ηπειρωτών. Η Άπειρος χώρα. Ο Θύαμης βογκούσε. Το ίδιο κι ο Αχέροντας ο Κοκκυτός, και ο Περιφλεγέθων. Χωρίσαμε απ τα αδέρφια μας. Χάσαμε τον Άψο τον Γενούσο. Αλλοτινά κι αξέ- 104

106 χαστα θάματα πολιτισμού της Ελλάδος, τωρινά ξεριζωμένα λόγια. Ψυχές χαμένες στα δόντια του μίσους και του συμφέροντος των μεγάλων. Των άσπονδων φίλων. Το αίμα των αόρατων ψυχών σκαρφάλωσε στα σύγνεφα κι έγινε βροχή που δρόσισε τα χαλάσματα. Δώστε μου κεφάλι, είπε το άγαλμα, θέλω μάτια να δω. Θέλω αυτιά ν ακούσω νυφιάτικα τραγούδια. Δώστε μου κορμί, είπε ένα κεφάλι κούρου κρυμμένο πίσω από μια μυρτιά. Θέλω χέρια ν αγκαλιάσω την αγαπημένη. Θέλω ποδάρια να χορέψω στις γιορτές της βλάστησης. Τριγύρω δάκρυα, χαλάσματα, λυγμοί, παράπονα που τα κατάπινε όλα το χώμα. Όλα μια πληγή, μια τραγωδία. Όλα τεμαχισμένα και η χώρα και οι ψυχές. Θεέ μου χάσαμε κεφάλια και σώματα. Ξεχάσαμε τη ρίζα μας. Τα ονόματά μας. Η ιστορία μας λαβωμένη θανατερά Ακέφαλο άγαλμα στην αρχαία Απολλωνία στα νύχια του διχασμού κινδυνεύει, από παντού την πυροβολούν. Τριγύρω χαλάσματα, απέραντοι τάφοι και λησμονιά. Πού είναι οι δοξασμένες πολιτείες της Ηπείρου; Η Βουθρωπός, η Απολλωνία; Πού είναι η Πασαρρώνα, η Τιτάνη, η Βερενίκη. Πού είναι η Αντιπάτρια η Αντιγόνεια η Βίλλυδα; Η Περσέπολη η αστραφτερή; Παντού χαλάσματα, εγκατάλειψη, απονιά. Κατεβάστε τα αγάλματα στην ιερή γη μας. Θάψτε τα, ίσως εκεί σμίξουν κεφάλια και σώματα. Όσα δεν έκλεψαν οι αρχαιοκάπηλοι. Όσα δεν καταστράφηκαν απ την αδιαφορία των ισχυρών. Θάψτε το πνεύμα στα ιερά χώματα να το θρέψουν οι ρίζες. Να γίνουν θεμέλια για κάποιον μελλοντικό πολιτισμό. Κι αν σας δώσουμε μάτια, τι θα δείτε; Ναρκωτικά, πλαστικό, κόκα-κόλα, χάμπουργκερ. Τι θα αγκαλιάσετε; Το έγκλημα, την απάτη. Τι θα ακούσετε; Τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές. Μη, ας βρίσκονται πλάι στις ρίζες, είναι σίγουρο καταφύγιο κι ας φυτρώνουν παπαρούνες και κυκλάμινα μέσ απ τα σώματα τους στους αιώνες των αιώνων. Παλεύει άγρια το σκοτάδι να κλείσει σπίτια μα και φως κράτησε Αντιγόνη στο πιθάρι μας το λάδι πεθαίνει ο γείτονας, πεινάει ο αδελφός 105

107 Πατρίδα μου Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες Στη Λίτσα Ψύχα-Θεοδοσίου Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες με τους βαρβάρους να πανηγυρίζουν σαν καλικάντζαροι στα σπίτια στις αυλές, στις καρδιές μας λατρεμένε Οδυσσέα γέρασες Λεβέντη Αχιλλέα σκοτώθηκες Πού ναι η Φθία, η ξακουστή Ιθάκη οι χρυσές Μυκήνες του βασιλιά Αγαμέμνονα; Κλαιν γοερά οι πικροδάφνες στα ερείπια με την Χρυσόθεμη και την Ιφιάνασα να υφαίνουν μαντήλια κι αυτά να λιώνουν από δάκρυα να πέφτουν στη γη, να γίνονται αίμα πώς να κρατήσουμε τα ματωμένα ποτάμια να μη σμίξουν στις θάλασσες, πώς; και μη γίνουν με τ αλάτι βουνά και μας χτυπούν από θυμό για το χάλι μας; Μας κλέψαν την Ελένη και κάναμε στην Τροία πόλεμο. Τώρα μας κλέψαν την πατρίδα κι αρμενίζουμε. Μήπως μας αρέσει η σκλαβιά; Νικολακόπουλος Σωτήρης Ιθώμη, Οδοιπορικό Σ το δρόμο Τριπόλεως Καλαμάτας, έχουμε το πανόραμα του δεύτερου Μεσσηνιακού κάμπου, που απλώνεται καταπράσινος ως το Μεσσηνιακό κόλπο. Ένας επίγειος παράδεισος, ένας αληθινός κήπος Εδέμ, μια δεύτερη Γη της Επαγγελίας. Και τι δεν παράγει! Όλα τ αγαθά βγαίνουν από το ευλογημένο του χώμα Ανατολικά του κάμπου προβάλλει η οροσειρά του Ταϋγέτου και δυτικά το βουνό της Ιθώμης. 106

108 Είναι ένα βουνό χαμηλό μα απότομο, με πελώριους κοφτούς βράχους. Η κορυφή του λέγεται Βουρκάνος, που σημαίνει ηφαίστειο με ύψος τα 800 μ. Εδώ λατρεύτηκε ο Ιθωμάτας Δίας. Ονομάστηκε Ιθώμη από την παραμάνα του θεού Ιθώμη, που, μαζί με τη Νέδα, φρόντισαν τον νεογέννητο βασιλιά. Και σήμερα ο Ιθωμάτας Δίας αστράφτει και βροντάει μεσοκαλόκαιρο και φέρνει μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή της Μεσσηνίας. Καθώς ο ουρανός είναι καταξάστερος, ξαφνικά γεμίζει από σύγνεφα κατάμαυρα κι όλα σκοτεινιάζουν. Φίδια οι αστραπές και κανόνια οι βροντές κάνουν τους Μεσσήνιους παραγωγούς να τρέχουν έξαλλοι στ αλώνια τους ή στα λιοστάσια, να προστατέψουν την απλωμένη σταφίδα ή τα ξερά σύκα, για να μην τα παρασύρει η νεροποντή. Όλη η περιοχή είναι κατάφυτη, νερά τρέχουν από παντού και στο χωριό, Μαυρομάτι μετά την Βαλύρα, μια βρυσομάνα ξεχύνει τα νερά της από τα σπλάχνα της γης, κάτω από ένα αιωνόβιο πλατάνι. Είναι Καλλιρρόη Κρήνη, η «Κλεψύδρα». Από το νερό της πηγής σχηματίζεται το «ρέμα της Καλλιρρόης» που, μαζί με τ άλλα νερά των βροχών, γίνεται το ποτάμι της «Μαυροζούμενας» με το ωραίο βυζαντινό γεφύρι. Το Μαυρομάτι έχει χτιστεί στη θέση όπου υπήρχε, στα παλιά χρόνια, η αρχαία Μεσσήνη με το ισχυρό κάστρο. Οι «Μεσσηνιακοί πόλεμοι», όπως ονομάστηκαν οι κατακτητικοί πόλεμοι των Σπαρτιατών με τους Μεσσηνίους, άρχισαν το 743 π.χ. και τελείωσαν το 454 π.χ. βάστηξαν 300 χρόνια. Οι Μεσσήνιοι αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, μα στο τέλος αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να υποταχθούνε στους Σπαρτιάτες που μπήκαν και κυρίεψαν την Ιθώμη, που για να εκδικηθούν τους προαιώνιους εχθρούς κατάστρεψαν το φρούριο και την πόλη από τα θεμέλια. Οι Μεσσήνιοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την ιερή γη των πατέρων τους και να πάνε στη Ναύπακτο, στην Ιταλία και σ άλλα μέρη. Στη Σικελία έχτισαν τη νέα πατρίδα τους, που έχει και σήμερα το όνομα Μεσσήνη Κάθομαι στη πλατεία και αναλογίζομαι την ιστορία του τόπου. Στα ερείπια της Ιθώμης χτίστηκε το 396 π.χ. η αρχαία Μεσσήνη. Η πόλη ήταν όμορφη κι είχε καινούρια ακρόπολη στην κορυφή της Ιθώμης. Τα τείχη της είχαν περίμετρο εννιά χιλιόμετρα και το πάχος τους, 2,5 μέτρα. Ήσαν καμωμένα από τιτανόλιθο, που τον κουβαλούσαν από το βουνό της Ιθώμης. Με τον εξω κόσμο η Μεσσήνη επικοινωνούσε με δυο μεγάλες πόρτες. Η μια βορινά η «Αρκαδική», επειδή έβλεπε προς την Αρκαδία, η άλλη ανατολικά η «Λακωνική», έβλεπε προς τη Λακωνία Ο Παυσανίας, που επισκέφθηκε τη Μεσσήνη στα 170 π.χ. μας λέει πως, στην αγορά της, υπήρχε το άγαλμα του Δία και μια πηγή, που λεγόταν Αρσινόη. Η πηγή 107

109 χρωστούσε τ όνομά της στην κόρη του μυθικού Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου. Υπήρχαν ακόμη τα ιερά του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, των Κουρητών, που φύλαγαν τον Δία, της Δήμητρας και αγάλματα της Ρέας, της Λαφρίας Αρτέμιδας, των Διοσκούρων, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού, των Μουσών, του Ηρακλή, του Επαμεινώνδα και της θεάς Τύχης. Στην Αγορά βρισκόταν κι ένας χώρος που λεγόταν «ιεροθέσιο». Ήταν στολισμένο με αγάλματα θεών. Στο στάδιο βρισκόταν αγάλματα, είχε θέατρο και λίγο πιο πέρα απ αυτό τα «ιερά» των ξένων θεών, κυρίως της Αιγύπτου. Στην Ακρόπολη βρισκόταν η πηγή της Κλεψύδρας και ο βωμός του Ιθωματά Δία με το άγαλμά του. Προς τιμήν του θεού γίνονταν μεγάλες γιορτές και αγώνες, τα «Ιθωμαία», όπως λέγονταν. Τα ερείπια της αρχαίας Μεσσήνης, που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, βλέπω να βρίσκονται σκόρπια στην περιοχή του σημερινού χωριού, άλλα είναι ακόμα θαμμένα στο χώμα και αρκετά κλάπησαν. Πριν φτάσουμε στο χωριό, συναντούμε ερείπια από το τείχος. Αριστερά των ερειπίων του τείχους βρισκόταν η πηγή της Αρσινόης. Λίγο αριστερότερα από το δρόμο μας, διακρίνονται τα ερείπια του «Συνεδρίου», του Βουλευτηρίου δηλαδή, που έχει αναστηλωθεί. Δεξιά της Αγοράς φαντάζει το αρχαίο Θέατρο της Μεσσήνης. Έχει κι αυτό αναστηλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του και χρησιμοποιείται για παραστάσεις. Κάθομαι για λίγο να ξεκουραστώ στα εδώλια των κερκίδων του και νομίζω πως ακούω το χορό να τραγουδά κάτω στην ορχήστρα, στις παραστάσεις των «Ιθωμαίων». Στη βορειοδυτική πλευρά του Θεάτρου είναι τα ερείπια του «Πρυτανείου». Πέρα από το Πρυτανείο, κυλά τα νερά του το ρέμα της Καλλιρρόης. Στην απέναντι όχθη του και κοντά στο σημερινό κοιμητήριο του χωριού, βρισκόταν άλλοτε ο ναός του Ποσειδώνα Είκοσι λεπτά από το Μαυρομάτι, φτάνουμε στις θέση Πόρτες. Βρισκόμαστε στην περίφημη «Αρκαδική Πύλη», που διατηρείται σε καλή κατάσταση κι έχει δυο εισόδους: η βόρεια βλέπει τη Μεγαλόπολη και η νότια την πόλη της αρχαίας Μεσσήνης. Βγαίνοντας από την Αρκαδική Πύλη, αντικρίζουμε μια πέτρινη σαρκοφάγο. Σ αυτή, κατά τη μεσσηνιακή παράδοση, είχε αποτεθεί η στάχτη του Αριστομένη. Ο Αριστομένης ήταν Βασιλιάς και ήρωας των αγώνων με τους Σπαρτιάτες Ανεβαίνοντας το βουνό έφτασα στο «Διάσελο», όπου βρίσκεται το νέο μοναστήρι του Βουρκάνου, που χτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εκεί υπήρχε και το ιερό της Λαφρίας Αρτέμιδας, που τη λατρεία της έφεραν στη Μεσσηνία οι επιστρέψαντες πρόσφυγες της Ναυπάκτου. Το νέο μοναστήρι ήταν «ασύδοτο», με σουλτανική διαταγή και κανένας Τούρκος δεν είχε το δικαίωμα να το πειράξει. 108

110 Καθώς περιεργάζομαι τους χώρους του μοναστηριού, παντού βλέπω εντοιχισμένα διάφορα θραύσματα από παλιά μάρμαρα, που κουβαλήθηκαν από τον αρχαϊκό ναό της Αρτέμιδας, για να χτιστεί το μοναστήρι. Στη βόρεια είσοδο του, είναι εντοιχισμένος κι ένας θυρεός του «Ιπποτικού Τάγματος του Αγίου Ιωάννου», που πρωτοσυστάθηκε στα Ιεροσόλυμα από τους Σταυροφόρους και ευδοκίμησε στη Ρόδο ως το Αφού ξεκουράστηκα κάτω από τη σκιά των μεγάλων δέντρων, που περιζώνουν το μοναστήρι, ξεκίνησα για την κορυφή της Ιθώμης. Φτάνω στην κορυφή, όπου και το παλιό μοναστήρι. Το μοναστήρι της «Κορυφής» ή «Καθολικό», χτίστηκε στον ίδιο τόπο όπου άλλοτε βρισκόταν ο υπαίθριος βωμός του Ιθωματά Δία. Άγριοι και κοφτοί βράχοι, βγαλμένοι λες από ηφαίστειο, μας δίνει το χρώμα τους μια υπέροχη και σπάνια θέα Σ αυτόν τον ιερό τόπο των αρχαίων, χτίστηκε το μοναστήρι της Κορυφής, που είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Το χτίσανε μερικοί εικονολάτρες καλόγεροι από το γειτονικό βουνό της Εύας. Οι καλόγεροι είδαν, από τις σκήτες τους, μια θυελλώδη νύχτα, την εικόνα της Παναγίας, να κρέμεται στα κλαριά ενός δέντρου φωτισμένη από ένα καντήλι. Όσο κι αν η θύελλα λυσσομανούσε, το καντήλι δεν έσβηνε. Συγκινημένοι από το θαύμα ανέβηκαν την άλλη μέρα στο βουνό κι αφού βρήκαν την εικόνα και το καντήλι, αποφάσισαν να χτίσουν, στο ίδιο μέρος, μοναστήρι. Το Καθολικό χτίστηκε με οικοδομικό υλικό που πάρθηκε από την αρχαία Μεσσήνη. Στα θεμέλιά του βλέπει κανείς κομμάτια από αρχαίες κολόνες δωρικού ρυθμού και ρωμαϊκές επιγραφές. Από τα κειμήλια του μοναστηριού της Κορυφής το πολυτιμότερο είναι η μικρή εικόνα της Παναγίας. Θεωρείται μια από τις πέντε εικόνες που έφτιαξε ο Ευαγγελιστής Λουκάς με κερί και μαστίχα. Το Καθολικό έχει εγκαταλειφθεί από το 1950.Το πανηγύρι του γίνεται το Δεκαπενταύγουστο Η εικόνα λιτανεύεται και μεταφέρεται στη γειτονική πόλη του Νησιού (Νέα Μεσσήνη) Η περιήγηση τελείωσε και εγώ κρατάω στα χέρια μου δάφνη και ακακία, νερό, λάδι και σιτάρι της περιοχής. Κρατάω στη σκέψη μου την κύκνεια ιαχή της παρακμής τόσων ωραίων πραγμάτων των παλαιών ημερών. Σκέφτομαι την σκύλευση εκείνης της εποχής, τα πεδία των μαχών από θρεμμένα όρνια Ακούω της καρδιάς μου τις φωνές και πορεύομαι. Οι γραμμές των βουνών σε ελλειπτικούς κύκλους, σε ανοιχτό πεδίο γεμάτο ζωή. Μικρό βουνό αλλά γεμάτο μυρουδιές, χρώματα και ήχους πολλούς, όπου πάνω τους ακουμπά η ηρεμία. Άγιο χώμα, θέλγητρα, φως ελπίδας 109

111 Σερνοδίπλωσε η μέρα με έναν αχό σα χάδι και ο ήλιος τον χώρο έσβησε ανεβάζοντας τον αποσπερίτη. Είναι πλέον νύχτα, εγώ φυλάω τα χρώματα, τις μυρουδιές αυτού του υπέροχου μικρού βουνού γυρνώντας σε μια πόλη ρημαγμένη Νικολόπουλος Φίλιππος Η υπόσχεση των πηγών Πλούσιο πάλι το νερό των πηγών. Οι ελπίδες και τα όνειρα των δασών έγιναν πάλι πειστικά και κυματίζουν θριαμβευτικά στις άκρες αιχμηρών βράχων. Καρδιές πάλλουσες γεμάτες υποσχέσεις αναβλύζουν μέσα απ το νοτισμένο χώμα κι ανοίγουν διάπλατα τα χέρια τους για ν αγκαλιάσουν ένα σύμπαν δροσερό κι αναγεννημένο. Ανοιχτά τα μάτια των ρόδων ανταμώνουν με τ ανοιχτά στήθη των ρωμαλέων σκέψεων, που άλλοτε ξέρουν ν αρνούνται κι άλλοτε καθοδηγούν κι ανιχνεύουν τα Νέα Μονοπάτια! Πλούσιο πάλι το νερό των πηγών. Χαρούμενα τα καραβάνια των στοχασμών πείθονται να ξεκινήσουν την επόμενη κι επίμονη πορεία τους πάνω στην πρασινογάλαζη γραμμή των βλεμμάτων, που δε χορταίνουν ν απολαμβάνουν τον ποταμό των εναλλασσόμενων ουράνιων κορφών και ν ατενίζουν τις πολύχρωμες πεδιάδες του Αγνώστου. Το Άγνωστο αυτή η αιώνια πρόκληση της ελευθερίας Πλούσιο πάλι το νερό των πηγών. Η υπόσχεση δόθηκε, κανείς δε θα διψάσει, όσο κι αν είναι η πορεία ανηφορική, ερημική και κοπιώδης. 110

112 Αρμενίζοντας Καραβάκι που πας; Ποια πέλαγα διασχίζεις; Ξέχασες ή μήπως νοσταλγείς τα λιμάνια που άφησες πίσω; Θέλεις πράγματι τώρα πια σε στεριά ν ακουμπήσεις ή Για πάντα επιθυμείς τις θάλασσες τις φουρτουνιασμένες να παλεύεις; Χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό Με ήλιους καυτούς και παγερά φεγγάρια Με καταιγίδες φονικές κι αστροφεγγιές γεμάτους ψιθύρους Μ άνέμους καταραμένους και με γλυκιές μπουνάτσες γεμάτες αγάπη. Καραβάκι που πας; Ποια πέλαγα διασχίζεις; Περήφανο,αμίλητο, θλιμμένο. Απολαμβάνοντας πλησίστιο την ατελείωτη θάλασσα σαν να ταν Το βασίλειο της απέραντης ελευθερίας. Ντούγκα Κοτοπούλου Κατερίνα Ονειρική Δολοφονία Σταματάει για λίγο και συνεχίζει. Μου είναι δύσκολο, κουράστηκα να ζω μέσα σ έναν κόσμο που δεν μπορώ να αποκτήσω άμεση επικοινωνία. Περισσεύει η περιορισμένη αντίληψη λες και ζούμε στην αγέλη της βλακείας. Πού βρίσκονται οι έξυπνοι άνθρωποι, πες μου. Γουστάρω να βρω έναν ευφυή άνδρα να με τσακίσει με την εξυπνάδα του, να τον θαυμάζω, να γίνει το είδωλό μου βρε παιδί μου. Να τον βρω και να μου κάτσει. Να με ανεβάσει στη δική του σχεδία και να με ταξιδέψει στη ζωή. Να μου δώσει την ευκαιρία να παίξω τον ρόλο της νοικοκυράς και ν αραδιάσω ένα σωρό κουτσούβελα. Αλλά σε πια κοινωνία; Πες μου. 111

113 Έφερε τα χέρια της και σκούπισε τον ιδρώτα που αυλάκωσε το μέτωπό της κοιτώντας τη Φαίδρα στα μάτια. Η Φαίδρα γελάει και προσπαθεί να χαλαρώσει την Ελπίδα. Ξεχνάς κορίτσι μου πως η ευφυΐα δεν υπήρξε ποτέ κοινό αγαθό σε αφθονία. Είναι σπάνιο είδος. Πάψε να παρατηρείς τον κόσμο με περισκόπιο γιατί θα χάσεις την πραγματικότητα. Όταν ήμασταν είκοσι, ονειρευόμασταν πτυχία και καριέρες. Τώρα εθιστήκαμε σε μια ζωή χωρίς συχνότητα. Δεν έχουμε χρόνο ούτε για προσωπικές σχέσεις ούτε για κουτσούβελα. Κι αν όλες οι μητέρες που εργάζονται κατάφερναν να βρούνε λίγο χρόνο για να κοιτάξουν με προσοχή τα πρόσωπα των παιδιών τους θα διάβαζαν στα βουρκωμένα ή πεισμωμένα μάτια τους πολλά σιωπηλά κατηγορώ, γι αυτό πάψε να έχεις αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και παρ τα αλλιώς. Το μυαλό δεν περισσεύει κορίτσι μου, γι αυτό φρόντισε να μη χάσεις κι αυτό που έχεις. Σου προτείνω να αρχίσεις ένα συναρπαστικό γαϊτανάκι. Την ψυχοθεραπεία. Η Ελπίδα την κοιτάζει έντονα στα μάτια. Άρα δεν είμαι καλά...! Μου βάζεις έννοια μ αυτά που λες. Λες να μαι καμιά διαταραγμένη προσωπικότητα και μονίμως έχω αυτή την αντικοινωνική διαταραχή; Δεν πάσχω από αισθήματα καταδίωξης, αλλά κάθε μέρα που περνάει νιώθω όλο και περισσότερο ότι μου στήνονται παγίδες για να παγώσουν κάθε ίχνος αντίδρασής μου. Τι είναι αυτά που μου λες να πάω στον ψυχίατρο για να ανακουφίσει την απόγνωσή μου; Να του μιλήσω για τον Νάσο. Ότι και να κάνει γι αυτόν είναι ψιλή βροχή που πέρασε, όσο και να προσπαθώ δεν καταλαβαίνω την συμπεριφορά του. Είναι για μένα το αμετάφραστο κομμάτι της ζωής μου και δε θέλω πια να είμαι μαζί του. Μη τα ψάχνεις κορίτσι μου και μη ψειρίζεις τη μαϊμού. Με τον τρόπο που ζούμε, αν δεν δημιουργήσουμε αντιστάσεις θ αναπτυχθούν ποικίλα είδη ψυχοθεραπείας. Αυτό είναι το φυτώριο της αμερικανικής κοινωνίας και δε θέλω να το ακολουθήσω, τη διακόπτει η Ελπίδα. Στο κάτω κάτω, αν θέλεις το Νάσο, ρυμούλκησέ τον με κανένα σεξουαλικό τερτίπι. Αν όχι παντρέψου το αφεντικό, μια και είναι πυροβολημένος μαζί σου. Καλά θα περάσεις. Όταν το μυαλό είναι φυρό δεν έχει δέκτη, δε θα μπορεί να πιάνει τις συχνότητες που εσύ θέλεις και πίστεψέ με όλα θα είναι καλά. Φαίδρα, έχω αρκετούς εφιάλτες αυτό το καιρό. Μη μου βάζεις κι άλλους. Το φουκαρά, δεν μπορεί να καταλάβει πως δεν είναι το μοντέλο που μου ταιριάζει, ότι έχω άλλη ανατροφή κι άλλες πηγές έμπνευσης. Όταν μου μιλάει, είναι παράλογα μηχανικός και μου τη βαράει στο κεφάλι, που προσπαθεί μιλώντας μου να μου δώσει μια άλλη εικόνα απ αυτή που είναι. Έχει καλά κρυμμένο μέσα του το χωροφύλακα. Προσπαθεί ν αποβάλλει το κόμπλεξ της κατωτερότητας που τον τρώει σαν σαράκι. Θέλει κοινό να τον θαυμάζει. Μόνο τον Βουκεφάλα δε μας κουβάλησε, να τον καβαλήσει και να μας κάνει το Μέγα Αλέξανδρο. Η Φαίδρα σηκώνεται ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. Έτσι κι αλλιώς, εσύ είσαι τρελαμένη από μόνη σου. Να ξερε το σχιζοφρενικό 112

114 θάψιμο που του έκανες πρωί-πρωί, θα έτρωγες απόλυση χωρίς αποζημίωση. Δώσε μου τώρα το συμβόλαιο να κάνω τις προσθήκες, γιατί ο πελάτης άλλαξε γνώμη, και πιες κανένα χαπάκι να ηρεμήσεις. Εγώ στις τέσσερις έκλαιγα σε μια κηδεία, στις οκτώ ήμουνα στο γυμναστήριο και πριν κλείσει την πόρτα πίσω της συμπλήρωσε. Υπάρχει κι η άλλη Ελλάδα, η παράλληλη, που αποτελείται από ανθρώπους που έχουν πράγματι αξίες που δεν τους τρώει το χρήμα, η πολυτέλεια, η ματαιοδοξία, ο ατομικισμός και η επιθετικότητα. Μοναδική σου ελπίδα είναι η αισιόδοξη πλευρά του εαυτού σου που είμαι σίγουρη, πως θα ενεργοποιήσει ο ψυχαναλυτής και θα βρεις έναν κόσμο που τον έχεις αποκλείσει από τη ζωή σου. Πριν κλείσει η πόρτα, άφησε να ηχήσει ένα σαρκαστικό γέλιο. Η Ελπίδα δεν της απάντησε. Έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα. «Λες να παίρνουν όλοι χαπάκια και είναι ήρεμοι. Σκέψου να της έλεγα και για το ΟΥΦΟ που ήρθε στην αυλή μου χθες βράδυ. Θα καλούσαν το ασθενοφόρο και με ζουρλομανδύα θα με πήγαιναν δεμένη στο ψυχιατρείο. Κάθε μέρα που περνάει μεγαλώνει η επιθυμία μου να πάρω ένα πολυβόλο και να βγω στους δρόμους και ν αρχίσω να καθαρίζω όλους αυτούς που σκοτώνουν την νοημοσύνη μου, την ευαισθησία μου και την κατανόηση που προσπαθώ να έχω σαν άνθρωπος. Η χώρα πάει στο πουθενά και ο λαός ακολουθεί λες και κόψαμε εισιτήρια απεριόριστων διαδρομών. Δεν αντιδρούμε ούτε σαν άτομα μήτε ως ομάδες στις εφαρμογές μιας πολιτικής χρεωκοπημένης. Δε σκεφτόμαστε ως πολίτες, αλλά ως οπαδοί. Ψηφίζουμε, ένα χρόνο κυβερνάν αυτοί που εκλέχτηκαν κι αρχίζουν οι ηττημένοι να φωνάζουν για εκλογές να σώσουν τη χώρα προσφέροντάς μας καθημερινά μαθήματα απάτης, ανεντιμότητας και εγωπάθειας υποβιβάζοντας την νοημοσύνη μας στο μηδέν. Κρίμα οι αφισοκολλήσεις και τα οράματα των νεανικών μας χρόνων. Τελικά οι θεωρίες δε θα μετουσιωθούν ποτέ σε πράξη. Ο κόσμος δεν πρόκειται ν αλλάξει». Σταματάει απότομα τις σκέψεις της, ανοίγει την τσάντα της, ψάχνει την ατζέντα της και σχηματίζει τον αριθμό. Περιμένοντας ν ανοίξει γραμμή, μονολογεί «Θα φύγω, το αποφάσισα, θα ξενοικιάσω και το σαράβαλο σπίτι μου, θ ανοίξω επιτέλους την κερκόπορτα και θα πάψω να νιώθω την αλλοτρίωση να πλήττει την αξιοπρέπειά μου καθημερινά». Περιμένοντας στο ακουστικό, προσπαθεί ν ανακουφίσει την σχεδόν ανυπόφορη ένταση που την πυρπολεί. Ναι... Γεια σας. Σας παρακαλώ πολύ, σας είναι εύκολο να με πληροφορήσετε σχετικά με τη φιλανθρωπική οργάνωση «Τα παιδιά του τρίτου κόσμου»;... Για όσο χρόνο χρειαστεί... Όχι δε με φοβίζουν οι δυσκολίες διαβίωσης, αυτό που ζω εδώ με φοβίζει... Μα από την ανάγκη μου να προσφέρω αγάπη... Γαλλικά, Αγγλικά... Το οικονομικό τμήμα της Νομικής... Από την ημέρα που θα λάβετε την αίτησή μου σε τι χρονικό διάστημα θα έχω απάντηση;... Έχω το φυλλάδιό σας και τη διεύθυνση, σήμερα κιόλας. Σας ευχαριστώ. Ναι, ναι... θα τη στείλω σήμερα. Ευχαριστώ και πάλι. 113

