ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ. «Τα ρόδα της αυγής» Ποιήματα και διηγήματα που διακρίθηκαν
|
|
- Γῆ Αποστολίδης
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 1
2 2
3 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ «Τα ρόδα της αυγής» Ποιήματα και διηγήματα που διακρίθηκαν στον Β Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Π.Γ.Π.Π. «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» Επιμέλεια: Μαίρη Μ. Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου 3
4 4
5 «Τα ρόδα της αυγής» Ποιήματα και διηγήματα που διακρίθηκαν στον Β Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Π.Γ.Π.Π. «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» Έκδοση Π.Γ.Π.Π. 5
6 ISBN: Copyright 2017 Μαίρη Μ. Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου & Π.Γ.Π.Π. Τίτλος: «Τα ρόδα της αυγής» Ποιήματα και Διηγήματα που διακρίθηκαν στον Β Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Π.Γ.Π.Π. Επιμέλεια ύλης Μαίρη Μ. Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου Φιλολογική επιμέλεια Αισθητική επιμέλεια Μαίρη Μ. Σιδηρά Μαίρη Μ. Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου, Σάκης Τσιόκανος Ψηφιακή Σελιδοποίηση Μαίρη Μ. Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου Γραφιστική ψηφιοποίηση Σάκης Τσιόκανος 6
7 Στα ρόδα κάθε αυγής 7
8 Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το διήγημα «Έρως - ήρως» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Οι ακουαρέλες που κοσμούν το συγκεκριμένο βιβλίο ανήκουν στον ζωγράφο Παναγιώτη Καρώνη, όπως και το σκίτσο με τον νέο που γράφει εμβληματικό του Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Π.Γ.Π.Π., το οποίο αποτελεί, στην ουσία, και το εξώφυλλο του βιβλίου. Τα σκίτσα ή οι μαυρόασπροι πίνακες που εμπεριέχονται ανήκουν στον Σάκη Τσιόκανο, Εκπαιδευτικό ΠΕ0402 του Π.Λ.Π.Π. 8
9 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Κείμενα κριτικής επιτροπής, Κριτικός αναστοχασμός, έναν χρόνο μετά... σ. 1 Μαίρη Σιδηρά, Αθανασία Μπαλωμένου, Σχεδιάζεται το όνειρο;(κείμενα για το σκεπτικό και τη μορφή του 2 ου σ.14 Πανελλήνιου Μαθητικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Π.Γ.Π.Π.) Πίνακας διακριθέντων έργων σ.21 Β. ΠΟΙΗΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΒΡΑΝΤΙΝΗ Αν δε φυσήξει ο αγέρας ΜΑΡΙΑ ΑΔΑΜΙΔΗ Το αεράκι ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΒΕΛΛΙΔΟΥ Η Τσίχλα ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗΣ Τραγουδώ για το Καστέλλο ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΑΡΑ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι σ.28 σ.30 σ.32 σ.34 σ.36 9
10 ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Η Αρμονία της Φύσης στην Δύση του ηλίου ΜΑΡΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΔΙΠΛΑ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΡΚΑΖΗ Σήμερα στον προσφυγικό συνοικισμό ΣΟΦΙΑ ΛΕΩΝΙΔΟΥ Πόλεμος. Εμπνευσμένο από την ποιήτρια Vénus Khoury Ghata ΘΑΝΟΣ ΜΠΑΚΛΩΡΗΣ Οι μπόρες ΣΠΥΡΟΣ ΝΑΣΣΗΣ Ένα ταξίδι στη Νιμέλια ΧΡΙΣΤΙΝΝΑ ΧΑΝΟΠΟΥΛΟΥ Ανθρώπινη οδύνη σ.37 σ.38 σ.41 σ.43 σ.44 σ.46 σ.48 Γ. ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΕΚΟΥΛΙΑΝΑ ΔΗΜΑ Ο πιο γλυκός ήχος ΑΡΤΕΜΙΣ ΖΑΦΕΙΡΗ Άνθρωποι της Ασφάλτου ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΙΟΥ Αναρωτιέμαι ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΙΟΥΣΗ Ανεπιστρεπτί ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ Λαφυραγωγός σ.52 σ.53 σ.56 σ.58 σ.60 10
11 ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΝΙΚΗΤΑΚΗΣ Η τέταρτη διάσταση ΕΛΕΝΗ ΡΟΥΜΠΗ Αέναη Διαδρομή ΝΙΚΗ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΟΥ Η πλεκτάνη του φωτός ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΑΓΑΡΗ Ο Καθρέφτης σ. 61 σ. 63 σ. 65 σ. 66 Δ. ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΚΚΟΥ Η κόλαση και ο παράδεισος ενός λόρδου ΙΡΙΔΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΑΜΠΕΡΟΓΛΟΥ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ Χρωματιστά χαρτόκουτα ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΙΦΗ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Μια φωτογραφία, η ζωή μου ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΙΣΚΕΜΗ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η γειτονιά των χαμένων ονείρων ΝΙΚΗ ΠΟΛΥΚΡΕΤΗ Γράμμα από τον παππού σ.69 σ. 73 σ. 85 σ. 91 σ.100 σ.112 σ.123 σ
12 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΑΠΑΛΗΣ Το ταξίδι ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ένα καπέλο γεμάτο βροχή ΑΝΝΑ ΧΑΛΚΟΥ Το βαφτιστήρι ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΧΑΤΖΗ Οδύσσεια μιας βαλίτσας σ.145 σ.152 σ.169 σ.174 Ε. ΔΙΗΓΗΜΑ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΝΝΑ ΒΑΡΒΑΡΗ Το γερασμένο παιδί ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΑΝΙΑ Τα διαμάντια του Σεβάχ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΟΦΙΑ ΝΤΡΑΓΚΟΤΙ Η ζωή μια κοπέλα που δε γνωρίζω ΑΝΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ Χαμένη πατρίδα μου, αγαπημένη ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΤΡΟΜΠΟΛΑ Η λάμψη των κήπων ΣΤ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ σ.186 σ.194 σ.206 σ.215 σ.222 σ.230 σ
13 ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ Κείμενα Κριτικής Επιτροπής 1 Καλημέρα σας, Άννα Κατσιγιάννη Επίκουρη Καθηγήτρια Συγκριτικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών Καλωσορίσατε στη σημερινή εκδήλωση για την απονομή των βραβείων στους μαθητές των γυμνασίων και των λυκείων που συμμετείχαν στον Πανελλήνιο μαθητικό λογοτεχνικό διαγωνισμό, με θέμα: «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι». Εκ μέρους της κριτικής επιτροπής θα ήθελα να συγχαρώ όλους τους μαθητές που έστειλαν τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενά τους και ιδιαίτερα εκείνους οι οποίοι διακρίθηκαν. Το θέμα του διαγωνισμού έδωσε στα παιδιά τη δυνατότητα να συνθέσουν κείμενα που άπτονται επίκαιρων ζητημάτων, όπως είναι το προσφυγικό, η μετανάστευση, η πολιτισμική διαφορά. Το θέμα του διαγωνισμού αξιοποιεί την έννοια του ταξιδιού πραγματικού ή μεταφορικού, δίνοντας στους μικρούς δημιουργούς τη δυνατότητα να εκφράσουν, με ρεαλιστικό ή συμβολικό τρόπο την ευαισθησία τους. Τα παιδιά σκιαγράφησαν, με ιδιαίτερη επάρκεια, την ταξιδιωτική περιπέτεια της φαντασίας ή της μνήμης που μεταπλάστηκε σε ταξίδι στη γραφή. 1 Στην κριτική επιτροπή συμμετείχε και η κ. Μαίρη Σιδηρά, Φιλόλογος (MSc.) του Π.Γ.Π.Π., αλλά, ως συνυπεύθυνη με την κ. Αθανασία Μπαλωμένου, Μαθηματικό (δρ) και Διευθύντρια του Π.Γ.Π.Π., του Διαγωνισμού και του παρόντος τόμου, καταθέτει τις σκέψεις της στην επόμενη ενότητα. 1
14 Από τις 201 συμμετοχές που εστάλησαν στον διαγωνισμό, αντιπροσωπευτικές μαθητών 94 σχολείων από όλη την Ελλάδα, η κριτική επιτροπή αποφάσισε να βραβεύσει έργα τα οποία εκφράζουν εναργέστερα το πρώιμο καλλιτεχνικό ταλέντο των δημιουργών τους στη μυθοπλασία, τόσο στον ποιητικό λόγο όσο και στην αφηγηματική πεζογραφία. Εύχομαι ολόψυχα να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με τη δημιουργική γραφή και με τη φαντασία τους να αναπλάθουν καλλιτεχνικά τον κόσμο. Σοφία Χριστοπούλου Προϊσταμένη Παιδαγωγικής και Επιστημονικής Καθοδήγησης Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδος Αλήθεια, έχουμε αναρωτηθεί ποτέ για ποιο λόγο διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο; Μας χρησιμεύει άραγε σε κάτι; Μπορεί η λογοτεχνία να αλλάξει τη ζωή και τον κόσμο μας; Αναρωτιέται κανείς μήπως ο λόγος που διαβάζουμε λογοτεχνικά βιβλία είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που μιλάμε; Μήπως επειδή προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε; Να εκφραστούμε; Να αποκομίσουμε πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες; Διαβάζουμε, γιατί η λογοτεχνία αντανακλά τα πιο κρυφά μας όνειρα. Αποκαλύπτει τη ζωή που θα θέλαμε να έχουμε. Γιατί μέσα από το βιβλίο επιτυγχάνουμε μιαν ανταλλαγή: ανταλλάσσουμε τη ζωή του αναγνώστη με τη ζωή του ήρωα του βιβλίου. 2
15 Γιατί η λογοτεχνία καταφέρνει να διεισδύσει στα πιο βαθιά μονοπάτια της ψυχοσύνθεσης του αναγνώστη. Γιατί τον ωθεί να δει τον κόσμο γύρω του από διαφορετικές οπτικές γωνίες, προκαλώντας μια ποικιλία διαφορετικών συναισθημάτων. Τον κάνει να γελάει περισσότερο, να κλαίει περισσότερο, να ονειρεύεται, να αγαπάει περισσότερο, να πεισμώνει περισσότερο, να φωνάζει περισσότερο, να διεκδικεί περισσότερο. Ο Rene Descartes κάπου αναφέρει ότι η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν τη συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος. Η λογοτεχνία προσφέρει όλες τις απαραίτητες γνώσεις και πληροφορίες για τους ανθρώπους και τους τόπους, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι ο κόσμος είναι πλουραλιστικός, αποτελούμενος από διαφορετικά είδη ανθρώπων, και με τον τρόπο αυτό συντελεί στην αποδοχή της διαφορετικότητας. Η λογοτεχνία, επομένως, είναι σύμμαχος του γραπτού λόγου. Το διάβασμα εμπλουτίζει το λεξιλόγιο. Βελτιώνει την έκφραση. Όποιος διαβάζει, γράφει συνήθως καλύτερα. Όλα όσα προαναφέρθηκαν θεωρούμε ότι αποτέλεσαν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Πειραματικό Γυμνάσιο του Πανεπιστημίου Πατρών, προκειμένου να προκηρύξει για τα Γυμνάσια και Γενικά Λύκεια της χώρας δύο, κατά κοινή ομολογία, ιδιαίτερα επιτυχείς, Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς Ποίησης και Διηγήματος, εγκεκριμένους από το Υπουργείο Παιδείας. Οι διαγωνισμοί αυτοί στόχευαν στην καλλιέργεια και την ανάδειξη της αισθητικής έκφρασης και της ανθρωπιστικής οπτικής των μαθητών. 3
16 Ο πρώτος πραγματοποιήθηκε το σχολικό έτος από κοινού με την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στο πλαίσιο της συνεργασίας των δύο σχολείων σε θέματα Παιδείας και Πολιτισμού. Είχε θέμα «Ο ξένος, ο άλλος, ο διαφορετικός», συμμετείχαν 95 σχολεία από όλη την Ελλάδα με 170 δημιουργίες και βραβεύτηκαν 24 έργα, τα οποία παρουσίασαν με τρόπο καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα την ποιητική όραση ή το αφηγηματικό ύφος των δημιουργών τους, σύμφωνα με την κριτική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν πανεπιστημιακοί, σχολικοί σύμβουλοι, εκπαιδευτικοί και συγγραφείς. Η ποιότητα και η ποσότητα των συμμετοχών υπήρξαν εντυπωσιακές και οι μαθητές επέδειξαν τόλμη στη μορφοποίηση καλλιτεχνικά της πραγματικότητας και επιχείρησαν ιδιαιτέρως πρωτότυπες λογοτεχνικές ανασυνθέσεις του κόσμου. Ο δεύτερος διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε το σχολικό έτος , με θέμα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» και με την ίδια στόχευση. Συμμετείχαν 94 σχολεία από όλη την Ελλάδα με 201 συνολικά δημιουργίες και βραβεύτηκαν διακρίθηκαν 45 έργα που απηχούσαν τη λογοτεχνική και συναισθηματική ευαισθησία μαθητών Γυμνασίων και Λυκείων, σύμφωνα με τις αναφορές των μελών της κριτικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν, επίσης, πανεπιστημιακοί, σχολικοί σύμβουλοι, εκπαιδευτικοί και συγγραφείς. Ως σημαντική παράμετρο, θεωρούμε το γεγονός ότι οι μαθητές πραγματικά ευχαριστήθηκαν αυτό που έκαναν Ενθουσιάστηκαν με τη συμμετοχή τους άκουσαν ο ένας το έργο του άλλου και το χειροκρότησαν! 4
17 Η δημιουργία ενός λογοτεχνικού κειμένου από έναν έφηβο είναι μια πράξη εξωστρέφειας και σαν τέτοια συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του άγχους και της μοναξιάς που συμβιούν με τη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως είναι ο ισχυρότερος πολέμιος της πληκτικής και πεζής πραγματικότητας του εφήβου και ο ευνοϊκότερος τρόπος πλήρωσης του συναισθηματικού και ψυχολογικού του κόσμου. Γιατί, μέσα από τη δοκιμασία της γραφής, αναπτύσσεται η κριτική ικανότητα και διαμορφώνεται η προσωπική κοσμοθεωρία. Γιατί η «γραφή» είναι ένα απέραντο ταξίδι και η απόλαυση έγκειται στο ταξίδι, όχι στον προορισμό. Το ταξίδι της γραφής, μικρό ή μεγάλο, πάντα οδηγεί σε κάποιο λιμάνι, κάποιο αποτέλεσμα. Μόνο που το λιμάνι αυτό της επιστροφής, δεν είναι ποτέ το ίδιο. Είναι, όμως, ένα λιμάνι ευκαιρία για την κατανόηση και ώσμωση της πραγματικής ζωής. Παναγιώτα Β. Ψυχογυιοπούλου Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Αχαΐας Είμαι βαθιά συγκινημένη και ταυτόχρονα εξαιρετικά χαρούμενη για τη συμμετοχή μου ως μέλος της κριτικής επιτροπής στη διαδικασία του Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που οργάνωσε το Π.Γ.Π.Π., με θέμα: «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι». Πρωτίστως, θα ήθελα να συγχαρώ τη Διευθύντρια του Πειραματικού Γυμνασίου Πατρών κ. Αθανασία Μπαλωμένου για την πρωτοβουλία της, τη φιλόλογο κ. Μαίρη Σιδηρά, την ψυχή του Διαγωνισμού, η οποία συνέλαβε την ιδέα για την υλοποίηση του διαγωνισμού και την επιλογή του θέματος, καθώς και τις Φιλολόγους κυρίες Καλλιφρόνη 5
18 Αβραμίδου, Αγγελική Αργυρίου και Κατερίνα Πλακούδα για τη διοργάνωση αυτού του γόνιμου διαγωνισμού. Θέλω ακόμη να ευχαριστήσω τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, τους εκλεκτούς συναδέρφους- λειτουργούς της Εκπαίδευσης και της Λογοτεχνίας, συνοδοιπόρους στο γοητευτικό ταξίδι της τέχνης του λόγου, όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά, για την εποικοδομητική και άψογη συνεργασία στον διαγωνισμό αυτό. Ευχάριστα με εξέπληξε ο μεγάλος αριθμός των συμμετοχών μαθητών και μαθητριών από όλη την Ελλάδα, καθώς και η ποιότητα και το περιεχόμενο των κειμένων. Το θέμα, όπως φάνηκε, αγαπήθηκε από τους μαθητές και τους οδήγησε σε γόνιμο προβληματισμό, ο οποίος μετουσιώθηκε σε λογοτεχνία (ποίηση και διήγημα). Στο πλαίσιο της ευγενούς άμιλλας, κέντρισε τη φαντασία τους, απελευθερώνοντας τη δυνατότητα έκφρασης ακόμη και των μαθητών που δυσκολεύονται να εκφραστούν δυναμικά στην τάξη. Ποιήματα, πεζόμορφα κείμενα που ακροβατούν με χάρη στη φόρμα του μικρού δοκιμίου, του ημερολογίου, του παραμυθιού και του διηγήματος, απλώνουν μπροστά μας έναν κόσμο βγαλμένο μέσα από την ψυχή τους, έναν όμορφο κόσμο, γεμάτο αισιοδοξία, φαντασία, εικόνες και λέξεις οι οποίες κινητοποιούν τις δικές μας αισθήσεις και τον νου. Προσωπικά, κάθε φορά που συμμετέχω σε μια τέτοια δημιουργική διαδικασία, αντλώ δύναμη και αισιοδοξία από τον βαθμό ωριμότητας των μαθητών, που ανθεί μέσα στην αθωότητα της ηλικίας τους. Και είναι παρηγορητικό το γεγονός ότι, στην εποχή της τηλεόρασης, της ευτελούς διασκέδασης, και φυσικά των φοβιών κάθε φύσης που έχουν κυριέψει όλον τον πλανήτη, οι μαθητές μας παλεύουν να ανακαλύψουν την ταυτότητά τους και να προσδιορίσουν τη θέση τους στον καινούριο κόσμο 6
19 που αναδύεται. Μπορούν με εργαλείο την τέχνη της γραφής και εκφράζουν τις απόψεις τους για την αλληλεγγύη των ανθρώπων, τον σεβασμό της διαφορετικότητας, την ευαισθητοποίησή τους στα δύσκολα θέματα της προσφυγιάς και των πολέμων. Μπορούμε να πούμε πως η τέχνη της λογοτεχνίας είναι το προσφορότερο μέσο για να κάνουμε το πρώτο βήμα, να ταξιδέψουμε στις γειτονιές του κόσμου, να θαυμάσουμε την ιδιαιτερότητα κάθε πολιτισμού, να γίνουμε πλουσιότεροι σε συναισθήματα και όνειρα. Η γραφή δεν αναγνωρίζει σύνορα και από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα διαφυλάττει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της. Ενέργειες όπως ο συγκεκριμένος διαγωνισμός συμβάλλουν στη δημιουργία ενός σχολικού περιβάλλοντος χωρίς διακρίσεις, όπου οι μαθητές με τα έργα τους στέλνουν ηχηρά μηνύματα στους μεγαλύτερους. Με πρωτότυπες ιδέες και συγκροτημένη σκέψη, τα παιδιά αποτυπώνουν, περιγράφουν προβληματισμούς, απόψεις και προσωπικές αγωνίες, προσπαθώντας να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας, ενός καλύτερου σχολικού περιβάλλοντος, όπου όλα τα παιδιά θα είναι ισότιμα. Ανεξάρτητα από εθνικότητα, φυλή, θρήσκευμα ή κοινωνική θέση. Μακριά από προβλήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Σπύρος Λ. Βρεττός Ποιητής, Πεζογράφος, Κριτικός Η συμμετοχή μου ως κριτής σε έναν λογοτεχνικό διαγωνισμό έχει πάντα ενδιαφέρον. Για τον προκείμενο διαγωνισμό ποίησης και διηγήματος, το ενδιαφέρον μου παρουσιάστηκε αυξημένο. Ίσως, γιατί είχα ήδη την εμπειρία από τη συμμετοχή μου στον προηγούμενο διαγωνισμό, όπου είχα βρεθεί 7
20 αντιμέτωπος με πολύ καλά ποιήματα και διηγήματα μαθητών, οπότε αισθάνθηκα σίγουρος και για τις ωραίες λογοτεχνικές εκπλήξεις που με περίμεναν και τώρα. Το να διαβάζεις κείμενα νέων ανθρώπων, ιδίως μαθητών, είναι από μόνο του μια ιδιαιτέρως θετική ενασχόληση. Δε σημαίνει πως ό,τι διαβάζεις είναι καλό, όμως το γεγονός ότι τόσοι νέοι άνθρωποι κάθονται και γράφουν και διαγωνίζονται είναι σημαντικό. Επίσης, σημαντικό είναι να «βλέπεις» πίσω από τα κείμενα των μαθητών τις επιρροές τους, γιατί αυτό είναι μία απόδειξη του ότι διαβάζουν λογοτεχνία και τη δέχονται ως κάτι σημαντικό στη ζωή τους. Την αφήνουν να τους επηρεάσει στον γραπτό λόγο, πιθανόν και στη ζωή τους. Αργότερα, όσοι συνεχίσουν το γράψιμο, σιγά σιγά θα ξεφύγουν από τις πρώτες τους επιδράσεις, για να βρουν τον προσωπικό τους τρόπο γραφής, όμως εκείνες οι πρώτες επιρροές θα έχουν ήδη δράσει ωραία, ίσως και καταλυτικά, και, αν οι μαθητές, ως ενήλικοι πλέον άνθρωποι, ξαναδούν τα κείμενα με τα οποία κάποτε είχαν διαγωνιστεί, θα ξέρουν πως είχαν πράξει και γράψει σωστά. Η γραφή είναι τρόπος ζωής και αυτό φαίνεται πως το γνωρίζουν αρκετοί από τους συμμετέχοντες μαθητές στον προκείμενο διαγωνισμό. Πέρασα όντως καλά διαβάζοντας και κρίνοντας τα κείμενά τους. Όταν, μάλιστα, έφθανα στα κείμενα που μου άρεσαν ιδιαίτερα, η χαρά μου μεγάλωνε. Και όταν εμφανίζονταν μπροστά μου ποιήματα και διηγήματα «ενήλικα», δηλαδή ιδιαιτέρως ώριμα και με φανερή τη λογοτεχνική επιδεξιότητα του μαθητή, τότε με πραγματική συγκίνηση αναφωνούσα σιωπηρά πως άξιζε πολύ η όλη διαδικασία. 8
21 Βασίλης Λαδάς Πεζογράφος, Ποιητής, Κριτικός Με χαρά δέχτηκα να κρίνω λογοτεχνικά κείμενα των μαθητών Γυμνασίου και Λυκείου απ όλη την Ελλάδα. Με χωρίζουν δύο γενιές από τα παιδιά, θα μπορούσα να είμαι παππούς τους. Διδάχθηκα όμως από τα κείμενα, διδάχθηκα γηρασκόμενος. Επαληθεύθηκε, ακόμη, η πεποίθησή μου πως σήμερα τα παιδιά γράφουν και μιλούν ελληνικά πολύ καλύτερα από τις δύο προηγούμενες γενιές των Ελλήνων. Ίσως, γιατί πια δε βασανίζονται από τον διπολισμό καθαρεύουσας και δημοτικής. Ίσως, γιατί απαλλάχτηκαν από τον μακρόχρονο κόπο να μάθουν να τοποθετούν τα πνεύματα και τις περισπωμένες σαν στολιδάκια πάνω από τις λέξεις, αχρείαστα, γιατί δεν εξυπηρετούν εδώ κι αιώνες τον προφορικό λόγο, πολλώ μάλλον τη γραφή κι ας λένε ό,τι θέλουν οι νοσταλγοί. ( Αν τους αρέσει τόσο η παράδοση ας πάνε στη γραμμική γραφή Β της δεύτερης προ Χριστού χιλιετίας ή στα κεφαλαία γράμματα χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις της κλασικής αρχαιότητας, για να αισθανθούν σαν τον Αισχύλο). Το διαδίκτυο δεν έφερε, όπως πάλι πολλοί πιστεύουν, καταστροφή στη γλώσσα. Αντίθετα, βοήθησε ως επικοινωνιακό εργαλείο την άμεση προφορικότητα. Το κυριότερο, όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν υπάρχει πλέον αναλφαβητισμός και τα σπίτια έχουν βιβλία. Στην εποχή μου, στην Πάτρα δεν υπήρχε ούτε ένα αμιγές βιβλιοπωλείο, τώρα στο κέντρο της πόλης, κουτσά στραβά, συντηρούνται περί τα δεκαπέντε. 9
22 Χάρηκα, λοιπόν, διαβάζοντας τα κείμενα των παιδιών αλλά πιο πολύ χάρηκα όταν είδα τα καθαρά τους πρόσωπα στη βράβευση. Δώρα Μέντη Συγγραφέας, Φιλόλογος (δρ) Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης Τον Ιούνιο 2014, όταν πρωτοσυνάντησα τη συνάδελφο Μαίρη Σιδηρά, διέκρινα αμέσως την προοπτική μιας ενδιαφέρουσας επικοινωνίας και συνεργασίας. Πραγματικά, από τις αρχές Σεπτεμβρίου, συνεργαστήκαμε στενά συνδιοργανώνοντας, εξ ονόματος των σχολείων μας, τον Α Πανελλαδικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Ο ξένος ο άλλος ο διαφορετικός». Τον επόμενο χρόνο, το Πειραματικό Γυμνάσιο της Πάτρας έδρασε ανεξάρτητα, συμμετείχα όμως στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού. Παρά τον μεγάλο αριθμό των λογοτεχνικών διαγωνισμών, η ποσότητα και η ποιότητα των μαθητικών κειμένων που λάβαμε άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές της συνολικής μας προσπάθειας. Ο γόνιμος αυτός πειραματισμός απέκτησε αξία και μας ένωσε ακόμη περισσότερο στον κοινό αγώνα για τη γλωσσική και αισθητική καλλιέργεια. Χαρούμενες όχι μόνο από την πλούσια συγκομιδή αλλά και από την παρουσία των μαθητών στην τελετή της βράβευσης, κοινοποιούμε με την παρούσα έκδοση τα βραβευμένα κείμενα και ευχόμαστε καλή συνέχεια τόσο στους διακριθέντες μαθητές όσο και στο εκπαιδευτικό έργο των σχολείων τους. 10
23 Καλλιφρόνη Αβραμίδου Αρχαιολόγος Φιλόλογος (MSc) Π.Γ.Π.Π. Σε καιρούς που οι ανθρωπιστικές επιστήμες απαξιώνονται, είναι ευτύχημα που το μεράκι κάποιων ανθρώπων οδηγεί στην έμπνευση τέτοιων γεγονότων, όπως ο πανελλήνιος λογοτεχνικός διαγωνισμός που, για δεύτερη συνεχή χρονιά, οργάνωσε το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών. Είναι ακόμα μεγαλύτερο ευτύχημα που μαθητές και μαθήτριες απ όλη την Ελλάδα δήλωσαν δυναμικά «παρών», με μεγαλύτερα ή μικρότερα έργα, με ρεαλισμό και φαντασία, μα, πάνω απ όλα, με διάθεση και επιθυμία να εκφραστούν «λογοτεχνικά», αξιοποιώντας και καλλιεργώντας τον γραπτό τους λόγο. Συγχαρητήρια στους οργανωτές του διαγωνισμού για την πρωτοβουλία τους και σε όλα τα παιδιά που «τόλμησαν» να λάβουν μέρος. Αγγελική Αργυρίου Φιλόλογος Π.Γ.Π.Π. Οι εντυπώσεις μου και τα συναισθήματά μου από τη συμμετοχή μου στη συνδιοργάνωση του 2 ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού, με θέμα: «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι», είναι τα καλύτερα. Όταν η συνάδελφος Μαίρη Σιδηρά μου πρότεινε να συνεργαστούμε, χάρηκα πολύ. Διαισθανόμουν ότι άρχιζε ένα ωραίο ταξίδι για μένα σαν το ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής που θα έκαναν οι μαθητές λαμβάνοντας μέρος στον διαγωνισμό. 11
24 Και πραγματικά, έλαβαν μέρος πολλά παιδιά από πάρα πολλά μέρη της πατρίδας μας. Παιδιά που τα έχει αγγίξει ο πόνος για τον πάσχοντα συνάνθρωπο! Παιδιά που μας συγκίνησαν, γιατί μας έκαναν να καταλάβουμε καλά ότι, αν και ζούνε στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας και βρίσκονται διαρκώς μπροστά από μια οθόνη, ξέρουν να διαβάζουν εξίσου καλά και την ανθρώπινη ψυχή! Παιδιά που συμπονούν, που συναισθάνονται, που βιώνουν τον πόνο του άλλου, του πρόσφυγα, του μετανάστη. Παιδιά που ταξίδεψαν σε μακρινούς προσφυγικούς τόπους, ένιωσαν τον ξεριζωμό άλλων ανθρώπων, άλλων παιδιών και τον έκαναν ποίημα ή διήγημα. Ποιήματα και διηγήματα υπέροχα, υψηλής ποιότητας, με ρεαλιστική γραφή και λυρικό ύφος που δείχνουν ότι τα παιδιά συλλαμβάνουν πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα και είναι ώριμα και έτοιμα πια να αναλάβουν δράση για το αύριο ως ενεργοί πολίτες, απαλλαγμένα από ρατσισμούς και ξενοφοβίες. Παιδιά που μας βεβαιώνουν ότι θα προσπαθήσουν για το τέλος των πολέμων και των δεινών. Παιδιά που υπόσχονται σίγουρα ένα καλύτερο αύριο, έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από τα έργα τους. Κατερίνα Πλακούδα Φιλόλογος (MSc) Εκπαιδευτικός Π.Γ.Π.Π. «Ένα ταξίδι, όπου υπάρχουν άνθρωποι» Με πήρε από το χέρι η ματιά τους Και ταξίδεψα μαζί τους σε κόσμους μακρινούς, ενδυόμενη κάθε φορά και μιαν άλλη υπόσταση: έγινα πρόσφυγας από τη Συρία, η κόρη του Μικρού Πρίγκιπα, ένα λουλούδι στα σύνορα Πακιστάν Αφγανιστάν Παντού ο Άνθρωπος, ο ένας κι αδιαίρετος, ο πολύχρωμος, ο πολύπαθος, ο αφημένος στις προαιώνιες αλήθειες του 12
25 Νιώθω στ αλήθεια μεγάλη ευγνωμοσύνη, για την πρώτη ανάγνωση όλων των κειμένων αυτού του διαγωνισμού. Ήταν σαν να μουν στην πηγή της ανθρώπινης δημιουργίας, εκεί που η απρόσβλητη από σχήματα και κανόνες γνώση του κόσμου τολμά και εκφράζεται και ασκεί αυτή την απροκάλυπτη γοητεία της επαφής με την πρώτη ωριμότητα. 13
26 ΣΧΕΔΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ; Κείμενα για το σκεπτικό και τη μορφή του 2 ου Πανελλήνιου Μαθητικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Π.Γ.Π.Π. και του παρόντος βιβλίου Ο παρών τόμος: γενικό σκεπτικό Στο παρόν ηλεκτρονικό βιβλίο, επιχειρείται να συγκεντρωθεί τμήμα του συγγραφικού πλούτου που δημιουργήθηκε από μαθητές ανά την ελληνική επικράτεια, στο πλαίσιο του 2 ου Διαγωνισμού Λογοτεχνίας (Ποίησης και Διηγήματος) που διοργάνωσε το το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών, με θέμα: «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι, όπου υπάρχουν άνθρωποι». Εκπαιδευτικοί και μαθητές από τη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση όλης της χώρας αγκάλιασαν τον διαγωνισμό αυτό, ανταποκρινόμενοι ένθερμα με την υποβολή έργων ιδιαιτέρως ποιοτικών. Αν και στο βιβλίο που φυλλομετράτε συμπεριλάβαμε τα διακριθέντα μέσα από μια κριτική διαγωνιστική διαδικασία έργα, όλες οι συμμετοχές μαρτυρούν την ευαισθησία των νέων ανθρώπων απέναντι στα συγκλονιστικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής. Επιπλέον, αναδεικνύουν και την ελπίδα ότι οι νέοι αυτοί μπορούν να συμβάλλουν στην ανατροπή και την αλλαγή, μέσα από μια προοπτική ανθρωπιάς, αλληλεγγύης και αγάπης. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ιδιαιτέρως σημαντική τη συμβολή του διαγωνισμού αυτού στην ποιοτική μάθηση που μπορεί να παρέχει το ελληνικό σχολείο και η ελληνική εκπαίδευση, εμπνέοντας και κινητοποιώντας τους μαθητές σε δρόμους ανθρωπισμού και πνεύματος. 14
27 Επισημαίνουμε ότι στα «Ρόδα της αυγής» εμπεριέχονται μόνο τα έργα των μαθητών εκείνων με τους οποίους στάθηκε δυνατή η επικοινωνία και η συγκατάθεση των κηδεμόνων για τη δημοσίευση της εκάστοτε συμμετοχής, καθώς η ιδέα της έκδοσης γεννήθηκε μέσα από τον «νεανικό ενθουσιασμό» μας μπροστά στην ποσότητα και την ποιότητα των μαθητικών δημιουργιών. Επίσης, αν και εντάξαμε στο εισαγωγικό μέρος τις διακρίσεις (βραβεία, επαίνους και επαίνους συμμετοχής) που απένειμε η κριτική επιτροπή, θεωρήσαμε ορθότερο στο συλλογικό αυτό βιβλίο να είναι η αλφαβητική σειρά των ονομάτων το κριτήριο «εμφάνισης» των ποιημάτων και των διηγημάτων στις σελίδες του. Κατ αυτόν τον τρόπο, το ενδιαφέρον της αναγνωσιμότητας δεν εξαντλείται στα πρώτα βραβεία αλλά διασπείρεται σε όλο το σώμα της συλλογής, απονέμοντας μια δικαιότερη για την αναγνωστική πρόσληψη ιδέα και απεικονίζοντας την, ούτως ή άλλως, σταθερή εκτίμησή μας για την αξία της συμμετοχής, πίστη που αντανακλάται εξίσου και στα μη διακριθέντα έργα. Οι επιμελήτριες Μαίρη Σιδηρά Αθανασία Μπαλωμένου 15
28 2 ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Γυμνασίου και Λυκείου του Π.Γ.Π.Π. α. Τα βήματα 2 Επιχειρώντας τη συνοπτική επισκόπηση των βημάτων που διανύσαμε για την πραγμάτωσή του, ο 2 ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός διένυσε τις ακόλουθες φάσεις: Αποφασίστηκε το θέμα («Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι») και συντάχθηκε η προκήρυξη, με τους όρους, τη διάρκεια και τα επεξηγηματικά σχόλια του Διαγωνισμού. Όπως και κατά τον 1 ο Διαγωνισμό, επιδιώξαμε την έγκριση της Προϊσταμένης Παιδαγωγικής και Επιστημονικής Καθοδήγησης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δυτικής Ελλάδας κ. Σοφίας Χριστοπούλου, η οποία, για άλλη μία φορά, μερίμνησε για την προώθηση του Διαγωνισμού μας στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Το αρμόδιο Υπουργείο όχι μόνο ενέκρινε την ιδέα μας και παραχώρησε την τιμητική του αιγίδα, αλλά προέβη το ίδιο σε πανελλαδική ενημέρωση, εκφράζοντας την εκτίμησή του για το θέμα και τις οδηγίες που το συνόδευαν. 3 Όπως αναφέρουμε στην παρατιθέμενη προκήρυξη, στοχεύσαμε με το συγκεκριμένο θέμα στην εξάντληση των ορίων της ελεύθερης καλλιτεχνικής βούλησης του μαθητή, διασαφηνίζοντας ότι κάθε έννοια (η «γειτονιά μου», οι «μακρινοί τόποι», το «ταξίδι», ο «άνθρωπος») μπορεί να διαθέτει είτε κυριολεκτικό είτε μεταφορικό σθένος. 2 Οι υποενότητες α και β έχουν δημοσιευτεί στα πρακτικά του 1 ου Συνεδρίου που διοργάνωσε τον Οκτώβριο του 2016 το Π.Λ.Π.Π. με γενικό τίτλο «Διδακτικές Διαδρομές στο Σημερινό Σχολείο». 3 βλ. 16
29 Αποφασίσαμε, επίσης, να κινηθούμε κεντρομόλα, αξιοποιώντας εκ των ένδον την έννοια της συνεργασίας. Έτσι, για τον Διαγωνισμό εργάσθηκαν πέρα από τις συνυπεύθυνες κ. Μαίρη Σιδηρά και Αθανασία Μπαλωμένου- και σε επίπεδο οργανωτικής επιτροπής και ως μέλη της 10μελούς κριτικής επιτροπής, οι Φιλόλογοι του Σχολείου, οι κ. Καλλιφρόνη Αβραμίδου, Αγγελική Αργυρίου και Κατερίνα Πλακούδα. Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, ήτοι η Πρόεδρος κ. Άννα Κατσιγιάννη, Επίκουρος Καθηγήτρια Συγκριτικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών, η προαναφερόμενη κ. Σοφία Χριστοπούλου, η κ. Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων, οι κ. Σπύρος Βρεττός (ποιητής, πεζογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας) και Βασίλης Λαδάς (ποιητής, πεζογράφος και κριτικός), καθώς και οι κ. Δώρα Μέντη, Φιλόλογος του Πρότυπου Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, και Μαίρη Σιδηρά, Φιλόλογος του Π.Γ.Π.Π., διετέλεσαν και κατά τον 1 ο Διαγωνισμό μας μέλη της κριτικής επιτροπής. Το γεγονός αυτό προσδίδει χαρακτηριστικά γνησιότητας στην προσπάθειά μας, καθώς η τελική «ταυτότητα» του Διαγωνισμού δεν συντίθεται αποκλειστικά από τις διαφαινόμενες μορφολογικές τάσεις και νοηματικές συγκλίσεις των συμμετεχόντων μαθητών αλλά από τη συνύφανση των κριτηρίων μιας ομάδας ενηλίκων που συζητούν με πάθος -και πέραν των χρονικών ορίων του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Π.Γ.Π.Π.- για τη μαθητική νεολαία που μας τίμησε με τη συμμετοχή της. Πρόκειται ίσως για ένα είδος «πολυφωνίας» και «διαλογικότητας», για να χρησιμοποιήσουμε μπαχτινικούς όρους, που συνάδει και με την παιδαγωγική εφαρμογή της ομαδοκεντρικής οπτικής που δεσπόζει στην Εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια αλλά και με την απαίτηση κάθε καλλιτεχνικού διαγωνισμού για κριτήρια ζυμωμένα και αναγνωρίσιμα. 17
30 β. Γιατί να προβούμε σε Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Η συστράτευση της μαθητικής νεολαίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας στο καλλιτεχνικό προσκλητήριο ενός Δημόσιου Σχολείου θεωρήσαμε εξαρχής ότι παρέχει δυναμικές δυνατότητες που προσιδίαζαν και στην άχρονη φύση του ονείρου και στις επιστημονικές επισημάνσεις των πλέον σύγχρονων τάσεων της Παιδαγωγικής. Αναλυτικότερα, ο Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Ποίησης και Διηγήματος διαθέτει ή και προξένησε: α) τη δυνατότητα διαθεματικής προσέγγισης ενός θέματος, μέσω της πολυπρισματικής φύσεως του λογοτεχνικού φαινομένου, β) το συντονισμό και τη συνεργασία των οργανικών μελών κάθε ενδιαφερόμενης σχολικής κοινότητας -των εκπαιδευτικών, τμημάτων, μαθητών, διεύθυνσης και γονέων αυτής- στον άξονα μιας πνευματικής διεργασίας, γ) την ενδυνάμωση της έννοιας της «αυτόνομης κοινότητας» που δοκιμάζει τα όρια της «ατομικότητας», σε επίπεδο δημιουργού και σε επίπεδο σχολείου, δ) την καλειδοσκοπική εμπειρία της βιωματικότητας και μέσω της διαφοροποιημένης κάθε φορά από τον/την ανά την Ελλάδα συνάδελφο παρουσίασης και αντιμετώπισης του θέματος, ε) την εμπειρία των «εκλεκτών συγκινήσεων» που προσπορίζει η καλλιτεχνική πειθαρχία, στ) την τόνωση της, ούτως ή άλλως, δημιουργικής σχέσης με τη λογοτεχνική γραφή, ζ) την μύηση στην περίπλοκη σχέση περιεχομένου και μορφής, σχέση που στιγμάτισε τις θεωρητικές και αισθητικές αναζητήσεις του 20 ού αιώνα και αποδόμησε την έννοια της πραγματικότητας, εντρυφώντας τη σκιά του «τέλους» στις βεβαιότητες, η) τη βαθιά, διαμορφωτική ίσως για τον μελλοντικό ενήλικα, χαρά της διάκρισης, που στην περίπτωση της Λογοτεχνίας με εφήβους συγγραφείς συνεπάγεται αυτόχρημα και αποδοχή και ενθάρρυνση της νεόκοπης ατομικότητας, θ) την τροφοδοσία μιας ανοιχτής πολυμελούς συχνά συζήτησης ανάμεσα σε μαθητές, εκπαιδευτικούς μαθητές, πνευματικούς ανθρώπους της εκάστοτε περιοχής και μαθητές, 18
31 ι) την κινητοποίηση του τοπικού ανά την Ελλάδα Τύπου και τον εναγκαλισμό του Διαγωνισμού, μέσα από τους «δορυφορικούς» του «ήρωες» που κέρδισαν την εκτίμηση του κοινωνικού τους περίγυρου με τη διάκρισή τους, γεγονός που διαπιστώσαμε σε πάρα πολλές περιπτώσεις 4, ια) το επανειλημμένο ενδιαφέρον των πλέον σημαντικών ηλεκτρονικών φιλολογικών περιοδικών, στάση που πιθανά μεθερμηνεύεται σε ανανέωση του ενδιαφέροντος από πλευράς «επίσημης» Λογοτεχνίας προς τη «νεανική» της εκδοχή, 5 ιβ) την πνευματική διασταύρωση 94 σχολείων της χώρας πάνω στο σώμα ενός Λογοτεχνικού Διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, στον 2 ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Π.Γ.Π.Π. συμμετείχαν σχολεία από τους εξής νομούς: Αχαΐας, Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Αργολίδας, Βοιωτίας, Δωδεκανήσων (Κω), Εύβοιας, Ηλείας, Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης, Κεφαλληνίας, Κορινθίας, Λακωνίας, Μαγνησίας, Βορειοανατολικού Αιγαίου (Λήμνου, Μυτιλήνης, Χίου), Καρδίτσας, Καστοριάς, Κυκλάδων (Νάξου), 4 Βλ. παραδειγματικά: Ναυπακτία, 13 Μαΐου 2016, σ. 9, Λημνιακός λόγος: , 12:40, Ιστολόγιο Γυμνασίου Φιλοθέης: 13 Απριλίου 2016, Ιστολόγιο Γυμνασίου Κουτσοποδίου Άργους: 8 Ιανουαρίου 2016, Ιστολόγιο Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Κολλεγίου Αθηνών Κολλέγιο Ψυχικού: 5 Βλ. παραδειγματικά: Πύλη για την ελληνική γλώσσα: Ιανουαρίου 2016, 10:22, al&itemid=34, Παρασκευή, Φεβρουαρίου , Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο: Σάββατο , 18:36, Λογοτεχνικές Αναφορές: 25 Φεβρουαρίου 2016, Δίκτυο Εκπαιδευτικής Ενημέρωσης: 25 Ιανουαρίου 2916, 16:06, κ.λπ. 19
32 Ξάνθης, Πέλλας, Πρέβεζας, Τρίπολης, Φλώρινας, Χαλκιδικής, Χανίων, ιγ) τη συνάντηση, ανταλλαγή απόψεων και γνωριμία των συμμετεχόντων μαθητών, διακριθέντων και μη, μέσω της καθιερωμένης πλέον τελετής βράβευσης που διοργανώσαμε και για την οποία προβήκαμε σε γενικευμένο προσκλητήριο. Κατά την παρθενική μας απόπειρα ( ) να διοργανώσουμε πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό, δεχτήκαμε την πολύτιμη αρωγή της κ. Δώρας Μέντη, Φιλολόγου του Προτύπου Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, με την οποία συνεργαστήκαμε τόσο ως πρόσωπα όσο και σε επίπεδο σχολικών μονάδων. Επιπλέον, ο 1 ος Διαγωνισμός, με θέμα «Ο ξένος ο άλλος ο διαφορετικός», υπήρξε προϊόν συνεργασίας του Πειραματικού Σχολείου (Γυμνασίου & Λυκείου) Πανεπιστημίου Πατρών και του Πρότυπου Πειραματικού Σχολείου (Γυμνασίου & Λυκείου) Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης. Η πείρα, η γνώση, ο ενθουσιασμός και η αγάπη της ακόμη μας τροφοδοτούν. Οι επιμελήτριες Μαίρη Σιδηρά Αθανασία Μπαλωμένου 20
33 Στις 13 Απριλίου 2016 το απόγευμα, μία συγκινημένη επιτροπή συνεδριάζει στο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών Το σύνολο των μαθητικών έργων ανήλθε στα 201 και τα συμμετέχοντα σχολεία στα 94. Ο αριθμός αυτός στις επιμέρους κατηγορίες αντιπροσωπεύθηκε ως εξής: Διήγημα Λυκείου 32 συμμετοχές, Ποίημα Λυκείου 54 συμμετοχές, Διήγημα Γυμνασίου 55 συμμετοχές και, τέλος, Ποίημα Γυμνασίου 60 συμμετοχές. Λόγω του πλήθους και της ποιότητας των διαγωνιζόμενων έργων, η επιτροπή αποφάσισε να απονείμει σε κάθε κατηγορία, εκτός των τριών βραβείων και των τριών επαίνων, και, από έξι έως τρεις, επαίνους συμμετοχής. Εκ προοιμίου, η Επιτροπή θεωρεί όλα τα παραπάνω έργα σημαντικά και όλους τους μαθητές που επιχείρησαν να διασχίσουν της Τέχνης τη δύσβατη περιοχή νικητές. ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 1 ο Βραβείο: Από κοινού στις : Αρτέμιδα Ζαφείρη («Θύελλα») από το ΓΕΛ Μελισσίων για το ποίημα «Άνθρωποι της Ασφάλτου» και Ευτυχία Κιούση («Οκτάνα») από το 1 ο ΓΕΛ Χολαργού για το ποίημα «Ανεπιστρεπτί» 2 ο Βραβείο: Στον Σωφρόνιο Ζαφειριάδη («S/ W/ Strogoff») από τα Εκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη Α.Ε. για το ποίημα «Ηθικές συντεταγμένες» 3 ο Βραβείο: Στον Ιωάννη Νικητάκη («Αστροπεριπλανητής») από το 2 ο ΓΕΛ Κερατσινίου για το ποίημα «Η Τέταρτη Διάσταση» 21
34 1 ος Έπαινος: Από κοινού στους: Φίλιππο Ιλαρίωνα Συτιλίδη («Ludwig Heisenberg») από τα Εκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη Α.Ε. για το ποίημα «Το αμάραντο της λήθης κρίνο» και Μάριο Ματαράγκα («Λαφυραγωγός») από το Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας 2 ος Έπαινος: Στην Ελένη Ρουμπή («Τζάσμιν») από το 5 ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης για το ποίημα «Αέναη διαδρομή» 3 ος Έπαινος: Στη Θεοδώρα Ζίου («Deadly Silence») από το Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας για το ποίημα «Αναρωτιέμαι» Έπαινος συμμετοχής απονέμεται στις: Χεκουλιάνα Δήμα («Dancing With my Demons») από το Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας για το ποίημα «Ο πιο γλυκός ήχος», Αιμιλία Μαντά («Miloudi») από το 3 ο ΓΕΛ Πύργου για το ποίημα «Ελλάδα», Νίκη Σταματιάδου («Εννομία») από το ΓΕΛ Αριδαίας για το ποίημα «Η πλεκτάνη του φωτός» και Δέσποινα Ταγάρη («Μυρτώ») από το ΓΕΛ Αριδαίας για το ποίημα «Ο καθρέφτης» ΔΙΗΓΗΜΑ ΛΥΚΕΙΟΥ 1 ο Βραβείο: Στην Αγγελική Μπανιά («Αγγελίνα») από το Ιδιωτικό Λύκειο Εκπαιδευτήρια Πάνου για το διήγημα «Τα διαμάντια του Σεβάχ» 2 ο Βραβείο: Στην Αιμιλία Μαντά («Μiloudi») από το 3 ο ΓΕΛ Πύργου για το διήγημά της «Στα σύνορα» 3 ο Βραβείο: Στη Μαρία Ιωάννογλου («Βιβλιοholic») από το 2 ο ΓΕΛ Ξάνθης για το διήγημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» 22
35 1 ος Έπαινος: Στην Ελευθερία Σοφία Ντραγκότι (Αλστρομέρια) από το 7 ο ΓΕΛ Αθήνας για το διήγημα «Η ζωή μου μια κοπέλα που δεν γνωρίζω» 2 ος Έπαινος: Στην Άννα Βαρβάρη («Φεγγαρόφωτο») από το ΓΕΛ Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής για το διήγημα «Το γερασμένο παιδί» 3 ος Έπαινος: Στη Μαρία Παππά («Μελωδία») από το ΓΕΛ Αμαρύνθου Ευβοίας για το διήγημα «Χαμένη πατρίδα μου, αγαπημένη» Έπαινος συμμετοχής απονέμεται στις: Δήμητρα Στρόμπολα («Ρωξάνη») από τη Σχολή Μωραΐτη για το διήγημα «Η λάμψη των κήπων», Νικολέττα Μπέση («Τουλίπα») από το ΓΕΛ Δροσιάς Αττικής για το διήγημα «Το ταξίδι», Άννα Παπουτσάκη («Arkasyl») από το 2 ο ΓΕΛ Παλαιού Φαλήρου για το διήγημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» ΠΟΙΗΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 ο Βραβείο: Στη Μαρία Δέσποινα Δίπλα («Καπλάνι») από το Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής για το ποίημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» 2 ο Βραβείο: Στη Γεωργία Καρκαζή («Γεωργία») από το Σύγχρονο Εκπαιδευτήριο «Μάνεση» για το ποίημα «Σήμερα στον προσφυγικό συνοικισμό» 3 ο Βραβείο: Στη Χριστιάννα Χανοπούλου («Άννα») από το 1 ο Γυμνάσιο Κω για το ποίημα «Ανθρώπινη Οδύνη» 1 ος Έπαινος: Στη Σοφία Λεωνίδου («Sofi») από το Γυμνάσιο Αμμοχωρίου Φλώρινας για το ποίημα «Πόλεμος. Εμπνευσμένο από την ποιήτρια Venus Khoury Ghata» 23
36 2 ος Έπαινος: Στον Παύλο Δημόπουλο («Paul Waker») από το Γυμνάσιο Παπαγιάννη Φλώρινας για το ποίημα «Η Αρμονία της φύσης στη Δύση του ηλίου» 3 ος Έπαινος: Στη Μάγδα Αδαμίδη («Φιλία Απρόσμενη») από το Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων για το ποίημα «Το αεράκι» Έπαινος συμμετοχής απονέμεται στους: Αρτέμιδα Αβραντινή («Αρτ») από το Κολλέγιο Αθηνών για το ποίημα «Αν δε φυσήξει ο αέρας», Μαριάνθη Βελλίδου («Tinky Ve») από το Γυμνάσιο Κορησού Καστοριάς για το ποίημα «Η Τσίχλα», Θεόδωρο Γιοβανάκη («Αισιόδοξος») από το Μουσικό Γυμνάσιο Χίου για το ποίημα «Τραγουδώ για το Καστέλλο», Αγγελική Δάρα («Τρελή ροδιά») από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών για το ποίημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι», Θάνος Μπακλώρης («Ορέστης») από το Γυμνάσιο Κουτσοποδίου Άργους για το ποίημα «Οι μπόρες», Σπύρο Νάσση («Μπενέτης Αλεξανδράκης») από το Γυμνάσιο Λούρου Πρεβέζης για το ποίημα «Ένα ταξίδι στη Νιμέλια» ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1 ο Βραβείο: Στον Χαράλαμπο Φωτόπουλο («Σύννεφο») από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) για το διήγημα «Ένα καπέλο γεμάτο βροχή» 2 ο Βραβείο: Στην Κωνσταντίνα Κάκκου («Συννεφούλα») από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών για το διήγημα «Η Κόλαση και ο Παράδεισος ενός Λόρδου» 3 ο Βραβείο: Στην Ίριδα Αικατερίνη Καμπέρογλου («Νηρηίδα») από το Γυμνάσιο Φιλοθέης για το διήγημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» 24
37 1 ος Έπαινος: Στον Παναγιώτη Νικολακόπουλο («ΣΜΚ) από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) για το διήγημά του «Η γειτονιά των χαμένων ονείρων» 2 ος Έπαινος: Στην Αναστασία Μπισκέμη («ΑνθρωΠοια;!» από το 1 ο Γυμνάσιο Σπάτων Αττικής για το διήγημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι» 3 ος Έπαινος: Στην Ελένη Κωνσταντίνου («Φοίβη») από το Γυμνάσιο Καλυβίων Αιτωλοακαρνανίας για το διήγημα «Μια φωτογραφία, η ζωή μου» Έπαινος συμμετοχής απονέμεται στους: Ανδρονίκη Καραθανάση («Μελωδία») από το Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών για το διήγημα «Χρωματιστά χαρτόκουτα», Αναστασία Κατσίφη («Αυγή») από το 3 ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου για το διήγημα «Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι», Νίκη Πολυκρέτη («Μαύρος κύκνος») από το 2 ο Γυμνάσιο Νάξου για το διήγημα «Γράμμα από τον παππού», Στέφανο Τσιάπαλη («Γκάνταλφ ο Λευκός») από την Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί για το διήγημα «Το ταξίδι», Άννα Χάλκου («Χρυσό παιδί») από το 2 ο Γυμνάσιο Νάξου για το διήγημα «Το βαφτιστήρι», Αγγελική Χατζή («Ace of the Diamonds»), Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) για το διήγημα «Οδύσσεια μιας βαλίτσας» 25
38 26 Β. ΠΟΙΗΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
39 Β. ΠΟΙΗΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 27
40 Β. ΠΟΙΗΣΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 6 Άρτεμις Αβραντινή (Αρτ) Κολέγιο Αθηνών Αν δε φυσήξει ο αγέρας Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Κάθε πρωινό με μια έγνοια τον νου μου αφυπνώ, με μια άτοπη σκοτούρα, έναν απροσδιόριστο φόβο, φλογώνω το πνεύμα μου, απογίνεται καπνός. Για στιγμές που φάνταζαν αιώνες, για την αδρότητα της σκέψης μου μεριμνούσα, μα και την παλαιά ζωή συχνά τότε νοσταλγούσα. Μες την έρημη καρδιά μου, φως, αν μη τι άλλο, μπει, μονάχα στης ψυχής τη μοναξιά μου, ο ήλιος της ελπίδας το κουμπί πατεί. Την ανατολή του κάθε χάραμα μ αδημονία προσμονώ, για μια του ηλιαχτίδα αναμφίβολα κάθε λεπτό καρτερώ. 6 Σημείωση: Θεωρώντας ότι η στίξη, η παρουσία των τελικών «ν», σε κάποιες περιπτώσεις και η μορφολογική διάταξη είναι στοιχεία νοήματος και ευφωνίας της ποιητικής γλώσσας, προσπαθήσαμε να μην αλλοιώσουμε τις δημιουργίες των παιδιών, εις βάρος, ίσως, μιας ωριμότερης σχέσης με το είδος. 28