115 Παπαοικονόμου Γιάννης Η πέδη Με του ήλιου τη χρυσή λάβα και το ασήμι του φεγγαριού έφτιαξα αργυρόχρυση μια πέδη να σε κρατώ κοντά μου μέρα και νύχτα. Πέραμα Eρωτικό Γλυκό μου τρυφερό αγκάθι που κάθε τόσο ανθίζεις και γίνεται ο κόσμος δάσος και γίνεται το δάσος θάλασσα και γίνεται η θάλασσα νησιά και τα νησιά δελφίνια που κάθε αυγή αναπηδούν απ τη νερένια μοίρα τους για ν αντικρύσουν τον ήλιο όπως εγώ εσένα. Πέραμα Πορτ Σάιντ Στο Πορτ Σάιντ τα καράβια είναι αμέτρητα. Στο Πορτ Σάιντ ο ήλιος είναι κοντινός και μακρινό το σύννεφο. Στο Πορτ Σάιντ γυαλίζει παπούτσια 114 Ναζίμ Χικμέτ

116 ξυπόλητος κουρεμένος γουλί είναι ένα δεκάχρονο παιδί ο Μανσούρος μου είναι στεγνός και μαύρος ο Μανσούρος μου όμοιος χουρμά κουκούτσι. Είναι μούρλια ο Μανσούρος μου και δίχως παύση τραγουδά την ίδια ψαλμωδία «Για χαμπίμπι για αγνί» «Μάτια μου αγάπη μου» έκαψαν το Πορτ Σάιντ σκότωσαν τον Μανσούρο μου σήμερα είδα τη φωτογραφία του στην εφημερίδα ανάμεσα στους νεκρούς ένας μικρός νεκρός «Για χαμπίμπι για αγνί» «Μάτια μου αγάπη μου» σάμπως χουρμά κουκούτσι. Πράγα, Νοέμβρης 1956 μετάφραση από τα γαλλικά Γ. Παπαοικονόμου Παπασωτηρίου Γιώργος Συμπύκνωση αισθημάτων Απόδειπνο και κάτι να μας ενοχλεί που δεν ήταν γραμμένο στο πρόγραμμα και κατέληξε αναπάντεχα σε αυτοσχεδιασμό. Μια έλλειψη και μια έκλειψη αισθημάτων. Όμως κάποιος ήχος που ανεβαίνει στην αστερόεσσα νύχτα επισφραγίζει την αίσθηση ευθύνης για τις επικείμενες ανιχνεύσεις. Κι αλήθεια, μήπως τελικά η Ποίηση κουράστηκε απ την υπερπαραγωγή κι αποζητάει πια την απόλυτη συμπύκνωση των αισθημάτων; 115

117 Oι νεκροί στρατιώτες Ήσαν κλειστές οι πύλες του κάστρου κι οι στρατιώτες στους προμαχώνες περίμεναν την επίθεση του εχθρού και ψιθύριζαν μυστικές προσευχές στους Θεούς να μη γίνει ποτές αυτή η επίθεση. Όμως οι Θεοί το είχαν ήδη αποφασίσει στις ουράνιες συνάξεις τους. Κι οι καημένοι στρατιώτες με τις τρωτές πανοπλίες τους όταν ορμήσαν αλλαλάζοντες οι πολιορκητές πέσανε μέχρις ενός κι αλώθηκε η Πόλη. Κι οι νεκροί στρατιώτες απόμειναν άταφοι στις επάλξεις και ξεχάστηκαν. Κι έμεινε μονάχα μια καταγραφή του αριθμού των «ηρωϊκώς πεσόντων στρατιωτών» σε κάποια υποσημείωση μιας σελίδας της Ιστορίας!... Στην άγνωστη θεά Ω θεά των απλών ανθρώπων όποια κι αν είσαι όπως και να σε λένε (εγώ θάθελα να σε λέω Αγάπη) και θάθελα να σε στήσω σ ένα Ναό μαρμάρινο άγαλμα ή να σε βάλω εικόνισμα βυζαντινό σ ένα αναλόγι και να συνάξω τους απλούς ανθρώπους στην πρώτη μυσταγωγία της λατρείας σου. Ώ θεά, είμαστε απλοί, δεν έχουμε τίτλους και βιός είμαστε εργάτες που δουλεύουμε στις μηχανές αγρότες που σκάβουμε στα χωράφια μικρέμποροι και μικροϋπάλληλοι που τρώμε το ψωμί που βγάζουμε μόνοι μας. Ώ θεά, δείξε μας τον σωστό δρόμο της ζωής μας και κράτησέ μας σταθερούς στην αγάπη!... Η μεγάλη γέννηση Δισταχτικό το φως ακόμα σχοινοβατεί σαν παιγνίδι των ματιών φέρνοντας μόνον αναμνήσεις ωραίων εικόνων που χάθηκαν. Έφυγε κι η απόγνωση που κράταγε το ρυθμό σε κείνες τις κακοτράχαλες πλαγιές 116

118 που αποδεκατίσθηκαν απ τις τιτάνιες δυνάμεις όταν όλα κρυφόκαιγαν στο βάθος έτοιμα για τη μεγάλη γέννηση. Κι όταν ακούσθηκε σαν προσταγή η σπηλαιώδης φωνή: «Γεννηθήτω Φως» ξεκίνησε η αποκάλυψη της Γνώσης και το μακρύ ταξίδι στο άγνωστο των καιρών!... Άλλη ερμηνεία Τόσα χρόνια που γυρνούσες στα πέλαγα, Οδυσσέα, πόσα έμαθες, πόσα άκουσες, πόσα έπαθες! Το πιο ωραίο όμως πάθημα ήταν εκείνο το επεισόδιο με την Κίρκη εκείνη η απάτη της μαγείας που ξεπλάνεψεν ακόμα και τα μάτια σου. Ενώ στ αλήθεια, τίποτες δεν είχε αλλάξει οι σύντροφοί σου μείναν άνθρωποι κι οι χοίροι μείναν χοίροι. Όμως όταν σε τράβηξεν η Κίρκη στην αγκαλιά της εσένα που είχες χρόνια να πλαγιάσεις με γυναίκα ο τρανός πόθος σου, τ απίθανο λίγωμα σ έρριξε σ ένα ντελίριο ηδονής και σε παράξενες παραισθήσεις. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο! Πρωτοφανής άνοιξη Ήταν μια άνοιξη πρωτοφανής αυτή η πανδαισία των χρωμάτων που μας περιτύλιξε. Τότες που οι αμφιβολίες μας είχαν φτάσει στο απροχώρητο και μας είχε κυριεύσει εκείνος ο αδυσώπητος φόβος: Μήπως και δεν ξαναβλαστήσουν τα δέντρα! Τεγέα Προχωράει ο καιρός της μνήμης ανάμεσα στους αρχαίους ογκόλιθους που απόμειναν έρμαιοι των ανέμων αγέρωχα μάτια που έσβησαν ενώ κρυφόπαιζεν η λάμψη της φεγγοβολής των αστεριών ρίχνοντας αχνούς ίσκιους. Κι ο νέος Ναός μια φύτρα συνέχεια πάνω στους πεθαμένους ογκόλιθους «καινή κτίσις» και μυστική προσευχή. 117

119 Θεία πνοή σαν ψαλμωδία βυζαντινή για σωτηρία των αρχαίων ψυχών που απόμειναν εγκλωβισμένες ανάμεσα στα σκορπισμένα μάρμαρα. Ιθάκη Ο Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη εκδικητικός κι αποφασισμένος για την τέλεια εκκαθάριση. Η Αθηνά τούβαλε στο στιβαρό χέρι το δυνατό, σχεδόν αλύγιστο τόξο κι έτσι αρχίνησε το φονικό. Ήταν μια δύσκολη περιπέτεια η εκκαθάριση του παλατιού απ τους μνηστήρες! Τώρα στ ωραίο νησί όλα είναι ήσυχα. Γαλάζια η θάλασσα, τα σπιτάκια στο γυαλό άσπρα. Η Ιθάκη τ όνειρο των ποιητών έχει λησμονήσει πια τις παληές ιστορίες και λούζεται ξέγνοιαστη στα κύματα Πούλος Αλέκος Αν συναντηθούμε Δεν θ αξιωθώ θεό να συναντήσω κι ας αιώνια στους ουρανούς τριγυρνώ. Δεν θα τον χρειαστώ για σπουδαία πράγματα όλα τα μυστήρια λύθηκαν διαβαίνοντας τα πέλαγα με των εφοπλιστών καράβια και μην υποτιμάς Θεέ τα συνθήματα που έκαιγαν τα σπλάχνα μου να σε ρωτήσω μόνο θέλω 118

120 που έχεις αυτή την κόλασή σου κρυμμένη να την επισκευτώ να συναντήσω της ζωής μου τους Ποιητές και με τις φωτιές της κόλασης φωτισμό γιορτινό πανηγύρι να στήσουμε να διαταράξουμε την ησυχία του σύμπαντος κόσμου σου να δούμε με τι χρώμα ως εκεί εσύ θα καταφτάσεις μ όλους τους Ποιητές κολασμένους και μόνο εσύ στον Παράδεισο Αυτό το σώσαμε Διασώσαμε ένα χαμόγελο ναυαγό που ξεδιάντροπα ξυλαρμένο με σώμα ματωμένο τ άφησαν στα κύματα του καπνιστηρίου οι πειρατές που πέρασαν σ ώρα σκάτζας με γυμνές ψυχές και λόγχες ανεργίας στα χέρια κυνηγώντας τους ψιθύρους της αναλυόμενης προοπτικής του θριάμβου μας. Το ανασύραμε αγγίζοντας απαλά την τρυφεράδα του κρύβοντάς το στην έγνοια του μεροκάματου και υψωνόμασταν μαζί του με την συνείδησή μας έτοιμη για ταξίδια λύτρωσης. Αποκαθιστούμε τα πλήγματα να το κρεμάσουμε παντοκράτωρα στις πλώρες μας εκεί να προστρέχουμε την ομορφιά της μεγάλης δικαίωσης βαθειά ν αναπνέουμε. 119

121 Ευτυχώς πρόλαβα Όταν έζησα τον έρωτα είχα πετύχει τον θάνατο να κρύβεται μες τα μάτια της τη νύχτα που τ άνοιγε διάπλατα να ξαπλώσω πάνω στα φτερά της καρδιάς της που σαν μάγισσα την ξεγύμνωσε αθώος να εξωκείλω στη μοιρασιά της ζωής με την φωτιά και την παγωνιά. Κι εγώ φοβήθηκα να είμαι ανίσχυρος στην ελκυστική ευρυχωρία του κορμιού της που με βουλιάζει αναίσθητα σ έρωτα τρομαχτικό και μεγάλωνα σπαράζοντας σε χάδια απ το χέρι του θανάτου. Από τότε έμαθα να φορώ μια πληγή φυλαχτό και να φεύγω άφοβα σε ταξίδια με μυθικά αμαρτήματα. Οφθαλμαπάτη μοναξιάς Δυο βήματα και θα φιλούσα με πάθος την κοπέλα που έρχονταν απ το βάθος άγριας νύχτας φορώντας μιας άνοιξης φουστάνι για να το βγάλει όταν συναντήσει τον ένοχο με τα φιλιά της να τον δικάσει σε ώρα που θα θρηνεί μ απόγνωση χαμένες νύχτες λιμανιών. 120

122 Δυο βήματα απόσταση μακρυά απ την πλεχτάνη της ομορφιάς για να σημαδευτώ στο μέτωπο ένοχος με τους λιγμούς μου να γίνονται κάθε νύχτα η σφαίρα που θα ματώνει τα χείλη του φιλιού. Δυο βήματα! Απόσταση ικανή για την αθανασία μου στα λιμάνια. Ράλλη-Υδραίου Μαρία Κάποτε σε μια μικρή γκρίζα πόλη Έ να γκρίζο τοπίο, μια μικρή γκρίζα πόλη, ένας γκρίζος ποταμός με τις μεγάλες πέτρες σκόρπιες στην ρηχή κοίτη του, ένας ορμητικός χείμαρρος που κατέβαινε από τα βουνά της Βουλγαρίας όταν έβρεχε δυνατά. Ένα σκηνικό από την εποχή του ανταρτοπολέμου στα τέλη της δεκαετίας του 40 και στις αρχές του 50. Ό,τι εντυπώθηκε στο παιδικό μυαλό, δεν έσβησε ποτέ. Ο εφιαλτικός ήχος των σειρήνων από το Δ Δημοτικό Σχολείο που ήταν σχετικά κοντά μας, το κλείσιμο στο σπίτι όταν τα πολυβόλα κροτάλιζαν στημένα ψηλά, στην πλαγιά του βουνού, δίπλα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας, κι εμείς τα παιδιά χωμένα κάτω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι που μέναμε κουβαριασμένα χωρίς να βγάζουμε καμιά φωνή. Μόνον ο μεγάλος μας αδερφός, για να διασκεδάσει τον φόβο του, έπαιζε τη φυσαρμόνικα και σκόρπιζε νότες μελαγχολικές. Η μητέρα μας παιδευόταν με το να κολλάει με αλευρόκολλα τις μπλε κόλλες στα παράθυρα για να μην φαίνεται από έξω κανένα φως και γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα Υπήρχε μια έντονη ανησυχία στα πρόσωπα των μεγάλων. Συζητούσαν χαμηλόφωνα και ακούγονταν ονόματα γειτόνων 121

123 που σκοτώθηκαν από τις οβίδες που έπεφταν μέσα στην πόλη και τους βρήκαν τυχαία μέσα στο σπίτι τους ή λίγο πιο έξω. Οι «Μνήμες» επανέρχονται έστω και σπαστές, κατά διαστήματα, με διάφορες αφορμές, με κάποια σημάδια που τυχαία θα παρουσιαστούν. Προηγούνται οι μνήμες που είναι δεμένες με το πολύ παλιό παρελθόν, και αυτές πονούν περισσότερο. Τα πρώτα χρόνια της ζωής, οι πρώτες αχτίνες φωτός από τα πρόσωπα τα οικεία και τα φιλικά, εικόνες που δένουν με φωτογραφίες από την νηπιακή ηλικία, ακούσματα από τους δικούς μου που ενσωματώθηκαν με τις «μνήμες» μου. Ηχοχρώματα στο γκρι και το μαυρόασπρο από τις δύσκολες περιόδους που πέρασαν οι δικοί μας γύρω στο 50. Μικρά ή μεγάλα σημάδια φόβου, ακαθόριστοι ήχοι από ειδήσεις, από γεγονότα σημαντικά που κατέγραψε η Ιστορία, η Παγκόσμια και η Ελληνική, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια Ελλάδα ταλαιπωρημένη, φτωχή, πονεμένη. Ξυπνούν οι μνήμες σαν δαίμονες μέσα στις μεγάλες νύχτες του χειμώνα και θέλουν να μας βασανίσουν ακόμη και τώρα μετά από έξι δεκαετίες. Εκεί πίσω ο νους ξαναγυρνάει. Στις ίδιες εικόνες, στις ίδιες στιγμές. Μνήμες από τα παιδιά της γειτονιάς που μέσα στο ποτάμι, όταν δεν κατέβαζε νερό, έψαχναν για οβίδες και τις πήγαιναν στα σπίτια τους. Οικογένειες φτωχικές, εργατών στα καπνεργοστάσια της μικρής πόλης, που έδιναν στα παιδιά τους σαν το καλύτερο που είχαν μια φέτα με θρεψίνη ή μια φέτα βρεγμένη με ζάχαρη και ωμό καφέ. Ανακαλύπτοντας τα φυλαγμένα παιδικά ρούχα σ ένα ντουλάπι, οι μέρες οι παλιές έρχονται μπροστά μου και τα μικρά αυτά μεγέθη των ρούχων μεγεθύνονται. Παίρνουν σχήμα και μέγεθος, κι όλα φαίνονται όπως τότε. Βλέπω πρόσωπα παιδικά γελαστά, φατσούλες γλυκές, σωματάκια μικρά, που όμως, είχαν οντότητα και δύναμη και θέληση και πείσμα και φωνή, και ζωντανεύουν οι στιγμές που φορούσαν αυτά τα ρουχαλάκια και θυμάμαι τι έπαιζαν εκείνη την ώρα και που βρίσκονταν. Ανεπανάληπτες ώρες, μοναδικές, ώρες αγνότητας και παιδικής αθωότητας, άδολες ώρες, γεμάτες οικογενειακή γαλήνη, δίχως την παραμικρή υποψία για το αν το αύριο θα ήταν καλό ή άσχημο

124 Ρήττας Ανδρ. Δημήτρης Mεγάλη ήταν... τότε η φαμελιά Πατούσα τότε της μουριάς τα κλώνια, σαν ήμουν τόσο δα μικρό παιδί! Σιμά πετούσανε τα χελιδόνια κι έλεγα με... κέφι, όμορφη ζωή! Κρατούσα το κομμάτι μου με το να με βόλι στ άλλο χέρι τη σφενδόνα, κι ο σπουργίτης σαν ερχόταν στη μουριά, να... στον κόρφο το ψωμί, σβέλτη η ματιά! Νομάτοι δέκα γύρω απ το τραπέζι, μεγάλη ήταν τότε η φαμελιά! Στα πόδια η γάτα άρχιζε να παίζει Και τσούγκριζαν μ αγάπη... άιντε γεια! Ζευγάδες ήταν ο πατέρας κι ο παππούς, το σπίτι πάντα φρόντιζε η Μάνα! Με παραμύθια στα εγγόνια η γιαγιά και... γιατροσόφια, βότανα κι ευχές αράδα... Η Μάνα, όμως, γράμματα δεν ξέρει, τις πλάτες της σηκώνει κι η γιαγιά! Και να... ο παππούς «τ απάνω χέρι», το δάσκαλο στομώνει... για καλά: «Στ αγγόνια μου δε θέλω γράμματα πολλά, ας γίνει ράφτης ο μεγάλος εγγονός, καλοί ζευγάδες τα υπόλοιπα παιδιά. Η μοίρα... γράφει τη ζωή του καθενός». Ο καθένας γεύεται πίκρες και χαρές, φτώχεια οι πολλοί, οι λίγοι δόξα και τιμές! Μα... όσο κι αν περνούν καλά τα χρόνια, της...μουριάς μένουν αξέχαστε τα κλώνια!!! 123

125 H αλήθεια για την Αθήνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας Ανάδειξε η Αθήνα μας σοφούς και ποιητές, Πολιτευτές και ρήτορες, δραστήριοι καμπόσοι. Υμνούσαν την Ακρόπολη, κι ήτανε θαυμαστές, όμως δε φιλοσόφησαν τη δόμηση με γνώση... Τη νέα Αθήνα χτίσανε μ αλλόκοτη μελέτη, κατάντησε πια να ναι, σωστή σφηκοφωλιά... Πλήξη, καπνός κι απόγνωση δε φεύγουν με ρουσφέτι, και μπαίνει στους κατοίκους της θανάσιμη θηλιά... Άσκεπτα και φιλόδοξα με θράσος και βιασύνη χάθηκαν Έλληνες... Πρωτιά-Αγωνιστές, με... «βούλα». Και τρίζανε τα κόκκαλα Αρχαίων μας Προγόνων, για λάθη τόσα που γιναν στο πέρασμα Αιώνων! Ο Στρατηγός Θεμιστοκλής, γέννημα στην Αθήνα, τη Ναυμαχία οργάνωσε εκεί στη Σαλαμίνα! Με Νίκη πια πρωτόγνωρη κατά των πλοίων Ξέρξη, που... άρον-άρον έφυγε μόνος για την Ασία... Γι ανταμοιβή του Στρατηγού ήταν η εξορία: «σε ξένη χώρα πέθανε», γράφει η ιστορία... Τα κόκκαλά του στα... κρυφά, ήρθαν μετά από χρόνια, για να ταφούν σιωπηρά στης Αττικής το χώμα! «Φύγαν» οι Αρχαίοι μας Σοφοί πολύ βασανισμένοι: με εξορίες, κώνειο κι άδικα δικασμένοι. Και... πάντα η λύρα η Κρητική, σκούζει με τη λαλιά της: «Γιατί; Η Ελλάδα μας, μωρέ, σκοτώνει τα παιδιά της;» Εγκλήματα ατιμώρητα μαζί με τόσα άλλα, που δίκη δε γνωρίσανε στον εικοστό αιώνα. Σε πρακτικά δε γράφτηκαν, αν και τροχιά μεγάλα: Μεγάλη πίκρα πότισαν... το μπόι του Παρθενώνα!!! 124

126 Ο Ισοκράτης (436 π.χ. 338 π.χ.) Είπε λόγια σοφά, ορθά-κοφτά, Διδακτικά!...ιδιαίτερης Διαχρονικής Αξίας: «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται... Διότι κατεχράσθη το Δικαίωμα της Ελευθερίας και της Ισότητας. Διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια του λόγου ως ισότητα και την Αναρχία ως Ευδαιμονία.» Το 2012 μ.χ., σε αυτό το κατάντημα βρίσκεται η κοινωνία... Σε αυτό το μαύρο χάλι της επαίσχυντης αθλιότητας έφεραν τους πολίτες, η ασυδοσία του «Σύγχρονου» Πολιτισμού και η Ανευθυνότητα: Ο Άνθρωπος... φοβάται τον Άνθρωπο! Με «Αχ και Βαχ» κοντανασαίνει η ανάστατη πικραμένη Κοινωνία Μας!...οι κάτοικοι δημότες, και μαζί η Δημοκρατία: «ακούν... τα πεύκα να βογγούν και τις οξιές να τρίζουν»...κι ένας λυράρης Κρητικός εκεί στο έμπα της Βουλής, με μαντινάδες άρχισε λόγια καυτά με «βούλα»: «Θέλω κει μέσα να βρεθώ, να σκούζω και να τραγουδώ: Γιατί συχνά αναμασούν τα ίδια κια τα ίδια; Ενώ... ακούν πως τρίζουνε πάνω τα κεραμίδια; Εκεί θα μπω καταμεσίς στους διαλεγμένους της Βουλής, με την ψυχή μου πια να πω, Λόγια... Σωστά, Αξίας: Αφού... οι υπεύθυνοι Τρανοί της όποιας Εξουσίας δεν τολμάνε, γιατί... τα δάχτυλά τους πιπιλάνε, ας τολμήσουν επιτέλους οι καλοί μας Δικαστές: Στη φυλακή να βάλουνε τους Δόλιους Εκείνους, που Διοικούνε Ύπουλα και... κάνουνε τους φίλους... Με τέτοια τόλμη Νομική... πολλοί τάφοι θα τρίζουν, κι ο πρόγονός μας Περικλής, αναστημένος... τώρα, με περηφάνια πια και μια... πολύχρωμη ανεμώνα, χαρούμενος θα χαιρετά από τον Παρθενώνα!!! Το αδράχτι Του Λαού τ αδράχτι κύκλους κάνει και κλωστές μαζεύει πιθαμή προς πιθαμή. Στην Ειρήνη φορεσιά να κάνει Για ν αρέσει και στους λίγους... σαν ντυθεί! 125

127 Ρίγγας Νίκος Ξέμεινε δίχως Αύρα Η Αύρα στριφοθρόιζε και θώπευε το ρόδο και γητεμένα χαίρονταν αχ το μυροχρωμά του. Κι ο Ανεμος τη ζήλεψε τη σκούντηξε τη φύσηξε κι αντίς αυτή να μπει στη ρότα του τη ροδωνιά δροσούσε. Κι αγρεύοντας ο κύρης της το γύρισε τυφώνας κ εκείνη δεν το άντεξε τσακίστηκε στα βράχια και έκτοτες ο Αίολος ξέμεινε δίχως Αύρα! Κ εσύ να μένεις ίδια Με τα μπόλια του χρόνιου χτες το σήμερα κεντρωσέ το να κλωνιαστεί μυριόμυρο το αύριο του πάντα. Κι αν σ ένα τραγούδι μου νιώσεις πως υμνωδώ σε αχ σάρκωσε το είναι σου και πες το μυστικό σου. Και κάλεσ το Χρόνο Ομορφιά και μες των κύκλων το δικό σκοπό συνοδοιπόροι άσπονδοι κ οι δυο κινήστε απόκρυφο χορό αυτός ν αλλάζει αέναα κ εσύ να μένεις ίδια! 126

128 Βαράτε μου μωρές ένα παλιό κλαρίνο Αστροφεγγιά του Ιούλη κι απόψε βλησσίδι του θόλου τα λαμπιόνια κ ευτύς της γης τα φώτα σβήνοντας οι κόρες μου σέλας λαμπιρίζουν. Στο χάος σφεντονάω το βλέμμα κι ο Νους ψηλαφά τις ακρώρειες που γκεμιαζοντάς τες, απόκοτα κι αλλόκοτα ξεστέκομαι ξεκρίνοντας το αμήν. Βαράτε μου μωρές ένα παλιό κλαρίνο σε σκοπό τάβλας και σε ήχους μύχιους θέλω ορμέφυτα κι απόκοσμα χορεύοντας κρανιογονία να δαυλίζω αναδυόμενος για να ψυχανεμιστώ αν του σύμπαντου η άκρη είναι μαζί και τέλος και αρχή! Στη Ρίγγενα Στ άγριο βλέμμα σου βυθίζομαι στην ανταριασμένη συλλοή σου αιχμαλωτίζομαι και την οργή σου ξέχειλη κατάμουτρα εισπράττω ανάτρεχα ανανογιέμαι κ επίγνωτα δικιολογώ αφού ματάπαλι ο Σίσυφος απ τα ριζά το βράχο στην πλαγιά με πείσμα σμπρώχνει και ορμή να ντον κορφιάσει στο βουνό κ εκεί να ντον θρονιάσει. Σ αυτό βάνουμε πλάτη οι ομοούσιοι αναγνωριζόμενοι μετάξυ μας στου βλέμματος την ταυτότητα στην αγκαλιά του χαμόγελου στο φιλί του αγαπητικού λόγου στη Δικιοσύνη του ξάφραχτου αγέρα 127

129 και στο ερωτικό τραγούδι του συλλογικού Αθρώπου. Γι αυτό τέτιων Μανάδωνε εμείς τα σπλάχνα σας κρατάμε ακομπόδευτους και άκοφτους τους λώρους μας μα κομποδέσαμε σημαδιακά κομπόδεμα τις Μνήμες μας αφήνοντας ακομπόστομες τις άκρες τους και κομποσκοίνια τις πατημασιές μας. Κι αρματωμένες τούτες οι κυρές οι φωτοδότρες και φωτοδείχτρες κι αχναριασμένες κι αρμαθιασμένες ζωντανεύουν και ξαραχνιάζουνε τις αραχνιασμένες πλατείες και τους σταυρόστρωτους δρόμους ούλης της οικουμένης ματακινώντας της Ιστορίας τον τροχό. Βαστάτε όλοι Ρίγγενα, Ρίγγενα πουτσαρίνα, εσείς ψηλά εκεί στα κρανιόκαστρα κι αγάντα εμείς εδώ στα σταυροδρόμια για ν απλωθεί το άδολο το «σ α γ α π ώ» πούν ο δικός μας πλούτος ο ατίμητος κι ο αναγόραστος, που μ αυτόν μαζί παλεύουμε να σαρκωθεί το ανταποκριτικό το αμφίπλευρο, το ευεργετικό το παναθρώπινο συλλογικά ζητούμενο Τ Ο Α Μ Ο Ι Β Α Ι Ο Σ Α Γ Α Π Ω!

130 Ρουμελιώτου-Δαρσινού Ευαγγελία Το περίπτερο Λοιπόν Στέφανε, περιμένω απάντηση. Τα μαύρα μάτια της Αννούλας φτάνουν μέχρι την ψυχή του. Απλώνει το χέρι του και πιάνει το κουτί με τα τσιγάρα. Ανάβει ένα σιγά-σιγά και φυσάει τον καπνό προς το μέρος της για να την προκαλέσει. - Αν νομίζεις πως με αυτές τις σιωπές σου θα με αποτρέψεις, είσαι γελασμένος, θυμώνει το χαριτωμένο μουτράκι της. - Πόσο καιρό γνωριζόμαστε Αννούλα; - Νομίζω έξι μήνες, μη μου πεις Στέφανε, πως είναι νωρίς για να γνωριστούμε καλύτερα - Ίσως και να είναι νωρίς γελάει ο Στέφανος. - Στέφανε, με απογοητεύεις Πες μου σε πειράζει που κάνω πρώτη την αρχή; Αυτό σε ενοχλεί Τα γλυκά μάτια του νεαρού την αγκαλιάζουν ζεστά. Είναι καθισμένος ανάμεσα στο στενό πλαίσιο του περιπτέρου, με τα πακέτα τα τσιγάρα γύρω του, τις καραμέλες πιο χαμηλά και τα πολύχρωμα περιοδικά να τον περιτριγυρίζουν. Μοιάζει με παλιά καρτ- ποστάλ. Νέος, όμορφος και αμήχανος στα πειράγματα των κοριτσιών της γειτονιάς, μοιάζει φιγούρα παλιάς εποχής. Δίπλα του οι προκλητικοί τίτλοι των εφημερίδων για την ΟΝΕ, την πτώση του χρηματιστηρίου και άλλα τρομερά να συμβαίνουν στη χώρα μας. Συνήθως είναι ενημερωμένος, για όλα, γιατί οι πελάτες τον ρωτούν και απαιτούν να γνωρίζει. Πολλές φορές, στήνονται ομάδες αναγνωστών έξω από το περίπτερο, συνήθως τα βράδια και τα πρωινά της Κυριακής και σχολιάζουν τα πολιτικά και τα ποδοσφαιρικά γεγονότα. Εκεί όλοι γίνονται για μια μέρα πρωθυπουργοί κατά την προσφιλή έκφραση των Ελλήνων και λύνουν ως δια μαγείας τα προβλήματα. Τέλος, αφού εκτονωθούν, στρέφονται στο Στέφανο, «τι λες και εσύ ρε Στέφανε Πως τα βλέπεις τα πράγματα;». Κι αυτός γελάει γιατί, ό,τι κι αν πει, κάποιον θα δυσαρεστήσει. - Αννούλα, λέω να πας στη σχολή σου και συζητάμε αύριο τα υπόλοιπα Η Αννούλα κοιτάει το ρολόι της. - Αχ τρελέ Στέφανε, πάλι θα χάσω το εργαστήριο με τις αναστολές σου, κι αρπάζοντας τα τσιγάρα και τη σοκολάτα της, τρέχει προς τα σκαλιά του ηλεκτρικού να προλάβει το τρένο. Την παρακολουθεί γελαστός. Πάντα έτσι την καθυστερεί και όταν φτάνει το τρένο είναι αργά για να της απαντήσει. Η ερώτηση παραμένει πάντα η ίδια : «Θέλεις να βγούμε απόψε μαζί, Στέφανε;». 129

131 Πολλούς μήνες την ακούει αυτή την ερώτηση και κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Μια μέρα η Άννα τον κοίταξε λυπημένη στα μάτια: - Δε σ αρέσω, Στέφανε, και δεν το λες γιατί δε θέλεις να με προσβάλεις. Ένιωσε ηλίθιος. Δε μίλησε και αυτή πίστεψε πως έτσι είναι. Είναι όμορφη κοπελιά η Άννα. Σπουδάζει ζωγραφική και κάποια μέρα, τρώγοντας τη σοκολάτα της, του μίλησε για τα σχέδιά της. Μιλούσε με τόσο πάθος, που ξεχάστηκε ο Στέφανος και μίλησε κι αυτός για τη δική του αγάπη, τη μουσική. Της εμπιστεύθηκε πως γράφει στίχους και εκείνη ζήτησε να τους δει. Απέφυγε να την καλέσει και η περιέργειά της φούντωσε περισσότερο. Μιλούσαν συχνά για την τέχνη, εκείνη απέξω κι εκείνος πάντα μέσα στο περίπτερο. - Στέφανε, σου ζητώ να πάμε μια βόλτα. Επιτέλους, ας πούμε κάποια πράγματα περπατώντας ή πίνοντας καφέ. του είπε προχθές. Αιφνιδιάστηκε ο Στέφανος και η σιωπή του τη στενοχώρησε. - Δε θέλεις να βγεις μαζί μου, το βλέπω. - Καλά είμαστε κι έτσι, της είπε με κόπο, γιατί βιάζεσαι Τα ματάκια της έκπληκτα: - Βιάζομαι λοιπόν, Στέφανε, βιάζομαι που σου ζητώ να γνωριστούμε καλύτερα; Σου άνοιξα την καρδιά μου και εσύ δε μου ανοίγεις ούτε μια χαραμάδα της δικής σου ζωής Τα λόγια της σα χαστούκια ηχούσαν μέσα του. - Μη λες άλλα Αννούλα, σε παρακαλώ. - Έχεις κάποια άλλη και σε περιμένει να της διαβάσεις τους στίχους σου Αυθόρμητα της πιάνει τα χέρια, τα σφίγγει να σταματήσουν το τρέμουλο, της μεταδίδει τη δική του ζεστασιά και την ηρεμεί. - Σε λίγες μέρες, στο υπόσχομαι, σε λίγες μέρες θα σου ανοίξω όχι μια χαραμάδα μα την πόρτα του σπιτιού μου. Περίμενε σε λίγες μέρες θα είμαι έτοιμος. Κι εκείνη αποφάσισε να περιμένει. - Αχ τρελέ Στέφανε, θα το χάσω το εργαστήριο αν δεν πάψεις τις αναβολές σου» κι έτρεξε να προλάβει τουλάχιστον το τρένο. Οι λίγες μέρες πέρασαν. Απόψε ο Στέφανος την περιμένει. Μελαγχολικός και όμορφος, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, ξέρει πως απόψε θα τελειώσουν όλα. «Είμαι έτοιμος, θα της πει, να σου διαβάσω τους στίχους μου, να ακούσεις τα τραγούδια μου, να σου ανοίξω την καρδιά μου» Περιμένει ήρεμος, καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ο κόσμος απόψε λιγοστός, μόλις που μπήκε η άνοιξη και ο καιρός είναι ακόμη ψυχρός. Έχει και ένα παγωμένο αέρα που κάνει την ξύλινη πόρτα του περιπτέρου να τρίζει. Σφυρίζει το τρένο και περνάει. Η Αννούλα φαίνεται στην άκρη του δρόμου, πλησιάζει όμορφη και φρέσκια. - Ήρθα Στέφανε 130

132 - Σε περίμενα Άννα. Κοιτάζονται ζεστά. Εκείνη έτοιμη να ανθίσει, χλωμός εκείνος και πληγωμένος. - Αχ Στέφανε, ακόμα και τώρα που αποφάσισες να βγούμε, αργείς του ψιθυρίζει. - Αχ Αννούλα, βιάζεσαι να τα χαλάσεις όλα της απαντά. Αποφασιστικά σηκώνεται, παίρνει από δίπλα του δυο πατερίτσες, στηρίζεται σε αυτές και σκύβοντας περνάει τη χαμηλή πόρτα του περιπτέρου. Στέκεται μπροστά της, μέσα στη νύχτα, αμίλητος και βουρκωμένος. Ο κρύος αέρας χτυπάει την ανοιχτή πόρτα του περιπτέρου, περνάει σφυρίζοντας τις ξύλινες πατερίτσες και ύστερα χώνεται στα μακριά μαλλιά της Άννας. Σακκάτος Βαγγέλης Γιώργος Δενδρινός ( ) Ο πρόωρα χαμένος Κεφαλονίτης - Νιοχωρίτης συγγραφέας και το σημαντικότατο έργο του, που αποτελεί κεφάλαιο στα Γράμματά μας 2ο Μέρος Στον «Μαμμούθ», την «τέλεια σύνθεση» του Δενδρινού, το φινάλε της είναι μια πρωτοφανής πλημμύρα, ένας κατακλυσμός στο λεκανοπέδιο της πρωτεύουσας σαν κι: αυτόν που ζήσαμε πριν λίγα χρόνια, μέσα στον οποίο ο κεντρικός ήρωάς του, ο κύριος Μίθρας χρεωκοπεί, εξευτελίζεται και επιστρέφει ξανά στη ζούγκλα στην πρωτόγονη κατάσταση τ ανθρώπου. Ο συγγραφέας από τεχνική άποψη, προτιμάει, όπως δηλώνει, τον «Μαμμούθ». Αλλά το «Ιχώρ», το αγαπάει περισσότερο γιατί ταιριάζει περισσότερο με την ιδιοσυγκρασία του. «Σαρκάζει και κλαίει. Μαστιγνώνει και σπαράζει. Δεν αγαπάει λοιπόν πάντα κανείς το πιο πολύ το καλύτερο ή το μορφότερο παιδί του. Και γω αγαπώ αυτό το δύσμορφο που δείχνει τη γλώσσα του και βαράει στον κόσμο πετριές». (Στην προαναφερόμενη συνέντευξή του, σελίδα 16). Ένα ακόμα δείγμα γραφής από το «Ιχώρ», σχεδόν στην τύχη, από την αρχή του κεφαλαίου ΙΓ, σελίδα 176, το κλίμα και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, στον «άλλο κόσμο» με την επανάσταση των Ταπεινών: 131

133 «Φτερουγοφόροι σκυθρωποί κι αγριομάτηδες, κατέχαν όλα τα πόστα. Σύντομα παραγγέλματα δινόντανε, από τους αξιωματούχους και μυστικές διαταγές. Κουστωδίες ερχόντανε, φέρνοντας σφιχτοδεμένους Ταπεινούς. Και κουστωδίες φεύγανε για να φέρουν άλλους. Ψιθυριζότουνε πως τους κλειούσανε σε υπόγεια τρισκότεινα κι ογρά. Τσίτσιδους τους γυμνώνανε. Κι αρχίναε το βασάνισμα... Στις πατούσες τους χτυπάγανε με δυνατά λουριά, πούχανε στις άκρες τους χοντρούς μολυβένιους κόμπους. Πάνου σε περόνους τους ξαπλώνανε και τους πατάγανε στα στήθια και στην κοιλιά. Τους βάναν αυγά, καφτά, στις μασχάλες. Τους χαρακιάζανε τη σάρκα με δοντερά ξουράφια κι αλατίζανε τις χαρακιές ή τις περεχούσανε με λάδι ζεματισμένο. Τους ζορίζανε και τρέχανε ξυπόλυτοι πάνου σε μυτερά καρφιά. Τους σπούσανε τα δάχτυλα. Τους στρεβλώνανε τα χέρια και τα ποδάρια, από τους αρμούς. Και ήταν οι ερωτήσεις όμοιες για ολουνούς. Και ίδιες ήτανε κι οι απαντήσεις εκεινώνε». Και ακολουθούνε συγκλονιστικές περιγραφές, τόσο του γήινου όσο και του «ουράνιου κόσμου» που δημιουργούνε συνειρμούς με τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντε, αλλά και με τα Ομηρικά Έπη. Αλλά κάναμε ήδη συνολική αναφορά των μέχρι τώρα εκδοθέντων έργων του Γιώργου Δενδρινού, όπως και κάποιες αξιολογικές νύξεις, αν εξαιρέσουμε τα σκόρπια διηγήματά του σε περιοδικά της εποχής του. Έτσι, όπως έγραψε και το «Βήμα» μ αφορμή την έκδοση του «Δελφινού» (1993): «Ένας ξεχασμένος της ελληνικής λογοτεχνίας αποκαθίσταται, έστω και μετά 55 χρόνια». Τα ανέκδοτα έργα του που βρίσκονται στα χέρια μου, ποίηση, πεζά και θέατρο, είναι αρκετά, και παρά την τόσο σύντομη ζωή του. Τυπωνόμενα θα αποτελούσανε τρεις τόμους σαν του «Δελφινιού», 300 περίπου σελίδων ο καθένας, μικρού σχήματος. Ας ελπίσουμε πως σύντομα θα αξιωθούμε να τυπώσουμε τα «Απαντά» του. Το διήγημά του που βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο το 1928, στο φιλολογικό διαγωνισμό του περιοδικού «Φαντάζιο», ήταν «Η αγάπη του τραγουδιστή». Πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα. Η αγάπη του τραγουδιστή πεθαίνει, επειδή αυτός αγαπάει τα τραγούδια του περισσότερο από την ίδια. Τα διηγήματά του στο «Ο άνθρωπος που τα δεχόταν όλα», ηθογραφικά και αγροτικά όλα πλην του «Μοτοσικλετιστή», έχουν εκείνη την αφάνταστη σκληρότητα του χωριάτικου κοινωνικού περίγυρου -κάτι ανάλογο με τον «Καραβέλα» του Κώστα Θεοτόκη και μια φαμίλια μουζίκων στο έργο του Τολστόι. Αν και τα πρώτα διηγήματα του Δενδρινού έχουνε χαρακτηριστεί ηθογραφικά και είναι τέτοια -γιατί ασχολείται κύρια με τις συνθήκες και τα ήθη της υπαίθρου (το ηθογραφικό διήγημα είναι βασικά αγροτικό λογοτεχνικό είδος), στην πορεία ξεπερνάει αυτό το στάδιο και ντεπουντάρει, με τον «Μαμμούθ» και άλλα διηγήματα του, 132

134 στα πεδία της κοινωνιστικής λογοτεχνίας, που, αποτέλεσμα των νέων συνθηκών και της νέας κοινωνικής προβληματικής, αρχίζει από τη δεκαετία του 30 να δεσπόζει και στη δική μας λογοτεχνία, αν και η αρχή της έχει γίνει με τούς Κώστα Χατζόπουλο, Κώστα Παρορίτη και Κώστα Θεοτόκη πολύ παλιότερα. Μια ακόμα παρατήρηση: Στο πρώτο αυτό ηθογραφικό στάδιο της λογοτεχνικής παραγωγής του Δενδρινού, ο γάιδαρος, όπως και στο έργο του συμπατριώτη μας του Λασκαράτου, παίζει όχι μικρό ρόλο. Άλλα ανέκδοτα κείμενα του, εκτός από την ποιητική του συλλογή «Ενώ χτυπάν οι 12» -που οι φίλοι του Κώστας Καλαντζής και Γιώργος Κοτζιούλας τυπώσανε μετά το θάνατο του, το Δεκέμβρη του 1939 στις εκδόσεις «Νεοελληνική Λογοτεχνία»- και τα διηγήματά του, τα δημοσιευμένα από το 1929 μέχρι το θάνατο του (1938) στα «Ελληνικά Γράμματα» και «Νεοελληνικά Γράμματα», είναι και ορισμένα κείμενα που ή ξαδέρφη του Ζηνοβία Δενδρινού-Φραγκιαδάκη είχε φυλαγμένα με στοργή επί δεκαετίες και μου εμπιστεύτηκε το Πάσχα του Αυτά είναι: Το σατιρικό ποίημα «Το συλλαλητήριο», γραμμένο στις Το ποίημα «Στον άγνωστο στρατιώτη», χωρίς ημερομηνία, με την υπογραφή Γ. Π. Δέλτας. Το ποίημα αυτό έχει για φινάλε του τον πρώτο στίχο του ελληνικού κειμένου του Ύμνου της Διεθνούς, πράγμα που δείχνει τον σταθερό προσανατολισμό του ποιητή προς το εργατικό κίνημα. Ανάλογη μνεία γι αυτόν τον προσανατολισμό κάνει και ο Φίλιππος Βλάχος, σε υποσημείωσή του στη δεύτερη έκδοση του «Ανθρώπου που τα δεχόταν όλα», σελίδα 9, αναφορικά με το διήγημά του «Λίγο πριν από τις 12», γραμμένο το 1934, όπου το φινάλε, ή τελευταία παράγραφος του διηγήματος παρατίθεται εκεί. Ταξικό χαρακτήρα έχει και το ποίημά του «Finale», χωρίς ημερομηνία, αποτελούμενο από 24 στροφές, που γεμίζουνε 4 σελίδες μικρού σχήματος και που αναφέρεται στην κακή μεταχείριση που του έκανε τ αφεντικό του όταν αρρώστησε από φυματίωση, από αφορμή το βρέξιμο των ρούχων του στη θάλασσα, στην προσπάθειά του να σώσει το παιδί του αφεντικού του που πνιγότανε. Γενικά, τα στηθικά νοσήματα παίζουνε ιδιαίτερο ρόλο στο έργο του Δενδρινού, λόγω -φυσικά- της προσωπικής του περίπτωσης. Ακόμα και το Θεό Χβά και τον Πρωτάγγελο Μιχαήλ στο «Ιχώρ», τούς θέλει βροχιτικούς και πλευριτικούς, που την ψωνίσανε στον κατακλυσμό, κι ο δεύτερος, παρ όλα αυτά, δεν αποφασίζει να... κόψει το τσιγάρο. Ακόμα έχω στα χέρια μου το ποίημά του «Μια συμβουλή», γραμμένο στα 1926, ένα έμμετρο σατιρικό γύμνασμα με τον τίτλο «Αυτοβιογραφία», γραμμένο στις , το «Δοκίμιον μελέτης: ΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΧΕΣΕΙΣ, (Έφ ενός άρθρου των Αγγλίδων συγγραφέων Μαίης Κρίστι και Ούρσουλας Μπόμ)», στην καθαρεύουσα, με πρόθεση να δημοσιευτεί όπως φαίνεται σε κάποιο καθαρευουσιάνικο περιοδικό ή εφημερίδα, γραμμένο στις 7 του Μάη 1929, τα «Στερνά λουλούδια», (σελίδες από το ημερολόγιο ενός νέου), που λόγω σχετικής φθοράς της τελευταίας 133

135 σελίδας του δε σώζεται ή ημερομηνία και ή χρονολογία, αλλά από το κείμενο βγαίνει πώς τόχει γράψει σε νεαρή ηλικία. Επίσης τρία ποιήματά του που μου έστειλε από το χωριό ο Μιλτιάδης ο Δενδρινός, με τούς τίτλους: «Ξέρεις αγάπη τι θα πει», «Σε κάποια σοβαρή» και «Σε κάποια κεντήστρα». Τάχει αντιγράψει ό ίδιος ό Μιλτιάδης, δεν ξέρω από που. Στα χέρια μου έχω και γράμμα προς τον ξάδερφο του Κλεόβουλο Δενδρινό, με ημερομηνία , που σ αυτόν τον ανύποπτο χρόνο μιλάει για... καυσαέρια! Συγκεκριμένα γράφει: «Ήθελα να βρισκόμουν περισσότερες φορές κοντά σου ν ακούω κάτι ενθαρρυντικό κι έξω από τον ίλιγγο των αριθμών, και ν αναπνέω αέρα μη μολυσμένον από την αποπνιχτικήν μυρουδιά της βενζίνας όμως...». Ο Κλεόβουλος ο Δενδρινός, που ζούσε στο Βύρωνα, πέθανε το 1996 σε ηλικία 97 ετών -παλιός ορειβάτης, φυσιολάτρης, διανοούμενος και αγωνιστής του εργατικού κινήματος, που είχε πίσω του αγώνες και διωγμούς όχι ασήμαντους, όπως προκύπτει κι από τη συνέχεια του γράμματος που τσιτάραμε παραπάνω- είχε, σαν μεγαλύτερος ξάδερφος που τον πέρναγε 6 χρόνια, αποφασιστική επίδραση και επιρροή πάνω στο Γιώργο, τόσο σε επίπεδο αλληλεγγύης και ανθρωπιάς όσο και σ αυτό των προοδευτικών ιδεών. Ή ευγενική χειρονομία του να μου δώσει ό,τι βιβλία και χαρτιά είχε του Γιώργου, όταν τον επισκέφτηκα, ακόμα κι αυτά με τις προσωπικές του αφιερώσεις, θα μου μείνει αξέχαστη. Ένα ακόμα δραματικό ντοκουμέντο, το τελευταίο γράμμα του προς την ξαδέρφη του τη Ζηνοβία, με ημερομηνία , με το όποιο της περιγράφει την κατάστασή του, πως έχει καταντήσει μια σκιά, πως πεθαίνει (πέθανε στις ), δημοσιεύεται στις σελίδες της μελέτης μου 37-39, κλείνοντας μ αυτό τα βιογραφικά του. Όμως, για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, ο Γιώργος Δενδρινός δέν πέθανε. Ίσαίσα, ήρθε επιτέλους, νομίζω, η ώρα ν αναστηθεί, με το παρά τη σύντομη ζωή του όχι μικρό έργο του. Εργο ξεχασμένο στο παρελθόν μαζί με το δημιουργό του, που διαπνέεται από υψηλά διανοήματα, έντονη συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, της κοινωνικής αδικίας, της υλικής και πνευματικής καταπίεσης των ανθρώπων, και που βάζει για στόχο του τον καλοπροαίρετο φωτισμό τους, την απαλλαγή τους από τα σκοτάδια των προλήψεων, της μεταφυσικής αγωνίας και του φόβου. Και κλείνω με τα ακόλουθα λόγια του Κωστή Μπαστιά, για το Γ. Δ. στο Περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», τεύχος 44, από , λίγο πριν το τέλος: «O Δενδρινός, άλλωστε, δεν ζητάει, βοήθεια από κανένα, μα πεθαίνει βουβός και περήφανος στην τραγική του σιωπή. Εμείς όμως αισθανόμαστε την ανάγκη να γράψουμε αυτά τα λόγια για να μείνουνε χαραγμένα, πληροφορώντας τουλάχιστον τους μεταγενέστερους με τι ματωμένο κοντύλι γράφτηκε κάθε σελίδα της Νεοελληνικής μας λογοτεχνίας...». 134

136 Σερενέ - Τσουρουκίδη Ιωάννα Στη Λίμνη Ηραίου της Βουλιαγμένης - Περαίας Ε πί τέλους η απόφαση πάρθηκε. Μπάνιο στή Λίμνη της Βουλιαμένης και ταυτόχρονη ξενάγηση στην Περαία ή Πείραιον των αρχαίων. Με την παρέα μου, εγκαταλείψαμε την Αθήνα κατά τις 11 π.μ. Η θερμοκρασία στο ζενίθ 41-42ο C, αλλά εμείς μέσα στο Ι. Χ. δροσιζόμαστε. Εκατοντάδες Ι. Χ. έτρεχαν να βρούν κάπου τη δροσιά. Φτάσαμε στο όμορφο, κοσμοπολίτικο Λουτράκι. Το κέντρο του απροσπέλαστο, σχεδόν από τα άλλα οχήματα και τον κόσμο που κυκλοφορούσε. Τέλος καταφέραμε να οδηγηθούμε έξω από αυτό, (το Λουτράκι) αφού αφήσαμε το δροσερό πάρκο με τους φοίνικες και τους ορμητικούς καταρράκτες. Απολαύσαμε τον καφέ μας, επάνω από το κύμα στην έξοδο σχεδόν της πόλης, η οποία είναι ξαπλωμένη στο μυχό του Κορινθιακού κόλπου, όπου βρίσκονται οι αρχαίες θέρμες, ενώ είναι σκαρφαλωμένη και στους πρόποδες των Γερανίων. Λουτράκι, πρωτ. του Δήμου Περαίας. Καθισμένοι αναπαυτικά στις πολυθρόνες μας, τι δεν ανασύραμε από τα ντουλαπάκια της μνήμης. Τους δύο καταστροφικούς σεισμούς της, που ανοικοδομήθηκε επί το καλύτερο, τις θερμοπηγές του ή τά τρανταχτά ντοκουμέντα που έγραψαν και αυτά Ιστορία. Λουτράκι. ένας ιδανικός τόπος, για μικρή απόδραση. Δημόσια και ιδιωτικά υδροθεραπευτήρια, κοσμικά κέντρα, καζίνο και τι δεν προσφέρει! Οι πηγές των θεραπευτηρίων βρίσκονται στους πρόποδες των βουνών της Περαχώρας. Προσελκύουν Ελληνες και ξένους. Όταν διαρκούσε η πολιορκία της Κορίνθου κατά το 1821, είχε συγκεντρωθεί εδώ μικρό σρατόπεδο Ελλήνων, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί από όλη την Περαία. Το στρατόπεδο αυτό είχε ενισχυθεί στις αρχές το 1822, όταν κατέπλευσαν στο Λουτράκι και πλοία τα οποία επρόκειτο να παραλάβουν, κατόπιν συνομολοήθείσες συνθήκες τους παραδοθέντες Τούρκους του Ακροκορίνθου. Πράγματι στις 14 Ιανουαρίου 1822, οι Τούρκοι <συν γυναιξί και τέκνοις> πήγαν στο Λουτράκι να επιβιβαστούν. Αλλά οι εκεί Ελληνες παρά τις συνθήκες, κατέσφαξαν πολλούς άοπλους Τούρκους και αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά. (Η αγανάκτηση τόσων ετών δουλείας και εξευτελισμού, εκτονώθηκε εκεί.) Ενώ διαρκούσε η Ελλην. Επανάσταση, κατ επανάληψη στάθμευαν εδώ Ελληνικά σώματα. 135

137 Και με τις αναμνήσεις αυτές αφήσαμε την πόλη και τον ακύμαντο Κορινθιακό για την Περαία, όπου ήταν ο τελικός προορισμός μας. Σαν νεότεροι Παυσανίες, αρχίσαμε την ξενάγηση. Μία ονειρεμένη διαδρομή, αν και πολλές στροφές δεν σε κουράζουν γιατί δεξιά και αριστερά του δρόμου ξεπροβάλλουν, ομορφόκτιστα εξοχικά, ξενοδοχεία, πιο ψηλά μικρές μονές και στη πιο ψηλότερη σχεδόν πλαγιά των Γερανίων, η Μονή του Αγίου Παταπίου με το ιερό του λείψανο και με ανυπέρβλητη θέα. Και πολύ πράσινο από πεύκα, ενώ αριστερά μας ξανοίγεται ο Κορινθιακός. Φτάσαμε στην αραιοκατοικημένη Περαχώρα, την πρωτεύουσα της Περαίας ή μάλλον το κεντρικό περίπου μέρος της χώρας που οι δρόμοι διακλαδίζονται προς ανατολάς στην Βουλιαγμένη και προς δυσμάς προς Σχίνο κλπ. Είναι όμορφη η Περαχώρα, φορεί τα γιορτινά της. Εδώ είχε ανακηρυχθεί πρωθυπουργός από τους οπαδούς του ο Κωλέττης και αντικατέστησε τον Αυγουστίνο Καποδίστρια τον νεότερο αδελφό του Ιωάννη, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί Πρόεδρος της προσωρινής Κυβερνητικής Επιτροπής. Η Περαχώρα, παλαιότερα, ήταν προσιτή με πλοία από την Κόρινθο παρά διά ξηράς από Λουτράκι όπως τώρα. Ο Παυσανίας αφού πέρασε τον Ισθμό έφτασε στην Περαχώρα την οποία στην εποχή εκείνη βρήκε σε παρακμή. Τώρα είναι γεμάτη ζωντάνια. Ενας ασφαλτοστρωμένος ελικοειδής σχεδόν δρόμος διασχίζει τον πανέμορφο τόπο πνιγμένο στα πεύκα, στα σχινόδεντρα, στα ελαιόδεντρα, θάμνους και ξερόχορτα που και που. Πρασινίζει όλη η Περαία, το Πείραιον των αρχαίων. Στα προρρωμαικά χρόνια αποτελούσε η Περαία ζωτικό τμήμα της Κορίνθου. Η κορινθιακή τέχνη των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, θα ήταν σχεδόν άγνωστη χωρίς τα ευρήματα της Περαχώρας -Περαίας. Ηδη τον 8ου π. Χ σε όλη την χερσόνησο (που είναι η δυτική προέκταση της Στερέας) ήταν εγκατεστειμένοι Κορίνθιοι και πιο παλαιά Μεγαρείς που είχαν εκδωρισθεί (δηλ γίνει Δωριείς) πριν από τους Κορινθίους και οι οποίοι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει το Ηραίο. Με τις ανασκαφές μελετήθηκε μόνο η περιοχή του Ηραίου το , ιδιαίτερα τα γειτονικά ιερά της Ακραίας Ήρας 6ου π. Χ,η Αγορά και της Λιμενίας Ηρας 80 - π. Χ. Ονομάστηκε Λιμενία από το λιμανάκι που ήταν εκεί. Η έρευνα επεκτάθηκε και στην ενδοχώρα και τη θάλασσα -Λίμνη της Βουλιαγμένης. Παντού υπάρχουν θεμέλια κατοικιών, υδατοδεξαμενές, τμήματα αρχαίων δρόμων, και λείψανα οχυρώσεων, λείψανα οικιών Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής. Ακολουθούμε μια ονειρεμένη διαδρομή και φτάνουμε καταρχήν στη διασταύρωση που λέει Σκάλωμα. Παράξενο όνομα αλήθεια! Σκαλώνω δηλ κάπου, έχω εμπόδιο, και μου εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση κ. λ. π. Ετσι ακριβώς είναι η περιοχή, ενώ περνάς την μία κατηφορική απότομη στροφή, ξαφνικά παρουσιάζεται, η άλλη και ούτω καθεξής. Εδώ υπήρχε αρχαίος οικισμός και μυκηναϊκοί τάφοι τους οποίους βλέπεις καθώς κατηφορίζεις προς τη μικρή ολοκάθαρη πλάζ με ένα μικρό σπιτάκι νεολλήνων. Προορισμός μας όμως είναι η Βουλιαγμένη και 136

138 το Ηραίο. Ανάμεσα στη πυκνή βλάστηση, ιδαίτερα από πεύκα, ξεπροβάλλουν» σκεπές κατά το πλείστον, κατοικιών νεοτέρων Ελλήνων και ασφαλτοστρωμένοι στενοί σχεδόν δρόμοι. Στο Ηραίο υπήρχαν αρχαίες συνοικίες. Σε μερικές από τις οποίες βεβαιώθηκαν κατάλοιπα από εγκαταστάσεις, αρχαιότερες του Ηραίου (όστρακα, νεολιθικά, πρώιμα ελλαδικά, τάφοι και όστρακα μυκηναϊκά). -Να και μία αρχαία κρήνη δεξιά μας. Κατεβαίνουμε να την περιεργαστούμε, όπως το ίδιο κάναμε και στους μυκηναϊκούς τάφους στο Σκάλωμα. Πράγματι. Είναι αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη, αν αναλογιστούμε πόσα χρόνια έχει κτιστεί και διατηρείται, σαν να λες κτίστηκε πριν καμιά 50ριά χρόνια, οι βάσεις της για τη ροή των υδάτων από τον ένα αποθηκευτικό χώρο στον άλλο, τα τοιχώματα των οποίων είναι τόσο στεγανά και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι τεχνίτες. «Κρήνη Ηραίου» μας πληροφορεί η πινακίδα. Η κρήνη τροφοδοτούσε την πόλη, τα ιερά και με άλλες δεξαμενές και κρήνες, αλλά και τους περαστικούς. Τώρα είναι ώρα για μπάνιο. Πήραμε το δρόμο προς Λίμνη της Βουλιαγμένης. Είναι πιθανόν η Γοργώπις ή Εσχατιώτις λίμνη των αρχαίων, ηφαιστιογενής με νερό αλμυρό. Περιβάλλεται από ψηλούς πευκόφυτους λόφους και χωρίζεται από την θάλασσα με μια στενή λωρίδα ξηράς, πλάτους 6 μέτρα και μήκους 86 μέτρα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι εκεί υπήρχε αρχαιότατη πόλη η οποία βυθίστηκε, εξ ου και το όνομα. Ο Α. Μηλιαράκης λέει, πως λίγο πριν εκδώσει την γεωγραφία Αργολίδας και Κορινθίας το 1886, μια Εταιρεία είχε κόψει το στενό μέρος της στενής λουρίδας ξηράς, ώστε η λίμνη να επικοινωνεί με την θάλασσα και να δημιουργηθεί ένα ιχθυοτροφείο. Σταματήσαμε στο νότιο μέρος της λίμνης και απολαύσαμε το μπάνιο μας. Ο τόπος έσφιζε από εκατοντάδες λουόμενους πάσης ηλικίας. Δυστυχώς, ενώ η πλαζ είναι αμμώδης, μέσα στη λίμνη, στο βυθό της χιλιάδες των χιλιάδων αιχμηρές πέτρες και για τους μη δεινούς κολυμβητές, αν δεν προστατεύουν τα πόδια τους με πέδιλα, είναι βάσανο κυριολεκτικά. Εν τούτοις το νερό είναι κατακάθαρο και αποζημιώνεσαι με τη σκιά που ρίχνουν τα αλμυρίκια και το θαλερό πευκόφυτο ολόγυρα. Αλλά και οι ταβέρνες πιο πάνω, που είναι κατάμεστες. Εμείς το γεύμα μας προτιμήσαμε να το πάρουμε στην αντιπέρα ακτή. Πράγματι, εδώ απολαύσαμε αμμουδιά ολοκάθαρη, νερά και βυθός να λάμπουν, κρυστάλλινα, αλλά και λουόμενοι λιγότεροι. Μια μοναδική ψαροταβέρνα, «Ή Ήρα» του ΑΘ. Παπαδημητρίοιυ και πολλά τραπεζάκια, κάτω από τις πυκνές κλαίουσες και αλμυρίκια. Προτιμήσαμε το εσωτερικό της ψαροταβέρνας που είναι γύρω γύρω ολάνοικτο και δροσερό. Είναι παραδειγματική σε καθαριότητα, σε σέρβις, σε προθυμία. Τι θα φάμε; Υπάρχει ποικιλία σε κρεοφαγία και ψαροφαγία. Προτιμήσαμε ψητό μπακαλιάρο πεντανόστιμο, σαλάτες και μπύρες. 137