41 Πινελιές γεμάτες χρώματα αντανακλούν της ομορφιάς τη φύση, οι αχτίδες τ ήλιου με τα αισθήματά μου χορό, παιχνίδια έχουνε στήσει. Του ανέμου η πνοή, για μια στιγμή, έσπειρε ερωτηματικά, μα δίχως ταραχή η γλυκιά αχτίδα κάθε σκέψη, αμφιβολία καταβάλλει θεαματικά. Στου άγονου δρόμου τα άκρα μοναχή βαδίζω, μα μόνη δεν αισθάνομαι. Στον κόσμο χαμόγελα χαρίζω, καθώς στα βάθη των ψιθύρων του μονίμως χάνομαι. Λόγια πικρά αντηχούσαν στη σιωπή της φύσης, λέξεις, θαλερά, απαντούσαν στης συνείδησής μου τις άφθονες τις ερωτήσεις. Από του μυαλού τις παραισθήσεις ούτε με δυσκολία δε δαμάζομαι, με μεθοδικότητα, με προσοχή δεν υποκύπτω, μα μες στου ταξιδιού τις κατευθύνσεις, κατευθείαν ρημάζομαι, λόγω της ανεμελιάς, της συμφοράς που άθελά μου ενσκήπτω. Μόνη δεν αισθάνομαι, μα μόνη πρέπει να τα βγάλω εις πέρας. Στον προορισμό σε λίγο φτάνουμε, αν δε φυσήξει ο αγέρας 29
42 Μαρία Αδαμίδη (Φιλία Απρόσμενη) Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων Το αεράκι 3 ος Έπαινος Ποίησης Γυμνασίου Θέλω μια μέρα ν ανοίξω το παράθυρο, ν ανοίξω τα χέρια, και ν αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω στο μπλε τ ουρανού, να είμαι ελεύθερη, να κλείσω τα μάτια, και ν αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω πάνω απ την Αφρική, ν αναπνεύσω τη ζέστη της, ν ακούσω τα ταμ ταμ της, και ν αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει 30
43 Να βρεθώ πάνω απ την Ασία, να βοηθήσω τους εργάτες της, να καθρεφτιστώ στους ποταμούς της, και ν αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να ταξιδέψω πάνω απ την Αμερική, στις πολυάσχολες πόλεις της και στα όμορφα δάση της, και ν αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω γύρω στον κόσμο, να δω τους ανθρώπους του, να τους γνωρίσω, κι ύστερα κι ύστερα να με παρασύρει ξανά το αεράκι. 31
44 Μαριάνθη Βελλίδου (TinkyVe) Γυμνάσιο Κορησού Καστοριάς Η Τσίχλα Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Είχα μια γειτονιά παλιά, που δεν καταλάβαινα πού έμενα, γιατί ήμουνα μικρή. Εκεί ψηνόντουσαν και οι τσίχλες με τυρί. Αν δεν πάω εκεί, θα πάω στην Αμερική να βρω την ξακουστή τσίχλα με ψωμί. Τι να κάνω στην Ελλάδα με τις τσίχλες κανέλα, μέντα και δυόσμο. Τις έχω βαρεθεί και με κάνουν να φτερνίζομαι πολύ. Θέλω τις τσίχλες με σταφίδα, γιατί κάπου τις είδα. Ένα πράγμα κι εγώ ζητώ και θα έδινα τα πάντα γι αυτό, γιατί το αγαπώ και το ποθώ. Είναι αυτό που ονειρεύομαι από μικρή, 32
45 μια τσίχλα με πιπεριά, σταφίδα και τυρί, μια τσίχλα χλωμή και καφετί. Το όνειρό μου αυτό θα το εκπληρώσω! Και όλοι θα είναι περήφανοι που θα έχουν εμένα για συγγενή, που έφτιαξα την τσίχλα με πιπεριά, σταφίδα και τυρί! 33
46 Θεόδωρος Γιοβανάκης (Αισιόδοξος) Μουσικό Γυμνάσιο Χίου Τραγουδώ για το Καστέλλο Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Αξιοζήλευτα της Μικρασίας τα χωριά, που όλοι τα θαυμάζουν για την απέραντη ομορφιά, όμως λίγοι έχουν την τύχη να τα δουν από κοντά, πόσο μάλλον να τα δουν στην Ελλάδα όλα αυτά. Στην πανέμορφη αυτή χώρα, ένα μέρος μαγικό, και μιλάω για το «Καστέλλο», ένα και μοναδικό. Το «Καστέλλο» στην ξακουστή τη Χίο βρίσκεται, που για τη θαυματουργή μαστίχα της φημίζεται, στα «παινέματα», στα «καραβάκια» κάθε χρόνο μέρος παίρνει και πάντα νικητής το «Καστέλλο» βραβείο φέρνει. Στο «Καστέλλο» αν έκλεβες κόρη από το πατρικό της, την προίκα όλη έπαιρνες, χωρίς την άδεια του πατρός της. 34
47 Με την ανταλλαγή πληθυσμών, Έλληνες της Μικρασίας ήρθαν στο «Καστέλλο» τα νέα τους σπίτια αποφάσισαν και χτίσαν. Έτσι ψαράδες ξακουστοί κι εμείς απ το «Καστέλλο» που θυμίζουν τους πλοιάρχους στις γνώμες και στα «θέλω». Στο «Καστέλλο» μας μπροστά σαν έρημος μεγάλη μοιάζει η απέραντη η θάλασσα, δώρο Θεού κι όλους αλλάζει. Με το που βγαίνει ο ήλιος, όλοι βλέπουν τους ψαράδες πορεία βάζουν στο γιαλό να βγάλουν τις ψαριές χιλιάδες. Και μόνο όταν η νύχτα τη θάλασσα σκεπάσει, ο ψαράς σπίτι θα πάει την οικογένεια να κεράσει. Έτσι κι εγώ σαν Καστελλούσης, το λέω κι ας μη θέλω, τα πιο ωραία μέρη τα έχει το «Καστέλλο»! Στου «Καστέλλου» την εκκλησιά τη θαυμαστή, που φυσικά δεν είναι άλλη απ την Αγιά Παρασκευή, φλόγες στις καρδιές παιδιών μπορεί κανείς να δει, που οι φωνές τους σ όλο το «Καστέλλο» δίνουνε ζωή. Αυτά είχα να τους πω για το υπέροχο «Καστέλλο», που διαμάντι της Χίου είναι, το λέω πάλι κι ας μη θέλω. 35
48 Αγγελική Δάρα (Τρελή ροδιά) Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών Στη γειτονιά ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Στη Γειτονιά μου, από την Ανατολή κάθε πρωί ανοίγει ο Ήλιος Ζεστός και κραταιός Μέσα απ τη ράχη των βουνών Στα μπλε τα βάθη πέφτει γλυκά, ροδόχρωμα Να κοιμηθεί κάθε απόγευμα. Οι αμυγδαλιές ανθίζουν νωρίτερα Τα πουλιά κελαηδάνε την άνοιξη Και δε διακόπτει θόρυβος τον ήχο της χαράς τους Κι η Θάλασσα ακούραστα κι αιώνια Πώς έρχεται και πάει Αθάνατη κι ελεύθερη Και ταξιδεύει πάνω τους σχεδία του Οδυσσέα. Κάπου αλλού σε άλλη στεριά 36
49 Παύλος Δημόπουλος (Paul Waker) Γυμνάσιο Παπαγιάννη Φλώρινας Η Αρμονία τους φύσης στην Δύση του ηλίου 2 ος Έπαινος Ποίησης Γυμνασίου Τα δένδρα ξαπλώνουν στη σκιά του ανέμου, τα βουνά αφήνονται στην ζεστασιά του ηλίου και τα ποτάμια μένουν ακίνητα στη δύση του. Όλα σταματούν, είναι ακίνητα, ακλόνητα, τίποτα δεν σταματά αυτήν την στιγμή, μια τέλεια μοναξιά ξαπλώνοντας σε ένα δένδρο με την ζεστασιά του ήλιου την ώρα της δύσης του. 37
50 Μαρία Δέσποινα Δίπλα (Καπλάνι) Πρότυπο Γυμνάσιο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι 1 ο Βραβείο Ποίησης Γυμνασίου Ταξιδεύω. Παραμένω σιωπηλή, δίχως σκέψεις Βυθίζομαι στην απεραντοσύνη, μπλέκομαι ανάμεσα στο πλήθος Η ιστορία μου συνδέεται με των συνοδοιπόρων μου Βουτώ βαθιά στα έγκατα της ψυχής μου, την αφουγκράζομαι. Ακολουθώ τα ίχνη της πομπής των ανθρώπων Ένας αόρατος φόβος πλανιέται ανάμεσά τους Βαδίζουμε στην απέραντη γραμμή προς το άπειρο Σ έναν δρόμο που δεν τελειώνει, φτιάχνουμε τη δική τους διαδρομή. Δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, γυρεύει ο ένας τον άλλον να βρει. Η εξερεύνηση στο αύριο μας γοητεύει 38
51 Ψάχνουμε την κινητήριο δύναμη, γυρεύουμε την αφορμή. Μετρώ τα βήματά μου Περνώ από πέρασμα βαθύ Τα μάτια μου τα κυριεύει φως Δικαίωμά μου να πλανιέμαι στ άγνωστο Δικαίωμά μου να ταξιδεύω δίχως πλάνο στ ανοιχτά. Μεθώ από τα αρώματα τους Ανατολής Πλανεύομαι από τον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας Εκστασιάζομαι διασχίζοντας το Σινικό Τείχος Θαυμάζω τις Πυραμίδες των Φαραώ Υπέροχος κόσμος, φτιαγμένος από το ίδιο Χέρι. Και εκεί μέσα στην έκσταση με κυριεύει τρόμος Ακούω την ηχώ του πολέμου Τσαλακωμένες σκόρπιες ελπίδες εδώ κι εκεί Το πιο δύσκολο ταξίδι είναι αυτό Εικόνες μαύρες, γκρι. Συνεχίζω να προχωρώ Κοιτάζω γύρω μου, τους γνωρίζω όλους καλά Καρφώνω το βλέμμα μου σε καθέναν ξεχωριστά Είναι η δική μου μάνα, η δική σου μητέρα, η ίδια γυναίκα. Πιο κει εγώ, εσύ, παιδιά που ονειρεύονται 39
52 Νέοι που τιθασεύουν το άγριο, που κατακτούν το αδύνατο. Γνώρισα σοφούς, μίλησα με οραματιστές Είδα ενάρετους, φταίχτες, αθώους Στα στάσιμα νερά της μετριότητας οι ηγέτες Κάποιος μου γνέφει, είναι ο φίλος μου, ο πιστός συμπαραστάτης μου Συνεχίζω το ταξίδι μου, πιο δυνατή, θα ξετυλίξω το μίτο και όπου με βγάλει 40
53 Γεωργία Καρκαζή (Γεωργία) Σύγχρονο Εκπαιδευτήριο Μάνεση Σήμερα στον προσφυγικό συνοικισμό 2 ο Βραβείο Ποίησης Γυμνασίου Δυο τρεις καρέκλες στη σειρά κοντά-κοντά, να ζεσταθούν οι λέξεις μας να μην στεγνώσουν οι καρδιές μας. Και τα παράθυρα παλιά λαδομπογιάς χαλάσματα, πώς ήταν σαν φτιάχτηκαν δε θυμάμαι. Αν τα πεζούλια όρθια μένουν σημαίνει πως σωθήκαμε σαν χτες που φτάσαμε εδώ. «Λίγα τα τετραγωνικά δε μας χωράνε.» 41
54 Κοίτα ψηλά. Θα δεις ακόμα ένα σκοινί με κάποιο κέντημα να κρέμεται στην άκρη του σπιτιού της κυρά-άλκηστης με το όνομα το ωραίο. Και του Αη Γιαννιού το χνάρι της φωτιάς ακόμα μια μουτζούρα στο σοκάκι μας. Κι άμα περνώντας δεις σκυμμένο ένα μαντήλι, να προσεύχεσαι να χεις χαρά, γιατί τη γειτονιά σου δεν την αφήσαμε ποτέ. 42
55 Σοφία Λεωνίδου (Sofi) Γυμνάσιο Αμμοχωρίου Φλώρινας Πόλεμος Εμπνευσμένο από την ποιήτρια Vénus Khoury Ghata 1 ος Έπαινος Ποίησης Γυμνασίου Όταν κλαις μόνο με την ψυχή σου, όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, όταν βλέπεις έναν έναν τους ανθρώπους να χάνονται, όταν ο θάνατος γεννιέται, όταν το μόνο που ακούς είναι τα κλάματα των παιδιών που βλέπουν τα νεκρά πια σώματα των γονιών τους, τότε ξέρεις ότι βρίσκεσαι στον πόλεμο. Τότε δεν έχεις πού να βασιστείς, τότε είσαι μόνος! Δεν κάνεις όνειρα γιατί ξέρεις ότι θα πεθάνεις. Στους δρόμους θα δεις σκιές να περιπλανώνται. Μπορεί να τους δεις σκιές ανθρώπων να αχνοφαίνονται μέσα σε στενά. Ίσως να ακούσεις τους ψιθύρους τους αργά την νύχτα, ίσως. Ακόμα μπορεί να τους δεις να κλαίνε αλλά όχι να γελάνε. 43
56 Θάνος Μπακλώρης (Ορέστης) Γυμνάσιο Κουτσοποδίου Άργους Οι μπόρες Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Υπάρχουν κάτι μπόρες Που αν βρεθούν στο διάβα σου Είναι αδύνατο να μπορέσεις Να σταθείς Όρθιος Στα πόδια σου Θα λυγίσουν την ψυχή σου Και θα σωριαστείς στη γη Αλλά οι μπόρες περνούν, πάντα περνούν Είναι καταδικασμένες να πεθαίνουν Και τότε έρχεται αυτός, ο λυτρωτικός ήλιος 44
57 Που κάνει την ψυχή σου να σηκωθεί ψηλά Πιο ψηλά Να γίνει πιο δυνατή από πριν Πόσα μαθήματα πήρες; Πόσες γνώσεις απέκτησες; Πόσο σοφότερος έγινες; Τώρα είσαι έτοιμος Να αντιμετωπίσεις την επόμενη μπόρα. 45
58 Σπύρος Νάσσης Γυμνάσιο Λούρου Πρεβέζης Ένα ταξίδι στη Νιμέλια Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Γυμνασίου Μέσα στα βαθιά δάση Πέρα από τα ατέλειωτα φαράγγια Μπορεί να εντάξει κανείς μια χώρα όπου η φαντασία ξεπερνά το ανεξήγητο. Μια ευκαιρία για έναν άνθρωπο να φτάσει εκεί που ο ανθρώπινος νους δεν μπόρεσε να φτάσει. Εγώ ήμουν ο τυχερός εκείνος άνθρωπος που κατάφερα να φτάσω στην υπέροχη αυτή περιοχή που εγώ ο ίδιος ονόμασα Νιμέλια Ένας τόπος πανέμορφος με ατέλειωτα λιβάδια όπου ανθίζουν του Θεού τα θαύματα. Εκεί όπου τα πουλιά και το κάθε πλάσμα μπορεί να εισπνεύσει πεντακάθαρο αέρα, πλούσιο σε οξυγόνο, που προέρχεται από τα καταπράσινα και γεμάτα ζωή δέντρα Οι λιμνούλες με το πεντακάθαρο και καταπράσινο νερό 46
59 κι ο ουρανός χωρίς σύννεφα. Όλα αυτά σου έδιναν την αίσθηση του Παραδείσου. Ένιωθα ότι ήθελα να ζήσω εκεί για πάντα, στον τόπο που αναπτυσσόταν όλη η πανίδα. Αυτό που με ενέπνευσε περισσότερο όμως Ήταν η ανεμελιά και η ελευθερία Όσων ζουν εκεί στη Νιμέλια 47
60 Χριστιάννα Χανοπούλου 1 ο Γυμνάσιο Κω Ανθρώπινη Οδύνη 3 ο Βραβείο Ποίησης Γυμνασίου Στη μακρόστενη λωρίδα γης μας έλαχε αυτό το μερτικό της μοίρας, ανθρώπους ξεριζωμένους να φυλάει, στις άκρες μιας Ευρώπης που παραπατάει. Πόσοι θα γράψουν, θα μιλήσουν για τα παιδιά που κουβαλούν τη φρίκη του πολέμου βαθιά μες στην ψυχή τους, μα κάποτε θα τα βολέψουν στις δικές τους μηχανές αξιοποίησης. Κι οι μανάδες τους θα ρίχνουν τα ζεστά δάκρυα της αναζήτησής τους, στις αμμουδιές που έπαιζα μικρή, ξένοιαστη κι ανέμελη. 48
61 Και οι αλιείς θα σέρνουν με τα δίχτυα τους το χρώμα του υγρού θανάτου, κάνοντας άδεια την ψαριά και την ψυχή τους. Μα μακριά από τη στενόμακρη τη γη μου, οι κάπηλοι ανθρώπων και ιδεών θα μετράνε το χρυσάφι τους στους ναούς του κέρδους τους, πλένοντας τα χέρια τους με άρωμα ανθρώπινης οδύνης. 49
62 50 Γ. ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΚΕΙΟΥ
63 Γ. ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΚΕΙΟΥ 51
64 Χεκουλιάνα Δήμα (Dancing With my Demons) Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας Ο πιο γλυκός ήχος Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Λυκείου Η φωνή του, η μεγαλύτερή μου αδυναμία Θαρρείς ότι δεν υπάρχει πιο γλυκός ήχος Ζεις για να τον ακούς, να ζεις μέσα από την φωνή του Όταν δεν τον ακούς νιώθεις ότι αργοπεθαίνεις Σε αγγίζει και ακούς καμπάνες, όλη την μητρόπολη Το άγγιγμά του ας είχες μια ζωή και δεν θα παραπονιόσουν Όλα θα σου φαίνονταν διαφορετικά και αν ήταν κοντά σου Όλα θα έλαμπαν και ίσως και να χαμογελούσες πραγματικά Αλλά όλα αλλιώς τα φέρνει η ζωή, σε διώχνει μακριά του Σε αναγκάζει να ζεις χιλιόμετρα μακριά και να πρέπει να κάνεις υπομονή Υπομονή, χιλιάδες συναισθήματα όταν ακούς αυτή την λέξη Ορκίζεσαι να μείνεις μακριά του αλλά και τόσο κοντά του Μόνο και μόνο για να ζεις! 52
65 Άρτεμις Ζαφείρη (Θύελλα) ΓΕΛ Μελισσίων Άνθρωποι της Ασφάλτου 1 ο Βραβείο Ποίησης Λυκείου Κοιμόμενοι σε πέτρινα καράβια άδεια πρόσωπα και σε σκόνη χάπια. Νύχτες σε πεζοδρόμια κατεστραμμένα όνειρα βυθίζονταισε ένα σύμπαν δίχως όρια. Σπασμένα φανάρια και γυάλινα φρένα καμία ελπίδα, κλεψύδρα από αίμα. Ψωμί βρεγμένο απ τη βροχή τρώει το ίδιο το μισό, το άλλο το δίνει στο σκυλί. Ξυπόλητα παιδιά σ έναν δρόμο από καρφιά. Ένα τσίρκο η ζωή που τους θεατές μεθά. Κουδουνίζει ο χρυσός απλώνεται ο δρόμος σκοτεινός. Απ την άσφαλτο ξεκολλάει ενός παιδιού ο σκελετός 53
66 κλαίει, τη μάνα του ζητάει. Μα με το σκύλο του μονάχα πάνω στον κόσμο περπατάει. Η άλλη κορίτσι μικρό δαγκώνει χρυσάφι και πίνει χαλκό. Στο τσίρκο χορεύει με πέλμα γυμνό. Τις νύχτες τραγουδάει στη μικρή της αδελφή «Τουλάχιστον» λέει «είμαστε μαζί». Κάστρο έχουν φτιάξει από καφέ χαρτί. Η πατρίδα τους καιρό τώρα στη μνήμη έχει χαθεί. Γύρω τους πόδια βοερά κοπανάνε, όντα που μάσκες από πέτσα φοράνε. Πνίγονται με γραβάτες και χαρτοφύλακες κρατάνε. Το κορίτσι απ το χάρτινο κάστρο έχει ένα διαμάντι για μάτι. Στόμα ραμμένο, στο χέρι ένα δάκρυ λάμπει σαν άστρο. Μέσα στη γυάλα μιλάνε, γελάνε, φωνάζουν και κλαίνε. Έξω απ τη γυάλα σιωπούνε, ό,τι βλέπουν δε λένε. Μαύρη πίσσα στάζει το σώμα μα ό,τι αγγίζει ποτίζει με χρώμα. 54
67 Πατέρας μονάχος βγήκε στη Στυγός την όχθη πως η γυναίκα του θα σωθεί του είπαν πως όχι. Μαραμένα ανθοδέσμη που πήρε φωτιά παιδιών τα χέρια τον τραβούν μακριά. Γκρεμίζει το σπίτι με νύχια γαμψά, χτίζει με πέτρες βρέφη με δόντια λευκά. Άσφαλτο χύνει στο δάσος μπροστά, δρόμο ανοίγει χωρίς σιγουριά. Πατέρας λουλούδι Κορίτσι τραγούδι Αγόρι σκυλί Έξω απ τη γυάλα της ασφάλτου ζωή. 55
68 Θεοδώρα Ζίου (Deadly Silence) Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας Αναρωτιέμαι 3 ος Έπαινος Ποίησης Λυκείου Αναρωτιέμαι πώς είναι να πεθαίνεις Είναι γλυκιά η προσμονή του θανάτου Ή μήπως χάνει το νόημά της με τον καιρό Σε αγαλλιάζει η σιωπή του τάφου Ή άραγε σου προκαλεί ρίγος ευδαιμονίας Δεν ξέρω, αλλά αναρωτιέμαι. Είναι λάθος, λένε, να αναρωτιέσαι Γιατί η στιγμή αυτή αργότερα φθίνει Δεν έρχεται μελωδικά και αρμονικά Αλλά ακαριαία και άγαρμπα Το τέλος δε φαντάζει όνειρο Παρά μόνο εικασία Αναρωτιέμαι όμως ξανά και ξανά. 56
69 Άλλοι πάλι φοβούνται και διστάζουν Να βρεθούν στο έλεος του θεού τους Όσο κι αν ρωτάω απάντηση δεν παίρνω Ο φόβος, βλέπεις, είναι μεγάλος Σαν πλησιάσει όμως η στιγμή Που έχω αποφασίσει να αφεθώ ελεύθερος Ένα πράγμα μόνο αναρωτιέμαι Γιατί ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς είναι να ζεις 57
70 Ευτυχία Κιούση (Οκτάνα) 1 ο ΓΕΛ Χολαργού Ανεπιστρεπτί 1 ο Βραβείο Ποίησης Λυκείου Γυρίζει μέσα μου η φαρμακερή εικόνα της ακινησίας Στο στήθος μου υφαίνονται κραυγές Στα μάτια μου πήζει το δάκρυ και η θλίψη Φωνήεντα ψάχνει να τα κάνει ελεγεία Σε εκείνον τον κήπο του βυθού. Κρεμάστηκαν χέρια απελπισίας από βάρκες που έσερναν μαζί τους το χαμό Σωστικές της απόγνωσης μαντίλες περίζωσαν το αρχιπέλαγος Ρουφήχτρες, δίνες και κύματα δούλεψαν ακατάπαυστα Για να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα σχεδόν ακαριαία Η αποστολή του χαμού. Και να που τώρα στην Νέα Παλμύρα και στη Νέα Κιλικία Οι δρόμοι είναι ήσυχοι, τα παιδάκια κλωτσάνε χαλίκια Όλο πλέκουν φύκια στους απέραντους κήπους 58
71 Ή μήπως τα φύκια πλέκουν τα παιδάκια; Χτίζουν πύργους από πολύχρωμα κοράλλια Ή μήπως τα κοράλλια χτίζουν τα παιδάκια γιατί βαρέθηκαν μόνα τους; Κυνηγάνε με ξόβεργες τα ψάρια, εξερευνούν σπηλιές και μυστικά περάσματα Ή μήπως το σκοτάδι δεν το έχουν συνηθίσει τα μάτια τους; Παίζουν με την ουρά της γοργόνας των παραμυθιών Ή μήπως τα παραμύθια είναι όπως πάντα ψεύτικα; Στη γειτονιά των αγγέλων οι μανάδες είναι οι Θέτιδες της στεριάς Ψιθυρίζουν στα κύματα τα νανουρίσματα που δεν πρόλαβαν να πουν Νερώνουν με θαλασσινό νερό το γάλα που δεν στέρεψε στα στήθη τους Με φωνή αγριμιών αλυχτάνε τις νύχτες Τις σάπιες βάρκες καταριούνται Περιμένοντας μια βρεγμένη Πανσέληνο γέφυρα να γίνει φωτός Όπου οι στεναγμοί θα περπατήσουν σιγαληνά Για να γίνουν μαύρες πεταλούδες τύψεις στις γειτονιές του κόσμου. 59
72 Μάριος Ματαράγκας (Λαφυραγωγός) Βαλλιάνειο ΓΕΛ Κεραμειών Κεφαλληνίας Η ποίησή μου 1 ος Έπαινος Ποίησης Λυκείου Τινάζω τη σκόνη από πάνω μου κάθε φορά Που βγαίνω από τη φυλακή μου Μπαίνω όταν θέλω να εκφραστώ Εκεί λειτουργεί η φαντασία μου Και εκεί λειτουργώ μαζί της Μα η είσοδος για τη φυλακή μου είναι Η φαντασία μου. Μπαίνω αδύναμος και βγαίνω δυνατός Πολεμάω τις κακές μου συνήθειες Και τις συνήθειες που εθίζομαι. Μπήκα ένα βράδυ, χωρίς φεγγάρι Όταν βγήκα, κοίταξα στον καθρέφτη και είδα Στα μάτια μου το σεληνόφως. Όταν πρέπει να μπω, ανοίγω το σεντούκι Της φαντασίας πρώτα Γιατί η ποίηση είναι το θησαυροφυλάκιό μου. 60
73 Ιωάννης Ν. Νικητάκης (Αστροπεριπλανητής) 2 ο ΓΕΛ Κερατσινίου Η τέταρτη διάσταση 3 ο Βραβείο Ποίησης Λυκείου Εκεί όπου ο χρόνος εξαντλείται, μόνον τότε οι άνθρωποι σταματούν να τρέχουν. Εκεί όπου ο χώρος παύει να ορίζεται, μόνον τότε οι άνθρωποι σταματούν να πολεμούν. Το μαρμάρινό μου μνημείο μπουκέτο ερυθρά τριαντάφυλλα στολίζουν. Μαραμένα θύματα της διάβασης του χρόνου. Αλλά μη με ψάξεις, δε θα με βρεις εκεί 61
74 Πήρα το χρυσαφένιο μου ρολόι, μα ξεθώριασε, έλιωσε και χύθηκε στο αχανές σιφόνι του σύμπαντος. Κι όμως είμαι εκεί. Εκεί όπου το σώμα παύει να δεσμεύει την ψυχή. Εκεί όπου ο χρόνος δε λογαριάζεται με λεπτά. Εκεί όπου το κενό αντικαθιστά τον χώρο. Μη βιαστείς, Θα σε περιμένω στην τέταρτη διάσταση. 62
75 Ελένη Ρουμπή (Τζάσμιν) 5 ο ΓΕΛ Θεσσαλονίκης Αέναη διαδρομή 2 ος Έπαινος Ποίησης Λυκείου Σε κάθε βήμα μου χορεύω στον αέρα Με τ αστερένιο άρμα μου πετάω στον αιθέρα Παντού να πάω επιθυμώ προτού στη γη γυρίσω Ταξίδι όπου υπάρχουνε άνθρωποι να γνωρίσω. Το σώμα μου τυλίγουνε μικρούλες φυσαλίδες Μέσα στα γαλανά νερά, γύρω από τις νησίδες Και στους επτά ωκεανούς θέλω να κολυμπήσω Ταξίδι όπου υπάρχουνε ψυχές να συναντήσω. Στο δρύινο, πατώ γερά τα πόδια μου, το χώμα Άραγε πόσες ομορφιές μπορώ να βρω ακόμα; Λίγο μονάχα σταματώ τα άνθη να μυρίσω Ταξίδια νέα ξεκινούν, δρόμοι να περπατήσω. 63
76 Είναι ένα ρόδο πορφυρό, με κάνει σταματάω Κι ας έχει φτάσει απόδειπνο, ακόμα το κοιτάω. Σε κάποιον ιδιαίτερο θέλω να το χαρίσω Ταξίδι όπου υπάρχουνε καρδιές για ν αγαπήσω. Ένα ακόμα δειλινό με βρίσκει στ ακρογιάλι Ταξιδευτές από εδώ έχουν περάσει κι άλλοι. Μέσα στο κρύο ξαφνικά φλέγεται η καρδιά μου Τώρ όποιον δρόμο να διαβώ βγάζει στη γειτονιά μου. 64
77 Νίκη Σταματιάδου (Εννομία) ΓΕΛ Αριδαίας Η πλεκτάνη του φωτός Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Λυκείου Ήσυχα εδώ τη νύχτα Όλα μοιάζουν μαύρα. Ήσυχα! Τρομάζει η μαυρίλα αλλά όχι εδώ. Εδώ μπορώ και ονειρεύομαι. Μοιάζει οικείο το σκοτάδι. Δεν βλέπω τίποτα και αυτό το τίποτα με ελευθερώνει. Τελικά, το διάφανο φως ήταν μια καλοστημένη πλάνη. Ψέμα, για να μην παρασυρθούμε απ το κακό. 65
78 Δέσποινα Ταγάρη (Μυρτώ) ΓΕΛ Αριδαίας Ο Καθρέφτης Έπαινος Συμμετοχής στην Ποίηση Λυκείου Έτσι έζησε την πολυσήμαντη ζωή του. Κάθε πρωί, καθώς κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη πατούσε άξαφνα την σκανδάλη. Κομμάτια σε αντανάκλαση τα μύχια της ψυχής του. Και τα βράδια έπεφτε για ύπνο, ελπίζοντας πως το πρωί θα ανακάλυπτε κάτι άλλο να σκοτώσει. 66
79 67
80 68 Δ. ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
81 Κωνσταντίνα Κάκκου (Συννεφούλα) Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών Η Κόλαση και ο Παράδεισος ενός Λόρδου 2 ο Βραβείο Διηγήματος Λυκείου Το όνομά της συνδέεται με την αρχαιότητα από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αργότερα, τη Βυζαντινή περίοδο, αποκτά τον τίτλο της συμβασιλεύουσας, σταυροδρόμι των Βαλκανίων και, τέλος, φτωχομάνα, μετά την εγκατάσταση του μικρασιατικού και θρακιώτικου πληθυσμού. Η Θεσσαλονίκη μου. Η πόλη που έχει τον ΠΑΟΚ για θρησκεία, που μεταμόρφωσε τα Λαδάδικα σε πολιτιστικό, γαστρονομικό και μουσικό γίγνεσθαι, που έχει το εκλεκτότερο καζάν ντιπί και την καλύτερη μπουγάτσα. Η ωραιότερη πόλη στα μάτια μου, που όμως έχει και τα μειονεκτήματά της. Ένα από αυτά, η γειτονιά μου. Στα εγκλήματα των μηχανικών της δεκαετίας του 70, εντάσσεται η γειτονιά μου. Αποστόλου Παύλου, πλακόστρωτο στενό, πολυκατοικίες στοιβαγμένες, ζωές διάτρητες, φιλίες ζυμωμένες με το πιο γερό υλικό, τον χρόνο. Από το Δημοτικό μού κόλλησαν το παρατσούκλι ο Λόρδος, μπορεί και η ίδια η μάνα μου με τις φίλες της, τις κυρίες της αυλής. Στην αρχή θύμωσα, αργότερα το συνήθισα και στο τέλος έκατσα στον θρόνο που εγώ επέλεξα. 69
82 Πάντα μου άρεσε η τάξη και η ησυχία. Νοικοκυρά η μάνα μου, ψυχαναγκαστική με την καθαριότητα, μοναχογιός εγώ, καλομαθημένος και ιδιότροπος. Δεν ήμουν ο μόνος στη γειτονιά που είχε παρατσούκλι. Τον φίλο μου τον Πέτρο, επειδή κάποτε έσπασε το χέρι του, τον λέγανε Γάντζο. Τον Χρήστο, στη γωνία, τον λέγανε Φριτς. Ήταν ξανθός, σαν Γερμανός. Την κυρία, στον τέταρτο, Βασιλειάδου, γιατί έλεγε το φλιτζάνι και έκανε την προξενήτρα. Τον κύριο με το μίνι μάρκετ γερο Λαδά, γιατί ήταν τσιγκούνης. Τον κύριο, στον πρώτο όροφο, βρικόλακα, γιατί είχε παράξενα μάτια, και πολλά άλλα, ίσως και λίγο πικάντικα ονόματα, όπως Βουγιουκλάκη την κομμώτρια, γιατί είχε νάζι και τσαχπινιά. Η ηχορύπανση και η φασαρία στο στενό ξεκινά από τις έξι το πρωί. Σημείο συνάντησης, ο φούρνος για τους πρωινούς. Η μυρωδιά του ψωμιού και των γλυκών πλημμυρίζει το στενό, πριν ακόμη ξυπνήσουμε. Το καλύτερο και πιο τραγανό κουλούρι της Θεσσαλονίκης. Το απόγευμα ζω το ριάλιτι των μπαλκονιών. Τα χρόνια του Λυκείου φορούσα ωτοασπίδες όταν διάβαζα. Στόχος μου ήταν η Νομική και τον πέτυχα. Αριστούχος, καμάρι της μάνας μου και της γειτονιάς μου, έστω και αν δεν είχα τις καλύτερες δημόσιες σχέσεις. Επόμενος στόχος: το δικαστικό σώμα. Τα τελευταία χρόνια διαβάζω συστηματικά στη βιβλιοθήκη. Τα απογεύματα είναι σκέτη κόλαση στο στενό. Θεραπεία γέλιου με τα φλιτζάνια και τους καφέδες, μουσική στο διαπασών, με πειράγματα και καμάκια μέχρι τον δρόμο. Πολλές φορές ρωτούσα τον πατέρα μου γιατί δεν εκνευρίζεται με όλα αυτά κάθε απόγευμα. Με νανουρίζουν, με διασκεδάζουν, είναι όλοι φίλοι μου, μου έλεγε. Μια φορά κάλεσα την Αστυνομία, σαν ακαδημαϊκός πολίτης που ήμουν. Οι κυρίες της αυλής στείλανε το βαρύ πυροβολικό, τη σειρήνα τη Φωτούλα, ένα κατακόκκινο φουστάνι, την κυρία Σμαρώ, μέχρι και η μάνα μου κατέβηκε στο στενό, για να λύσουν την παρεξήγηση. Το αποτέλεσμα: 70
83 γελάκια, αναλύσεις, εξηγήσεις και το μπατσάκι έφυγε. «Να χαίρεσαι τον αριστούχο σου» ακούστηκε στο στενό και ήταν η πρώτη φορά που η μάνα μου ντράπηκε για εμένα. Οι συνέπειες για εμένα τραγικές. Εμπάργκο οι πίτες της Σμαρώς, τέλος τα κεφτεδάκια και τα παπουτσάκια από την κυρία Σοφία. Για γλυκό ούτε λόγος. Πάντα ήξερα, ακόμα και αν η μάνα μου δεν το ομολογούσε, από ποια κουζίνα μαγειρεύτηκε το φαγητό. Ο φωταγωγός ήταν ο μεγάλος προδότης και η κάθε μαγειριά είχε τη δική της ταυτότητα. Μια μέρα, γυρνώντας από τη βιβλιοθήκη πεινασμένος, ρώτησα τη μάνα μου από πού είναι τα ψάρια: Τα ψάρια είναι για το συσσίτιο της Εκκλησίας. Εδώ και ένα χρόνο μαγειρεύουμε όλες οι κατίνες 100 μερίδες κάθε βδομάδα. Εσύ ζεις στον κόσμο σου και είναι κρίμα, αν, κάποτε, γίνεις δικαστής Οι κυρίες της αυλής είχαν αναπτύξει άλλα κοινωνικά αντανακλαστικά που απαιτούσε η εποχή και εγώ δεν είχα ιδέα. Η αλήθεια είναι ότι και παλιά κάποια γεγονότα έπεσαν στην αντίληψή μου. Όταν απέλυσαν τη Βουγιουκλάκη από το κομμωτήριο και δούλευε στο σπίτι της, δόθηκε το σύνθημα να το υποστηρίξουνε το κορίτσι. Όλες στη αρχή είχαν το ίδιο κόψιμο αλλά με διαφορετικό χτένισμα. Και τότε που η γεροντοκόρη έσπασε το πόδι της, όλες για έναν μήνα πήγαιναν με βάρδιες στο νοσοκομείο, μέχρι να γυρίσει στο σπίτι της. Επίσης, έκαναν έρανο μαζεύοντας δέκα δέκα ευρώ να βοηθήσουν έναν νεαρό στη γειτονιά που του είχανε κλέψει το μηχανάκι του, γιατί με αυτό έκανε τη δουλειά του. Εγώ πάντα ζούσα στον κόσμο μου, με συζητήσεις και ψηφίσματα στο αμφιθέατρο, καφέ στην πλατεία Αριστοτέλους και λίγες δράσεις στη ΧΑΝΘ. Τα κοινωνικά μου αντανακλαστικά ήταν ανύπαρκτα. Έμαθα πως η Φωτούλα, που δεν τελείωσε ακόμη την Ακαδημία, κάνει μαθήματα στα παιδιά της ενορίας, όπως και η κυρία των Αγγλικών σε παιδιά που δεν έχουν χρήματα οι γονείς τους. Όλοι κάτι κάνουν σε αυτήν τη γειτονιά, με τον τρόπο τους. 71
84 Τέλος, η έκπληξη, η συγκίνηση και η περηφάνια της μητέρας μου ήταν μοναδική, όταν για πρώτη φορά βοήθησα τις κυρίες της αυλής στα ψώνια, στη διανομή του συσσιτίου. Ένα πολύ μικρό βήμα που άργησα πολλά χρόνια να κάνω... 72
85 Ίριδα - Αικατερίνη Καμπέρογλου (Νηρηίδα) Γυμνάσιο Φιλοθέης Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι 3 ο Βραβείο Διηγήματος Γυμνασίου Η πρώτη ακτίνα του ηλίου, εκείνη την ημέρα, φώτισε ένα κλαδί του δέντρου που βρισκόταν μπροστά απ το παράθυρό μου. Όχι ένα οποιοδήποτε κλαδί. Το κλαδί από το οποίο, από στιγμή σε στιγμή, θα ελευθερωνόταν μια πεταλούδα. Ήμουν σίγουρη. Το κουκούλι είχε ήδη αρχίσει να τρέμει. Τα μικροσκοπικά αλλά δυνατά πόδια αυτού του θαυμαστού πλάσματος ήταν έτοιμα να αποχαιρετίσουν οριστικά την ασφάλεια του κουκουλιού και να βγουν στον πραγματικό κόσμο. Με ένα τελευταίο σπρώξιμο, ολόκληρο το σώμα της πεταλούδας βγήκε έξω από το κουκούλι. Αρχικά, έμοιαζε διστακτική πάνω στο παλιό της σπίτι. Όμως μετά, άνοιξε με θάρρος τα πανέμορφα λαμπερά φτερά της και πέταξε. Την κοίταξα μια τελευταία φορά. Τα φτερά της έπαιρναν όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου, καθώς κυμάτιζαν στο ελαφρύ αεράκι. Λες και χόρευε στον ουρανό, η πεταλούδα απομακρυνόταν, ώσπου χάθηκε μέσα στο απέραντο γαλάζιο. Για αρκετά ακόμα λεπτά, συνέχισα να χαμογελώ. Ήταν ό,τι ομορφότερο είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Σίγουρα ήταν ο καλύτερος τρόπος, για να ξεκινήσω τη μέρα μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Το προηγούμενο 73
86 βράδυ είχα αποκοιμηθεί καθισμένη στο γραφείο μου. Δε μελετούσα, βέβαια, για το σχολείο. Μελετούσα για το μέλλον μου. Μελετούσα τα όνειρά μου. Όμως, τα όνειρα αυτά δε βρίσκονταν στο μυαλό μου. Όλα μου τα όνειρα ήταν αποτυπωμένα σ ένα κομμάτι χαρτί. Η ονειρεμένη μελλοντική ζωή μου δεν πήγαζε από τη φαντασία μου, αλλά ήταν σχεδιασμένη λεπτομερώς στον παγκόσμιο χάρτη που είχα στο δωμάτιό μου από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλα μου τα όνειρα ήταν αυτός ο χάρτης. «Αθανασία!» Οι φωνές του αδελφού μου διέκοψαν τις σκέψεις μου. «Αθανασία, πού είσαι; Πρέπει να μιλήσουμε!» Βγήκα, τελικά, από το δωμάτιό μου και κατευθύνθηκα βαριεστημένα προς το καθιστικό. Ο αδελφός μου με περίμενε. «Τι έγινε;» τον ρώτησα, χωρίς να με ενδιαφέρει πραγματικά η απάντηση. Ο Ηρακλής πίστευε πως το κάθε πρόβλημά του αφορούσε όλους μας, απλώς επειδή ήταν ο μεγαλύτερος. «Πρέπει να κάνεις κάτι. Η Λυδία έχασε το φόρεμά της και δεν μπορώ να εξασκηθώ στην κιθάρα με όλη αυτή τη φασαρία.» «Τι θέλεις να κάνω;» τον ρώτησα θυμωμένη. «Δεν ξέρω. Να της μιλήσεις. Εσύ είσαι κορίτσι. Θα σε καταλάβει.» Αναστέναξα. Πάντα η ίδια δικαιολογία. Η αδελφή μου, αν και μόλις έναν χρόνο μικρότερή μου, χρειαζόταν συνεχώς κάποιον να την ηρεμεί. Και πάντοτε ο κλήρος έπεφτε σ εμένα. Κάπως έτσι, τα όνειρά μου παρέμεναν απλώς όνειρα. Ο χάρτης παρέμενε χάρτης και φοβόμουν πως ποτέ δε θα τον αντικαθιστούσαν φωτογραφίες. Φοβόμουν πως για πάντα θα ονειρευόμουν ζώντας μια ανούσια ζωή και ποτέ δε θα δημιουργούσα αναμνήσεις. Και, παρά τον μεγάλο φόβο μου, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσα να κάνω για να αλλάξω τη βαρετή καθημερινότητά μου. Έτσι, αναστενάζοντας, πήγα να μιλήσω στην αδελφή μου. Τα λόγια, όμως, δεν ήταν αρκετά για να την ηρεμήσουν. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να την ικανοποιήσω. Στο τέλος, συμβιβάστηκε να ησυχάσει, αν εγώ της έφερνα ένα δώρο. Βέβαια, 74
87 δεν υπήρχε περίπτωση να της αγοράσω κάτι. Προτίμησα να ψάξω για έναν «χαμένο θησαυρό» στην αποθήκη. Η αποθήκη, ίσως, να ήταν το πιο αγαπημένο μου δωμάτιο σε όλο το σπίτι. Πάντα υπήρχε κάτι ενδιαφέρον να ανακαλύψεις ανάμεσα στις δεκάδες ξεχασμένες κούτες. Με μια πρώτη ματιά, η αποθήκη μας έμοιαζε με ένα παγόβουνο. Το ψυχρό γαλάζιο φως του μοναδικού λαμπτήρα, που βρισκόταν στο ταβάνι, φώτιζε περίεργα τις στοιβαγμένες κούτες, κάνοντάς τες να μοιάζουν σαν παγωμένες. Κι εγώ, σαν μια σπουδαία εξερευνήτρια, έπρεπε να ανακαλύψω σε αυτό το παγόβουνο ένα όμορφο δώρο για την αδελφή μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη, πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να βρω κάτι αξιόλογο. Κάποια στιγμή είδα κάτι να γυαλίζει στο βάθος. Αναθάρρεψα. Παραμέρισα μερικά παλιά επιτραπέζια, για να το φτάσω. Ήταν μια τσάντα. Την πήρα στα χέρια μου. Φαινόταν αρκετά παλιά, αλλά ήταν σε καλή κατάσταση. Ίσως και να ικανοποιούσε την αδελφή μου. Την άνοιξα. Ήταν γεμάτη με παλιά παιχνίδια του Ηρακλή. Τα περισσότερα ήταν πολυκαιρισμένα αυτοκινητάκια και φιγούρες. Ένα αντικείμενο, όμως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένα μικρό παιδικό βιβλίο. Το ξεφύλλισα και, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, ανακάλυψα ότι δεν ήταν κατεστραμμένο. Χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο, αποφάσισα να κρατήσω αυτό το βιβλίο. Ήταν ο «θησαυρός» που είχα βρει εκείνη την ημέρα στην αποθήκη. Χάιδεψα το εξώφυλλό του. Απεικόνιζε ένα παιδάκι που κοίταζε τον ουρανό. Η εικονογράφηση ήταν απλοϊκή, όπως βέβαια και η ιστορία του βιβλίου. Όμως όσο περισσότερο το κοιτούσα τόσο μεγαλύτερη ανάγκη ένιωθα να το διαβάσω. Το κράτησα πιο σφιχτά. Ένιωσα μια βαθιά σύνδεση, λες και το παραμύθι αυτό ήταν προορισμένο να φτάσει στα χέρια μου. Με πολύ μεγάλη προσοχή, το πήρα στο δωμάτιό μου. Άδειασα το γραφείο μου και τοποθέτησα το βιβλίο κάτω από το χάρτη μου. Είχα αποκτήσει ένα καινούριο όνειρο. 75
88 Οι μέρες περνούσαν. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, όμως η ζωή μου γινόταν λίγο καλύτερη. Δεν είχα ξεφύγει από την καθημερινότητά μου, αλλά χαμογελούσα λίγο περισσότερο. Συνέχιζα να θυμώνω με τα αδέλφια μου, μα έκλαιγα λιγότερο. Κι όλα αυτά χάρη σε ένα παιδικό βιβλίο, που έκανε την κάθε μου μέρα λίγο πιο όμορφη. Το πρωί ήταν το πρώτο πράγμα που διάβαζα μόλις ξυπνούσα. Το βράδυ ήταν το τελευταίο πράγμα που διάβαζα πριν κοιμηθώ. Πάντα το είχα μαζί μου. Όταν δεν το κρατούσα στα χέρια μου, βρισκόταν στις σκέψεις μου. Τα όμορφα φωτεινά χρώματα, τα χαρούμενα σχέδια, τα ελάχιστα, απλά, μα τόσο σοφά λόγια είχαν χαραχτεί στο μυαλό μου και ήμουν σίγουρη πως δε θα τα ξεχνούσα ποτέ. Ένα βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ξεφύλλιζα το βιβλίο και βημάτιζα νευρικά στο δωμάτιό μου. Τότε κατάλαβα ποιο ήταν το πρόβλημά μου. Είχα λατρέψει αυτό το βιβλίο, αλλά ήθελα απεγνωσμένα να το μοιραστώ με κάποιον. Η Λυδία ήταν η πρώτη μου σκέψη. Όταν, όμως, στάθηκα έξω από την πόρτα του δωματίου της, αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερο να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί. Ήρθε το επόμενο πρωί, αλλά ακόμα δεν ένιωθα πολύ σίγουρη. Ίσως να μην ήταν η κατάλληλη στιγμή. Περίμενα έως το μεσημέρι. Βρήκα, τελικά, την αδελφή μου να χτενίζει τα μαλλιά της. Στάθηκα κι εγώ πίσω της και κοίταζα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Φαινόμουν τόσο παράταιρη. Νευρική και άχαρη, με τα ίσια καστανά μαλλιά μου να κρύβουν το πρόσωπό μου, κοίταζα σχεδόν με φόβο την ήρεμη, όμορφη αδελφή μου, που χτενιζόταν αδιάφορη για όλα όσα συνέβαιναν στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. «Αθανασία;» Άρχισα να λέω κάτι, αλλά αμέσως σταμάτησα. Δεν μπορούσα να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί της. Έπρεπε να βρω κάποιον άλλον. Έχοντας πάντα το βιβλίο μαζί μου, βγήκα έξω. Δύσκολα θα έβρισκα έναν συνομήλικό μου που να ενδιαφέρεται γι αυτό το βιβλίο. Έτσι, έψαχνα για ένα μικρότερο παιδί. Έφτασα στην παιδική χαρά. Κάθισα σε ένα παγκάκι και παρατήρησα τα παιδιά που έπαιζαν 76
89 γύρω μου. Δεν μπορούσα όμως να βρω το θάρρος να πλησιάσω κάποιο. Οι ώρες περνούσαν. Αναστέναξα απογοητευμένη. Μάλλον είχε έρθει η ώρα να φύγω. «Γεια!» Αναπήδησα. Ένα κορίτσι είχε καθίσει δίπλα μου. Τα μεγάλα γαλανά μάτια της με κοιτούσαν με προσήλωση και θαυμασμό. Άργησα να της απαντήσω. Ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσε κάποιος, μετά από τόσες ώρες που είχα περάσει σ αυτό το παγκάκι. Σήκωσα το χέρι μου να τη χαϊδέψω. Σταμάτησα. Μήπως δεν έπρεπε; Για μια στιγμή το χέρι μου έμεινε μετέωρο στον αέρα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ένιωθα το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. Τελικά, κατέβασα το χέρι μου και αρκέστηκα σ ένα χαμόγελο. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησα. Πριν προλάβει όμως να μου απαντήσει, μια κυρία, μάλλον η μητέρα της, ήρθε προς το μέρος μας. Έπιασε το κοριτσάκι από το χέρι. «Χαιρέτησε τη φίλη σου και πάμε» της είπε. Εκείνη πρέπει να ντράπηκε, γιατί κατέβασε το κεφάλι της και κρύφτηκε πίσω από τη μητέρα της. Σηκώθηκα κι εγώ. Διέσχισα με αργά βήματα το πάρκο. Δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί. Ήμουν τόσο απογοητευμένη. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Τόσες μέρες περίμενα γι αυτήν την ευκαιρία. Τόσες μέρες περίμενα να μιλήσω σ ένα παιδί και η αμηχανία μου τα κατέστρεψε όλα. Αν είχα λίγα λεπτά ακόμα Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα. Η θλίψη μου μετατράπηκε σε οργή. Ήμουν θυμωμένη με τον εαυτό μου, τη ζωή μου, τα πάντα. Χαμένη στις σκέψεις μου, περπατούσα, χωρίς να ξέρω πού ακριβώς πήγαινα. Ένας περίεργος ήχος με έκανε να σταματήσω. Κοίταξα γύρω μου. Δεν αναγνώριζα ούτε τα κτίρια ούτε τον δρόμο στον οποίο βρισκόμουν. Μάλλον είχα απομακρυνθεί αρκετά από τη γειτονιά μου. Όλα φαίνονταν κάπως μονότονα και μουντά. Γκρίζα σπίτια, εγκαταλελειμμένες παράγκες, σπασμένα πεζοδρόμια Το μέρος ήταν αρκετά καταθλιπτικό και κάπως τρομακτικό. Δεν ήταν αυτό, όμως, που μου είχε τραβήξει την προσοχή, αλλά μια περίεργη μελωδία. Αφουγκράστηκα πιο 77
90 προσεκτικά. Κάποιος τραγουδούσε. Ακολουθώντας τη ρυθμική μελωδία, προχώρησα μέχρι το τέλος του δρόμου. Διστακτικά, έστριψα σε ένα μικρό δρομάκι και έκανα μερικά ακόμα βήματα. Δεν είχα το θάρρος να προχωρήσω παραπέρα. Η φωνή ακουγόταν πιο καθαρά. Παρόλα αυτά, δεν μπορούσα να καταλάβω τα λόγια. Έκλεισα τα μάτια μου. Ξαφνικά οι αναμνήσεις από ένα βράδυ, πριν από αρκετά χρόνια, επέστρεψαν στο μυαλό μου. Μια επτάχρονη, τρομοκρατημένη εκδοχή του εαυτού μου, στέκεται ολομόναχη στην πλαγιά ενός βουνού. Μακριά από το σπιτάκι όπου διανυκτερεύει η οικογένειά της, με μόνη συντροφιά τα δέντρα που την περικυκλώνουν, κάθεται κάτω και αρχίζει να κλαίει. Σταγόνες βροχής ανακατεύονται με τα δάκρυά της και ποτίζουν το χώμα. Η βροχή δυναμώνει. Κάποιο σκυλί αρχίζει να γαβγίζει. Όχι θυμωμένα, όμως. Ούτε και χαρούμενα. Μαζί με το ρυθμικό ήχο της βροχής, ακούγεται και κάποιο τραγούδι. Η μελωδία είναι τόσο μαγευτική που το τρομαγμένο κορίτσι σηκώνεται και ακολουθώντας την φτάνει σ ένα ξέφωτο, όπου βρίσκει τον αδελφό της. Άνοιξα τα μάτια μου. Εκείνη η μελωδία που με είχε σώσει έμοιαζε απίστευτα με τη μελωδία που άκουγα εκείνη τη στιγμή. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να μάθω από πού προερχόταν. Με μικρά αλλά αποφασιστικά βήματα, διέσχισα το σκοτεινό δρομάκι. Όσο προχωρούσα, η μελωδία κυρίευε το μυαλό μου, φώτιζε το δρομάκι και γαλήνευε την ψυχή μου. Σταμάτησα. Είχα φτάσει. Δεν βρήκα, όμως, αυτό που περίμενα. Η μουσική ακουγόταν από ένα μεγάλο χαρτόκουτο, που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου. Έσκυψα για να κοιτάξω στο εσωτερικό του. Πάγωσα από την έκπληξη. Ένα μικρό αγόρι καθόταν κουλουριασμένο, σαν μια ξεθωριασμένη, ξεφούσκωτη μπάλα που όλοι είχαν παρατήσει και με την οποία κανείς δεν ήθελε να παίξει. Κι όμως. Αυτό το ταλαιπωρημένο πλάσμα τραγουδούσε έναν σκοπό, που ίσως να μην είχε λόγια, αλλά είχε τη δύναμη να φωτίσει το καθετί που έβλεπα εκείνη τη στιγμή. 78
91 Κάθισα σιωπηλή δίπλα στο κουτί και περίμενα να τελειώσει το τραγούδι. Τότε πρόσεξα τα οστεωμένα μελαμψά χέρια του να σφίγγουν δύο πέτρες, τις οποίες, μάλλον, χρησιμοποιούσε ως μουσικό όργανο. Δεν κατάλαβα γιατί, αλλά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό μου. Το αγόρι πρέπει να συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια μόνο του, διότι σταμάτησε να τραγουδάει και βγήκε έξω. Χαμογέλασα και ασυναίσθητα το πήρα στην αγκαλιά μου. Ένιωθα πολύ πιο άνετα. «Θέλεις κάτι;» ρώτησα. Το μικρό αγόρι δε μου απάντησε. Σήκωσε το βλέμμα του από το έδαφος και με κοίταξε τρομαγμένο. Ετοιμάστηκε να κρυφτεί και πάλι στο χαρτόκουτο. «Μήπως θέλεις λίγο νερό; Μια σοκολάτα;» Αυτή τη φορά τα μάτια του έλαμψαν, όχι από φόβο αλλά από ενθουσιασμό. Έβγαλα μια σοκολάτα και ένα μπουκάλι νερό από την τσάντα μου για να του τα δώσω. Το παιδί άπλωσε το χέρι του. Άγγιξε διστακτικά το περιτύλιγμα της σοκολάτας και άρχισε να το χαϊδεύει με τα αδύναμα δάκτυλά του. Το χέρι του έτρεμε, αλλά, τελικά, άρπαξε τη σοκολάτα και προσπάθησε να σκίσει το περιτύλιγμα, όμως δεν τα κατάφερε. Έτρεμε ολόκληρο. Το χαρτί γλιστρούσε από τα χέρια του. Χαμογέλασα ξανά μέσα στα δάκρυά μου και το βοήθησα. Μετά κάθισα δίπλα του και το παρακολούθησα να τρώει λάμποντας από χαρά. Μακάρι να είχα κάτι ακόμα μαζί μου! Όταν τελείωσε, έμεινε σιωπηλό και με κοιτούσε με προσμονή. «Πώς σε λένε» τον ρώτησα. «Ραφαήλ. Εσένα;» Επιτέλους, ο μικρός Ραφαήλ μου μιλούσε. «Αθανασία» του είπα και βιάστηκα να συνεχίσω τη συζήτηση, πριν αποφασίσει να κρυφτεί στο χαρτόκουτό του. «Σου άρεσε η σοκολάτα;» Χαμογελώντας, έγνεψε καταφατικά. «Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε. «Άκουσα το τραγούδι σου. Ήταν πραγματικά μαγευτικό» του είπα. «Μπορώ να στο μάθω.» «Θα το ήθελα πάρα πολύ.» Για μια στιγμή φάνηκε διστακτικός, προβληματισμένος. Η απάντησή μου τον είχε ξαφνιάσει. «Μα θα πρέπει να κάτσεις εδώ, μαζί μου.» «Φυσικά» του απάντησα. «Μα δεν έχω σπίτι» 79
92 συνέχισε. «Δεν πειράζει.» «Ούτε οικογένεια.» «Θα κρατάμε συντροφιά ο ένας στον άλλον» είπα χαμογελώντας. «Γιατί κλαις;» με ρώτησε. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν ακόμα βουρκωμένα. «Δεν είναι τίποτα» του είπα τελικά. Ο Ραφαήλ, ξαφνικά, έπεσε πάνω μου και με αγκάλιασε. Αμέσως, όμως, μαζεύτηκε σε μια γωνιά. «Θα φύγεις;» με ρώτησε λυπημένος. Ήταν η σειρά μου να ρωτήσω γιατί. «Όλοι φεύγουν» μου απάντησε. «Εγώ δε θα φύγω» είπα και το εννοούσα. Είχα βρει, επιτέλους, τη συντροφιά που ήθελα. Πέρασα όλη την υπόλοιπη μέρα μαθαίνοντας για τη ζωή του Ραφαήλ. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά, καθώς περνούσαν οι ώρες, γινόταν όλο και πιο αυθόρμητος. Προσπάθησε να μου μάθει να παίζω μουσική με τις πέτρες. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο φαινόταν. Σίγουρα, όμως, ήταν πολύ πιο διασκεδαστικό απ ό,τι πίστευα. Έφτασε το απόγευμα και άρχισα να πεινάω. Άνοιξα την τσάντα μου, αλλά εκείνη η σοκολάτα ήταν πράγματι το μόνο τρόφιμο που είχα μαζί μου. Την πέταξα κάτω απογοητευμένη. «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε ο Ραφαήλ, κοιτάζοντας το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε πέσει από την τσάντα μου. «Άνοιξέ το. Θα σ αρέσει» του είπα και εκείνος ξεφύλλισε το βιβλίο με θαυμασμό και απορία και μετά το ξανάκλεισε. «Δεν ξέρω να διαβάζω» είπε. Αρχικά απόρησα, αφού προηγουμένως μου είχε πει ότι ήταν εννιά χρονών. Μετά όμως, συνειδητοποίησα ότι αυτό το παιδί δεν πρέπει να είχε πάει ποτέ σχολείο. «Θέλεις να σου μάθω;» τον ρώτησα και κάπως έτσι καταλήξαμε σε μια συμφωνία. Θα τον συναντούσα κάθε μέρα και θα του μάθαινα ανάγνωση, ενώ αυτός θα μου μάθαινε εκείνη τη συναρπαστική μελωδία. Πράγματι, το επόμενο πρωί πήρα το βιβλίο μου και μερικά τρόφιμα και πήγα να βρω τον νέο μου φίλο. «Ήρθες» μου είπε μόλις με είδε, με μεγάλη έκπληξη. «Σου είπα ότι εγώ δε θα σε αφήσω.» Αρχικά, ξεκινήσαμε το μάθημα με κάποια σχέδια στο χώμα και αργότερα περάσαμε στο βιβλίο. Το άνοιξα 80
93 στην πρώτη σελίδα. Έδειχνε ένα πανέμορφο, μεγαλοπρεπές λουλούδι. Διάβασα αργά την πρόταση που υπήρχε από κάτω. Ο Ραφαήλ προσπαθούσε να με ακολουθήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μεσημέρι κάναμε ένα διάλειμμα. Εγώ ήμουν απογοητευμένη και φοβόμουν ότι ποτέ δε θα τα καταφέρναμε, αλλά εκείνος συνέχιζε την προσπάθεια. «Ήρθε η, ήρθε η ά- νο, ήρ-θε-η-α-νοι-ξη!» Τα είχε καταφέρει. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ούτε ο ίδιος μπορούσε. Άρχισε να πηδάει και να χορεύει, τραγουδώντας και φωνάζοντας ευτυχισμένος. Σηκώθηκα κι εγώ και χόρεψα μαζί του. Εκείνη ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Ο Ραφαήλ κατάφερε να διαβάσει όλη την πρώτη σελίδα κι εγώ έμαθα τις πρώτες νότες του τραγουδιού του. Λυπήθηκα μόνον όταν βράδιασε και έπρεπε να φύγω. Δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Το επόμενο πρωί ξύπνησα πριν ξημερώσει και πήγα, σχεδόν τρέχοντας, στον δρόμο που κάθε άλλο παρά φοβόμουν πια. Η δεύτερη σελίδα έδειχνε μια μικρή μέλισσα να προετοιμάζεται για το ταξίδι της. Ο Ραφαήλ λάτρεψε την εικόνα και διάβασε σχετικά γρήγορα το κείμενο. «Σου αρέσουν τα ταξίδια;» με ρώτησε κάποια στιγμή. «Περισσότερο απ ό,τι μπορείς να φανταστείς» του απάντησα χαμογελώντας. Κάπως έτσι, άρχισα να του μιλάω για το όνειρό μου. Όσο μιλούσα, παθιαζόμουν ακόμα περισσότερο, και εκεί που νόμιζα πως τα είχα πει όλα όσα αισθανόμουν, όλο και κάτι καινούργιο μου ερχόταν στο μυαλό. Χωρίς να το καταλάβω, πέρασα πολλές ώρες μιλώντας. Ο Ραφαήλ άρχισε να συμμετέχει κι αυτός στη συζήτηση. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι αυτό το παιδί θα με καταλάβαινε καλύτερα από τον ίδιο τον εαυτό μου. Οι μέρες περνούσαν. Κάθε μέρα μελετούσαμε και μια σελίδα από το ταξίδι της μέλισσας και συζητούσαμε ένα κομμάτι από το ταξίδι της ζωής μας. Την πέμπτη μέρα, η μέλισσα έφτασε στο τέλος του ταξιδιού. Εκείνη η σελίδα ήταν η αγαπημένη μου. Έδειχνε δύο μέλισσες να προσπαθούν να φτάσουν 81