139 Ο τόπος σε έλκει, το μικρό κυματάκι γλυκομουρμουρίζει και είναι σαν να σου λέει, -Τι κάθεσαι; Ρίξε μια άλλη βουτιά και έλα να σε χαρώ στην αγκαλιά μου. Είμαι δροσερό, καθαρό και εκπέμπω άρωμα, ιώδιο, ανακατεμένο με το αεράκι που έρχεται από τους πευκόφυτους λόφους γύρω. Μην αργείς... Μα όμως η ώρα της επιστροφής έφτασε και εγκαταλείπουμε την ωραιότατη αυτή χερσόνησο της Περαίας με λίγη μελαγχολία. Ανηφορίζοντας τώρα για την έξοδό μας από αυτόν τον παράδεισο, ακολουθήσαμε άλλο δρόμο που περνάει πάνω από το Λουτράκι. Έναν δρόμο άνετο που συναντιέται με το εσωτερικό της πόλης κατά την έξοδο. Εδώ λοιπόν, θυμήθηκα κάποια άλλη ιστορία (προ Χριστού) την οποία είχα διαβάσει πριν πολλά χρόνια. Στη θέση Θερμά, δηλ. στη θέση του σημερινού Λουτρακίου ο Ξενοφώντας αφηγείται τις κινήσεις του Αγησιλάου Β (βασιλιά της Σπάρτης) κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις το 390 π.χ. εναντίον των Κορινθίων, που συνεργάζονταν με τον Ιφικράτη, (Αθηναίο στρατηγό από την Ραμνούντα) και που είχαν διώξει από την Κόρινθο τους φιλολάκωνες συμπατριώτες τους. Η αφήγηση του Ξενοφώντα είναι σημαντική για την τοποθεσία όλης της Χερσονήσου. Οι Κορίνθιοι που δεν αισθάνονται ασφαλείς στην Κόρινθο, εξαιτίας του Αγησιλάου, είχαν μεταφέρει στο Πείραιον το νοικοκυριό και τα κοπάδια τους και καλλιεργούσαν εντατικότερα. «Παν το Πείραιον σπείροντες και καρπούμενους», λέει ο Ξενοφών. Προσποιήθηκε τότε, πως θα επιτεθεί κατά της Κορίνθου και οι Κορίνθιοι ξεγελάστηκαν και μετέφεραν νύκτα τις δυνάμεις τους διά της θαλάσσης στην Κόρινθο, οπότε ο Αγησίλαος μπόρεσε να κυριεύσει το Πείραιον. Η επίθεση έγινε από τα Θερμά (Λουτράκι). Ένα τμήμα ανέβηκε στο βουνό και κατέλαβε την Οινόη, ενώ ο ίδιος προχώρησε από τον παραλιακό δρόμο και μπήκε στον συνοικισμό του Ηραίου. Τελειώνοντας την μικρή αυτή ιστορία, φτάσαμε στο κλεινόν άστυ, όπου το θερμόμετρο έδειχνε 41 C. Είχε ανάψει η άσφαλτος, αληθινό καμίνι, αν και ο ήλιος έγερνε προς τη Δύση. 138

140 Σερενές Αλέξανδρος Λέξεις Τα Πράγματα τότε είχαν έτσι, από το πρώτο σκαλοπάτι διαπίστωσες ότι η πόρτα με τα κάγκελα ήταν κλειστή, λάφυρό μου οι στίχοι, σκέφτηκες και έκανες να γυρίσεις από τη μέση της σκάλας, είναι πολλά χρόνια που πέρασαν τα πουλιά και οι αναμνήσεις είχαν σαστίσει, αν ήταν ίσκιοι οι κορυφές των δέντρων που περπάτησαν δίπλα σου, αν ήταν όνειρο, και τα κύματα που τα οδηγούσαν οι αστραπές και για αυτά είχες απορίες. Οι Λέξεις ρημαγμένες από την πολυκαιρία στο χαρτί, ξέφτισε το νόημά τους, οι δυσκολο-εύρετες Λέξεις δεν θυμόσουν πώς τις φώναζες αρχικά. Και όμως ακέραιες στάθηκαν και εκείνη η εχέμυθη εμπιστοσύνη επανήλθε όταν τις πρόσεξες καλύτερα, όταν έγινες συνένοχος της σιωπής τους. Απέρριψες τις λεπτομέρειες, υποθέτω, γιατί είναι πενιχρή κάθε άλλη ερμηνεία, ασύμμετρη και δαπανηρή για το χρόνο σου. Ο άνεμος αρκεί Ξεθεμελιωμένη η αίσθηση, αιωρείται μέσα στο φως, (τούτη) η στιγμή έχει το δικαίωμα του όλου, η δική μας στιγμή, αμίλητη σαγήνη, απαράβατα σύνορα, μουσική, ώχρες. Ποιος θα με ακούσει; Έχω τον άνεμο, φτάνει. 139 Πύλος Πύλος

141 Του Ιόνιου Πέλαγου Λέξεις Πύλος Η υπόσχεση, ανερμήνευτη κατακλύζει τη στιγμή, βυθίζει την σιωπή σε κλειστές σελίδες, με προτάσεις ο Αύγουστος ανασαίνει τον ήλιο, το βράδυ δίπλα στις όχθες της θάλασσας, στην βρεγμένη άμμο φτιάχνει πύργους να κατοικήσουν στίχοι του Κάλβου, απολογείται μόνο στο φως (της Σελήνης). Συνηθισμένες λέξεις μεταμορφώνουν (τα) σκοτάδια, αδέσποτα κύματα γκρεμίζουν (τους) φράχτες της ανάγκης που είχαν στηθεί προαιώνια με πρόσχημα το αμάρτημα του πατρός επειδή έλειπαν οι ελάχιστοι σπουδαίοι με τις Κυριακές μέσα στο σώμα τους να ανατρέψουν (τις) σκοπιμότητες. Του Ιόνιου Πέλαγου είναι οι σελίδες που ξεφυλλίζω, εκεί, πέρα, ξεκίνησαν τριήρεις με αρχαία χέρια στα κουπιά(,) αντίκρυ πάντα τον ήλιο στα μάτια σημάδευαν το ταξίδι στις φωνές υπακούοντας της Γης που πρωτο-γνώρισαν (που) φιλοξενούσε τα κύματα, (και) τις αισθήσεις. Στέγνωσε ο παλιός καιρός καθότι σε πιθάρια στοίβαζαν πινακίδες Γραμμικής Βήτα γραφής, με κατάληξη τις λέξεις ανεβασμένες στο Λευκό. Οι φιμωμένοι άνεμοι έλυσαν τα δεσμά τους, στη θέση τους χρυσές γραμμές στενογραφούσαν το απαραίτητο, το εκλεκτό. Το νερό γέννησε την αποκάλυψη(,) στην ημαθόεσσα Πύλο, η θάλασσά της την ανέσυρε στην αιωνιότητα. Περισσότερο πλούτο δε ζήτησα (για) να διασχίσω τη φθορά, η πόλη μου τα έσχατα όρια. 140

142 Στο κέντρο οι κίονες Μετρώ κενά σε παλιές φωτογραφίες, συνομιλώ με την τέφρα, άγονος διάλογος, με καταχράστηκε. Αν η λύπη κατοικούσε βόρεια θα ήταν διαφορετικά. Η ελιά στην Μεσόγειο φύλλα δίχρωμα, χνούδι λευκό, ανεξίτηλο πράσινο έλαιον ελέους (ο) καρπός, τα στάχυα(,) λάμψεις χρυσού όρθια κατευθύνονται στην αυτοκρατορία του Ουρανού. Το αμπέλι(,) χυμός, συγγενεύει με τον Ήλιο, το Μάρμαρο χαρακιές Γραμμάτων στο σώμα του, Ναούς, Κίονες, κερκίδες θεάτρων ανυψώνει, λευκό πάνω στο νερό, άθροισμα αριθμών, σχημάτων, εξ ου και η έναρξη του λόγου, της Ελληνικής (γλώσσας), Γράμματα μετέχουν να βρούνε Στέγη τα κυκλάμινα, οι άστεγοι ουρανό, τους άξεστους, με στίχους να ντύσουν του Ελύτη, τους φτωχούς με χιτώνες ζεστούς. Στο κέντρο(,) Δωρικοί και της Κορίνθου Κίονες νήσοι μεσοπέλαγα ανηφορίζουν δρόμους της θάλασσας, λήκυθοι με στίχους του Πινδάρου γεμάτοι, της Σαπφώς. Λύτρα Μαζί μετρούσαμε κύματα του πέλαγουκαι ήταν(ε) όλα γένους πληθυντικού, πελώρια, όμοια χρυσός, λάμψη αστραπής στην κορυφή, -ασύγκριτη, αφόρητη, (που) τύφλωνε καθώς(,) όπως φάνηκε(,) δεν είχαν τελειωμό, βιάζονταν στην ακτή να φτάσουν(,) να πιουν τους βράχους(,) άγρυπνα ξοδεύοντας την ύπαρξή τους,- άνιση αναμέτρηση όπως ο θάνατος(,)- έδιναν την ανάσα τους στο θάνατο ψυχορραγώντας. 141 Πύλος Πύλος

143 Λύθηκαν τα σταυρωμένα χέρια των νεκρών, πιασμένα σε χορό θωπεύουν μνήμες παλιών αιώνων. Λύτρα στον Άδη(,) να τους αφήσει(,) έδωσα, να τους κρατήσει άθικτους η θύμηση(,) μην μου χρεώσουν ασέβεια ανοίκεια, σκόπιμη πρόθεση(,) αμφίβολη. Έτσι το είδα, εκεί τους έταξα, στους Γαλαξίες(,) να φωτίζουν αλησμόνητες στιγμές, κύματα γένους θηλυκού. Σιώκου Γιώγια Ο Προμηθέας Στην αντηλιά του απομεσήμερου ένας γυπαετός κυκλώνει από ψηλά το βράχο, όπου είναι δεμένος ο σύγχρονος Προμηθέας. Τινάζεται, χτυπά τους βραχίονες και τα μεγάλα κωπηλατικά φτερά του κροταλίζουν ανάμεσα στους στίχους. Κράζει και ορμητικά ξεχύνεται, γαντζώνει τα γαμψά του νύχια στα ισχνά μηρά του ανθρώπου, κατασπαράσσοντας βασανιστικά το συκώτι, με θρόμβους αίματος να εξιστορούν την πανάρχαια πληγή. Το Στημόνι Το στημόνι της ζωής εξαϋλώνεται, καθώς μεταξένιο υφάδι αναπνοής απαλά το διαπερνά σε μυστικό αργαλειό της οικουμένης. 142

144 Σκουρολιάκου Μαρία Αγρύπνα ποιητή Μίλησε ποιητή. Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής μήτε το κρώξιμο της νύχτας και του φιδιού το σύρσιμο γύρω απ τ αυγό του. Αγάπα ποιητή. Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής. Το βογγητό του άλλου σώσε. Σώμα της ερημιάς, φέτες καημού,διαμελισμένο. Πολέμα ποιητή. Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού, στο θάμπωμα της λήθης. Άκου τ αηδόνι, που έρχεται απ τη γη και στην καρδιά της πλάσης, κλαίει. Αγρύπνα ποιητή. Όπως το νυχτολούλουδο. Ο ήλιος, όπως χρυσορρόης πέφτει και τις σκιές φιλεί αξεχώριστα. Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς κι αποτελειώσει ο κόσμος. Πλατεία του φόβου Στο πήγαινε-έλα άσωστα βλέμματα,φωτιές και στάχτες Βουβά περάσματα, κόκκινα φώτα σε δρόμους κράχτες. Χέρια πλοκάμια και οι γροθιές αρματωμένες σ ένα τοπίο βαθιά Ομόνοια μέσα σε χρώματα, φωνές κι ονόματα παλιά αναχώματα και θύτες θύματα -βουβά συνθήματα και τραγικές είναι οι σιωπές, σιωπές που μπήγονται σε αλήθειες μαύρες. Κι η ομορφιά τρέμει το πέρασμα 143

145 μέσα σε ορθάνοιχτα μάτια και χέρια και στο ξεγέλασμα. Γερμένα σώματα κεριά σωσμένα στα χαρακώματα μάχονται τ άγνωστο αναγκασμένα σαν τον κατάδικο. Πλατεία του φόβου Με την ελπίδα να σκάβει υπόγεια κορμιά ακατοίκητα. Γελάει η στέρηση κι η απόγνωση πιάνει τη βάρδια της και σέρνει αλύπητα καρδιές και στόματα στο παρακάλι Ψυχρά κι απάνθρωπα στο πάρε δώσε της χορταίνει κόκκινο και τάζει πάλι. Πλατεία της νύχτας Λίγο πιό πέρα περνούν οι νόμοι Και για το αίμα ούτε κουβέντα. Άλλλος θεός κι ο ουρανός αλλάζει χρώμα όπως οι λέξεις και οι ψυχές. Ύστερα βρέχει,ξεπλένει, παίρνει όλη τη λάσπη και στις πληγές βάζει ένα ρούχο να τις σκεπάσει όπως το ψέμα να ξεγελάσει για να ξεχάσουν ποιός είναι ο φταίχτης αυτού του πόνου. Πλατεία του φόβου Καρδιές στο χώμα, ψωμί το σώμα. Γι αυτά τα μάτια Ολοσκότεινα λιβάδεια των λυγμών με τα κατά Ματθαίον πάθη να γράφονται σε μάτια παιδικά, που κλείσανε πριν να προλάβουνε να πούνε φτού ξελευτερία. Γιαυτά τα μάτια αντιστέκομαι στις εκτροπές της ευτυχίας που από απόσταση συλλέγει των σπαραγμών τα θραύσματα. Ολόγυρα κουφάρια ζωντανά δοξάζουνε του ήλιου την προτίμηση. 144

146 Μα εγώ γιαυτά τα μάτια θα προσευχηθώ Στους μακρινούς αστερισμούς που κατοικούνε, αγκαλιασμένα με το φως της ουτοπίας. Έλληνας Έλληνας θα πει, Δελφοί, Δήλος και Παρθενώνας. Μνήμες Οδύσσειες και στωϊκές Καρυάτιδες. Αρχαίες λέξεις και θεοί που κατοικούν τον κόσμο. Έλληνας, θα πει, Βεργίνα και Κνωσσός. Θα πει Κερύνεια. Θα πεί, φωνή του Σολωμού, του Ελύτη και του Ρήγα. Έλληνας δεν θα πει, Ιούδας ούτε Πέτρος. Γλάρος στο Αιγαίο θα πει κι αητός στον Ψηλορείτη. Στον Παρνασσό γαρύφαλο, στον Όλυμπο θυμάρι. Σπασμένο συρματόπλεγμα και οι φωτιές τ Αη Γιάννη. Τραγούδι κι αίμα της καρδιάς, ψωμί, κρασί και Ήλιος. Σπηλιώτης Ι. Γεώργιος Κυρά - Θάλασσα Μια μάνα που καθότανε κάτω στα Ποταμάκια* τη θάλασσα αγνάντευε με βουρκωμένα μάτια. Στα κύματά της μίλαγε, που φεύγανε τρεχάτα, κάτι σαν να τους έλεγε, τα κοίταζε στα μάτια. Ένα μαντίλι έβγαλε βρεγμένο από το κλάμα κι αφού το φίλησε γλυκά, τους το δωσε για γράμμα. Τα μανιασμένα κύματα το κρύψανε στα μύχια, δύο κορδέλες του βαλαν από βρεμένα φύκια. Κύματα που γυρίζετε στης θάλασσας τα πλάτη, φρεγάτα όπου δέρνεται με το ψηλό κατάρτι μόλις την απαντήσετε, πετάχτε το στην πλώρη, για να το βρει ο γιόκας μου, αμούστακο αγόρι. 145

147 Δώστε του χίλιες δυο ευχές μαζί με το μαντίλι κοντά μας να ρθει γρήγορα πριν σβήσει το καντήλι. Στον κόμπο ετούτον το διπλό, ένα κλαδί Λουΐζας του στέλνω να χει φυλαχτό, βλαστό σπιτίσιας ρίζας. Κι αν δεν προλάβω να τον δω, θα θελα αργά το δείλι, σαν έρθει, να μη λησμονεί να ανάβει το καντήλι. *Ποταμάκια = Παραλία Κεφαλονιάς Η Συγχώρεση Είμαστε τρεις, εγώ, ο νους και η καρδιά... και πίνουμε κρασί από το ίδιο το ποτήρι Το Εγώ Σαν πω, έτσι απλά, πως συγχωρώ το κρίμα τ άλλου, κοροϊδεύω πριν απ όλα τον εαυτό μου. Είναι σαν να περνώ στην αποβλάκωση για να μπορέσω να γελάσω και τους άλλους. Αδυναμία ανθρώπινη ή έστω και συνήθεια οι άξεστοι πνευματικά κι αγράμματοι να κοροϊδεύουνε τους άλλους αγραμμάτους, αφού η αγραμματοσύνη ανακυκλώνεται μέσα στο μίζερο εαυτό τους. Ο Νους Μέσα στο είναι μου, να υπάρχουν νιώθω δυο δυνάμεις. Η μια μαχητική και ζωντανή, που συνεχώς ανησυχεί, πασχίζει για να μάθει, κι είναι αυτός ο αγράμματος ο νους με το ζυγό στο χέρι. Φιλοσοφεί, διαβαίνοντας μέσα από χίλια δύο μονοπάτια, της αναζήτησης και της αιώνιας αμφιβολίας που τον δέρνει. 146

148 Κι αν τύχει και σου πει, έτσι απλά, πως «συγχωρεί», σου κρύβει κάτι, το τυπικό, χωρίς συγκίνηση, επιφανειακό, χωρίς ουσία, αφού του δείχνει ο ζυγός το κατά πού να γέρνει... Η Καρδιά Η άλλη δύναμη είν η καρδιά, ειρηνική και ήρεμη, που δεν βιάζεται, και ούτε ανησυχεί, ξέρει το νου, αφού είναι το παιδί της. Ουδέποτε αμφέβαλε και δεν φιλοσοφεί, μόνο αγαπά σαν στοργική μητέρα. Κοιτά η καρδιά σιωπηλά «το εγώ», χαμογελά και περιμένει, όπως τη μάνα το παιδί που ζαβολιά σκαρώνει. Και αναμένει την στιγμή προσκυνητής να ρθώ σ αυτήν και μόνο με την θέλησή μου γονυπετής, ικέτης, να ζητήσω την συχώρεση, που ήδη έχει για μένα. Είναι η καρδιά που διέπει στη ζωή στο άψυχο το σώμα, γιατί γεννάει Αγάπη η καρδιά, που μέσα κλείνει τη συχώρεση σαν λεπτομέρεια της στοργικής μητέρας. Η αγάπη μπήκε στην καρδιά απ τους Θεούς κι είναι στον χωροχρόνο άρρηκτα με το «εγώ» δεμένη. Ποιος αγαπάει αληθινά, λοιπόν, ο νους, εγώ ή η καρδιά; Μόνο η καρδιά, γιατί μου δίνει τη συγκίνηση, δείγμα ότι ακούω πότε - πότε τη φωνή της, που δίχως τη συγκίνηση, συχώρεση στο χώρο - χρόνο δεν υπάρχει. Σε συγχωρώ, γιατ είμαι ψυχικά ανώτερος, έτσι, που σ αποδέχομαι στο χώρο και στο χρόνο το δικό μου, γιατί μες στην καρδιά μου υπάρχει ΑΓΑΠΗ. Ο νους φαντάζει ισχυρός, αλλά έτσι δεν είναι. Στ αλήθεια είναι η καρδιά που καθορίζει το να ΖΕΙ κανείς ή ΟΧΙ. 147

149 Σπυροπούλου-Σπανού Χρυσάνθη Η ζωή του συγγραφέα είναι πλημμυρισμένη με τη μεγαλύτερη μοναξιά, αλλά και με τη μεγαλύτερη παρέα. Δύο αντιφάσεις, η μία πιο δυνατή από την άλλη. Είναι μόνος του γιατί πρέπει να είναι μόνος του, να συγκεντρωθεί και να εμπνευστεί. Είναι όμως παρέα με τη φαντασία του και του κάνουν παρέα οι ήρωές του. Μιλάει μαζί τους, συζητάει, γελάει, θυμώνει. Γεμίζει η ζωή του, η ημέρα του με χρώματα, φωνές, ήχους, συναισθήματα. Μπαίνει στο πετσί του κάθε ήρωα, σαν τους ηθοποιούς. Πονάει, κλαίει, χαίρεται. Ακόμα κι όταν γράφει, βρίσκεται στο δικό του κόσμο. Μαζεύει, ρουφάει λέξεις, νοήματα, κινήσεις, βλέμματα, όπου κι αν βρεθεί. Από παντού μπορεί να ρουφήξει ιδέες, έννοιες, αφορμές για κάτι δημιουργικό. Το κάθε τι μπορεί να τον κεντρίσει, να τον κάνει να σκεφτεί και να πλάσει αριστουργήματα, να δημιουργήσει έργα που θα σε κάνουν να αφοσιωθείς σ αυτά. Να φτιάξει έναν ολόκληρο φανταστικό κόσμο που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Να νομίζεις πως είναι αλήθεια, κι ας είναι παραμύθια. Άλλωστε, μέσα από τα παραμύθια πηγάζει η αλήθεια. Ο Γεώργιος Δροσίνης, αυτή η έντονη προσωπικότητα, με μεγάλη αγάπη και φροντίδα για τον άνθρωπο και κυρίως για το παιδί, για την εκπαίδευση, για τη ζωή γενικότερα, με την πιο πλατιά φροντίδα για τις τέχνες και τα γράμματα, καλομοιρίζει αυτόν που μπορεί να ξεχωρίσει την αλήθεια μέσα από τα παραμύθια. Γράφει: «Σαν το σιτάρι στον κόσμο σπέρνεται στον κόσμο η αλήθεια κι απ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια. Καλότυχος όποιος μπορεί τα στάχια να θερίσει κι απ το σιτάρι τ άχυρα καλά να ξεχωρίσει. Για το μικρό τον κόπο του, μεγάλο κέρδος μένει, όλη η αλήθεια που θα βρει, στα ψέματα κρυμμένη». Το βιβλίο έχει δύναμη, όλα μπορούν να χαθούν, το βιβλίο όμως όχι. Είναι τροφή για τον άνθρωπο, κυρίως για το παιδί. Δεν είναι απλώς γάλα, είναι μητρικό γάλα. Σίγουρα περνάει κι αυτό κρίση, όμως θα ζήσει. Το μέλλον του ανήκει. Το γράψιμο είναι τρόπος ζωής, ανάγκη για το συγγραφέα που πρέπει να τη συνεχίζει και δεν μπορεί να ξεκοπεί απ αυτήν. Γίνεται μια έμμονη συνήθεια που σε γεμίζει και νιώθεις ότι έχεις ολόκληρο τον κόσμο δίπλα σου. Είναι ένα ταξίδι το γράψιμο. Δεν χρειάζονται πολλές αποσκευές, αρκεί και μια ματιά και μια κίνηση πολλές φορές να σε κάνει να ξεκινήσεις και να μη σταματάς μέχρι να κατασταλάξεις ότι έγραψες κάτι το ουσιαστικό. Η υπόθεση του βιβλίου δεν έχει τελειωμό. Πολλοί υποστηρίζουν πως οι παραδοσιακές εκδόσεις σύντομα θα πληγούν από την επέκταση του ηλεκτρονικού βιβλίου, πως και το μέλλον του βιβλίου ανήκει στις ψηφιακές βιβλιοθήκες. Γιατί και το κόστος του χαρτιού δεν το επιτρέπει και η διακίνησή του έχει λιγοστέψει και δυσκολέ- 148

150 ψει θεαματικά. Μπορεί να μειωθεί ή να σημάνει το τέλος του βιβλίου σε χαρτί. Όμως ποτέ δε θα σημάνει το τέλος της Ανάγνωσης. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από το διάβασμα, από το ξεφύλλισμα του βιβλίου. Είναι κάτι που τον ηρεμεί, τον ξεκουράζει, τον συντροφεύει. Εκτός από το γνωστικό μέρος που του προσφέρει, είναι και το διασκεδαστικό. Το ψηφιακό βιβλίο είναι αμφιλεγόμενο. Στις ιστοσελίδες των εκδοτικών οίκων, μπορεί κανείς να ενημερωθεί για τους καινούριους τίτλους, δεν του προσφέρουν όμως την επαφή με το βιβλίο. Το βιβλίο είναι ένα ιδιαίτερο αντικείμενο. Ο αναγνώστης έχει μπροστά του το συγγραφέα που επιλέγει, που τον αγαπάει. Οι στατιστικές λένε πως έχουν αυξηθεί οι αναγνώστες μέσω internet, όμως δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος που να μην θέλει να κρατάει στο χέρι του ένα βιβλίο. Σε βάζει σε μια άλλη νοοτροπία το βιβλίο, σε έναν άλλο χώρο. Δεν το σκοτώνει ο χρόνος, ούτε η τεχνολογία, ούτε ο κινηματογράφος. Απεναντίας, κάθε τόσο ζητούν καλά βιβλία για να τα γυρίσουν ταινίες. Το μέλλον του βιβλίου δηλαδή φαίνεται σταθερό, κι αυτό είναι παρήγορο. Το ότι παρουσιάζονται καινούριοι συγγραφείς και ότι βγαίνουν καινούριοι τίτλοι βιβλίων είναι πολύ ελπιδοφόρο. Απαραίτητο είναι να εστιάσουμε αν υπάρχει στο σπίτι, στο σχολείο, στο Δήμο, βιβλιοθήκη, ν αγκαλιάσουν το βιβλίο μικροί και μεγάλοι. Να μάθουν τα παιδιά από μικρά ν αγαπούν το βιβλίο. Οι γονείς πρώτα και μετά το σχολείο και η πολιτεία να δώσουν το καλό παράδειγμα. Όταν οι γονείς κρατούν στο χέρι τους ένα βιβλίο, το ίδιο θα κάνουν και τα παιδιά τους. Όχι πολύ υπολογιστή, όχι πολύ στην τηλεόραση. Τότε και μόνο το βιβλίο θα βρει τη θέση του και το μέλλον του δεν θα κινδυνεύει από λογής-λογής πειρασμούς. Βρήκα την Ιθάκη Βρήκα την Ιθάκη χωμένη μέσα στης καρδιάς μιαν άκρη. κι εγώ έψαχνα μέσα στα πλάτη κι όλο περίμενα. Τόσα-τόσα χρόνια μαζί να έρθει με τα χελιδόνια περίμενα να ρθεί μ ανθούς και κλώνια πόσο περίμενα. Βρήκα την Ιθάκη και η ζωή μου γέμισε αγάπη ο πόνος χάθηκε από τα βάθη π όλο περίμενα. Τώρα θα γελάω και ευτυχία γύρω θα κερνάω μα και το χρόνο μου θα προσπερνάω και για παντοτινά. Ψάξε, μη φοβάσαι πίστεψε κοντά της ίσως να σαι 149

151 Σταυράκης Γιώργος Xορεύοντας Αχ Έρωτα! Το άφθαρτο λευκό σου φόρεμα οσφρίζομαι για τελευταία φορά. Τους αναστεναγμούς σου μελωδικά τους καταγράφω στο χωροχρόνο του σύμπαντος. Τα ηδονικά χείλη σου δένδρο γιομάτο χρώμα από κόκκινο. Θα υφαίνω τη γοητεία σου στα μάτια μου τον θάνατο να ξεγελάσω χορεύοντας. Θησαυρός Βουτώντας θάλασσά μου στα σπλάχνα σου σέρνω στα πόδια τη ζωή μου ολόκληρη. Στα δίχτυα έχουν μπλεχτεί ανεξόφλητα χρέη της νιότης μου. Σας αφήνω παρακαταθήκη τα παιδιά μου έτοιμα προς εκμετάλλευση. Τις στιγμές του έρωτά μου -ο θησαυρός των ωκεανώνκλεισμένες σε μανταλωμένο από αναμνήσεις σεντούκι. Στερημένοι πειρατές μάταια αλωνίζουν θάλασσες. Ο Θεός Ποσειδώνας άγρυπνος φρουρός τους. Σκεπασμένος Με πήρε ο ύπνος κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι του Αυγούστου και ξύπνησα ένα πρωινό σκεπασμένος με τα φθινοπωρινά φύλλα του Οκτώβρη 150

152 Θα σαγαπώ για πάντα Δραπέτευσαν στις φθινοπωρινές νύχτες από το χρονοντούλαπο τα μυστικά των νεανικών μου χρόνων. Φωτογραφίες, σφραγίδες από φιλιά στο μικρό άσπρο μαντήλι που στ άρπαξα από το τρυφερό σου μπούστο. Νόμιζα ότι απελευθερώθηκα από τους μαγνήτες των ματιών σου λησμόνησα όμως τα γράμματα που είχα χαράξει στο δαχτυλίδι: Θα σ αγαπώ για πάντα! Ξεγέλασμα Θα προσπεράσω τον ερασιτέχνη Θάνατο για έναν και μοναδικό λόγο. Να μη κατηγορηθώ από τη φύση ότι δεν έγραψα στο κορμί σου το ωραιότερο Ποίημα! Αδίσταχτοι Μέσα στη καρδιά της νύχτας τοιχοκολλώ, ψυχογραφήματα. Σε συνδιάσκεψη οραμάτων τοπογραφούνται συρρικνωμένα όνειρα. Συντροφεύω την αρρωστημένη ανθρώπινη ύπαρξη που αμφισβητείται η αρμονία της. Αδίσταχτοι αρχαιοκάπηλοι ιδεών όσο-όσο ξεπουλάνε Ιστορία, Φιλία, Έρωτα. 151

153 Διαταραγμένες προσωπικότητες συνωμοτούν σε ανήλια δωμάτια για να μην έρθει ποτέ το φως. Αντισταθείτε!. Μαζί ή χώρια Σεισμικές νιώθω εκρήξεις στον μανδύα του σώματός μου με μια ματιά και μόνο στις φωτογραφίες σου. Διεργασίες και συμπεριφορές διεισδύουν στη καρδιά μου από το φως των ματιών σου που εκπέμπουν ηλεκτρική και θερμική αγωγιμότητα. Αθρόα ερωτήματα γεννιούνται! Μαζί ή χώρια! Η αναθεώρηση αυτών των συναισθημάτων νοημοσύνης ηλεκτρομαγνητικές καταιγίδες που σχηματίζουν στον πλανήτη τη μαγική μορφή σου. Λαέ Λαέ. Δάσκαλέ μου! Άκουσε τα συνθήματα του καιρού μας. Δώσε τέλος στους εμπόρους της υποταγής που παζαρεύουν το μέλλον σου. Στρώσε Μύρα στον δρόμο του αγώνα κι ας βαφτεί κόκκινος. 152

154 Συνοδινός Μάρκος Καημένο βαπόρι Σαν διήγημα από την Ελληνική Ναυτοπολιτεία. Με απλά λόγια: Βουλιάζομε. Ταξίδευες ήρεμο μέσα στο πέλαγος της απεραντοσύνης του ωκεανού, έσκιζες τα κύματα, μικρά ή μεγάλα από την πρώρα, τα πλάγια, ή από πρίμα και έκανες τα ταξίδια σου αν όχι με δορυφόρα μεγάλα κύματα, να σε ακολουθούν στις πλευρές σου και να φαίνεται ο όμορφος φωσφορισμός ένα απαλό φως να σε κυκλώνει καθώς προχωρούσες, αλλά ταξίδευες πάντα. Μια φορά άλλαξε ο πλοίαρχος και ο νέος που ήρθε ήταν άλλου χαρακτήρα, η συνεργασία του με τον κόσμο δεν ήτανε τόσο καθαρή, έμοιαζε να τους καλοπιάνει όλους για να τους έχει φίλους και δημιούργησε ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό του και σιγά, σιγά έκανε τους ναυτικούς να αλλάξουν χαρακτήρα, να γίνονται αργά μα σταθερά απείθαρχοι, ενώ βάζανε εμπρός την καλή φιλία που είχαμε με τον καπετάνιο για να μην τους ενοχλεί κανείς ή να φοβάται να τους κάνει έστω και την παραμικρή παρατήρηση. Συν τω χρόνο η πειθαρχία μέσα στο πλοίο εξαφανίστηκε από τους ναυτικούς και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανερωθούν με μικρά και μεγάλα γεγονότα. Ανοίξτε στροφές φώναξε ο καπετάν Γιώργος, να προφτάσουμε να φτάσουμε στον προορισμό έστω με λίγες ώρες καθυστέρηση. Δίσταζε ο πρώτος μηχανικός γιατί γνώριζε ότι το πλοίο ήταν παλαιό και με μεγάλη φθορά στις λαμαρίνες η δε μηχανή του όχι τόσο δυνατή. Ως τόσο άνοιξε στροφές, η πλώρη άφρισε γαλήνη υπήρχε σε αυτό το πλάτος έτρεξε το βαπόρι. Την άλλη μέρα συναντήσανε ένα άλλο πλοίο καινούργιο που έτρεχε με διπλάσια ταχύτητα από το δικό τους. Ο καπετάνιος γνώριζε ότι το πλοίο τους δεν ήταν για να συναγωνιστεί αυτό το καινούργιο βαπόρι. Όμως θέλησε να συνδέσει τον εγωισμό του με τον καθήκον και ζήτησε από τον πρώτο μηχανικό όσο μπορούσε να δώσει στη μηχανή περισσότερα πετρέλαια, ή δυνατόν όχι μόνο το 100% της ιπποδύναμης της μηχανής αλλά να προφταίνει το καινούργιο πλοίο εμπρός τους που νόμιζες έμοιαζε καθαρόαιμο άλογο που ανεμίζει τη χαίτη του κι αχνίζουν τα ρουθούνια του, ενώ τα πόδια του άνοιγαν τεράστια άλματα. Να τον προφτάσουμε να τον προφτάσουμε, φώναζε ο Καπετάν Γιώργος χτυπώντας τα χέρια πάνω στην κουπαστή. Πρέπει να τον προφτάσουμε και να συνταξιδέψουμε παρέα και όχι να μείνομε πίσω στα απόνερα του και αυτός να απομακρύνεται. Και γυρίζοντας προς τον υποπλοίαρχο τον καπετάν Βαγγέλη του έκλεισε το μάτι και το λέει. Θύμισε στον πρώτο μηχανικό να ανοίξει υπέρ το δέον τη μηχανή και ας σπάσει και τόνισε του ότι αυτό είναι διαταγή πλοίαρχου. 153

155 Δεν άργησε ο υποπλοίαρχος πήρε το τηλέφωνο και με αυστηρό τόνο έδωσε τη διαταγή του πλοιάρχου. Τράνταξε το βαπόρι από τους κραδασμούς της υπερφόρτωσης της μηχανής, η τσιμινιέρα έβγαλε καπνό και σπίθες την παρατήρησε ο καπετάνιος ευχαριστημένος και σαν να μην συνέβαινε τίποτα πήρε τον καφέ του, άναψε τσιγάρο και βγήκε έξω να παρατηρήσει καλλίτερα που βρισκόταν το άλλο πλοίο αν συμβαδίζανε ή απομακρυνόταν και συνεχώς τους άφηνε πίσω. Περνούσανε τώρα έξω από την Γαλλία για να μπούνε στη Μάγχη να πάρουν πορεία προς Αμβούργο. Αλλά ξάφνου το πλοίο λίγο, λίγο έγερνε προς τα αριστερά. Το κλινόμετρο στη γέφυρα συνεχώς έδειχνε η κλίση να αυξάνεται και καθώς το παρατηρούσε έμοιαζε να μην ανησυχεί αλλά ξάφνου η μηχανή άρχισε να χαμηλώνει τις στροφές της μέχρι που στο τέλος ακούστηκαν κρούσεις μεταλλικού ήχου και η μηχανή σταμάτησε. Τρομοκρατημένος ο πρώτος μηχανικός ανέβηκε τρέχοντας τη γέφυρα. Καπετάνιε έχομε ρήγμα. Το πετρέλαιο γέμισε νερό, τώρα δεν έχομε μηχανή. Η Νο 3 πλευρική δεξαμενή που τραβούσαμε καύσιμο αντί να έχει 200 τόνους, η μέτρηση έδειξε 700 τόνους. Η μηχανή κοπάνησε αρκετά κάποια στιγμή άρχισε να σβήνει και στο τέλος άρχισε απλά να ξεφυσά από τα ασφαλιστικά και έσβησε. Ανοίξαμε αέρα να την ξανά ξεκινήσομε αλλά στρέφει όσο έρχεται ο αέρας προκινήσεως και μετά σταματάει και τώρα τι κάνομε καπετάνιε; Ο πλοίαρχος γύρισε στον καπετάν Βαγγέλη τον υποπλοίαρχο και του είπε με ελάχιστο μειδίαμα, να καλέσει αμέσως τον ασυρματιστή τον Γιάννη και να του δώσει εντολή, να ειδοποιήσει ναυαγοσωστικά να τους πιάσουν γιατί μείνανε χωρίς μηχανές και τους διπλάρωσε η θάλασσα και το πλοίο πήρε κλίση 7,5 μοίρες από αριστερά. Ο Ασυρματιστής έδωσε το σήμα και σε λίγο πήρε απάντηση από ένα ναυαγοσωστικό που τριγυρνούσε σε εκείνη την περιοχή με ανοιχτό τον ασύρματο κάτι να ακούσει. Ο Ασυρματιστής μετέφερε τα νέα στον πλοίαρχο. Τι σημαία έχει; Ρώτησε ο καπετάν Γιώργος τον Γιάννη τον ασυρματιστή. Μου είπε Γερμανική σημαία, Γερμανούς πλήρωμα και Γερμανικό νηογνώμονα. Τότε, αποκρίθηκε ο καπετάνιος ρώτησε τον πόσο μακριά είναι. Μου το είπε, αποκρίθηκε ο ασυρματιστής: 25 μίλια βόρεια μας. Ειδοποίησε του είπε ο καπετάνιος ότι τον περιμένομε να μας πει μονάχα τους όρους που θέτει η εταιρία του για να μας ρυμουλκήσει μέχρι το Αμβούργο, που είναι ο προορισμός μας. Ο Ασυρματιστής έφυγε για λίγο και επέστρεψε για να ενημερώσει. Το μισό βαπόρι όπως είναι με το φορτίο. Απάντησε του Ο.Κ. συμφωνούμε να έρθει όσο γίνεται πιο γρήγορα γιατί πήραμε κλίση που δεν ελέγχεται. Και γυρίζοντας προς τον υποπλοίαρχο είπε, καπετάν Βαγγέλη ύψωσε την σημαία αλλά μαζί με την Γερμανική δίπλα στην Ελληνική. Το σώσαμε το βαπόρι, και τρίβοντας τα χέρια του ευχαριστημένος είπε στον υποπλοίαρχο. 154

156 Ειδοποίησε τον πρώτο μηχανικό να ετοιμάσει καθαρή μια δεξαμενή για να μας δώσουνε καθαρό πετρέλαιο για της ηλεκτρομηχανές. Και πήγε στην καμπίνα του γα να ετοιμάσει τα δέοντα για το ναυαγοσωστικό και την εταιρία. Θάλασσα και Ελλάδα Ελλάδα θαλασσόβρεχτη πρόσεξε τα παιδιά σου είσαι μεγάλη κι όμορφη στην τόση λεβεντιά σου. Θυμώνεις κι ανταριάζεσαι αφρίζεις κυματίζεις σηκώνεις τ άσπρα άτια σου και τότε μας φοβίζεις. Όμορφη μάνα γαλανή Ελλάδας που παιδιά σου σε ταξιδεύουν γράφοντας στα μύρια κύματά σου. Τα κάτασπρα σου άλογα σηκώνονται καλπάζουν αφρίζουν τα ρουθούνια τους και ναυτικούς τρομάζουν. Άλλοτε βρίσκονται ψηλά στις ράχες περπατούνε κι ύστερα πάλι απότομα στο βάθος καρτερούνε. Θάλασσα είσαι όμορφη στα μύρια σου παιγνίδια θυμίζεις τον τραγουδιστή και λύρας τα στολίδια. Μας έντυσες μας πλούτισες πριν έρθουν κουλτουριάροι που με μεταπτυχιακά μας στέλνουμε στον Άδη. Είσαι ωραία κι όμορφη στολίδι της πατρίδας όμως μετά μας διώξανε και πίστη της ελπίδας. Όμως ποτέ δεν μάθανε κι από την ιστορία πως ήσουν αφροστέφανη μ αβύθιστα τα πλοία. Ασκός που κλυδωνίζεται κι ουδέποτε βυθίζεται αυτό είναι η Ελλάδα. Το είπε ο Απόλλωνας τα χρόνια τα παλιά όταν ρωτούσαν τους Δελφούς τι μέλλον αρχινά. Κι όσοι προσμένουν ρημαδιό όλοι μας να γινούμε θα χάσουν στα προγράμματα κι εμείς θα τραγουδούμε. 155

157 Τζαβέλλα-Evjen Χαρά Έψαχνες με τη βεβαιότητα της αθωότητας - να βρης τ αχνάρια του λιονταριού στο χώμα της Νεμέας. Nεμέα Έπρεπε Τα σημάδια να βρεθούν «σαν των δεινόσαυρων» Στον Harald - Adam κι έψαχνες μ ελπίδα παραμυθιών. Τότε. Τώρα ξέρεις δεν ψάχνεις πια για την αλήθεια και τους μύθους της Νεμέας. Ανεπίδεκτη εθισμού Κάθε φορά που φεύγω μοιάζει τελευταία. Ο παληός πόνος έγινε μελαγχολία. Το αντίο έμεινε στον τάφο στο ηλιόγερμα στις φιλικές φλυαρίες στα οικεία αναμνηστικά. Τρύπωσε η νοσταλγία πριν καλά-καλά περάσω το κατώφλι. 156

158 Τζανής Γιάννης Οι λίρες Του αρέσανε πολύ οι βόλτες στο βουνό κι ανέβαινε συχνά. Κι όταν τυχαία προσπερνούσε με το αυτοκίνητο από κάπου που είχε δάσος, λόγγο ή πλαγιές πρασινισμένες, σταματούσε και χωνόταν για περπάτημα. Έκανε αστική ζωή. Άγχος και καυσαέριο. Κι οι αναμνήσεις του χωριού του στο βυθό της μνήμης ν ανεβαίνουν, σα φουσκάλες μες στη γυάλα, στα ξεκούραστα όνειρα της Κυριακής και των διακοπών. Εκείνο το απόγευμα γυρνούσε σπίτι από δουλειά, από άλλη πόλη, και σταμάτησε να ξεμουδιάσει. Κλείδωσε τ αμάξι σ ένα βολικό σημείο έξω από την άσφαλτο και ανηφόρισε στο χωματόδρομο στο δάσος. Λόγγος ήτανε: πουρνάρια, σκοίνα, κουμαριές, αριές, όπως και του χωριού του. Ύστερα μπήκε σ ένα μονοπάτι και ξεμάκρυνε. Φαρδύ και πατημένο μονοπάτι, ο καιρός καλός κι η θέα υπέροχη. Ανάσαινε βαθιά, ρουφούσαν τα ρουθούνια του την Άνοιξη κι ανέβαινε με βήμα σταθερό. Του ήρθε ν ανακουφιστεί και χώθηκε στα σκοίνα και τις πουρναριές. Το μονοπάτι έρημο, μα η φυσική αιδημοσύνη δεν του επέτρεπε. Εκεί, καθώς πλανήθηκε τυχαία η ματιά του σε μια ρεματιά, μια άγρια νεροφαγιά με πέτρες και κορμούς, έπεσε πάνω στο κουτί. Ένα μεταλλικό κουτί μ ένα χερούλι στην απάνω του πλευρά, κλειστό και πλαγιασμένο. Του φάνηκε χακί σε κάποια του σημεία και σε άλλα σκουριασμένο. Μετακινήθηκε λιγάκι και το κοίταξε καλά. Η μνήμη αναταράχτηκε και τα μηνίγγια ένιωσαν κάποιο μαρσάρισμα στους χτύπους. Ήτανε ολόιδιο με κείνο του πατέρα του που έβαζε τα εργαλεία. «Τέτοια κουτιά γεμάτα λίρες ρίχνανε για οικονομική ενίσχυση απ τα αεροπλάνα οι Εγγλέζοι στους αντάρτες της Αντίστασης» του είχε κάποτε ομολογήσει ο μακαρίτης ο πατέρας του, αντάρτης στα βουνά κατά την Κατοχή, που πέθανε τη δεκαετία του 60 από συγκοπή μέσα στο τσαγκαράδικό του. «Κάποια κουτιά δε βρέθηκαν ποτέ μέσα στους λόγγους και τις ρεματιές. Λένε πως μερικοί τσομπαναραίοι κάνανε την τύχη τους με τέτοια ευρήματα αλλά και κάποιοι διαχειριστές απ το αντάρτικο αλλάξανε δουλειές και ιδεολογίες και κοινωνική κατάσταση». Κοίταξε το κουτί επίμονα. Είχε κολλήσει απάνω του κι η φαντασία του διέγραφε ιλιγγιώδεις κύκλους γύρω απ τη ζωή του, οριζόντια και κάθετα. Κυμάτισαν στη μνήμη του οι απαλές περισπωμένες των χειλιών της γιαγιάς του: «Για τον καλό τον άνθρωπο η τύχη του δουλεύει». Δοκίμασε να κατεβεί. Ήταν αδύνατο χωρίς σχοινιά, πασσάλους κι εργαλεία αναρρίχησης. Κάπου σαράντα μέτρα βάθος. «Αύριο το πρωί που είναι Σάββατο» μουρμούρισε μέσα απ τα δόντια του. Εξάλ- 157

159 λου είχε κιόλας πέσει και ο ήλιος. Το μέρος ήτανε κρυφό και δεν το έβλεπε κανείς από το μονοπάτι. Έβαλε τα σημάδια του, σώρευσε πέτρες, έσπασε κλαδιά στο δρόμο του για να μην μπερδευτεί και γύρισε στο αμάξι. Τσιμουδιά δεν έβγαλε στο σπίτι. Μόνο ήτανε ανήσυχος, έκανε στα κρυφά τις προετοιμασίες κι άραξε στην τηλεόραση. Είχανε καιρό για τρομερές εκπλήξεις ύστερα απ την επιχείρηση. Κοίταζε, μα δεν έβλεπε. Δούλευε το μυαλό και ρύθμιζε τις λεπτομέρειες: Ρούχα, παπούτσια, σάκο για τον ώμο, εργαλεία, μέχρι και το ύφος της επιστροφής στο μονοπάτι και στο δρόμο. Κι η φαντασία του οργίαζε μέχρι βαθιά στο μέλλον. Άχρι τρίτης γενεάς και βάλε Την άλλη μέρα το πρωί μίλησε στη γυναίκα του, που ήθελε να χουζουρέψει ένα Σάββατο, πως πάει για τη συνηθισμένη βόλτα στο βουνό, και κίνησε. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο ίδιο μέρος, ανηφόρισε το χωματόδρομο και πήρε ύστερα το μονοπάτι. Πρόσεξε ροδιές από μοτοσικλέτα, αλλά δε θυμόταν αν υπήρχαν χθες. Μπορεί και να υπήρχαν και τις αντιλήφθηκε τώρα που πρόσεχε και τα υποπτευόταν όλα. Κάπου πεντακόσια μέτρα πιο βαθιά είδε το παλικάρι. Έναν νεαρό πεσμένον μες στα αίματα κι η μηχανή του σφηνωμένη στα πουρνάρια. Λίρες κουτιά και όνειρα πήγαν στο περιθώριο. Φώναξε, έτρεξε κοντά, κόλλησε το αφτί στην καρδιά του νεαρού. Ήταν αναίσθητος, μα ζούσε. Ένας άγγελος πεσμένος απ τον ουρανό. Ένας δυναμικός, πεισματωμένος άγγελος που ίσως ήθελε να διαμαρτυρηθεί γι αυτό τον κούφιο κόσμο, με το περιτύλιγμα πολυτελείας, σκαρφαλώνοντας επάνω στο βουνό για να χαρεί την ανεξαρτησία και τη δύναμή του. Έτσι έκανε κι ο γιος ενός συμμαθητή του και κανένας δεν τον πρόφθασε στην πτώση του Έπρεπε να βιαστεί. Ψηλάφησε το σώμα και τα τραύματά του. Τίποτε δεν ήξερε από τέτοια. Πρόσεξε μονάχα πως δεν είχε σοβαρή αιμορραγία εξωτερικά. Να ειδοποιήσει ήτανε αδύνατο. Αν έτρεχε στο δρόμο για να κάνει ωτοστόπ ίσως αργούσε περισσότερο. Έπρεπε ν αποφασίσει εκείνη τη στιγμή. Τον σήκωσε στον ώμο. Ήτανε οριακό για τις δυνάμεις του αλλά τα πόδια και κυρίως η ψυχή αντέξανε. Τον έβαλε στο πίσω κάθισμα, άναψε τα μεγάλα φώτα, πάτησε την κόρνα και φουλάρισε για το νοσοκομείο «Μόλις τον προλάβατε», του είπε ο γιατρός από το χειρουργείο, «άγιο είχε το παιδί και τύχατε σε κείνο το ερημικό το μονοπάτι». Ο πατέρας του, εργάτης στις οικοδομές, του φίλησε τα χέρια και τα ματωμένα ρούχα. «Πώς και βρεθήκατε εκεί;» ρώτησε ο αξιωματικός που πήρε την κατάθεση για το ατύχημα. «Μ αρέσει το βουνό και περπατάω», είπε άχρωμα. «Δούλεψε του παιδιού η τύχη, μα και σεις δείξατε ηρωισμό. Σώσατε μια ζωή. Να είστε υπερήφανος. Η κοινωνία μέσ απ την υπηρεσία μας εκφράζει τις ευχαριστίες της» Είπε και άλλα, όσα συνηθίζουν ν αραδιάζουν οι υπηρεσίες στους προσκόπους 158

160 και στους εκλεκτούς πολίτες αλλ αυτός δεν άκουγε. Κατέβηκε στο δρόμο κι είδε το ρολόι του. Με την αγωνιώδη αναμονή έξω απ το χειρουργείο, τις διατυπώσεις, την κατάθεση ήτανε πια απόγεμα. Τότε θυμήθηκε τις λίρες, το κουτί, τα όνειρα, την επιχείρηση που είχε καταστρώσει Γύρισε σπίτι του κατάκοπος. Αύριο θα ξημέρωνε η τυχερή του μέρα Κοιμήθηκε νωρίς. Όνειρα ταραγμένα και περίεργα. Ήτανε τάχα πλούσιος μ αρχοντικά και κότερα και βίλες, μα ξυπνούσε κι ήταν όλα όνειρο μες στο όνειρο. Τον ξύπνησε μια δυνατή βροντή. Ήτανε κεραυνός που έπεσε κάπου κοντά. Ξύπνησε κι η γυναίκα του κι έτρεξε στα παιδιά, που γκρίνιαξαν. Έξω χαλούσε ο κόσμος από αστραπές και κεραυνούς. Βροχή με το τουλούμι. Σηκώθηκε και πήγε στα παιδιά. Τα πήραν και τα δυο ανάμεσά τους να τα ηρεμήσουν. Ήταν καταιγίδα ασυνήθιστη από τα πιο ακραία καιρικά φαινόμενα που αποτελούν ακραία ευκαιρία για τους κυνηγούς των επιτυχιών ρεπόρτερς των τηλεοράσεων Άκουγε τις βροντές, μα το μυαλό του ήτανε στις λίρες. Έφερνε, ξανάφερνε στη σκέψη του το σχέδιο. Να δένει το σχοινί γερά στο θάμνο, το σκεπάρνι και τα πασαλάκια για να φκιάξει σκαλοπάτια και στηρίγματα για πάτημα, τα γάντια να μην τον πληγώνει το σχοινί. Όλες τις λεπτομέρειες. Άπλωνε το δεξί του χέρι να τους αγκαλιάσει και τους τρεις. Ένα καράβι το κρεβάτι τους που πέρασε την καταιγίδα κι είχε μπει μες στο λιμάνι φορτωμένο με χρυσάφι Γύρω στα ξημερώματα ησύχασαν και το πρωί έλαμπε ο ήλιος, ξέραινε τις λάσπες και κορόιδευε τις τρομαγμένες πόλεις. Γύρω στις δέκα πήρε τ αυτοκίνητο και κίνησε. Τα σύνεργα ήτανε από χθες στο πορτμπαγκάζ. Μπήκε στο μονοπάτι κι αναζήτησε στα δένδρα τα σημάδια. Έφθασε στο μέρος κι έμεινε με στόμα ανοιχτό. Εκείνη η νεροφαγιά ήτανε τώρα μια χαράδρα ανοικονόμητη. Είχε τριπλάσιο πλάτος και τουλάχιστο διπλάσιο βάθος απ την αρχική. Βράχια, κορμοί, ξεριζωμένοι θάμνοι κι ό,τι άλλο θα μπορούσες να σκεφτείς στην κοίτη και στις όχτες της. Και χάνονταν βαθιά και μακριά όσο έφτανε το μάτι. Κουτί και λίρες κι όνειρα είχανε γίνει μια κοκκινωπή άμορφη μάζα και, ποιος ξέρει, πού είχε παραχωθεί ανάμεσα στις λάσπες και τα κυλισμένα βράχια. Στάθηκε στην όχθη, έψαξε το όνειρο μ αβέβαιη ματιά και χαμογέλασε. «Για τον καλό τον άνθρωπο η τύχη του δουλεύει». Ευτυχώς αύριο είχε πάλι τη δουλειά του. Είναι από τους τυχερούς σε τέτοια εποχή και τέτοιο κόσμο Ύστερα από ένα χρόνο διάβασε σε μια εφημερίδα της πόλης του: «Βοσκός υπέστη σοβαρό τραυματισμό σε απομονωμένη ρεματιά πάνω από την πόλη μας και κινδυνεύει η ζωή του. Έγινε έκρηξη, καθώς χτυπούσε για ν ανοίξει ένα μεταλλικό κουτί που περιείχε πυρομαχικά. Πίστευε ότι είχε μέσα λίρες...» 159

161 Τσουράκης Αχιλλέας Το μάννα, το μάννα, το μάννα γιατί μου το στερούν ρε Μάνα; Δωσ μου το βυζί σου για στερνή φορά γιατί θα γίνω λάμια *** Έγινα λιθοξόος τού είναι μου σμιλεύοντας την Άλφα Βήτα Ώστε λειαίνοντας το νου μου να επικοινωνώ με την έννοια του Ωραίου. *** Φόρεσες τ άστρα στα μαλλιά τον ουρανό στα μάτια και μοιάζεις με την Παναγιά γλυκιά γαλανομάτα. Με κοίταξες την άνοιξη στης θάλασσας το κύμα κι όπως στεκόμουν στο γιαλό φουντάρισα στο κρίμα να μαι, να μαι στ ακρογιάλι καρτερώσε να με δεις μα γλιστράς σα την γοργόνα και φοβάμαι μην πνιγείς *** Είπε Ο Απόλλων για τον Αχιλλέα πως θα χει ένδοξη και μακρινή ζωή και χάρηκε η Θέτις. Τάξερε αυτά ο Θεσσαλός 160

162 μ αρνήθηκε το γήρας. Δεν τα ρεσε να γίνει άχθος αρούρης* και διάλεξε να πέσει νέος σαν Έλληνας. Γνώριζε πως στα γηρατειά τον καρτερά η σοφία Όμως προτίμησε την τόλμη * Άχθος αρούρης: Βάρος της γης Αν δεν έχεις πίστη στο λαό μη δείχνεις καταφρόνια παράτα το μαστίγιο Και δείξε του συμπόνια. *** Αν δε μπορείς να κυβερνάς προς τη σωστή τη ρότα μάζεψε το «υφάδι» σου και κάνε άλλη ρόκα Έφτασε νύχτα κορδωτός στριφνός και μουσαφίρης που ναι τα νύχια του γαμψά και λέγεται Πονήρης Τρικέφαλος* εξαποδός εξηνταρονυχάτος που στρώθηκε σ άλλου παχνί και μ όρεξη γεμάτος. Είναι χορτάτος δεν ψηφά τη στέρηση τη φτώχεια κι όλο απαιτεί αρτήματα σαν πεινασμένη φώκια. Ζητά κοτόπουλα ψητά αρνάκια και πιτσούνια κοπέλες με χρυσά φλουριά και νιες με τα σιγκούνια. *** Τον νουθετούν πως χάθηκαν σ άλλους καιρούς για πάντα μα έχει φίλο κολλητό(υπουργό) που του κρατά αβάντα Τον κύρη, δεν τον αγροικά τη φάτνη αλωνίζει τρώει μεθάει τραγουδά και συνεχώς κοπρίζει. Μην περιμένεις φίλε μου χαρές και καλοσύνη από αγύρτες που ξεχνούν τρόπους και σωφροσύνη. Το νοικοκύρη π αψηφούν εξάποδοι τριβόλοι τους παίρνουν με τα λάχανα σαράντα τρεις διαβόλοι *Τρικέφαλος: Τρόικα 161

163 *** Την αδικία πολεμώ μα στ άδικο με βρίσκω στέλνω φιλί στον αδελφό μα το γυρίζει πίσω *** Συνταράχθηκ η καρδιά μου σαν μου φύγαν τα παιδιά μου τώρα βρίσκονται στα ξένα και δε μού μεινε κανένα *** Η αγάπη αχ Δεν πίνεται, δεν τρώγεται κι ας μοιάζει με το μέλι είναι το χάδι σύντροφου όταν φιλεί το ταίρι Ο έρωτας είναι στοργή και φροντισιάς καμάρι έχει τη γεύση του γλυκού και του θεού τη χάρη Τσώλης Κ. Γιάννης Πορεία στο φως Εμείς δε μιλήσαμε με φευγαλέες ματιές μισόλογα και γρίφους. Τα είπαμε καθαρά. Μιλήσαμε αλήθειες και γίναμε πιστευτοί, με ονόματα Αγάπη Ειρήνη Λευτεριά Έρωτας Ομορφιά Ξεγυμνωθήκαμε ενώπιος-ενωπίω Το πιο θαυμαστό γυμνό παραμέν η αλήθεια. Είν εκτός συναγωνισμού. Μιλήσαμε φλογερά 162