94 ένα λουλούδι, το οποίο φαινόταν σαν να έχει χωριστεί στα δύο. Η σκηνή ήταν τόσο οικεία! Ασυναίσθητα χαμογέλασα. «Τι έγινε;» με ρώτησε ο Ραφαήλ. «Η σκηνή μοιάζει τόσο πολύ με μια σκηνή από το σπίτι μου, με τα αδέλφια μου» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Μακάρι να είχα κι εγώ σπίτι.» Δεν ήξερα τι να του πω. «Να είχα οικογένεια» συνέχισε. Τώρα ήξερα τι να του πω. Ή, μάλλον, ήξερα τι να κάνω. Άνοιξα τα χέρια μου και ο μικρός έπεσε στην αγκαλιά μου. Άρχισε να τρέμει. Του χάιδεψα τα μαλλιά. «Τώρα έχεις εμένα» του είπα. Φτάσαμε στην τελευταία σελίδα. Είχε περάσει μία εβδομάδα. Ο Ραφαήλ μού είχε μάθει ολόκληρο το τραγούδι. Το βράδυ, το σιγοτραγουδούσα και ανυπομονούσα να έρθει το επόμενο πρωί, για να διαβάσουμε την τελευταία σελίδα. Πριν ξεκινήσω για το γνωστό σημείο συνάντησής μας, του ετοίμασα ένα δωράκι. Ήταν ένα μικρό τύμπανο. Ευτυχισμένη, προχωρούσα στα δρομάκια της γειτονιάς μου, κρατώντας το τύμπανο στα χέρια μου. Όλα έμοιαζαν πιο όμορφα, πιο φωτεινά, πιο ζωντανά. Και εγώ η ίδια αισθανόμουν πιο ζωντανή. Έφτασα. Ο Ραφαήλ, όμως, δε με περίμενε στον δρόμο. Περίεργο. Ίσως να κοιμόταν ακόμα. Κοίταξα μέσα στο χαρτόκουτο. Ήταν άδειο. Πού ήταν ο Ραφαήλ; Άρχισα να ανησυχώ. Έψαξα σε όλα τα κοντινά δρομάκια, μα δεν τον βρήκα πουθενά. Γύρισα πάλι στο χαρτόκουτο. Κάθισα κάτω και περίμενα. Κάποια στιγμή θα ερχόταν. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Όμως, έφτασε η νύχτα και ήμουν ακόμη μόνη μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω, αλλά καταλάβαινα πως ο Ραφαήλ δε θα επέστρεφε. Κοιμήθηκα 82
95 κλαίγοντας μέσα στο χαρτόκουτο. Δεν ήθελα να ξαναβγώ έξω. Η ζωή μου δεν είχε πια νόημα. Είχα χάσει τον καλύτερό μου φίλο. Το επόμενο απόγευμα ήρθε ο αδελφός μου. Με είχε βρει. Δεν είχα ιδέα πώς και ούτε με ενδιέφερε να μάθω. Τον άφησα να με πάει πίσω στο σπίτι. Μετά από δύο μέρες, αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κοίταξα τον χάρτη μου. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τι το ιδιαίτερο είχε αυτό το κομμάτι χαρτί. Δεν είχα πια όνειρα. Δεν ήθελα να ταξιδέψω. Σταμάτησα τις σκέψεις μου. Δεν ήμουν αυτή εγώ. Για χάρη του Ραφαήλ, έπρεπε να συνέλθω. Κοίταξα ξανά τον χάρτη. Ακόμα, τίποτα. Ίσως να μην ήθελα πραγματικά να ταξιδέψω στον κόσμο πια. Ή μήπως είχα ήδη ζήσει τα όνειρά μου; Μήπως είχα ήδη κάνει το ταξίδι που ονειρευόμουν; Όχι σε μέρη μακρινά αλλά στη γειτονιά μου σ ένα σκοτεινό δρομάκι. Με διαβατήριο ένα βιβλίο. Και μπορεί να μην είχα δει αξιοθέατα μα ένα χαρτόκουτο. Κι όμως. Για όλη την προηγούμενη εβδομάδα, αυτό το χαρτόκουτο ήταν για μένα το ομορφότερο μέρος του κόσμου. Ίσως, τελικά, το ταξίδι που είχα ονειρευτεί, το ταξίδι που έκανα, ακόμα και το ταξίδι της μέλισσας στο βιβλίο να μην είχαν καμία διαφορά. Ίσως Κάποιος χτύπησε την πόρτα μου, διακόπτοντας τις πρώτες κάπως αισιόδοξες σκέψεις που είχα κάνει τις τελευταίες ημέρες. «Αθανασία;» Ήταν η Λυδία. Διστακτικά, άνοιξα την πόρτα. «Είσαι καλά;» με ρώτησε. Χαμογέλασα. Μου είχε λείψει η αδελφή μου. Τα μικρά, ασήμαντα, μα τόσο γλυκά προβλήματά της. Την αγκάλιασα. «Θα γίνω» της απάντησα και το εννοούσα. Πράγματι, οι μέρες που ακολούθησαν ήταν λίγο πιο ευχάριστες. Πέρασε μία εβδομάδα. Ήταν Κυριακή μεσημέρι. «Αθανασία!» Ο Ηρακλής με περίμενε στην αυλή. Αυτή τη φορά, όμως, δεν ήθελε να παραπονεθεί για κάτι. Ούτε ήταν θυμωμένος. Έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία. «Τελείωσα το πρώτο μου τραγούδι!» μου είπε, μόλις έφτασα κοντά του. Κάθισα δίπλα του. Πήρε στα χέρια του την κιθάρα του. Δεν είχε προλάβει να τραγουδήσει ούτε την 83
96 πρώτη στροφή, και τα πρώτα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Σηκώθηκα και απομακρύνθηκα από τον αδελφό μου. Όσο περπατούσα σκεφτόμουν τόσο έντονα το τραγούδι του Ραφαήλ που νόμιζα πως το άκουγα. Η μαγική μελωδία ακουγόταν όλο και πιο καθαρά, όλο και πιο δυνατά. Σήκωσα το βλέμμα μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Ο Ραφαήλ στεκόταν στο πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι μου. Δεν ήταν μόνος του. Κι άλλα παιδιά τον ακολουθούσαν. Χαμογελώντας, μου κούνησε το χέρι. Φαινόταν να έχει ψηλώσει μερικούς πόντους. Σκούπισα τα δάκρυα από το πρόσωπό μου και τον χαιρέτησα. Χαμογέλασα. Σκέφτηκα το βιβλίο. Δε χρειαζόταν πια να διαβάσουμε την τελευταία σελίδα. 84
97 Ανδρονίκη Καραθανάση (Μελωδία) Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Πατρών Χρωματιστά χαρτόκουτα Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Λυκείου Ήταν πρωί Τα λιγοστά δέντρα γύρω μου παρέμεναν ασάλευτα, ακίνητα και επιβλητικά, ρίχνοντας τις σκιές τους στα μικρά πρόχειρα σπίτια. Εγώ περπατούσα ανάμεσα από αυτά, στους στενούς δρόμους, που επικρατούσε ησυχία. Έτσι γινόταν το πρωί στις φαβέλες, δε θρόιζαν τα φύλλα, δεν άκουγες φωνές παρά μόνο τα βήματα των σχολειόπαιδων πού και πού, που και αυτά ήταν λίγα, γιατί δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να εκπαιδεύονται. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν ο Βίκτορ με τον Λούκας και τον Μάρκο και επιδείκνυαν ο ένας στον άλλον τα κόλπα που ήξεραν. Φυσικά, χωρίς να χάνω καιρό, άρπαξα την μπάλα και συμμετείχα στο παιχνίδι. Μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο, όπως και σε πολλά παιδιά που κατοικούσαν στη φαβέλα Μαρέ. Όταν γινόντουσαν αγώνες μουντιάλ εδώ στο Ρίο, πήγαινα με τους φίλους μου και προσπαθούσαμε να ακούσουμε και να δούμε όσα μπορούσαμε από το γήπεδο. Γευόμασταν μικρές στιγμές δόξας των νικητήριων ομάδων και νιώθαμε λες και νικούσαμε και εμείς. Όμως, πριν λίγο καιρό, χτίστηκαν τείχη γύρω από τη φαβέλα και μας έγινε πιο δύσκολο να παρακολουθήσουμε αυτό το υπέροχο γεγονός. Θυμάμαι σαν χθες τις παθιασμένες φωνές των παιδιών, όταν άρχιζαν οι φαντασμαγορικές 85
98 φωταψίες. Εγώ, απλώς καθόμουν εκεί και ευχόμουν να μπορούσα να παίξω κι εγώ σε εκείνο το γήπεδο κάποια μέρα Μετά από λίγη ώρα, είχε έρθει η αδερφή μου και αυτό σήμαινε πως θα φεύγαμε για το σχολείο. Ήμουν πολύ χαρούμενη που η μητέρα μας μάς επέτρεπε πια να βγαίνουμε έξω, χωρίς τη συνοδεία της. Μέχρι πέρυσι, μας πήγαινε αυτή στο σχολείο και βγαίναμε σπάνια για παιχνίδι στους χωματόδρομους. Δεν είναι σωστό να κυκλοφορείτε μόνες, μας έλεγε, έξω υπάρχουν συμμορίες και άνθρωποι που μπορεί να σας κάνουν κακό. Παρόλο που συχνά παραπονιόμασταν, ξέραμε ότι είχε δίκιο, έτσι υποχωρούσαμε και παίζαμε μέσα στο σπίτι με τον μικρό μας αδερφό τον Χοσέ. «Ιάρα!» φώναξε η αδερφή μου, βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου και την αναπόληση. Την πλησίασα και εκείνη μου έδωσε τα βιβλία μου, που είχα αφήσει κάτω πριν. «Θα αργήσουμε!» συνέχισε να μου λέει «Και η μαμά θέλει να δώσουμε κι αυτά». Έκανε ένα νεύμα, δείχνοντάς μου τα χέρια της, όπου κρατούσε τρεις γεμάτες σακούλες. Κάθε εβδομάδα, η μητέρα μας μαγείρευε επιπλέον φαγητό για δύο κυρίες που έμεναν λίγο πιο πέρα. Είχαν προβλήματα υγείας και τις βοηθούσε. Έτσι, μας έδινε συχνά σακούλες με τρόφιμα, για να τις πάμε σε αυτές τις κυρίες. Περπατούσαμε στους χωματόδρομους και κοιτούσαμε σιωπηλές τριγύρω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματά μας να εισχωρούν στο χώμα. Ο ήλιος υψωνόταν όλο και περισσότερο αργά αργά και γαλήνια σαν ένα μικρό παιδί που μόλις είχε ξυπνήσει από τον γλυκό του ύπνο Καθώς ανεβαίναμε πιο ψηλά στον λοφίσκο που ήταν η φαβέλα μας, παρατηρούσα την ασυμμετρία των μικρών σπιτιών. Ήταν σαν χρωματιστά χαρτόκουτα, έτοιμα να καταρρεύσουν, έτσι όπως ήταν στοιβαγμένα. Ύστερα από λίγη ώρα, είχαμε φτάσει στο σπίτι της κυρίας Μαρίας. Ήταν πολύ συμπαθητική και χαιρόταν πολύ όταν την επισκεπτόμασταν. 86
99 «Καλημέρα, καλές μου!» μας είπε χαρούμενη και περάσαμε μέσα στο σπίτι της. Η μία της γάτα ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου και αμέσως ένιωσα ακόμα περισσότερο ευπρόσδεκτη. Το σπίτι της κυρίας Μαρίας ήταν μικρό και κάπως ακατάστατο, αλλά στα μάτια μου ήταν ένα σπίτι γεμάτο υπέροχες αναμνήσεις, καθώς εδώ είχα περάσει πολλά χρόνια της ζωής μου μέχρι τώρα. Ερχόμουν μετά το σχολείο και καθόμουν μέχρι το απόγευμα, παίζοντας και περνώντας ευχάριστα την ώρα μου, ώσπου γύριζε η μητέρα μου από την τότε δουλειά της και με έπαιρνε σπίτι. Καθίσαμε για λίγο και μιλήσαμε μαζί της και έπειτα φύγαμε. Δύο σπίτια πιο πέρα ήταν και το σπίτι της κυρίας Άννας που θα της δίναμε τα υπόλοιπα τρόφιμα που είχε ετοιμάσει η μητέρα μας. Έξω από το σπίτι της στεκόταν ο γιός της ο Πέντρο, που θα ερχόταν μαζί μας στο σχολείο. Τον χαιρετίσαμε και μπήκαμε μέσα στο σπίτι για να αφήσουμε τα τρόφιμα, αφού ακόμα η μητέρα του κοιμόταν. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, να περπατάμε για το σχολείο. Το σχολείο μας δεν ήταν μεγάλο, σαν εκείνα των πόλεων, καμία σχέση. Ήταν, πάντως, ένα αξιοπρεπές μικρό κτίριο. Χωρίς πολλές ανέσεις, κυλικείο ή κάτι τέτοιο. Είχε, τουλάχιστον, θέρμανση, αλλά και αυτή λειτουργούσε σπάνια και μόνο όταν υπήρχε μεγάλη ανάγκη, που, λόγω κλίματος, συνήθως δεν υπήρχε. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να φτάσουμε, καθώς ήταν αρκετά κοντά. Στη μικρή του αυλή είχαν μαζευτεί σχεδόν όλα τα παιδιά και ετοιμαζόντουσαν να μπουν στις τάξεις τους. Τρέξαμε γρήγορα κι εμείς και συγχωνευτήκαμε στο πυκνό πλήθος των παιδιών. Μπήκαμε μέσα στις τάξεις και αρχίσαμε το μάθημα. Είχαμε μια καινούρια δασκάλα που ήταν πολύ συμπαθητική και δεν έμενε εδώ, αλλά στο κέντρο της πόλης του Ρίο. Μας είχε πει πως είχε έρθει από τον Καναδά. Θυμάμαι που την είχαμε ρωτήσει γιατί είχε έρθει εδώ, αφού εκεί που έμενε 87
100 πριν ήταν καλύτερα. Η απάντησή της μου έχει χαραχτεί στο μυαλό Ήρθα εδώ και δουλεύω εθελοντικά, ήρθα γιατί το ήθελα και ήταν το όνειρό μου να βοηθάω ανθρώπους σαν εσάς να σταθείτε στην κοινωνία και να δείξετε πόσο λαμπρά μυαλά είστε Να κυνηγάτε και εσείς, παιδιά μου, τα όνειρά σας Εγώ, βέβαια, ακόμη απορούσα γιατί ήθελε τόσο να έρθει εδώ, αλλά, αφού ήταν το όνειρό της, καταλαβαίνω ότι θα είναι μεγάλο επίτευγμα γι αυτήν που τα κατάφερε Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να πετύχω το όνειρό μου Ήθελα να γίνω παίκτρια ποδοσφαίρου, να προπονηθώ, να πάω σε αγώνες Αλλά αυτό ήταν κάτι το άπιαστο, γιατί ούτε αρκετά χρήματα είχαμε ούτε προπονητές θα μπορούσαμε να βρούμε, για να προπονήσουν ένα κορίτσι που ζούσε σε μια φαβέλα. Έτσι, το κρατούσα κρυφό, για να μην επιβαρύνω τη μητέρα μου. Όταν το μάθημα τελείωσε, όλα τα παιδιά του σχολείου δεν ήμασταν και πολλά- μαζευτήκαμε στο μικρό προαύλιο. Ο ήλιος έπεφτε καθώς ήταν απόγευμα, αλλά είχε αρκετό φως ακόμα για να παίξουμε όλοι μαζί. Καθώς παίζαμε κρυφτό, παρατήρησα πως πίσω από ένα δέντρο υπήρχε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Όχι πολύ φουσκωμένη, ήταν ό,τι έπρεπε για παιχνίδι. Πήρα την μπάλα στα χέρια μου και πήγα σε μια άκρη του προαυλίου. Τη σήκωσα ψηλά για να δω τι έγραφε με το φως του ήλιου. Πάνω της δεν είχε κανένα όνομα, οπότε είπα να την κρατήσω. Την άφησα στο έδαφος και άρχισα να ντριπλάρω, προσπαθώντας να αποφύγω τους νοητούς αντιπάλους που στεκόντουσαν μπροστά μου, έτοιμοι να μου την κλέψουν και να σκοράρουν γκολ στο δικό μου τέρμα. Έτρεξα αποφεύγοντας τον πρώτο, που παραλίγο να μου κάνει φάουλ. Και αμέσως ένιωσα να βρίσκομαι στο γήπεδο Μαρακανά, το γήπεδο του Ρίο ντε Τζανέιρο Τα φώτα άναψαν και ξαφνικά άκουσα κόσμο να ζητωκραυγάζει από τις θέσεις του, που με περικύκλωναν «Η Ιάρα - Μαρία 88
101 Φερνάντος περνάει τον πρώτο αντίπαλο!» μπορούσα σχεδόν να ακούσω τη φωνή του εκφωνητή αγώνα να λέει. Με μία προσεγμένη προσποίηση, πέρασα και τον δεύτερο και τότε μία φιγούρα ξεπρόβαλλε από την άλλη πλευρά του γηπέδου και μου φώναξε: «Δώσε μου πάσα!» Γύρισα έκπληκτη και είδα τη δασκάλα μου, τη δεσποινίδα Άννα, να κουνάει το χέρι της. Ήταν και αυτή στην ομάδα μου και της έστειλα την μπάλα με μία δυνατή πάσα που έκανε το κοινό να αρχίσει να ζητωκραυγάζει, αφού ήμασταν αρκετά κοντά στο τέρμα. Η δεσποινίς Άννα πλησίασε το τέρμα και με μία φοβερά εντυπωσιακή κίνηση προσπέρασε τον αντίπαλο. Γεμάτη χάρη, έβαλε γκολ στην αντίπαλη ομάδα και έμεινα να κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. Τότε, επανήλθα στην πραγματικότητα ήμασταν στο προαύλιο του σχολείου ακόμα και όλα τα παιδιά είχαν φύγει, εκτός από την αδερφή μου, τον Πέντρο και άλλα τέσσερα κορίτσια που καθόντουσαν στην άλλη άκρη του προαυλίου και συζητούσαν. Η δασκάλα μου με πλησίασε. «Αγαπάς το ποδόσφαιρο;» Δίστασα. Την κοίταξα και ξαφνικά μπορούσα να διακρίνω μια φλόγα μέσα της. Πρέπει να το αγαπούσε και αυτή. Δε βιάστηκα να απαντήσω και προσπάθησα να ζυγίσω τα λόγια μου. «Μου αρέσει πολύ, κυρία» είπα τελικά. Πήρε την μπάλα και άρχισε να κάνει μερικά κόλπα. «Ξέρετε πολύ καλό ποδόσφαιρο» είπα, παίρνοντας θάρρος από ένα λαμπερό χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη της. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσατε να μου δείξετε και εμένα μερικά πράγματα» Περίμενα μια αρνητική απάντηση, αφού σαν δασκάλα θα είχε και άλλες υποχρεώσεις, αλλά τελικά έκανα λάθος. Εκείνη με κοίταξε μέσα στα μάτια. «Θα ήταν χαρά μου να κάνω κάτι τέτοιο!» απάντησε με ενθουσιασμό και μου πέταξε την μπάλα. 89
102 Περάσαμε πολλή ώρα μαζί και μου έδειξε πολλά πράγματα τα οποία δεν ήξερα. Ένιωσα ότι είχα βρει έναν άνθρωπο που με καταλάβαινε καλύτερα από τους άλλους και αυτό για μένα ήταν θαυμάσιο. Ήταν υπομονετική και επέμενε, ώσπου να καταλάβω το κάθε πράγμα σωστά, όση ώρα και αν της έπαιρνε. Εκτιμούσα πραγματικά αυτό που έκανε για μένα. Μπορεί να μην ήταν ένας επαγγελματίας προπονητής, αλλά ίσως να ήταν κάτι καλύτερο ίσως να ήταν μια πολύ καλή αρχή για μεγάλους στόχους Όταν άρχισε να σουρουπώνει, η αδερφή μου είπε πως ήταν ώρα να φύγουμε. Χαιρέτησα τη δασκάλα και εκείνη μου υποσχέθηκε πως θα συνεχίζαμε την επόμενη μέρα. Φτάνοντας έξω από το σπίτι μου, άφησα τα βιβλία μου και πήγα απέναντι σε ένα μικρό τσιμεντένιο πεζοδρόμιο που είχαν μαζευτεί οι φίλοι μου που έμεναν στα γύρω σπίτια από το δικό μου. Κάθισα κι εγώ στον κύκλο που είχαν σχηματίσει και ακούσαμε με προσοχή την ιστορία που μας διηγούνταν ο Πέντρο μαζί με τον Μάρκο. Έτσι περνάγαμε συνήθως τα βράδια μας Λέγαμε ιστορίες και τραγούδια ή παίζαμε μπάλα. Έτσι είχα μεγαλώσει, στα σοκάκια αυτής της γειτονιάς, που ήταν επικίνδυνη για πολλούς, αλλά όχι για μένα γιατί ήξερα να κοιτάζω πιο βαθιά σε αυτή, εκεί όπου υπήρχαν άνθρωποι 90
103 Αναστασία Κατσίφη (Αυγή) 3 ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Γυμνασίου Και, επιτέλους, είχε ξημερώσει! Επιτέλους, έφτασε η ημέρα που τόσο καιρό περίμενα! Είχε έρθει η ώρα να ξεφύγω από την καθημερινότητά μου και να ανακαλύψω νέα πράγματα. Η ώρα για ν αρχίσω το ταξίδι μου! Σίγουρα θα ξέρετε τον πατέρα μου. Θα τον έχετε ακουστά ως «Ο μικρός πρίγκιπας». Μου φάνηκε αστείο σαν όνομα, γιατί, όταν τον γνώρισα εγώ, ήταν πολυυύ μεγάλος. Με βρήκε μόνη μου σ έναν πλανήτη και με τη βοήθεια ενός πεφταστεριού γλιστρήσαμε στον δικό του πλανήτη, τον αστεροειδή Β 612, όπως τον αποκαλούσε. Σίγουρα θα ξέρετε και το τριαντάφυλλο. Ναι, ναι... Όμως, όολα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Βρίσκομαι μόνη μου σ αυτόν τον πλανήτη. Ποτέ δεν κατάλαβα τι συνέβη και όλοι έφυγαν. Σαν ένα γιγάντιο αστέρι να έπεσε θυμωμένα στον πλανήτη μας και να εξαφάνισε ένα μέρος του, αφήνοντας πίσω του σκόνη. Μου φάνηκε περισσότερο μαγικό! Από τότε, η καθημερινότητά μου είναι μονότονη και βαρετή. Περίμενα πάντα εκείνη την ημέρα που θα έσβηνα και το τελευταίο 91
104 φεγγάρι στο «ημερολόγιο» του «μικρού πρίγκιπα». Τότε, είχε πει κάποτε, θα αρχίζαμε ξανά το ταξίδι μας, σε άλλους πλανήτες. - Τι είναι αυτό που φτιάχνεις; ρώτησε το τριαντάφυλλο. - Το ημερολόγιο μου! Κάθε μέρα θα σβήνω και από ένα φεγγάρι. Σύμφωνα με τον υπολογισμό μου, στο τελευταίο φεγγάρι θα συμβεί μια βροχή... αστεριών! Τότε θα ξεκινήσω πάλι το ταξίδι μου. - Το ταξίδι σου; Θα φύγεις; τον ρώτησα. - Ναι! μου απάντησε με ενθουσιασμό. Αλλά θα έρθεις και εσύ μαζί μου! Θα σου γνωρίσω όλους τους φίλους που είχα κάνει στα προηγούμενα ταξίδια μου. Και να, αυτή η ημέρα είχε φτάσει. Θυμάμαι καθαρά τις στιγμές που μου περιέγραφε τα ταξίδια του. Εκείνο που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση ήταν αυτό σ έναν πλανήτη που τον λένε Γη! Θυμάμαι και το όνομα αυτών που ζουν εκεί Νομίζω τους αποκαλούσε... ανθρώπους! Είχε ταξιδέψει στη Γη, όταν ήταν ακόμα μικρός. - Πώς μπορώ να πάω και εγώ στη Γη; τον ρώτησα κάποτε. - Με τη βοήθεια των πεφταστεριών, φυσικά! μου απάντησε. - Είναι η Γη σαν τον δικό μας πλανήτη; - Όχι ακριβώς... μου είπε. Ξεχωρίζει από το γαλάζιο και το πράσινο χρώμα. Να, γαλάζιο, όπως ακριβώς το κασκόλ που φοράς! Και πράσινο, όπως τα φύλλα του τριαντάφυλλου! Έτσι, λοιπόν, με τη φαντασία μου, ζωγράφισα το δικό μου ταξίδι στη Γη. Ονειρεύτηκα τους ανθρώπους, το συναίσθημα του να μη ζεις μονότονα. Αυτήν την ελευθερία που προσφέρει το γαλάζιο και το πράσινο χρώμα! Και ήθελα αυτό το όνειρο να γίνει πραγματικότητα, να μη χαθεί. Και να, η μέρα που θα ξεκινούσα είχε φτάσει. 92
105 Στον ουρανό, παντού, υπήρχαν πεφταστέρια. Άφηναν πίσω τους μια χρυσαφένια σκόνη. Ήταν όπως ακριβώς το περιέγραφε... Ένιωθα τη μαγεία... Το πεφταστέρι που θα με οδηγούσε στη Γη ήταν σαν ένα μαγικό ραβδί που με τη βοήθειά του θα διακτινιζόμουν στο... όνειρό μου! Και ξαφνικά, ένιωσα πιο έτοιμη από ποτέ. Καθώς περνούσε ένα από τα πολλά πεφταστέρια, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, γραπώθηκα από την ουρά του! Κρατήθηκα γερά και γύρισα πίσω μου... Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, απομακρυνόμουν περισσότερο από τον τόπο μου. Όμως, δεν άλλαξα γνώμη! Ήθελα να ζήσω το όνειρό μου. Να ταξιδέψω... Να δω από κοντά ό,τι ονειρεύτηκα. Χαμογελούσα και περίμενα τη στιγμή που θα προσγειωνόμουν στη Γη. Κοιτούσα τους άλλους πλανήτες... Άραγε εκείνοι που ζουν σ αυτούς να έχουν ταξιδέψει ποτέ; Να έχουν περάσει από τον δικό μου πλανήτη; Τα συναισθήματα που διαπερνούσαν τη σκέψη μου ήταν απερίγραπτα... Ένιωθα τόσο ζωντανή, η ιδέα του «άγνωστου» με είχε συνεπάρει! Δεν πέρασε πολλή ώρα ώσπου να διακρίνω τη Γη. Το γαλάζιο, το πράσινο... Όταν έφτασα αρκετά κοντά με το πεφταστέρι μου, άφησα τα χέρια μου και έκλεισα τα μάτια μου. Αφέθηκα στον αέρα, ένιωθα σαν να πετάω... Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, προσγειώθηκα πάνω σε ένα μεγάλο πανί. Έμοιαζε σαν ένα τρίγωνο, καλυμμένο από ύφασμα που μέσα του είχε αέρα. «Ευτυχώς δεν ήταν δύσκολη η προσγείωσή μου» σκέφτηκα. Γλίστρησα από το τεντωμένο πανί και ακούμπησα στο έδαφος. Ένιωθα πανευτυχής! Σκεφτόμουν τις στιγμές που θα ζήσω, τους φίλους που θα γνωρίσω! Και ανυπομονούσα... Κοίταξα γύρω μου. Μέσα από αυτό το «τριγωνικό πανί» ακούγονταν μουσική και διάφορες φωνές. Φαντάστηκα πως αυτοί ήταν οι άνθρωποι. Κάτω, στο έδαφος, υπήρχαν τσαλακωμένα χαρτιά που έγραφαν «Καλώς ήρθατε στο τσίρκο!!!» Δεν είχα ιδέα τι ακριβώς ήταν το «τσίρκο». «Ας μπω, ίσως αξίζει τον κόπο» σκέφτηκα. Και τότε αντίκρισα για πρώτη φόρα 93
106 τους ανθρώπους. Η εμφάνισή τους δε διέφερε από τη δική μου. Όλοι τους γελούσαν. Φαίνονταν πραγματικά πολύ χαρούμενοι. Θα ήθελα να τους χαιρετήσω όλους, να τους πω από πού έρχομαι και να τους γνωρίσω. Όμως, κανένας δε θα με πρόσεχε... Όλοι παρακολουθούσαν κάτι περίεργα πλάσματα που έτρεχαν και περνούσαν μέσα από μεγάλα δαχτυλίδια... Μου φάνηκε πολύ περίεργο. Θα μπορούσα να περιμένω τους ανθρώπους να παρακολουθήσουν το θέαμα και στη συνέχεια να τους μιλήσω. Όμως, έπρεπε να φύγω, γιατί ήμουν σίγουρη ότι η Γη θα είχε και άλλα πολλά ενδιαφέροντα μέρη. Έτσι, λοιπόν, έτρεξα πίσω από ένα χρωματιστό όχημα που μόλις άρχισε να κινείται. Στο πίσω μέρος του, είχε μία πόρτα που ήταν ανοιχτή και μέσα, νομίζω, υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι Πήδηξα μέσα και όλοι με κοιτούσαν. Φορούσαν περίεργα χρωματιστά ρούχα και είχαν βάψει το πρόσωπό τους. Η πόρτα του οχήματος έκλεισε. - Τι γυρεύεις εδώ, μικρή; μου είπαν. - Δε διάβασες την ταμπέλα στην είσοδο; Πηγαίνουμε σε άλλο τσίρκο τώρα. Πρέπει να κατέβεις, να πας πίσω στους γονείς σου. - Δεν είναι εδώ οι γονείς μου, τους είπα, έρχομαι από άλλο πλανήτη. Είναι η πρώτη μου μέρα στη Γη. Όλοι με κοιτούσαν Από το βλέμμα τους κατάλαβα πως δε με πίστεψαν. - Από άλλο πλανήτη; Μέγας είσαι, Κύριε, είπε μια κυρία δίπλα μου. - Μικρή μου, νομίζω χρειάζεσαι ξεκούραση... Δεν τους εξήγησα άλλο. Θα έλεγαν πως δεν ήξερα τι λέω, πως έχω τρελαθεί και δε θα με ήθελαν για φίλη τους. - Η αλήθεια είναι πως μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι μού χρειάζεται λίγη ξεκούραση, απάντησα χαμογελώντας. Πού πηγαίνετε; ρώτησα. 94
107 - Στο τσίρκο του λούνα παρκ, φυσικά! Έως αύριο θα έχουμε φτάσει στην άλλη πλευρά του νησιού και από εκεί θα περάσουμε απέναντι με το πλοίο, μου απάντησαν. «Φαίνεται οι άνθρωποι δε μετακινούνται με πεφταστέρια» σκέφτηκα. - Ακούγεται ευχάριστο το ταξίδι σας! Θα μπορούσα να έρθω και εγώ μαζί σας; - Ευχαρίστως, μικρή μου, μου απάντησε ο οδηγός. - Μα δε θα ανησυχούν οι γονείς της; είπε μια κυρία δίπλα μου - Σας είπα, οι γονείς μου δεν είναι εδώ αποκρίθηκα και χαμογέλασα. Τότε όλοι με κοιτούσαν λυπημένοι - Λυπάμαι πολύ, μικρή μου, είπε ξανά η κυρία. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, ούτε γιατί λυπήθηκαν όλοι τόσο πολύ Κάθισα και εγώ κάτω και μου πρόσφεραν να πιω ένα ποτήρι νερό, αλλά με πολύ ιδιαίτερη γεύση και χρώμα. Πρώτη φορά είχα δοκιμάσει κάτι τόσο παράξενο και μαζί τόσο νόστιμο και γλυκό! - Είναι ρόφημα σοκολάτας, είπε η κυρία. Πιες το τώρα που είναι ζεστό, ξαναείπε και μου έκλεισε το μάτι. Οι άνθρωποι είναι πραγματικά πολύ φιλικοί. Ο χρόνος στη Γη κυλάει πιο γρήγορα. Νύχτωσε κιόλας. Αλλά δεν πειράζει. Θα προλάβω να γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους και να μάθω κι άλλα πράγματα για την καθημερινότητά τους. Το ταξίδι μου είχε μόλις αρχίσει. - Νομίζω, πρέπει να κοιμηθείς Ορίστε, πάρε αυτό το σεντόνι για να μην κρυώνεις, μου ξαναείπε. Μου μιλούσε μια κυρία με μαλλιά χρυσαφένια, στο χρώμα του ήλιου - Θα μας πεις πώς σε λένε; με ρώτησε, καθώς ξεδίπλωνε ένα μεγάλο, άσπρο πανί, σκεπάζοντάς μου τα πόδια... Καλά, λοιπόν Να σε λέμε Αυγή; 95
108 Μου άρεσε πολύ αυτό το όνομα. - Φυσικά, απάντησα χαμογελώντας. - Άντε, κοιμήσου τώρα, είπε χαμογελώντας και χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. Όλα ήταν πολύ όμορφα. Για πρώτη φορά ένιωσα σαν να είμαι πάλι μαζί με τον «μικρό πρίγκιπα»! Έκλεισα τα μάτια μου και ονειρεύτηκα Περίεργο πράγμα το μυαλό. Σε πηγαίνει σε ταξίδια που ούτε είχες φανταστεί. Σου δημιουργεί εικόνες, σε ξεσηκώνει, σε στροβιλίζει και σε εκτοξεύει σε τόπους μακρινούς, που, ίσως, να υπάρχουν στ αλήθεια αλλά, ίσως, και όχι. Έφτασε το πρωί Είχαμε ήδη φτάσει στην «άλλη πλευρά του νησιού». Κατέβηκα από το φορτηγό και είδα από κοντά όλα όσα είχα τόσο καιρό στο μυαλό μου. Είδα το πράσινο το γαλάζιο. - Καλημέρα, Αυγή μου, μην απομακρυνθείς, πρέπει να φύγουμε, να Σε δέκα λεπτά θα μπούμε στο πλοίο, είπε η κυρία με τα χρυσαφένια μαλλιά. - Καλημέρα, απάντησα. Δεν κατάλαβα τα πάντα από όσα μου είπε - Εγώ θα μείνω εδώ! Σας ευχαριστώ που με αφήσατε να ταξιδεύσω μαζί σας. - Τι εννοείς; Μόνη σου; Χωρίς κανέναν; - Ναι, έχω ακόμη πολλά πράγματα να ανακαλύψω. Τώρα με κοιτάζουν όλοι γεμάτοι περιέργεια. Παραδίπλα μου, πάνω σ ένα ξύλινο κάθισμα, καθόταν ένας κύριος, μεγάλος σε ηλικία. Φαίνεται άκουσε άθελά του τη συζήτησή μας. - Έχει δίκιο η μικρή, είπε, έχεις ακόμα πολλά να ανακαλύψεις Πολλά να μάθεις! Να θυμάσαι, η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν κολυμπήσαμε ακόμα. Τον ευχαρίστησα και αφού αποχαιρέτησα τους φίλους μου, απομακρύνθηκα. Περπατούσα κατά μήκος της θάλασσας Ένιωθα τη γαλήνη και την ευτυχία! Η Γη είναι ακόμα πιο όμορφη απ όσο τη φανταζόμουν. 96
109 Και καθώς προχωρούσα, ξαφνικά, άκουσα θορύβους και τρομακτικούς ήχους... Άκουσα παιδικές, τρεμάμενες φωνές να ζητούν βοήθεια... Έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Και ξαφνικά, σαν όλα να άλλαξαν στο μυαλό μου. Το γαλάζιο μεταμορφώθηκε σε μαύρο, η ειρήνη σε πόλεμο. Πολλοί άνθρωποι κουρασμένοι, με σχισμένα ρούχα, ανάμεσά τους και παιδιά, αναζητούσαν κάποιον να τους βοηθήσει. Πνιγόντουσαν στα κύματα της θάλασσας. Γύρω γύρω, μεγάλα ξύλα επέπλεαν στο νερό. Φώναζαν και με κοιτούσαν κατάματα, περιμένοντας να τους σώσω. Εγώ δεν μπορούσα να σταθώ άλλο όρθια. Έπεσα απότομα στο έδαφος. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Η γαλήνη που ένιωθα πριν λίγα λεπτά είχε εξαφανιστεί. Μα γιατί η Γη να πνίγει τα παιδιά της; Το γαλάζιο που τόσο λαχταρούσα να δω και να απολαύσω, η απέραντη μπλε θάλασσα που στο βάθος της συναντά το απέραντο μπλε του ουρανού, είναι δυνατόν να θέλει να πνίξει τον θυμό της με αυτόν τον τρόπο; Φοβόμουν. Τότε ήταν που άκουσα κι άλλους ανθρώπους να έρχονται και όλοι τους φορούσαν κίτρινα ρούχα. Φώναζαν κι εκείνοι αναστατωμένοι... Τους είδα να πετούν σχοινιά και κάτι μεγάλα δαχτυλίδια που ήταν γεμισμένα με αέρα. Τους βοηθούσαν! Ναι! Προσπαθούσαν να τους σώσουν. Σιγά - σιγά, ο κόμπος που ένιωθα στο στομάχι μου άρχισε να λύνεται. Όλες εκείνες οι άσχημες σκέψεις έφυγαν από το μυαλό μου. Απέναντι σε όλη αυτήν την τραγωδία, έρχεται η αλληλοβοήθεια. Όμως, και εκείνη εμφανίζεται αφού υπάρξουν θύματα. Ίσως και να μην φανταζόμουν τη Γη με αυτήν τη μορφή. Η φαντασία μου δε με είχε προετοιμάσει ποτέ για κάτι τόσο θλιβερό. Πάντα, όταν με έπιανε από το χέρι και με ταξίδευε στη Γη, με πήγαινε σε μέρη χαρούμενα, σε μέρη που οι μοναδικές φωνές που ακούγονταν ήταν τα γέλια των παιδιών. Σε λίγο, κι άλλος πολύς κόσμος είχε καταφτάσει και όλοι βοηθούσαν. Τους έδιναν τρόφιμα, ρούχα. Ένιωθα πολύ χαρούμενη που αυτοί οι άνθρωποι, τελικά, σώθηκαν. Όμως, ξανά τα θετικά μου συναισθήματα 97
110 εξαφανίστηκαν, όταν ακούστηκε η φωνή μιας μητέρας που έκλαιγε πάνω από το παιδί της... Εκείνο μου φάνηκε σαν να κοιμόταν. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. - Τι να της συνέβη, άραγε; απόρησα. - Ε, εσύ, μικρή, μην πλησιάζεις, μου φώναξε ένας κύριος. - Πνίγηκε! Δεν το πιστεύω, πνίγηκε, άκουσα την φωνή μιας κυρίας πίσω μου. - Σας παρακαλώ όλους να απομακρυνθείτε, είπε ένας άνδρας με μια πολύ περίεργη στολή. - Είναι τόσο άδικο, ξανάκουσα να λέει κάποιος κλαίγοντας. Ένα παρόμοιο περιστατικό συνέβη και λίγο παρακάτω. Αυτή τη φορά με περισσότερα άτομα. Παντού ακούγονταν κραυγές. Και ήθελα μονάχα να κλείσω τα μάτια και να ξυπνήσω πίσω στον πλανήτη μου. Έτρεξα κλαίγοντας. Δεν είχα καταλάβει τα πάντα. Δεν είχα καταλάβει τον λόγο που η Γη αγρίευε με τους ανθρώπους. Δεν ήξερα γιατί έπρεπε να συμβούν όλα αυτά. Όμως, όσα είδα ήταν αρκετά. Ίσως να ήταν καλύτερα που δεν ήξερα όλη την αλήθεια. Γιατί πολλές φορές η αλήθεια είναι σκληρή. Όσο περνούσαν οι μέρες, επισκέφτηκα κι άλλα μέρη στη Γη. Γνώρισα κι άλλους ανθρώπους και έμαθα πολλά πράγματα για τις συνήθειες και τη ζωή τους. Ίσως η Γη να μην είναι ο παράδεισος που φανταζόμουν, όμως δεν είναι και αυτό το τρομακτικό και θλιβερό μέρος που πίστεψα αρχικά. Μέσα από τις νέες γνωριμίες, κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι. Ο καθένας έχει τη δική του άποψη και τις δικές του ιδέες. Παρατήρησα, όμως, πως ακόμα και αν δεν είναι όλοι ίδιοι, είναι όλοι ίσοι και 98
111 έχουν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα. Εκείνοι που πνιγόντουσαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και ζητούσαν μπροστά στα μάτια μου απελπισμένα βοήθεια γιατί να μην είναι σαν κάποιους άλλους που απολαμβάνουν τις ανέσεις τους; Κατάλαβα πως οι άνθρωποι έχουν κλειστεί στον εαυτό τους, ζουν με καχυποψία και δεν έχουν όνειρα... Τουλάχιστον, όχι όλοι! Έτσι, λοιπόν, ήρθε η ώρα να τελειώσω το ταξίδι μου. Η ώρα της επιστροφής είχε φτάσει. Το ταξίδι μου στον μαγικό πλανήτη τελείωσε. Συνέβησαν διάφορα γεγονότα όσο βρισκόμουν στη Γη. Ανάμεσα στα δυσάρεστα, όμως, έζησα και πολλά ευχάριστα. Κατάλαβα τι σημαίνει η λέξη «αλληλεγγύη» και η λέξη «αγάπη». Είδα τον πόλεμο και την ειρήνη, την ομορφιά αλλά και την ασχήμια, την καλοσύνη αλλά και την απανθρωπιά Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, κάποιοι από αυτούς θα είναι φίλοι μου για πάντα. Πιστεύω πως παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γη, αν όλοι οι άνθρωποι γίνουν ένα και πάψει να υπάρχει μίσος μεταξύ τους, θα καταφέρουν να νικήσουν και να επικρατήσουν η αγάπη και η δικαιοσύνη. 99
112 Ελένη Κωνσταντίνου (Φοίβη) Γυμνάσιο Καλυβίων Αιτωλοακαρνανίας Μια φωτογραφία, η ζωή μου 3 ος Έπαινος Διηγήματος Γυμνασίου Τώρα το κρατώ στα χέρια μου. Είναι μόνο ένα μικρό ξύλινο σεντούκι. Μου το έδωσε εκείνος, όταν τον είδα για τελευταία φορά. Τον κύριο Χρήστο τον γνώρισα όταν πρωτοήρθα σε αυτήν τη φτωχογειτονιά. Μου έκανε εντύπωση η όψη του. Ήταν γέρος και ρυτιδιασμένος, φορούσε μαύρα γυαλιά και στο πρόσωπό του ήταν σχηματισμένο πάντα ένα χαμόγελο. Όταν ρώτησα τη Μαρίκα, τη γειτόνισσα μου, ποιος ήταν εκείνος ο ηλικιωμένος, αυτή έσκυψε και μου ψιθύρισε: - Αυτόν τον κακομοίρη λες; Ένας παλιόγερος είναι που δεν πρόκοψε ποτέ. Δεν του έφταναν όλα τ άλλα κουσούρια, είναι και τυφλός. Μείνε μακριά του, κοπέλα μου. Όλοι τα χειρότερα λένε για αυτόν τον γκαντέμη. Ρώτησα και άλλους στη γειτονιά και μου είπαν τα ίδια. Κανένας από αυτούς τους λόγους δε με απέτρεψε από το να τον γνωρίσω. Από τις πρώτες μέρες, μου απέδειξε ότι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος με ζεστή καρδιά. Κατάλαβα ότι πέρασε δύσκολες στιγμές και μεγάλες λύπες που του δίδαξαν πολλά και τον ανάγκασαν να ζει μόνος σε μια γειτονιά της Αθήνας. 100
113 Μια μέρα του διηγήθηκα την ιστορία μου. Τον εξέπληξε το γεγονός ότι ποτέ δε γνώρισα τον πατέρα μου. Μεγάλωσα με τη μητέρα μου σε ένα χωριό, αρκετά μακριά από την πρωτεύουσα. Όταν τη ρωτούσα για τον πατέρα μου, εκείνη μου απαντούσε ότι ήμουν μωρό όταν μας παράτησε και έφυγε. Η κοινή μοναξιά μάς έφερε κοντά και ο κύριος Χρήστος είχε γίνει πλέον η μόνη μου συντροφιά σε εκείνη την άχαρη πόλη. Αν και θυμάμαι όλες τις στιγμές μαζί του, ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνο το απόγευμα που καθόμασταν μαζί, στο μικρό μπαλκόνι του σπιτιού του. - Κατερίνα μου, σου αρέσουν οι λυπητερές ιστορίες; - Οι λυπητερές έχουν πάντα να δώσουν περισσότερα από τις χαρούμενες, έτσι δεν είναι; - Έχεις δίκιο. Λοιπόν, θα ήθελες να ακούσεις μία; - Και βέβαια, θέλω. Όμως ποιανού ιστορία είναι; - Ενός φτωχού αγοριού που γεννήθηκε για να δει και να ζήσει πολλά, μα τυφλώθηκε μετά από ένα οδυνηρό γεγονός. Αυτό το αγόρι, Κατερίνα μου, το έλεγαν Χρήστο - Καημένε, Παντελή! Αυτό είχαν όλοι να πουν και με το δίκιο τους, βλέποντας τον μεροκαματιάρη Παντελή Δερμέζη να δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ στις οικοδομές, κάτω από δύσκολες συνθήκες. Κάθε πρωί συναντούσε τους φίλους του και έπινε το καφεδάκι του, τη μοναδική του πολυτέλεια. Καλαμπούριζε, γελούσε δυνατά και σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι. Οι φίλοι του είχαν αρχίσει ήδη να έχουν προβλήματα στη 101
114 μέση, στα γόνατα και στις αρθρώσεις. Ο Παντελής, από την άλλη, δεν ήξερε τι σήμαινε πόνος. - Τελειώσαμε εμείς, Παντελή! Μας πήραν τα γεράματα, έναν έναν. Θα έρθει και η δική σου η σειρά σε λίγο. - Βρε, που να φάτε τη γλώσσα σας! Δεν έχω ανάγκη εγώ, είμαι γερό σκαρί. Έτσι τους έλεγε και συνέχιζαν τα γέλια και τα πειράγματα. Έπειτα, όλοι μαζί ξεκινούσαν για την οικοδομή. Μαζί του έπαιρνε και το κολατσιό του, δεμένο μέσα σε μια πετσέτα. Μια χούφτα ελιές και ένα κομμάτι ψωμί τού ήταν αρκετό, όταν ήθελε να χορτάσει την πείνα του. Στο σπίτι, επέστρεφε αργά το βράδυ, μόλις ο ήλιος έδυε. Είχε παντρευτεί πολύ νέος την Ευγενία και είχαν αποκτήσει μαζί τρία παιδιά. Καμάρωνε ο Παντελής για τα παιδιά του, που ήταν η δύναμή του, για να συνεχίσει τον σκληρό καθημερινό αγώνα. Όσο ευγενικός και καλόκαρδος ήταν ο Παντελής τόσο αγέλαστη και σκληρή ήταν η γυναίκα του. Η Ευγενία μισούσε εκείνη τη γειτονιά. Οι φτωχοί άνθρωποι που έμεναν εκεί δεν ταίριαζαν στις βλέψεις και τις επιθυμίες της. Τον Παντελή δεν τον αγάπησε ποτέ. Οι γονείς της την ανάγκασαν να τον παντρευτεί, ξέροντας ότι ο οικοδόμος δε θα ζητούσε προίκα. Η ζωή της με τον Δερμέζη σε εκείνη τη φτωχογειτονιά ήταν γι αυτήν η χειρότερη τιμωρία. Τα ήξερε αυτά ο Παντελής και θλιβόταν, όταν έβλεπε τη γυναίκα του δυστυχισμένη. Πολλές φορές δεν άντεχε την γκρίνια της και έφευγε από το σπίτι. Όμως, πάντα σκεφτόταν πως η Ευγενία ήταν αυτή που του χάρισε ό,τι πολυτιμότερο είχε, τα παιδιά του, και επέστρεφε μετανιωμένος. Όταν γεννήθηκε ο πρώτος του γιος, ο Παντελής έτρεξε με δάκρυα στα μάτια στο καφενείο και κέρασε όσους βρίσκονταν εκεί. Τον ονόμασε Λευτέρη. Μετά από δύο χρόνια η Ευγενία γέννησε την Ελένη. Δυσανασχέτησε 102
115 όταν έμαθε ότι το μωρό ήταν κορίτσι και σκέφτηκε τα έξοδα που θα τους έφερνε μία κόρη. Το βράδυ ο Παντελής βγήκε και γλέντησε. Ο άτακτος χαρακτήρας του Λευτέρη και οι συνεχείς αρρώστιες της Ελένης, λόγω της ευαίσθητης υγείας της, κούρασαν τον Παντελή και την Ευγενία. Δεν είχαν άλλο παιδί στα σχέδιά τους, όμως, μετά από έναν χρόνο, η Ευγενία ήταν πάλι έγκυος. Η εγκυμοσύνη της ήταν δύσκολη και δεν έβλεπε την ώρα να γεννηθεί το παιδί. - Αγόρι είναι, κυρ Παντελή. Να σας ζήσει! Εκείνη τη μέρα, όμως, κανείς δε γλέντησε. Όλοι τους έπεσαν για ύπνο. Θα ξημέρωνε και θα άρχιζε μια νέα ημέρα μα ίδια με την προηγούμενη. Ο Χρήστος Δερμέζης γεννήθηκε σε μια γειτονιά του Πειραιά, με ανθρώπους δίχως όνειρα και ελπίδες. Πειραιάς 1961 Κατηφόριζε τον δρόμο που οδηγούσε στην αγορά. Κρατούσε το κασελάκι του γεμάτο με βούρτσες και βερνίκια. Είχε βρει ένα αρκετά καλό στέκι, μακριά από τους άλλους λούστρους, και έβγαζε ένα καλό μεροκάματο. Από δέκα χρονών τριγύριζε στους δρόμους με το ίδιο κασελάκι, που τότε του φαινόταν βαρύ κι ασήκωτο. Ήταν εφτά το πρωί. Κάθισε στο συνηθισμένο μέρος και αμέσως ξεκίνησε τη δουλειά. Μέσα σε μία ώρα, είχε κιόλας τρεις πελάτες. Ο τελευταίος, που είχε τα κέφια του, του έδωσε ένα τσιγάρο, τον πλήρωσε και χάθηκε ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι του φαίνονταν θλιμμένοι, άχαροι και ψυχροί. Σαν φαντάσματα κινούνταν στους δρόμους. Κύριοι με κοστούμια, κυρίες με γούνες, εργάτες, νοικοκυρές, μικροπωλητές και ζητιάνοι. Αυτός ήταν ο Πειραιάς για εκείνον. 103
116 Έσκυψε το κεφάλι του, για να τακτοποιήσει τα εργαλεία του. Ένα πόδι ακούμπησε πάνω στο κασελάκι του. Ο Χρήστος ύψωσε το βλέμμα του, για να δει το πρόσωπο που στεκόταν από πάνω του. Ένα τρανταχτό γέλιο ήχησε στα αυτιά του. -Τι κοιτάς, ρε Χρήστο; Εμένα δε θα μου γυαλίσεις τα παπούτσια; Ο νεαρός άντρας συνέχισε να γελάει. Ο Χρήστος σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του. - Κι εσύ τι δουλειά έχεις εδώ, Λευτέρη; Δε θα έπρεπε να είσαι με τα «αδέρφια» σου, τους κομμουνιστές; Ο Λευτέρης σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω του, για να δει αν τους άκουσε κανείς. - Δε σε αφορά τι κάνω εγώ με το κόμμα μου. - Καλώς! Αν ήρθες εδώ για να με ενοχλήσεις, τα κατάφερες. Μπορείς να φύγεις τώρα. - Χαλάρωσε, μικρέ. Ήρθα να σου κάνω μια πρόταση. - Δε με ενδιαφέρουν οι προτάσεις σου. Έχω πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι μου. - Κρίμα, γιατί εγώ σε σκέφτηκα και μίλησα για εσένα στα υψηλότερα μέλη του κόμματος. Χρήστο, είναι μεγάλη ευκαιρία για εσένα. Καιρός να αφήσεις το γυάλισμα. - Είσαι με τα καλά σου; Να αφήσω τη δουλειά μου, που απ αυτή ζει η οικογένειά μας, και να τρέχω πίσω από τους κομμουνιστές σαν εσένα; - Ναι, γιατί εμείς θέλουμε να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και αγωνιζόμαστε για τα δικαιώματά μας, ενώ εσύ κάθεσαι άπραγος σε ένα σπίτι με δυο γέρους. - Οι γέροι, όπως λες, είναι οι γονείς μας, που δούλεψαν σκληρά για να κερδίσουν το ψωμί των παιδιών τους, και είναι πολύ πικραμένοι που κάποιο από τα παιδιά τους δεν το εκτίμησαν. 104
117 Ο Χρήστος μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, αφήνοντας πίσω του τον Λευτέρη άφωνο. Από τότε που ο αδερφός του έμπλεξε με τον κομμουνισμό, έφυγε από το σπίτι. Οι γονείς του ήταν πολύ λυπημένοι που πήρε αυτόν τον δρόμο και πάντα ανησυχούσαν, όταν αργούσαν να μάθουν νέα του. Από την άλλη, ο Χρήστος, αν και μικρότερος, ήταν πάντα δίπλα τους και δούλευε όλη μέρα στους δρόμους, τώρα που οι γονείς του ήταν ανήμποροι. Όταν έφτασε σπίτι, άκουσε τον πατέρα και τη μητέρα του να μαλώνουν. Μπήκε μέσα, χωρίς να τον καταλάβουν. - Δεν τον εγκρίνω. Φώναξε ο κυρ-παντελής στη γυναίκα του. - Άντρα μου, ξανασκέψου το. Ο Θανάσης είναι καλός άνθρωπος, τίμιος και εργατικός. Είναι ένας άρχοντας και δε θα λείψει τίποτα στην Ελένη μας. - Τι είναι αυτά που λες, Ευγενία; Θα δώσω εγώ το παιδί μου σε αυτόν τον γέρο; Θέλεις να της καταστρέψεις τη ζωή; Η Ελένη καθόταν σε μια γωνιά αμέτοχη, βλέποντας τους γονείς της να αποφασίζουν για τη δική της ζωή. Στο πρόσωπό της κυλούσαν δάκρυα. Ο Θανάσης Καρέλλος ήταν μεγαλομπακάλης του Πειραιά, με αρκετή περιουσία και πολύ γνωστός για την τσιγκουνιά του. Από καιρό είχε βάλει στο μάτι την Ελένη και είχε φτάσει η στιγμή να τη ζητήσει σε γάμο. - Αντιθέτως, Παντελή. Να της τη φτιάξω θέλω. Δεν έχουν όλα τα κορίτσια την τύχη να τις ζητήσουν σε γάμο τόσο πλούσιοι και περιζήτητοι γαμπροί, όπως ο κύριος Καρέλλος. - Γυναίκα, ο Θανάσης έβγαλε το σχολείο πριν από εμένα. Τι δουλειά έχει μια κοπέλα είκοσι χρονών με έναν γέρο; - Ό,τι δουλειά είχα και εγώ με έναν μίζερο οικοδόμο. Έτσι του απάντησε και θυμήθηκε τη δική της τύχη και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της. 105
118 - Αρκετά με τις προσβολές σου. Εγώ τα παιδιά μου τα θέλω ευτυχισμένα. Η Ελένη θα παντρευτεί αυτόν που θα διαλέξει η καρδιά της. Στο δωμάτιο έπεσε σιωπή. Η Ευγενία πρώτη φορά είδε τον άντρα της τόσο θυμωμένο και δε συνέχισε την κουβέντα. Τότε πρόσεξαν τον Χρήστο και κατάλαβαν ότι είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Ο Χρήστος ήταν ήδη απογοητευμένος με τη συζήτηση που είχε με τον αδερφό του και αυτό το καινούργιο περιστατικό που έζησε τον έφερε στα όριά του. Χωρίς να πει λέξη στους γονείς του, πήρε τη δακρυσμένη αδερφή του και έφυγαν από το δωμάτιο. Πειραιάς 1963 Την έλεγαν Ζωή Ξενάκη. Είχε μάθει το όνομά της από τον Λευτέρη. Την έβλεπε κάθε πρωί να μπαίνει στα γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος. Το όμορφο πρόσωπό της, το χαμόγελό της και τα μακριά κυματιστά μαλλιά της του τράβηξαν την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Ήταν ανεξάρτητη, έξυπνη, εργατική και πιστή στο κόμμα της. Ο Χρήστος, αν και δε συμφωνούσε με τις πολιτικές πεποιθήσεις της, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ο φόβος, όμως, της απόρριψης τον εμπόδιζε να την πλησιάσει. Πέρασαν αρκετοί μήνες και η Ζωή παρέμεινε ένα άπιαστο όνειρο γι αυτόν. Προσπαθούσε να βρει τρόπους ώστε να γνωριστούν. Μέχρι την ημέρα που την είδε να μιλάει με τον Λευτέρη, στην είσοδο του κτιρίου. Αμέσως του ήρθε η ιδέα πως ο Λευτέρης ήταν το πρόσωπο που θα τους έφερνε πιο κοντά. Ήταν Σάββατο και η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας ήταν μεγάλη. Ο Χρήστος καθυστέρησε να φτάσει στο στέκι του. Πίστευε ότι δεν την πρόλαβε και ότι είχε μπει ήδη στα γραφεία. Άφησε το κασελάκι του στην 106
119 άκρη του δρόμου και πλησίασε, έχοντας την ελπίδα πως θα συναντούσε, τουλάχιστον, τον Λευτέρη. Είχε περάσει αρκετή ώρα και δεν είχε φανεί κανείς από τους δύο. Έσκυψε το κεφάλι και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Όμως, μια γυναικεία διστακτική φωνή τον ξάφνιασε. - Καλημέρα! Εσύ δεν είσαι ο Χρήστος; Εκείνος γύρισε το κεφάλι του και δεν πίστευε στα μάτια του. Η Ζωή στεκόταν μπροστά του χαμογελαστή. Ο Χρήστος έχασε τα λόγια του. - Ναι, ο Χρήστος είμαι... καλημέρα! - Χάρηκα! Με λένε Ζωή. Η κοπέλα του έδωσε το χέρι για να τον χαιρετήσει. Ο Χρήστος άπλωσε και αυτός το δικό του. Ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρος. - Γνωρίζω ποια είσαι. Η Ζωή πρόσεξε την αμηχανία του. Αυτή του η αντίδραση τον έκανε ακόμη πιο γοητευτικό στα μάτια της απ ό,τι ήταν. Γιατί ο Χρήστος ήταν πραγματικά πολύ όμορφος, αρκετά ψηλότερός της, με πράσινα μάτια και καστανά μαλλιά. Παρόλο που τα ρούχα του ήταν παλιά και δεν είχε τη δυνατότητα να ντυθεί σαν τους νέους της εποχής του, τα ωραία χαρακτηριστικά του και ο ντροπαλός χαρακτήρας του δεν περνούσαν απαρατήρητα. - Μήπως ψάχνεις τον αδερφό σου; - Ορίστε; - Σε έχω δει πολλές φορές να περιμένεις έξω από τα γραφεία. Τον αδερφό σου δεν περιμένεις; Τον είχε προσέξει και εκείνη. Αυτό μόνο τού αρκούσε. - Ναι, τον Λευτέρη ποιον άλλον; 107
120 - Ο Λευτέρης δεν ήρθε ακόμη, και εγώ τον περιμένω από το πρωί. Θες να πάμε στο καφενείο απέναντι να πιούμε έναν καφέ και να τον περιμένουμε μαζί; Από εκείνη τη στιγμή, όλα άλλαξαν γύρω του. Η τσιμεντένια και άχαρη πόλη άρχισε να παίρνει ζωή. Απόσπασμα ημερολογίου του Χρήστου Δερμέζη 20 Νοεμβρίου 1966 Η εγκυμοσύνη της Ζωής πηγαίνει πολύ καλά. Ο γιατρός μάς είπε ότι θα γεννήσει στα τέλη του Γενάρη του νέου έτους. Άφησα τις βούρτσες και τα βερνίκια, μιας και τα λιγοστά χρήματα που έβγαζα δε θα έφταναν για τις ανάγκες του μωρού. Από αύριο πιάνω δουλειά στο λιμάνι. Μέχρι να γεννηθεί το παιδί, θα δουλεύω υπερωρίες, για να μεγαλώσω το εισόδημά μας. Πριν δύο μέρες, έλαβα γράμμα από την Ελένη. Μου έγραψε ότι έχει λατρέψει το νέο της σπίτι και πως η Θεσσαλονίκη είναι μαγευτική. Θέλει πολύ να έρθει να μας επισκεφτεί, αλλά είναι δύσκολο εξαιτίας της δουλειάς του άντρα της. Όσο για τον Λευτέρη, έχουμε να τον δούμε τρεις ολόκληρους μήνες. Ρώτησα γνωστούς, φίλους, ακόμα και μέλη του κόμματος, αλλά κανείς δε γνώριζε τίποτα. Υποθέτω πως το κόμμα θα τον έστειλε σε κάποια αποστολή. Ελπίζω να μην τον βρω πάλι στις φυλακές. Σκεφτόμαστε με τη Ζωή να μετακομίσουμε κάποια στιγμή. Όμως, αυτό είναι προς το παρόν αδύνατον. Ο πατέρας μου με χρειάζεται. Η μάνα μου ασχολείται όλη μέρα με τη φροντίδα του και τις δουλειές του σπιτιού. Το σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά του άρχισε να επηρεάζει και το αναπνευστικό του. 108
121 Προσπαθώ να μην βάζω το κακό στο νου μου. Μετρώ αντίστροφα για τη γέννηση του παιδιού μου. Ελπίζω η ζωή, από εδώ και πέρα, να μου συμπεριφερθεί καλά και να μη με περιμένουν άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις. Ξημερώματα 21ης Απριλίου 1967 Ξύπνησε από τον ήχο της σειρήνας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Κοιτώντας ανάμεσα από τις γρίλιες, είδε αξιωματικούς του ελληνικού στρατού να σέρνουν κάποιους και να τους βάζουν στα υπηρεσιακά αυτοκίνητα. Στα πρόσωπά τους, αναγνώρισε τους συναγωνιστές της. Πολλά είχαν ακουστεί τους τελευταίους μήνες στα κεντρικά γραφεία του κόμματος για κρυφά σχέδια στρατιωτικών του ελληνικού στρατού. Ένας κοντινός της άνθρωπος την ενημέρωσε να πάρει τα μέτρα της, σε περίπτωση που θα γινόταν κάποιο απρόσμενο γεγονός πριν τις εκλογές. Εκείνη, τρομαγμένη από όσα είδε, έσπευσε να βρει τη βαλίτσα που είχε ετοιμάσει από καιρό. Πήρε μαζί της, επίσης, λίγα χρήματα, κάποια απαραίτητα αντικείμενα και τα πράγματα του μωρού. Ο Χρήστος είχε ήδη φύγει για το λιμάνι. Σε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε λίγα λόγια βιαστικά. Πήρε στην αγκαλιά της το μωρό και έφυγε από το σπίτι. Τα δάκρυα στα μάτια της την εμπόδιζαν να βλέπει καθαρά. Ήλπιζε να μην ξυπνήσει το μωρό και τους προδώσει το κλάμα του. Το ίδιο βράδυ συνέλαβαν τον Λευτέρη με άλλους οχτώ συντρόφους του. Μετά από πολλά βασανιστήρια στην ασφάλεια, θα τους έστελναν στη Γυάρο. Ο Χρήστος έμαθε τα νέα για τον αδερφό του και γύρισε στο σπίτι ανήσυχος. Εκεί, βρήκε τους γονείς του αναστατωμένους. 109
122 - Παιδί μου, ξέρεις πού βρίσκεται η Ζωή και το μωρό; Δεν τους έχουμε δει καθόλου από το πρωί. Ο Χρήστος, τώρα ακόμη πιο ανήσυχος, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Βρήκε το γράμμα που του άφησε η Ζωή. Αγαπημένε μου, Μετά από τα τελευταία πολιτικά γεγονότα, έχω μόνο δύο επιλογές, ή να μείνω και να καταστρέψω την οικογένειά μας και τη ζωή του παιδιού μας ή να φύγω και να σωθούμε. Αν έπιαναν εμένα, θα έπιαναν και εσένα. Δε θα μπορούσα να ζήσω ούτε μια μέρα, γνωρίζοντας ότι έκανα κακό και σε εσένα και στο παιδί μας. Το μωρό είναι μαζί μου. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Συγχώρεσέ με... Σ' αγαπώ Ζωή Αθήνα 1995 Πριν λίγο καιρό, τον άκουγα να μου διηγείται την ιστορία του. Τώρα που δεν είναι πια κοντά μου, όλα είναι μια όμορφη και συνάμα στενάχωρη ανάμνηση. Εκείνο το βράδυ που έμελε να είναι το τελευταίο του, ο κύριος Χρήστος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, έβηχε και καιγόταν στον πυρετό. Εγώ στεκόμουν πλάι του για να τον φροντίζω. - Έχεις κουραστεί πολύ, Κατερίνα μου, και είσαι άυπνη τόσες μέρες. Δεν πήγες ούτε μια μέρα σπίτι σου για να ξεκουραστείς. - Δε θα σε άφηνα για κανένα λόγο μόνο σου, ειδικά τώρα που χρειάζεσαι κάποιον άνθρωπο δίπλα σου. 110
123 Ώρα με την ώρα, η κατάστασή του χειροτέρευε. Μου ζήτησε να του ακουμπήσω στα χέρια του το ξύλινο σεντούκι που έκρυβε στο ντουλάπι του. Βρήκα το σεντούκι και του το έδωσα. - Κατερίνα μου, αυτό είναι για εσένα και θέλω να το ανοίξεις, όταν εγώ θα φύγω. Σε ευχαριστώ που μου χάρισες τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Εγώ άρχισα να δακρύζω. Με τίποτα δεν ήθελα να πιστέψω ότι θα έφτανε η στιγμή του αποχωρισμού. Θα έχανα τον καλύτερό μου φίλο, την παρέα μου, αυτόν που μου φέρθηκε σαν τον πατέρα που δε γνώρισα ποτέ. - Σκούπισε τα δάκρυα από τα όμορφα πράσινα μάτια σου και άσε με να χαϊδέψω τα ξανθά κυματιστά μαλλιά σου. Πήρες τα ωραιότερα χαρακτηριστικά των γονιών σου. Να έχεις την ευχή μου, παιδί μου. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ο κύριος Χρήστος δεν ήταν τυφλός στα μάτια. Αυτή που είχε τυφλωθεί ήταν η ψυχή του, που δεν άντεξε τον πόνο και τη θλίψη. Ακόμα το κρατώ στα χέρια μου και δεν τολμώ να το ανοίξω. Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη να ανακαλύψω τα μυστικά που κρύβει μέσα του. Ο χαμός του είναι ακόμα νωπός, όμως, πρέπει να εκπληρώσω την τελευταία του επιθυμία. Ανοίγοντάς το, η πρώτη και μοναδική εικόνα που αντικρίζω είναι μια παλιά και ξεθωριασμένη φωτογραφία. Στο πίσω μέρος γράφει "Η οικογένειά μου, μια φωτογραφία". Κοιτάζοντάς την, αναγνωρίζω τον κύριο Χρήστο. Δίπλα του στέκεται μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά. Η μητέρα μου και εγώ! 111
124 Αναστασία Μπισκέμη (ΑνθρωΠοια;! ) 1 ο Γυμνάσιο Σπάτων Αττικής Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι 2 ος Έπαινος Διηγήματος Γυμνασίου Τα μάτια εκείνου του παιδιού δεν ήταν εκτεθειμένα σε εικόνες παρόμοιες με εκείνες των άλλων παιδιών στην Ευρώπη της ειρήνης ή στην Αμερική της τάξης και της πειθαρχίας. Τα μάτια εκείνου του παιδιού είχαν εκτεθεί σε απερίγραπτες, αποτρόπαιες εικόνες. Εικόνες που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς αν δεν τις ζήσει. Αν δεν τις δει. Αν δεν αποτυπωθούν στο μυαλό του. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών και η ζωή του είχε σημαδευτεί. Είχε σημαδευτεί από τον πόλεμο. «Γιατί οι άνθρωποι να πολεμούν; Γιατί;» Δεν έπαιρνε απάντηση από πουθενά. Τα ματάκια του ήταν κόκκινα από το κλάμα. Μόλις είχαν βομβαρδίσει το χωριουδάκι του. Την εικόνα αυτή δε θα μπορούσε να την ξεχάσει. Όχι, δε θα την ξέχναγε. Ποτέ. Παιδιά έκλαιγαν, μανάδες ούρλιαζαν για τον χαμό των μωρών τους και σχεδόν όλα τα σπίτια είχαν καταστραφεί. Πού ήταν το όμορφο χωριό του; Εκείνο το ήρεμο και ειρηνικό χωριουδάκι που είχε περάσει δώδεκα υπέροχα χρόνια. Και πάλι ρωτούσε, με τη φωνή του να πνίγεται μέσα στους λυγμούς: «Γιατί; Δεν πείραξα ποτέ κανέναν». Η μητέρα του προσπάθησε να του εξηγήσει, φανερά συντετριμμένη και εκείνη. 112
125 «Αγάπη μου, μερικές φορές οι άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματά τους με άλλον τρόπο. Φαίνονται αδύναμοι για κάτι τέτοιο. Και απλώς πολεμούν, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες. Από τη γειτονιά σου, αυτήν εδώ τη γειτονιά μέχρι και σε τόπους μακρινούς, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Όμως, υπάρχουν και άλλοι, διαφορετικοί.» Η μητέρα του προσπάθησε να του δώσει θάρρος και κουράγιο. Η νέα τους ζωή θα ήταν δύσκολη. Δε θα θύμιζε σε τίποτα την παλιά τους. Και πάλι, η μόνη σκέψη που ηχούσε στο μυαλό της ήταν «Γιατί; Γιατί να γίνεται πόλεμος; Γιατί να χάνονται τόσες ανθρώπινες ζωές και να πονάνε άλλες τόσες; Γιατί να καταστρέφονται οι χώρες; Γιατί;» Κανείς δε φαινόταν ικανός να απαντήσει τη στιγμή που έφτασε ο πατέρας. Είχε συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα και οτιδήποτε άλλο ήταν αναγκαίο για να ξεκινήσουν το ταξίδι. Το ταξίδι προς την Ελλάδα και, στη συνέχεια, σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Θα διακινδύνευαν τη ζωή τους για ένα καλύτερο αύριο. Για ένα αύριο μακριά από τη φρίκη του πολέμου. Η ιδέα τού να είσαι πρόσφυγας στριφογύρναγε στο μυαλό τους. Πώς θα ήταν να είσαι πρόσφυγας; Να είσαι ξένος; Πώς θα τους αντιμετώπιζαν οι Ευρωπαίοι; Εκείνο το βράδυ, θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι. Θα αναζητούσαν τον άνθρωπο και το βασικότερο χαρακτηριστικό του που του δίνει αυτήν την ονομασία. Την ανθρωπιά του. Το δωδεκάχρονο παιδί έκλεισε τα ματάκια του. Επιβιβάστηκε στη μικρή βάρκα, μαζί με πολλούς άλλους ομοεθνείς του, και προσπάθησε να σκεφτεί ότι όλα θα πάνε καλά. - Έλα, μικρούλη μου. Άνοιξε τα ματάκια σου. - Γρήγορα. Στο νοσοκομείο! Να σώσουμε το παιδί! 113
126 Το σώμα του παιδιού βρέθηκε, μετά από κάμποσες μέρες, στην παραλία της Σάμου. Η βάρκα είχε ναυαγήσει. Και οι δουλέμποροι είχαν εξαφανιστεί. Στην παραλία, είχαν μαζευτεί πολλοί κάτοικοι του νησιού, για να βοηθήσουν την κατάσταση. Με πολλή λύπη, διαπίστωναν πως αρκετοί από τους επιβάτες είχαν χάσει τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο πατέρας του παιδιού. Εκείνο, όπως και η μητέρα του, πάλευαν για τη ζωή τους. Άνοιξαν τα μάτια τους. Και οι δύο. Η μητέρα έκλαψε με το παιδί στην αγκαλιά της. Ύστερα από λίγο, ενημερώθηκε για τον θάνατο του συζύγου της. «Μωρό μου, τώρα μείναμε οι δυο μας. Θα κάνω τα πάντα για σένα. Δε θα είναι εύκολο, αλλά θα προσπαθήσω. Αχ, αυτός ο καταραμένος πόλεμος! Μας έφερε μακριά από την πατρίδα μας, πήρε τον αδελφό σου και τώρα τον μπαμπά σου.» Το παιδί είχε πλαντάξει στο κλάμα. Έσπαγε η καρδιά του. Την ένιωθε να ξεκολλά από μέσα του. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Αδύνατο να μπορούσε. Τέτοιος πόνος. Πήραν βαθιά ανάσα. Έπρεπε να φανούν δυνατοί. Βγήκαν από το νοσοκομείο. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Δεν είχαν χρήματα. Δεν είχαν ρούχα, τρόφιμα και δε μιλούσαν παρά ελάχιστα αγγλικά. Πώς θα συνεννοούνταν με τους Έλληνες; Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί; Φιλικοί ή εχθρικοί; - Μαμά πεινάω, είπε ο μικρός Αϊλάν. Περπάτησαν αρκετά. Το νησί αυτό ήταν πολύ όμορφο. Κοιτούσαν γύρω τους και το σύγκριναν με τη γειτονιά που άφησαν. Ο Αϊλάν κάρφωσε το βλέμμα του σε μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν. Χαμογελούσαν και 114
127 περνούσαν καλά. Θυμήθηκε αμέσως την εικόνα εκείνη στη γειτονιά του που τα παιδιά ούρλιαζαν και ξεψυχούσαν μπροστά του. Φοβόντουσαν. Φοβόντουσαν πολύ. Ο μικρός θυμήθηκε τη στιγμή που ένας στρατιώτης μπήκε σπίτι τους και σκότωσε τον μεγαλύτερο αδελφό του. «Γιατί;» Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε φοβηθεί τόσο πολύ. Όσο δε θα φανταζόταν ποτέ. Αυτό το συναίσθημα, βέβαια, τον ακολούθησε πολλές φορές μέχρι τώρα και, σίγουρα, τώρα ένιωθε το ίδιο. Αυτό και η ανασφάλεια. Η ανασφάλεια για τη συνέχεια. Αν και δεν είχε κάνει τίποτα. Γιατί ο Θεός του ή οποιοσδήποτε Θεός να του συμπεριφερθεί έτσι; Παιδί ενός κατώτερου Θεού. Το μόνο που περίμενε τώρα ήταν να βρεθεί ένας καλός άνθρωπος, ένας καλός Έλληνας να του δώσει λίγο ψωμί. Λίγο ψωμί. Μόνο αυτό. Δεν ήθελε κάτι άλλο. Λίγο ψωμί. Ο Αϊλάν, χωρίς να το καταλαβαίνει, βίωνε μια κατάσταση που, ίσως, αργότερα να τον βοηθούσε να εξελιχθεί ως άνθρωπος. Ήταν ένα ταξίδι ενηλικίωσης και αυτογνωσίας. Ένα ταξίδι ανακάλυψης του κόσμου, του ανθρώπου και της σκληρής ζωής. Και αυτό, γιατί γνώριζε τον άνθρωπο. Τον αναζητούσε. Τον χρειαζόταν. Μαζί με τη μητέρα του, ο μικρός Αϊλάν πλησίασε έναν κύριο. - Βread, είπε, bread, ενώ χτυπούσε επίμονα την κοιλιά του, μήπως και αυτό βοηθούσε τον κύριο να καταλάβει τι εννοούσε. - Τι; Θες και ψωμί, εεε; Δε με παρατάς. Έχουμε τα προβλήματά μας, έχουμε και εσάς που μας κουβαλιέστε εδώ, λες και εδώ μπορείτε να ζήσετε καλύτερα. Εδώ δεν έχουμε εμείς δουλειά και περιμένετε να ζήσετε εσείς εδώ; Ο κύριος αυτός ήταν ένας κοντός, μεσήλικας άντρας, με γένια, μικρό πρόσωπο και πολύ έντονα μάτια. Τα μάτια αυτά έδειχναν μίσος και αποστροφή για τους πρόσφυγες. Ο κύριος αυτός δεν τους ήθελε στο νησί του 115
128 και ήταν φανερό. Το γεγονός έγινε σχετικά γρήγορα αντιληπτό από τη μητέρα και τον γιο της, οι οποίοι και απομακρύνθηκαν αμέσως. Ο Αϊλάν απογοητεύτηκε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Απλώς είχε ζητήσει λίγο ψωμί. Τι είχε κάνει; Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκε να είχε πεθάνει μαζί με τον πατέρα του. Μέσα στη θάλασσα. Ποιος ο λόγος να παλεύει για μια ζωή που έχει σταματήσει να παλεύει για αυτόν; Για μια τύχη που του εξασφάλιζε αυτό το τώρα, αυτό το εδώ, αυτήν την αντιμετώπιση; Έκλεισε τα μάτια του και προσευχήθηκε στον Θεό του. Και όταν τα άνοιξε, είδε μπροστά του μια γριούλα που κατευθυνόταν προς το μέρος του. Ήταν αρκετά μεγάλη, καμπούριαζε λίγο και περπατούσε με μια μικρή δυσκολία. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και ένα μαντήλι κάλυπτε τα άσπρα μαλλιά της. Ο Αϊλάν φοβήθηκε. Νόμιζε πως και εκείνη θα του συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο. Όμως, εκείνη τον πλησίασε και, χωρίς να πει τίποτα, του έδωσε λίγο ψωμί. Αυτό είχε. Και αυτό έδωσε. Χαμογέλασε στον μικρό και τα μάτια της έλαμπαν. Εκείνος το μόνο που μπορούσε να πει μέσα στη χαρά του ήταν ένα «Τενκ γιου». Η γριούλα δε γνώριζε αγγλικά, αλλά το ένιωθε, το ήξερε καλά μέσα της πως ο μικρός μπροστά της μόλις την είχε ευχαριστήσει. Δάκρυσε από συγκίνηση. Η μητέρα, με τη σειρά της, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος, προσπάθησε και εκείνη να ευχαριστήσει τη γριούλα. Για αυτό, αυτό το μικρό κομμάτι ψωμί. Στη συνέχεια, η γριούλα, η αγαπητή στο νησί κυρία Μαρία, οδήγησε τη γυναίκα και το μικρό παιδί στο σπίτι της. Τους τάισε και κατόπιν έκατσε κι αυτή στο τραπέζι της κουζίνας της, για να προσπαθήσει να συνεννοηθεί μαζί τους. Το σπίτι της ήταν πολύ μικρό, με παλιά έπιπλα και μία φωτογραφία πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού της. Αυτός ήταν ο γιος της. Ο Δημήτρης. Ο Δημήτρης ζούσε χρόνια στο Λονδίνο της Αγγλίας, γιατί στο νησί, αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα, δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Η κυρία Μαρία, λοιπόν, έχοντας το παιδί της στα ξένα, όπως έλεγε πάντοτε, καταλάβαινε τους 116
129 πρόσφυγες. Τους ταύτιζε με το παιδί της. Μακριά από την πατρίδα του αυτό, μακριά από την πατρίδα τους και εκείνοι. Επομένως, δεν μπορούσε να τους κατακρίνει. Η κυρία Μαρία σηκώθηκε ήρεμα από την καρέκλα της και βγήκε από το μικρό σπίτι της. Ο Αϊλάν και η μητέρα του φοβήθηκαν. Δεν ήξεραν τι έγινε και έφυγε η γριούλα έτσι. Προτίμησαν, όμως, να μείνουν εκεί και να την περιμένουν. Άλλωστε, πού αλλού να πάνε; Η κυρία Μαρία, ωστόσο, δεν είχε φύγει. Μπήκε στην μικρή αποθήκη του σπιτιού της, που ήταν έξω από αυτό, και με επιδέξιους χειρισμούς έψαχνε στις στοιβαγμένες σακούλες τα ρούχα που φορούσε ο γιος της, όταν ήταν στην ηλικία του Αϊλάν. Είχε ορκιστεί να μη δώσει ποτέ αυτά τα ρούχα. Να παραμένουν στην αποθήκη της. Να αισθάνεται ότι τα έχει. Είχε σκεφτεί, πολλές φορές, να τα δωρίσει στον έρανο που πραγματοποιούσε η ενορία της κάθε Χριστούγεννα, αλλά κάτι την τραβούσε συνεχώς πίσω. Τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να τα δώσει στον μικρό Αϊλάν. Αυτό έπρεπε να κάνει. Θυμήθηκε τη μητέρα της που της έλεγε πάντοτε: «Κόρη μου, για να πάρεις, πρέπει να δώσεις. Να βοηθάς τον συνάνθρωπό σου. Με ό,τι έχεις. Και ο Θεός θα σε ανταμείψει. Και θα συγχωρέσει τις αμαρτίες σου. Να είσαι άνθρωπος, πάνω από όλα. Πάνω από τη σύζυγο, τη μάνα ή την αδελφή. Να είσαι άνθρωπος και να τη δείχνεις την ανθρωπιά σου. Όπως μπορείς και με οποιονδήποτε τρόπο». Τα λόγια αυτά είχαν χαραχτεί με κεφαλαία γράμματα στη μνήμη της κυρα Μαρίας. Τα θυμάται έτσι ακριβώς. Και πάντα ήξερε ότι μπορεί να ήταν αμόρφωτη, μπορεί να έκανε λάθη, αλλά ήταν άνθρωπος προς τον συνάνθρωπο. Τους συμπονούσε όλους. Τους βοηθούσε όλους. Τους πονούσε όλους. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για αυτούς. Επέστρεψε μέσα στο σπίτι. Έδειξε τα ρούχα στον μικρό και τον αγκάλιασε. Και ύστερα έκλαψε. Έκλαψε. Από χαρά που τώρα ο Αϊλάν είχε κάποια ρουχαλάκια. Τουλάχιστον, για να μην κρυώνει. 117
130 Ο μικρός Αϊλάν, όσο έμεινε στη Σάμο, κατάλαβε πως οι άνθρωποί της - στην πλειοψηφία τους, τουλάχιστον- δεν έμοιαζαν καθόλου με τον κύριο που είχε γνωρίσει αρχικά. Έβλεπε τους ψαράδες, τις νοικοκυρές, τους συνταξιούχους, τους δάσκαλους, τους εθελοντές και πολλούς κατοίκους του νησιού να ανοίγουν την αγκαλιά τους και τα σπίτια τους στους πρόσφυγες, που κατέφταναν κάθε μέρα από την πατρίδα του. Οι αλληλέγγυοι νησιώτες ήταν εκεί μέρα και νύχτα, με κρύο και καύσωνα, για να προσφέρουν στεγνά ρούχα, νερό, φαγητό και στέγη. Συχνά, ρίσκαραν την ίδια τους τη ζωή, για να σώσουν τους συνανθρώπους τους από τα κύματα. Με τις πράξεις τους, έπνιξαν τον φόβο και τον ρατσισμό σε ένα κύμα αλληλεγγύης και απέδειξαν ότι ακόμη και σε στιγμές κρίσης μπορούμε να είμαστε μία ενωμένη ανθρωπότητα. Ο Αϊλάν πήγαινε ακόμη και σχολείο. Ο δάσκαλος τον αγαπούσε και τον βοηθούσε πολύ. Συνέχισε να μένει στην κυρία Μαρία και, μέρα με τη μέρα, μάθαινε καλύτερα τα ελληνικά. Μπορούσε να πει: γεια, ευχαριστώ, παρακαλώ, συγγνώμη, νερό, ψωμί, ρούχα. Τις τελευταίες αυτές λέξεις τις έμαθε αναγκαία, έτσι ώστε να μπορεί να τις πει, αν βρισκόταν σε άλλη ελληνική πόλη και είχε ανάγκη από αυτά τα αγαθά. Ο δάσκαλος του δημοτικού σχολείου, ο κύριος Μιχάλης, του έμαθε και λίγα παραπάνω αγγλικά. Παρόμοιες λέξεις για ώρα ανάγκης. Και, δυστυχώς, αυτές τις λέξεις ο Αϊλάν χρειάστηκε να τις χρησιμοποιήσει πολλές φορές στο ταξίδι του αυτό. - Εμπρός! Όλοι στο πλοίο! Πιο γρήγορα! Φεύγουμε για Πειραιά! - Είμαστε έτοιμοι; - Ναι, μπορούμε να αναχωρήσουμε! 118
131 «Γιατί;» Αυτό μπορούσε να ψιθυρίσει και πάλι ο Αϊλάν. Γιατί; Γιατί να φεύγει μακριά από τόπους και ανθρώπους που αγαπά; Έφευγε προς Αθήνα. Ποιος ξέρει τι θα του επιφύλασσε η μοίρα εκεί. Μέσα σε αυτήν τη μεγάλη πόλη. Θα χανόταν. Αλλά και αν δε χανόταν, τι θα έκανε; Τι; Πού θα πήγαινε; Θα βρισκόταν, άραγε, κανείς σαν την κυρία Μαρία ή τον κύριο Μιχάλη; Η μαμά του; Τι θα έκανε εκεί η μητέρα του; Στη Σάμο, είχε αρχίσει να βρίσκει τον εαυτό της. Δούλευε μαζί με τις άλλες γυναίκες του νησιού και ήταν καλά. Όλο αυτό τη βοηθούσε να ξεχάσει. Τουλάχιστον, έβλεπε το παιδί της ευτυχισμένο. Το έβλεπε καλύτερα από ποτέ, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος. Αλλά, από την άλλη πλευρά, τι να ξεχάσει; Τον μεγαλύτερο γιο της, τον άντρα της, το σπίτι της, την πατρίδα της, τους γονείς της; Τι; Στην Αθήνα. Σε μια πλατεία. Με εκατοντάδες σαν και εκείνον ανθρώπους τριγύρω του. Βέβαια, μαζί τους μπορούσε να μιλήσει, να επικοινωνήσει, αλλά αλλά βρίσκονταν όλοι στην ίδια κατάσταση. Χωρίς φαγητό, χωρίς στέγη, χωρίς νερό, χωρίς χρήματα, χωρίς την ικανότητα, τη σωματική ή ψυχική, να φωνάξουν. Να φωνάξουν. Όσο πιο δυνατά μπορούν. Και να πουν «είμαστε άνθρωποι και εμείς, σαν και εσάς. Κοιτάξτε μας. Κοιτάξτε μας και δείτε στα μάτια μας τον εαυτό σας». Ποιος, όμως, θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος θα μπορούσε να μπει στη θέση τους; Και γιατί να το κάνει; Οι περαστικοί ήταν αμέτρητοι. Άλλοι δε γύριζαν καν το κεφάλι τους για μια ματιά, μερικοί τους κοιτούσαν επίμονα καθώς περνούσαν και ύστερα συνέχιζαν και οι πιο σπλαχνικοί τους έδιναν κανένα πενηντάλεπτο. Αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα λιγότερο. Τίποτα περισσότερο. Όσοι από τους πρόσφυγες γνώριζαν καλύτερα αγγλικά προσπαθούσαν να μάθουν από τους δημοσιογράφους που συγκεντρώνονταν κάθε μέρα εκεί, για να μεταδώσουν τις ειδήσεις στα κεντρικά δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών καναλιών, τα σχέδια της κυβέρνησης της Ελλάδας. Ο Αϊλάν φαινόταν χαμένος 119
132 στην Αθήνα. Δεν ήξερε τι γίνεται από δω και πέρα. Δεν έχανε, όμως, την ελπίδα του. Περίμενε να γνωρίσει μια νέα κυρία Μαρία, έναν καινούριο κύριο Μιχάλη. Είχε γνωρίσει τους Έλληνες σε εκείνο το νησί και ήξερε ότι, όσο περνάει ο καιρός, περισσότεροι θα βοηθούσαν. Το ήξερε καλά. Ήταν σίγουρος πως θα υπήρχαν παντού άνθρωποι που θα του φέρονταν όπως αυτός ο κύριος που τον απομάκρυνε, όταν ο μικρός ζήτησε απλώς λίγο ψωμάκι. Αλλά αυτός ήταν ένας. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν ζεστοί και καλόκαρδοι. Αδυνατούσε, λοιπόν, να πιστέψει ότι οι Αθηναίοι, παρά τις δυσκολίες, δεν ήταν. Στην Αθήνα δεν έμειναν πολύ. Ωστόσο, κάτοικοί της, καθώς και πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις τους είχαν βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό, προσφέροντάς τους τα απαραίτητα αγαθά, με κυριότερα το φαγητό, το νερό και ζεστά ρούχα, αφού μέσα στον όλο αγώνα τους, οι πρόσφυγες είχαν να αντιμετωπίσουν και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να μεταφερθούν στα Σκόπια και από εκεί ο καθένας να φτάσει στη χώρα προορισμού του. Έτσι είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση με τις άλλες των ευρωπαϊκών κρατών. Όμως, εκείνες δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους και, αφού είδαν τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό των προσφύγων, έκλεισαν τα σύνορά τους. Οι περιπέτειες, λοιπόν, των προσφύγων και του μικρού Αϊλάν δε φαίνονταν να παίρνουν τέλος. Είχαν όλοι γεμίσει με τόση χαρά και αισιοδοξία, όταν αντιπρόσωποι της κυβέρνησης τους ανακοίνωσαν την απόφαση που είχε παρθεί από τα ευρωπαϊκά κράτη. Και τώρα Τώρα πάλι σε αδιέξοδο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μπροστά στα φράγματα που είχαν υψώσει οι ευρωπαϊκές χώρες 120
133 Τι γράφεις εκεί, Αϊλάν; τον ρώτησε η γυναίκα του. - Δε στο έχω πει. Προσπαθώ να γράψω για το 2016, για την τότε προσφυγική κρίση. Για αυτά που πέρασα Ξέρεις! - Τι γράφεις, δηλαδή; - Κάτι σαν μυθιστόρημα. Δεν ξέρω ακριβώς. Τώρα το αρχίζω. Καταγράφω κάποια γεγονότα και συναισθήματα που θυμάμαι. - Αϊλάν, μήπως σου κάνει κακό αυτή η ιστορία; Εννοώ ότι έχουν περάσει 18 ολόκληρα χρόνια, είσαι τριάντα χρονών και ακόμα να ξεχάσεις. Είσαι στην πανέμορφη Σάμο και, αντί να το διασκεδάσεις, κάθεσαι και γράφεις για εκείνα τα χρόνια. Νόμιζα ότι είχες κάνει σημαντικά βήματα όταν είπες ότι δεν θέλεις να επισκεφτείς την πατρίδα σου, αλλά τώρα γυρίζεις πίσω. Πέρασες δύσκολα παιδικά χρόνια. Ποιος ο λόγος να τα θυμάσαι συνεχώς; - Ναι, έχεις δίκιο, χρειάστηκα χρόνο, για να ξεπεράσω κάποια πράγματα, αλλά αυτό τελείωσε τώρα. Όμως, δεν μπορώ να ξεχάσω από πού είμαι, από πού ήρθα. Και ο μόνος λόγος που δεν ήθελα να επισκεφτώ το χωριό μου ήταν επειδή δεν μπορώ να βλέπω ερείπια. Αν θες να ξέρεις, όμως, από τη Σάμο ξεκίνησα. - Τι εννοείς; - Στη Σάμο ναυάγησε η βάρκα. Αυτό ήταν το ελληνικό νησί που σου έλεγα. - Δηλαδή εδώ ζούσε η κυρία Μαρία και ο κύριος Μιχάλης; - Ναι. Τους έψαξα κιόλας. Η κυρία Μαρία, όμως, έχει πεθάνει. Τον κύριο Μιχάλη τον βρήκα και μιλήσαμε. - Απίστευτο! 121
134 - Για αυτό θέλω να γράψω και μάλιστα να το δημοσιεύσω στα ελληνικά. - Με θέμα; - Περιπέτειες αλλά κυρίως αντιμετώπιση από τους ανθρώπους, το πώς μας έβλεπαν εκείνοι, τότε. Θέλω να γράψω για την αναζήτηση του ανθρώπου. - Αλήθεια, για αυτά δε μου έχεις μιλήσει. - Όχι; Σου έχω πει για την κυρία Μαρία και τον κύριο Μιχάλη. - Ναι, αλλά για τους άλλους; - Στη Γερμανία, όταν τελικά κατάφερα να φτάσω, γνώρισα την κυρία Julia. Μου στάθηκε και με βοήθησε όσο κανείς. Και άλλοι πολλοί. Ακόμη και ένα μυθιστόρημα δε φτάνει να μιλήσω για αυτούς τους ανθρώπους. - Έχεις σκεφτεί τίτλο; - Νομίζω. - Για πες. - Από τη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι. 122
135 Παναγιώτης Νικολακόπουλος (ΣΜΚ) Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) Η γειτονιά των χαμένων ονείρων 1 ος Έπαινος Διηγήματος Γυμνασίου Ήταν νωρίς το πρωί. Έβλεπα ένα ωραίο όνειρο. Ήμουν βασιλιάς ή άρχοντας ή κάτι που είχε να κάνει με εξουσία. Ζούσα σε ένα τεράστιο παλάτι μέσα στη χλιδή, είχα αναρίθμητους υπηρέτες και εξουσίαζα μια τεράστια πολιτεία. Ώσπου άκουσα φωνές, κι όλο αυτό το όνειρο χάθηκε... Όχι, δεν ήταν υπήκοοι, ούτε υπηρέτες. Ήταν η μητέρα μου, που επιδίωκε με τις φωνές να με ξυπνήσει και μπορώ να πω πως τα κατάφερε. Σηκώθηκα βιαστικά από το κρεβάτι μου, χωρίς, φυσικά, να το θέλω, και για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να δω τίποτα. Έτρεξα να πλύνω τα δόντια μου κι έπειτα να ντυθώ. Κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά. Έφτασα στην κουζίνα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. - Κωνσταντίνε Πού πας; Δε θα πιείς το γάλα σου; άκουσα τη μητέρα μου να μου λέει εκνευρισμένη. - Δε βλέπεις; Βιάζεται να πάει σχολείο. Πάλι κοιμήθηκε αργά χθες. Εμείς στις μέρες μας σηκωνόμασταν, είπε ο πατέρας μου. - Ναι, βιάζομαι να πάω σχολείο Έχω ήδη αργήσει Γεια Αυτά είπα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου, με δύναμη. Ανέβηκα στο πεζοδρόμιο, έβαλα την τσάντα στην πλάτη μου και ξεκίνησα να τρέχω προς 123
136 τη στάση του λεωφορείου. Περίμενα περίπου δύο λεπτά και μετά εμφανίστηκε το λεωφορείο. - Κωστάκη Πού πηγαίνεις τέτοια ώρα; Εσύ θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο σχολείο - Εκεί πηγαίνω, απάντησα στον οδηγό, τον κύριο Αντώνη. Με γνώριζε, γνώριζε και τον πατέρα μου, ήταν φίλοι, μάλλον από το Γυμνάσιο, δε θυμάμαι ακριβώς. Μπήκα στο λεωφορείο και κάθισα σε μια θέση μακριά από τους άλλους. Αρχικά, ήμασταν λίγοι αλλά σιγά σιγά το λεωφορείο γέμισε με κόσμο. Μάλιστα, σε μια στάση μπήκαν και κάποιοι άνδρες με γυαλιά και ιδιαίτερα προσεγμένο ντύσιμο. Μάλλον εργάζονταν σε μια μεγάλη εταιρία. Ήρθαν και κάθισαν κοντά μου. Μιλούσαν για μια διαδήλωση και ήταν οργισμένοι, καθώς είχαν αργήσει στη δουλειά τους. Είχαμε διανύσει τη μισή διαδρομή για το σχολείο. Έριξα μια ματιά στο κινητό μου και διαπίστωσα πως είχε περάσει αρκετή ώρα και πλέον ήταν σίγουρο πως θα έχανα τις πρώτες ώρες του μαθήματος. Έβγαλα το βιβλίο της Ιστορίας από την τσάντα μου και ξεκίνησα να διαβάζω την ενότητα που έπρεπε να μάθουμε. Χθες μου είπε ο Άρης πως θα γράφαμε τεστ. Ξαφνικά, ακούω φωνές και, πριν προλάβω να σηκώσω το κεφάλι μου και να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συμβαίνει, ακούω το τζάμι δίπλα στους δυο άνδρες να σπάει και μια γυναίκα να φωνάζει «Τι θα γίνει με εμάς;». Ο κυρ Αντώνης, φανερά πανικοβλημένος, έστριψε σε ένα μικρό και στενό δρόμο, όπου δεν υπήρχαν διαδηλωτές. Έπειτα, έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του. Η διαδήλωση γινόταν λόγω των προσφύγων που είχαν έρθει από τις χώρες τους με σκοπό να ταξιδέψουν στην κεντρική Ευρώπη. Δυστυχώς, τα σύνορα δεν άνοιγαν, επομένως αναγκάζονταν όλοι να εγκατασταθούν προσωρινά στην πόλη μας. 124
137 Αμέσως οι επιβάτες ξεκίνησαν να συζητούν μεταξύ τους. - Είναι, όντως, απαράδεκτο, είπε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. - Είναι Αυτό το θέμα κάνει ζημιά και σε μας και σε αυτούς, της απάντησε μια κυρία που καθόταν δίπλα της. - Γιώργο, είσαι εντάξει; ρώτησε ο ένας άνδρας. - Ναι Ευτυχώς, δεν τραυματιστήκαμε, απάντησε ο άλλος. Ο κυρ Αντώνης κοίταξε από τον καθρέφτη πίσω και είπε: - Είστε όλοι σίγουρα καλά; Εσύ, Κώστα; - Ναι, απάντησα εγώ. Συνεχίσαμε όλο ευθεία σε εκείνο τον στενό δρόμο. Μα, ξαφνικά, ο κυρ Αντώνης σταμάτησε το λεωφορείο. Όλοι μας σηκωθήκαμε όρθιοι να δούμε τι συμβαίνει. Οι δυο κυρίες έτρεξαν κοντά στην πόρτα. - Μα τι γίνεται; λέει ο ένας άνδρας, ο Γιώργος. - Απίστευτο, είπε ψιθυριστά ο κυρ Αντώνης, μα όλοι το ακούσαμε. Είχαμε βρεθεί στο σημείο της πόλης μας όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρόσφυγες. Ήταν τόσοι πολλοί. Γύρω μας περνούσαν μικρά παιδιά και μητέρες που κρατούσαν τα νεογέννητα παιδιά τους στην αγκαλιά. Μου φάνηκε απίστευτο το ότι τόσοι άνθρωποι ζούσαν υπό τέτοιες συνθήκες. Σε μια περιοχή τόσο κοντά μας μα και τόσο διαφορετική. Ο κυρ Αντώνης κατέβηκε από το λεωφορείο, έβγαλε τη ζακέτα του και την έδωσε σε ένα μικρό αγόρι που περνούσε από δίπλα μας. Εκείνο τη φόρεσε κι αμέσως σταμάτησαν να τρέμουν από το κρύο τα αδύνατα χεράκια και τα ποδαράκια του. Σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε κάνοντας μια χειρονομία, καθώς θέλησε να του δείξει την ευγνωμοσύνη του. Ο κυρ Αντώνης του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε «Σου αρέσει; Κράτησέ τη, τώρα είναι δικιά σου». Ο ένας άνδρας, συγκινημένος, άνοιξε την τσάντα του και άρχισε να ψάχνει. - Γιώργο, θες βοήθεια; του είπε ο άλλος. 125
138 - Όχι... Τα καταφέρνω Έψαξε λίγο ακόμα, μα δε βρήκε τίποτα. Τελικά, έβγαλε το φαγητό του, άφησε την τσάντα του στον άλλον και έτρεξε στην πόρτα. - Κυρ Αντώνη Δώσε του κι αυτό. Δεν το χρειάζομαι - Να σαι καλά Ο κυρ Αντώνης το παίρνει και το προσφέρει στο μικρό παιδί. Εκείνο κάνει ένα βήμα πίσω και κουνά το κεφάλι του, δείχνοντας πως δεν το δέχεται. Ο κυρ Αντώνης του το προσφέρει ξανά. - Πάρε Είναι δώρο από τον κύριο, είπε ο οδηγός και έδειξε τον άνδρα που στεκόταν στην πόρτα του λεωφορείου. - Ναι Είναι δικό σου, είπε ο άνδρας. - Ευχαριστώ, είπε το μικρό αγόρι με δυσκολία. Το αγόρι έφαγε το μισό κι αμέσως έτρεξε στον πατέρα του. Λίγο πιο πέρα, κοντά σε μια σκηνή. Του έδειξε τη ζακέτα και του έδωσε το φαγητό να φάει το υπόλοιπο. Ο πατέρας του το ρώτησε ποιος του το έδωσε και το μικρό αγόρι έδειξε τον κυρ Αντώνη και τον άνδρα. Ο πατέρας του έφαγε ένα κομμάτι, έπιασε τον γιο του από το χέρι και κατευθύνθηκε μαζί με το παιδί προς το μέρος του λεωφορείου. Έβαλε το χέρι του στην καρδιά του και κούνησε το κεφάλι του. Ο κυρ Αντώνης τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Ο πατέρας του μικρού αγοριού είχε αντιληφθεί πως είχαμε χαθεί κι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης αποφάσισε να μας βοηθήσει. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε όλο ευθεία. Ο κυρ Αντώνης χάιδεψε το μάγουλο του αγοριού και με χαμόγελο μπήκε στο λεωφορείο. Συνεχίσαμε όλο ευθεία, όπως μας είχε δείξει ο πατέρας του μικρού παιδιού. Αφήσαμε πίσω μας σκηνές και πολλούς ανθρώπους. Παρατήρησα πως, αν και κατάγονταν από διαφορετική χώρα, ακόμη κι αν μιλούσαν διαφορετική γλώσσα, είχαν όλοι κάτι κοινό. Είχαν όλοι την ίδια επιθυμία να ζήσουν μακριά από τον πόλεμο, ο οποίος τους αφαίρεσε με τη βία το 126
139 δικαίωμά τους στη ζωή. Μας κοιτούσαν όλοι με δύο μάτια γεμάτα παράπονο μα συνάμα και με μια ελαφρά ανακούφιση, αφού ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να επιβιώσουν από όλο αυτό το επικίνδυνο και κουραστικό ταξίδι. Είδαμε νέους πρόσφυγες να φτάνουν κι έναν ηλικιωμένο άνδρα, ο οποίος έμοιαζε να είναι ο αρχηγός τους, να τους υποδέχεται και να τους δείχνει ένα μέρος όπου θα μπορούσαν αυτοί οι κουρασμένοι άνθρωποι να μείνουν προσωρινά. Πιο πέρα, δύο άνδρες φιλονικούσαν, προφανώς για το φαγητό που ο ένας έκλεψε από τον άλλον, ενώ ο ένας έδειχνε συνεχώς, με δάκρυα στα μάτια, την κόρη του, που καθόταν λίγο πιο πέρα με σκυμμένο το κεφάλι. Είδα παιδιά στην ηλικία μου να παίζουν με παιχνίδια τα οποία είχαν φτιάξει με οποιοδήποτε υλικό βρήκαν, όταν έφτασαν εδώ. Τραγουδούσαν τραγούδια της πατρίδας τους και χόρευαν, έστω και για λίγο, ξέγνοιαστα, αφού βρίσκονταν μακριά από τον κίνδυνο του πολέμου και της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Ήθελα να σταματήσω το λεωφορείο και να κατέβω να παίξω κι εγώ μαζί τους. Να μου μάθουν τα διασκεδαστικά τραγούδια τους και να παίξουμε μαζί κάθε είδους παιχνίδι. Ήθελα να μιλήσουμε, ήθελα να μάθω τις ιστορίες τους, ήθελα να τα γνωρίσω Μια από τις δύο κυρίες άρχισε να κλαίει. Η άλλη, μόλις το αντιλήφθηκε, έσπευσε να την παρηγορήσει και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της. - Γιατί κλαις, Μαρίνα; - Βάζω νοερά τον εαυτό μου στη θέση τους, Αλίκη Τον εαυτό μου στη θέση τους Σκέφτομαι εμένα με τα παιδιά μου σε μια βάρκα μέσα στον ωκεανό Ο κυρ Αντώνης, ακούγοντας τα λόγια της κυρίας Μαρίνας, δάκρυσε. - Κυρία Μαρίνα Ορίστε, είπε ο ένας άνδρας, ο κύριος Γιώργος, που σηκώθηκε από τη θέση του και της προσέφερε το μαντήλι του. 127
140 - Σας ευχαριστώ Πιο πέρα, είδαμε δυο λεωφορεία με εθελοντές να καταφθάνουν. Ένας γεροδεμένος άνδρας κουβαλούσε κάτι μεγάλους σάκους. Ένας από αυτούς έγραφε με κεφαλαία γράμματα «ΤΡΟΦΙΜΑ» κι ένας άλλος «ΡΟΥΧΑ». Τα πήγαινε σε ένα ετοιμόρροπο κτίριο, το οποίο βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από όλα τα υπόλοιπα. Στην πόρτα, υπήρχε ένα χαρτί που έγραφε «ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ» κι από κάτω, σε άλλη γλώσσα, τι μπορούν να προμηθευτούν από εκείνο το κτίριο. Ξαφνικά, ο κυρ Αντώνης σταμάτησε το λεωφορείο. Δύο γιατροί, εθελοντές, όπως και πολλοί άλλοι εκεί, μπήκαν μπροστά μας και ξεκίνησαν να κουνούν τα χέρια τους στον αέρα. Ο κυρ Αντώνης σταμάτησε το λεωφορείο απότομα, άνοιξε το τζάμι, έβγαλε το χέρι του έξω και τους έκανε νόημα να έρθουν κοντά του. - Κύριε Σας παρακαλούμε, πρέπει να μας πάτε στην άλλη μεριά, είπε λαχανιασμένος κι αναψοκοκκινισμένος ο ένας από τους δύο. - Τι συμβαίνει; - Μια ομάδα διαδηλωτών χτύπησε άσχημα ένα μικρό κορίτσι... Ήρθε, πριν από λίγο, τρέχοντας ο πατέρας της και μας ειδοποίησε, απάντησε κι έδειξε με το δάχτυλό του έναν άνδρα, τον πατέρα του μικρού κοριτσιού, ο οποίος ιδρωμένος είχε ακουμπήσει το χέρι του στον τοίχο ενός σπιτιού, για να ξεκουραστεί. Έτρεμαν από φόβο τα πόδια του και με δυσκολία προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. - Μπείτε γρήγορα μέσα, απάντησε ο κυρ Αντώνης και άνοιξε τις πόρτες. - Σας ευχαριστούμε, είπε ο ένας γιατρός κι έκανε νόημα στον πατέρα να μπει μέσα, ενώ αυτός ακολούθησε με ένα αδύναμο βηματισμό. Μόλις μπήκε ο πατέρας μέσα στο λεωφορείο, σηκώθηκα, άφησα την τσάντα μου στο πάτωμα και του έδειξα τη θέση μου. Αυτός κάθισε αμέσως, 128
141 ήταν προφανές πως ήταν εξαντλημένος. Ξεκίνησε να κλαίει κι έπειτα σκέπασε με τα χέρι του το πρόσωπό του, για να μην τον βλέπουμε εμείς. Ο ένας από τους δύο άνδρες ήρθε και άγγιξε τον ώμο του, ο πατέρας σήκωσε το κεφάλι του και με δάκρυα στα μάτια τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο πόνο και θλίψη. Ο άνδρας λύγισε, άφησε την αισιόδοξη στάση του και ξεκίνησε να δακρύζει. - Αδελφέ μου Μην κλαις όλα θα πάνε καλά, του είπε. - Γιώργο, κάθισε λίγο, του είπε ο άλλος. - Κύριε Γιώργο, φώναξε η ηλικιωμένη κυρία Μαρίνα. Σηκώθηκε με δυσκολία και του έτεινε το μαντήλι που ο ίδιος της έδωσε πριν λίγο. - Σας ευχαριστώ, είπε και δάκρυσε. Έγινα μάρτυρας μιας τόσο θλιβερής σκηνής μα τόσο ανθρώπινης μαζί. Για πρώτη φορά αντίκρισα τον πόνο και τη θλίψη. Πρώτη φορά ένιωσα πώς είναι να πονάς, για πρώτη φορά φοβήθηκα κι εγώ για αυτόν που πονά, το μικρό κορίτσι για το οποίο αγωνιούσε ο πατέρας. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Σήκωσα το κεφάλι μου στον συννεφιασμένο ουρανό και προσευχήθηκα από μέσα μου για το μικρό κορίτσι κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα τον πατέρα με οίκτο. Ο ίδιος έβαλε το χέρι του στην καρδιά του και κούνησε το κεφάλι του, ψιθυρίζοντας. Είχε καταλάβει πως προσευχήθηκα για την κόρη του - Παιδιά, κατεβείτε, είπε ο κυρ Αντώνης στους γιατρούς. - Σας ευχαριστούμε πολύ Ο Θεός να σας έχει καλά, του είπε ο γιατρός και τρέχοντας κατέβηκε μαζί με τον πατέρα σε μια σκηνή. Ο κυρ Αντώνης δε συνέχισε, έμεινε εκεί να κοιτάζει σαστισμένος το μικρό κορίτσι στην αγκαλιά του πατέρα να το φέρνει στους γιατρούς. Έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία της δικής του κόρης και, αφού κοίταξε για λίγο κάθε λεπτομέρεια του παιδικού κι αθώου της προσώπου, την έφερε κοντά στα χείλη του και τη φίλησε. 129
142 Το κορίτσι αιμορραγούσε κι ήταν εύκολο να δει κανείς τα σημάδια των βιαιοτήτων πάνω σε όλο το μικρό κι αθώο κορμάκι της. Οι γιατροί φρόντισαν να σταματήσει να αιμορραγεί και τύλιξαν με επιδέσμους τα τραύματά της. Άνοιξε τα μάτια της και μίλησε. Μία της λέξη ήταν η απόλυτη λύτρωση για τον πατέρα. Ήταν αυτό που περίμενε, αυτό για το οποίο προσευχόταν. Γονάτισε κι άρχισε να φιλά τα πόδια τον γιατρών. Το έλεγε στη γλώσσα του, ωστόσο μπορέσαμε όλοι να καταλάβουμε πως τους ευγνωμονούσε. - Ας προχωρήσουμε Δεν μπορώ να βλέπω άλλο, είπε η κυρία Μαρίνα στον κυρ Αντώνη βουρκωμένη. - Περιμένω τους γιατρούς, απάντησε βουρκωμένος κι εκείνος. Οι γιατροί αποχαιρέτισαν την οικογένεια κι έτρεξαν στο λεωφορείο. Όλοι μας χειροκροτήσαμε, άλλοι δακρυσμένοι, άλλοι βουρκωμένοι, όλοι μας ευχαριστήσαμε τους γιατρούς και νιώθαμε ευτυχισμένοι για το μικρό κορίτσι και την οικογένειά του, βλέποντάς τους όλους να χαμογελούν, βλέποντας τον πατέρα να κλαίει από χαρά και το μικρό κορίτσι με τη μητέρα του και τα μικρά του αδελφάκια, αθώα σαν κι αυτό, να χαίρονται. Οι γιατροί κάθισαν στις θέσεις τους και με μια ελαφρά χαρά, αφού απαλλάχθηκαν από το άγχος και τη θλίψη για το κορίτσι, έβγαλαν κι οι δυο ένα μπουκάλι νερό κι ήπιαν όσο ήθελαν. Εγώ κοίταξα πάλι ψηλά, στον συννεφιασμένο ουρανό και ψιθύρισα «Σε ευχαριστώ Έσωσες τη φίλη μου Ευχαριστώ Ευχαριστώ», τόσες φορές όσες ήταν αρκετές για να σιγουρευτώ μέσα μου πως το κορίτσι ήταν πλέον καλά κι ευτυχισμένο. Όσες φορές ήταν αρκετό για να πείσω τον εαυτό μου πως το κορίτσι για το οποίο έκλαψα μαζί με τον πατέρα του, για το οποίο πόνεσα, για το οποίο προσευχήθηκα, σαν από θαύμα, είναι τώρα καλά και αυτό και η οικογένειά του, είναι τώρα καλά Είναι τώρα καλά - Παιδιά Πού πάμε; ρώτησε ο κυρ Αντώνης τους δυο γιατρούς. - Στο κέντρο εθελοντών Εδώ πιο κάτω Δεν είναι μακριά 130
143 - Εντάξει. Προχωρήσαμε. Περάσαμε από πολλές σκηνές. Αντικρίσαμε γονείς να κάθονται στο υγρό χώμα και να χαίρονται, έστω και λίγο, παρακολουθώντας τα παιδιά τους να παίζουν. Γι αυτά έκαναν όλον αυτόν τον αγώνα, γι αυτά προσπάθησαν τόσες φορές. Αυτά ήταν ο μόνος λόγος να συνεχίσουν να παλεύουν, σε στεριά ή θάλασσα. Αυτά είναι και τώρα το στήριγμά τους, ένα τους χαμόγελο, μια τους λέξη κι αμέσως ξεκινούν, για να τους προσφέρουν αυτά που ζητούν, τα απαραίτητα Έπειτα από λίγο, φτάσαμε σε ένα κτίριο. Στην πόρτα, είχε κολλημένο ένα χαρτί, το ίδιο που είχε και το προηγούμενο κτίριο. Πάνω σε ένα μπαλκόνι, στεκόταν ένας άνδρας, προφανώς ήταν ένας από τους εθελοντές, ένας από τους πολλούς που ήλθαν να βοηθήσουν. Είχε δίπλα του κάτι μεγάλους σάκους. Από εκεί, έβγαζε ρούχα, τρόφιμα, νερό, ή οτιδήποτε μπορούσε να είναι χρήσιμο για μια οικογένεια προσφύγων, και τα πετούσε κάτω, σε ένα πλήθος προσφύγων που συγκεντρώθηκαν εκεί, περιμένοντας να πάρουν ό,τι χρειάζεται για να επιβιώσουν και σήμερα, για να επιβιώσουν για άλλη μια μέρα. - Ευχαριστούμε Δεν ξέρετε πόσο βοηθήσατε όλοι σας, είπε ο ένας γιατρός. - Να στε καλά, παιδιά μου, να δίνετε ευτυχία στον κόσμο, είπε η κυρία Αλίκη. - Να είστε καλά, φώναξε κι ο κυρ Αντώνης δυνατά. - Σας ευχαριστούμε, μας ευχαρίστησαν όλους οι δυο γιατροί. Κατέβηκαν από το λεωφορείο. Μια μικρή ομάδα προσφύγων έτρεξε προς το μέρος τους. Πήραν στα χέρια τους τούς δυο γιατρούς και τους σήκωσαν στον αέρα, φωνάζοντας στις γλώσσες τους. Είχαν μάθει για το μικρό κορίτσι. Τόσο χαρούμενος ήταν ο πατέρας της, τόσο χαρούμενος, που 131
144 έτρεξε να το πει σε κάθε άνθρωπο, άγνωστο ή γνωστό. Τέτοια ήταν η χαρά του, τέτοια η ανακούφιση από τον πόνο. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς την κατεύθυνση που μας έδειξε ο πατέρας του μικρού αγοριού. Όλοι ήμασταν βυθισμένοι σε σκέψεις και προβληματισμούς. Κανείς δε μιλούσε, σαν να θέλαμε να κρατήσουμε αυτήν την ησυχία για πάντα. Σαν να μη θέλαμε ποτέ να ξεφύγουμε από τις σκέψεις μας, σαν να θέλαμε να δείξουμε με τη σιωπή και το θλιμμένο μας βλέμμα κάτι, ο καθένας κάτι δικό του. Γύρισα πίσω κι είδα τους δυο γιατρούς και όλους εκείνους τους πρόσφυγες που χαίρονταν να μας χαιρετούν και με χαμόγελα να κουνούν τα χέρια τους στον αέρα. Οι γιατροί τούς είχαν μιλήσει για μας, ο πατέρας τούς είχε μιλήσει για μας. Έβγαλα το χέρι μου έξω και τους χαιρέτισα. Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε κρατώντας την κόρη του στην αγκαλιά του ο πατέρας που βοηθήσαμε κι έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα το μικρό αγόρι κι ο πατέρας του που μας έδειξε τον δρόμο. Έτρεξα προς το μέρος του κύριου Αντώνη και ψιθύρισα στο αυτί του. - Κυρ Αντώνη, κάνε μου μια χάρη - Φυσικά, παιδί μου. Τι θες; - Να Αν είναι δυνατό Θα ήθελα να σταματήσετε το λεωφορείο και να ανοίξετε τις πόρτες. Θέλω να αποχαιρετίσω αυτούς τους ανθρώπους Να τους αγκαλιάσω - Φυσικά, Κώστα. Σταμάτησε το λεωφορείο κι άνοιξε τις πόρτες. Πέταξα την τσάντα μου στο πάτωμα κι έτρεξα προς το μέρος τους. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, με πόνεσαν τα πόδια μου, μα δε σταμάτησα. Κοιτούσα αυτούς τους ανθρώπους, ένιωθα σαν να τους ήξερα όλους τους χρόνια, σαν να τους ήξερα από κάθε τους πλευρά κι έπαιρνα θάρρος. Έτρεξα πολύ ώσπου 132
145 έφτασα, και τότε έγιναν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά και με αγκάλιασαν. Τους άκουγα να φωνάζουν, να γελούν κι ήταν σαν να βρισκόμουν στο σπίτι μου, με αυτούς που αγαπώ Ο πατέρας μαζί με την πληγωμένη κόρη του με πλησίασαν και το μικρό κοριτσάκι άπλωσε το χέρι της, με έφερε κοντά της και με φίλησε στο μάγουλο. Ήταν ο δικός της τρόπος να μου δείξει την ευγνωμοσύνη της, ο δικός της τρόπος... Όχι λόγια μα αληθινή αγάπη. Δε με γνώριζε, μα αντιλήφθηκε ενστικτωδώς πως τη βοήθησα να ζήσει, πως της χάρισα απλόχερα αυτό που οι άλλοι με τη βία αποπειράθηκαν να της αφαιρέσουν Έβαλε το χεράκι της μέσα στη στο δικό μου και μου χάρισε ένα μικρό παιχνίδι της. Ίσως και να ήταν το μοναδικό, ίσως και το πιο σημαντικό Έπειτα έκλεισε τα μάτια της και ξάπλωσε στην αγκαλιά του πατέρα της. Αυτός κούνησε το χέρι του και μαζί με όλους τους υπόλοιπους με αποχαιρέτισε. Τους αποχαιρέτισα κι εγώ και περπάτησα προς το λεωφορείο. Όλοι είχαν βγάλει τα κεφάλια τους έξω από τα παράθυρα και κοιτούσαν. Περπάτησα σκεπτόμενος, μέχρι που έφτασα. Ο κυρ Αντώνης σηκώθηκε, με χτύπησε ελαφρώς στον ώμο και με αγκάλιασε. Πήρα την τσάντα μου από το πάτωμα και κάθισα στη θέση μου. Κοίταξα τον ουρανό και χαμογέλασα. Ευχήθηκα για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ευχήθηκα να είναι ασφαλείς κι ευτυχισμένοι. Κι ιδιαίτερα για εκείνο το μικρό κορίτσι. Αϊσέλ την φώναξε ο πατέρας της. Ναι, για εκείνη προσευχήθηκα, εκείνη σκέφτηκα Προχωρήσαμε αρκετά, μέχρι που απομακρυνθήκαμε από αυτήν τη μικρή πόλη. Από αυτήν τη μικρή πόλη των χαμένων ονείρων. Ναι Των χαμένων ονείρων Των χαμένων ονείρων όλων αυτών τον γονιών για τα παιδιά τους. Ήθελαν να τα δουν να προοδεύουν. Ήθελαν να δουν πως ο μόχθος τους είχε αποτέλεσμα. Δυστυχώς, ο πόλεμος κι η βία δεν το επέτρεψαν αυτό. Αναγκάστηκαν μέσα σε μια νύχτα, πανικοβλημένοι, να 133
146 μαζέψουν λίγα από τα υπάρχοντά τους και να φύγουν με κάθε μέσο. Να βρουν καταφύγιο σε ένα μέρος μακριά από τον πόλεμο, μόνο για τα παιδιά τους Μόνο για αυτά Φύγαμε από αυτή τη μικρή κοινωνία. Αφήσαμε πίσω μας σκηνές, σκυμμένα κεφάλια και μικρά παιδιά να παίζουν. Καθένας από εμάς προσπαθούσε να κοιτάξει πίσω. Να δει κάτι τελευταίο από αυτή τη μικρή κοινωνία, από αυτό το μικρό μέρος. Όλοι μας προσπαθούσαμε με μια τελευταία ματιά να αποχαιρετίσουμε αυτούς τους ανθρώπους. Μα αυτό χωρίς να μας δουν οι άλλοι. Δε θέλαμε Το μόνο που κάναμε ήταν να διατηρούμε αυτή την ησυχία αδιατάραχτη. Βυθιστήκαμε ξανά σε σκέψεις και προβληματισμούς. Μόλις είχε τελειώσει το ταξίδι μας, σε ένα μέρος που όσο κι αν έμοιαζε διαφορετικό, βρισκόταν κοντά στο σπίτι μας, κοντά στις γειτονιές μας. Επιστρέψαμε στις ζωές μας. Ο κυρ Αντώνης άφησε όλους τους υπόλοιπους στις στάσεις και τελευταίο εμένα. - Κωστάκη Περίμενε - Μάλιστα Σηκώθηκε από το κάθισμα του οδηγού και με πλησίασε. Μου έπιασε τον ώμο κι άνοιξε το στόμα του, για να μου μιλήσει. Μα δεν είπε τίποτα. Κατάλαβα από τα μάτια του ό,τι ήθελε να πει. Κατάλαβα αμέσως πως θα του μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στην καρδιά του αυτή η μέρα. Όπως κι εμένα Μου έδωσε δύο σημειώματα και μου είπε «Αυτό για τον πατέρα σου κι αυτό για σένανε». Κάθισε στη θέση του κι έκλεισε τις πόρτες. Έβλεπα το λεωφορείο να φεύγει Ό,τι νιώσαμε, όμως, δε θα έφευγε ποτέ. Θα έμενε για πάντα εκεί να μας θυμίζει πάντα κάτι ξεχωριστό. Θα μείνει εκεί να μας υπενθυμίζει τι ζήσαμε και να μας κάνει καλύτερους. 134