164 με φλόγα που δεν ήταν προσωρινή. Με την άφθαρτη και λαμπερή, της ψυχής μας εικόνα. Γι αυτό κωπηλάτησαν δυνατά τα φτερά μας στις μεγάλες φορτούνες. Μετά την κόπωση αρκεσθήκαμε σε μι αγκαλιά γυρμένοι στο Βράχο. Ημίγυμνοι μιλήσαμε ξεγυμνώνοντας όλες τις λέξεις τις ερωτικές. Τις αφήσαμε να τις πάρει το κύμα για να μυρωθεί τ αγέρι και να μοσχοβοληθούν οι ερωτικοί. Τίποτε δεν είχαμε. Μόνο την Αλήθεια μας. Κρίνα και ρόδα δρέψαμε για στολισμό. Ντυθήκαμε αγριολούλουδα κι ομορφύναμε τον κόσμο. Δεν επιδιώξαμε μεγαλοσύνες. Περπατήσαμε μιλώντας. Τ αγκάθια που φύτρωσαν στο διάβα μας τα ξεριζώσαμε κι ανοίξαμε το δρόμο και συναντήσαμε τη ζωή. Στη ζωή Είδε το φως της κι η χαρά τη γέμισε μ αγάπη κείνη την άγγιξ απαλά την ύψωσε στα χέρια και σαν της άνοιξ ο ανθός δεν την κρατούσε ο κόσμος. Τότ ήρθε και την έστεψε με του έρωτα το κάλλος. Πόσο μ αρέσεις ώ ζωή και πόσο σε λατρεύω τόσ όσο συ μ αγάπησες κι ακόμη άλλο τόσο και ξέρω πως κάποια στιγμή το τελευταίο μου φιλί σε σένα θα το δώσω. Ανάσες αγεριού η ζωή χρώμα κι ανθού ευωδία έναστρη νύχτα θερινή Ανάστασης λαμπάδα Φως καντηλιού διάχυτο μπρος απ το κονοστάσι Ήλιος στους δρόμους τ ουρανού ταξιδευτής του χρόνου. Υπάρχει; Δεν την είδαμε την πολυπόθητη όψη της. Από μακριά θωρήσαμε τη σκιά της Δεν της επέτρεψαν να μας πλησιάσει Με δόλο την έδιωξαν για να μας στερήσουν την απόλαυση του μεγαλείου της. Σαν μάννα εξ ουρανού την αναμέναμε και δεν την άφησαν να περάσει 163

165 Κι όμως οι διώκτες της μας λεν, υπάρχει, λαμπερή, ήρθε και ζει ανάμεσά μας και πως εμείς μικρά έχουμε μάτια! Κακώς στους δρόμους βγαίνουμε και την επιζητούμε. Προαγωγές Αν θες να γένεις Γενικός, Προϊστάμενος, Στρατάρχης άξιος, μόνο με την αξία σου και την υπεροχή σου να γένεις. Λιγότερο άξιους από σε να διοικείς, να άρχεις κι όχι καλύτερους. Για σένα θα ναι εντροπή όταν βρεθείς στην κορυφή καλύτερους του λόγου σου υφισταμένους να χεις. Ξενάγηση Ξένε τις πέτρες που θωρείς ακέραιες και στέριες παρά τις λαίλαπες καιρών και τις ορδές βαρβάρων χέρι ψυχής τις σμίλεψε και πήραν μορφής χρώμα. Αετοί τις έχουν ασπαστεί του πνεύματος αστέρες. Μύριοι ποιητές τις ύμνησαν, τις τύπωσαν ζωγράφοι, γιατ έχουν λάμψη, σκορπούν φως να βλέπ η ανθρωπότης. Κι όταν τον ήλιο ύπουλα μαύρα νέφη τον πνίγουν σ αυτές σκύβει ευλαβικά να λάμψουν οι αχτίδες του και να ξαναφωτίσει. 164

166 Υφαντής Δ. Κώστας Μέρες Άγριας Δύσης Ο φλογερός καιρός έχει περάσει ο καιρός έχει χαθεί στη μνήμη φευγαλέοι ίσκιοι και παλιά θανατικά το ποδοβολητό της βροχής στη γη ο κρότος της στον ουρανό του αυτοκινήτου το σφυροκόπημα της στην καρδιά του παντού γιγάντιοι προβολείς σμήνη πολυκατοικιών πελώρια κύματα σηκώνουν αόρατη φραγή στη μνήμη του το ρυάκι της βροχής στα μάγουλα της τα ηχηρά της βήματα το απευκταίο βράδυ στον ύπνο του πορφυρά φιλιά υγρά κρίνα ανεξίτηλα όνειρα καθώς στη σκέψη του ανατρέποντας το τέλος ανατρέποντας το χωρισμό αντίστροφα πηγαίνοντας τις μέρες προσπαθεί να φτάσει μάταια στην αρχή κι αποκομμένος τώρα διαβιώνει ενώ έξω μαίνεται το καλοκαίρι 165

167 Tο ραβδί της Κίρκης Έριξες τους φόβους σου στα κύματα μπροστά στο μανιασμένο πέλαγος φορώντας από καιρό το μυθικό προσωπείο του Οδυσσέα πέταξες τους φόβους σου στ άγρια νερά με τις ρουφήχτρες τροφή στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη στο μεταμορφωμένο πιά ακροθαλάσσι από ηλιοψημένο άδεντρο τοπίο σε κατασκευαστικό τοπίο καπιταλιστικής αγοράς πέταξες τους φόβους σου τροφή στους μεταμορφωμένους τριγύρω ανθρωποχοίρους που πιάσαν καίρια πόστα επιτελικά γραφεία κι όλες τις πόρτες της πόλης στους δρόμους πλανιέσαι με λοξό τιμόνι χαμένη πυξίδα ορθή ελπίδα σε κάποιο όνειρο κακό υπνοβατούσες πυρετωδώς προσπέρνα σταυροδρόμια κι οδοδείχτες αόρατα φυλάκια μπλόκα των οδών έξω απ την πολιορκία έξω απ τ όνειρο το γκρίζο έξω από τους χαλεπούς καιρούς φτάσε στην παμπάλαια πόλη που κάποτε την έλεγες δική σου κρατώντας της πραγματικότητας το χέρι και του Ερμή το κηρύκειο και μέχρι να φέξει η νέα αυγή πάρε στου κόσμου τη βουή την Πηνελόπη μαζί με τ άγριο πλήθος σπάστε το νεοπαγές ραβδί της Κίρκης 166

168 Μέρες που φύγανε Κάτω απ την αστρολαμπή σ αχαρτογράφητα νερά πυροδοτούσε τα όνειρά του παγίδευε το βλέμμα του στο φέγγος του απείρου φύγαν γοργά ανεπανάληπτες οι παραδείσιες μέρες πουλιά που απογειώθηκαν βεγγαλικά που σβήσαν πληγωμένα τώρα τα όνειρα στο στοιχειωμένο σπίτι καθώς των αναμνήσεων η παλινωδία μαύρος καπνός πυκνός τον κατατρώει τη νύχτα Νεότητα Η διαυγής λάμψη τ ουρανού το τραχύ μεσημέρι το ηχηρό κύμα της ακτής καθώς αστράφτει πριν σκορπίσει η καθαρή στιγμή που χάνεται το αστρικό το φως που σβήνει το αφρισμένο πέλαγος της Πανεπιστημίου ο εκκωφαντικός αέρας των καφέ η αδάμαστη ζωή που απλώνεται η ζωή που μανιώδης φεύγει ιλιγγιώδης ασυγκράτητη απομακρύνεται και ψηφίδες πλέον συγκρατεί η μνήμη 167

169 Φλωράτος Βαγγέλης Φόρο και στο αποπάτημα Κάθε φορά που τον Σώζων τον απασχολούσε κάποιο πρόβλημα, μάζευε τις απορίες του, έπαιρνε κούτσακούτσα το στρατί, στρατί-στρατί το μονοπάτι, ορμούσε στο γραφείο, άραζε στη βαθιά πολυθρόνα, κι αφού έβγαζε με αγανάκτηση τον αέρα από τα πνευμόνια του, άρχιζε: - Εγώ αυτόν δεν τον καταλαβαίνω! - Ποιόν πάλι, ρε Σώζων; - Τον Φ.Π.Α. - Τόσα χρόνια τον τρως στη μάπα κι ακόμα να τόνε καταλάβεις; - Εντάξει, σε μερικά πράγματα τον κατανοώ. Αλλά αυτό που μου συνέβη χθες, μ έχει κάνει να χάσω το μπούσουλα. - Ποιο; - Άκου. - Αν είναι να μου διηγηθείς την ιστορία της ζωής σου, άστο γι άλλη φορά! - Όχι, μωρέ. Σε πέντε λεπτά τελειώνω. - Τότε άρχισε. - Χθες που λες, είχα πάει στου Μπακάκου να μετρήσω την πίεσή μου και την ώρα που ανοίγω την πόρτα να φύγω, νάσου ένας σφάχτης στην κοιλιά. Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται κι έτρεξα κατευθείαν στα ουρητήρια της Ομόνοιας. Αυτό ήταν! Γαλήνιος κι ανακουφισμένος, αφού είχα κάνει αυτό που έπρεπε να κάνω, αφήνω πάνω στο γκισέ του φύλακα το πλήρες αντίτιμο της πράξεώς μου και κίνησα προς την έξοδο. Όταν άκουσα πίσω μου ένα «ψιτ» δεν έδωσα σημασία. «Σε άλλον απευθύνεται!», σκέφτηκα. Όταν όμως άκουσα και δεύτερο... «Ψιτ! Κύριος!» Γυρίζω το κεφάλι και βλέπω καρφωμένα τα μάτια του φύλακα στα δικά μου. - Θα ταν κανένας γνωστός. - Τι γνωστός μωρέ! Για μένα ήταν... άγνωστος στρατιώτης. - Τότε; - Τότε -του λέω- σε μένα μιλάς; «Σε σένα!» μου απαντάει. «Κι έχεις την απαίτηση να γυρίσω με το ψιτ;» «Σάμπως μπαίνοντας μου χες χαρίσει το ονοματάκι σου;» Το χε ρίξει και στο ειρωνικό ο μάγκας! «Ξέχασα να σου υποβάλλω τα σέβη μου. - Αυτό που ξέχασες είναι να πληρώσεις! - Με προσβάλεις! Θα σε αναφέρω στο Δήμαρχο. 168

170 - Κι εγώ θα σε αναφέρω στον υπουργό για καταπάτηση του νόμου. - Τι λες βρε άνθρωπε. Ολόκληρο Ευρώ σου άφησα. Τόσο δεν πάει το... - Αυτό είναι μόνο για την παροχή υπηρεσιών. - Και τι; Έπρεπε να πληρώσω και δασμό; - Δασμό, όχι φυσικά, αλλά ΦΠΑ έπρεπε! - Μη μου πεις ότι μπήκε φόρος και στα σκ... - Πρώτη φορά χε... το 2013; - Σε δημόσιο χώρο πρώτη! - Τότε ας φρόντιζες να ήσουν ενημερωμένος, γιατί δεν σου χρωστάει τίποτε ο κάθε βιοπαλαιστής να κινδυνεύει να χάσει το ψωμάκι του απ την άγνοια τη δική σου! - Τότε με συγχωρείς! Κι εγώ βιοπαλαιστής είμαι. Σε άλλο χώρο βέβαια, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα μπαινε φόρος προστιθέμενης αξίας και στο χε... Νόμιζα πως αυτός ίσχυε μόνο για τα εισαγόμενα. - Έλα όμως που μπήκε και στα... εξερχόμενα. - Και σε τι ποσοστό υπάγεται η περίπτωσή μου; - Στο23% - Φασόλια βρε άνθρωπέ μου είχα φάει. Είναι δυνατό τα φασόλια ν ανήκουν στα είδη πολυτελείας; Να χα φάει καμιά κοτολέτα, κανένα αστακό, κανένα μπαρμπούνι, θα λεγα χαλάλι. - Μα τι λες τώρα! Αυτό δα μας έλειπε να κάναμε και μικροβιολογική εξέταση για να βρούμε τι σαβούρωσε ο άλλος κι ανάλογα να τον κατατάσσουμε σε κατηγορίες. - Μα αυτό είναι άδικο. - Άδικο, ξεάδικο, δώσε μου άλλα δυο Ευρώ να τελειώνουμε. - Να στα δώσω, αλλά αυτό είναι ληστεία. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άναψε τσιγάρο, άλλαξε σταυροπόδι κι αφού άφησε τον καπνό στο ταβάνι συνέχισε: - Φίλε μου Βρασίδα, δεν είναι σήμερα ούτε να σε πονέσει η κοιλιά σου! - Όπως μου τα λες, φυσικά δεν είναι. - Δηλαδή έτσι και σε πάει... ζουμί πέντε-δέκα φορές και βρίσκεσαι στην Ομόνοια, δεν σε φτάνει ούτε το μισό μεροκάματο. - Ψέματα; - Θα μου πεις «μη τρως κύριε, διακινητικά. Τρώγε κυδώνια που στουμπώνουν κιόλας.» Μα με κυδώνια ζει άνθρωπος; - Αμφιβάλλω. - Επειδή κι εγώ αμφέβαλλα, πήγα στο γιατρό. - Και πήγες; - Το άλλο βράδυ. - Και τι σου είπε; - Αδύνατο κύριέ μου. Το κυδώνι, εκτός από μια βιταμίνη, «μπε» που περιέχει, δεν 169

171 δίνει τίποτε άλλο στον οργανισμό. Τρώγε άσπρο ψωμί, άσπρο ρύζι, άσπρο κρέας και που και που, άντε και κανένα όσπριο! Φασόλι, να πούμε! - Μα τα φασόλια δεν φέρνουν αέρια, γιατρέ μου; Θα πάθω τίποτε! Άντε να κάτσω να του εξηγήσω πως τα αέρια που παράγει η φασολάδα δεν είναι σαν τα αέρια που παράγουν οι εξατμίσεις των τροχοφόρων, και πως αυτά τα αέρια -της φασολάδας δηλαδή- μπορεί να σου παίξουν παιχνίδι άσχημο. - Δηλαδή, τι παιχνίδι; - Ντερλικώνεις να πούμε, μια πιατάρα φασολάδα με το σέλινό της, το καρότο της και την πιπεριά της την κόκκινη. Έτσι; - Έτσι, έστω. - Βγαίνεις λίγο να περπατήσεις, να χωνέψεις. - Βγαίνεις! - Φυσικά, μετά από τόσο φορτίο που ριξες στη μπάκα σου, μπορεί να νιώσεις αυτή την ανάγκη. - Τρέχεις λοιπόν, να προλάβεις, μην πάθεις κανένα χουνέρι καταμεσής του δρόμου! Πληρώνεις το διευρώ σου συν 23% ΦΠΑ, μπαίνεις στο ιδιαίτερο κι εκεί... βγάζεις αέρα. - Κι αυτό στα πιθανά είναι. - Βλέπεις, λοιπόν, πως ότι και να κάνεις δεν μπορεί να ξεφύγεις από το απρόοπτο; - Αυτό είναι αλήθεια. Τι να κάνει όμως; - Να κόψεις το φαΐ, αλλά να μου πεις πως δεν σου κόβουν το φαΐ κάτι τέτοιοι νόμοι; Από όλα όσα ανέφερα πιο πάνω δεν είναι τίποτε αληθινό απλά τονίζω πως με την φοροεισπρακτική σάρωση που ενέσκηψε προσφάτως, όχι μόνο το χ.ο αλλά και το κατ μα θα πληρώνουμε Φ.Π.Α. Βέβαια, αφού η Ομόνοια δεν έχει αποδέχτες ακαθάρτων, ούτε υγρών, ούτε στερεών θα αναγκάζεται ο κάθες αναγκαιούμενος να τρέχει στο Σύνταγμα, πράγμα που-λόγο βουλής- θα στοιχίζει περισσότερο. Το ταξίδι Ξέμπαρκος στης ζωής τα λιμάνια Έβλεπε να φεύγουν τα πλοία Γι άγνωστα μέρη Κι αυτός στο καρτέρι. Θλίψη, αγωνία, Πίκρα και οδύνη Για κάποιο ταξίδι Που ποτέ δεν εγίνει. 170

172 Χαμένος στις τράτες του κόσμου Τα σύννεφα κρύβαν το φως μου Ψωμί και προσφάι η ελπίδα Τον ήλιο ποτέ μου δεν είδα Φίλος κι εχθρός μου Ο εαυτός μου. Σπαθί και γαρύφαλλο, Πεταμένα στον ύφαλο Κι ο εαυτός του Κι αυτός, στα χαμένα Στον πυθμένα. Θλίψη κι οδύνη Για ένα ταξίδι Που ποτέ δεν εγίνει. Φράγκος Αριστοτέλης Μισώ Μισώ τα γκρίκλις και τα τηλεφωνικά μηνύματα που καθιερώθηκαν στη ζωή μας άρτος επιούσιος Μισώ τις λέξεις που ξεβράκωσαν το ήθος και το σεβασμό και προσηλύτισαν τη νεολαία στην άθεη σέκτα τους Μισώ τον έρωτα που κατανεμήθηκε σε είδη και ποιότητες και πουλιέται με το κιλό ή το κομμάτι Μισώ την ευημερία που μας αποξένωσε από αισθήματα και γίναμε καχύποπτοι, άπληστοι και ωχαδερφιστές Μισώ τη φιλία που έχτισε ισάξιους ναούς του Καλλικράτη, του Ικτίνου και πυρπολήθηκαν από μίσος και φθόνο Μισώ τις εποχές που δεν αμύνθηκαν υπέρ βωμών και εστιών και προτίμησαν τον ευνουχισμό Μισώ που όλοι μαζί ως «Κανένας» τυφλώνουμε συνειδητά τη γη προς χάριν τάχα της εφήμερης ευημερίας Μισώ τους επιστήμονες που ξοδεύουν τη δανεική ζωή τους 171

173 να εφεύρουν το όπλο της συμπαντικής καταστροφής Μισώ αυτούς που προσποιούνται τον ειρηνοποιό Χριστό και για το κέρδος μετουσιώνονται σε Ισκαριώτες Μισώ τους επίορκους, τους ψεύτες, τους δοσίλογους που ορκίζονται και διαψεύδουν την αλήθεια Μισώ όσους επιμένουν δε φτιαχτήκαμε από νερό και χώμα όταν η ανθρωπιά μας ένας απύθμενος βόρβορος Μισώ εντέλει εμένα που γεννήθηκα να ζω με την ιδέα του καθημερινού μου θανάτου Ωστόσο, αγαπώ, λατρεύω τον ήλιο, το φεγγάρι τ αστέρια που δεν εξέδωσαν ποτέ, τιμολόγια παροχής υπηρεσιών Δεν είχε τρία μάτια Κάποτε η ομπρέλα του ουρανού μικρότερη κι όλοι εμείς μια χούφτα χωρούσαμε άνετα Ενόσω όμως αυξηθήκαμε και πλεονάζουμε Πλιατσικολογήσαμε τη γη με τέτοιο μίσος Ώστε να αγνοούμε τα όρια των αντοχών της Αν και η άποψή μου αδιάφορη για πολλούς Επιμένω. Από τότε που φωτίστηκαν οι πλατείες Μπορεί βέβαια να χήρεψε η νύχτα από σκοτάδι Και να γελάει η μέρα. Έχουν όμως τα αγάλματα πιότερο χρόνο να βλέπουν όσους τα αγνοούν Ένας κάποιος, που με στόμφο υπερηφανευόταν πως έμαθε πολλά αφότου γύρισε όλο τον κόσμο Και δε βαριόταν να το δείχνει διαρκώς με λόγια Παρομοίασε όλους εμάς εκτός του εαυτού του Μ εκείνον το φαντασιόπληκτο Ισπανό ιππότη Πριν πνίξω το ύφος του στα νερά του δρόμου Κι αφού σιγουρεύτηκα δεν είχε τρία μάτια ούτε χέρια και πόδια περισσότερα από μένα Τον ρώτησα αν εννοεί τον ήρωα του Θερβάντες; «Ναι! Αν παίζει στη Ρεάλ αμυντικός». Απάντησε 172

174 Απογοητευμένος, του έγνεψα με το κεφάλι όχι Και σίγουρος πως συμφωνεί και ο ίσκιος μου Του γυρίσαμε τις πλάτες κι απομακρυνθήκαμε Της ορφανεμένης βασιλεύουσας πόλης των πόλεων Αφότου διάβασα κι έμαθα για σένα απ τα βιβλία Κι είδα τη βουβή όψη σου να ανακτά πνοή ζωής Να αποκτά λαλιά στο άψυχο χαρτί της φωτογραφίας Και να αφηγείσαι τα αλλοτινά σου ένδοξα μεγαλεία Ένα αγκάθι απ τις τριανταφυλλιές των κήπων σου Καρφώθηκε πολύ βαθιά και μάτωσε την καρδιά μου Κόρη του Κεράτιου Κόλπου, γαλανομάτα αυτοκράτειρα Σπλάχνο απ τα σπλάχνα, της μάνας σου Ελλάδας Έκτοτε αυτουιοθετήθηκα ως ο ερωτικός βαρκάρης σου Καθότι θέλω, όσο το μυαλό μου τολμά να ελπίζει Όσο η αύρα σου θα καίει φωτιά, λάβα, στα στήθη μου Όσο το λάλημα του πετεινού θα φλερτάρει τα αυτιά μου Κι όσο τα χείλη μου θα δροσίζονται στην κρήνη σου Να σε φορώ φυλαχτό στον κόρφο και να σε σεργιανίζω Βασανισμένη όπως είσαι από τους δυσοίωνους αιώνες Στις θύμισες εκείνων που δεν έλαχε να σε γνωρίσουν Ζύγωναν μέρες Λαμπρής όταν εντέλει σε αντάμωσα Λουζόσουνα στα κύματα του Βόσπορου, του Μαρμαρά Και καθώς φόρεσες τον ήλιο στο κεφάλι φωτοστέφανο Εικόνισμα θείο έμοιαζες για προσευχή και προσκύνημα Ενώ με το μαρτυρικό σου βλέμμα ψαχούλευες απέναντι Λαχταρούσες, όπως τόσα χρόνια με αγωνία λαχταράς Να βρεθείς στις χαρές του νιόπαντρου τότε χρόνου Και στις γειτονιές που σε ανέθρεψαν με γάλα μητρικό Ω! Πόλη! Των πόλεων του κόσμου βασιλεύουσα Ω! Άμοιρη αδελφή που ξέμεινες ορφανή στην ξενιτιά Όπως σε μασκάρεψαν με βέβηλα μισοφέγγαρα στολίδια Με φερετζέδες από αραχνοΰφαντα κινέζικα μετάξια Και μετέβαλαν τον Πανάγιο Οίκο του Θεού σε γιουσουρούμ Λερναίες οι αμφιβολίες μου αγωνιούν για το θρύλο Θα μπορεί μαθές ταχιά, να σε αναγνωρίσει ο εξαδάχτυλος Ο μαρμαρωμένος που λένε βασιλιάς και να σε λευτερώσει; 173

175 Χαλιβελάκης Δημήτρης Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία Ελληνική Γλώσσα είναι εθνικό θέμα και μάλιστα από τα αναπαλλοτρίωτα του έθνους κτήματα» «Η (Αδαμάντιος Κοραής, , στα «Προλεγόμενά» του). Ο Αδαμάντιος Κοραής είναι κατηγορηματικά αρνητικός απέναντι στις οποιεσδήποτε νοθεύσεις της Ελληνικής Γλώσσας: «Κανείς όσον ήθελεν είσθαι σοφός, ούτ έχει, ούτε δύναται πόθεν να λάβει το δίκαιον να λέγει προς το έθνος: Ούτω θέλω να λαλείς, ούτω θέλω να γράφεις Μόνος ο καιρός έχει την εξουσίαν να μεταβάλλει των εθνών τας διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει και τα έθνη Ποτέ έθνος δεν διαστρέφει την γλώσσαν του χωρίς να διαστρέψει ενταυτώ και την Παιδείαν του». Γλώσσα & Παιδεία: Ο φιλόσοφος Ηράκλειτος ( π.χ.) έχει γράψει: «Η παιδεία είναι δεύτερος ήλιος για όσους την έχουν», ενώ ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης ( π.χ.): τονίζει: «Στις μεγαλύτερες τρικυμίες του βίου, η μάθηση αποτελεί σωσίβιο». Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης ( π.χ.) είχε πει πως «για την εκπαίδευση χρειάζονται τρία πράγματα: Η φύση, η μάθηση και η άσκηση». Για την Ελληνική Γλώσσα οι μεγάλοι του Ελληνικού Πνεύματος έχουν πει ή γράψει: * Ο τραγικός μας ποιητής Ευριπίδης ( π.χ.): «Η γλώσσα των ελεύθερων είναι η αδέσμευτη». * Ο φιλόσοφος Πλάτων ( π.χ.): «Η διαφθορά της γλώσσης προκαλεί διασάλευση του λογικού». * Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός ( ): «Μήπως έχω άλλο στον νου μου, εκτός από Ελευθερία και Γλώσσα;». * Ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης ( ): «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική,/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές/ του Ομήρου». * Ο ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Νικηφόρος Βρεττάκος ( ) αναφέρει σ ένα στίχο του: «Όταν κάποτε φύγω από το φως,/ θα ελιχθώ προς τα πάνω σαν ένα ρυάκι που μουρμουρίζει./ Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους/ συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω ελληνικά,/ επειδή δεν ξέρουνε ξένες γλώσσες./ Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική». Η Ελληνική Γλώσσα ήταν πάντοτε άρρηκτα δεμένη με την Ελληνική Παιδεία, την Ελληνική Εκπαιδευτική Αγωγή και έτσι επιβάλλεται να γίνεται και στην εποχή μας. Διότι η σύγχρονη Ελληνική Παιδεία, δυστυχώς, παρουσιάζει «ορισμένα ελλείμματα», όπως διατείνονται οι ειδικοί, κάτι που δεν ενισχύει την Ελληνική Γλώσσα. Ακόμα: Η Ελληνική Γλώσσα δέχεται ισχυρά πλήγματα από διάφορες πλευρές, που η Πολιτεία επιβάλλεται να προσέξει ιδιαίτερα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. 174

176 Επιφανείς γλωσσολόγοι -Έλληνες και ξένοι αποφαίνονται με σιγουριά: Η συνεπής συμπόρευση της Ελληνικής Γλώσσας με την Ελληνική Παιδεία, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είχαν αναπόδραστα το αγαθό αποτέλεσμα: Να γίνει η Ελληνική Γλώσσα «η τροφός και μητέρα όλων των γλωσσών». Ο καθηγητής Πανεπιστημίου Αχιλλέας Λαζάρου έχει γράψει: «Αν η ελληνική γλώσσα απέσυρε τα δάνεια, πολλές γλώσσες του κόσμου θα γνώριζαν πρωτοφανή χρεωκοπία». Ο Πλάτων στους «Νόμους» (644 α ) ξεκαθαρίζει με σαφήνεια, αλλά και αυστηρότητα το αληθινό νόημα της Παιδείας και της Εκπαιδευτικής Αγωγής στην πορεία ενός λαού, του Ελληνικού: «Παιδεία είναι η διαπαιδαγώγηση προς την αρετή, που κάνει τον πολίτη να επιθυμεί και να αρέσκεται στο να γίνει ώριμος και τέλειος, καθώς και να γνωρίζει να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη. Αυτή είναι η μόνη σωστή Παιδεία και όχι εκείνη που αποβλέπει στον πλούτο ή στην ισχύ ή στην απόκτηση μονάχα γνώσεων χωρίς φρόνηση και δικαιοσύνη, και που καταλήγει να είναι μια παιδεία χυδαία και ανελεύθερη ανάξια του ονόματός της». Οι ΗΠΑ ήθελαν την Ελληνική: Σίγουρα, δεν λησμονούμε ότι η Ελληνική Γλώσσα μιλιέται, εδώ στην Ελλάδα από το λαό μας, από την έκτη χιλιετία π.χ. Και έχει τη σημειωλογική σημασία της η έγκυρη πληροφόρηση ότι κατά την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για μια ψήφο υπερτέρησε η αγγλική της ελληνικής ως της επίσημης γλώσσας των ΗΠΑ. Τη σχετική επίσημη δήλωση έκανε πριν από τέσσερις δεκαετίες στην Αθήνα ο διορισθείς τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρι Τάσκα ( ): «Αναλογιζόμενος τη σημασία της συνάντησής μας, θυμήθηκα το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, κατά τις πρώτες ημέρες της ως έθνος, τόσο θαύμαζε τη σοφία της Αρχαίας Ελλάδας, ώστε όταν οι ιδρυτές της χώρας μου συνήλθαν για να αποφασίσουν ποια θα ήταν η εθνική γλώσσα των ΗΠΑ, η υπόθεση τέθηκε μεταξύ της Ελληνικής και της Αγγλικής, και η Ελληνική έχασε με διαφορά μιας ψήφου. Αν δεν ήταν η ψήφος (Εβραίου) Δανιήλ Ουέμπστερ, τώρα θα βρισκόμουν μπροστά σας μιλώντας ελληνικά». Αρχαία & Νέα Ελληνικά: Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός μιλά με ιδιαίτερη έμφαση για την Ελληνική Γλώσσα από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας: «Όσο περισσότερο σπουδάζω την αρχαία μας γλώσσα, τόσο καλύτερα κι ευκολότερα γράφω στη δημοτική». Κάτι ανάλογο, ωστόσο, έχει γράψει και ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ακαδημαϊκός, ποιητής, λογοτέχνης και πολιτικός Κωνσταντίνος Τσάτσος ( ): «Ένας καλός δημοτικιστής που κατέχει τη γλώσσα, κατέχει σε βάθος και την καθαρεύουσα και την Αρχαία Ελληνική. Ξέρει ολόκληρη τη γλώσσα, όπως οφείλουν να ξέρουν όσοι ισχυρίζονται πως είναι μορφωμένοι. Διότι ψυχή της γλώσσας μας είναι μία: Η γνώση της συνέχειάς της». Ελληνική Γλώσσα: Νίκησε τον ιμπεριαλισμό: Ο συνάδελφος Ιάσων Ευαγγέλου 175

177 έχει γράψει: «Στην Ανατολή όμως η πολιτιστική δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας υπερίσχυσε της δύναμης των όπλων και μετέτρεψε την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε ελληνόφωνη Βυζαντινή Αυτοκρατορία». («Γλώσσα, Παιδεία και Ελληνικότητα», σελ. 41). Ολοένα και περισσότεροι αξιωματούχοι κορυφαίων διεθνών οργανισμών και πανεπιστημίων προτιμούν την Ελληνική Γλώσσα, σύμφωνα με ενδεικτική αναφορά σε ορισμένους φορείς: ««Hellenic Quest» τιτλοφορείται το πρόγραμμα ηλεκτρονικής εκμάθησης της Ελληνικής Γλώσσας, που το CNN άρχισε να διανέμει παγκοσμίως και προορίζεται σε πρώτο στάδιο για αγγλόγωνους και ισπανόφωνους!. Το πρόγραμμα παράγεται από τη γνωστή εταιρία H/YApple και ο πρόεδρός της Τζον Σκάλι λέγει σχετικώς»: «Αποφασίσαμε να προωθήσουμε το πρόγραμμα εκμάθησης της Ελληνικής Γλώσσας, επειδή η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει να αναπτύξει τη δημιουργικότητά της, να εισαγάγει καινούργιες ιδέες και θα της προσφέρει τόσες γνώσεις περισσότερες απ όσες ο άνθρωπος έχει ως τώρα ανακαλύψει». «Οι Βρετανοί επιχειρηματίες προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη να μάθουν αρχαία ελληνικά επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς της οργάνωσης και διαχείρισης των επιχειρήσεων. Η Ελληνική Γλώσσα ενισχύει τη λογική και τονώνει τις ηγετικές ικανότητες». Ο Μπρούνερ, καθηγητής της Ηλεκτρονικής έχει πει: «Σε όποιον απορεί, γιατί τόσα εκατομμύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της Ελληνικής απαντούμε»: «Μα πρόκειται για τη γλώσσα των προγόνων μας: Και η επαφή μας μ αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας». «Οι ειδικοί των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών θεωρούν την Ελληνική Γλώσσα ως «μη οριακή», δηλαδή ότι μόνον εις αυτήν δεν υπάρχουν όρια. Γι αυτό είναι αναγκαία στις νέες επιστήμες, όπως η Πληροφορική, η Ηλεκτρονική, η Κυβερνητική κ.ά. Αυτές οι επιστήμες μόνον στην Ελληνική Γλώσσα βρίσκουν τις νοηματικές εκφράσεις που χρειάζονται, χωρίς τις οποίες η επιστημονική σκέψη αδυνατεί να προχωρήσει». «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η Ελληνική Γλώσσα»: * «Συγκροτεί την πρωταρχική βάση του Δυτικού και ειδικότερα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού». * «Αποτελεί όργανο διαμόρφωσης της ανθρώπινης σκέψης και εργαλείο δοκιμασμένο, που διαπλάσσει σκεπτόμενα και κριτικά άτομα». * «Υπήρξε η κατ εξοχήν επιστημονική γλώσσα στην Ευρώπη». * Οι Ευρωβουλευτές «ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει στην επεξεργασία ενός προγράμματος σπουδών που θα αποβλέπει στην εισαγωγή των Αρχαίων Ελληνικών σε όλες τις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης σε όλα τα κράτη μέλη, ώστε η Ελληνική να φτάσει να είναι η κοινή γλώσσα μορφώσεως όλων των Ευρωπαίων». «Στην Ισπανία και την Ιταλία, εισήγαγαν τελευταίως, τα Αρχαία Ελληνικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ στην Αμερική παρατηρείται ένατεράστιο κύμα με- 176

178 λέτης της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και ιδρύθηκαν περισσότερες από Εταιρίες Κλασσικών Σπουδών της τελευταίας δεκαετίας». «Στη σύγχρονη εποχή σε όλη την υφήλιο λειτουργούν 334 πανεπιστημιακά τμήματα διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας, όπου φοιτούν σπουδαστές»: «Ευρώπη: Έδρες 144, Φοιτητές Αμερική: 72 Έδρες, Φοιτητές Ασία: 22 Έδρες, Φοιτητές Αφρική: 11 Έδρες, Φοιτητές Βαλκάνια: 35 Έδρες, Φοιτητές Αυστραλία: 16 Έδρες, Φοιτητές Ρωσία: 34 Έδρες, Φοιτητές ». Πηγές : «ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ», Διαδίκτυο (Internet) ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ιάσονα: «Γλώσσα, Παιδεία και Ελληνικότητα», εκδόσεις «Μάριος Βερέττας», Αθήνα ΚΟΡΑΗ Αδαμάντιου: «Προλεγόμενα» «ΜΕΓΑΛΗ Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» ΜΕΣΑ Μαζικής Ενημέρωσης «ΠΑΠΥΡΟΣ Λαρούς Μπριτάνικα» ΠΛΑΤΩΝ: «Νόμοι». Χαραλαμπάκης Γ. Αριστογείτονας Λογοτεχνία και Ιατρική -Η ιατρική σαν έμπνευση για λογοτεχνική δημιουργία Τ όσο η λογοτεχνία, όσο και η ιατρική είναι «δύο τέχνες» που πάνε θαυμάσια μαζί και αποτελούν σημαντικές πηγές έμπνευσης και ευαισθητοποίησης. Η ιατρική με σύμμαχο τη Λογοτεχνία αποτελούν ένα «αδιάσπαστο δίδυμο» που αδιαμφισβήτητα παίζει σημαντικό ρόλο στην ίδια τη ζωή και τη σταδιοδρομία του γιατρού, ως θεραπευτή του σώματος και της ψυχής των συνανθρώπων του. Η σχέση λογοτεχνίας και ιατρικής είναι ένας στέρεος δεσμός που ανάγει την ιστορική του διαδρομή στην αρχαιότητα. Ο θεός Απόλλωνας δεν ήταν μονάχα θεός της ποίησης αλλά και της Ιατρικής. Η ιστορία των ιατροφιλοσόφων όπου γης αρχίζει με τον Ασκληπιό (γιο μιας θνητής και του Απόλλωνα), που διδάχτηκε την ιατρική από τον κένταυρο Χείρωνα στο Πήλιο. Έτσι, η ιατρική μετέχει του θείου από τον Απόλλωνα και της πρακτικής από τον Χείρωνα. Ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης, το μέγα πρότυπο των γιατρών και ιατροφιλοσόφων όλου του κόσμου, μπορεί να θεωρηθεί και πατέρας της ιατρικής λογοτε- 177

179 χνίας. Ο όρκος του εμπεριέχει πέραν της ιατρικής ηθικής δεοντολογίας και υπέροχα λογοτεχνικά στοιχεία που τον κάνουν μοναδικό στο είδος του. Στο «Περί Ιητρού» σύγγραμμά του αναφέρεται με γλαφυρότητα στην προς τα έξω εικόνα του γιατρού και στο πώς πρέπει αυτός να συμπεριφέρεται κατά την άσκηση της ιατρικής. Ο γιατρός οφείλει, κατά τον Ιπποκράτη, να ανάγει τη σοφία στην ιατρική και την ιατρική στη σοφία. Εδώ και η ρήση «Ιητρός φιλόσοφος ισόθεος» Ο Γαληνός, ο μεγαλύτερος μετά τον Ιπποκράτη γιατρός της αρχαιότητας, εκτός από άριστος γιατρός με γνώσεις, εμπειρίες και ορθή κρίση, ήταν και μεγάλος συγγραφέας. Ο Γαληνός θεωρούσε τη φιλοσοφία αναγκαίο στοιχείο της ιατρικής γνώσης, υποστηρίζοντας ότι η προσπάθεια γιατρών και φιλοσόφων είναι «σύνορος». Όσον αφορά στον Όμηρο, από τις πολλές περιγραφές πολεμικών τραυμάτων και από τη λεπτομερή παράθεση θεραπευτικών χειρισμών για την ίασή τους, φαίνεται πως οι ιατρικές του γνώσεις ήταν πολύ σημαντικές. Το γεγονός αυτό οδήγησε περιώνυμους ιατρούς, όπως τον Froelich και τον Κούζη, να εκφράσουν την άποψη ότι ο μέγας ποιητής ήταν Στρατιωτικός Ιατρός. Εξ άλλου και η πλούσια ιατρική του ορολογία, η οποία και καθιερώθηκε μέχρι σήμερα διεθνώς, δείχνει πως η ιατρική είναι η πρώτη στην προτίμηση του μεγαλύτερου ποιητή της Οικουμένης. Την πεποίθησή του για την βαρυσήμαντη αποστολή του ιερού λειτουργήματος των ιατρών την εξέφρασε στον στίχο «Ιητρός ανήρ πολλών αντάξιος άλλων». Οι ιατροί είναι μάρτυρες του πόνου, της χαράς και της δυστυχίας των ασθενών. Οι διαπνεόμενοι δε από αίσθημα υψηλής ευθύνης και αγάπης προς τον συνάνθρωπο, συμπάσχοντας μέχρι τινός, γνωρίζουν παράλληλα και ανείπωτες χαρές από την καλή τους διάγνωση, τα θετικά αποτελέσματα της θεραπείας και κυρίως από την υπέροχη σχέση αμοιβαιότητας που αναπτύσσεται με τον ασθενή. Αυτές οι δυνατές υπαρξιακές εμπειρίες που απορρέουν από την καλώς ασκούμενη ιατρική, αποτελούν ένα πλούσιο συναισθηματικό υπόβαθρο των λογοτεχνικών επιδόσεων των γιατρών Η τεχνολογική έκρηξη έχει δώσει φτερά στην Ιατρική, έχει όμως και τραυματίσει σοβαρά την Ιπποκρατική σχέση ανάμεσα στο γιατρό και τον ασθενή. Η άσκηση της ιατρικής από ανθρωποκεντρική μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά σε «βιοτεχνολογική» και κατευθυνόμενη εν πολλοίς από μεγάλες κερδοσκοπικές ιατρικές επιχειρήσεις και συμφέροντα. Ο γιατρός από κεντρικό πρόσωπο στο χώρο της Υγείας έχει σε πολλούς τομείς περιθωριοποιηθεί. Είναι επιτακτική ανάγκη να επανέλθει ο γιατρός στην κατά τον Ιπποκράτη θεωρούμενη καλή άσκηση της ιατρικής. Και οι γιατροί λογοτέχνες με το υψηλό συναίσθημα που καλλιεργούν μέσω της ιατρικής, έχουν υποχρέωση να βοηθήσουν με τα λογοτεχνικά τους κείμενα σ αυτή την αλλαγή. Η αρρώστια μπορεί να αφορά το σώμα αλλά αγγίζει πάντα και τα μύχια της ψυχής του ανθρώπου και στο μέτρο αυτό διατηρεί πάντοτε τον αρχέγονο χαρακτήρα της να συνεγείρει τον προαιώνιο φόβο του θανάτου. Πάντοτε Ιώβ και Οιδίπους συνυπάρχουν σε κάθε άρρωστο. Ο Ιώβ αντιπροσωπεύει την άνευ όρων αποδοχή της 178

180 «θεϊκής βούλησης» και υπομένει καρτερικά το μαρτύριό του. Από την άλλη μεριά ο Οιδίπους, τραγικό «πρόσωπο παιχνίδι» στα χέρια της μοίρας, εξοργίζεται και διαμαρτύρεται για τις συμφορές που βιώνει, συμφορές που τον βρήκαν, χωρίς να φταίει ο ίδιος. Όλα αυτά εκφράζονται με την καρτερία, την ελπίδα αλλά και με την αγανάκτηση για την άδικη μεταχείριση από την τυφλή μοίρα. Η αρρώστια φέρνει πάντοτε τον άνθρωπο μπροστά στο αιώνιο και υπαρξιακό ερώτημα: «Γιατί; Γιατί σε μένα;». Οι γιατροί λογοτέχνες έχουν αφιερώσει πολλά έργα πάνω σε αυτό το «γιατί» και στους ρόλους ιατρού και ασθενούς. Και είναι υπερήφανοι και ικανοποιημένοι γι αυτό, όπως ομολογούν οι ίδιοι. Ο γιατρός Τσέχωφ π.χ. στη σύντομη αυτοβιογραφία του που έγραψε ο ίδιος, αναφέρει επί λέξει για τη λογοτεχνία του: «Είμαι βέβαιος πως το γεγονός ότι ασχολήθηκα με την ιατρική έχει επηρεάσει σοβαρά την λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Αυτό έχει διευρύνει σημαντικά το πεδίο των παρατηρήσεών μου και εμπλουτίσει τις γνώσεις μου, των οποίων την πραγματική αξία για μένα, μόνο εκείνος που είναι ο ίδιος γιατρός μπορεί να καταλάβει».επίσης ο γιατρός john Salinsky, γράφει στην εισήγηση ενός από τα βιβλία του:«η Λογοτεχνία μού έδωσε μεγάλη ευχαρίστηση και την αίσθηση ότι ανακάλυψα κρυμμένο θησαυρό». Ο δε καταξιωμένος ποιητής William Carlos Williams λέει ότι «η Ιατρική ήταν η αιτία που έγινε ποιητής». Έλεγε δε συχνά ότι «δεν θα μπορούσε να εξασκήσει τη μια χωρίς την άλλη». Τον περασμένο αιώνα πολλοί γιατροί απανταχού του κόσμου διακρίθηκαν στη λογοτεχνία, με θαυμάσια θεατρικά έργα τους: Σερ Φρέντερικ Τρέιβερς (ο άνθρωπος ελέφαντας) - Σερ Άρθουρ Κάναν Ντόυλ (δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς) - Κρόνιν (Το κάστρο) - Μπέρτολντ Μπρεχτ (όπερα της πεντάρας) - Τσέχωφ (ο γλάρος, ο θείος Βάνιας, ο βυσσινόκηπος) και πολλοί άλλοι. Μεγάλα ονόματα Ελλήνων ιατρών με τη ζωή και τη συγγραφή τους τίμησαν ιδιαίτερα την αποστολή τους και συνέβαλαν στα ελληνικά γράμματα σε ύψιστο βαθμό. Δύο ιατροί των οποίων τα ονόματα έχουν γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ελληνική Ιστορία είναι ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ιωάννης Καπποδίστριας. Ο Κοραής( ) αποτελεί την πλέον εξέχουσα ίσως μορφή ιατρού που εντρύφησε με επιτυχία στο φιλολογικό χώρο και αναδείχθηκε σε μεγάλο Διδάσκαλο του Γένους και ο Ιωάννης Καποδίστριας ( ) δημιούργησε σύγχρονο Ελληνικό κράτος εκ του μηδενός. Ο κατάλογος των Ελλήνων ιατρών λογοτεχνών είναι πολύ μακρύς. Ο γιατρός και μέγας λογοτέχνης Στέλιος Σπεράντζας ( ) ο οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα και στην παιδική λογοτεχνία, στην μελέτη του «Έλληνες γιατροί λογοτέχνες της τουρκοκρατίας», 1961, απαριθμεί περί τους 100 γιατρούς λόγιους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Και στρατιωτικοί γιατροί έχουν διαπρέψει στη λογοτεχνία, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ( ),ο Παύλος Νιρβάνας ( ) και ο Άγγελος Τανάγρας ( ). Στις μέρες μας πολλοί είναι οι γιατροί που παράλληλα με το υψηλό τους καθήκον ασχολούνται επιτυχώς και με τη λογοτεχνία. Μάλιστα από το 1956 έχει ιδρυθεί η 179

181 Ελληνική Εταιρεία Ιατρών Λογοτεχνών με πρώτο πρόεδρο τον στρατιωτικό γιατρό Άγγελο Τανάγρα και δεύτερο τον Στέλιο Σπεράντζα. Η Εταιρεία, στην οποία έχω την τιμή να είμαι αντιπρόεδρος, απαριθμεί πάνω από 100 ενεργά μέλη και από το 1960 εκδίδει το φιλολογικό περιοδικό ΚΑΣΤΑΛΙΑ. Ο λογοτέχνης γιατρός μέσα από την ευαίσθητη βιωματική του κεραία και από την πολυπλοκότητα της ενασχόλησής του με την Ιατρική, προσφέρει με την τέχνη του εκείνο το αίσθημα ανακούφισης, ευχαρίστησης αλλά γιατί όχι και πόνου σε όλους εκείνους τους αναγνώστες που ταξιδεύουν στα γνωστά ή άγνωστα μονοπάτια του Πνευματικού κόσμου. Χελμός Κώστας Η επιγραφή Στη μέση της αίθουσας που μας φιλοξένησε υπάρχει ένα μεγάλο στενόμακρο τραπέζι ίδιο μ εκείνο του μυστικού δείπνου. Μονάχα που έλειπε ο Χριστός και οι μαθητές. Με συγκλόνισε η επιγραφή στο ακριανό κάθισμα. «Εδώ καθότανε ο Ιούδας». Νυχτερινό Νύχτωσε. Σηκώθηκε αργά αργά. «Μου φάνηκε σα να κούτσαινε απ το δεξί του πόδι». Πρώτα έκλεισε το παράθυρο κι ύστερα κλείδωσε την πόρτα. Έσυρε και το μάνταλο. Για περισσότερη ασφάλεια είπε. Ξέρεις τη νύχτα στους δρόμους κυκλοφορούνε πολλά φαντάσματα, ληστές και πρεζάκηδες. 180

182 Μιλούσε Μιλούσε γρήγορα, δυνατά. Μιλούσε πολύ. Άκουγε τα πλοία που σφύριζαν στο λιμάνι, έβλεπε τα παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο, κοιτούσε τον ουρανό και συνέχεια μιλούσε. Ίσως να φοβότανε πως κάτι θα ξεχνούσε. Ίσως να φοβότανε πως δεν θα τα πρόφταινε όλα. Ωστόσο την τελευταία της λέξη δεν μας την είπε. Έσκυψε και με το δάχτυλο την έγραψε στο χώμα. «Αγάπη» Όνειρο Η μητέρα μου δεν ήθελε να γίνω ναυτικός. Όμως απόψε - και χωρίς πολλές εξηγήσειςξενύχτησε να κεντάει στην άσπρη μπλούζα μου, ακριβώς στο μέρος που σκεπάζει την καρδιά μου, ένα μπλε καραβάκι. Με τις δυο παλάμες μου σκεπάζω τα μάτια μου να μην τα δει δακρυσμένα. Με κλειστά μάτια ατενίζω τη θάλασσα και το φως. Μητέρα, σε παρακαλώ μη μου κρατάς άλλο το χέρι. Θέλω να γυρίσω πλευρό και μ εμποδίζει. Το πουλόβερ Κρατώντας στο χέρι το χοντρό της πουλόβερ και χωρίς να μιλήσει άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Εκείνος στην αρχή δεν το πίστεψε και την περίμενε. Μια μέρα, δυο μέρες, μια ολόκληρη εβδομάδα. Δε γύρισε. Έτσι λύθηκε και η απορία του γιατί φεύγοντας πήρε μαζί της το χοντρό πουλόβερ. Άνοιξε το παράθυρο. Τα χέρια του παγωμένα. Ο ουρανός χωρίς αστέρια, χωρίς φεγγάρι. Στη μέση του δρόμου οι δυο μεθυσμένοι προσπαθούν να θυμηθούνε που είναι το σπίτι τους. 181

183 Το ουράνιο τόξο Και μετά τη βροχή άνθισε το ουράνιο τόξο. Και προσπαθεί να γεφυρώσει τον άνθρωπο με το Θεό γεμίζοντας το κενό με χρώματα της άνοιξης και με πουλιά. Τα χέρια σου Κρατώ τα χέρια σου και δεν μου λείπει τίποτα. Κοιτάζω τα μάτια σου και η καρδιά μου γεμίζει με σένα. Όχι. Μην επιμένετε, δεν γίνεται να μισήσω τη ζωή. Χριστοπούλου-Ζαλώνη Παναγιώτα Απ το «Αλφαβητάρι των καθηρημένων» Ε Έρως Ιερός Ελευθερώνει την Ευτυχία Έμορφη γιρλάντα Εσύ για εκείνον για πάντα Ένα στολίδι ακόμα τρέλα Έλα να γράψουμε τραγούδια Έτσι απλά σιωπηλά Εκεί πίσω απ τα κόκκινα γεράνια. Έρχεσαι Όλο έρχεσαι σ αυτό το παραμύθι Εγέρασα κι απόκαμα σχίσθηκε η γιρλάντα Έσβησε απ το ποίημα Εκείνο το «για πάντα» 182

184 Θ Θρανίου έρωτα την πρώτη θέση κάθισε Θηρίο ανήμερο στα σπλάχνα του ο πόθος Θνητό το όνειρο νομίζουν μα είναι αθάνατο Θείο το άγγιγμα, πανίερο κι αιώνιο Θεός ο Έρωτας δίδει τις εντολές του Θησαύρισμα του Μωυσή για όλους που λατρεύουν Θρέμμα ψυχής αθάνατο γέννημα της ιδέας Θύελλες επιθυμιών δαίμονες του «Λεμόντρωφ» Θυμιάματα ουράνιων επίγειων αγγέλων Θυμάρι μέντα δυόσμος και γαρύφαλλο Θάλλουν για Σένα Ω ρ α ί ο Ι Ίππευαν σώμα και ψυχή πόθοι άνομου φεγγαριού Ιέρειες τους απέδιδαν τιμές θυμιάματα και αίνους Ιάμβους και ανάπαιστους γράψαν οι ποιητές Ιστορίας άπειρες σελίδες ιλαρές Ιστιοφόρα γέμισαν τη θάλασσα με στίχους Ίδρωσαν κωπηλάτες ανοίγοντας βουνά νερών Ίριδες φαντασιώσεων κυματιστές σερπαντίνες Ίαση αναζήτησαν αγγίγματα ενουράνια Ικέτευε βουβή η ψυχή Ιωνάς να εγκλεισθεί μες στην αγαπημένη της ψυχή αιώνια Λ Λυπηρές μπαλάντες τις απέσυρα Λείπουν πλέον απ τον σταθμό μου Λήθης γέμισαν δεξαμενές Λερναία Ύδρα τις ερούφηξε Λεύκες στολίσθηκαν Λέξεις φανταιζί Λυρικές Ελληνικές Λόγια συνθέτουν τρυφερά Λαμπερού παραμυθιού Λικνίζονται σε παλάτια βασιλικά 183

185 Σ Συναγερμός Τρελαίνομαι Σαλπίσματα κανονιοβολισμοί Στα όπλα Τρέξτε στ αλώνι του έρωτα Σώματα και ψυχές πολεμήστε Στιλέτα, καρφώστε στο θάνατο Σκίστε τες τις κουρτίνες του ενδοιασμού Σηκώστε στα χέρια σας τα λάβαρα Στιγμές θείες Ιερουργήστε Στο βράχο της απαίτησης Συντροφιαστά με λόγια των αγγέλων Συνωμοτήστε εναντίον της φθοράς Σονέτα γράψτε τραγουδήστε τα Σπίτια στα ολόλευκα στολίστε τα Αγαπήστε τα Ψ Ψυχή μου ψυχή μου Ψέματα ήταν παρλάτα κομπάρσων Ψυχρός κι ο ήλιος ποτέ δε με ζέστανε Ψωμί δίχως άλας λειψό δίχως ένζυμα Ψεύτικος άγγελος θαμπώθηκα χάθηκε Ψήνω καφέ πικρό και κατάμαυρο Ψιθυρίζοντας λέξεις παλιές που σκουριάσανε Ψιλοτραγουδάω ληγμένα τραγούδια Ψάχνω τώρα ακρωτήρι νησιού για ν αράξω Ψαλμούς ν αναπέμπω στην άκρη της θάλασσας Ω Ωκεανέ, ηλιοβασίλεψα Ωραία κεντίδια της ψυχής μου ρίχνω στα νερά σου Ωρίωνες τους αψηφώ εσένα έρχομαι να βρω Ωδές να ψέλνω στους βυθούς σου Ώρες αμίλητες, γεμάτες μυρωμένες σκέψεις Ώριμες και γλυκές σε υδάτινες αγκάλες. Ω, άρωμα της θάλασσας πούλα μου λίγη Αγάπη 184

186 Χριστοφόρου Λένια (Κρυσταλλία Χρ. Σταματοπούλου) Ποιήματα Επιλογής Η μεταμέλεια ήρθε αργά. Είχε προλάβει το έργο της φθοράς. Μόνη ποτέ Χαρά πολυπόθητη όνειρο του ταπεινού και του σπουδαίου απαίτηση γιατί έμεινες χώρα μακρινή ελπίδας διάψευση του τώρα και του χτες; Γιατί το αύριο αφώτιστο αφήνεις; Απ την Αγάπη σαν με χώρισαν τη δίδυμη αδερφή μου παράπονο μην έχει ο ταπεινός μην έχει απαίτηση ο άφρων, ο σπουδαίος. Απορία Αθώος ή ένοχος; Δι ασήμαντον αφορμήν ο κατηγορούμενος προέβη... Άρα (αναζητήσατε...) δεκανίκι απόλυτης δικαιολογίας για την αθώωσή του ή όπλο καταδίκης για την επιβολή της εσχάτης των ποινών. Συνείδηση, ή χάρις της ευγλωττίας το κλειδί της εφαρμογής του νόμου; Άνθρωποι τον νόμον εθέσπισαν... Ανέφικτο Τα όριά σου να ξεπεράσεις μην πασχίζεις. Ανέφικτο το πέρασμα στα σύνορα. Ας είναι αδιόρατα μην ξεγελιέσαι. Παραπαίοντα βήματα αβέβαιος προορισμός σκέψεις άτολμες θάρρος ανύπαρκτο πορεία καταδικασμένη. 185

187 Η αγάπη εξαργυρώνεται με αγάπη. Η προσφορά με αναγνώριση. Με συγνώμη η μετάνοια. Το λάθος με ανοχή. Μεγαλοσύνης χάρισμα Μην απολογείσαι Στον κατήγορό σου μην απολογείσαι αφού χρέος κανένα δεν έχεις σ αυτόν. Την ευτελή συνάφεια προσπέρασέ την περίσσευμα εκείνη έχει δικούς της θιασώτες. Με ευγνωμοσύνη η αφοσίωση. Η πίστη με θυσία. Επίγνωση και μεγαλοσύνη. Καλλιέργεια και χάρισμα. Δεν φταις... Υπόσχεση ποτέ καμιά μη δώσεις αξίες και αρχές πως θα τηρήσεις. Χρειάζεσαι μεγαλοσύνη. Και δεν φταις αν τέτοιο δώρο δεν σου δόθη. Κολακεία εταίρα πολυτελείας φανταχτερή. Με τη σαγήνη σου μεγάλους κάνεις τους ελάχιστους να νιώθουν. Τους μικρόνοες πως είναι ευφυείς. Εταίρα Υπεροψία Τους πένητες πως όλοι τους ζηλεύουν. Κατάντημα ασήμαντο ανυπεράσπιστο έκθεμα στη χλεύη των πολλών. Υπεροψία αντικείμενο διάτρητο ευτελές ζωής καταισχύνη. Λαθεμένης αντίληψης προϊόν κούφιας ματαιοδοξίας αποτέλεσμα νοσηρό πάθος επίδειξης κενός εντυπωσιασμός. Καθρέφτης ανοησίας χωρίς αντίκρισμα και αποδοχή. 186

188 Περιπλάνηση ανήλεη Νύχτες αγρύπνιας ταξίδια του νου της καρδιάς πετάγματα περιπλάνηση των αισθήσεων ανήλεη. Νύχτες αγρύπνιας καταφύγιο σιωπής ξεχασμένης διεκδίκησης. Προδοσία το εισπρακτέο νόμισμα της αφοσίωσης. Μακάρι νά ταν κίβδηλο. Ψύλλας Γιώργος Προέχει η ασφάλεια! Μια φορά και έναν καιρό ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Μια σταλιά μωρό, μόλις που είχα απογαλακτισθεί από τη μάνα μου κι έκανα τόσες σκανδαλιές που αναγκάστηκαν και μ έδωσαν οικότροφη στον κύριο Θωμά με τ όνομα, που μ είχε μη στάξω και μη βραχώ, στο κτήμα του, κάπου στη Μάκρη της Αλεξανδρούπολης, αν έχετε ακουστά. Μεγάλο ένα κτήμα με ελιές και ό,τι άλλο δέντρο θέλετε, κήποι με λουλούδια, πηγάδι φαρδύ γεμάτο βατράχια, να ποτίζει τα ζαρζαβατικά του, παράδεισος αν έλεγα, λίγο θα ήταν. Μεγάλωνα με όλα τα καλά μου κι είχα γύρω μου μια άπλα, να κάνω τις σαλουζιές μου και τα κακάκια μου, ούτε που μ ένοιαζε πότε θα φάω και πότε θα κοιμηθώ, όλα για χάρη μου, τα κανόνιζε ο κύριος Θωμάς. Και τα βράδια κοιμόμασταν αυτός επάνω κι εγώ κάτω, σε απόσταση ανάσας, για να σας δώσω να καταλάβετε. Τι χάδια και τι τσαλίμια μ έκανε ο κύριος Θωμάς, δεν λέγονται. Τι απαλό χεράκι 187