147 Ανέβηκα στο πεζοδρόμιο και σκεφτόμουν αυτά που συνέβησαν εκείνη τη μέρα. Κοίταξα τον ουρανό, ο οποίος τώρα πια δεν είχε σύννεφα, είχε γίνει γαλάζιος και δημιουργούσε μαζί με το φως του ήλιου μια τέλεια ατμόσφαιρα, κι είπα από μέσα μου την ίδια ευχή που είπα και στο λεωφορείο. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο σπίτι μου. - Κωνσταντίνε, πού ήσουν; ρώτησε εκνευρισμένη η μητέρα μου. - Ορίστε Αυτό είναι για σας, είπα και της έδωσα το σημείωμα του κυρ Αντώνη. - Τι είναι αυτό; Δεν απάντησα. Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και πήγα στο δωμάτιό μου. Άφησα στο πάτωμα την τσάντα μου κι έβγαλα τη ζακέτα μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι έβγαλα από την τσέπη μου το σημείωμα του κυρ Αντώνη. Ξεκίνησα να το διαβάζω. Αν και τα γράμματα ήταν δυσανάγνωστα, αυτό που έγραφε ήταν ξεκάθαρο «Αγάπη μόνο, παιδί μου, αγάπη μόνο». 135
148 Νίκη Πολυκρέτη (Μαύρος κύκνος) 2 ο Γυμνάσιο Νάξου Γράμμα από τον παππού Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Γυμνασίου Κάθε χρόνο, την Κυριακή του Πάσχα, μαζευόμασταν όλη η οικογένεια, για να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Χριστού. Ερχόταν ακόμη και ο παππούς από το χωριό. Ήταν η μόνη φορά τον χρόνο που άφηνε το σπίτι του και ερχόταν στο δικό μας. Μοναχικός άνθρωπος ο παππούς, σκληρός, αγέλαστος. Δε θυμάμαι να τον είχα δει ποτέ να χαμογελάει. Από τότε, μάλιστα, που πέθανε η γιαγιά μου κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του, στον δικό του κόσμο. Καπετάνιος στο επάγγελμα, είχε γυρίσει όλον τον κόσμο. Από μικρό παιδί άφησε το χωριό και πήγε να βρει δουλειά στα καράβια. Μόνο εκεί μπορούσε να εξασφαλίσει καλό μεροκάματο. Σκαλί σκαλί ανέβηκε την ιεραρχία, πήρε διπλώματα και έγινε καπετάνιος. Η μητέρα μου συχνά έλεγε ότι τον παππού μου πολύ σπάνια τον θυμόταν να είναι σπίτι. Πάντα σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου θα ήταν. Άλλοτε στην Αργεντινή και άλλοτε στη Μαδαγασκάρη. Πότε στη Μασσαλία και πότε στην Αμβέρσα. Όργωνε τους απέραντους ωκεανούς. Όταν γύριζε, όμως, ένα μπαούλο με μικρούς μαγικούς θησαυρούς την περίμεναν. Σαπούνια, αρώματα, ρολόγια, κούκλες, κομπολόγια, βεντάλιες. 136
149 Σαν πέρασαν τα χρόνια, ο παππούς πήρε σύνταξη και γύρισε σπίτι. Από τότε δεν ξαναπάτησε το πόδι του σε πλοίο. Έμεινε στο χωριό, παρέα με τα προβατάκια του και τις ελιές του και, φυσικά, με τη γυναίκα του την κυρα Βιολέτα, η οποία δεν χρειαζόταν πλέον να κατεβαίνει στο λιμάνι και να τον καρτερά με τις ώρες, λες και με τη σκέψη της θα τον έκανε να επιστρέψει πιο γρήγορα. Ο παππούς δε μιλούσε ποτέ για τη ζωή του στα καράβια. Δε διηγιόταν ποτέ ιστορίες για τα ταξίδια του. Όσο και αν προσπαθούσα από μικρός να τον πείσω να μου πει μια ιστορία, πάντα μου άλλαζε κουβέντα. Το τραπέζι έτοιμο. Στρωμένο με τραπεζομάντιλο που είχε σχέδια πασχαλινά και με το καλό σερβίτσιο φαγητού. Αλλά ποιος έδινε ιδιαίτερη σημασία στη διακόσμηση; Όλοι είχαμε τον νου μας στο αρνάκι που περίμενε ροδοκοκκινισμένο στη σούβλα να φαγωθεί και στα υπόλοιπα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Πίτες, τσουρέκια, αυγά και πολλά άλλα ορεκτικά και σαλάτες. Όλοι περιμέναμε τον παππού να έρθει, για να αρχίσει το γλέντι. Μα πού ήταν ο καπεταν Γρηγόρης; Γιατί αργούσε; Με τις ετοιμασίες, κανείς μας δεν είχε προσέξει την καθυστέρησή του, αλλά καθώς η ώρα περνούσε, ανησυχήσαμε, και τότε η μητέρα μου αποφάσισε να του τηλεφωνήσει να δει τι συνέβαινε. Ωστόσο, ο παππούς δεν απάντησε στο τηλεφώνημα. Επέμεινε λίγη ώρα ακόμα. Μάταια. - Γρηγόρη, πρέπει να πας στο χωριό μαζί με τον πατέρα σου να δείτε πού είναι ο παππούς σου, τι του έχει συμβεί, είπε η μητέρα ανήσυχη. 137
150 Αμέσως, μπήκαμε με τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το χωριό. Η απόσταση ήταν περίπου μία ώρα. Ο πατέρας μου δεν είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον παππού μου, επειδή εκείνος δεν τον ήθελε για γαμπρό. Δεν τον θεωρούσε άξιο άντρα για τη μοναχοκόρη του, που της είχε δώσει τα πάντα, επειδή ο πατέρας είχε βγάλει το Γυμνάσιο μονάχα και δεν είχε σπουδάσει. Αναγκάστηκε, όμως, να κάνει πίσω μπροστά στην αγάπη των δύο νέων, για το χατίρι της κόρης του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, παρότι δεν της το έλεγε. Φτάνοντας στο χωριό, η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά από αγωνία. Κατευθυνθήκαμε αμέσως στο σπίτι του παππού και βρήκαμε την πόρτα ξεκλείδωτη, αλλά ο ίδιος δε φαινόταν πουθενά. Χωρίς αναβολή, τραβήξαμε κατά το χωράφι με τις ελιές. Και τότε τον είδαμε. Ήταν ξαπλωμένος κάτω από μία ελιά. Φαινόταν σαν να κοιμάται. Πλησιάσαμε κοντά του με βήματα μουδιασμένα κι έναν κόμπο στον λαιμό. Ο παππούς είχε πεθάνει. Τα μάτια του ανοιχτά ατένιζαν το απέραντο γαλάζιο του ουρανού μέσα από τα ασημένια φύλλα της ελιάς. Έμοιαζε με άγαλμα πεσμένο καταγής. Ειδοποιήσαμε αμέσως ασθενοφόρο, για να έρθουν να τον πάρουν. Έπειτα, ο πατέρας τηλεφώνησε στη μητέρα, για να της πει το δυσάρεστο. Προσπάθησε να της το φέρει μαλακά, με τρόπο όχι απότομο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μητέρα, μόλις άκουσε πως ο καπεταν Γρηγόρης δε ζούσε πια, σωριάστηκε λιπόθυμη. Κι έπειτα, όταν συνήλθε, δε σταμάτησε να κλαίει, κατηγορώντας τον εαυτό της που δεν είχε προλάβει να αποχαιρετήσει τον πατέρα της, πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι, το αιώνιο. Στο νοσοκομείο, οι γιατροί μάς είπαν πως ο παππούς είχε πάθει ανακοπή, αλλά θα τον έστελναν στην Αθήνα να γίνει νεκροψία και την μεθεπομένη, όταν θα επέστρεφε η σωρός του θα κηδευόταν. Η ταφή του θα γινόταν στο χωριό, δίπλα στη Βιολέτα, τη λατρεμένη του γυναίκα. 138
151 Τι τραγική ειρωνεία! Αντί να γιορτάζουμε την Ανάσταση του Χριστού, θρηνούσαμε τον χαμό του καπετάνιου! Το αρνάκι στη σούβλα είχε παγώσει και τα φαγητά είχαν μείνει στα πιάτα ανέγγιχτα. Πλήθος κόσμου ήρθε στην κηδεία, καθώς ο καπεταν Γρηγόρης ήταν πολύ αγαπητός στο νησί. Είχε βοηθήσει πολύ κόσμο και το δημοτικό σχολείο στο χωριό είχε χτιστεί με δική του δωρεά. Έδειχνε σκληρός και απόμακρος και φίλους δεν είχε, δεν εμπιστευόταν εύκολα τους ανθρώπους, αλλά μισούσε το άδικο και στήριζε σιωπηλά και αθόρυβα όσους είχαν ανάγκη. Φτωχόπαιδο ο ίδιος, είχε φύγει στα καράβια, για να στέλνει λεφτά της μάνας του να αναθρέψει τα μικρότερα αδέλφια, καθώς ο πατέρας του είχε σκοτωθεί και την είχε αφήσει χήρα με πέντε παιδιά. Μετά την κηδεία, Τρίτη του Πάσχα, η μητέρα πήγε να ξαπλώσει, γιατί ήταν ξάγρυπνη από την Κυριακή. Εγώ προτίμησα να κάνω έναν περίπατο στην παραλία, καθώς η σκέψη του παππού δε με άφηνε να ησυχάσω. Ενώ ήταν δικός μου άνθρωπος, ένιωθα πως δεν ήξερα τίποτα γι αυτόν κι ένα μεγάλο κενό βάραινε την καρδιά μου. Τα βράδια που ακολούθησαν έβλεπα στον ύπνο μου τον παππού νέο άντρα, δυνατό και περήφανο, ντυμένο με τη στολή του καπετάνιου, πάνω στη γέφυρα του πλοίου, ώσπου ένα πελώριο κύμα υψωνόταν και σκέπαζε το καράβι και ο παππούς χανόταν μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα. Κάθε βράδυ ο ίδιος εφιάλτης. Οι παλιοί λένε πως η ψυχή πλανάται στη γη σαράντα ημέρες. Να ήθελε κάτι να μου πει ο παππούς, να μου μηνούσε με το όνειρο κάποια επιθυμία του; Ήμουν πολύ προβληματισμένος και μία εβδομάδα μετά τον θάνατό του αποφάσισα να πάω σπίτι του. Ίσως κάτι να έβρισκα που να μου έλυνε τις απορίες μου. Καθώς άνοιγα την καγκελόπορτα, με κύκλωσε το άρωμα των ανθισμένων δέντρων και έκλεισα τα μάτια φέρνοντας τη νοερή εικόνα του 139
152 παππού ανάμεσά τους. Το εκφραστικό βλέμμα του κάτω από τα πυκνά του φρύδια, το επιβλητικό μουστάκι του, την αγέρωχη κορμοστασιά του. Προχώρησα στην κύρια είσοδο και άνοιξα τη βαριά σιδερένια πόρτα. Λιτή, αραιή επίπλωση, καλυμμένη από αρκετή σκόνη, μαρτυρούσε πως ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ο πρώην ιδιοκτήτης, ζούσε μόνος. Άνοιξα δυο τρία συρτάρια της κουζίνας. Το περιεχόμενό τους δεν πρόδιδε τίποτα από το μακρινό παρελθόν του παππού. Κλειδιά, γυαλιά πρεσβυωπίας, γυαλιά μυωπίας, λιγοστές αποδείξεις από ορισμένες αγορές. Ίσως, αν ανέβαινα στο πατάρι, να έβρισκα κάτι πιο ενδιαφέρον. Πήρα τη σκάλα και, εντός δευτερολέπτων, εισήλθα έρποντας στον σκοτεινό κόσμο των αναμνήσεων. Κούτες, βαλίτσες, μπαούλα, διάφορα αντικείμενα βυθισμένα στη σκόνη και την υγρασία. Άρχισα να ανασκαλεύω το εσωτερικό τους, χωρίς να γνωρίζω ακριβώς τι έψαχνα. Μάλλον κάτι που να μου αποκάλυπτε αυτό που έκρυβε ο παππούς κάτω από το σκληρό περίβλημά του. Ανοίγοντας ένα κουτί, ανακάλυψα παλιές φωτογραφίες. Σε μία, ο παππούς εικονιζόταν φορώντας τη στολή του και δίπλα το υπόλοιπο πλήρωμα, στην τραπεζαρία του πλοίου. Την πήρα και την έβαλα στην τσέπη του πουκαμίσου μου. Σε άλλη, ήταν η μητέρα σε παιδική ηλικία να κάθεται στην κούνια του κήπου. Αυτήν την άφησα μέσα στο κουτί. Συνέχισα την έρευνα με τα μπαούλα. Τα περισσότερα ήταν γεμάτα με ρούχα μιας αλλοτινής εποχής. Τριγύρω, σκόρπια, κάποια παλιά αντικείμενα, λάμπες, θήκες κοσμημάτων φθαρμένες, χαλασμένες τηλεφωνικές συσκευές. Κατέβηκα κάτω απογοητευμένος, αμήχανος. Αν όχι στο πατάρι, τότε πού θα έβρισκα την κρυμμένη αλήθεια του; Εντελώς αφηρημένα, προχώρησα στο υπνοδωμάτιο και κάθισα στο κρεβάτι. Έγειρα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι του να πάρω εισπνοές από τη μυρωδιά του και να βάλω σε τάξη τις άναρχες σκέψεις μου. Τότε, καθώς το χέρι μου τυχαία πέρασε κάτω από το μαξιλάρι, έπιασε έναν φάκελο. «Για τον Γρηγόρη» έγραφε και αμέσως αναγνώρισα τον 140
153 γραφικό χαρακτήρα του παππού. Για μένα! Ένα γράμμα για μένα, σκέφτηκα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα, σαν δυνατή ξαφνική βροχή σε στέγη από κεραμίδια! Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξα τον φάκελο και άρχισα να διαβάζω το γράμμα. Πολυαγαπημένε μου εγγονέ, Γρηγόρη, Σου γράφω αυτό το γράμμα, γιατί αισθάνομαι ότι η ζωή μου πλησιάζει στο τέλος της, και φοβάμαι πως δε θα προλάβω να σου πω όσα από τόσο δα μικρό παιδάκι ήθελες να μάθεις. Ίσως δεν έχω το θάρρος, ίσως φοβάμαι τη συγκίνηση, ίσως να θέλω να αποτυπώσω την εξομολόγησή μου στο χαρτί, για να την έχεις φυλαγμένη για πάντα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Όπως ξέρεις, από μικρός έφυγα από το χωριό με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον και για να μπορέσω να βοηθήσω τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Ήταν πολύ δύσκολη απόφαση για μένα, γιατί αγαπούσα το σχολείο και ήθελα να σπουδάσω και να γίνω δάσκαλος. Ταυτόχρονα, έπρεπε να αφήσω πίσω μου την οικογένειά μου. Ο πρώτος καιρός ήταν εξαιρετικά δύσκολος. Κάθε βράδυ έκλαιγα κρυφά μέσα στην καμπίνα μου, για να μη με ακούσουν οι άλλοι ναύτες και μου κάνουν τον βίο αβίωτο. Για ένα παιδί δεκαπέντε χρονών, η ζωή μέσα σε ένα καράβι είναι πολύ σκληρή. Έπρεπε να μη δείχνω καμιά αδυναμία, αν ήθελα να επιβιώσω. Αν οι υπόλοιποι καταλάβαιναν τους φόβους μου, θα με έβγαζαν από τη μέση. Κλοπές, τζόγος, ναρκωτικά ήταν καθημερινή ρουτίνα για πολλά μέλη του πληρώματος. Προσπάθησα να κρατηθώ μακριά από όλα αυτά και να μείνω σταθερός στον στόχο μου να κερδίσω χρήματα για την οικογένειά μου. Ήξερα πως, αν χανόμουν στον βούρκο, μετά δε θα υπήρχε επιστροφή. Η ανθρώπινη φύση είναι τρωτή και οι παγίδες που ελλοχεύουν σε κάθε βήμα πολλές. Οι πειρασμοί αμέτρητοι. 141
154 Καθώς περνούσαν τα χρόνια, γινόμουν ανεκτικός σε όλα αυτά, γιατί, αν μιλούσα, θα με έριχναν απευθείας στη θάλασσα, τροφή για τα σκυλόψαρα. Και κανείς δε θα μάθαινε τι απέγινα. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους, κάθε λογής, από διάφορα μέρη, αλλά φίλους έκανα πολύ λίγους. Ο καθένας είχε τα δικά του προβλήματα, ωστόσο, όλοι είχαν κάτι κοινό, την ελπίδα στο βλέμμα τους πως όλα θα πάνε καλά, την αισιοδοξία στο χαμόγελό τους πως θα τα καταφέρουν. Δεν κατηγορούσαν τη μοίρα τους για τις αναποδιές και είχαν μέσα τους την πίστη ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους, κρατούσαν το τιμόνι της γερά στα χέρια τους. Αυτοί οι άνθρωποι με βοήθησαν να πιστέψω στον εαυτό μου, με έμαθαν να μη μεμψιμοιρώ, με δίδαξαν να αγωνίζομαι. Αλλιώς, θα είχα χάσει το κουράγιο μου. Συνάντησα, όμως, και ανθρώπους που ζούσαν σε βάρος άλλων, σαν να μην είχε λόγο ύπαρξης η ζωή τους. Περιέφεραν το σαρκίο τους με ένα μπουκάλι αλκοόλ στο χέρι, με μάτι θολωμένο. Το ποτό, μόνο το ποτό έδινε νόημα στην αναπνοή τους, που μύριζε από μακριά. Επικίνδυνοι άνθρωποι. Χωρίς έλεος. Δεν το είχαν σε τίποτα να σου κόψουν τον λαιμό, για λίγα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν το πιόμα τους. Η παρέα μαζί τους μπορούσε να σε καταστρέψει. Η επαφή μου με τέτοιους ανθρώπους με έκανε να αναρωτιέμαι για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να χάσει την πυξίδα του, πώς μπορεί να γίνει τόσο σκληρός. Έγινα κι εγώ σκληρός, δίχως να το καταλάβω. Ο αγώνας της επιβίωσης σε μεταμορφώνει σε ένα ζώο χωρίς λογική, μόνο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και ο νόμος της ζούγκλας πανταχού παρών: Το μεγάλο ζώο τρώει το μικρό! Και κυλούσε ο καιρός με συντροφιά το γαλάζιο του ουρανού και το μπλε βαθύ της θάλασσας. Ανάμεσά τους εγώ. Όταν έγινα καπετάνιος, συνειδητοποίησα πόσο είχα αγαπήσει τη θάλασσα. Ήταν η δεύτερη γυναίκα μου. Πότε γαλήνια, 142
155 πότε ταραγμένη. Πιο πολύ χρόνο έζησα μαζί της παρά με τη γυναίκα μου. Τη γιαγιά σου την αγαπούσα, αλλά η θάλασσα μου έδινε άλλη δύναμη. Γύρισα σχεδόν όλον τον κόσμο. Γνώρισα πολλούς πολιτισμούς. Άκουσα πολλές διαφορετικές γλώσσες. Και τους ανθρώπους τους ξεχώριζα από το βλέμμα. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, λένε. Το πιστεύω. Όλα φαίνονται στα μάτια. Όλα. Η χαρά, ο πόνος, η ελπίδα, το ψέμα. Όλα εκεί. Κάθε φορά που επέστρεφα στο νησί μας, έβλεπα τη μητέρα σου διαφορετική. Μεγάλωνε κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Ούτε στις μεγάλες στιγμές της ούτε στις μικρές. Το κενό αυτό το κάλυπτα με δώρα. Νόμιζα πως ήταν αρκετό. Λάθος! Οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν χρόνο και αφοσίωση. Νόμιζα πως η ζωή που ζούσα δε με είχε αλλάξει, αλλά στην πορεία διαπίστωσα ότι η μόνη σταθερή σχέση που είχα ήταν με τη θάλασσα. Ούτε με τη γυναίκα μου ούτε με την κόρη μου. Ούτε με φίλους βέβαια. Ήμουν απόμακρος και έπνιγα τα συναισθήματά μου, φοβούμενος πως θα με πνίξουν εκείνα, αν τα έφερνα στην επιφάνεια. Είχα ξεχάσει να τα εκφράζω. Είχα ξεχάσει και να τα νιώθω; Όταν γύριζα στο νησί μας, στο σπίτι μας, δεν ήμουν πραγματικά εγώ, ήταν το φάντασμά μου. Η ψυχή μου ήταν στη θάλασσα. Μόνο μαζί της μπορούσα να δείξω ποιος είμαι, τι αισθάνομαι. Είχα γίνει αγρίμι; Ερήμην μου; Φοβόμουν τους ανθρώπους. Οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν χρόνο, αφοσίωση. Κι εγώ δεν έδωσα χρόνο σε κανέναν. Μόνο στη θάλασσα. Όταν επιτέλους πήρα σύνταξη, κατάλαβα το κακό που μου είχε κάνει η θάλασσα και οι άνθρωποί της, καθώς δεν κατάφερα να δώσω στα πρόσωπα που αγαπούσα αυτό που πραγματικά άξιζαν. Κυκλοφορούσα σαν σκιά, εγκλωβισμένος στην αδυναμία μου να τους εκφράσω τα αληθινά συναισθήματά μου. Κι όταν πέθανε η ακριβή μου γυναίκα, κλείστηκα περισσότερο στον εαυτό μου. Μου άρεσε η μοναξιά μου. Μόνο έτσι ένιωθα ασφαλής. Βίωσα τόσο φόβο τα πρώτα χρόνια στα καράβια, ώστε φοβήθηκα και τον ίδιο τον εαυτό μου και ακόμη τους δικούς μου ανθρώπους. 143
156 Αγαπημένε μου εγγονέ, διώξε τους φόβους σου, νίκησέ τους. Να χαίρεσαι κάθε στιγμή της ζωής σου και να δίνεσαι στους ανθρώπους. Η μοναξιά είναι άσχημο πράγμα, θανατερό. Καλύτερα να πληγωθείς από τους άλλους παρά να φυλακίζεις τον εαυτό σου στο πηγάδι του φόβου και της θλίψης. Με αγάπη, ο παππούς σου Ο παππούς μου, που όλος ο κόσμος θαύμαζε και σεβόταν, ήταν μόνος και φοβισμένος. Παράξενο δημιούργημα ο άνθρωπος! 144
157 Στέφανος Τσιάπαλης (Γκάνταλφ ο Λευκός) Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί Το ταξίδι Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Γυμνασίου Από τη μικρή τρύπα στον τοίχο, βγήκε ένας ποντικός. Δάγκωσε λίγο από το ψωμί που είχαμε αγοράσει και ξαναχώθηκε στην τρύπα. Ένας ακόμα από τους πολλούς λόγους που δεν άγγιζα το άθλιο φαγητό που έπρεπε να φάμε. Έτρωγα λίγο, μόνο όταν ο πατέρας μου με ανάγκαζε και δεν είχα άλλη επιλογή εκτός από το να λιμοκτονήσω. Το νερό, όταν δεν το έκοβαν, ήταν μουχλιασμένο και βρόμικο. Η ζωή ήταν ανιαρή εκεί μέσα. Δεν είχαμε τι να κάνουμε. Ούτε παιχνίδια για να παίξουμε είχαμε. Συνεχώς περιμέναμε τις βάρκες που θα μας περνούσαν απέναντι, στα ελληνικά νησιά. Το μόνο που κάναμε ήταν να βγαίνουμε έξω και να κοιτάμε τη θάλασσα. Κάποιοι δεν άντεξαν άλλο. Ο Τζαφάρ είπε πως θ αυτοκτονήσει. Το πε και το κανε. Την επόμενη μέρα, τον βρήκαμε κρεμασμένο στο δέντρο μπροστά από το «ξενοδοχείο». Τα βράδια δεν μπορούσε κανείς να κοιμηθεί. Τα στρώματα ήταν τόσο σκληρά, σαν να ήταν παραγεμισμένα με πέτρες. Τα καλύμματά τους ήταν γεμάτα σκόνη, μούχλα και υγρασία. Προτιμούσαμε να μένουμε έξω παρά να καθόμαστε μέσα σε αυτό το ερειπωμένο νεκροταφείο για ζωντανούς. Έντομα και ποντικοί έτρωγαν το ψωμοτύρι που αγοράζαμε, έκαναν μπάνιο στο νερό 145
158 μας και περπατούσαν πάνω μας όταν κοιμόμασταν. Αρκετοί, όπως ο Αχμέτ και ο Αμπντάλα, κοιμόντουσαν έξω. Στο κρύο, στο αγιάζι και στη βροχή, παρά να μένουν μέσα στα βρόμικα δωμάτια. Και ο ύπνος βρόμικος κι αυτός. Γεμάτος εφιάλτες και ιδρωμένα ξυπνήματα. Εικόνες από το παρελθόν, όμορφες, ξέγνοιαστες που ερχόταν απότομα μία βόμβα και τις διέλυε. Μέσα στη σιωπή της νύχτας, άκουγες φωνές και ουρλιαχτά. Και μετά πάλι σιωπή. Οι εφιάλτες ήταν ένα από αυτά που μοιραζόμασταν οι εβδομήντα οχτώ άνθρωποι που στριμωχνόμασταν σ αυτό το άθλιο παράπηγμα που, επισήμως, ονομαζόταν ξενοδοχείο. Στο σπίτι είχαμε φαγητό, νερό, ζούσαμε όμορφα! Όλα αυτά, πριν πέσει εκείνη η καταραμένη βόμβα. Το σπίτι μας, στη Δαμασκό, ήταν πολυκατοικία. Στο ένα διαμέρισμα μέναμε εγώ, ο μπαμπάς, η μαμά και ο αδελφός μου και στο διπλανό ο παππούς και η γιαγιά. Εκείνο το πρωί, είχαμε πάει με τον μπαμπά μου ν αγοράσουμε μπαταρίες για τους φακούς. Το ρεύμα κοβόταν συνέχεια και ο αδελφός μου φοβόταν το βράδυ. Όπως γυρίζαμε, ακούσαμε έναν εκκωφαντικό κρότο και είδαμε καπνούς από μακριά. Ακολούθησαν τρομακτικές κραυγές και ουρλιαχτά. Τρέξαμε πανικόβλητοι προς το σημείο της έκρηξης, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πλήθος. Είδαμε αυτό που φοβόμασταν. Το κατεστραμμένο σπίτι μας. Περίπου όλο το τετράγωνο είχε καταστραφεί. Σκόνη, καπνοί και ερείπια υπήρχαν παντού. Ψάχναμε απεγνωσμένα μέσα στα χαλάσματα για ώρα. Βρήκαμε τον Ιμπραήμ, τον γείτονα. Ήταν νεκρός. Συνεχίσαμε το ψάξιμο και βρήκαμε τη μαμά και τη γιαγιά. Είχαν την ίδια τύχη με τον Ιμπραήμ. Ο μπαμπάς μου άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Το ίδιο και εγώ. Κλαίγαμε και ξεριζώναμε με τα νύχια μας τα χαλάσματα. Βρήκαμε το ματωμένο μπλουζάκι του Μεχμέτ και το καμένο πουκάμισο του παππού. Ο παππούς μου είχε πει πως θα πήγαιναν μια βόλτα, αλλά ο Μεχμέτ δεν ήθελε. Μακάρι να είχαν κάνει αυτό που έλεγε ο παππούς. Όλη μας η ζωή είχε καταστραφεί μέσα σε ένα φονικό δευτερόλεπτο. 146
159 Οι διασώστες είχαν αρχίσει να βάζουν σε σειρά τους νεκρούς και τους τραυματίες. Κι άλλοι άνθρωποι έκλαιγαν για τις χαμένες οικογένειές τους. Κάποιοι γνωστοί μάς φιλοξένησαν στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα, αποφασίσαμε να φύγουμε από αυτήν την κόλαση, να ξεχάσουμε. Έτσι, βρεθήκαμε σε αυτήν την ανοιχτή φυλακή. Το πρωινό που φάνηκαν οι τέσσερις τύποι με το φορτηγό είχα τα γενέθλιά μου. Έκλεινα τα δεκατρία. Ο πατέρας μού είχε ετοιμάσει μια έκπληξη. Μόλις ξυπνήσαμε, βρήκα δίπλα στο κρεβάτι μου ένα κουτί. Έγραφε με μαύρα γράμματα «Χρόνια πολλά, Μαλίκ!». Μέσα είχε ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια αθλητικά παπούτσια. Δεν ξέρω πώς τα είχε αγοράσει ο πατέρας. Δεν τον ρώτησα, μόνο τον αγκάλιασα. Το τελευταίο διάστημα συνέβαιναν τόσα ανεξήγητα στη ζωή μου, που είχα παραιτηθεί από την προσπάθεια να εξηγώ. Τα φόρεσα και ένιωσα ωραία! Ο πατέρας ήξερε να στήνει όμορφες εκπλήξεις. Πάντα το έκανε. Τότε ακούστηκαν κορναρίσματα και φωνές. Τρέξαμε όλοι έξω. Μας μάζεψαν και μας μέτρησαν. Από το αρχικό τους φορτίο έλειπαν δύο. Ο Τζαφάρ και ένας γέρος που πέθανε την τρίτη μέρα στο ξενοδοχείο. Ο Μαρουάν συγκέντρωσε τα χρήματα και τους τα έδωσε. Ολόκληρη περιουσία, αλλά άξιζε τον κόπο. Σε λίγες ώρες, θα βρισκόμασταν στη Λέσβο. Το όνομα αυτό το άκουσα για πρώτη φορά την ημέρα που ξεκινήσαμε από τη Δαμασκό. Λέσβος, Αθήνα και μετά Γερμανία. Μας έδωσαν είκοσι λεπτά, και μαζέψαμε τα πράγματά μας σε σακούλες σκουπιδιών. Μπήκαμε στην τεράστια καρότσα του φορτηγού. Ο οδηγός έβαλε μπρος και οδήγησε προς τη θάλασσα. Φτάσαμε σε μια ερημική παραλία. Εκεί, μας περίμενε μια μεγάλη ξύλινη βάρκα. Μας μοίρασαν σωσίβια κι αρχίσαμε να μπαίνουμε. Όταν γέμισε, ένας από τους τύπους μπήκε μέσα και άνοιξε τη μηχανή. Η βάρκα ξεκίνησε και ο οδηγός έβαλε πλώρη για το νησί απέναντι. Ο καιρός άρχισε να χειροτερεύει. Ψιχάλιζε κι απ το βάθος ακούγονταν βροντές. 147
160 Ο αέρας κουνούσε τη βάρκα πέρα δώθε. Τα μωρά και τα μικρά παιδιά έκλαιγαν. Ξαφνικά, ακούσαμε θόρυβο πίσω μας. Ένα φουσκωτό μας πλησίασε γρήγορα. Μέσα ήταν δύο από αυτούς. Ο οδηγός μας έσπρωξε τον Μαρουάν προς το τιμόνι και του είπε να οδηγήσει. Κάποιοι πήγαν να τον εμποδίσουν, αλλά αυτός έβγαλε ένα πιστόλι και μας απείλησε. Πήδηξε στο φουσκωτό, που άρχισε να απομακρύνεται προς την τουρκική παραλία. Ήμασταν πια μόνοι μας. Έσφιξα το σωσίβιό μου και ο πατέρας με αγκάλιασε. Θα τα καταφέρναμε; Μεγάλα κύματα υψώνονταν γύρω μας και αστραπές έσκιζαν τον συννεφιασμένο ουρανό. Ο Μαρουάν συνέχιζε να οδηγεί. Μες τη βάρκα κάποιοι προσεύχονταν, άλλοι έκλαιγαν και μερικοί ήταν γαντζωμένοι στα ξύλινα κάγκελα με καρφωμένα τα μάτια τους στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κάθε λεπτό που περνούσε, η Λέσβος φαινόταν όλο και πιο κοντά. Ένα μεγάλο κύμα χτύπησε τη βάρκα στα πλαϊνά. Η βάρκα έγειρε και όλοι κυλήσαμε προς τη μία πλευρά. Πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο, φωνάζοντας τρομαγμένοι. Ένα ακόμα κύμα χτύπησε τη βάρκα και μας έριξε προς την άλλη πλευρά. Τώρα η καταιγίδα μαινόταν για τα καλά. Ήμασταν μέσα σ ένα καρυδότσουφλο έτοιμο να βουλιάξει. Ένα πελώριο κύμα πλάκωσε τη βάρκα. Κάποιοι βρέθηκαν στο νερό και χάθηκαν μες τη θάλασσα. Με τρόμο ανακαλύψαμε πως τα σωσίβια που μας είχαν δώσει ήταν κατασκευασμένα απλώς από αφρολέξ. Δε μας βοηθούσαν να επιπλεύσουμε. Ο πατέρας έβγαλε μια κουβέρτα και με τύλιξε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και μου είπε πως σε λίγη ώρα θα φτάναμε. Είχαμε χάσει αρκετούς, αλλά συνεχίζαμε. Και τότε, ένα τεράστιο κύμα αναποδογύρισε τη βάρκα μας. Βρεθήκαμε όλοι στην παγωμένη θάλασσα. Ο πατέρας δεν ήξερε κολύμπι κι άρχισε να βουλιάζει. Προσπάθησα να τον βοηθήσω να κρατηθεί στην επιφάνεια. Τον αγκάλιασα, ένα ακόμα κύμα μας χτύπησε κι έφυγε από τα χέρια μου. Προσπάθησα με μανία να τον φτάσω. Δεν τα κατάφερα. 148
161 Έψαχνα μέσα στους αφρούς να τον δω, να διακρίνω ένα σημάδι του. Τίποτα, μόνο παγωμένο νερό και βουητό. Ένιωσα να σκοτεινιάζουν όλα γύρω μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένω να συναντήσω τον πατέρα μου. Άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Πήρα μια ανάσα κι άρχισα να κολυμπάω και να προσπαθώ να μείνω στην επιφάνεια. Δε θα παραδινόμουν χωρίς μάχη. Ένα κύμα με πέταξε μακριά. Ένα άλλο με σκέπασε. Συνέχισα τον αγώνα μου, ώσπου εξαντλήθηκα. Είχαν κοπεί τα γόνατά μου και τα χέρια μου δεν υπάκουαν πια στις εντολές μου. Η φωνή, όμως, συνέχισε να με καλεί. Απότομα, ένιωσα κάτι να με τραβάει. Ήταν ο Μαρουάν. Μαζί με τον Αμπντάλα, τη Ροζίνα και κάποιους άλλους, είχαν πιαστεί από ένα μεγάλο κομμάτι της σπασμένης βάρκας. Με τράβηξε κοντά του. Η καταιγίδα συνέχιζε να μας ταλαιπωρεί. Τρέμαμε από το κρύο. Γαντζώθηκα στη βάρκα και έψαξα με το βλέμμα μου να βρω τον πατέρα. Δεν τα κατάφερα. Τότε θυμήθηκα. Τα επιτραπέζια παιχνίδια τα απογεύματα, οι βόλτες τις Κυριακές, οι ταινίες που βλέπαμε κάθε Παρασκευή Όλα πια είχαν τελειώσει. Ήμουν μόνος. Ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά, ο Μεχμέτ, ο παππούς ήταν νεκροί. Κι εγώ μόνος, μέσα σε μια παγωμένη θάλασσα. Ξαφνικά, άκουσα τον ήχο μιας προπέλας. Γύρισα προς τα εκεί και είδα ένα ξύλινο ψαροκάικο. Αρχίσαμε να φωνάζουμε και να κουνάμε τα χέρια μας προς τη βάρκα. Ένας άνθρωπος βγήκε από την καμπίνα, μας κοίταξε και ξαναμπήκε μέσα. Η βάρκα στράφηκε προς το μέρος μας και πλησίασε. Ο άνθρωπος έδεσε ένα σκοινί στο κάγκελο της βάρκας και μας το πέταξε. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Λίγο πριν έρθει η σειρά μου, ο άνθρωπος μας είπε πως δεν μπορούν ν ανεβούν άλλα άτομα, επειδή η βάρκα ήταν μικρή, αλλά σύντομα θα ερχόταν η ακτοφυλακή να μας μαζέψει όλους. Ο Μαρουάν φώναξε στον Αμπντάλα, που είχε ήδη ανέβει, να πηδήξει στη θάλασσα. Ο 149
162 ψαράς έριξε το σκοινί κι ο Μαρουάν μου το έδωσε. Ανέβηκα και κάθισα τρέμοντας στη θέση του Αμπντάλα. Η βάρκα έπλεε δίπλα στους υπόλοιπους ναυαγούς και ο ψαράς τους μιλούσε και τους έδινε θάρρος. Τους έλεγε συνέχεια στα αγγλικά ότι έρχεται η ακτοφυλακή. Σε λίγα λεπτά, ένα μεγάλο μεταλλικό σκάφος μας πλησίασε με ανοιχτές σειρήνες και προβολείς. Σταμάτησε δίπλα μας και μάζεψε τους επιζώντες που βρίσκονταν ακόμα στη θάλασσα. Ανέβηκαν όλοι στο σκάφος και τα δύο πλεούμενα τράβηξαν προς τη στεριά. Ο Μαρουάν βρισκόταν στην άλλη βάρκα. Σε λίγο θα πατούσα στη Λέσβο, αλλά όχι όπως το φανταζόμουν πριν λίγες ώρες. Τα δύο σκάφη έφτασαν σε ένα λιμάνι. Στο λιμάνι υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι που ήταν κι αυτοί πρόσφυγες. Μας είπαν να κατεβούμε από το πλοίο. Μας έδωσαν φαγητό και κουβέρτες να σκεπαστούμε. Μόλις τελειώσαμε, καθίσαμε με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και περιμέναμε. Περίμενα κι εγώ μαζί τους. Έψαχνα με το βλέμμα μου απελπισμένα στον κόσμο, μήπως και βρω τον μπαμπά μου. Μάταια Ήμουν εντελώς μόνος. Τότε το μάτι μου πήρε τον Μαρουάν. Έτρεξα προς το μέρος του και αγκαλιαστήκαμε. Λίγο αργότερα, ένα λεωφορείο στάθμευσε στον δρόμο. Μας είπαν να μπούμε μέσα. Ο Μαρουάν κάθισε δίπλα μου. Δε μιλούσαμε. Μετά από ώρα, το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο κτίριο. Μπήκαμε μέσα. Ήταν ένα γυμναστήριο. Στρώματα και κουβέρτες παντού και σε ένα δωματιάκι ένα μεγάλο καζάνι με φαγητό. Πήραμε μπολ και φάγαμε μια σούπα με φασόλια και ψωμί. Ψάξαμε να βρούμε κάπου να καθίσουμε. Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι στοιβαγμένοι. Βρήκαμε μια γωνιά, πήραμε κουβέρτες και κοιμηθήκαμε. Αν και δεν ήξερα τον Μαρουάν, μόνο τ όνομά του, άρχισα να τον μαθαίνω γρήγορα. Κι εκείνος είχε χάσει την οικογένειά του. Στο Χαλέπι. Κι 150
163 εκείνος ήθελε να φτάσει στη Γερμανία. Πολλές φορές, όταν τελείωνα το φαγητό μου και πεινούσα ακόμα, μου έδινε από το δικό του. Τα πρωινά κάναμε βόλτες στον περίβολο του γυμναστηρίου και συζητούσαμε. Άλλοτε σκεφτόμουν τον μπαμπά, τη μαμά, τον Μεχμέτ, τον παππού, τη γιαγιά κι έκλαιγα. Τότε ο Μαρουάν μου έλεγε αστεία και μου έφτιαχνε τη διάθεση, όπως ο μπαμπάς. Μείναμε στο γυμναστήριο αρκετές μέρες. Κάποιοι έφευγαν, κάποιοι άλλοι έρχονταν. Μια μέρα, ήρθε η σειρά μας. Μπήκαμε σε ένα άλλο λεωφορείο που μας πήγε σ ένα μεγάλο λιμάνι. Γερανοί και τεράστια κουτιά που τα έβαζαν μέσα σε πλοία. Μας είπαν να μπούμε σε ένα επιβατικό πλοίο. Θα μας πήγαινε στην Αθήνα. Σημείωσαν τα ονόματά μας και καθίσαμε σε έναν πάγκο. Κοιτούσαμε τη θάλασσα. Ο Μαρουάν έκανε σχέδια. Μου άρεσαν τα σχέδιά του. Κάπου, σε μια πόλη, σε ένα χωριό Ο Μαρουάν να δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων κι εγώ να πηγαίνω σχολείο. Ένα μικρό διαμέρισμα, με δικό μου δωμάτιο και σαλόνι για να βλέπω τηλεόραση. Να έχω φίλους, το ίδιο και ο Μαρουάν. Να μην υπάρχουν βόμβες και θάνατοι. Να είναι όλοι χαρούμενοι. Με όμορφα σχέδια, συνεχίσαμε το ταξίδι μας! Ένα ταξίδι που άρχισε στη Δαμασκό και τελειώνει εκεί που υπάρχουν άνθρωποι 151
164 Χαράλαμπος Φωτόπουλος (Σύννεφο) Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) Ένα καπέλο γεμάτο βροχή 7 1 ο Βραβείο Διηγήματος Γυμνασίου Χειμώνας!! Ακουμπισμένος στο παράθυρο, φίλε μου, αγναντεύω ένα ασυνήθιστο σύννεφο, που, πεταμένο στο απέραντο του ουρανού, διαγράφει τα σχήματά του στον ουράνιο χώρο και δοκιμάζει πότε τούτο πότε κείνο Σπάζοντας πλάκα, λοιπόν, καταλήγει τελικά να μοιάζει με «άνθρωπο» Ναι, βλέπω ένα σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου», διακρίνω τα χέρια του, το σώμα του. Να και το πρόσωπό του Ήρθε και άραξε πάνω από τη μικρή μου πόλη Σουρούπωσε για τα καλά και όλοι οι αργόσχολοι μαζεύτηκαν στην πλατεία της μικρής γειτονιάς μου..., στον καφενέ του κυρ Μίμη. Κάθε δειλινό, όλα τα πράγματα σαν να ντρέπονται, κοκκινίζουν τόσο πολύ, προτού σβήσουν ολότελα Έτσι και αυτό το απόγευμα, ενώ η «ντροπή», θαρρείς, χορεύει πάνω από τα κεφάλια τους, όλοι οι συγκεντρωμένοι, δείχνουν αδιάφοροι γι αυτό το τόσο βαθύ χρώμα, κοιτούν ψηλά και σιωπούν Το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου», ωστόσο, φλογισμένο και αυτό από τον ήλιο 7 Σημείωση: Στο συγκεκριμένο διήγημα, καταβλήθηκε προσπάθεια να διατηρηθεί, κατά το δυνατό, η πληθωρική στίξη και η μορφολογική αποτύπωση του λόγου, καθώς θεωρήθηκαν εμπρόθετα στοιχεία της συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας του μαθητή. 152
165 που έδυσε, στέκεται στο ύψος του, σοβαρό και αξιοπρεπές και τους αγναντεύει, από ψηλά Μα τι συμβαίνει, σήμερα ;; Αυτό το σύννεφο σαν να έχει ρουφήξει όλη τη δύναμη και τη φωνή τους, ενώ ο δικός τους ουρανός φέρνει, μπροστά στα μάτια τους, το μεγαλύτερο πρόβλημά τους Σαν να ξεπηδά μέσα από τη φωτιά-ουρανό ο ίδιος ο άνθρωπος-σύννεφο, τα πάθη του και η μοναξιά του Την επόμενη μέρα, οι ψίθυροι της γειτονιάς χαράζουν αέρινο χορό ώς το δωμάτιό μου... και γίνονται το «ξυπνητήρι» μου!! Ο κυρ Θόδωρος, ο γαλατάς, έχει συνήθως μόνιμους πελάτες... Είναι ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της μέρας. Παίρνει στο ένα χέρι του το γκιούμι και στο άλλο τη μικρή κούπα, και χτυπά τις πόρτες Η κυρά Φρόσω από απέναντι βγαίνει ανελλιπώς με την κατσαρόλα στο χέρι, πρώτη από όλες, ενώ η κυρά Λένη, για να μη σηκωθεί απ το κρεβάτι, αφήνει στην εξώπορτα το κατσαρολάκι της, για να της το γεμίσει Και το γεμίζει αυτός, πάντα, και βάζει και μια πέτρα από πάνω, για να μην το αναποδογυρίσει καμιά γάτα Οι καλημέρες χορεύουν πρωινιάτικα, καθώς ο κυρ Σταύρος, ο φούρναρης, ήδη με τη μανιβέλα, έχει κατεβάσει την τέντα του μαγαζιού του. Και, ενώ όμορφες μυρωδιές αναδύονται παντού, ψιλή κουβεντούλα έπιασε με τον Λευτέρη, τον μανάβη, πιο δίπλα Ένα καπέλο, προφανώς κάποιου καλοστεκούμενου της γειτονιάς, πεταμένο στην άκρη του δρόμου, μάλλον εξαιτίας του χθεσινοβραδινού αέρα..., μου κάνει εντύπωση 153
166 Απ την άλλη, το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» παραμένει και σήμερα αραγμένο στον ουρανό Σήμερα, όμως, είναι πιο σκοτεινό, χειμωνιάτικο, έτοιμο να ρίξει τις σταγόνες του στη μικρή μου γειτονιά... Πού ξέρεις Ίσως έχει και κάτι κλεμμένους κεραυνούς που όλο δηλώνει πως «τελειώσανε, δεν έχει άλλους», αλλά πώς γίνεται και όλο και κάποιον ξετρυπώνει, όταν τον χρειάζεται...;; Επτά και μισή, και οι ζωές όλων -γνωστών και αγνώστων- είναι ριγμένες στη μάχη της καθημερινότητας Βιαστείτε, άνθρωποι!! Σε καμιά ώρα, ο Διονύσης, ο δασκαλάκος, θα κάθεται στην έδρα του και σίγουρα ξέρει πώς θα αρχίσει το μάθημά του Βγάζει, λοιπόν, το μπλε μπλοκάκι του και όποιον πάρει ο χάρος Ο κυρ-μένιος, ο βαρκάρης, έχει ήδη δέσει τη βάρκα του και περιμένει να πουλήσει τον ολονύχτιο κόπο του Φρέσκα ψαράκια χαϊδεύουν με την αρμύρα τους... τα ρουθούνια σου, έτοιμα για να μπουν στο τηγάνι σου Μια γριούλα, καθισμένη κοντά στο κομοδίνο της, αφουγκράζεται τον θόρυβο που κάνει το ρολόι, τικ τακ, τικ τακ, και, σαν να ακούει τους χτύπους της καρδιάς της, αντιλαμβάνεται πως είναι και σήμερα ζωντανή Δόξα τω Θεώ, ευθύς, θα μονολογήσει, γιατί, τι τα θες, η ζωή είναι ωραία!! Και τι δε θα έδινε, όμως, να ζούσε και ο «γεράκος» της, να έχει και αυτή μια συντροφίτσα, μια παρηγοριά Μα τώρα, περνούν οι ώρες, οι μέρες, και αυτή ζει μόνη με τις αναμνήσεις της Ξέρει, όμως, πως κάποια στιγμή θα τον ξανασυναντήσει και δε θα χωρίσουν ποτέ πλέον Ένας «μικρός», αργόσχολο παιδί, απολαμβάνει το πρωινό του, περπατώντας νωχελικά στη μικρή πλατειούλα, «προσέχοντας» μια κοπελίτσα, που τον προσπερνά Σιάζει το πουκάμισό του Ίσως να είναι η τυχερή του μέρα σήμερα
167 Ένας ώριμος κύριος στέκεται πλάι στον τάφο του καλύτερού του φίλου, του αφήνει όμορφα τριαντάφυλλα, αισθάνεται τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα στο πρόσωπό του Θυμάται με νοσταλγία μια συγκεκριμένη ημέρα, τότε, την ημέρα εκείνη του φοβερού δυστυχήματος, που ο φίλος του κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι. Και τότε, χειμωνιάτικη βροχή γλιστρούσε στο τζάμι του παραθύρου Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδε Και τώρα, ολομόναχος, χωρίς φίλους, χωρίς οικογένεια, χωρίς τίποτα Ένα «τίποτα» που σέρνει αργά αργά τα βήματά του ανάμεσα στους τόσους τάφους Ένας ζηλιάρης άνεμος πέρασε με δύναμη και μετακίνησε και το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» λίγο πιο πέρα, στο απέραντο του ουρανού Και κείνο πυκνώθηκε, έγινε πολύ γκρίζο και άρχισε να κλαίει, να κλαίει Τα δάκρυά του, τα γεμάτα πόνο και απουσία, τρύπωσαν στο ριγμένο καπέλο, το πεταμένο στην άκρη του δρόμου, στη μικρή γειτονιά μου Ο αέρας, μάλλον, το πήρε, το ταξίδεψε και το έριξε στα πόδια του άντρα Αυτός το σήκωσε και το ακούμπησε στο κεφάλι του Και αμέσως τα μάτια του άστραψαν και έγιναν καθρέφτης της ψυχής του Δεν κλαίει πια, κοιτάζει μόνο μπροστά Ξέρει, τώρα, πως πάντα υπάρχει κάποιος που περιμένει να μας συναντήσει Πάντα στη ζωή μας υπάρχει μια αδελφή ψυχή που θα ανοίξει την πόρτα της, θα μας υποδεχθεί και θα πνίξει τη μοναξιά μας Και αυτός θα περιμένει αυτόν που τον περιμένει, θα περιμένει αυτόν που θα δώσει χρώμα στη ζωή του Αυτόν που θα αξίζει να λέγεται άνθρωπος Εγώ, φίλε μου, είμαι πλέον όρθιος μπρος στο παράθυρό μου και παρατηρώ τον χειμωνιάτικο ουρανό Και ενώ η ζωή γλιστρά στο χρόνο, βιάζεται, τις περισσότερες φορές, άλλες, μάλλον, μοιράζεται σε στιγμές 155
168 Και κοιτώ, λοιπόν, μια στιγμή, σ αυτόν τον δρόμο της πόλης, κοιτώ έναν ζητιάνο με τα σαρακοφαγωμένα του ρούχα να βαδίζει σκυφτός προς τη γωνιά του, κάτω, στη σκιά μιας καμάρας του πεζοδρομίου, στον αριθμό 12. Κουβαριάζεται και με τα λερωμένα του χέρια περιμένει εσένα, εσένα για να τον βοηθήσεις Τι παράξενο, όμως!! Οι περισσότεροι περνούν δίπλα του, δίχως καν να τον κοιτάξουν Άλλοι γουρλώνουν τα μάτια τους και συνεχίζουν τον δρόμο τους αμέριμνοι Και να φανταστεί κανείς ότι τέτοιους ανθρώπους μπορείς να δεις σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη, σε κάθε μακρινό τόπο να κρύβονται κάτω από γέφυρες, σε έρημους αγρούς, κάτω από τις μαρκίζες κτιρίων, στα υπόγεια, να κρύβονται σαν φαντάσματα, σαν σάβανα δίχως ψυχή Άλλοι του δίνουν ένα νόμισμα, που χορεύει στις φθαρμένες χούφτες της ικεσίας του, χορεύει, αναπηδά, προσγειώνεται ξανά και χορταίνει την πεινασμένη χούφτα του ζητιάνου Είναι ένα νόμισμα ευαισθησίας, από έναν αληθινό άνθρωπο, με ουσία, πονετικό, με ανθρωπιά Και έτσι, ο ζητιάνος μας σκοντάφτει, πότε ανάμεσα στα χαλάσματα, πότε στην περιφρόνηση και πότε στη φιλανθρωπία κάποιων Κανείς δεν τον ρωτά για τα γεγονότα που συνέβησαν ή που συμβαίνουν ή που θα συμβούν σ αυτήν την πόλη, σε τούτη τη γειτονιά Το μόνο που μπορεί να του συμβεί είναι να τον διώξουν από τη γωνιά του και την επόμενη ημέρα πάλι θα τον δεις να ζαρώνει σ ένα άλλο απόμερο σημείο του πεζοδρομίου, ίσως στον αριθμό 22 Και το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» ξεχάστηκε σήμερα εκεί ψηλά να κοιτάει περιμένοντας Αναρωτιέται και αυτό για την τύχη του φτωχού ζητιάνου. Και το πήραν τα κλάματα Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα, σαν ένα ποτάμι που τρέχει από τον ουρανό, όταν αντίκρισε, σήμερα, πεταμένο σε μια γωνιά, τον ζητιάνο μας, κοκαλωμένο από το κρύο Ποιος θα βρεθεί, άραγε, να τον κλάψει; Ποιος θ απλώσει τα χέρια, ζητώντας ένα τόσο δα μικρό αστέρι να του στείλει, για να τον συντροφέψει στο μεγάλο του ταξίδι ; Και τα 156
169 δάκρυά του έσταζαν από ψηλά στο σαρακοφαγωμένο καπέλο του φτωχού, που ήταν ριγμένο δίπλα του Κάποιος το μάζεψε και το ακούμπησε στο κεφάλι του ζητιάνου Και σαν να γλύκανε θαρρείς λίγο η πλάση τριγύρω Έλιωσαν οι σταγόνες ανθρωπιάς, μέσα στο καπέλο!! Έτσι, ίσως, αισθανθεί και αυτός, έστω και τώρα, κάτι από «σύννεφο». Οι ώρες κυλούν και αυτήν την προχωρημένη ώρα της ημέρας επικρατεί ησυχία Βλέπεις είναι ντάλα μεσημέρι και όλοι νοιώθουν το στομάχι τους να γουργουρίζει Οι μυρωδιές της γειτονιάς είναι σίγουρα μεθυστικές Όλοι κοιτάζουν τα ρολόγια τους και αναρωτιούνται αν ήρθε η ώρα του φαγητού Οι μαγαζάτορες κλείνουν τις τέντες τους, οι δρόμοι αδειάζουν ξαφνικά και μόνο το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» στέκεται μούσκεμα στον ουρανό και παρατηρεί Ξέρει ότι, όταν θα γίνει βροχή και πάλι, θα την μαζεύουν στις χούφτες τους ή και στα καπέλα τους Ξέρει ότι ο καθένας έχει μεγάλη δύναμη ψυχής, αρκεί να μην την υποτιμά Έτσι μας έχει πλάσει η ζωή Είναι, πλέον, αργά το απόγευμα Η ώρα της σκέψης, της μνήμης και των ονείρων Η απελευθέρωση των σκέψεων και η ανεμελιά πλανιούνται στον υγρό αέρα, ενώ το σύννεφο σε σχήμα «ανθρώπου» έχει βολευτεί για τα καλά στον γκρίζο ορίζοντα Η καμπάνα της μικρής εκκλησιάς της γειτονιάς μου χτυπά Να και η εκκλησιά, με τα οβάλ παραθύρια, τα κόκκινα ψημένα κεραμίδια, ένα κομμάτι του παρελθόντος στο σήμερα Ο κυρ Πέτρος, ακουμπισμένος στον τοίχο από πέτρα, κρατά σφικτά στη χούφτα του το σκοινί της καμπάνας και ο 157
170 νους του -και σιγανά τα χείλη του- λένε βουβά μια απόκρυφη ευχή Μαγκούφης ο κυρ Πέτρος, περιμένει, χρόνια τώρα, τον μονάκριβο ξενιτεμένο του γιο Μα ούτε ένα γράμμα ούτε ένα τηλεφώνημα τόσο καιρό τώρα Και η μοναξιά του είναι αβάστακτη Σαν να ακούω τα πνιχτά αναφιλητά του, που σε λίγο έγιναν ένα κλάμα ηχηρό Δεν κρατήθηκε σήμερα Απ τα μάτια του κύλησαν χείμαρροι, που σκόνταψαν στο πεζούλι και ανακατεύθηκαν με την υγρασία της γης Μονομιάς, έβγαλε με το χέρι του το μαύρο του καπέλο από το κεφάλι, άπλωσε μετά τα δυο του χέρια, σήκωσε ψηλά στο θόλο του ουρανού τα ονειροπόλα μάτια του, ψάχνοντας κάπου να βρει τον Θεό, μα σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν χοντροκομμένες αυτή τη φορά, χτυπώντας τα ψαρά μαλλιά του ενώ έπεφταν και ρυθμικά μέσα στο άδειο του καπέλο Είναι αργά το απόγευμα και η εκκλησιά είναι σιωπηλή και άδεια Ο κυρ Πέτρος κάθεται στον ξύλινο πάγκο, δίπλα στον μεγάλο πλάτανο και νιώθει θλίψη στη σκέψη πως, ίσως, να μην υπάρχει και Θεός Δεν τον ενοχλεί η βροχή που ολοένα δυναμώνει Φοράει το μουσκεμένο του καπέλο και, ξαφνικά, βλέπει να αναδύεται από τα βάθη της σκέψης του μια ελπίδα ενώ ένα χαριτωμένο χαμόγελο στόλισε το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο Και, πραγματικά, το χαμόγελο αυτό είναι ευτυχισμένο «Όπου υπάρχουν άνθρωποι» σκέφτηκε «υπάρχουν πάντα και οι ελπίδες» και έριξε μια γρήγορη ματιά ψηλά, στο σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» Η μοναξιά τού έγινε φοβερά διασκεδαστική Σηκώθηκε, ακούμπησε την πλάτη του στον πλάτανο και άρχισε να καπνίζει νωχελικά, περιμένοντας.. Νύχτωσε Νύχτωσε για τα καλά Ένα αχνό φεγγάρι είναι καρφωμένο στον μαύρο ουρανό 158
171 Νύχτωσε για τα καλά και στο δωμάτιο 6 του τρίτου ορόφου του Νοσοκομείου Εκεί όπου ένα νεαρό παιδί χαροπαλεύει Οι κτύποι της καρδιάς του λιγοστεύουν, η αναπνοή του σβήνει, η θερμοκρασία του πέφτει και οι σκέψεις του χάνονται, ώσπου φτάνει στο νεκρό σημείο και σταματά Η Παναγιά κρατά στην πανώρια αγκάλη Της τον Εσταυρωμένο Υιό Της, στον τοίχο, πάνω στο προσκέφαλό του ενώ. η μάνα και ο πατέρας του, με κατακόκκινα μάτια από το κλάμα, δύο τραγικές φιγούρες χαρακωμένες από τον πόνο Πικρή η νύχτα απόψε και βροχερή, ωστόσο., αφού στο υγρό τζάμι του παραθυριού χτυπούν σιγανά σταγόνες βροχής, ένα σιγανό μοιρολόι στον μεγάλο πόνο που σφίγγει σε γροθιά Και ανοίγει, ξαφνικά, το παράθυρο Δύο χέρια απλώνονται μονομιάς έξω και μία κραυγή, ένα ΓΙΑΤΙ, σαν κεραυνός, άλλαξε την απόχρωση του μαύρου ουρανού «Είκοσι χρονών ήταν μόνο ΓΙΑΤΙ ;; ΓΙΑΤΙ ;;» Και ύστερα, η μάνα λύγισε Λιποθύμησε, με γκρεμισμένο νου, καρδιά και χέρια Και ένας πατέρας κοίταξε ψηλά προς το λιγοστό φως του χλωμού φεγγαριού από το ανοιχτό παράθυρο ενώ οι στάλες της βροχής μπερδεύονταν με τα δάκρυά του Νιώθει φλόγες να καίνε την καρδιά του και το κεφάλι του βράχο Στην ψυχή του, νιώθει έναν θυμό μεγάλο Φεύγει από το νεκρό δωμάτιο, κατηφορίζει τις σκάλες βιαστικά, σκοντάφτει πάνω σε ανυποψίαστους ανθρώπους, σκουντουφλάει στους παγωμένους τοίχους και, τελικά, βγαίνει έξω, στη βροχή Ναι, και το μικρό αχνό φεγγάρι είναι σκαλωμένο δίπλα στο σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» πάνω από τη μικρή πόλη Κόπηκε στα δύο το σύννεφο, τόσο ώστε άρχισε να πέφτει τώρα και πάλι πιο δυνατή βροχή Τα σαγόνια του πατέρα με κόπο κρατούσαν τα δόντια στη θέση τους Λες και θα έφευγαν ή θα έσπαζαν από το κρύο και τον θυμό μαζί Στα χέρια του, τα προσωπικά αντικείμενα του γιου του Ένα ματωμένο πουλόβερ, ένα 159
172 ματωμένο κράνος, ένα σπασμένο ρολόι, ένα σκισμένο πακέτο δώρου με ένα τσαλακωμένο καπέλο μέσα και μια ματωμένη ευχετήρια κάρτα «Και του χρόνου μπαμπά Σ αγαπώ» Και ο πατέρας δε σάλεψε Τα πόδια του κέρωσαν Πήρε το καπέλο στα χέρια του και λιποθύμησε η ψυχή του μέσα στις χούφτες του Το καπέλο γέμισε βροχή Το αναποδογύρισε στο κεφάλι του μήπως και σβήσει τη λάβα μέσα του Ξέρει, τελικά, ότι δεν μπορεί να τα βάλει με το θάνατο Το αποφάσισε, λοιπόν Θα τον στριμώξει τον θάνατο, ανάμεσα σε δύο ζωές Ζωή - Θάνατος - Ζωή! Η καρδιά του γιου του δε θα σταματήσει ποτέ να χτυπά, απλώς θα αλλάξει σώμα και θα συνεχίσει να διατηρεί τη μνήμη του ζωντανή Ο εικοσάχρονος γιος του θα συνεχίσει να υπάρχει σε έξι διαφορετικά σώματα, σε έξι διαφορετικές ψυχές, ανυψώνοντας στο υπέρτατο το ανθρωπιστικό ιδεώδες Ο δικός του άνθρωπος, η ζωή του, το αγόρι του, θα χάριζε με το πρόωρο φευγιό του ζωή σε άλλους ανθρώπους και εκτός της μικρής μου πόλης Γιατί η ανθρωπιά δεν γνωρίζει σύνορα και άνθρωποι υπάρχουν παντού Την ίδια στιγμή, στο δωμάτιο 6 του πρώτου ορόφου του Νοσοκομείου, μια ζωή γεννιέται Η ίδια βροχή χτυπά τα τζάμια, η ίδια αγωνία στο πρόσωπο ενός άλλου πατέρα που αναμένει χαρμόσυνο, όμως, γεγονός Τα χέρια του μετρούν την αγωνία του, τα μάτια του καρφωμένα στην πόρτα του χειρουργείου Και όταν η πόρτα ανοίγει και η νοσοκόμα του βάζει στα χέρια του τη μικρή του κορούλα, δεν αντέχει, λυγά Η πανέμορφη μικρούλα, με τα πελώρια γαλανά μάτια, δεν είναι ρυτιδιασμένη, δεν έχει πληγωθεί ακόμη, σκάει μικρά χαμογελάκια Κλείνει και πάλι τα ματάκια της ενώ περιμένει τη μητρική αγκαλιά τώρα και το πρώτο της γεύμα, μετά το πρώτο της κλάμα 160