189 ήταν αυτό; Λιγωνόμουνα θηλυκό που ήμουν. Έκανα πως λιγοθυμούσα κι έπεφτα ανάσκελα, πρόστυχα να λέω, για να με γαργαλάει ο κύριος Θωμάς, να λέει τα γλυκά του, μπεκιάρης άντρας που ήταν. Κάτω από στέφανα δεν θέλησε να μπει στη ζωή του και έτσι, κοντά στα εξήντα του, πολεμούσε τη μοναξιά του και τη νύφη την πλήρωνα εγώ. Ας είναι όμως. Τον συμπάθησα, που καθότανε και μ έλεγε τα καλά και τα στραβά της Αμέρικας, μισά ελληνικά και μισά αμερικάνικα, σαράντα χρόνια σε δικό του ρέστοραν στη Βοστώνη, καμένα λάδια και τσίκνες απ τα στέϊκς, «δεκάξη ώρες στο πόδι, αλλά... πολλά τα ντόλαρς, μας φτάνουν και μας περισσεύουν, Αθανασούλα μου», με έλεγε, γιατί ξέχασα να το πω, με φώναζε Αθανασούλα, πού το βρήκε; Φαίνεται, πως στα πιο παλιά χρόνια της ζωής του, θα είχε γλυκό έναν σεβντά με καμιά Αθανασούλα, καμιά ντόπια νεράιδα, απ αυτές που ακόμη ξενερίζουν στα πράσινα νερά της Μάκρης. Από καμιά φορά με πήγαινε στο ακρωτήρι της σπηλιάς του Κύκλωπα και μ έλεγε ιστορίες για τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο και την εκδίκηση του Ποσειδώνα και μη νομίζετε πως δεν τον καταλάβαινα. Μέσα μου είχα κάτι το μυστηριακό, έναν διερμηνέα και μπορούσα και ερμήνευα παράπονα, κατσάδες, χαρές και λύπες, τα πάντα. Να! Μια μέρα που με πήγε στον προϊστορικό οικισμό της Μάκρης και γύρισε και με είπε πως οι προπάπποι του ζούσαν εδώ πριν πέντε χυλιάδες χρόνια, τον είδα που έσκυβε και φιλούσε τις πέτρες και πήγε ο χαζός να βάλει τα κλάματα. Εγώ έκανα παιχνιδάκια και αστειάκια μπας και σταματήσει τις συγκινήσεις, γιατί ο κύριος Θωμάς δεν είχε και πολλές ημέρες που βγήκε από το Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης από ένα ξώφαλτσο εγκεφαλικό, προοίμιο φουρτουνιασμένων γεραμάτων. Τυχερός ήταν. Και τις βόλτες μου τις είχα δις ημερησίως και τα εμβολιάκια μου και το μόνο που έκανα, ήταν να ξυπνώ και να αγριεύω, αν κάτι μύριζα ή άκουγα και δεν μου άρεσε. Φύλακας! Ο κύριος Θωμάς κοιμόταν ήσυχος. Όλη την ασφάλεια του σπιτιού την φορτώθηκα εγώ και πολύ με άρεζε ο ρόλος, γιατί έκανα και την σπουδαία άμα καμιά φορά φοβέριζα κανέναν ξένο. Καμάρωνε ο κύριος Θωμάς για μένα στις βόλτες που με πήγαινε και έλεγε ο κόσμος «Αχ, κύριε Θωμά! Θηλύκια είναι; Φτου, να μην την βασκάνουμε, τι όμορφη που είναι, καλέ;» κι αυτός θύμωνε με τους θαυμαστές μου, όχι γιατί ζήλευε...ήταν κι αυτό, δεν λέω... μα γιατί τον φώναζαν κύριο Θωμά κι αυτός τους διόρθωνε «Τομ, ρε παιδιά! Τόμ! Τομ Ταραμπούκας, ελληνοαμερικάνος, υπηρετήσας εις τους πεζοναύτας! Αμάν πια!». Μια μέρα, από τα πολλά φτου-φτου, με κρέμασε στο λαιμό πανάκριβο ένα χαϊμαλί. «Θα σε βρει κακό μάτι, Αθανασούλα μου κι εγώ τι θ απογίνω, αν σε χάσω κοριτσάκι μου» μ έλεγε κι έφτυνε τρις τον κόρφο του. Φόρεσα λοιπόν και το χαϊμαλί μου από μπλε αντιβασκανικά ματάκια, να μη με δένουν οι κακόγλωσσοι με το κακό τους μάτι. Καλέ, τι να σας πω, πια; Σουλτάνα ήμουν. Πανέμορφη, με μάτια μελιά και μαλλί καστανόξανθο και τα αφτιά μου, κουρτινά- 188

190 κια μεταξένια, έπεφταν στους ώμους μου, γόησσα της Ιρλανδίας, σκορπούσα λιποθυμιές με τα σκέρτσα μου και τις μαλαγανιές μου. Έτσι μεγάλωνα μα... πώς περνούν τα χρόνια;... έφτασα στα οκτώ μου και άρχισα να βαραίνω. Δεν ήθελα τις βόλτες με τον κύριο Θωμά, που με τραβούσε μέχρι την Αγία Παρασκευή κι άλλοτε στον Φάρο της Αλεξανδρούπολης. Έπρεπε να αλλάζει περιβάλλον συχνά και να περπατά πολύ, λέγανε οι γιατροί κι εγώ ακολουθούσα μόνο και μόνο γιατί τον αγαπούσα. Για χάρη του, για τον κύριο Θωμά λέω, έμεινα χωρίς έρωτες και χωρίς παιδιά, αν και ήμουν επαρκώς ερωτεύσιμη και περιζήτητη σε κάτι νταβραντισμένους της γειτονιάς και θα χα κάθε χρονιά μάτσο τα κουτάβια, να με ρουφάνε τα στήθια μου και να μαι και σε σεβασμό, μάνα που θα γινόμουν. Για χάρη του, σας λέω! Να μ έχει αποκλειστικά δική του, να μη λέει πως ξενοκοιτάζω εδώ και κει κι έχω τα μυαλά μου αλλού κι αλλού. Όμως... Μια των ημερών, ήλθε στο σπίτι μας, ένα άσπρο τζιπ, γραμμένο γύρω - γύρω κι ένα λαχανί μύλο στη σκεπή του, που σκόρπιζε ένα σκατοπράσινο φως και με ζάλιζε. Μια αγριόφατσα κατέβηκε από το τζιπ, ένας κοντόχοντρος, με μια φωνή κακού επυλοχία, απαίσιος! Βαστούσε στα χέρια του μια ταινία, να μετράει αποστάσεις κι ένα μάτσο χαρτιά να γράφει και μέτραγε από δω κι από κει και σημείωνε μορφάζοντας σαν την κακιά καφετζού, που όλο δυστυχία βλέπει στο φλιτζάνι κι άρχισε να εξηγεί στον κύριο Θωμά, εδώ θα μπει μια κάμερα κι εκεί ένας προβολέας και παρακεί συρματοπλέγματα και μέσα στο σπίτι συναγερμός και όταν εγώ θύμωσα με όλα αυτά και πήγα και του έκανα ένα γερό «γκρουουου» για να σκάσει ο χοντρός, αυτός με είπε «ουστ από δω», μπροστά στον κύριο Θωμά με είπε «ουστ» κι αυτός μια λέξη υποστήριξης δεν είπε, βαριά η σιωπή του, δεν την άντεξα. Μέχρι να σχολάσει ο ήλιος, όλα τα διαολομηχανήματα μπήκαν στη θέση τους και κάνανε δοκιμές αν ουρλιάζουν ωραία και πώς κλείνουν και πώς ανοίγουν. Ο κύριος Θωμάς τα θαύμαζε κι έπαιζε μαζί τους «ρε, τι ωραίο πράμα η τεχνολογία!», τον άκουσα να λέει έναν θαυμασμό για ό,τι μας έχει πάει κατά διόλου στον καιρό μας. Σε μένα που γκρίνιαζα γι αυτά τα καταραμένα μαραφέτια, ο κύριος Θωμάς με είπε, να πάω έξω, να μη χώνομαι στα πόδια τους και τους ενοχλώ. Ενοχλώ, κύριε Θωμά; Φτάσαμε και να σας ενοχλώ; Η εξυπνάδα μου περίσσευε για να καταλάβω πού πήγαινε το πράμα. Δεν άντεξα! Κάθισα δυο βράδια να δω τη φάτσα του Τομ στραπατσαρισμένη από την αϋπνία και σηκώθηκα κι έφυγα. Τι να κανα πια, εκεί μέσα; Πώς να ζήσω σ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, που ο κύριος Θωμάς μετέτρεψε το εξοχικό του; Αφήστε, που με πλήγωσε βαριά, μ έβγαλε απ τη ζωή του, χωρίς μια κουβέντα να με πει. Να με πει, πως γεράσαμε μωρή Αθανασούλα και δεν μπορούμε να ζήσουμε τον φόβο της εποχής, να τον καταλάβω. Σάμπως, δεν έβλεπα φάτσες να τριγυρνούν τα βράδια σαν λύκοι στο χωριό; Άλλαξαν τα πράματα, τέλος η ξεγνοιασιά. Αδύνατον να κοιμηθεί κανείς με ανοιχτά παράθυρα, 189

191 να μπαίνει το αεράκι, να γλυκαίνει τον ύπνο του, αδύνατον! Ας μου μιλούσε, όμως ο κύριος Θωμάς. Δεν με είπε ούτε μια λέξη. Δεν υπήρχα ξαφνικά. Έζεψε το κτήμα με φράκτες, έφερε σεκιουριτάδες για τις νύχτες, μηχανήματα με σειρήνες και ξαφνικά ουρλιάσματα, που δεν τον άφηναν να ησυχάσει και καλά να πάθει ο γεροπαραλυμένος και σε μένα το μόνο ξερό και απάνθρωπο που με είπε, ήταν «Αθανασούλα μου, προέχει η ασφάλεια». «Προέχει ο κακός σου ο φλάρος, κύριε Θωμά!», τον είπα κι εγώ στη γλώσσα μου και τον παράτησα, να μετρά τις νύχτες τα ντόλαρς του, μπας και τον πάρει ο ύπνος. Αϊ στο καλό πια, ξεκούτη άνθρωπε! Έφυγα κι ακόμη φεύγω. Κάποιος δεν θα βρεθεί να μ αγαπά; Θα βρεθεί! Ένα ξερό ψωμί δεν θα με το δώσει; Θα με το δώσει! Μπορεί και ν αποκτήσω και οικογένεια! Αποκλείεται, δηλαδή; 190

192 Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΧΡΟ- ΝΙΑ 2014» ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ, ΤΥ- ΠΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «Ι. ΓΚΑΝΤΗΡΑΓΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2013 ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

193 192

194 Δελφικός Ύμνος (απόσπασμα) Του Άγγελου Σικελιανού «Μ εν άσβηστο χαμόγελο ήρτα ως σ εσάς, Δελφοί! Ο πετρωτός ανήφορος, που μόφεγγε στα σκότη της νύχτας οπού ανέβαινα την τρομερή κορφή, δεν είδε, απ ότε εσώριασε η αυλή σας, τέτοια νιότη! Σαν πλάτανος εσειόντανε με τ άστρα ο ουρανός κι άστραφτε απάνου ο Παρνασσός ώσμε το πέλαο κάτου, κι απ τ άστρα κι από τ άστραμμα ο νους μου ο φωτεινός έβλεπε πέρα απ της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου Κι απ την κραυγή του γερακιού στην άγρια λαγκαδιά που εχύμα από τα πετρωτά στο πρώτο χαραμέρι, ώσμε της γης και του έλατου την τρίσβαθη ευωδιά που πλήθαινεν απόβροχο το αυγερινόν αγέρι, ώσμε το νέφι πούβρεξε περαστικό, σα δρυ που στάει σ αιφνίδιο ανέμισμα την αυγινή δροσιά του, το νου μου στον ανήφορο γητέψαν, για να βρει, γαλήνιος...»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright

Διαβάστε περισσότερα

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι

Διαβάστε περισσότερα

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος» Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.

Διαβάστε περισσότερα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο 4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν

Διαβάστε περισσότερα

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη.   γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011

Διαβάστε περισσότερα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,

Διαβάστε περισσότερα

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η

Διαβάστε περισσότερα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,

Διαβάστε περισσότερα

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Στάλες Ποίηση ΣΤΑΛΕΣ Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχέδιο βιβλίου: Λαμπρινή Βασιλείου-Γεώργα

Διαβάστε περισσότερα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε

Διαβάστε περισσότερα

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ Ευλογημένη τρεις φορές Του Οκτώβρη αυτή η μέρα, Που διώξανε τους Ιταλούς Απ την Ελλάδα πέρα. Ευλογημένος ο λαός που απάντησε το όχι ευλογημένος ο στρατός που με τη ξιφολόγχη, πάνω στην

Διαβάστε περισσότερα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love) http://hallofpeople.com/gr.php?user=κοέν%20λέοναρντ ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ Στίχοι τραγουδιών του Από το http://lyricstranslate.com/el/leonard-cohen-lyrics.html (Ain t no cure for love) Σε αγαπούσα για πολύ, πολύ

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων Το τελευταίο όνειρο της γέρικης βελανιδιάς Κάπου σε κάποιο δάσος, εκεί στον λόφο που βρίσκονταν κοντά σε μια πλατιά

Διαβάστε περισσότερα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα

Διαβάστε περισσότερα

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας Έρικα Τζαγκαράκη Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας στην μικρη Ριτζάκη Σταματία-Σπυριδούλα Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας ISBN: 978-618-81493-0-4 Έρικα Τζαγκαράκη Θεσσαλονίκη 2014 Έρικα Τζαγκαράκη

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37 Περιεχόμενα Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό............. 11 Αν έχεις τύχη..................................... 21 Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς............... 37 7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda:7199_alogaki_pasxalitsa_arkouda

Διαβάστε περισσότερα

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ Ευτυχής που ποθεί και που νοιάζεται Την πατρική γη να φυλάξει, Το γενέθλιο αγέρι, Στο χώμα του να ανασαίνει Που με γάλα ή ξερό ψωμί τρέφεται Και στους φίλους του πάει στολισμένος

Διαβάστε περισσότερα

ταν ήμουνα μικρή, σαν κι εσάς και πιο μικρή, ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια για νεράιδες και μάγισσες, στοιχειωμένους πύργους, δράκους και ξωτικά. Εγώ φοβόμουν πολύ και τότε εκείνος μου έσφιγγε το χέρι

Διαβάστε περισσότερα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Λέγε-λέγε λόγια Λέγε-λέγε λόγια, - πώς να σου το πω - όταν σε ακούω κόβομαι στα δυό! Λέγε-λέγε κι άλλα, λέγε ως την αυγή, 1 / 17 όνειρα μεγάλα κάνουν οι

Διαβάστε περισσότερα

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους. Κάθεται στο παράθυρο του δωματίου της και σκέφτεται, στεναχωρημένη τους παλιούς της φίλους και συμμαθητές.

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» 4 ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 2015-2016 2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ» «Πρόσεχε τι πετάς, είναι η

Διαβάστε περισσότερα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα 1. Παντοτινά δικός σου Ξέρεις ποιος είσαι, ελεύθερο πουλί Μέσα σου βλέπεις κι ακούς µιά φωνή Σου λέει τι να κάνεις, σου δείχνει να ζεις Μαθαίνεις το δρόµο και δεν σε βρίσκει

Διαβάστε περισσότερα

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ Πήγα στην αγορά με τα πουλιά Κι αγόρασα πουλιά Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα λουλούδια Κι αγόρασα λουλούδια Για σένα αγάπη μου Πήγα στην αγορά με τα σιδερικά

Διαβάστε περισσότερα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η γυναίκα με τα χέρια από φως ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια

Διαβάστε περισσότερα

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε: Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε: 1. «Είπα στη μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά άνθισε» 2. «Μια

Διαβάστε περισσότερα

Το παραμύθι της αγάπης

Το παραμύθι της αγάπης Το παραμύθι της αγάπης Μια φορά και ένα καιρό, μια βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα παιδί τόσο άσχημο που σχεδόν δεν έμοιαζε για άνθρωποs. Μια μάγισσα που βρέθηκε σιμά στη βασίλισσα την παρηγόρησε με τούτα

Διαβάστε περισσότερα

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 1 2 Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ'' 3 Τα λουλούδια χωρίς όνομα, τα έχει ο καθένας από μας, αλλά δεν το ξέρουμε. Δεν μας μαθαίνουν τίποτα και ψάχνουμε μόνοι μας άσκοπα να βρούμε κάτι, για να

Διαβάστε περισσότερα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους. ΕΙΝΑΙ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Νούρου Εγώ Κουάμι ο αδερφός μου Ράζακ ένας φίλος που συναντήσαμε στον δρόμο Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για

Διαβάστε περισσότερα

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ Ένατος ΚΕΔΡΟΣ Αλέξανδρος Γκουντινάκης: Ένατος ISBN 978-960-04-5008-8 Επιμέλεια-Διόρθωση: Μαρία Σπανάκη Hλεκτρονική σελιδοποίηση-διόρθωση: Νικολέττα Δουλάμη Αλέξανδρος Γκουντινάκης,

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού Μακρυνίτσα 2009 Ύμνος της ομάδας «Στη σκέπη της Παναγίας» Απ τα νησιά τα ιερά στην Πάτμο φτάνω ταπεινά απ τα νησιά όλης της γης ακτίνες ρίξε

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2010 Ύμνος της ομάδας «Ευαγγέλιο» Βιβλία και μαθήματα ζωγραφισμένα σχήματα και τόσα βοηθήματα να μη δυσκολευτώ Απ όλους τόσα έμαθα

Διαβάστε περισσότερα

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΣΤΡΑΓΓιΣΜΑ ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ. ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ, ΠΟΥ ΕΣΥ Κι Η ΑΔΕΛΦΗ ΣΟΥ ΛΕιΠΑΤΕ, ΤΗΣ ΤΑ 'ΠΑ ΟΛΑ. ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ ΣΟΒΑΡΗ.

Διαβάστε περισσότερα

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις. Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα

Διαβάστε περισσότερα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Τα παραμύθια της τάξης μας! Τα παραμύθια της τάξης μας! ΟΙ λέξεις κλειδιά: Καρδιά, γοργόνα, ομορφιά, πυξίδα, χώρα, πεταλούδα, ανηφόρα, θάλασσα, φάλαινα Μας βοήθησαν να φτιάξουμε αυτά τα παραμύθια! «Χρυσαφένια χώρα» Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος Μακρυνίτσα 2012 Ύµνος της οµάδας «Αγία Παρασκευή» Θα θελα να µαι εκεί την Άγια αυτή

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ Πέρος Ζαχαρίας Ζαχαρίας Πέρος ψευδώνυμο, του σπουδαστή της Αντιρύπανσης Ζαχαρία Περογαμβράκη. Στην Κοζάνη ασχολήθηκε με το Θέατρο σαν ερασιτέχνης ηθοποιός σε αρκετές παραστάσεις, συμμετείχε σε μία ταινία

Διαβάστε περισσότερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt - Ι - Αυτός είναι ένας ανάπηρος πριν όμως ήταν άνθρωπος. Κάθε παιδί, σαν ένας άνθρωπος. έρχεται, καθώς κάθε παιδί γεννιέται. Πήρε φροντίδα απ τη μητέρα του, ανάμεσα σε ήχους

Διαβάστε περισσότερα

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2013 Ύµνος της οµάδας της Προσευχής Όµορφη ώρα στο προσευχητάρι αηδόνια, τζιτζίκια και

Διαβάστε περισσότερα

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης Το ημερολόγιο: «ημέρα της αποχώρησης Αγαπημένο μου

Διαβάστε περισσότερα

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με

Διαβάστε περισσότερα

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου, Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου, την περιπλάνησή μου. Ξεκίνησε ο συρμός, αφετηρία ή προορισμός

Διαβάστε περισσότερα

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Δεν είσαι εδώ Τα φώτα πέφταν στην πλατεία, η πόλις ένα σκηνικό και δεν είσαι δώ! Κρατάω μια φωτογραφία στην τσέπη μου σαν φυλακτό και δεν είσαι δώ! Στους

Διαβάστε περισσότερα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή Τζήκου Βασιλική Το δίλημμα της Λένιας 1 Παραμύθι πού έχω κάνει στο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας που είχε τίτλο: «Γνωρίζω το σώμα μου, το αγαπώ και το φροντίζω» με την βοήθεια

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010 Έμπλεη ευγνωμοσύνης, με βαθιά

Διαβάστε περισσότερα

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... Ο γιος του ψαρά κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει... ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν είχε παιδιά. Κάποια μέρα, εκεί που πήγαινε με

Διαβάστε περισσότερα

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα» Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1 «Εμείς, τα παιδιά της Ε1 τάξης, κάναμε μερικά έργα με θέμα τους πρόσφυγες, για να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας σ αυτούς τους κυνηγημένους ανθρώπους. Τους κυνηγάει ο πόλεμος

Διαβάστε περισσότερα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Γεννήθηκα πολύ μακριά. Δεν γνωρίζω ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους θυμάμαι. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό σαν ανάμνηση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. ιστορίες της 17 ιστορίες της Πρωτοχρονιάς Παραμύθια: Βαλερί Κλες, Έμιλι-Ζιλί Σαρμπονιέ, Λόρα Μιγιό, Ροζέ-Πιερ Μπρεμό, Μονίκ Σκουαρσιαφικό, Καλουάν, Ιμπέρ Μασουρέλ, Ζαν Ταμπονί-Μισεράτσι, Πολ Νέισκενς,

Διαβάστε περισσότερα

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο

Διαβάστε περισσότερα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ Συγγραφέας: Μαρία Παπαδοπούλου Στην πλαγιά ενός βουνού, μπροστά από μια μεγάλη φουντωτή βελανιδιά, ζούσε ένα μικρό λουλούδι. Ηλιάνθη ήταν το όνομά της και της ταίριαζε πολύ γιατί τα πέταλά

Διαβάστε περισσότερα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες

Διαβάστε περισσότερα

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Εικόνες: Eύα Καραντινού Εικόνες: Eύα Καραντινού H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα.

Διαβάστε περισσότερα

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Η νίκη... πλησιάζει» «Η νίκη... πλησιάζει» έµµετρο θεατρικό για της 25 η Μαρτίου εµπνευσµένο απ το παραµύθι της Ευγενίας Φακίνου «Τα Ελληνάκια» www.mkitra.com 1 Πράξη Πρώτη Σκηνή 1η Βγαίνουν δύο αφηγήτριες. Μια φορά κι έναν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) http://hallofpeople.com/gr/bio/saxtouris.php ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945) Ομορφιά Ράντισε την ασκήμια μ ομορφιά πήρε μια κιθάρα πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι Τραγουδώντας

Διαβάστε περισσότερα

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης

Διαβάστε περισσότερα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν άνδρα που τον έλεγαν Ιωσήφ. Οι γονείς της, ο Ιωακείμ και

Διαβάστε περισσότερα

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου Μαρία αγγελίδου χ ρ υ σ ο το βυζάντιο σε έξι χρώματα eikonoγραφηση κατερίνα βερουτσου «Ένας Θεός στον ουρανό, ένας βασιλιάς στη γη: ένας αυτοκράτορας. Και μια πόλη ολόλαμπρη, απ το χρυσάφι ολολαμπρότερη».

Διαβάστε περισσότερα

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Αϊνστάιν Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης Περιεχόµενα Κεφάλαιο 1:...3 Κεφάλαιο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ Α 1 2017-2018 6 ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου Περιλήψεις βιβλίων που έχουν διαβάσει τα παιδιά από τη σειρά «μικρές καληνύχτες». Η Τρίτη μάγισσα Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι Μου έκανε εντύπωση

Διαβάστε περισσότερα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ page 1 / 5 1)ΠΗΡΕ ΦΩΤΙΑ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ 2)ΕΠΙΤΗΔΕΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ 3)ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΟΥΝΕ ΔΥΟ ΠΟΡΤΕΣ 4)ΤΑ 'ΠΑΙΞΑ ΟΛΑ 5)ΠΩΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ 6)ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΣΟΥ ΘΑ ΣΠΑΣΩ 7)ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑ

Διαβάστε περισσότερα

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού 3 πνοές της Άνοιξης Ε 1 τάξη 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού 2018-19 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τα παιδιά του Ε1 Πρόλογος Τα ποιήματα: 1. Ήχος σιωπής 2. Πάσχα και φως 3. Θάλασσα Οι μαθητές της τάξης Ε1 1. Ακαμάτη Διονυσία 2.

Διαβάστε περισσότερα

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις; ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις; ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ Μια χαρά είμαι. Εσύ; ΑΡΗΣ Κι εγώ πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά! ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ Σε βλέπω

Διαβάστε περισσότερα

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή Αγγελική Δαρλάση Το παλιόπαιδο Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή σε όλους αυτούς που οραματίστηκαν έναν καλύτερο κόσμο και προσπαθούν για να γίνει, έστω και λίγο, καλύτερος 6 «Φτώχεια δεν είναι μόνο η έλλειψη

Διαβάστε περισσότερα

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon. VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Στις ράγες της μνήμης Συγγραφέας: Ιωάννης

Διαβάστε περισσότερα

T: Έλενα Περικλέους

T: Έλενα Περικλέους T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου

Διαβάστε περισσότερα

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου η αγάπη ξαπλώνει όταν έχεις ευχές να σπαταλήσεις ο αέρας τελειώνει κι οξυγόνο ζητάς να συνεχίσεις όσα πρόλαβες πήρες της ψυχής σου

Διαβάστε περισσότερα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Μάρτιος 2011 Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ-ΜΑΝΩΛΗ Πολύ παλιά, αιώνες πριν, ο Negru Voda, ο κυβερνήτης της Ρουμανίας, ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι

Διαβάστε περισσότερα

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΚΔΟΣΗ Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή της Θείας Λένας. Η γιαγιά μου εξέδωσε αυτό το βιβλίο το 1964. Είναι ένα βιβλίο για μικρά παιδιά, με

Διαβάστε περισσότερα

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι... - Γιατρέ, βλέπω μπλε και πράσινους κόκκους.. - Οφθαλμίατρο έχετε δει; - Οχι! Μόνο μπλε και πράσινους κόκκους...

Διαβάστε περισσότερα

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Η πορεία προς την Ανάσταση... Η νύχτα της Ανάστασης Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες. Οι χριστιανοί φορούν τα γιορτινά τους και πηγαίνουν στην εκκλησία για να γιορτάσουν την Ανάσταση του Χριστού. Στα

Διαβάστε περισσότερα

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις µικρές γοργόνες και ήταν πολύ ευτυχισµένος. Όµως, ήταν

Διαβάστε περισσότερα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας Ένα μωρό που το πέταξαν, γιατί κάποιος χρησμός έλεγε ότι μεγαλώνοντας θα σκοτώσει τον πατέρα του, έγινε μετά από χρόνια ο βασιλιάς της Θήβας, Οιδίποδας. Χωρίς να φταίει, έφερε καταστροφή, και το χειρότερο,

Διαβάστε περισσότερα

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Είσαι ένας φάρος φωτεινός Είσαι ένας φάρος φωτεινός Του Προμηθέα η φωτιά βάζει τη σπίθα στην καρδιά και θα γεμίσει απ αυτή λάμψη ολόκληρη η γη φιλόξενα την πόρτ ανοίγεις κι απλόχερα το φως σου δίνεις αθάνατη εσύ θα μείνεις κρατάς

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα

Διαβάστε περισσότερα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη υπάρχει ένα σπίτι με άσπρα παράθυρα. Μέσα σε αυτό θα βρούμε ένα χαρούμενο δωμάτιο, γεμάτο γέλια και φωνές, και δυο παιδιά που θέλω να σας γνωρίσω «Τάσι, αυτή η πιτζάμα σού

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ 1 Πάλης ξεκίνηµα Πάλης ξεκίνηµα νέοι αγώνες οδηγοί της ελπίδας Όχι άλλα δάκρυα κλείσαν οι τάφοι λευτεριάς λίπασµα Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους µήνυµα στέλνουν Απάντηση

Διαβάστε περισσότερα

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ Μεθοδολογία: Συνεργατική Βιωματική προσέγγιση. Στόχοι: Ανάπτυξη δεξιοτήτων δημιουργικού χειρισμού εννοιών σε κλίμα καλής επικοινωνίας και συνεργασίας. Απόπειρα δημιουργικής

Διαβάστε περισσότερα

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ Σε γέννησε η σιωπή και σ έθρεψε η δίψα, μα βρέθηκες γυμνός, γερτός και πονεμένος στα δίχτυα τού «γιατί». Ρυάκι ήταν ο λόγος σου τραγούδι στην ψυχή σαν βάλσαμο κυλούσε

Διαβάστε περισσότερα

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα

Διαβάστε περισσότερα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Δύο Σε μια σπουδαία αρχαία πόλη που την έλεγαν Ουρούκ, ζούσε ένας νεαρός βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές. Πατέρας του Γκιλγκαμές ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα και μητέρα του η

Διαβάστε περισσότερα

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά 1 Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά με τη μουσούδα μου στο πρόσωπό της, τόσο όσο χρειαζόταν

Διαβάστε περισσότερα

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Πριν πολλά χρόνια, ζούσε σε μια πόλη της Ναζαρέτ μια νέα και καλή γυναίκα που την

Διαβάστε περισσότερα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» «Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,

Διαβάστε περισσότερα

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... τον Δάσκαλο μου, Γιώργο Καραθάνο την Μητέρα μου Καλλιόπη και τον γιο μου Ηλία-Μάριο... Ευχαριστώ! 6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 «Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός» (Πόντος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #26 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια

Διαβάστε περισσότερα

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του» 6/θ Δημοτικό Σχολείο Πολυδενδρίου Τάξη Γ «Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του» Ζνα παραμφθι για το δικαίωμα των παιδιών ςτη φιλία, ςτο παιχνίδι και ςτο ςεβαςμό τησ προςωπικότητάσ τουσ. 6/Θ Δθμοτικό Σχολείο

Διαβάστε περισσότερα

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Μακρυνίτσα 2008 Ύµνος της οµάδας Ύµνος των Αγίων Ανδρόνικου και Αθανασίας Έχει του «αύριο» κρυµµένη την ελπίδα και τη φυλάει σαν τελευταία

Διαβάστε περισσότερα

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ 1 ο Νηπιαγωγείο Κυπαρισσίας Διαβάσαμε το παραμύθι: «ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΛΙΒΑΔΙ» Ερώτηση: ΠΟΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ; - Αυτοί

Διαβάστε περισσότερα

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά Στη γιαγιά Φωτούλα, που δεν πρόλαβε να το διαβάσει, γιατί έφυγε ξαφνικά για τη γειτονιά των αγγέλων. Και στον παππού Γιώργο, που την υποδέχτηκε εκεί ψηλά,

Διαβάστε περισσότερα

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ 2014-2015 Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ Η τουρκική εισβολή μέσα από φωτογραφίες Εργασίες από τα παιδιά του Γ 2 Το πρωί της 20 ης Ιουλίου 1974, οι Κύπριοι ξύπνησαν από τον ήχο των σειρήνων. Ο ουρανός ήταν

Διαβάστε περισσότερα

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Σκηνή 1 η Μουσική... ανοίγει η αυλαία σιγά σιγά... projector τοπίο με τις τέσσερις εποχές του χρόνου... στη σκηνή τέσσερις καρεκλίτσες, η καθεμία ζωγραφισμένη με την αντίστοιχη εποχή... Μπαίνει η πολύ

Διαβάστε περισσότερα