173 Και κάθε φορά που γεννιέται ένα παιδί η ανθρωπότητα κάνει ένα βήμα εμπρός ενώ, ταυτόχρονα, γεννιέται πάντα και μια ελπίδα. Και το σύννεφο σε σχήμα «ανθρώπου» το γνωρίζει αυτό πολύ καλά ενώ οι σταγόνες του κτυπούν ρυθμικά το τζάμι Το μικρό αχνό φεγγάρι με μια συνοδεία από νοτισμένα αστέρια στρίβει πια απ τη γωνιά της χαραυγής Ξημερώνει σιγά-σιγά Το σύννεφο σε σχήμα «ανθρώπου» παραμένει και πάλι αραγμένο στον γκρίζο ουρανό, στο «πουθενά» και στο «παντού» πλανιέται και δείχνει σε όλους ότι, όταν η φύση έχει κέφια, είναι αδιαφιλονίκητα ο πιο μεγάλος καλλιτέχνης Σήμερα, όμως, δεν καταπιάνεται με τα προβλήματα και τους ανθρώπους της δικής μου γειτονιάς, αλλά αγναντεύει, με το βαθύ του βλέμμα και τα ηχηρά του δάκρυα, έναν γραφικό καταυλισμό σε τόπο μακρινό, στη Μαύρη Ήπειρο Σύννεφο είναι, εξάλλου, όπου θέλει πάει!! Νηστικά και διψασμένα συνάμα πιτσιρίκια, πικραμένα, στριφογυρνούν τα μαύρα χαρακωμένα πελματάκια τους, στις πέτρες και τα χώματα Είναι μικρά, ασήμαντα, ανύπαρκτα ίσως για πολλούς, αυτούς που από την αχορτασιά φουσκώνουν Ανάμεσά τους, μια μικρούλα που δε χοροπηδά Δεν έχει ρούχα, ποτέ δεν είχε Δεν έχει παιχνίδια, ποτέ δεν έπαιξε Δεν έχει γονείς, ποτέ δε γνώρισε Είναι ορφανή, κοριτσάκι ημίγυμνο, που κείτεται στο έδαφος, σκελετωμένο, εξαθλιωμένο Ζει ;; πέθανε ;; Ποιος ξέρει Ένα τσούρμο κόκαλα που μύγες τριγύρω τους πετούν, άλλες απάνω τους κοιμούνται 161
174 Αχ, σύννεφο, εκεί ψηλά που αγναντεύεις Τι κοιτάς!! Ρίξε βροχή πολύ δυνατή... και ας γίνει νερό μήπως και ξεδιψάσει!! Ρίξε χαλάζι και Συ, Θεέ μου, κάντο ψιχουλάκια μήπως και χορτάσει Ένας παππούλης με άσπρη γενειάδα, ένας λευκός παππούλης, με κατάμαυρα ράσα και έναν μεγάλο σταυρό στο λαιμό του, έβγαλε το μαύρο του ψηλό καπέλο, το ακούμπησε κατάχαμα, έσκυψε, πήρε το κοριτσάκι στα χέρια του και ενώ δύο μεγάλα δάκρυα κύλησαν από τα ροζιασμένα του μάτια σήκωσε τα χέρια του ψηλά και κοίταξε τον ουρανό «Ο λαός του Θεού, κάποτε, θα γίνει ποτάμι» ψέλλισε ενώ, ακατάπαυστα, τα δάκρυά του κυλούσαν Γονάτισε, άφησε τη νεκρή μικρούλα στο έδαφος, σταύρωσε τα ανύπαρκτα χεράκια της, σταύρωσε και τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται, κλαίγοντας Το καπέλο του γέμισε από τα δάκρυά του.και ο ουρανός άρχισε να σιγοκλαίει μαζί του Αυτό το καπέλο, το γεμάτο δάκρυα και βροχή, φορά ακόμη στο κεφάλι του αυτός ο παππούλης και μεγαλώνει την ελπίδα του πώς κάπου, κάπως, κάποτε ο άνθρωπος θα μπορεί να περπατάει, να μετακινείται, να πηγαίνει και να έρχεται ελεύθερος, χορτασμένος και ξεδιψασμένος και κανένα σύνορο, καμιά θάλασσα, καμιά απειλή δε θα τον σταματά Θα έχει γαλήνη στην καρδιά και ειρήνη στην ψυχή Ακόμη είναι πρωί, και το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» βλέπει, αγναντεύει και άλλους ξένους ανθρώπους, κάπου, επίσης, μακριά Συναντά το γκρι σε όλες τις αποχρώσεις, από το υπόλευκο σταχτί μέχρι το σκούρο και το μαύρο Ψηλά, εμφανίζονται κάθε τόσο μαυριδερά 162
175 «γεράκια», που σκίζουν τον αέρα πραγματοποιώντας απίθανες εφορμήσεις, χαίρονται την παντοδυναμία τους στους αιθέρες και αφήνουν ελεύθερα τις ριπές τους Και κάτω, εκεί στη μακρινή γη, κοκκινωπές περιοχές κάνουν τοπικά την εμφάνισή τους, μέχρι να συναντήσεις ξανά την απόλυτη κυριαρχία του γκρίζου. Ένα τσούρμο ανθρώπων στοιβάζεται σε κωπήλατες βάρκες, έτοιμοι για τη «γη της επαγγελίας» και, όμως, δε γλίτωσαν Ο θάνατος κρέμεται, στην κυριολεξία, πάνω από τα κεφάλια τους ενώ, δεξιά και αριστερά, τεράστια κύματα, σαν πελώρια ανοικτά στόματα, είναι οι Συμπληγάδες τους Και όσοι καταφέρουν να σωθούν έχουν ζωγραφισμένη τη φρίκη όλων των πολιτισμών στα πρόσωπά τους και συνεχίζουν να ψάχνουν για κάποια άλλη πατρίδα Και το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» βλέπει και άλλους, στις θάλασσες του κόσμου, να κολυμπούν ακίνητοι Νομίζει κανείς πως είναι σκαλισμένοι στο βυθό Δε φωνάζουν όμως Θα ήθελαν να έχουν φωνή Δε ζουν Δες.., είναι πεθαμένοι Πιο πέρα, έξω στη ακτή, ένα μικρούλι, μόλις δύο χρονών, με μπλε παντελονάκι και κόκκινο μπλουζάκι, έγινε «στιγμή» στον κόσμο των «μεγάλων» Ήταν μικρούλι αλλά όχι, τώρα πια Η ύπαρξή του, μέσα σε έναν πορτοκαλί σάκο μαζί με τα προσωπικά του είδη, τα παπουτσάκια του και ένα μπουκάλι, που ξέβρασε η θάλασσα, τώρα, πλέον, είναι ασφαλή στα χέρια του μεγάλου Θεού Και δεν άντεξε το σύννεφο σε σχήμα «ανθρώπου», έβαλε τα κλάματα και χοντρές σταγόνες άρχισαν να παίζουν κρυφτό με τον αφρό της θάλασσας Σήμερα, λοιπόν, ενώ βρέχει -βρέχει απ το χάραμα- ένας πατέρας ολομόναχος, δίχως οικογένεια πια, ρουφά τον υγρό αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης και μετρά σκυθρωπός τη φιγούρα του στα γαλάζια νερά της ακτής Χτυπά με τα πόδια του δυνατά την «υγρή φυλακή», που του 163
176 στέρησε τα πάντα και προσμένει μιαν απάντηση, η οποία δεν έρχεται Μόνο ακούει στα αυτιά του ένα μικρό παιδικό τραγουδάκι, αλλαγμένο, όμως «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ» «Φεγγαράκι μου λαμπρό, έσβησες και θα πνιγώ» Οι παιδικές φωνούλες είναι των τριών παιδιών του που πνίγηκαν στην αγκαλιά της μαμάς τους και φτάνουν συνέχεια τα αυτιά του και αυτός προσπαθεί να τα κλείσει, για να μην ακούει τίποτα Κατεβάζει όσο μπορεί το κασκέτο στο κεφάλι του, αλλά αυτό δεν μπορεί να καλύψει τους ήχους τους, ούτε και τη βροχή που του πετροβολά το κεφάλι Μονομιάς, το αρπάζει δυνατά και το εκσφενδονίζει μακριά Τα κύματα πήραν το μικρό καπελάκι και το παρέσυραν στο άπλετο γαλάζιο Πλέον, ένα καπέλο γεμάτο βροχή και απελπισία, σαν βαρκούλα πλέει και ψάχνει, μέσα στην καταχνιά της θάλασσας, τις παιδικές φωνούλες που κλαίνε Η μεσημεριάτικη βροχή και καταιγίδα είναι γεγονός σήμερα Τα χειμωνιάτικα σύννεφα παρουσιάζονται σε γρήγορη κίνηση αυτήν την ώρα και σ αυτόν τον μακρινό ουρανό Ένας ήχος δυνατών μπουμπουνητών ακούστηκε και γρήγορα όλοι χάθηκαν από τους δρόμους Το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» στέκει στη θέση του, εκεί ψηλά, μόνο που αυτή τη φορά καμαρώνει, έχοντας βάλει τα χέρια του στη μέση του και κοιτά απειλητικά προς τη γη Δεν αντέχει πια τους ανθρώπους και τα πάθη τους, λες και θέλει να «ξεπλύνει» τα «άπλυτά τους» Βαρέθηκε πια τους «απάνθρωπους» και προσπαθεί με τις αστραπές του να ρίξει φως μες στη ζωή τους 164
177 Φτάνει άραγε ένα μεσημέρι ;; Αργά, το απογευματάκι προς το βράδυ και ενώ η βροχή δε λέει να κοπάσει Ένας νεαρός φοιτητής στο σπίτι του κάνει λίγη «βαρετή δουλίτσα», «διαβασματάκι» να το πεις, όπως θες πες το, φίλε μου Πάντως, ο άγριος σημερινός κατακλυσμός τον αποδιοργάνωσε Ξάφνου, ακούει, έναν θόρυβο που μοιάζει με πυροτεχνήματα και αρχικά νομίζει ότι προέρχεται από την ταινία που βλέπει ταυτόχρονα στην τηλεόραση Καταλαβαίνει, όμως, ότι όλα αυτά έρχονται από το θέατρο, ακριβώς απέναντι Εκεί επρόκειτο να γίνει μια συναυλία και πλήθος κόσμου είναι συγκεντρωμένο αυτήν την ώρα, για να απολαύσει το αγαπημένο του συγκρότημα Μέσα βρίσκονται περίπου άτομα. Όλοι αθώοι πολίτες, όλοι νέοι άνθρωποι Μα τώρα όλοι τρέχουν πανικόβλητοι προς κάθε κατεύθυνση Βλέπει ανθρώπους, από το παράθυρό του, στο έδαφος και αίματα παντού... Καταλαβαίνει ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί Μια γυναίκα κρέμεται από ένα παράθυρο, απέναντι ακριβώς από το θέατρο. Δεύτερος όροφος είναι, τρίτος δεν μπορεί να διακρίνει Και μετά, κατεβαίνει κάτω Ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός του, προκειμένου να βοηθήσει Ποιους, γιατί, ακόμη δεν έχει καταλάβει τίποτα Υπάρχει ένας άνδρας στο πεζοδρόμιο και άλλος ένας, τον οποίο δεν ξαναείδε, που έχει πυροβοληθεί και χάθηκε μες στη βροχή Προσπαθεί να μπει μέσα στο θέατρο και, τότε, πραγματικά, αντικρίζει έναν αληθινό «ομαδικό τάφο» Αρκετά μακριά του, διακρίνει δύο από κάποιους ενόπλους, ντυμένους στα μαύρα Ο ένας τον πυροβολεί στο αριστερό χέρι Νιώθει σαν να σκάει ένα πυροτέχνημα στο χέρι του Τρέχει γρήγορα προς τα έξω, πηδώντας πάνω από ανθρώπους. Είναι ένας σωστός εφιάλτης Η φωνή δε βγαίνει από το στόμα του Η φωνή του διακόπτεται από λυγμούς 165
178 Πέφτει καταμεσής του δρόμου, δίπλα σε έναν αστυνομικό που είναι ήδη νεκρός Πιο πέρα, η φιγούρα ενός αναποδογυρισμένου καπέλου Ήταν το καπέλο του άμοιρου, το καπέλο της τάξης και του νόμου, που η βροχή το μαστίγωνε ρυθμικά τη στιγμή που κάποιος, τρέχοντας πανικόβλητος, το κλώτσησε και το πέταξε μέσα στις λάσπες, στα ρείθρα του πεζοδρομίου Αυτό το λασπωμένο καπέλο, το γεμάτο βρόχινο νερό, έγινε βαρύ και ασήκωτο, πλέον Μόνο στιβαρά μπράτσα θα μπορέσουν να το σηκώσουν και μόνο τα κατάλληλα «σωστά» κεφάλια να το στηρίξουν Την ίδια στιγμή, κάπου πιο μακριά, κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι εντελώς «πέτρινοι» Πιστεύουν πως είναι θεοί, με μάτια γεμάτα φωτιά. Δεν έχουν ηθική, δεν έχουν συνείδηση, παρά μόνο δύο χέρια έτοιμα να «κόψουν» κεφάλια, ανελέητα, χωρίς φραγμούς Νιώθουν πως μπορούν να λιώσουν με μια γροθιά τους τη γη Και κάπου εκεί, στη Συρία, τα παιδιά τους παίζουν κρυφτό, ψάχνοντας, μέσα στις σπηλιές και σε άλλα ερείπια, κρυμμένους, δεμένους κρατούμενους. Και το παιχνίδι αρχίζει Κρυφτοπόλεμος με πιστόλι, με στόχο για εκτέλεση Το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» αυτή τη φορά ξαναμαύρισε, αλλά, τούτη τη στιγμή, έγινε ένα με τον μαύρο νυχτερινό ουρανό και χάθηκε Σαν να ντρεπόταν και αυτό να αντικρίσει τον κόσμο Μια θυελλώδης νυχτερινή καταιγίδα ξέσπασε ξαφνικά, λες και ήθελε να ξεπλύνει τη γη και τις φρικαλεότητές της Χείμαρροι νερού καλύπτουν τα πάντα και πάνω τους επιπλέουν καπέλα, πολλά μαύρα, λασπωμένα καπέλα. Καπέλα του θανάτου, του θρήνου και του πόνου αυτών που χάθηκαν, ανακατεμένα με τα σαρίκια της ντροπής και της αποστροφής, αφήνονται πλέον στο έλεος του Παντοδύναμου Θεού. Ξημερώνει και μια νέα μέρα, ανασαίνοντας σαν ακροβάτης, στερεώνεται σε ένα σκοινί, έτοιμη να ταξιδέψει και πάλι στο φως 166
179 Σήμερα, τίποτα δε θυμίζει τη χθεσινή μέρα Ένας μεγαλοπρεπής ήλιος σκορπά τα μαλλιά του πέρα - δώθε, ανάμεσα σε βαμβακένια σύννεφα Τι παράξενο, χειμωνιάτικα!! Το σύννεφο σε «σχήμα ανθρώπου» επανήλθε και στέκεται και πάλι στο ύψος του, με σεβασμό, ταλαιπωρημένο, βέβαια, από τη χθεσινή του περιπολία και κεντά απλά το πέπλο μιας μελαγχολίας Οι δειλές ακτίνες του ήλιου το κεντούν, ταυτόχρονα, με φως Ξέρει ότι δεν είναι όλες οι ημέρες ίδιες αλλά ούτε και οι άνθρωποι Ρίχνει δειλά το τεράστιο πέπλο πάνω μας Σκεπάζει τη μικρή μου γειτονιά, τους ανθρώπους της, όπως και κάθε γωνιά της γης όπου υπάρχουν άνθρωποι Η πίστη και η ελπίδα κουρνιάζουν στις πιέτες του, ενώ η πάλη και ο αγώνας είναι κρυμμένα στις ραφές του Όπου έχει άσπρο αναβλύζει η ζωή Το μαύρο θυμίζει πάντα θάνατο Το μπλε του, θάλασσα και ουρανός μαζί Και παντού ριγμένα στο τρίχρωμο φόντο του καπέλα, καπέλα γεμάτα βροχή. Γιατί, φίλε μου, όπου υπάρχουν άνθρωποι, στη μικρή γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς, παντού υπάρχουν και αυτά τα καπέλα, τα καπέλα τα γεμάτα βροχή, τα γεμάτα δάκρυα, τα γεμάτα δάκρυα και βροχή μαζί, τα καθαρά, τα μαύρα ή και τα λασπωμένα καπέλα Οι στάλες ανθρωπιάς οι ανακατεμένες με σταγόνες χαράς και λύπης Οι απλές σταγόνες βροχής οι ανακατεμένες με δάκρυα αλήθειας ή σιωπής Οι σταλιές αισιοδοξίας ή απελπισίας Οι σταλαγματιές ομορφιάς ή ασχήμιας 167
180 168 Οι σταλίτσες παρουσίας ή απουσίας Οι βροχοσταλίδες λησμονιάς Οι ψιχάλες αγάπης
181 Άννα Χάλκου (Χρυσό παιδί) 2 ο Γυμνάσιο Νάξου Το βαφτιστήρι Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Γυμνασίου Μια συνηθισμένη καλοκαιρινή μέρα, στο χωριό μου, τον Δανακό, ένα χωριό γεμάτο δέντρα, πρασινάδες, τρεχούμενα νερά και ζώα, συναντήθηκα με την παρέα μου, τα ξαδέλφια μου Δέσποινα και Αντώνη και τον κολλητό μας φίλο, τον Φίλιππο, στην πηγή. Πρόκειται για μια αστείρευτη, γενναιόδωρη πηγή, που προσκαλεί κάθε περαστικό, ντόπιο ή ξένο, να τον δροσίσει και να τον ξεδιψάσει με το γάργαρο, κρυστάλλινο νεράκι της. Καθώς βαριόμασταν τη ζωή μας -ανόητο κι όμως συμβαίνει, αποφασίσαμε να πάμε μια συνηθισμένη βόλτα. Τα νωθρά βήματά μας μάς οδήγησαν στο μέρος που αράζουν τα αμάξια, στον «Ναό». Μη βάλετε στο μυαλό σας κάποια εκκλησία, καμία σχέση O «Ναός» είναι στην πραγματικότητα ένας αγωγός απ όπου περνάει το νερό και βρίσκεται κάτω από μία πέτρινη γέφυρα. Εκεί, στα πεζούλια της γέφυρας, αράξαμε και απλώσαμε στο φως του ήλιου τις εφηβικές ανησυχίες μας. Να πάμε για μπάνιο ή να συνεχίσουμε την πεζοπορία μας στην καρδιά του δάσους; Να παίξουμε αμπάριζα ή βαρελάκια; Οι διαβουλεύσεις μας διακόπηκαν αίφνης από παράξενους θορύβους, που προέρχονταν από τους σωρούς των πλατανόφυλλων που βρίσκονταν κάτω από τη γέφυρα. Χωρίς δεύτερη 169
182 σκέψη, κατεβήκαμε ένα απότομο δρομάκι, για να δούμε τι ήταν εκείνο που, πιθανότατα, θα μας έβγαζε από την πλήξη και θα έδινε ενδιαφέρον νόημα στον περίπατό μας. Για λίγη ώρα, μείναμε ακίνητοι, καθώς ο θόρυβος είχε σταματήσει και δεν ξέραμε σε ποια μεριά να κατευθύνουμε τις έρευνές μας. Έπειτα, αρχίσαμε να ανασηκώνουμε με τις άκρες των ποδιών μας τα ξερά φύλλα και να σαρώνουμε προσεκτικά με το βλέμμα μας τα θεμέλια της γέφυρας, για να εντοπίσουμε τον «ταραχοποιό», ώσπου είδαμε μια αγκαθωτή μπαλίτσα να ξεπροβάλλει μέσα από συστάδες θάμνων και να προχωρά στο ξέφωτο. Ήταν ένα μικρούλι σκαντζοχοιράκι, σε χρώμα καφετί, με μαύρα ζωηρά ματάκια, που κέρδισε αμέσως τη συμπάθεια όλων μας. - Άχου το, τι γλυκούλι! είπα εγώ και, χωρίς να φοβηθώ, το πήρα στην αγκαλιά μου. Οι βελόνες που κάλυπταν το σώμα του ήταν πολύ μαλακές και δεν τρυπούσαν τα χέρια μου. - Πώς βρέθηκε εδώ μοναχούλι του; αναρωτήθηκε η Δέσποινα που είχε έρθει δίπλα μου και το κοιτούσε παραξενεμένη. - Μάλλον θα απομακρύνθηκε από τη φωλιά του και δεν μπορεί να βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω, υπέθεσα εγώ. - Να το πάμε στην πηγή που έχει πολύ πράσινο να το ταΐσουμε, πρότεινε ο Φίλιππος. - Πολύ καλή ιδέα! είπε ο Αντώνης. Φύγαμε! Μου έκανε εντύπωση η ευαισθησία που έδειξαν τα αγόρια προς το ζωάκι και χάρηκα που ήταν σύμμαχοί μας, αλλά δεν το σχολίασα, γιατί δεν ήθελα να τους προκαλέσω αμηχανία και να τους φέρω σε θέση απολογίας για τη φιλοζωία τους. Όλοι μαζί κατηφορίσαμε τον δρόμο προς την πηγή και φτάνοντας εκεί αφήσαμε το σκαντζοχοιράκι στο έδαφος και του δώσαμε να φάει φλούδες από αχλάδι και νεράκι να πιει. Τι αστεία που ήταν η μουσούδα του! Και ο 170
183 τρόπος που μασουλούσε! Είχαμε μείνει σιωπηλοί κάμποση ώρα να το χαζεύουμε και να ασχολούμαστε αποκλειστικά μαζί του. - Τι λέτε; Να του δώσουμε ένα όνομα..., πρότεινα, καθώς είχα σκύψει από πάνω του και ακουμπούσα απαλά τις βελόνες του. - Να το πούμε Άιρονμαν...! είπε ο Αντώνης, που είχε πάθος με τους φανταστικούς ήρωες του Χόλυγουντ. - Και πού ξέρεις ότι είναι αγόρι; αντέδρασα εγώ. - Να το βγάλουµε Αγκάθα! φώναξε η Δέσποινα ενθουσιασμένη. - Αγκάθα Κρίστι! συμπλήρωσα εγώ. Μπράβο! - Ποια είναι αυτή η Αγκάθα; ρώτησε ο Φίλιππος. - Συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, παιδάκι μου! Άντε, πάλι σε µόρφωσα σήμερα! του είπα υπερηφανευόμενη για τις γνώσεις µου. - Μήπως να το πούμε Ακάνθους; πετάχτηκε ο Αντώνης, ο οποίος σχεδίαζε να σπουδάσει φυσιοδίφης, όταν θα μεγάλωνε, και είχε μανία με τα επιστημονικά ονόµατα των φυτών και των ζώων. - Μπα, δε μου αρέσει! Αγκάθα, επιμένω! αντέδρασα εγώ, κάνοντας µε το επιτακτικό ύφος μου τον Αντώνη να υποχωρήσει. - Να, λοιπόν, που αποκτήσαµε και βαφτιστήρι! είπε η Δέσποινα ξεσπώντας σε γέλια. - Αν θέλουμε, όμως, να είµαστε άξιοι νονοί του, θα πρέπει να το προστατεύσουμε από τους εχθρούς του, σημείωσα. Θα πρέπει να κάνουμε βάρδιες και να το φυλάµε. - Σωστά µιλάς. Αν το αφήσουμε, μπορεί να το φάει φίδι ή αλεπού... πρόσθεσε η Δέσποινα. - Το βράδυ όµως Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ, είπε ο Φίλιππος. Μια ξαφνική στενοχώρια σκέπασε τα πρόσωπα όλων μας και πλάκωσε σαν βουνό τις καρδιές μας. Εµείς είχαμε διάθεση να ξενυχτήσουμε, για να προσέχουμε τον μικρό φίλο µας, θυσιάζοντας τον ύπνο μας, οι γονείς µας, 171
184 όμως, δε θα το επέτρεπαν σε καµία περίπτωση. Η κατάσταση έμοιαζε αδιέξοδη κι ενώ ο ήλιος μεσουρανούσε μια παγωμένη σιωπή είχε σφραγίσει τα στόµατά μας. - Το βρήκα! φώναξε ξαφνικά ο Αντώνης, κάνοντάς μας να τιναχτούμε από τη θέση µας! - Σιγά, καλέ! Τι φωνάζεις; Με τρόμαξες! διαμαρτυρήθηκε η Δέσποινα. - Τι σκέφτηκες; Λέγε! είπα εγώ, με ολοφάνερη αγωνία στη φωνή μου. - Έχουμε στην αποθήκη του σπιτιού μου έναν αρκετά ψηλό κάδο. Εκεί θα βάλουμε το βαφτιστήρι µας να διανυκτερεύσει. - Άντε! Ακόμα εδώ είσαι; Τρέχα! του είπαμε όλοι με μια φωνή. Ο Αντώνης έφυγε και επέστρεψε σαν σίφουνας με έναν μεγάλο μπλε κάδο, δείχνοντας έμπρακτα πως είχε αγαπήσει το σκαντζοχοιράκι και πως δεν ήταν άτομο που έλεγε λόγια του αέρα. - Έκανα... και δύο τρύπες... στα πλαϊνά του κάδου..., για να... για να... µπαίνει φως και... να παίρνει αέρα... ο Ακάνθους! είπε λαχανιασμένος κατακόκκινος από την τρεχάλα. - Αγκάθα... είπαμε...! τον διόρθωσα, χαμογελώντας, γιατί φυσικά δε θα μπορούσα να του θυμώσω, αφού ήταν εκείνος που είχε δώσει λύση στο πρόβληµά μας. Ο ύπνος μου εκείνο το βράδυ ήταν ανήσυχος. Στριφογυρνούσα συνεχώς, προσπαθώντας μάταια να διώξω τις μαύρες σκέψεις που με είχαν ζώσει. Αν κάποιος έβρισκε τον κάδο και τον έκλεβε, παρατώντας το βαφτιστήρι μας στη μέση του πουθενά; Αν κάποια αλεπού το οσμιζόταν και κατάφερνε να τραβήξει το καπάκι και να το κάνει μια χαψιά; Αν το σκαντζοχοιράκι φοβόταν κλεισμένο στον κάδο και, κάνοντας κινήσεις πανικού, το έριχνε κάτω; Το καπάκι θα έφευγε από τη θέση του και η Αγκάθα θα βρισκόταν στο έλεος της τύχης της, χαμένη μέσα στις σκιές του δάσους. 172
185 Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, τηλεφώνησα στην ξαδέλφη µου και στα άλλα παιδιά και κανόνισα συνάντηση στην πηγή, πού αλλού. Έφτασα εκεί τρέχοντας κι αμέσως σήκωσα το καπάκι του κάδου. Η ανακούφισή μου ήταν απερίγραπτη, όταν είδα µέσα την Αγκάθα. Αλλά γιατί ήταν ακίνητη; Κοιμόταν ή μήπως - Αγκάθα µου! Τι κάνεις, καλό μου; είπα και την πήρα αγκαλιά. Εκείνη, για να μου απαντήσει, άνοιξε τα ματάκια της και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Έτσι νομίζω. Όταν ήρθαν και οι υπόλοιποι, την αφήσαμε κάτω να ξεμουδιάσει και της δώσαμε φυλλαράκια για το πρωινό της γεύµα. Έπειτα από λίγη ώρα, εμφανίστηκε ένας σκαντζόχοιρος αρκετά μεγάλος και πλησίασε την Αγκάθα. Το βαφτιστήρι μας. Κοιτάχτηκαν οι δυο τους ώρα πολλή και με αργό, ήρεμο βήμα τράβηξαν προς τις φυλλωσιές που οδηγούν στο βουνό της Κούτσας. Να ήταν η μητέρα του; Ένιωθα τόσο συγκινημένη! Σαν να είχα χάσει εγώ η ίδια την οικογένειά μου και να την είχα βρει ξανά, ύστερα από αναπάντεχη τύχη! Κοίταξα τα πρόσωπα της Δέσποινας, του Αντώνη, του Φίλιππου. Πώς φωτίζονταν από χαρά και ικανοποίηση! Πώς είχαν ομορφύνει! Τους αγάπησα περισσότερο! Και το χωριό μου, τον Δανακό, κι αυτό το αγάπησα περισσότερο, για τα μικρά καθημερινά θαύματα που μας χαρίζει! 173
186 Αγγελική Χατζή (Ace of the Diamonds) Πειραματικό Γυμνάσιο Πατρών (Λάγγουρα) Οδύσσεια μιας βαλίτσας Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Γυμνασίου Το νερό είναι ορμητικό. Παίρνει εμένα, τη μαυρομάλλα κοπέλα δίπλα μου, τις δεκάδες των ανθρώπων που εντελώς τυχαία είχαν γίνει σύντροφοί μου. Αλλά εγώ δε μετράω. Ό,τι κι αν περάσω σ αυτό το παράξενο ταξίδι δεν είναι έγνοια κανενός, ούτε και δικιά μου. Αρκεί να μην πάθει τίποτα η Βαλίτσα... Προχωράω ακόμα ένα βήμα με δυσκολία, αφού τα πόδια μου κολλάνε στη λάσπη του ποταμού. Μια ανάμνηση περνά απ τον νου μου και και ένα χαμόγελο σκάει στα χείλια μου. Ίσως δεν είναι και το πιο κατάλληλο πράγμα να σκεφτεί κανείς, όταν προσπαθεί να περάσει από κάποιο ποτάμι στα βάθη της Τουρκίας, αλλά, ξαφνικά, θυμάμαι τα Σαββατοκύριακα που πηγαίναμε για κανόε καγιάκ με την οικογένειά μου. Το πέρασμα ενός τέτοιου ποταμού θα ήταν εύκολο για εμάς... Είχα βγει για μια βόλτα όταν την είδα. Ήταν μια κοπέλα περίπου δεκάξι χρονών, με μαύρα μακριά μαλλιά, μελαψό δέρμα και ανατολίτικα χαρακτηριστικά, τα οποία όμως είχαν μια παράξενη σκληράδα. Το σώμα της φαινόταν ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες και τα ρούχα της ήταν τρύπια. Ήταν φανερό πως ήταν προσφυγοπούλα, μία από τα χιλιάδες των Σύριων που τώρα τελευταία ξεβράζονταν στις ελληνικές ακτές. Αλλά αυτό που μ έκανε να 174
187 την ξεχωρίσω απ όλους τους άλλους δεν ήταν ούτε η εθνικότητα ούτε η εμφάνιση. Ήταν η βαλίτσα, ογκώδης και δερμάτινη, που κουβαλούσε με τόσο κόπο. Φαινόταν πως το κορίτσι «προστάτευε» τη βαλίτσα, σαν να εξαρτιόταν όλη της η ζωή απ αυτό. Την πλησίασα. Φαντάστηκα πως μάλλον δε θα ξερε ελληνικά, γι αυτό τη ρώτησα στ αγγλικά αν χρειαζόταν βοήθεια σε κάτι. Εκείνη άνοιξε το στόμα της και... ξαφνικά κατέρρευσε στο πεζοδρόμιο. Ένα λεπτό (και καμιά δεκαριά κρίσεις πανικού από μέρους μου) μετά, συνήλθε και με μια φωνή κουρασμένη και αδύναμη μου είπε τα εξής: «Σε παρακαλώ, πάρε τη βαλίτσα. Το περιεχόμενό της είναι πολύτιμο... Πρέπει να την παραδώσεις σ αυτόν του οποίου το όνομα είναι γραμμένο στο εσωτερικό της. Πρέπει να του την πας εσύ..., εγώ είμαι πολύ αδύναμη...» Την επόμενη στιγμή είχε φύγει κι εγώ είχα απομείνει με τη βαλίτσα στο χέρι, κοιτάζοντας στο τίποτα, μην ξέροντας τι να κάνω. Γύρισα σπίτι με τη βαλίτσα στο χέρι και αμέσως κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου. Την άνοιξα προσεκτικά και έμεινα άφωνη. Άρχισα να περιεργάζομαι την κάθε γραμμή στα σχέδια, το κάθε γράμμα στο κείμενο, κάθε εκατοστό του περίεργου αντικειμένου που βρισκόταν στη βελούδινη θήκη. Και, επιτέλους, κατάλαβα. Κατάλαβα γιατί το κορίτσι ήθελε τόσο πολύ να προστατεύσει το περιεχόμενό της: ήταν σίγουρο πως μπορούσε να καθορίσει την έκβαση του πολέμου. Έψαξα για το όνομα. Το βρήκα πέντε λεπτά αργότερα κοντά στην πάνω αριστερά γωνία και αμέσως συνδέθηκα στο διαδίκτυο, προσπαθώντας να βρω πληροφορίες για εκείνον. Πρέπει να ήταν άνθρωπος με εξουσία, γιατί συνδεόταν με σημαντικούς στρατιωτικούς ηγέτες. Το πρόβλημα; Ζούσε στη Συρία. Όλη τη νύχτα, θυμάμαι, δεν είχα κλείσει μάτι. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου, προσπαθώντας να βρω τη λύση στο δικό μου «γόρδιο δεσμό». Πώς ήταν δυνατόν να περιμένει ο οποιοσδήποτε πως θα τα κατάφερνα, πως 175
188 θα πήγαινα στη Συρία εν μέσω πολέμου και θα παρέδιδα τη βαλίτσα εγώ, που το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω είναι να χάνομαι με τις ώρες σ έναν φανταστικό κόσμο, όπου πάντα είμαι η κεντρική ηρωίδα που σώζει όλους τους άλλους. Εκεί, μου φαινόταν πανεύκολο. Τώρα όμως; Τώρα που εγώ έπρεπε να πάρω τον ρόλο της πρωταγωνίστριας και να εκτελέσω μία αποστολή; Θα τα κατάφερνα; Και αν ναι, πώς; Η επιφοίτηση μου ήρθε την επόμενη μέρα, με εντελώς αναπάντεχο τρόπο. Εκεί που έβλεπα τηλεόραση, παίρνει το μάτι μου τη νέα διαφήμιση των «γιατρών χωρίς σύνορα», οι οποίοι έψαχναν για εθελοντές, για να πάνε στη Συρία να βοηθήσουν όσους άφησε άστεγους ο πόλεμος. Η τέλεια ευκαιρία, δηλαδή! Μέσα σε μία ώρα ήμουν στο τοπικό παράρτημα της οργάνωσης, έτοιμη να συμπληρώσω το όποιο έντυπο μου έδιναν. Βέβαια, οι καημένοι οι άνθρωποι πρέπει να είχαν κατατρομάξει στην ιδέα πως ένα δεκατετράχρονο κοριτσάκι θα πήγαινε σε μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του πλανήτη και, ακόμα χειρότερα, πως εκείνοι έπρεπε να το πουν στους γονείς της -τους δικούς μου γονείς, δηλαδή, αν πάθαινε κάτι. Αλλά, μάλλον, πρέπει να είχαν μεγάλη ανάγκη από εθελοντές και έτσι με δέχτηκαν... Και κάπως έτσι, ξεκίνησε η οδύσσειά μου, ένα ταξίδι κόντρα στις ροές των προσφύγων, μέχρι τη Συρία και τον παραλήπτη της βαλίτσας. Κατά τη διάρκειά του, πολλά είδαν τα μάτια μου, άλλα τρομερά και άλλα συγκινητικά, που, ακόμα κι αν προσπαθήσω, ποτέ δε θα καταφέρω να τα βγάλω απ τη μνήμη μου. Τις πρώτες ημέρες του ταξιδιού, είχαμε πάει στο νησί της Λέσβου για να βοηθήσουμε τους πρόσφυγες. Δε θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της απόγνωσης στα μάτια τους, το φόβο στη φωνή τους, τις χαρούμενες κραυγές τους, μόλις κατάφερναν επιτέλους να φτάσουν στη στεριά. Όπως ποτέ δε θα ξεχάσω τα πτώματα των νεκρών, που ήταν δικό μας δυσάρεστο καθήκον να 176
189 σύρουμε στη στεριά, ή τη λύπη στη φωνή των δικών τους, μόλις εκείνοι τους έβλεπαν νεκρούς. Και πάνω απ όλα, θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου η αντίδραση του ξανθομάλλη φοιτητή, του Σπύρου, ενός απ τους «δικούς μας» -τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, όταν αντίκρισε το άψυχο σώμα ενός αγοριού. Θυμάμαι πως, μόλις το είδε, έτρεξε δίπλα στο πτώμα που κειτόταν στην άμμο, το αγκάλιασε και οι ώμοι του άρχισαν να τραντάζονται από βωβούς λυγμούς. Κάτι έλεγε στο παιδί, μα δεν μπορούσα να τον καλοκαταλάβω μες απ τ αναφιλητά του. Μόνο μερικές σκόρπιες λέξεις κατάφερε να πιάσει τ αυτί μου: «δεν τον έσωσα..., συγγνώμη..., θα έπρεπε, Θεέ μου, βόηθα τον...» Την επόμενη μέρα, βοηθήσαμε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι - δε θα ήταν παραπάνω από οκτώ χρονών, να βγουν απ το ναυάγιο της βάρκας στην οποία επέβαιναν. Στην αρχή, ξεφώνιζαν από τη χαρά τους που κατάφεραν να βγουν σώα και αβλαβή. Έπειτα όμως, όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε για τους γονείς τους, άρχισαν να κλαίνε: δεν τους βρίσκαμε πουθενά, ούτε σ αυτούς που είχαν καταφέρει να γλιτώσουν ούτε και στους πνιγμένους. Μετά από δύο ημέρες ψάξιμο, εγκαταλείψαμε κάθε ελπίδα και τα παιδιά τα δώσαμε σ ένα ορφανοτροφείο. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι απ αυτά ήταν το βλέμμα τους μόλις τα αποχαιρετήσαμε, ένα παράξενο μείγμα φόβου, λύπης και απορίας. Μετά από τη Λέσβο, περάσαμε στα παράλια της Μικράς Ασίας, σε μία πόλη δίπλα στη θάλασσα που στον ορίζοντά της αχνοφαινόταν η Χίος. Εκεί, στους δρόμους, ήταν συγκεντρωμένοι εκατοντάδες άνθρωποι που περίμεναν να περάσουν στην «άλλη μεριά», στην Ευρώπη, ελπίζοντας πως θα γλιτώσουν από τα βάσανα που αντιμετώπιζαν. Κοντά στην ακτή, έκοβαν βόλτες κάτι κουστουμαρισμένοι κύριοι με βλέμμα αυστηρό. Δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβεις πως αυτοί ήταν οι διακινητές, για τους οποίους τόσα είχαμε ακούσει. Όλοι ξέραμε πως αυτό που έκαναν ήταν παράνομο, όμως, 177
190 παρόλο που οι αστυνομικοί στην περιοχή ήταν πολυάριθμοι, κανείς δεν είχε προσπαθήσει να τους συλλάβει. Ένα βράδυ που δε με έπαιρνε ο ύπνος, αποφάσισα να βγω έξω, για να κάνω ένα νυχτερινό περίπατο. Περιπλανήθηκα στα στενοσόκακα της μικρής πόλης. Το τοπίο, παρατήρησα, έμοιαζε αρκετά διαφορετικό τη νύχτα, πιο τρομακτικό, πιο δυσοίωνο... Σε μία γωνία, είδα μια οικογένεια που είχε ξαπλώσει στο χώμα, πάνω σε κάτι σεντόνια. Όλοι κοιμόντουσαν, εκτός από έναν άντρα που θα έπρεπε να είναι ο πατέρας, ο οποίος σηκώθηκε απ τη θέση του και πλησίασε την τσάντα με τα πράγματα της γυναίκας του. Αφού ψαχούλεψε για λίγη ώρα, έβγαλε από μέσα της δύο περίτεχνα χρυσά βραχιόλια. Τα πήρε στα χέρια του, τα κοίταξε για λίγο και άρχισε να προχωράει με κατεύθυνση την παραλία. Τον ακολούθησα. Μετά από λίγη ώρα, έφτασε στον προορισμό του: ένα παγκάκι, σε μια πλατεία ερημωμένη από κόσμο. Εκεί, ήδη καθόταν ένας απ τους κουστουμάτους, τους διακινητές. Του έδωσε τα δύο βραχιόλια και ο άλλος τα περιεργάστηκε προσεκτικά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο διακινητής έγνεψε καταφατικά και ο άλλος άρχισε να τρέχει. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να παραμείνω στην κρυψώνα μου, για να δω τι θα συνέβαινε αργότερα. Είχα το προαίσθημα πως ο άντρας θα επέστρεφε. Πράγματι, μετά από δέκα λεπτά, τον είδα να καταφθάνει μαζί με την οικογένειά του. Η γυναίκα είχε ένα ύφος ανακούφισης στο πρόσωπό της και δεν φαινόταν να είχε προσέξει πως τα δύο βραχιόλια της έλειπαν. Ο κουστουμάτος τους οδήγησε στην ακροθαλασσιά και τους έκανε νόημα να μπουν σε μια βάρκα στην οποία ήταν στοιβαγμένες τουλάχιστον πέντε ακόμα οικογένειες. Μ ένα ακόμη νεύμα του, η βάρκα άρχισε να προχωρά, σχίζοντας τα σκουρόχρωμα νερά. Την επόμενη μέρα, οι ειδήσεις μιλούσαν για ένα ναυάγιο που είχε γίνει τα χαράματα κοντά στις ακτές της Χίου. Από τους εικοσιπέντε πρόσφυγες που ήταν πάνω στη βάρκα, δεν επέζησε ούτε ένας
191 Και άλλα πολλά έγιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας, τόσα που ούτε μία ολόκληρη ζωή δε θα μου έφτανε για να τα εξιστορήσω αναλυτικά. Πέρασα καυτές ερήμους και οροσειρές τόσο ψηλές που μου έκοβαν την ανάσα, μεγάλες πόλεις και μικρά χωριά, γνώρισα ανθρώπους πολλούς, με τους οποίους είχαμε τόσα κοινά κι ας ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Είδα όσους έμειναν πίσω και όσους κατάφεραν να προχωρήσουν με την ελπίδα πως θα βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Βοήθησα άλλους ανθρώπους και άφησα άλλους να με βοηθήσουν. Ωρίμασα... Και όλα αυτά πάντα με τη βαλίτσα στο χέρι, κουβαλώντας την, προστατεύοντάς την. Όταν κανείς με ρωτούσε γιατί την κουβαλούσα συνεχώς μαζί μου, του έδινα μια αόριστη απάντηση και άλλαζα γρήγορα το θέμα της συζήτησης. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει τον πραγματικό μου σκοπό, κανείς ακόμα κι αν ή- «Ε! Μ ακούς; Πάλι χαμένη στο διάστημα είσαι;» Η φωνή της Κωνσταντίνας, της σγουρομάλλας σαραντάρας που είχε αναλάβει μητρικά καθήκοντα για όλα τα μέλη της αποστολής κάτω των εικοσιπέντε, μ επαναφέρει στην πραγματικότητα: στο ποτάμι στου οποίου το νερό είμαι χωμένη έως τον ώμο και στους ανθρώπους που πρέπει να βοηθήσω ώστε να το διασχίσουν. «Συγγνώμη, αφαιρέθηκα» της λέω στα γρήγορα και παίρνω απ το χέρι μια ηλικιωμένη κυρία, για να την περάσω απέναντι. Σε λίγο το νερό βαθαίνει αρκετά και πρέπει να κολυμπήσω, για να φτάσω στην άλλη όχθη. Η γριούλα με πιάνει απ τους ώμους: είναι φανερό πως δεν ξέρει κολύμπι. Παρά το επιπλέον βάρος, καταφέρνω να φτάσω αρκετά σύντομα στην απέναντι όχθη, όπου την παραδίδω στους δικούς της, και μετά ξαναγυρίζω με γρήγορες απλωτές στο σημείο απ όπου είχα ξεκινήσει. Η διαδρομή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, μία για κάθε άνθρωπο που έχω αναλάβει να μεταφέρω. Μετά από αρκετές κουραστικές ώρες και αφού έχουμε μεταφέρει όλους τους πρόσφυγες στην άλλη πλευρά του ποταμού, καθόμαστε επιτέλους 179
192 και τρώμε λίγο φαγητό γύρω από ένα πλαστικό τραπέζι. Ο Σπύρος έχει ένα χαμόγελο μέχρι τ αυτιά, όταν μας ενημερώνει πως ένα μικρό κοριτσάκι τού χαμογέλασε και του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο. Κι ενώ εμείς τον πειράζουμε, η Κωνσταντίνα μάς λέει χαρούμενα πως σήμερα μόνο βοηθήσαμε περίπου εκατό ανθρώπους! Κάπου εκεί, μπαίνει στη συζήτηση και ο Μιχάλης, ένας σαρανταπεντάρης που, μεταξύ άλλων, εκτελούσε και χρέη οδηγού. «Αύριο το μεσημέρι θα έχουμε φτάσει στα σύνορα με τη Συρία!» μας ανακοινώνει και όλοι χειροκροτούμε. Η επόμενη ώρα περνάει γρήγορα και σε λίγο είναι ώρα για ύπνο. Την επόμενη μέρα, ξυπνάμε νωρίς και το μεσημέρι όντως καταφέρνουμε να φτάσουμε στα σύνορα μας αφήνουν, όμως, να περάσουμε μόνο αργά, το βράδυ. Η πρώτη μας άποψη για τη Συρία είναι πως περισσότερο με φυλακή μοιάζει παρά με χώρα. Μόλις πέντε μέτρα από τα σύνορα, είναι μαζεμένο ένα πλήθος ανθρώπων αποστεωμένων και καταπονημένων, που μας κοιτούν απορημένοι με τα θολά κουρασμένα μάτια τους. Φαντάζομαι, αναρωτιούνται ποιος είναι αρκετά τρελός, για να πάει σ αυτήν την καταραμένη χώρα εν καιρώ πολέμου. Μετά καταλαβαίνουν πως έχουμε έρθει για να τους βοηθήσουμε και η συμπεριφορά τους αλλάζει. Πολλοί μας φέρνουν τους αρρώστους και τους πληγωμένους τους, τα παιδιά τους για να τους κάνουμε εμβόλια. Κάποιοι απλά μας πιάνουν την κουβέντα στη γλώσσα τους. Μένουμε εκεί όλη τη μέρα και την επόμενη. Οι άνθρωποι που βοηθάμε μέσα σ αυτό το διάστημα είναι περίπου διακόσιοι πενήντα, ενώ δέκα πεθαίνουν. Γι αυτούς δεν είχαμε καν την ευκαιρία να κάνουμε τίποτα. Ή, τουλάχιστον, έτσι θέλω να πιστεύω. Με το πρώτο φως της αυγής, ξεκινάμε την πορεία μας προς το εσωτερικό της χώρας, με τελικό προορισμό την πρωτεύουσα, τη Δαμασκό. Εκεί μένει και ο παραλήπτης της βαλίτσας. Τη διεύθυνσή του την έχω γράψει σ ένα χαρτάκι που είναι κρυμμένο κάτω από κάτι κουβέρτες, κρυψώνα που 180
193 δύσκολα θα ανακάλυπτε κάποιος, αφού η ζέστη εδώ είναι υπερβολική. Μόλις συναντήσω αυτόν τον άνθρωπο, είμαι σίγουρη πως έχω πολλές ερωτήσεις να του κάνω. Και δε θα ναι και τόσο ευχάριστες οι απαντήσεις, υποθέτω. Τώρα περνάμε έξω από τα συντρίμμια μιας πόλης. Βομβαρδίστηκε μερικές μέρες πριν και τα κατεστραμμένα κτίρια, απογυμνωμένα από κάθε ίχνος ομορφιάς ή χρώματος, τα σιδερένια παλούκια που κείτονται παραμορφωμένα στον δρόμο και οι σωροί από σκόνη, χαλίκια και κομμάτια τσιμέντου είναι απ τα πιο θλιβερά θεάματα που έχω δει στη ζωή μου. Με παίρνουν τα κλάματα. Γιατί όλη αυτή η βία; Γιατί όλη αυτή η καταστροφή; Γιατί να υπάρχει πόλεμος, να πεθαίνουν άνθρωποι, άλλοι να αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν ενώ σε κάποιο γραφείο κάποιος υπολογίζει το εβδομαδιαίο κέρδος απ τις πωλήσεις όπλων, των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν για να σκοτώσουν ανθρώπους σαν αυτούς; Γιατί; Σφουγγίζω τα δάκρυά μου γρήγορα. Το κλάμα δεν ωφελεί σε τίποτα, μόνο οι πράξεις μπορούν ν αλλάξουν τον κόσμο. «Ναι, οι πράξεις» σκέφτομαι «ο λόγος που είμαι εδώ, ο λόγος που είναι εδώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Μαζί θα κάνουμε πράξη τα όνειρα και τις ελπίδες μας για έναν καλύτερο κόσμο! Το υπόσχομαι!» Όμως, όλος ο ενθουσιασμός που προς στιγμήν με είχε κατακλύσει, όλη η αισιοδοξία για το μέλλον εξανεμίζονται μόλις βλέπω εκείνο το κοριτσάκι. Θα είναι περίπου πέντε χρονών, λεπτό, πολύ λεπτό, ντυμένο μ ένα ασπροκόκκινο φορεματάκι, και μία κούκλα με κατάξανθα μαλλιά στο αριστερό της χέρι. Ψάχνει στα συντρίμμια κλαίγοντας, φωνάζοντας για τους γονείς της. Χάνεται, μπαίνει κάτω από δοκάρια, μέσα σε σκελετούς ερειπωμένων κτιρίων και μετά ξαναβγαίνει, πάντα με το ίδιο βλέμμα χαραγμένο στα μάτια της, απογοητευμένο και λυπημένο... Μετά από μια ώρα, τα παρατάει, κάθεται πάνω σ ένα κομμάτι τσιμέντο και βάζει τα κλάματα, 181
194 σφίγγοντας στην αγκαλιά της τη μόνη της παρηγοριά, την ξανθομάλλα κούκλα. Εγώ δεν τολμώ να την πλησιάσω. Φοβάμαι πως θα την τρομάξω. Άλλωστε, ποτέ δεν ήμουν καλή ούτε με τα παιδιά ούτε με τους ανθρώπους που κλαίνε. Ποτέ δεν ξέρω πώς ν αντιδράσω μπροστά τους. Μια βόμβα πέφτει και η γη αρχίζει να σείεται. Μια μικρή κραυγή μου ξεφεύγει: δεν περίμενα πως θα γινόταν κάτι τέτοιο. Η μικρή σταματά απότομα να κλαίει. Μένει να με κοιτάζει ενώ η γη από κάτω μας τραντάζεται και ο κρότος απ τις εκρήξεις μάς κουφαίνει. Τρέχω, παίρνω απ το χέρι το κορίτσι και πηγαίνω γρήγορα να κρύψω εμένα και εκείνη κάτω από ένα κενό που αφήνουν τα συντρίμμια ενός κτιρίου. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να την σώσω. Καθόμαστε εκεί, ακούνητες κι αμίλητες, μέχρι που σταματά ο βομβαρδισμός. Τότε κάνω να φύγω, αλλά συνειδητοποιώ ότι η μικρή μού έχει πιάσει την μπλούζα και δε με αφήνει να προχωρήσω. Παραλίγο να βάλω τα κλάματα από συγκίνηση. Την παίρνω στην αγκαλιά μου, τη σηκώνω και μαζί προχωράμε μέχρι τον καταυλισμό των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα», όπου η Ινάρ -το όνομα που δώσαμε στο κοριτσάκι- γίνεται, επίσημα, μέλος της ομάδας, γεγονός που προκαλεί τις επευφημίες όλων. Τις επόμενες μέρες, καθώς συνεχίζουμε το ταξίδι μας προς τη Δαμασκό, το τοπίο θυμίζει ταινία καταστροφής: όλες οι πόλεις είναι βομβαρδισμένες, τα χωριά καμένα, παντού υπάρχουν άνθρωποι που περιπλανιούνται, με σκοπό να φύγουν από κει. Δεν έχουν συγκεκριμένο προορισμό όπου και αν πάνε θα τους φανεί παράδεισος, μπροστά στη φρίκη του πολέμου... και το ταξίδι συνεχίζεται... Επιτέλους, φτάνουμε στη Δαμασκό. Η μισή πόλη είναι βομβαρδισμένη, οι άνθρωποί της έχουν βγει στους δρόμους τρομοκρατημένοι ενώ κάποιοι προσπαθούν απεγνωσμένα να βγάλουν τους επιζώντες απ τα συντρίμμια. Στενοχωριέμαι λίγο, να πω την αλήθεια. 182
195 Βέβαια, έπρεπε να το περιμένω πως και η πρωτεύουσα θα ήταν το ίδιο κατεστραμμένη με την επαρχία, αλλά ήλπιζα πως εδώ τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, καλύτερα. Τέλος πάντων..., έχω ακόμα να συναντήσω τον παραλήπτη της Βαλίτσας. Λέω στους άλλους πως θα λείψω για λίγο και κατευθύνομαι προς το Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, εκεί που διδάσκει. Μόλις φτάνω, διαπιστώνω με ανακούφιση πως αυτό τουλάχιστον δεν είναι βομβαρδισμένο. Μπαίνω μέσα και ρωτώ στ αγγλικά πού είναι εκείνος. Μου δείχνουν έναν διάδρομο στ αριστερά μου, λέγοντάς μου πως το γραφείο του είναι στο τέρμα του. Περπατώ και φτάνω έξω από την πόρτα. Κοντοστέκομαι για λίγο, αλλά τελικά μπαίνω μέσα στο γραφείο αποφασιστικά, κρατώντας σφιχτά τη βαλίτσα. Μία ώρα αργότερα, βγαίνω απ το γραφείο χωρίς αυτήν. Ξέρω πως η αποστολή μου τελείωσε, πως αυτό που προστάτευα τόσο καιρό βρίσκεται σε σωστά χέρια. Και τώρα που τελείωσε το ταξίδι αυτό (γιατί ταξίδι ήταν αυτό που μόλις ολοκλήρωσα, περίεργο, ναι, και λίγο θλιβερό, αλλά ταξίδι, όπως και να χει), καταλαβαίνω πόσα πραγματικά έμαθα κατά τη διάρκειά του, πόσο θα πρεπε να ευχαριστήσω την κοπέλα που μου έδωσε τη βαλίτσα, γιατί, χωρίς εκείνη, θα ήμουν ακόμα εκείνο το άλλο κορίτσι που αγνοεί όλο τον πόνο γύρω της, που ακόμα πιστεύει πως εκείνη είναι το κέντρο του κόσμου, που δεν έχει καμία σχέση με αυτήν που είμαι τώρα, παρόλο που σε λίγο θα γυρίσω πίσω, στην καθημερινή μου ζωή, στο σχολείο, στις φίλες μου. Γιατί το ταξίδι μου έφτασε πια στο τέλος του. 183
196 184
197 Ε. ΔΙΗΓΗΜΑ ΛΥΚΕΙΟΥ 185
198 Άννα Βαρβάρη (Φεγγαρόφωτο) ΓΕΛ Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής Το γερασμένο παιδί 2 ος Έπαινος Διηγήματος Λυκείου Η ιστορία που πρόκειται να σας διηγηθώ μάλλον μοιάζει περισσότερο με παραμύθι παρά με την αλήθεια. Δύσκολα μπορεί κανείς να την πιστέψει, να την κατανοήσει. Κι όμως το παραμύθι αυτό είναι η αλήθεια. Η αλήθεια για το ότι η μεγαλύτερη ανθρωπιά που μπορεί να δείξει κάποιος είναι να διδάσκει στον άλλον πώς να είναι άνθρωπος. Ας αρχίσω, λοιπόν Ήταν κάποτε ένα παιδί που αναρωτιόταν πιο πολλά πράγματα απ όσα υπήρχαν για να αναρωτηθεί κανείς και έβλεπε πολύ πιο μακριά και από αετό. Κι εκείνο φυσικά το παιδί δεν ήταν σαν τα άλλα, ούτε στην ψυχή αλλά ούτε και στο σώμα. Ήταν ένα παιδί γεμάτο έγνοιες και είχε σώμα άφθαρτο, πιο αγνό και καθαρό από το φως του ήλιου, καθώς έλαμπε κάθε σπιθαμή του. Το πρόσωπό του ήταν φτιαγμένο από αστρόσκονη και τα μαλλιά του ήταν στάχυα καφετιά, παρμένα μέσα από τα αλμυρά νερά της θάλασσας. Τα μάτια του ήταν δυο σοκολατένια φουντούκια και το βλέμμα του πιο γλυκό και χαϊδευτικό από τη χαίτη ενός αλόγου, κι όμως εξίσου ορμητικό και χειμαρρώδες με δέκα από αυτά τα πλάσματα του ονείρου. Στην ψυχή, ήταν όπως ένας καλός και σοφός γέροντας που ήξερε τα πάντα σχεδόν, μιας και η εμπειρία πολλές φορές χαρίζει στους ανθρώπους λίγο από το φως των 186
199 αστεριών, που ταξιδεύει αιώνια στο σύμπαν και βλέπει τα πάντα και για πάντα. Αυτό το γερασμένο παιδί, λοιπόν, πάντα έτρεχε, έτρεχε μπροστά και καμιά φορά έβρεχε εκείνα τα θαλασσινά στάχυα στην αλμύρα, όταν είχε φεγγαρόφωτο, και η αστρόσκονη του προσώπου του γυάλιζε, πιο καθάρια κι από το φως των αστέρων. Αυτό, όμως, το παιδί κρυβόταν πολύ βαθιά μέσα στον κόσμο, στις πλατείες, στους ανθρώπους δεν του άρεσε να τον βλέπουν, να τον προσέχουν. Σχεδόν πάντα όμως, χωρίς να το ξέρει, ξεχώριζε πιο πολύ και από πλάτανο σε ένα λιβάδι από παπαρούνες κι όντως είναι οι άνθρωποι ένα λιβάδι από παπαρούνες, ένα λιβάδι από άσπρα λουλούδια που διαρκώς είναι κόκκινα, γιατί βάφονται με πίκρα, με θλίψη, με στενοχώρια, με αίμα. Πολλές φορές διέσχιζε τα καλντερίμια στα μικρά στενά, κρυβόταν σε σκιές και παρατηρούσε. Άλλες, πάλι, γλιστρούσε ανάμεσα στα πλήθη που πολεμούσαν μανιασμένα. Και δεν πολεμούσαν πάντα με το σώμα, όχι πάντα με όπλα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι άνθρωποι πολεμούν με το μυαλό και με την καρδιά. Αλλά, όπως είπαμε, το γερασμένο παιδί είχε όραση πιο δυνατή και από αετό, γι αυτό και μπορούσε να διακρίνει τις μάχες μέσα στους ανθρώπους. Γι αυτό και αναρωτιόνταν τα ανεξήγητα, αυτά που ο άνθρωπος ποτέ δε διερωτάται, γιατί τρέμει μη βρει την απάντηση. Μια μέρα, λοιπόν, αρκετά φωτεινή θα μπορούσε να πει κανείς, μιας και ο ήλιος είχε ανατείλει πιο λαμπρός από ποτέ, κόκκινος, ρίχνοντας τη βελούδινη ζεστασιά του στα πρόσωπα των χωμάτων που αποκαλούνται άνθρωποι, ο κόσμος δεν ξύπνησε ίδιος. Παρόλο που οι πέτρες στα δρομάκια ήταν οι ίδιες, τα τζάμια γυάλιζαν με την ίδια θαμπή λάμψη και οι ήχοι από τα πουλιά ταξίδευαν στα ίδια μέρη, μέσα στα ίδια σπίτια οι άνθρωποι είχανε αλλάξει απότομα. Οι μυρωδιές από τα ψωμιά δεν είχανε πλημμυρίσει εκείνη τη μέρα τους δρόμους ούτε ακούγονταν κελαριστά «καλημέρα» μεταξύ των γειτόνων. Όλοι κοιτούσαν τον ορίζοντα, περιμένοντας να δουν ασπίδες να 187
200 γυαλίζουν υπό το φως του ήλιου. Οι γυναίκες κλείστηκαν μέσα στα σπίτια, φοβισμένες για την κακή τους μοίρα. Οι άντρες βγήκαν έξω και βάλθηκαν να μουρμουρίζουν γεμάτοι μίσος. Και όλοι περιμένανε έναν απειλητικό θόρυβο, μια κραυγή, ένα σινιάλο, μια πυρκαγιά, κάτι που θα έκανε αισθητή την αρχή του θανάτου. Και τελικά, απ όλα αυτά που θα περίμενε κανείς να συμβούν, μόνο η καμπάνα χτύπησε. Και το χτύπημα ήταν, όντως, κάτι ενδιάμεσα σε πένθος και σε πανικό. Τέτοιες στιγμές είναι, άλλωστε, που οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να αισθανθούν, πώς να πράξουν. Το γερασμένο παιδί, πάλι, αναρωτήθηκε. Ήταν το μόνο που είχε σηκωθεί ίδιο, απαράλλαχτο. Άνοιξε το παράθυρό του και ρώτησε τον ορίζοντα τι συνέβαινε. Τότε, ο μακρινός ορίζοντας του απάντησε να ανοίξει τα μάτια του και να δει πέρα από εκείνον. Κι αυτό που είδε το γερασμένο παιδί ήταν ο άνεμος. Μόνο στο παιδί εκείνο φανερωνόταν ο αγέρας, γιατί, γενικά, δεν αγαπούσε τους ανθρώπους, μιας και δεν ήταν καν άνθρωποι. Με εκείνον, όμως, ήταν αλλιώτικα τα πράγματα. Σε εκείνον ανοιγότανε και του έλεγε όλα τα μυστικά του, όλες τις πίκρες και τις χαρές που κουβαλούσε, όλα τα μυστικά που έκρυβε κι όλες τις αναπνοές από όλα τα πλάσματα που κατοικούν σε τούτο το σύμπαν. Κι έτσι, του μίλησε ο άνεμος για άλλη μια φορά, του ανοίχτηκε. Του μίλησε για το ότι είχε πολύ καιρό να κουβαλήσει μαζί του αγάπη και για το ότι οι άνθρωποι τον έκαναν δυστυχισμένο. Μόνο μίσος κουβαλούσε, μίσος και ζωντανό φρέσκο αίμα που ξεχείλιζε από καμένες σάρκες. Και τότε το παιδί κατάλαβε. Κατάλαβε πως όλα αυτά είναι μία λέξη και χίλιες μαζί, πως όλα αυτά είναι πόλεμος. Και για άλλη μια φορά, οι άνθρωποι θα ρίχνονταν στους εχθρούς τους, τους ανθρώπους. Τα χώματα θα έλιωναν τα χώματα. Οι ράφτες, αντί να ράβουν νυφικά και μικρά καλά ρούχα για τα βαφτιστήρια τους, θα ράβανε σάρκες, όταν οι γιατροί δε θα φαίνονταν πουθενά, για να γιατρέψουν τους πληγωμένους από τη μάχη. Οι ζωγράφοι θα 188
201 έπαυαν να δημιουργούν ζωή με το πινέλο πάνω στον καμβά, αλλά θα δημιουργούσαν θάνατο με το τουφέκι πάνω στο χώμα. Και οι καημένοι οι φουρναραίοι από εκεί που ξυπνούσαν κάθε πρωί, για να πλάσουν τα ψωμιά και να γλυκάνουν τα στόματα των παιδιών με γλειφιτζούρια, θα ξυπνούσαν νωρίς κάθε πρωί, για να μοιράσουν τρόφιμα στους συμπολεμιστές τους και να γεμίσουν στόματα που αργότερα θα ήταν ορθάνοιχτα ριγμένα χάμω, γεμάτα μύγες και μυρμήγκια που θα έτρωγαν τα σωθικά τους. Κι ύστερα, αποκαλούνται όλοι αυτοί άνθρωποι που ξύπνησαν τη μέρα εκείνη κτήνη Το γερασμένο παιδί, όμως, δεν απελπίστηκε. Γνώριζε πως, μέσα από την απανθρωπιά, η ανθρωπιά δυναμώνει. Έτσι όπως και η αγάπη δυναμώνει μέσα από το μίσος. Η αγάπη και το μίσος είναι αντίθετα. Όσο, όμως, κανείς φεύγει και πάει όλο και πιο μακριά τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αρχή όλα στη ζωή, και η ζωή η ίδια ακόμη, είναι κυκλικά. Πάντα ξαναγυρνάμε στην αρχή, γι αυτό και μετά από τον πόλεμο ξανάρχεται η ειρήνη. Κι ίσως η ανθρωπιά να μεγαλώνει πιο πολύ μετά από κάθε απανθρωπιά. Οι μέρες κύλησαν γοργά για όλον τον κόσμο. Το γερασμένο παιδί, δίχως να το καταλάβει, βρισκόταν μέσα σε μια παγερή κόλαση. Μέσα στη μάχη το αίμα σου ανακατεύεται με αυτό των ανθρώπων που σφάζεις και, στο τέλος, οι μυρωδιές μπερδεύονται η σαπίλα δεν ξεχωρίζει από το φρέσκο αίμα. Κι όμως, μες στην καρδιά του μίσους μπορεί να υπάρξει αγάπη. Και το διορατικό παιδί το είχε καταλάβει, γι αυτό, άλλωστε, και δεν πολεμούσε, απλώς καθόταν και παρατηρούσε. Περίμενε, ώσπου να έρθει η ώρα που ο κόσμος θα είχε ωριμάσει αρκετά, για να το ακούσει. Έβλεπε πώς καθημερινά η ανθρωπιά μεγάλωνε: πολλοί ήταν εκείνοι που προσέφεραν τα στήθη τους στο θάνατο, για να καλύψουν τα στήθη κάποιου άλλου. Πολλοί ήταν οι γιατροί που, πανικόβλητοι, θα έσωζαν οποιονδήποτε τραυματία, ακόμη και κάποιον που μισούσαν. Πολλοί, επίσης, ήταν και αυτοί που, σαν τελείωναν οι μάχες, 189
202 έβγαιναν έξω να μαζέψουν φίλους, αδέλφια, γνωστούς και άγνωστους, για να λήξει το μαρτύριο, η αποσύνθεση κάτω από τον ήλιο. Και το γερασμένο παιδί απλά παρατηρούσε. Και σαν ρωτούσε τον αγέρα, εκείνος απαντούσε πως οι άνθρωποι είναι τα μοναδικά πλάσματα που έχουν την ιδιότητα να μετατρέπουν το κακό σε καλό μα και το καλό σε κακό. Έτσι, το πρόσωπο του γέροντα άστραφτε και τα μάτια του παιδιού έλαμπαν. Και μια μέρα, βγήκε και περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως συνήθιζε μόνο που εκείνη τη μέρα, περπάτησε ανάμεσα στα βέλη που έριχναν οι άνθρωποι, ανάμεσα στη διαχωριστική γραμμή των δύο αντιπάλων, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Τα βέλη έβρεχαν το χώμα, τα ρούχα του, τα μαλλιά του, μα κανένα δεν τον πέτυχε. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια και παρέδωσε το κορμί του. Ήταν ίσως η μόνη στιγμή που έδειχνε την ανθρώπινη φύση του, για να καταλάβουν οι άνθρωποι πως μέσα του ήταν Θεός. Και τότε, ακούστηκε η δικιά του φωνή, πιο γρήγορη κι από τα βέλη, πιο εκκωφαντική κι από τις λαβές των σπαθιών που έσπαγαν καθώς συγκρούονταν, πιο επιβλητική κι από τη βοή του θανάτου: «Τι κι αν νικήσουμε τον πόλεμο, τι κι αν κερδίσει το ένα χώμα ενάντια του άλλου; Η ζωή θα βγει ηττημένη και νικητής ο θάνατος. Πόσοι έχετε μείνει ζωντανοί, άνθρωποι; Πόσοι θα γυρίσετε ίδιοι; Πόσοι θα γυρίσετε; Και, τελικά, πόσοι θα έχετε ανθρωπιά;» Δε θα μπορούσα να πω πως μέχρι στιγμής ο λόγος του ήταν συγκινητικός, μα, τουλάχιστον, αυτά τα βασικά ερωτήματα δημιούργησαν αρκετή σύγχυση, έτσι ώστε να παρατήσουν όλοι τα όπλα χάμω και να τον ακούσουν. Εχθροί και φίλοι σε μια μάζα, σαν ένας ανακατεμένος όχλος, είχαν παραταχθεί γύρω του και άκουγαν με προσοχή. Ένας γενναίος σήκωσε ψηλά το χέρι κι είπε: «Εγώ γράφω κάθε πέντε ώρες τις σκέψεις μου, την πραγματικότητα, την ύπαρξή μου, για να ξέρω πως είμαι ζωντανός και να ξέρει και η οικογένειά μου πως είμαι εγώ ζωντανός». 190
203 Και τότε, σαν να ήξερε το γερασμένο παιδί, απάντησε: «Πόσο ζωντανός αισθάνεσαι; Πόσο ζωντανοί αισθάνεστε όλοι εσείς; Θυμάμαι ανθρώπους να σκύβουν στον δρόμο, για να σηκώσουν ένα παιδί που έπεσε και έκλαιγε, ανθρώπους που περνούν δίπλα από έναν άγνωστο και τον καλημερίζουν με όλη τους την ψυχή, ανθρώπους που είναι έτοιμοι να μείνουν γυμνοί, για να μπορέσει κάποιος άλλος να ντυθεί και να μην ξεπαγιάσει τη νύχτα, όταν ακόμη και τα φύλλα των δέντρων παγώνουν. Πού πήγαν οι άνθρωποι;» Φυσικά, όσο αληθινός και αγνός κι αν ήταν ο λόγος του, σίγουρα δε θα πίστευε κανείς πως τα κτήνη εκείνη τη μέρα θα άφηναν τα όπλα, για να ξαναγίνουν άνθρωποι. Δεν αρκούν τα λόγια ενός ανθρώπου, όταν τα κτήνη είναι χιλιάδες. Μα οι περισσότεροι πίστεψαν, πίστεψαν στην αγάπη. Κι έτρεξαν όλοι πίσω από το γερασμένο παιδί. Και εκείνο τους οδήγησε σε ένα ποτάμι. Κι όλοι γύμνωσαν τις ψυχές τους εκείνη τη μέρα, μπήκαν μέσα και αφέθηκαν στα νερά του. Και τα νερά πήραν μακριά το αίμα, έδιωξαν τη θλίψη, ξέπλυναν το σώμα, ξέπλυναν και την ψυχή. Πραγματικά είναι περίεργο αν το αναλογιστεί κανείς, μα, όντως, ανθρωπιά είναι να διδάσκεις σε κάποιον άλλον την ανθρωπιά. Και αυτό έκανε το γερασμένο παιδί, ξαναέδωσε πίσω στα κτήνη τούς ανθρώπους που είχαν χάσει. Κι εκείνη τη μέρα, έστω και οι λίγοι που είχαν παραταχτεί μαζί του, κατάλαβαν και γεύτηκαν λίγη από την ευτυχία, λίγη από την αγάπη, λίγη από την ανθρωπιά Κι έτσι, όλο και πιο πολύ εγκατέλειπαν τον πόλεμο και γίνονταν αδέλφια. Όμως, η κοινωνία καταδικάζει την αλήθεια, την απορρίπτει. Κι αυτό, άλλωστε, έγινε εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ που το γερασμένο παιδί οδηγήθηκε στον θάνατο. Και τα κτήνη ήταν τόσο σκληρά, που το καταδίκασαν σε έναν αργό βασανιστικό θάνατο. Και όλοι εκείνοι που πίστεψαν στην ανθρωπιά τους εκείνη τη νύχτα θρήνησαν και θρηνούσαν για 191
204 μέρες. Και κάπως έτσι, έγιναν οι άνθρωποι παπαρούνες από το αίμα εκείνου, που είχε στάξει σε ένα λευκό πέταλο. Το ποτάμι είχε σωπάσει και ο αγέρας δε μιλούσε πια, είχε μείνει βουβός. Άλλοτε, τα φύλλα τέτοια εποχή ήταν καταπράσινα, μα εκείνες τις μέρες είχαν ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, σχεδόν σαν το χρώμα του κρασιού, σαν το χρώμα του αίματος. Και οι φουρναραίοι, που είχαν επιστρέψει πάλι, έφτιαξαν ψωμί και πλημμύρισαν οι δρόμοι από τις μυρωδιές, και οι ράφτες έφτιαχναν νεκρικά πέπλα και μεγάλοι ζωγράφοι έκαναν πορτρέτα του γερασμένου παιδιού. Μα σαν περάσανε λίγες μέρες, οι άνθρωποι αυτοί ξαφνιάστηκαν. Το γερασμένο παιδί είχε φύγει, είχε σκαρφαλώσει στον ουρανό κι έβλεπε από ψηλά τον κόσμο και τον συμβούλευε. Τώρα πια, υπήρχε μόνο χαρά για εκείνους που είχαν πιστέψει τα λεγόμενά του, χαρά γιατί είχε πάει στον κόσμο της αγάπης, στον κόσμο όπου οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Κι όσοι μισούσαν το γερασμένο παιδί εκείνη τη μέρα πίστεψαν. Κατάλαβαν πως η ανθρωπιά ήταν μέσα τους. Κι έτσι, πέρασαν από την πόρτα όλων των ορφανών και τα πήραν στην αγκαλιά τους, γύρισαν πίσω στα πεδία της μάχης και μάζεψαν όσους δεν είχαν ταφεί και σάπιζαν στον ήλιο κι έτσι, η ζωή ξαναπήρε τη ροή της. Μα τώρα τα πράγματα ήταν αλλιώς, η αγάπη ήταν αυτή που υπήρχε. Κι ο ήλιος ανέτειλε ξανά κι έριξε τα χρυσαφένια του μαλλιά πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων. Η θάλασσα ηρέμησε και μέσα της παρέμενε μόνο η θύμηση ότι, σαν αγαπά ο άνθρωπος, μπορεί να πετύχει το ακατόρθωτο, ακόμη και να περπατήσει επάνω της. Κι ο αγέρας, που μόνο αυτός μπορεί να περάσει ψηλά στα ουράνια, πιο πάνω κι από τα βουνά, πιο μακριά κι απ τα άστρα, συνεχίζει να φέρνει ακόμη στους ανθρώπους την εικόνα του γερασμένου παιδιού που τους κοιτάζει από ψηλά και τους θυμίζει ότι είναι άνθρωποι. Και λάμπουν τα σοκολατένια του μάτια σε σχήμα φουντουκιού, η φωνή του ακούγεται στα ψιθυρίσματα, στον ήχο των σιωπηλών βράχων, που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν. 192
205 Κι έτσι, τα κτήνη έγιναν άνθρωποι και παραμένουν μέχρι σήμερα άνθρωποι, άνθρωποι σε ένα μονοπάτι, σε έναν δρόμο, σε ένα περπάτημα: την αγάπη. Βέβαια, δεν περιμένω να με πιστέψετε, όπως, άλλωστε, είπα και στην αρχή, η ιστορία αυτή μοιάζει περισσότερο να είναι παραμύθι, παρά αλήθεια ένα παράλογο παραμύθι. Κι όμως, ποιος είπε πως η ζωή δεν είναι ένα παραμύθι; Κι αν ακόμη αποζητάτε αποδείξεις, μην έρθετε να με ρωτήσετε. Τι ξέρω εγώ, άλλωστε; Και μην προσπαθήσετε να βρείτε την απάντηση κάνοντας υπολογισμούς, ζυγίζοντας γεγονότα, μαρτυρίες, αποδείξεις, γιατί δε θα τη βρείτε. Η ανθρωπιά δεν κρύβεται στην λογική, γιατί ίσως η λογική είναι αυτή που σπρώχνει τους ανθρώπους στο αλόγιστο. Ίσως να είναι καλύτερα για εσάς να ρωτήσετε τα άστρα, τον ουρανό, τη θάλασσα, τους φουρναραίους, τους ράφτες και τους ζωγράφους. Να ρωτήσετε τους ανθρώπους, να ρωτήσετε την καρδιά σας 193
206 Αγγελική Μπανιά (Αγγελίνα) Ιδιωτικό Λύκειο Εκπαιδευτήρια Πάνου Τα διαμάντια του Σεβάχ 1 ο Βραβείο Διηγήματος Λυκείου - Ομάρ Ομάρ, ξύπνα, πρέπει να σηκωθείς! - Τι είναι; ψέλλισα. - Είναι ώρα να σηκωθείς, έλα! Στριφογύρισα λίγο στο κρεβάτι μου. Ήταν ακόμη σκοτάδι έξω. - Μα δε βγήκε ακόμα ο Ήλιος. - Βιάσου, θα αργήσετε. Άνοιξα τα μάτια μου και με τύφλωσε το σκοτάδι. Μα γιατί άργησε τόσο ο Ήλιος σήμερα; Πήρα τον φακό από το πάτωμα δίπλα μου και τον άναψα. Εδώ και λίγες εβδομάδες δεν είχαμε ρεύμα. - Μαμά, γιατί - Σσσς Έλα να ντυθείς, κάνε γρήγορα. - Θα πάω σχολείο; Ωραίο ήταν το σχολείο. Την τελευταία φορά, η δασκάλα μάς είχε πει ότι την επόμενη μέρα θα μας μάθαινε ένα καινούριο τραγούδι και το περίμενα πώς και πώς. Αλλά, ξαφνικά, το σχολείο έκλεισε και δεν ξαναπήγα, δεν ξέρω γιατί. Είχα ρωτήσει τη μαμά, αλλά δε μου είπε. Ελπίζω να μην έπαθε τίποτα η καλή μας δασκάλα. Και να θυμηθεί σήμερα να μας φέρει το τραγούδι. 194
207 - Κάνε ησυχία και φώτισέ μου λίγο εδώ να σου κουμπώσω το πουκάμισο. Μου έφερε μια λεκάνη με νερό, για να πλύνω το πρόσωπό μου. Ήταν παγωμένο. Ήταν κρύος αυτός ο χειμώνας. Μας είχαν κόψει και το νερό στο σπίτι. Ή μπορεί να χάλασαν οι βρύσες, δεν ξέρω. Είχα ρωτήσει τον Ζαφίρ, αλλά δε μου είπε. Να κοιτάω τη δουλειά μου, αυτό λέει πάντα. Ο Ζαφίρ περίμενε ήδη έξω και κουβαλούσε στην πλάτη του ένα μεγάλο σακίδιο. «Ωραία» σκέφτηκα «θα με πάει αυτός στο σχολείο». Πολύ ήθελα να γνωρίσουν οι συμμαθητές μου και η δασκάλα το μεγάλο μου αδερφό. Γιατί εγώ τους το έλεγα, αλλά δε με πίστευε κανείς. «Άμα με πειράξετε, θα το πω στον αδερφό μου. Είναι δεκαεπτά ετών και θα σας κανονίσει όλους!» «Ψεύτη!» μου φώναζαν. «Σιγά μην έχεις τόσο μεγάλο αδερφό. Δεν τον έχουμε δει!» Τώρα, όμως, θα τους έδειχνα εγώ. Η μαμά χτένισε με τα δάχτυλά της τα μαλλιά μου και με φίλησε, σκουπίζοντας τα μάτια της. Ύστερα αγκάλιασε τον Ζαφίρ. - Τον αδερφό σου και τα μάτια σου, ακούς; Και όπως είπαμε. Να προσέχετε! Ο Ζαφίρ με πήρε από το χέρι και ξεκινήσαμε. Η μαμά είχε μείνει ακίνητη μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα και μας κοιτούσε να ξεμακραίνουμε, ώσπου στρίψαμε στη γωνία και δε φαινόταν πια. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και η γειτονιά ήταν ήσυχη. Οι πόρτες κλειδωμένες και τα παντζούρια σφαλιστά. Ο αέρας, κρύος, διαπερνούσε το κορμί μου και με έκανε να ανατριχιάζω. Πιο πέρα, έρημη η αλάνα που παίζαμε μπάλα με τα αγόρια της γειτονιάς και το μικρό μπακάλικο του κυρ Γιουσούφ, που μας ξεδιψούσε με δροσερό νερό, όταν γυρνούσαμε κατάκοποι από το παιχνίδι. Όλα αυτά μοιάζουν πια να ανήκουν σε έναν μακρινό κόσμο. Τι περίεργα που φαίνονται όλα τη νύχτα! Η πόλη δε χαμογελά, όταν τη 195
208 σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Μυρίζει κάτι απόκοσμο στα μέρη που αγαπώ και με κάνει ξαφνικά να φοβάμαι. Στο επόμενο στενό είναι το σχολείο μου. Στους τοίχους έχουμε κρεμάσει ζωγραφιές μας η δική μου έχει τίτλο «Η Οικογένειά Μου». Θα δείξω στον Ζαφίρ πώς τον ζωγράφισα: ψηλό, με τα μαύρα ανακατεμένα του μαλλιά να καλύπτουν σχεδόν το μέτωπό του και ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν αυτό που είχε τότε. Τώρα δε χαμογελάει πια, το πρόσωπό του είναι συνέχεια χλωμό και άτονο. Τον τελευταίο καιρό είναι σαν να τον σκέπασε κι αυτόν η νύχτα. Συνεχίσαμε ευθεία. Περίεργο, το σχολείο είναι στη στροφή δεξιά. Τι χαζός που είναι ώρες ώρες! - Ζαφίρ; Με κοίταξε με εκείνο το θλιμμένο αλλά γεμάτο αγάπη βλέμμα. - Το πέρασες, έπρεπε να είχαμε στρίψει δεξιά. - Ποιο πέρασα; Δεν έχει τίποτα εκεί! - Το σχολείο! Έλα να σου το δείξω! - Το σχολείο σου έκλεισε, Ομάρ, απάντησε κοφτά. Και το δικό μου έκλεισε, δε θυμάσαι; - Και πού πάμε τότε; Δεν άκουσε την ερώτηση και συνέχισε να περπατάει. Τον ακολούθησα κι εγώ, γιατί ο Ζαφίρ, όπως και να το κάνουμε, έχει κατά βάθος πάντα δίκιο, και ας μου φέρεται καμιά φορά σαν να είμαι μωρό. Αυτό πρέπει να το συνηθίσει είμαι κιόλας πέντε χρονών! Δεν τον ξαναρώτησα, αλλά προτίμησα να κοιτάξω τον Ήλιο, καθώς ξεπρόβαλε δειλά δειλά ανάμεσα στα τελευταία σπίτια της πόλης. Πρώτα μία φοβισμένη ηλιαχτίδα πίσω από τα σύννεφα, μετά δύο, τρεις, αμέτρητες ηλιαχτίδες χόρευαν γύρω από τον Ήλιο, γεμίζοντας τον ουρανό και την πόλη χρώματα. Όταν ξαναπάω σχολείο, θα ζωγραφίσω αυτόν τον όμορφο Ήλιο 196
209 που έλαμπε τώρα μπροστά μας και θα γράψω πίσω από τη ζωγραφιά μου «Ο Ήλιος, εγώ και ο αδερφός μου». Τα σπίτια γύρω, όμως, όλο και λιγόστευαν. Αυτό, μάλλον, εννοούσε ο μπαμπάς, όταν έλεγε «Δουλεύω έξω από την πόλη». Αλλά έξω από την πόλη δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο θάμνοι και καμιά καλύβα αραιά και πού δεξιά και αριστερά από τον δρόμο. Αυτό το μέρος μού ήταν τελείως άγνωστο και, σίγουρα, όταν μεγαλώσω, δεν πρόκειται να επιλέξω να δουλέψω πουθενά «έξω από την πόλη». - Ζαφίρ Πού πάμε; Έκανε να μιλήσει, αλλά τελικά σώπασε. Σκέφτηκε λίγο, αλλά τελικά είπε ένα ξερό «Πουθενά». - Τι πάει να πει πουθενά; Τόση ώρα περπατάμε! Αν και μικρός, είχα μάθει ότι, πάντοτε, όποιος περπατάει κάπου πηγαίνει. Αλλά, απ ότι φαίνεται εμείς, αν και περπατούσαμε, δεν πηγαίναμε πουθενά. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι περίεργο, κάτι που ο αδερφός μου δεν ήθελε να μάθω. - Ζαφίρ, πες μου πού πάμε, αλλιώς δεν κουνιέμαι από εδώ! Είπα ξαφνικά σταματώντας μες στη μέση του δρόμου. Εκείνος σταμάτησε, κοίταξε λίγο γύρω του, μετά κοίταξε εμένα, σαν να έπρεπε εγώ να ξέρω πού πηγαίναμε. - Είναι έκπληξη, είπε μετά από αρκετή σκέψη και προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά αφού θες, θα σου το πω. Πάμε μια εκδρομή. - Τι εκδρομή! Και γιατί έτσι, μόνοι μας, πρωί πρωί; - Γιατί; Δε σου αρέσουν οι εκδρομές; - Φυσικά μου αρέσουν οι εκδρομές, αλλά θέλω να μου πεις πού είναι αυτή η εκδρομή. - Καλά, λοιπόν, αναστέναξε. Τη θυμάσαι τη θεία Φατμά, την ξαδέρφη της μαμάς. Έφυγε από εδώ, όταν ήσουν πολύ μικρός, γιατί παντρεύτηκε 197
210 κάποιον στη Γερμανία και πήγε να μείνει εκεί. Εκεί, λοιπόν, πάμε κι εμείς, στη θεία Φατμά, στη Γερμανία ευχαριστήθηκες τώρα; - Πού είναι η Γερμανία; Κανένα από τα παραμύθια της δασκάλας μας δεν έλεγε για Γερμανία, μόνο για βασιλιάδες και πριγκίπισσες της Ανατολής. - Στην Ευρώπη. Είναι ωραία η Ευρώπη, θα σου αρέσει. Και η θεία Φατμά είναι πολύ καλή και έχει μια μικρή κόρη, για να παίζετε. Θα πήγαινα μόνος μου να την επισκεφτώ, γιατί μια τόσο μεγάλη εκδρομή είναι για μεγάλα παιδιά, αλλά αφού Χωρίς άλλη σκέψη, του έδωσα το χέρι μου και συνεχίσαμε. Φυσικά και μου αρέσουν οι εκδρομές. Και φυσικά και είμαι μεγάλο παιδί. Γι αυτό, εξάλλου, δε φοβήθηκα που περνούσαμε από ένα σωρό άγνωστα και έρημα μέρη. Ούτε έκλαψα όταν άρχισαν να με πονάνε τα πόδια μου από το πολύ περπάτημα. Απλώς συνεχίζαμε μουγγοί, με το χέρι μου τυλιγμένο στο χέρι του, να περπατάμε, όπως οι πρίγκιπες των παραμυθιών διέσχιζαν τις ερήμους και όπως τα μεγάλα παιδιά ταξιδεύουν στη Γερμανία. Ώσπου αργά το μεσημέρι, φτάσαμε στο λιμάνι. - Ομάρ, με ρώτησε άξαφνα ο Ζαφίρ με προσποιητή επισημότητα, θα ήθελες να ταξιδέψουμε με καράβι στην Ευρώπη; Δεν έδωσα καν προσοχή στην ερώτηση, απλώς έγνεψα ναι, απορροφημένος από το πλήθος κόσμου που πηγαινοερχόταν εδώ κι εκεί. Έσφιξα δυνατότερα το χέρι του, φοβισμένος μήπως χαθώ στη χαώδη αυτή αναστάτωση. - Μείνε εδώ, μου είπε και με έβαλε να καθίσω μπροστά από ένα μικρό καφενείο. Πάω να συναντήσω τον καπετάνιο, εντάξει; Δε θα αργήσω. Εγώ συνέχισα να κοιτάζω την απέραντη θάλασσα, που εκτεινόταν ώς εκεί που δεν έφτανε άλλο το μάτι. Εκεί είναι η Ευρώπη; Εκεί είναι η θεία Φατμά; Δεν είχα ξαναδεί τόσο πολύ νερό συγκεντρωμένο σε ένα μόνο σημείο. 198
211 - Δε θα αργήσω, ακούς; Εσύ μείνε εδώ. Μην κουνηθείς από εδώ, το υπόσχεσαι; Ακούς; Υποσχέσου μου ότι δε θα κουνηθείς από εδώ μέχρι να γυρίσω. - Ε; Ναι, εντάξει, ψέλλισα. Το βλέμμα μου τον ακολουθούσε, καθώς έτρεχε ανάμεσα σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γυρνώντας κάθε τόσο πίσω να δει αν ήμουν ακόμα εκεί. Σε μια γωνία συνάντησε έναν άντρα με γένι, κασκέτο και μαύρο παλτό. Ξεκρέμασε το σακίδιό του και του έδωσε κάτι, ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε, δείχνοντάς του προς το μέρος μου. Ο άντρας έστρεψε το κεφάλι του, η ματιά του διασταυρώθηκε με τη δική μου κι εγώ αμέσως γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Λίγα λεπτά μετά, ο Ζαφίρ κι εγώ βρισκόμασταν στοιβαγμένοι πάνω σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα, που μόλις ξεκινούσε για το όνειρο κάθε μεγάλου παιδιού, την Ευρώπη. Ήταν όμορφο να βλέπεις το λιμάνι να απομακρύνεται. Οι άνθρωποι φαίνονταν μικρότεροι και μικρότεροι, ώσπου πια δεν έμοιαζαν παρά σαν μικρές μαύρες κουκίδες. Τα μαγαζιά φαίνονταν σαν ένα νέφος από χρώματα και η βουή του λιμανιού ακουγόταν ολοένα πιο μακρινή, ώσπου σώπασε. Γύρω μου άνθρωποι πολλοί, με κουρασμένα πρόσωπα και φοβισμένα μάτια. - Όλοι αυτοί εκδρομή στην Ευρώπη πάνε; Ψιθύρισα και κάποια κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μου. Ο Ζαφίρ μου έγνεψε ναι και έσκυψε στο αυτί μου. - Σου το είπα, είναι ωραίο μέρος η Ευρώπη. - Πόσο θα μείνουμε; - Αρκετά. Για Για να προλάβουμε να τη δούμε όλη. Έχουμε λείψει πολύ και στη θεία Φατμά. Δε θα σε γνωρίσει τόσο που μεγάλωσες! Είχε πια αρχίσει να σκοτεινιάζει. Αυτή η μέρα ήταν η μεγαλύτερη μέρα στη ζωή μου! Κράτησε τόσο πολύ, που η φιγούρα της μητέρας στην πόρτα του σπιτιού μας έμοιαζε κιόλας μακρινή, σαν μια θολή ανάμνηση. - Ζαφίρ Νυστάζω. 199
212 Έβγαλε μια χοντρή ζακέτα του από το σακίδιό του και με σκέπασε. Με τύλιξε στα χέρια του και ακούμπησε στοργικά το κεφάλι μου στον ώμο του σαν να ήταν μαξιλάρι. Και μες στον ύπνο μου άκουσα τον διπλανό του να του λέει: - Μικρός δεν είσαι για πατέρας του; - Ο αδερφός μου είναι. - Οι γονείς σας; - Έμειναν πίσω. Δεν είχαμε τα χρήματα, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε άλλο. Όταν τα βρουν, θα έρθουν κι αυτοί. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο σπουδαίοι είναι οι γονείς μου. Δεν έφτιαχναν τις βρύσες, για να μαζέψουν τα χρήματα. Αλλά επειδή η εκδρομή μας ήταν μεγάλη και ακριβή και τα χρήματα και πάλι δεν έφταναν, έστειλαν μόνο εμάς να δούμε πρώτοι την Ευρώπη. Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα, αλλά θυμάμαι να ξυπνάω από μια δυνατή βροντή. Γύρω μου πολλοί είχαν αποκοιμηθεί, αλλά ο Ζαφίρ, άγρυπνος μέσα στη νύχτα, κοιτούσε ανήσυχος τις ψιχάλες που έπεφταν αραιά στη θάλασσα. - Ζαφίρ Θέλω να πάω σπίτι. Αιφνιδιάστηκε που με άκουσε. - Μα γιατί; Δε σου αρέσει η εκδρομή μας; Εγώ περνάω πολύ ωραία, η θάλασσα είναι υπέροχη. - Φοβάμαι. - Φοβάσαι; Φοβάται, βρε, ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; - Ποιος είναι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; - Πες μου ότι δεν έχεις ακούσει για τον Σεβάχ τον Θαλασσινό! Τον πιο ξακουστό, τον πιο δυνατό, τον πιο ατρόμητο ναυτικό των επτά θαλασσών! - Όχι, δεν τον ξέρω. Ποιος είναι; Πες μου! - Πριν από πολλά πολλά χρόνια, σε μια χώρα της Ανατολής ζούσε ο Σεβάχ, ένας άνδρας που, αφού έχασε όλη την περιουσία του, αποφάσισε να 200
213 γίνει έμπορος και να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές. Σε ένα ταξίδι του όμως στις Ινδίες, ξέσπασε μια φοβερή θαλασσοταραχή και ένα πελώριο κύμα έσπασε το καράβι του στα δύο και ο Σεβάχ βρέθηκε μες στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας. - Και πνίγηκε; - Όχι, φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο δεινός κολυμβητής που πιάστηκε από μια σανίδα και κολύμπησε μέχρι την ακτή. Εκεί έμενε ένα τεράστιο ανθρωποφάγο πουλί. - Και τον έφαγε; - Όχι, φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο γενναίος, που άρπαξε το πόδι του πουλιού και αυτό τον οδήγησε σε ένα μεγάλο νησί, όπου ζούσαν κάποια γιγάντια φίδια. - Και τον έπιασαν; - Όχι, φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο έξυπνος, που πήγε και κρύφτηκε μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά και πέρασε όλη τη νύχτα εκεί. Και όταν ξύπνησε το πρωί, τι λες ότι είδε; Η σπηλιά ήταν γεμάτη από μεγάλα γυαλιστερά διαμάντια! Ο Σεβάχ μάζεψε όσα χωρούσαν στις τσέπες του και, όταν συνάντησε άλλους ναυτικούς, αυτοί τον έφεραν πίσω, στην πατρίδα του. Έγινε πάρα πολύ πλούσιος και έζησε ευτυχισμένος. - Και μετά; Πού μένει τώρα ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; - Εμ Δεν ξέρω Κανείς δεν ξέρει. Κάπου, όμως, άκουσα ότι κουράστηκε από τις πολλές περιπέτειες και κρύβεται από τους ανθρώπους, για να βρει την ησυχία του. - Αποκλείεται! Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός δε φοβάται τις περιπέτειες! - Ναι, αυτό λέω κι εγώ! Όλο κάπου εδώ γύρω θα είναι, έτοιμος για την επόμενη περιπέτεια! Μη μου πεις ότι φοβάσαι ακόμα! - Όχι, βέβαια! Και ξέρεις γιατί; Γιατί μπορεί κι εγώ να είμαι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός! 201
214 Κι εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα σαν τον καλό και γενναίο Σεβάχ, που κινούσα για τις δικές μου περιπέτειες στην Ευρώπη. Ήταν πρωτόγνωρη η αίσθηση να ξυπνάς καταμεσής στη θάλασσα και πάνω από το κεφάλι σου να μην υπάρχει παρά μόνο ο ουρανός. Ακόμη κι αν σήμερα η θάλασσα είχε μικρά γαλάζια βουναλάκια. Ακόμη κι αν σήμερα ο ουρανός ήταν γκρίζος από τη χθεσινή βροχή. Ακόμη και αν φυσούσε λίγο και η βάρκα μας προχωρούσε σαν τις κούνιες της αλάνας, δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά, και τους έκανε όλους να ανησυχούν. Κανείς δεν ήθελε να μας χαλάσει ο καιρός την ωραία μας εκδρομή. Τυλίχτηκα σφιχτά με τη ζακέτα. - Ζαφίρ Πεινάω. Έβγαλε από το σακίδιό του το ψωμάκι που είχε κρατήσει από χθες, το μοίρασε σε δύο κομμάτια και μου έδωσε το μεγαλύτερο. Η ώρα περνούσε ήσυχα και μελαγχολικά. Ο μπαμπάς θα δούλευε πάλι σήμερα «έξω από την πόλη», για να βγάλει χρήματα και να έρθει κι αυτός στην εκδρομή. Η μαμά θα ήταν μόνη στο σπίτι και θα μαγείρευε τη σούπα της σιγοτραγουδώντας. Και αν τα παιδιά από τη γειτονιά χτυπούσαν την πόρτα και με ζητούσαν να πάμε να παίξουμε ποδόσφαιρο, θα τους έλεγε: «Ο Ομάρ πήγε με τον αδερφό του εκδρομή στη Γερμανία, θα αργήσει να γυρίσει». Η ώρα περνούσε αργά και η Γερμανία, αντί να πλησιάζει, φαινόταν συνεχώς να απομακρύνεται. Θέλω να πάω να παίξω ποδόσφαιρο - Ζαφίρ Είναι μακριά η Ευρώπη; - Ε, λίγο. - Θα αργήσουμε να φτάσουμε; - Όχι, πολύ. Αφού βρήκα το καλύτερο καράβι, δε βλέπεις; - Είναι λίγο μικρό. Εκεί στο λιμάνι είχε και μεγαλύτερα. - Όσο μικρότερο τόσο γρηγορότερο. - Θα φτάσουμε πριν το μεσημέρι; - Δε νομίζω, απάντησε με δυσπιστία. 202
215 - Θα φτάσουμε πριν το βράδυ; - Ναι, τότε μάλλον θα φτάσουμε. - Και θα μας περιμένει η θεία Φατμά; - Όχι. Δε θα πάμε αμέσως στη Γερμανία. Θα περάσουμε πρώτα από άλλες χώρες, για να τη δούμε όλη την Ευρώπη. Θα είναι μεγάλη η εκδρομή μας. - Ζαφίρ Βρέχει. Μια σταγόνα είχε μόλις πέσει στο πρόσωπό μου. Και δεύτερη και τρίτη. Και ολοένα πύκνωναν οι σταγόνες και ο Ήλιος, λες και φοβήθηκε, πήγε και κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα, για να μη σβήσει. Ο αέρας δυνάμωνε και έκανε την καρδιά μου να τρέμει και να χτυπά πιο γρήγορα. - Και τότε πού θα κοιμηθούμε σήμερα; - Σε σκηνές. Όπως στην κατασκήνωση. Ξέρεις τι ωραία που είναι η κατασκήνωση; - Δε θέλω να κοιμηθώ κάτω, θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. - Μα κι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός κοιμήθηκε σε μια σπηλιά, υγρή και σκοτεινή. - Και τον κυνηγούσαν φίδια, αλλά αυτός βρήκε ένα σωρό διαμάντια και έγινε πλούσιος! Συνέχισα. - Είδες; Οι σκηνές και οι σπηλιές μπορεί να είναι πολύ ωραίες, τελικά. Και όταν φύγουν τα σύννεφα, θα ξαπλώσουμε στις σκηνές μας και εγώ θα σου μάθω όλα τα αστέρια. Ήξερες ότι στον ουρανό είναι κρυμμένα παραμύθια; Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήξερα ότι τα αστέρια έχουν ιστορίες να μας πουν. Ήλπιζα, όμως, να ξέρουν και την ιστορία του Σεβάχ του Θαλασσινού, γιατί αυτή ήταν η αγαπημένη μου από όλες. Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που κοιτούσα ήταν μια θολή σκιά στο βάθος του ορίζοντα, την Ευρώπη. Και καθώς ο αέρας δυνάμωνε και η βάρκα ταλαντευόταν πια επικίνδυνα, όσο χαρούμενος ένιωθα που θα ακουμπούσα τις αμυδρές εκείνες ακτές άλλο τόσο 203
216 με φόβιζαν τα κύματα που υψώνονταν άγρια και απειλητικά και παρέσερναν τη βάρκα μας, σαν να ήταν χάρτινο καραβάκι. Όλοι είχαν πανικοβληθεί, καθώς η εκδρομή είχε ξεκινήσει τόσο στραβά και η βάρκα γέμιζε με αφρισμένα νερά. Και πριν το καταλάβουμε, λίγο πριν μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ολόλευκα εκείνα σπιτάκια της Ευρώπης, η βάρκα μας αναποδογύρισε. Βρεθήκαμε όλοι στο έλεος των κυμάτων και του ανέμου, που λυσσομανούσε μες στ αυτιά μου και κάλυπτε, μαζί με το νερό που κατάπινα, τις απεγνωσμένες κραυγές. - Ζαφίρ! Πού είσαι; Δεν ξέρω κολύμπι, βοήθεια, Ζαφίρ! Για μια φευγαλέα στιγμή είδα τα μαύρα ανακατεμένα μαλλιά του και τα κόκκινα από την κούραση μάτια του και τον ένιωσα να με τραβάει προς το μέρος του. Κι εκεί, ανάμεσα στις κραυγές που πνίγονταν, ένιωσα μια μικρή, μια φοβισμένη στιγμή σιγουριάς, μέσα στην παλάμη του, πριν προλάβουν να μας χωρίσουν τα κύματα. Έπινα συνέχεια νερό και προσπαθούσα απεγνωσμένα να κρατήσω το κεφάλι μου έξω. Τίναζα μανιωδώς τα χέρια και τα πόδια μου να μη με πάρει το κύμα. Αλλά αυτό ήταν πιο δυνατό. Ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. «Μην πέσεις, Σεβάχ. Μην αφήσεις τη θάλασσα να σε καταπιεί. Η ακτή είναι τόσο κοντά, Σεβάχ, τη βλέπεις. Εκεί σε περιμένουν τα διαμάντια σου. Είναι δικά σου, Σεβάχ. Πήγαινε να τα πάρεις.» Τα κύματα με παρέσερναν όπου ήθελαν αυτά. Εκείνο εκεί το πράγμα Δεν ξέρω πού βρέθηκε εκεί δίπλα μου, θα το παρέσυρε κι αυτό το κύμα. Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν να αρπάζω ένα σπασμένο κουπί και να παλεύω να κρατηθώ επάνω του. Ξύπνησα δίπλα στην ακτή, παγωμένος και βρεγμένος ώς το κόκαλο, με το πρόσωπό μου στην υγρή άμμο. Ήμουν στην Ευρώπη, αλλά ήμουν μόνος 204
217 μου. Ο μπαμπάς δούλευε «έξω από την πόλη» σήμερα. Η μαμά ήταν σπίτι και μαγείρευε. Τα αγόρια στη γειτονιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Κι ο Ζαφίρ; «Πού πας, Σεβάχ, μόνος σου; Θα σε φάνε τα φίδια. Δεν μπορείς να τα παλέψεις, το ξέρεις. Μπορείς μόνο να κρυφτείς. Μα ώς πότε θα κρύβεσαι, Σεβάχ; Ως πότε; Πού είναι οι ναυτικοί σου να σε πάνε σπίτι; Έχασες, Σεβάχ. Θα γυρίσεις φτωχός και μικρός. Δεν είναι για σένα η Ευρώπη. Τώρα που δεν έχεις τίποτα και δεν έχεις κανέναν, ποιος θα σε αγαπά και ποιος θα σε φροντίζει; Δεν ξέρεις κανέναν. Δεν έχεις από πού να πιαστείς. Θα σε φάνε τα γιγάντια πουλιά, Σεβάχ». Αλλά πριν το καταλάβω, τον είδα να πλησιάζει. Αδύναμος και κουρασμένος. Και εκεί, στα πρησμένα αλλά γυαλιστερά μάτια του Ζαφίρ, μπόρεσα και τα είδα. Τα διαμάντια του Σεβάχ του Θαλασσινού. 205
218 Ελευθερία Σοφία Ντραγκότι (Αλστρομέρια) 7 ο ΓΕΛ Αθήνας Η ζωή μια κοπέλα που δε γνωρίζω 1 ος Έπαινος Διηγήματος Λυκείου Διδυμότειχο 9 Μαρτίου 1987 Μάρκο, αγαπημένε παιδικέ μου φίλε, γύρνα πίσω! Μου λείπεις! Το ορφανοτροφείο Αλστρομέρια είναι άδειο χωρίς εσένα και εγώ στεναχωρημένος. Με ποιον θα κάνω τώρα σκανταλιές; Με ποιον θα βάζω στοιχήματα; Με ποιον θα παίζω μπάλα στους διαδρόμους; Όλοι εδώ έχουν στεναχωρηθεί. Αδελφέ, σε χρειάζομαι γιατί σε αγαπώ και δεν μπορώ ούτε μέρα μακριά σου. Είσαι ο νους μου, τα φτερά μου, όλο μου το είναι. Ειλικρινά, πες μου τι θα κάνεις μόνος εκεί, στα ξένα; Μη με αφήνεις μόνο, σε παρακαλώ. Είπες ότι θα φεύγαμε μαζί και έφυγες μόνος σου. Σε παρακαλώ, σε θέλω εδώ. Δεν είναι ανάγκη να έρθεις εδώ, απλώς πες μου πού είσαι και θα έρθω εγώ. Και να θυμάσαι, εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα. Μη με ξεχάσεις και μη σε πάρει ο άνεμος. Ο μικρός αδελφός σου Σοφοκλής 206
219 Αθήνα 5 Ιουνίου 1987 Πολυαγαπημένε Σοφοκλή. Δε σε παράτησα και το ξέρεις. Απλώς δεν ήθελα να σε βάλλω σε κίνδυνο, βλέπεις οι δύο μας θα ήταν δύσκολο να τα καταφέρουμε σε ξένο περιβάλλον. Βρήκα δουλειά, μάζεψα κάποια χρήματα και μας αγόρασα σπίτι. Μόλις έρθεις Αθήνα, θα έχω αγοράσει και έπιπλα και θα έχω κτίσει το παλάτι των ονείρων μας, απλώς έχε μου λίγη εμπιστοσύνη. Θα σε πάρω από εκεί το υπόσχομαι, απλώς έχε αντοχή λίγο ακόμα. Θα είμαστε για πάντα μαζί, στο υπόσχομαι. Να ακούς την Ανδρομέδα, νοιάζεται για σένα και θα σε προσέχει. Μόνο σε εκείνη σε εμπιστεύομαι, μονάκριβε μου αδελφέ Έχε κουράγιο Ο φύλακας άγγελός σου Μάρκος Διδυμότειχο 20 Ιουλίου 1987 Μάρκο, δεν αντέχω άλλο εδώ, έρχομαι να σε βρω. Θα πάρω το τρένο το βραδινό, αφού το σκάσω, και θα σε ανταμώσω. Ελπίζω να είσαι καλά, ακόμα και εάν δεν είσαι, θα σε κάνω εγώ με την άφιξή μου. Περίμενέ με, έρχομαι Σοφοκλής Σουρούπωσε και η ώρα είχε φτάσει. Βγάζω από την ντουλάπα δύο ζευγάρια ρούχα, κάποιες οικονομίες που είχαμε με τον Μάρκο και φεύγω. Απόλυτο σκοτάδι, νεκρική σιγή, κλείνω την πόρτα του δωματίου. Περπατάω στον διάδρομο αργά, σαν αρπακτικό που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να 207
220 επιτεθεί στο θήραμά του. Και τώρα σκάλες -οι αναθεματισμένες- που τρίζουν, όλους θα τους ξυπνήσουν. Όλους λόγω του θορύβου τούς έχουν πιάσει, εγώ, όμως, πρέπει να ξεφύγω. Τρέχω, αισθάνομαι τα γυάλινα μάτια τους να ρίχνουν το βλέμμα τους πάνω μου. Φτάνω στην πόρτα, την ανοίγω βιαστικά και πετάγομαι έξω από αυτήν, σαν να ισορροπώ ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Αρχίζω να τρέχω σαν ολυμπιονίκης, αφού κατόρθωσα το ακατόρθωτο. Και τώρα σιγή. Κατηφορίζω για το σταθμό του τρένου. Αισθάνομαι ότι διασχίζω λιβάδια από ασφοδίλι, δεν υπάρχουν άνθρωποι εδώ, μόνο στο πέρασμά μου πατημένα χρυσά στάχια. Θυμάμαι παλιά που παίζαμε εδώ. Αχ, ρε Μάρκο, μεγαλώσαμε. Το αίμα μου παγώνει η ατσάλινη ματιά της Ανδρομέδας. Αισθάνομαι μια λεπίδα να διασχίζει το σώμα μου, να κόβει τα φτερά μου, τα χείλη μου τρέμουν, δεν αισθάνομαι να είμαι αρτιμελής και, όμως, τα πόδια μου είναι στη θέση τους, το ίδιο και τα χέρια μου. Καταρρέω - Πού πας μόνος μες στη νύχτα; - Εεεεεε - Θα σε πάω εγώ στο σταθμό. - Μααα - Δεν υπάρχει μα, απλώς προχώρα. Θα έπρεπε να με γυρίσει πίσω, όμως δεν το έκανε. Και εγώ προχτές δεν της είχα συμπεριφερθεί καλά, της φώναξα και τη στεναχώρησα. Προχωρήσαμε και φτάσαμε στο αυτοκίνητό της. Σκοτάδι παντού ή μάλλον οι διάφορες αποχρώσεις του μαύρου κυριαρχούν στην παλέτα του ουρανού. Πατάει γκάζι και ξεκινάμε για τον σταθμό. - Σοφοκλή, είσαι σίγουρος; - Ναι, στο είχα πει. - Λοιπόν, αυτό είναι το κινητό και η διεύθυνση του Μάρκου. - Σε ευχαριστώ για ό,τι έχεις κάνει για μένα. 208
221 - Μόνο πρόσεχε και ό,τι χρειαστείς μου τηλεφωνείς. Ορίστε, ο αριθμός μου και μία τηλεκάρτα, θα τα χρειαστείς. Φτάσαμε. Φύγε, δε θα προλάβεις. - Θέλω να - Απλώς, φύγε! Θα χάσεις το τρένο! Παίρνω το σακίδιό μου και τρέχω να ανέβω στο τρένο. Σκούρες αποχρώσεις του μπλε περικλείουν το υπερπέραν και εγώ πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, ανάμεσα σε παράδεισο και κόλαση. Μαύρες μορφές που μοιάζουν με ανθρώπους ταλαντώνουν την ησυχία μου. Ξάγρυπνοι, βιαστικοί, διαβάζουν βιβλία, για να ξεχάσουν τον πόνο τους, ή μιλάνε και δακρύζουν, λόγω των καταστάσεων που βιώνουν. Άγνωστα πρόσωπα που εισβάλλουν στο ταξίδι μου, κι εγώ να εισέρχομαι στο δικό τους μόνο με μια ματιά, με ένα ανέκφραστο βλέμμα. Κάθομαι κοντά στο παράθυρο, με σκοπό να έχω ένα σιωπηλό συνοδοιπόρο στο ταξίδι μου, μιας και το τρένο άρχισε να ερωτοτροπεί με τις ράγες. Σιγά σιγά ξημερώνει και οι ακτίνες του ήλιου μου δίνουν μιαν ανεξήγητη ελπίδα. Αχ, τι ωραίο λιβάδι με χρυσάνθεμα. Γιόμισε ο τόπος ομορφιά και άνοιξη. Ω γλυκύ μου έαρ, τι όμορφο που είσαι μακριά, στα ξένα. Άνθρωποι, ναι, άνθρωποι που τριγυρνάνε σαν μέλισσες σε τούτο τον πανέμορφο τόπο. Και όμως, έξω από το παράθυρό μου όλοι διαφορετικοί, όχι μόνο στα χρώματα, στη διάθεση και στις εκφράσεις, αλλά και στην αύρα και στις ακτίνες που εκπέμπουν. Διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικές συμπεριφορές και όλοι συνθέτουν τούτο το λιβάδι. Ωραία που είναι τα ταξίδια. Βλέπεις τόπους με έμβια και άβια όντα. Και όμως, τι είναι ζωή; Ζωή, λέξη δύσκολη, γράφεται με ωμέγα και ήττα. Τι πέρασα για να μάθω αυτήν τη λέξη. Μου θυμίζει μια κοπέλα όμορφη, ψηλή, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Μου θυμίζει ένα χαρούμενο και λαμπερό πρόσωπο. Όμως, εγώ αυτήν την κοπέλα δεν τη γνωρίζω, απλώς στη 209
222 φαντασία μου καλπάζει πάνω σε έναν πήγασο. Και όμως, αυτή η κοπέλα δεν είναι η Ζωή, είναι η Ανδρομέδα με τον Περσέα, όπως λέει ο μύθος. Σκοτεινιάζει και το δειλινό θυμίζει απογευματάκι με καρπούζι στο ορφανοτροφείο, με εμάς να κάνουμε σκανταλιές και τις κυρίες να μας προσέχουν και να μας χαρίζουν πειράγματα. Η διευθύντρια ετοιμάζει γιορτή. Μουσικές ακούγονται από παντού και εμείς, χαρούμενοι, να χορεύουμε. Θυμάμαι που ζήτησα από την Ανδρομέδα να χορέψουμε, ήταν σαν να ήμουν ο Περσέας της και Πήγασός μας η μουσική. Ξέμπαρκη ελπίδα, φωνές και γέλια, άνθρωποι παντού. Άγνωστα αδέλφια κάθονται δίπλα μου, με χαρούμενα και βαθυστόχαστα πρόσωπα, σαν να τους έχουν ποτίσει με αισθήματα. Με κοιτάνε με ένα βλέμμα φωτιά και η ματιά μου στρέφεται στο παράθυρο. Το βουητό από τις ράγες με κάνει να ερωτεύομαι το ταξίδι ολοένα και περισσότερο. Μαγεμένος από τη ζαχαρένια μελωδία, δεν είχα παρατηρήσει τη μούσα που καθόταν απέναντί μου. - Γεια σου. Μιλάνε οι μούσες; Δεν το ήξερα. Εάν όμως δεν είναι μούσα και είναι μια θεά του Ολύμπου; Σίγουρα θα είναι η Αφροδίτη. - Με λένε Ερατώ, εσένα πώς σε λένε; - Πάντα ήθελα να γνωρίσω μία μούσα! - Μαα δεν είμαι μούσα. - Για μένα είσαι! Ξαφνικά, το πρόσωπό της αστράφτει, τα μάτια της λαμπυρίζουν και το χαμόγελό της με τυφλώνει. Κοκκινίζει και η ματιά της χαμηλώνει. Της αγγίζω τα χέρια. - Τι έπαθες; - Απλά - Απλά τι; 210
223 - Απλά, νομίζω ότι άρχισα να σε ερωτεύομαι! - Σου υπόσχομαι ότι δε θα σε αφήσω ποτέ μόνη σου και ότι θα σε προσέχω. Θα ταξιδέψουμε μαζί στο ταξίδι της ζωής, θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα γίνω ο φύλακας άγγελός σου. Χαμογελάει. Φύλακας άγγελός μου είναι ο Μάρκος και εγώ θα είμαι της Ερατούς. - Κοκκίνισες! - Κακό είναι; - Όχι, είσαι πολύ γλυκός. Αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί στο ταξίδι αυτό που λέγεται ζωή. Θα πηγαίναμε στην Αθήνα. Ήταν δεκαέξι, όπως και εγώ άλλωστε, και το είχε σκάσει από το σπίτι της. Η ιστορία της γεμάτη πόνο που τον έκφραζαν πιο ξεκάθαρα τα εγκαύματα που είχε στο σώμα της από τα τσιγάρα της μητριάς της. Η μητέρα της έχει πεθάνει και ο πατέρας της είναι αλκοολικός και έχει εθιστεί στον τζόγο. Η μητριά της αγαπούσε μόνο το δικό της παιδί και εκείνη τη μισούσε. Την ανάγκασε να σταματήσει το σχολείο, να κοιμάται στην αποθήκη και να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Της απαγόρευε να χαμογελάει και να παίζει, όπως τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας της, της έλεγε ότι είναι κατώτερη. Στο σώμα της έχει χαραχτεί με ανεξίτηλα στίγματα το παρελθόν της και πώς εγώ να το σβήσω, για να ξελαφρύνω την ψυχή της; Νύχτωσε και το γλυκό μου κορίτσι πλαγιάζει στον ώμο μου και συνομιλεί με τον Μορφέα. Την αγκαλιάζω όσο πιο σφικτά μπορώ, δε θέλω να μου την πάρει και να τη χάσω. Οι πεταλούδες δεν αφήνουν ήσυχο το στομάχι μου και τα μάτια μου δεν μπορούν να στραφούν στο παράθυρο, αφού έχω μια μούσα στην αγκαλιά μου. Είναι ό,τι μου έχει απομείνει, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω και θα φροντίσω να μην το χάσω ποτέ. Ξημέρωσε και η μούσα μου άνοιξε τα σμαραγδένια της ματάκια. Μοιάζει με άγγελο, μοιάζει με όνειρο, μοιάζει με κάτι θαυμάσιο, κάτι απερίγραπτο. 211
224 - Καλημέρα. - Καλημέρα, φύλακα άγγελέ μου. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, χτυπάει τόσο δυνατά που δε διακρίνω χτύπο μήπως έχω πεθάνει; Οι πεταλούδες στο στομάχι μου ολοένα αυξάνονται, το ίδιο και η ένταση του φτερουγίσματός τους. Πρέπει να της το πω, αλλιώς μπορεί να μην προλάβω και να σπάσω ολόκληρος. - Να σου πω ένα μυστικό; - Πες μου. - Νομίζω ότι ότι αρχίζω να σε ερωτεύομαι. Το χαμόγελό της, πιο φωτεινό από ποτέ, οι πληγές της εξαφανίστηκαν και άρχισε να μου λέει: - Να σου πω κάτι και εγώ; Την κοιτώ, δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφα μάτια. Με πλησιάζει αργά και με φιλάει. Οι πεταλούδες στο στομάχι μου φτερουγίζουν τόσο έντονα που νομίζω ότι θα ραγίσω. Και όμως, νιώθω πιο όμορφα από ποτέ, νιώθω σημαντικός, νιώθω ολοκληρωμένος σαν άτομο. Ξέχασα τη μοναξιά μου, βρήκα το άλλο μου μισό. Ακούω μια μελωδία τόσο μαγική και ονειρική. Άραγε, έτσι είναι να αγαπάς και να είσαι ερωτευμένος; Εάν είναι τόσο όμορφα, γιατί οι άνθρωποι δεν αγαπάνε σήμερα; Δε θέλω να τη χάσω, πρέπει να της το πω, θα της το πω, της το λέω. - Σ αγαπώ, γλυκιά μου μούσα! - Και εγώ σ αγαπώ! Είσαι ο φύλακας άγγελος που δεν είχα ποτέ. Κοίτα που φτάσαμε. - Στον παράδεισο; - Στην Αθήνα. - Θέλω να σου γνωρίσω τον κολλητό μου. - Και πού μένει; - Να η διεύθυνσή του. 212
225 Και αρχίσαμε το ψάξιμο στης Αθήνας τα στενά. Άνθρωποι χλωμοί, γεμάτοι άγχος, άνθρωποι που σου μεταδίδουν απελπισία. Άνθρωποι μουντοί, που κοιτάνε συνεχώς την ώρα και τρέχουν να προλάβουν αυτά που θεωρεί η κοινωνία σημαντικά. Άνθρωποι χωρίς όνειρα, όλοι ίδιοι, σαν κούκλες από εργοστάσιο. Η ελπίδα τους, η χαρά τους έχει χαθεί. Είναι ελεύθεροι στη φυλακή τους, μια φυλακή που τους επιβάλλει η κοινωνία. Η Ερατώ μού κρατάει σφιχτά το χέρι, να μη χαθεί σε αυτήν τη μαύρη απελπισία. Συνεχίζω την αναζήτηση, αλλά αυτός ο συνωστισμός με δυσκολεύει. Τα παιδιά εδώ δεν παίζουν στους δρόμους, κάθονται σε σκοτεινά σοκάκια και πειραματίζονται με ουσίες καπνού. Μα είναι λογικά πράγματα αυτά; - Σοφοκλή, φοβάμαι! - Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά. Είμαι εγώ εδώ. Σιγά σιγά, ο δρόμος μάς απομακρύνει από αυτήν τη χάβρα. Επιτέλους, λίγο πράσινο, λίγα λουλούδια, λίγη χαρά. Η Ερατώ χαμογελάει. Παιδιά με ποδήλατα στους δρόμους. Ενήλικες που δε βιάζονται για τη δουλειά. Παιδιά που παίζουν σε γήπεδα και σε πλατείες. Γέλια και ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ωραία γειτονιά. Μυρωδιές και μουσικές κατακλύζουν τους δρόμους. - Φτάσαμε; - Ναι, φτάσαμε, εδώ είναι. - Γιατί δε χτυπάς το κουδούνι; Η πόρτα ανοίγει. Εμφανίζεται ο Μάρκος. - Πού ήσουν, ανησύχησα! - Εκεί που με άφησες ήμουν! Με αγκαλιάζει σφικτά, για να σιγουρευτεί ότι είμαι καλά. - Δε σου είπα να με περιμένεις; - Εντάξει, τώρα δε σου φτάνει που είμαι εδώ; - Μου φτάνει και μου περισσεύει. Η κοπέλα; - Η μούσα της ζωής μου! 213
226 - Της ζωής σου; - Ναι, η ζωή μου με γυναικεία μορφή. Το ταξίδι της ενηλικίωσης σε ένα τρένο. - Ο πρώτος σου έρωτας, δηλαδή; - Δεν είναι έρωτας! - Ε τότε; - Είναι η μία και μοναδική αγάπη. Ο άνθρωπός μου σε αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή. 214
227 Άννα Παπουτσάκη (Arkasyl) 2 ο ΓΕΛ Παλαιού Φαλήρου Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς: Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Λυκείου Κυκλοφορούσα στους δρόμους... Δεν είχα προορισμό. Ξέρεις, ήταν αυτές οι μουντές μέρες του Ιανουαρίου, λίγο μετά τις γιορτές, όλα στολισμένα, μπορούσες να νιώσεις τη ζεστασιά των Χριστουγέννων, το πνεύμα που λένε. Η εποχή που η μοναξιά είναι ανυπόφορη Ήταν μία από αυτές τις μέρες που ο κόσμος νιώθει την ανάγκη να βγει έξω. Αποφάσισα, λοιπόν, να βγω κι εγώ. Δεν ήξερα τον λόγο. Θα μπορούσες να πεις ότι δε με χωρούσε το σπίτι. Μα δεν ήταν ακριβώς αυτό. Είχα ανάγκη να δω ανθρώπους, να τους ερωτευτώ λίγο ακόμα Πήρα βιαστικά τη ζακέτα μου και τη φωτογραφική μου -το χα συνήθεια να φωτογραφίζω ανθρώπους, ιδιαίτερα τις στιγμές που δε βλέπουν τον φακό. Συνήθως ασπρόμαυρες. Λένε πως στις ασπρόμαυρες δε φωτογραφίζεις σώματα μα ψυχές Περπατούσα στο μετρό, στο κέντρο και αισθανόμουν ότι κάτι έψαχνα. Χάζευα τα πρόσωπά τους και τις φιγούρες τους. Όποιος πέρναγε από δίπλα μου, τον παρατηρούσα, τα μάτια του, τις εκφράσεις του, τα πάντα. Άλλοι χαμογελούσαν, άλλοι ήταν ευτυχισμένοι, άλλοι νευριασμένοι, άλλοι κενοί. Τους κοιτούσα έναν έναν. Οι πιο πολλοί βυθισμένοι στις σκέψεις και στα προβλήματά τους. Λίγοι ήταν εκείνοι που 215
228 φαίνονταν ικανοποιημένοι με τη ζωή τους. Μπορούσες να το δεις, να το νιώσεις στην ατμόσφαιρα. Πραγματική ευτυχία! σκέφτηκα. Εκείνοι δεν είχαν προβλήματα; αναρωτήθηκα. Σίγουρα θα είχαν, σαν να απάντησα στον εαυτό μου, όμως δεν τους ένοιαζαν. Ζούσαν το τώρα! Αναμειγνύονταν με τους άλλους ανθρώπους, γίνονταν ένα με αυτούς, όχι όμως για πολύ, μόνο όσο κρατούσε η χαρά. Περνούσαν δίπλα μου κι ούτε που κοίταζαν πού πήγαιναν ούτε που γύριζαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον. Όλες οι κινήσεις τους μηχανικές, μέχρι και τα βλέμματά τους. Ο καθένας πνιγμένος στη δική του ζωή, στη δική του πραγματικότητα, με τα δικά του προβλήματα, κλεισμένος στη δική του ρουτίνα. Όλα τόσο προσωπικά, τίποτα κοινό. Ο καθένας για τον εαυτό του. Τι ψέμα όμως κι αυτό; Να κάνουμε πως ενδιαφερόμαστε για τα κοινά. Προσποιούμαστε τόσο καλά, που στο τέλος κι εμείς οι ίδιοι το πιστεύουμε. Νομίζουμε ότι έχουμε τόσους ανθρώπους γύρω μας κι όμως τα βράδια πεθαίνουμε από μοναξιά. Ύπουλες οι νύχτες, γεμάτες μυστικά και κρυφές μελαγχολίες. Βιαζόμαστε να κοιμηθούμε, προτού αρχίσουμε να σκεφτόμαστε. Καθώς σκεφτόμουν αυτά, χωρίς να το καταλάβω, είχα φτάσει στο Μοναστηράκι. Βράδιαζε σιγά σιγά και η πόλη έπαιρνε το χρώμα που της ταιριάζει. Ενώ περπατούσα συνειδητοποίησα πως σε αυτό το μέρος που τώρα εγώ, ένα παιδί του 21 ου αιώνα, περπατάει, έχουν ζήσει από τους σπουδαιότερους ανθρώπους σε όλη την ιστορία. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, μαθηματικοί, επιστήμονες, μουσικοί κι άλλοι πολλοί, που έγραψαν ιστορία. Ο καθένας τη δική του ιστορία. Κι όμως χάθηκαν κι αυτοί, τους πήρε ο χρόνος. Τίποτα δε μένει. Όλα φεύγουν, μας εγκαταλείπουν. Άνθρωποι, αναμνήσεις, στιγμές, ζωές ολόκληρες. Και εμείς μάθαμε να ξεχνάμε και να μένουμε μόνοι. Συνηθίσαμε στην απώλεια. Ξαφνικά γύρισα το βλέμμα μου, εκεί, κάπου κοντά στην Καπνικαρέα. Κάτι παιδιά, γύρω στα δεκαεννέα με είκοσι χρονών, 216
229 έπαιζαν κιθάρα και χόρευαν και στα δεξιά ένας ζογκλέρ έκανε κόλπα με τη φωτιά. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω του και όλοι είχαν την ίδια απορία Δε φοβάται; Κι αν καεί; Παίζοντας με τη φωτιά, ξέρεις πως μπορεί να καείς, όμως πας συνειδητά. Κι όχι μόνο στη φωτιά Πόσες φορές, άνθρωπέ μου, ακολούθησες κάτι ξέροντας τις συνέπειες, μόνο και μόνο επειδή ήλπιζες να βγεις λάθος στο τέλος; Λίγο πιο πέρα κάτι παιδιά αγκάλιαζαν αγνώστους. Να! Γι αυτό μου άρεσε η Αθήνα. Συνδυάζει ανθρώπους, κόσμους, εποχές Ένα όμορφο χάος που ταιριάζει τέλεια με το δικό μου. Μια ανεξήγητη βαβούρα, ένα χάος από διαδηλωτές με χαμένα όνειρα, επαναστάτες, καλλιτέχνες Όλοι γίνονταν ένα, παίρνανε μία μορφή και περπατούσαν μαζί, στον ίδιο δρόμο, με το ίδιο βήμα. Μπορούσα να γευτώ τον πλούτο της πόλης, καθώς περπατούσα αισθανόμουν ότι σήκωνα στην πλάτη μου τη δόξα της, ανάσαινα το χάος της. Πάντα πίστευα ότι ο έρωτας είναι μια βαθιά παρεξηγημένη έννοια. Μια από αυτές τις λέξεις που χωράνε χιλιάδες διαφορετικά πιστεύω και εκατομμύρια αμφιλεγόμενες απόψεις. Έρωτας δεν είναι μόνο η έλξη μεταξύ ανθρώπων. Έρωτας είναι το πάθος που έχεις μέσα σου για οτιδήποτε σε εμπνέει, είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε οτιδήποτε άλλο. Κι εγώ έτσι ένιωθα, ερωτευμένη με τους ανθρώπους, τη ζεστασιά ή ακόμα και το κρύο τους, ερωτευμένη με τις ψυχές τους. Κάθε άνθρωπος και μία διαφορετική εξίσωση, μία διαφορετική ιστορία. Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες. Ξέρεις, αυτές για τις οποίες οι άνθρωποι δε μιλάνε πολύ. Αυτές που τους κάνουν να κλαίνε ή να γελάνε. Τις ιστορίες που ζει καθένας μόνος του. Όχι εκείνες με το όμορφο τέλος. Σε αυτές πάντα έλειπε κάτι. Θα μπορούσα να ακούω ανθρώπους να μιλάνε ώρες γι αυτές. Με δάκρυα στα μάτια ή χαμόγελα, μα, πάνω απ όλα, με αυτήν τη λάμψη στα μάτια τους που έχουν κάθε φορά που μιλούν γι αυτά που αγαπούν. Έτσι, λοιπόν, τους έβλεπα τους ανθρώπους εξισώσεις. Άλλες πιο σύνθετες, άλλες πιο απλές. Όλες, όμως, εξίσου ενδιαφέρουσες και μοναδικές. Κάπου εκεί, λοιπόν, σ εκείνο το δρομάκι που συνέδεε το 217
230 Μοναστηράκι με το Θησείο, κατάλαβα τον έρωτά μου για το ανθρώπινο είδος. Μέσα σε μια πόλη μαγεμένη, πνιγμένη μέσα στον κόσμο. Είχε νυχτώσει πια, μπορούσες να δεις την Ακρόπολη γεμάτη φώτα και να θαυμάσεις όχι μόνο την κατασκευή της, αλλά και τη θέση της. Ψηλά, στο κέντρο, επιβλητική, ήταν το στολίδι όλου του λεκανοπεδίου. Πόσοι περνούσαν από εδώ χωρίς να την παρατηρήσουν Δεν μπορούσες να μην την παρατηρήσεις. Σε προκαλούσε να τη θαυμάσεις. Μα τι βιαστικοί οι άνθρωποι, τρέχουν να κυνηγήσουν τα μεγάλα και ξεχνούν πως η ευτυχία είναι δίπλα τους. Στερούν τους εαυτούς τους από τις μικρές απολαύσεις της ζωής. Τι τραγωδία και αυτή. Να κυνηγάς μια ζωή το μεγάλο όνειρο και να συνειδητοποιείς στο τέλος της ζωής σου ότι ήταν δίπλα σου όλον αυτόν τον καιρό κι εσύ, τυφλωμένος από τα φώτα, δεν έβλεπες. Δεν ένιωθες. Δε ζούσες. Μα τώρα είναι αργά, άνθρωπέ μου ΖΗΣΕ! ψιθύρισα στον εαυτό μου και συνέχισα να περπατάω στον ρυθμό της πόλης. Ήρθε η ώρα να γυρίσω σπίτι, σκέφτηκα, μα ένιωθα πως ήμουν ήδη σπίτι μου. Πήρα, λοιπόν, τον δρόμο της επιστροφής, άφησα πίσω μου και το Σύνταγμα και τα όμορφα φώτα των Χριστουγέννων και μπήκα ξανά στο μετρό. Η επιστροφή ποτέ δε μου άρεσε. Είχε κάτι το γλυκόπικρο. Έπρεπε να ξαναγυρίσεις στα μέρη σου, στη γειτονιά σου και να αφήσεις πίσω ό,τι σε γοήτευσε. Και γύρισα πίσω, έκατσα στον καναπέ μου, άναψα και τα λαμπάκια στο μπαλκόνι μου και χάζεψα λίγο στην τηλεόραση. Μα κάτι με έτρωγε, με βασάνιζε, δε με άφηνε σε ησυχία Πήρα απόφαση τότε να πάω να ξαπλώσω. Έγειρα στο μαξιλάρι μου και με έπιασαν αυτές οι σκέψεις οι βραδινές. Αυτές οι στιγμές που αναλύεις ό,τι σε απασχολεί και φτιάχνεις σενάρια στο μυαλό σου, περιμένοντας από τη ζωή κάποια στιγμή να στα πραγματοποιήσει. Αυτές οι σκοτεινές σκέψεις που κάνεις τα βράδια, όταν βυθίζεσαι στη σιωπή και ακούγεται μόνο η ψυχή σου. Τότε ακούγονται εκείνες οι φωνές που κρύβεις μέσα σου, οι άγγελοι και οι 218
231 δαίμονες που αρχίζουν να μιλάνε Και ξαφνικά, όλα αυτά που δεν έζησες, που δεν είπες και δεν έκανες, τ ανείπωτα που λένε, σκάνε. Κι αυτά φωνάζουν. Κι εσύ; Εσύ υπακούς. Έρμαιο του εαυτού σου. Σε τρώνε τ ανείπωτα, τ απωθημένα σου. Κάθε ανάμνηση που καταπιέζεις τη μέρα το βράδυ δεν μπορείς να την αποφύγεις. Δεν μπορείς να φύγεις από αυτό. Τρέχεις, μα δε φτάνεις Το πρωί τον ξεγελάς τον εαυτό σου, το βράδυ, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται, όταν απλώνεται παντού σκοτάδι, δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις. Κι έτσι ενδίδεις Περνάνε από μπροστά σου όλα αυτά που έζησες, κι εσύ, θεατής στη δική σου ιστορία, γλυκαίνεσαι απ ό,τι κράτησες Γι αυτές τις ιερές ώρες που περνάς μόνος σου. Κάθε φόβος σου, επιθυμία σου, κάθε άνθρωπός σου, ό,τι σε πλήγωσε ή σε μάτωσε, ό,τι σου προσέφερε ευχαρίστηση και ευτυχία, όσα είπες κι όσα έκρυψες, καθετί που ονειρεύτηκες και καθετί που έκαψες. Στιγμές, πληγές, φωνές, δίπλα σου, γύρω σου, μέσα σου. Αφέσου Όλα αυτά δεν μπορείς να τα αποφύγεις! Μην το προσπαθήσεις! «Έτσι είναι οι νύχτες» κάποιος περαστικός κάποτε μου είχε πει «βάρβαρες, ύπουλες!» Νιώθεις ότι η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια σου. Εμάς τους ανθρώπους θα μας κυνηγάει πάντα μια παραλίγο ευτυχία, μια παραλίγο επιτυχία, μια παραλίγο λέξη Αυτό το παραλίγο μας έκαψε. Ασφυκτιούμε, ζούμε μια μέτρια ζωή, διαβάζουμε μέτρια βιβλία, βάζουμε μέτριους στόχους και ξεστομίζουμε μέτρια λόγια. Φοβόμαστε μη βγει λίγο παραπάνω συναίσθημα και δώσουμε στον άλλον δικαίωμα να μας καταστρέψει. Το μεγαλύτερο αμάρτημα που διαπράξαμε -και συνεχίζουμε ανενόχλητοι- είναι πως μάθαμε να βολευόμαστε. Μη βολεύεσαι, εαυτέ μου! Μη συμβιβάζεσαι με τα λίγα, όταν αξίζεις τα πολλά! Πάλεψε λίγο κι ας πονέσεις κι ας χαθείς όλα είναι θέμα πτώσης. Είδα πολλούς ανθρώπους, άλλοι επιτυχημένοι, άλλοι όχι και τόσο. Σε αυτούς που πέτυχαν, δεν είδα ούτε έναν να έφτασε εκεί που έφτασε χωρίς να πέσει πρώτα. Αν έχω μάθει κάτι από αυτό που ονομάζεται ζωή, είναι ότι για να πετύχεις τον μεγαλύτερο 219
232 στόχο σου, για να εκπληρώσεις τα μεγαλύτερα θέλω σου, πρέπει να αγωνιστείς σκληρά, να συρθείς με τα γόνατα, να τα βάλεις με τους μεγαλύτερους εχθρούς σου και να υπομείνεις τις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, αλλά, όταν τελικά τα καταφέρεις και έχεις γεράσει πια, θα ξέρεις ότι έγινες σπουδαίος, όχι γιατί έφτασες στην κορυφή, αλλά γιατί πάλεψες γι αυτό. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν για κάποιες ιδέες, να φωνάζουν στους δρόμους για κάποια ιδανικά Μην κυνηγάς αυτούς με τις βαλίτσες και τις γραβάτες. Ψάξε ανθρώπους! Αυτούς με τα κουρέλια που τους έδωσε η ζωή, που πολέμησαν κι, όταν έπεσαν, βγήκαν ζωντανοί και δυνατοί. Οι πιο όμορφοι άνθρωποι που γνώρισα δεν είχαν ιδέα πόσο όμορφοι ήταν! Δεν είχαν γαλάζια μάτια μα ούτε ξανθά μαλλιά Κυκλοφορούσαν στους δρόμους σαν τρελοί και ψάχνανε να μοιράσουν λίγη αγάπη Οι υπόλοιποι προσπαθούν να εξαγοράσουν λίγο σεβασμό με λίγα χαρτονομίσματα. Μα δεν εξαγοράζονται οι αξίες στη ζωή κι ας προσπαθήσεις. Οι πιο πλούσιοι ακόμα αγωνίζονται να αγοράσουν λίγη αθανασία, να αισθανθούν αιώνιοι, να νικήσουν αυτόν που δεν μπόρεσε ποτέ κανείς. Μα δε νικιέται με λεφτά Για να πετύχεις κάτι που ποτέ δεν πέτυχες, πρέπει να κάνεις κάτι που ποτέ δεν έκανες. Ξεκίνα, λοιπόν! Μην αποδέχεσαι τα όρια! Να σπας τα όρια! Να αρνείσαι ότι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες «θάνατος δεν υπάρχει!» Έτσι συνήθιζε να λέει ο Καζαντζάκης. Μόνο πολεμώντας μπορείς να κερδίσεις λίγη αθανασία ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσεις. Κι εγώ θα προσπαθούσα. Θα έβρισκα κάτι που να αξίζει να πεθάνω γι αυτό, θα έπεφτα και μετά θα ερχόταν η εξύψωση... Όπως έκλεισα τα μάτια μου για να κοιμηθώ, μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, βρήκα τον λόγο που βγήκα έξω το απόγευμα. Τότε κατάλαβα Ήθελα να ταξιδέψω 220
233 Σημασία δεν έχει ο προορισμός, κι όποιος αυτό σου είπε ψεύδεται. Σημασία είχε και θα έχει πάντα το ταξίδι. Χωρίς το ταξίδι, το να πηγαίνεις σ ένα μέρος θα ήταν αδιάφορο, χάρη σ αυτό απολαμβάνεις τον προορισμό Κι αν νομίζεις ότι το ταξίδι μου εμένα ήταν η Αθήνα, κάνεις λάθος. Ο προορισμός ήταν η Αθήνα. Το ταξίδι ήταν οι άνθρωποι 221
234 Μαρία Παππά (Μελωδία) ΓΕΛ Αμαρύνθου Ευβοίας Χαμένη πατρίδα μου, αγαπημένη 3 ος Έπαινος Διηγήματος Λυκείου Αθήνα Αύγουστος του 1997 Ήταν περασμένες δέκα κι εγώ μόλις είχα τελειώσει το φροντιστήριο. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να προλάβω τον παππού ξύπνιο. Μακάρι, Παναγίτσα μου, να μην κοιμάται, για να προλάβω να του πω τα χρόνια πολλά. Εξάλλου, μία φορά στη ζωή του γίνεται κάποιος ενενήντα δύο, σκέφτηκα. Ήξερα πολύ καλά πως τώρα θα ετοιμαζόταν για ύπνο, αλλά δεν άντεχα να μην του ευχηθώ από κοντά. Είμαι και ο μόνος του εγγονός και θα στενοχωριόταν πολύ κι αυτό το γνώριζα. Μόλις έφτασα στην εξώπορτα, είδα φώτα στο παράθυρο. Ευτυχώς δεν κοιμάται, σκέφτηκα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι έτσι πέρασα μέσα. Είδα τον παππού με το καλό του κοστούμι να κάθεται στην τραπεζαρία κι αυτή να έχει πάνω δύο σερβίτσια. - Χρόνια σου πολλά, παππού, πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα. - Σ ευχαριστώ πολύ, παιδί μου, να είσαι καλά, μου απάντησε με μάτια γεμάτα αγάπη. - Μήπως περιμένεις κόσμο κι ενοχλώ; 222
235 - Όχι, Πέτρο μου, εσένα περίμενα. - Εμένα; Για μένα είναι όλα αυτά; Κι έδειξα με έμφαση το μεγάλο τραπέζι, που ήταν γεμάτο με σμυρναίικα φαγητά. - Φυσικά για σένα, αγαπημένο μου παιδί. Σήμερα είναι μια ιδιαίτερη μέρα. - Ναι, το ξέρω αυτό, παππού. Είναι τα γενέθλιά σου. - Κι όχι μόνο αυτό, Πέτρο μου. - Τι εννοείς κι όχι μόνο αυτό; - Σαν σήμερα, πριν εβδομήντα πέντε χρόνια ακριβώς, εγώ και οι προπαππούδες σου διωχθήκαμε από την πατρίδα μας, παιδί μου. Τη Σμύρνη. Και μιας κι έχεις μεγαλώσει αρκετά, και μιας και είναι σήμερα αυτή η ιδιαίτερη μέρα, θα ήθελα να σου μιλήσω γι αυτήν τη χαμένη πατρίδα μου, που είναι και δική σου. Ξέρω πολύ καλά πως κανείς δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα. - Όχι, παππού, κανένας. Ξέρουμε πως σε θλίβει πολύ αυτό το γεγονός και προτιμούμε να μην το κάνουμε. - Γι αυτό κι εγώ θα σου πω σήμερα μια ιστορία. Άντε, λοιπόν, κόπιασε. Κι έτσι κάθισα ήσυχα δίπλα στον παππού κι άφησα τα λόγια του να με ταξιδέψουν. Σμύρνη Αύγουστος του 1922 Η μάνα μου θα με σκοτώσει, αν αργήσω κι άλλο, σκέφτηκα, καθώς κατηφόριζα το δρομάκι που οδηγούσε στο μεγάλο αρχοντικό μας. Ήταν η ώρα που τρώγαμε το βραδινό μας δείπνο, όλη η οικογένεια μαζί. Εγώ, οι γονείς μου και η μικρή μου αδελφή, η Λένα. Ήταν ένα είδος ιεροτελεστίας για εμάς το βραδινό και ήταν αμαρτία να αργούμε. 223
236 Εκείνο το απόγευμα είχα επισκεφτεί τη φίλη μου την Ασίρ. Ήταν Τουρκάλα, αλλά και αυτή και η οικογένειά της ήταν πολύ φιλικοί με τους Έλληνες, ακόμα και αν ακούγονταν όλα αυτά τελευταία. Ότι, δηλαδή, ο στρατός του Κεμάλ θα διώξει όλους τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να συμβεί, αλλά δεν το πολυσκέφτομαι. Σήμερα πέρασα το πιο όμορφο απόγευμα της ζωής μου. Αν με ρωτούσες χτες πώς θα φανταζόμουν αυτή τη μέρα, σίγουρα δε θα σου είχα απαντήσει έτσι. Είναι μια μέρα πριν τα γενέθλιά μου και η Ασίρ μου έκανε σήμερα το πιο όμορφο δώρο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως ήταν ερωτευμένη κι αυτή μαζί μου. Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα. Πριν από τρία χρόνια, δηλαδή. Έτσι ευτυχισμένος όπως ήμουν, άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μου και αυτό που αντίκρισα με έκανε να ξυπνήσω από το όνειρό μου. Η μητέρα μου να κλαίει με λυγμούς, η μικρή μου αδελφή να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ και ο πατέρας μου να πηγαινοέρχεται στο σαλόνι, περνώντας τα χέρια του από τα μαύρα του μαλλιά, μία κίνηση που έκανε μόνο όταν ήταν συγχυσμένος. - Τι συμβαίνει; ρώτησα απορημένος. - Πέτρο, μάζεψε τα πράγματά σου, πρέπει να φύγουμε, μου απάντησε ο πατέρας με σταθερή αλλά γεμάτη ένταση φωνή. - Μπορεί κάποιος να μου πει τι συμβαίνει; Γιατί κλαίει η μαμά; Όλο το κλίμα άρχιζε να με τρομοκρατεί. - Με ειδοποίησαν, Πέτρο, πως ο στρατός του Κεμάλ έρχεται στη Σμύρνη. Πρέπει να φύγουμε, μάζεψε τα πράγματά σου. Μόνο αυτά που είναι πολύτιμα για σένα. Θα φύγουμε αύριο με το πλοίο. Θα πάμε στην Αθήνα, στον ξάδελφό μου τον Νίκο. - Μα τι λες, πατέρα, όλα αυτά είναι εικασίες, έτσι δεν είναι; Σε παρακαλώ πες μου πως είναι έτσι! Κοιτούσα εμβρόντητος τον πατέρα μου. 224
237 - Όχι, παιδί μου, δεν είναι έτσι. Πρέπει να φύγουμε, σε παρακαλώ μην το κάνεις πιο δύσκολο, έσπασε τη σιωπή της η μητέρα μου με αυτά τα λόγια. - Μα, δεν καταλαβαίνω, όλα ήταν ήρεμα σήμερα το πρωί. - Πλέον δεν είναι, Πέτρο. Γρήγορα ετοιμάσου. Όπου να ναι θα περάσουν από εδώ ο Μεχμέτ με την Αϊσέλ και την Ασίρ να μας βοηθήσουν, μου είπε σοβαρά ο πατέρας μου. - Το γνωρίζουν κι αυτοί; - Μόλις πριν λίγο τους ειδοποίησα. Τους τηλεφώνησα για να τους πω να σου πουν να έρθεις αμέσως σπίτι, αλλά μου είπαν πως είχες φύγει ήδη και τους εξήγησα τι έγινε. Τώρα πήγαινε πάνω και μάζεψε τα πράγματά σου. - Όχι, πατέρα, εγώ δε φεύγω από εδώ. Εδώ είναι το σπίτι μου, οι φίλοι μου, η ζωή μου είναι εδώ. Δεν αφήνω τη Σμύρνη. Τα δάκρυα άρχιζαν να τσούζουν τα μάτια μου. - Πέτρο μου, σε παρακαλώ, κάνε αυτό που σου λέει ο πατέρας σου. Είναι για το καλό όλων μας. Σε παρακαλώ. Μόλις άκουσα τη μητέρα μου τόσο συντετριμμένη, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ανέβηκα πάνω και άρχισα να πακετάρω, μέχρι που άκουσα το κουδούνι. Ήξερα πως θα ήταν η Ασίρ με τους γονείς της και κατέβηκα γρήγορα κάτω. Μόλις κοίταξα μέσα στα καστανά της μάτια, ένιωσα για μια στιγμή τη θλίψη μου να απομακρύνεται, αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησα πως είναι η τελευταία φορά που τα βλέπω. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξα να την αγκαλιάσω. Ένιωθα τη θέρμη του σώματός της να μου ζεσταίνει την καρδιά. - Πώς είσαι; με ρώτησε όλο αγωνία. - Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, απάντησα με ειλικρίνεια. - Το ξέρω. Κανένας μας. Μου χάιδεψε το μάγουλο και ακολουθήσαμε τους γονείς μας στο σαλόνι. Ο κύριος Μεχμέτ προσπαθούσε να καθησυχάσει όσο μπορούσε τους 225
238 γονείς μου και η κυρία Αϊσέλ απασχολούσε τη Λένα, έτσι ώστε να μην τους ακούει που μιλάνε. Εγώ με την Ασίρ πήγαμε στο υπνοδωμάτιό μου, για να μαζέψουμε όσα πράγματα μου είχαν μείνει να μαζέψω. Ήμασταν σιωπηλοί, αλλά ξέραμε και οι δύο πως δεν ήταν από αμηχανία. Φοβόμασταν να πούμε αυτά που σκεφτόμασταν. Όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, εγώ ήμουν αυτός που μίλησε πρώτος. - Τι θα γίνει τώρα; - Τώρα θα πάτε στην Ελλάδα, όπου θα είσαι ασφαλής κι εσύ και η οικογένειά σου. - Δεν μπορώ να φύγω, Ασίρ. Δε θα το αντέξω. - Νομίζεις πως είναι εύκολο και για μένα; Αλλά πρέπει να φύγεις, Πέτρο. Θέλω να είσαι ασφαλής. Θέλω να ξέρω πως ζεις, δεν το καταλαβαίνεις; Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι. Η Ασίρ πάντα χαμογέλαγε και, με το να τη βλέπω έτσι, η καρδιά μου μάτωνε. Ήθελα να μείνω κοντά της. Να την αγκαλιάσω και να της πω πως όλα αυτά είναι όνειρο, αλλά δεν μπορούσα, γιατί ήξερα πως δεν ήταν. Σε λίγες ώρες η ζωή μου στη Σμύρνη θα τελείωνε, έτσι απλά. Εδώ είχα ζήσει τα δεκαεφτά χρόνια της ζωής μου. Εδώ είχα πάει σχολείο. Εδώ γνώρισα τους φίλους μου, που πίστευα πως θα με συντροφεύουν σε όλη μου τη ζωή. Εδώ είχα πρωτοσυναντήσει και είχα αγαπήσει την Ασίρ. Σε αυτούς τους δρόμους παίζαμε με την αδελφή μου. Τώρα, όλα είχαν τελειώσει έτσι άδοξα. Φεύγαμε σαν τους κλέφτες από το ίδιο μας το σπίτι. Οι ώρες πέρναγαν. Η οικογένειά μου και η οικογένεια της Ασίρ κάθονταν σιωπηλοί στο σαλόνι κι εγώ με την Ασίρ εκείνο το βράδυ μοιραστήκαμε όλα μας τα όνειρα για το μέλλον. Το μέλλον που θα είχαμε μαζί, ακόμα και αν ήταν όνειρο. Την αγαπούσα βαθιά κι ήξερα πως κι αυτή με αγαπούσε το ίδιο. 226
239 Το πρωί ήρθε και μαζί του ήρθε και η ώρα της αναχώρησης. Οι δύο οικογένειες κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι. Εκεί ήρθε και η στιγμή του αποχωρισμού. Όλοι μας ξεσπάσαμε σε κλάματα. Ποιος να το περίμενε όλο αυτό; Η Ασίρ με αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που δεν μπορούσα να αναπνεύσω. - Αντίο, Πέτρο. Εύχομαι πραγματικά κάποια στιγμή να ξαναβρεθούμε και να μη με ξεχάσεις έως τότε. Α, και Πέτρο, χρόνια σου πολλά, είπε και η φωνή της έσπασε. - Αντίο, Ασίρ. Σου υπόσχομαι πως θα έρθω πάλι. Δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Με αυτά τα λόγια, χώρισαν οι δρόμοι μας. Το ταξίδι ήταν ατελείωτο, όπως και η απόγνωσή μου. Σε λίγες ώρες θα έφτανα στην καινούρια μου πατρίδα. Κοίταξα για μια τελευταία φορά προς την πλευρά της Σμύρνης, που είχε χαθεί πια από τον ορίζοντα. Έκλεισα τα μάτια μου και ο βαθύς ύπνος πήρε τη στενοχώρια και τις αναμνήσεις μου, έστω και για λίγο. Αθήνα Αύγουστος του Αυτή είναι, λοιπόν, η ιστορία μου, μικρέ μου Πέτρο, είπε ο παππούς μου με μάτια δακρυσμένα. -Παππού, λυπάμαι τόσο πολύ. Δεν ήξερα Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερα τι να του πω. Είχε περάσει πολλά. Μπορεί εγώ να θεωρώ δεδομένη την ευτυχία μου μερικές φορές, αλλά δεν ήταν έτσι. Δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα ένιωθα αν μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Μετά από λίγη ώρα, ήρθε η μητέρα μου να με πάρει. Αγκάλιασα τον παππού μου, τον κοίταξα για μια στιγμή μέσα στα μάτια και είδα τον πόνο του. 227
240 - Χρόνια σου πολλά και πάλι, παππού, και να ξέρεις, θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου. Μια μέρα, θα πάμε μαζί στη Σμύρνη και θα δεις την Ασίρ. - Σ ευχαριστώ πολύ, μικρέ μου. Καληνύχτα σου. Θα τα πούμε αύριο. Όλο το βράδυ σκεφτόμουν την ιστορία του παππού. Με τη σκέψη του με πήρε ο ύπνος, μέχρι που με ξύπνησε κλαίγοντας η μαμά μου. - Τι έγινε, μαμά, γιατί κλαις; - Αγόρι μου, ο παππούς σου - Τι έπαθε ο παππούς, μαμά; - Πέθανε στον ύπνο του, χτες το βράδυ. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να πέθανε ο παππούς μου. Ήταν υγιής, ήταν καλά. - Τι λες, μαμά, αποκλείεται. Κάποιο κάποιο λάθος θα έγινε. - Κανένα λάθος, αγόρι μου, δυστυχώς είναι αλήθεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάχτηκα από το κρεβάτι και ντύθηκα γρήγορα. Έπρεπε να πάω στο σπίτι του παππού μου κι αυτό έκανα. Μόλις μπήκα μέσα, είδα τον πατέρα μου να είναι καθισμένος στον καναπέ και να κλαίει. - Πέτρο, τι κάνεις εδώ; με ρώτησε ο πατέρας μου. - Έπρεπε να έρθω. Σε παρακαλώ, μπαμπά, πες μου πως δεν πέθανε ο παππούς. - Αγόρι μου, μακάρι να μπορούσα να στο πω αυτό. Και οι δυο αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να κλαίμε. Ήθελα απλώς να το βγάλω από μέσα μου, δε γινόταν αλλιώς. Ο αγαπημένος μου παππούς δε ζούσε πια. Πέθανε. Τουλάχιστον, πέθανε ήρεμος στο σπίτι του. - Πέτρο, βρήκα για σένα ένα σημείωμα στο κομοδίνο του παππού σου. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Ορίστε. Πήρα από τα χέρια του πατέρα μου το σημείωμα και το άνοιξα βιαστικά. Το σημείωμα έγραφε: 228
241 Είναι χρέος σου πια να κρατήσεις την υπόσχεσή μου, μικρέ μου Πέτρο. Τα λόγια αυτά με έκαναν να ανατριχιάσω. Ήξερα πολύ καλά τι εννοούσε ο παππούς και αφού ήταν η τελευταία του επιθυμία έπρεπε να την πραγματοποιήσω. Κι αυτό ακριβώς θα έκανα. - Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; - Ναι, παιδί μου, πες μου. - Πότε παίρνεις άδεια από τη δουλειά; - Τον επόμενο μήνα, γιατί ρωτάς; - Γιατί έχουμε να πάμε μια επίσκεψη κάπου και δε θα μου το αρνηθείς. Είναι η τελευταία επιθυμία του παππού. - Πού θες να πάμε δηλαδή; - Στην πατρίδα μας. 229
242 Δήμητρα Στρόμπολα (Ρωξάνη) Σχολή Μοραΐτη Η λάμψη των κήπων Έπαινος Συμμετοχής στο Διήγημα Λυκείου Ήρθε η μέρα. Η πιο ξεχωριστή από όλες... Του πιο σημαντικού ταξιδιού. Αν κάτι πάει στραβά, αυτόματα επηρεάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέχρι εδώ όμως. Δεν ανέχομαι άλλα στραβά. Ακολουθώ τον άνεμο και φτάνω. Βλέπω από τον ουρανό τα διάφορα κτίσματα. Είναι αμέτρητα, αντιαισθητικά και παρόμοια. Άραγε τα κτίσματα της ψυχής των κατόχων τους διαφέρουν καθόλου; Αρχίζω να πλησιάζω. Θυμόμουν ότι την τελευταία φορά που πέρασα δε με χρειάζονταν ιδιαίτερα. Ίσως έχει περάσει αρκετός καιρός, τελικά. Βλέπω ανθρώπους αποξενωμένους, αντικοινωνικούς και, κυρίως, φοβισμένους, καταιγισμένους από άσχημες ειδήσεις. Μάλιστα, μερικοί από αυτούς δε φαίνεται να ζουν σε κάποιο κτίσμα. Κυκλοφορούν (ν)ομαδικά, με σκοπό όχι μόνο την εύρεση μιας μόνιμης κατοικίας αλλά και μιας νέας πατρίδας. Εκείνης που θα αγκαλιάσει το ταλαιπωρημένο σώμα τους και θα αναγεννήσει την ψυχή τους. Με χρειάζονται άμεσα. Πετάω ανάμεσά τους. Από πού να αρχίσω; Αναρωτιέμαι... Είναι δύσκολη η δουλειά μου. Χρειάζεται υπομονή και μεγάλη θέληση. Γιατί, αν εγώ δεν έχω θέληση, πώς θα καταφέρω να βοηθήσω;. Ξέρετε, οι άνθρωποι δεν «ανοίγονται». Φοβούνται. Φοβούνται την αλλαγή και 230
243 κυρίως φοβούνται την αλλαγή του εαυτού τους. Έτσι, μου είναι δύσκολο να τους πλησιάσω, να τους μεταφέρω το μήνυμά μου. Θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο λυπηρό. Αναγνωρίζουν ότι ο κόσμος έχει πολλά προβλήματα, αλλά δε διανοούνται ότι μπορεί να προέρχονται και από τους ίδιους προσωπικά. Τα τείχη που έχουν υψώσει πώς θα μπορέσω να τα ξεπεράσω; Ή καλύτερα να τα γκρεμίσω; Ναι, αυτό θα ήταν το ιδανικό. Να είχαν πρόσβαση και σε άλλους «κήπους»... Με αυτόν τον τρόπο, θα κατανοούσαν την ιδιαιτερότητα και τη σημασία κάθε λουλουδιού. Θα βλέπαν ότι μεταξύ τους έχουν και κοινά λουλούδια. Θα εκτιμούσαν. Ευτυχώς, τα περισσότερα παιδιά δε με έχουν ανάγκη. Πάντα το θαύμαζα αυτό. Κατακλύζονται από όνειρα, από ελπίδα. Καλλιεργούν τους κήπους τους. Όσο μεγαλώνουν, όμως, οι συνθήκες τα αναγκάζουν να κτίσουν και εκείνα τείχη. Είναι και κάποια που από μικρά αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό, για διάφορους λόγους. Υποθέτω, μπορείτε να τους φανταστείτε. Άλλωστε, διαφημίζονται πολύ από τους «αλτρουιστές». Μακάρι, όμως, να προβαλλόταν η καταστροφή του κήπου. Αλλά, καταβάθος, αυτό είναι το χειρότερο θέαμα. Η αλήθεια που κανένας δε θέλει να παραδεχτεί, για να μην εισβάλει κανείς μέσα στα τείχη του. Βλέπετε οι μεγάλοι πάντα αποτελούν πρότυπο για μίμηση. Άλλη μια αόρατη παγίδα, στην οποία πέφτουν όλοι. Συνεχίζω το ταξίδι μου. Μέχρι στιγμής, έχω απογοητευτεί. Συνήθως διάφορες λύσεις μου διαπερνούσαν το μυαλό. Αυτή τη φορά τίποτε. Ένα χάος οι σκέψεις μου. Δεν πρέπει να τις εμποδίσω από το να με κάνουν να ξεχάσω τον σκοπό μου, την ουσία μου. Δε γίνεται..., πάντα κάτι υπάρχει. Έστω και κάτι μικρό είναι αρκετό, για να δώσει τη δύναμη για κάτι μεγαλύτερο. Οπ! Πάνω στην ώρα! Πάντα έτσι συμβαίνει. Τις στιγμές αυτές της απελπισίας εμφανίζεται ένα μικρό παραθυράκι, ένα μικρό πέρασμα στα τείχη. Από εκείνο περνάει το φως σε κάθε κήπο. Σε μερικούς λιγότερο, σε άλλους 231
244 περισσότερο... αναλόγως τα «συστατικά» κάθε τείχους. Είναι μία διέξοδος. Το φως αυτό είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αναζητούν συνεχώς τη δημιουργία νέων σχέσεων. Αχ! Ευτυχώς που υπάρχει. Έτσι θα έχω τη δυνατότητα να τους προσεγγίσω, ώστε αργότερα να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του. Αν δεν υπήρχε... δε θα υπήρχα. Μην ανησυχείτε..., πολλοί άνθρωποι (σαν και εσάς) δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τη λογική μου. Η ίδια είναι απλή, εκείνοι, ωστόσο, όχι. Για αυτό, άλλωστε, μου αρέσει το καθήκον μου, είναι απαιτητικό και σημαντικό ταυτόχρονα. Όπως προανέφερα, με χρειάζονται. Απλώς, υπάρχει μια λεπτομέρεια στην οποία βασίζονται όλες οι αρχές μου και δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί. Δεν είμαι από μηχανής θεός. Δεν εμφανίζομαι από το πουθενά. Εμφανίζομαι όταν οι άνθρωποι με έχουν ανάγκη. Όταν αρχίζουν να έχουν την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει ανθρωπιά στον κόσμο μας. Βρίσκομαι μονάχα για να τους υπενθυμίζω ότι όλοι εκείνοι είναι οι υπεύθυνοι για την ύπαρξή της. Πιο συγκεκριμένα, οι ακτίνες φωτός, οι οποίες βρίσκουν πάντα τρόπο να περνούν μέσα τους. Άλλοτε ακούσια άλλοτε εκούσια. Όπως και να έχει, η επιμονή μου οφείλεται στο γεγονός αυτό. Πριν τελειώσω το ταξίδι μου, έχω να σας κάνω μια πρόταση. Δε θα είναι κάτι απλό. Είναι μια επίπονη διαδικασία. Απαιτεί θυσίες. Τα αποτελέσματα, όμως, αξίζουν την προσπάθεια. Οπότε, λοιπόν, τι θα λέγατε να δοκιμάζατε να αφήνατε περισσότερες ακτίνες φωτός να λάμψουν στον κήπο σας; Όπως λένε, εμπεριέχουν πολλές απαραίτητες βιταμίνες. Γιατί να μην το εκμεταλλευτείτε; Εξάλλου, από πάντα αναζητούσατε το κέρδος. 232
245 233
246 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την κ. Σοφία Χριστοπούλου, για τη συνολική στήριξη και την καταλυτική μεσολάβησή της, ώστε να τύχουμε για 2 η συνεχή χρονιά τον επίσημο ενστερνισμό του Διαγωνισμού μας από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και, επομένως, να εξασφαλίσουμε τον πανελλαδικό του χαρακτήρα. Επίσης, ευχαριστούμε ιδιαίτερα την κ. Δώρα Μέντη, Φιλόλογο του Πρότυπου Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, για την αφειδώλευτη παροχή τεχνογνωσίας και αγάπης. Θερμά, επίσης, ευχαριστούμε όλα τα μέλη της κριτικής επιτροπής του 2 ου Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού. Πιο αναλυτικά, την για 2 η συνεχόμενη χρονιά πρόεδρό μας κ. Άννα Κατσιγιάννη, Επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Στο πρόσωπό της, το Πανεπιστήμιο αγκαλιάζει με ενθουσιασμό τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ακόμη, ευχαριστούμε τη Σύμβουλο Φιλολόγων Ν. Αχαΐας κ. Παναγιώτα Ψυχογυιοπούλου για την παρότρυνση και τις γόνιμες επισημάνσεις της και τους πανελλαδικής αναγνωρισιμότητας ποιητές συγγραφείς και κριτικούς της πόλης μας κ. Σπύρο Βρεττό και Βασίλη Λαδά για το πρόδηλο προσωπικό ενδιαφέρον τους προς τον Διαγωνισμό μας. Στο σημείο αυτό, ευχαριστούμε πολύ και το Πειραματικό Λύκειο Πανεπιστημίου Πατρών, που στο πλαίσιο του 1 ου Διαγωνισμού συμμετείχε, μέσω της Φιλολόγου και ποιήτριας Χριστίνας Καραντώνη, τόσο στην κριτική όσο και την οργανωτική επιτροπή. Ευχαριστούμε, επίσης, ιδιαίτερα τη φιλολογική ομάδα του σχολείου μας, τις κυρίες, δηλαδή, Καλλιφρόνη Αβραμίδου, Αγγελική Αργυρίου και Κατερίνα Πλακούδα για την ανεκτίμητη αρωγή τους και την πολύτιμη παρουσία τους τόσο ως μέλη της κριτικής επιτροπής όσο και ως μέλη της οργανωτικής επιτροπής του 2 ου Διαγωνισμού. Τις γνώσεις και τη βοήθειά του 234
247 στις Νέες Τεχνολογίες μας παρείχε συνεχώς ο Παναγιώτης Χατζηαντωνίου, Εκπαιδευτικός ΠΕ19 του Π.Γ.Π.Π., τον οποίο πολύ ευχαριστούμε. Επίσης, ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον ζωγράφο κ. Παναγιώτη Καρώνη τόσο για το εμβληματικό σκίτσο του Διαγωνισμού -που κοσμεί και το εξώφυλλό μας- όσο και για τις ονειρικές ακουαρέλες που με χαρά επέτρεψε να ενταχθούν σ αυτήν την έκδοση. Ιδιαίτερες ευχαριστίες αξίζουν και στον Σάκη Τσιόκανο, Καθηγητή ΠΕ04.02 του Π.Λ.Π.Π. τόσο για τη γραφιστική και καλλιτεχνική συμβολή του στην παρούσα έκδοση, όσο και για τα σκίτσα και τους μαυρόασπρους πίνακές του που εμπεριέχονται στις σελίδες του βιβλίου. Θα ήταν παράλειψή μας να μην ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάτρας, το οποίο μας παραχώρησε τον εξαιρετικό αμφιθεατρικό του χώρο για την πραγματοποίηση της Τελετής Βράβευσης. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά τους συναδέλφους Εκπαιδευτικούς απ όλη την Ελλάδα που προώθησαν τον Διαγωνισμό μας, λειτουργώντας μυητικά και εμπνευστικά για τους μαθητές τους. Μαίρη Σιδηρά Αθανασία Μπαλωμένου 235
248 236
249 237
250 238 ISBN
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα
Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11
Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017-11:11 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου
2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου
2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου Μικροί λογοτέχνες του Σχολείου μας βραβεύονται Το 2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου συμμετείχε στον 4 ο Πανελλήνιο και Παγκύπριο διαγωνισμό για παιδιά και εφήβους στην κατηγορία
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ
ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ Γυμνασίου οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με ένα δείγμα ερωτικής ποίησης. Συγκεκριμένα διδάχτηκαν το ποίημα
Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη
Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη Επιμέλεια εργασίας: Παναγιώτης Γιαννόπουλος Περιεχόμενα Ερώτηση 1 η : σελ. 3-6 Ερώτηση 2 η : σελ. 7-9 Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 2 Ερώτηση 1 η Η συγγραφέας
3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού
3 πνοές της Άνοιξης Ε 1 τάξη 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού 2018-19 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τα παιδιά του Ε1 Πρόλογος Τα ποιήματα: 1. Ήχος σιωπής 2. Πάσχα και φως 3. Θάλασσα Οι μαθητές της τάξης Ε1 1. Ακαμάτη Διονυσία 2.
Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...
Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη... τον Δάσκαλο μου, Γιώργο Καραθάνο την Μητέρα μου Καλλιόπη και τον γιο μου Ηλία-Μάριο... Ευχαριστώ! 6 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ (Αόρατος) ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Κάποτε στη γη γεννήθηκε το Όνειρο. Το όνομά του δεν ήταν έτσι, όμως επειδή συνεχώς ονειρευόταν, όλοι το φώναζαν Όνειρο. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, ήταν σαν
«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»
«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ» ΤΑΞΗ Γ1 2 ο Δ Σ ΓΕΡΑΚΑ ΔΑΣΚ:Αθ.Κέλλη ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Κατά τη διάρκεια της περσινής σχολικής χρονιάς η τάξη μας ασχολήθηκε με την ανάγνωση και επεξεργασία λογοτεχνικών βιβλίων
Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς
Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς A...Τα αισθήματα και η ενεργεία που δημιουργήθηκαν μέσα μου ήταν μοναδικά. Μέσα στο γαλάζιο αυτό αυγό, ένιωσα άτρωτος, γεμάτος χαρά και αυτοπεποίθηση.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.
Α ομάδα ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει μέσα
Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας
Έρικα Τζαγκαράκη Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας στην μικρη Ριτζάκη Σταματία-Σπυριδούλα Τα Ηλιοβασιλέματα της μικρής Σταματίας ISBN: 978-618-81493-0-4 Έρικα Τζαγκαράκη Θεσσαλονίκη 2014 Έρικα Τζαγκαράκη
Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία
Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία Πικρίδου-Λούκα. 2014 Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει
Μια νύχτα Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει Μια νύχτα σαν κι αυτή μια νύχτα σαν κι αυτή θέλω να σου πω πόσο σ
ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α
ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β Ερώτηση 1 α Το βιβλίο με τίτλο «Χάρτινη Αγκαλιά», της Ιφιγένειας Μαστρογιάννη, περιγράφει την ιστορία ενός κοριτσιού, της Θάλειας, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Φεύγει
Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»
Αναστασία Μπούτρου Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά» α) Αν κάποιος έχει φαντασία, μπορεί και φαντάζεται έναν καλύτερο κόσμο. Κλείνει τα μάτια του και βλέπει αυτό που ποθεί. Αυτό το απόσπασμα εννοεί
A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.
A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES. 1. Η συγγραφέας του βιβλίου μοιράζεται μαζί μας πτυχές της ζωής κάποιων παιδιών, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. α) Ποια πιστεύεις ότι είναι τα
Μαρούλα Κλιάφα Μελίνα Κ Γεράσιμος Κ.: Μάριος Κ.
Την Παρασκευή, 15 Δεκεμβρίου 2017, η συγγραφέας Μαρούλα Κλιάφα επισκέφτηκε το σχολείο μας και συναντήθηκε με τους μαθητές και τις μαθήτριες του Α2, Β1, Β5. Οι μαθητές/ριες του Α2 ασχολήθηκαν στο πλαίσιο
Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής
Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής Ο Μικρός Πρίγκιπας έφτασε στη γη. Εκεί είδε μπροστά του την αλεπού. - Καλημέρα, - Καλημέρα, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, ενώ έψαχνε να βρει από πού ακουγόταν η
Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1
1 Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1 2 1.Στο βιβλίο παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο πραγματικός κόσμος της Ρόζας, στη νέα της γειτονιά, και ο πλασματικός κόσμος, στον
ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά για αξίες και συναισθήματα»
Ημερομηνία 8/4/2015 Μέσο Συντάκτης Link http://artpress.sundaybloody.com/ Βασίλης Κάργας http://goo.gl/di6ugf Μαρίνα Γιώτη, συγγραφέαςεικονογράφος : «Τα παραμύθια είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά
Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη
Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α Γυμνασίου Απαντήσεις ερωτήσεων σχολικού βιβλίου σχ. βιβλίο (σελ. 157) Γυμνάσιο: 9.000 μαθήματα με βίντεο-διδασκαλία για όλο το
Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.
Αποστόλη Λαμπρινή (brines39@ymail.com) ΔΥΝΑΜΗ ΨΥΧΗΣ Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν. Θα σε χτυπάνε, θα σε πονάνε,
Μαρίνα Γιώτη, συγγραφέας-εικονογράφος «Τα παραμύθια είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά για αξίες και συναισθήματα»
Ημερομηνία 8/4/2015 Μέσο Συντάκτης Link artpress.sundaybloody.com Βασίλης Κάργας http://artpress.sundaybloody.com/?it_books=%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%bd%ce %B1-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7- %CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CE%B1%CF%82-
Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΙΑΣ ΠΑΡΕΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι. Αμέσως χάρηκαν πολύ, αλλά κι απογοητεύτηκαν ταυτόχρονα όταν έμαθαν ότι θα ήταν ένα
Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι
1 Σειρά Σπουργιτάκια Εκδόσεις Πατάκη Ένα γεμάτο μέλια χεράκι Βούλα Μάστορη Εικονογράφηση: Σπύρος Γούσης Σελ. 91 Δραστηριότητες για Γ & Δ τάξη Συγγραφέας: Η Βούλα Μάστορη γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Πέρασε τα
Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014
Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12 ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014 ΒΙΒΛΙΟΠΟΝΤΙΚΕΣ 2013-2014 ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ 12 ΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ. ΕΜΕΙΣ ΓΡΑΨΑΜΕ
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»
Ο εγωιστής γίγαντας Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» 2010-2011 Κάθε απόγευμα μετά από το σχολείο τα παιδιά πήγαιναν για να παίξουν στον κήπο του γίγαντα.
ANAKOINΩΣΗ ΤΥΠΟΥ. Η Σοφία η μέλισσα ταξίδεψε και έπαιξε με παιδιά έξι Δημοτικών σχολείων στις επαρχίες της Κύπρου. Λευκωσία, 7 Δεκεμβρίου 2015
ANAKOINΩΣΗ ΤΥΠΟΥ Επικοινωνία: Γραφείο Επικοινωνίας Τομέας Προώθησης και Προβολής, Πανεπιστήμιο Κύπρου Τηλ. 22894304 ηλ. διεύθυνση: prinfo@ucy.ac.cy ιστοσελίδα: www.pr.ucy.ac.cy ΠΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ Λευκωσία,
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΕΖΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ για μαθητές ΣΤ' Δημοτικού, Γυμνασίου και Α' Λυκείου.
Εκπαιδευτικός Οργανισμός Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΕΖΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ για μαθητές ΣΤ' Δημοτικού, Γυμνασίου και Α' Λυκείου. ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: Η Έδρα UNESCO Διαπολιτισμικής
Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!
Κυριακή, 2 Ιουλίου 2017 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ: ΓΙΩΤΑ ΦΩΤΟΥ Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της! Πείτε μας λίγα λόγια
β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;
1α) H πραγματική ζωή κρύβει χαρά, αγάπη, στόχους, όνειρα, έρωτα, αλλά και πόνο, απογοήτευση, πίκρες, αγώνα. Aν λείπουν όλα αυτά τα συναισθήματα και οι ανατροπές, αν χαθεί η καρδιά και η ψυχή, η ελευθερία,
Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων
Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων Τίτλος βιβλίου: «Μέχρι το άπειρο κι ακόμα παραπέρα» Συγγραφέας: Άννα Κοντολέων Εκδόσεις: Πατάκη ΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1. Ένας έφηβος, όπως είσαι εσύ, προσπαθεί
ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη
ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αλκιβιάδη Θεσσαλονίκη Υεβρουάριος 2015 [3] Παναγιώτα Παπαδημητρίου Αφιερωμένο στον πατέρα μου Αλκιβιάδη Copyright
Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου
Χάρτινη αγκαλιά Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου Εργασίες 1 α ) Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο που διαβάσαμε κρύβει στις σελίδες του βαθιά και πολύ σημαντικά μηνύματα, που η συγγραφέας θέλει να μεταδώσει
Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα
Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα 21/04/2015 Το φως της λάμπας πάνω στο τραπέζι αχνοφέγγει για να βρίσκουν οι λέξεις πιο εύκολα το δρόμο τους μέσα
Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:
Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΠΟ: alexandra2005@yahoo.gr ΠΡΟΣ:elenitsasiop@gmail.com ΘΕΜΑ: Κυριακή, στο σπίτι μου! 1 Άσκηση
Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη
Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη ΝΑΤΑΣΑ ΚΑΡΥΣΤΙΝΟΥ 21.06.2017-12:28 Η «Ψαρόσουπα», «Το χρυσό μολύβι»,
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ
ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ Μη µου µιλάς γι' αυτά που ξεχνάω Μη µε ρωτάς για καλά κρυµµένα µυστικά Και µε κοιτάς... και σε κοιτώ... Κι είναι η στιγµή που δεν µπορεί να βγεί απ' το µυαλό Φυσάει... Κι είναι
Η συμμετοχή και οι δράσεις του 3 ου ΓΕΛ Ηρακλείου Αττικής στο πρόγραμμα της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Β Αθήνας «COMENIUS REGIO»
Η συμμετοχή και οι δράσεις του 3 ου ΓΕΛ Ηρακλείου Αττικής στο πρόγραμμα της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Β Αθήνας «COMENIUS REGIO» ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ (2) στο μάθημα των ερευνητικών εργασιών.
Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20
Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου 2015-22:20 Από τη Μαίρη Γκαζιάνη «Μέσω της μυθοπλασίας, αποδίδω τη δικαιοσύνη που θα ήθελα να υπάρχει» μας αποκαλύπτει η συγγραφέας
Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και εκπαιδευτικές προκλήσεις: Πολιτική - Έρευνα - Πράξη Αθήνα, 14-15 Μαΐου 2010 ηρητήριο _2010 1 Τα πολυτροπικά κείμενα ως εργαλείο προώθησης της
Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο
Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο Ο Ηλίας ανεβαίνει Ψηλά Ψηλότερα Κάθε Μάρτιο, σε μια Χώρα Κοντινή, γινόταν μια Γιορτή! Η Γιορτή των Χαρταετών. Για πρώτη φορά,
Victoria is back! Της Μαριάννας Τ ιρά η
Victoria is back! Της Μαριάννας Τ ιρά η Victoria is back! Με αφορμή την επίσκεψη της Βικτώριας Χίσλοπ στο Ρέθυμνο της Κρήτης για την παρουσίαση του καινούριου της βιβλίου Ανατολή, άρπαξα την ευκαιρία να
ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό
http://hallofpeople.com/gr/bio/roumi.php ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ Επιλεγμένα ποιήματα γλυκαίνει καθετί πικρό το χάλκινο γίνεται χρυσό το θολό κρασί γίνεται εκλεκτό ο κάθε πόνος γίνεται γιατρικό οι νεκροί θα αναστηθούν
Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα
Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα της Εβελίνας Στο τέλος κάθε χρόνου, η παλιά μου γυμνάστρια, οργανώνει μια γιορτή με χορούς, παραδοσιακούς και μοντέρνους. Κάθε χρονιά, το θέμα της γιορτής είναι διαφορετικό. (π.χ.
Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.
Το μαγικό βιβλίο Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια γοργόνα μέσα στα καταγάλανα νερά. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και γίνομαι
Οι ιχνηλάτες ταξιδεύουν σε άγνωστα νερά
Οι ιχνηλάτες ταξιδεύουν σε άγνωστα νερά Μια φορά κι έναν καιρό μια παρέα από μαθητές και μαθήτριες που αγαπούσαν την περιπέτεια και ήθελαν να γνωρίσουν τον κόσμο αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι μακρινό.
Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018
Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018 by Rena Mavridou Αγαπητή Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη, πώς προέκυψε η συγγραφή στη ζωή
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 «Ο Αϊούλαχλης και ο αετός» (Φλώρινα - Μακεδονία Καύκασος) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #25 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011
Σόφη Θεοδωρίδου: «Ζήσαμε και καλά χρόνια στη Μικρά Ασία με τους Τούρκους, πριν γίνουν όλα μαχαίρι και κρέας»
Τετάρτη, 04/10/2017 Συνεντεύξεις Σόφη Θεοδωρίδου: «Ζήσαμε και καλά χρόνια στη Μικρά Ασία με τους Τούρκους, πριν γίνουν όλα μαχαίρι και κρέας» «Η αρμονική συμβίωση των λαών είναι εφικτή.» «Έχω μάθει να
T: Έλενα Περικλέους
T: 7000 0090 www.greendot.com.cy Έλενα Περικλέους Ο πρασινομπαλίτσας επιστρέφει... γιατί τα παραμύθια λένε πάντα την ΑΛΗΘΕΙΑ Συγγραφή: Έλενα Περικλέους Εποπτεία: Άρτεμις Παλαιογιάννη / Σάκης Θεοδοσίου
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μουσική..............................................11 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΓΧΟΡΔΟ Η αρχοντοπούλα κι ο ταξιδευτής........................15 ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΟΥΣΤΟ
ΤόνιαΝικολαϊδη: Έργα
ΤόνιαΝικολαϊδη: Έργα 1947-2010 Η Τόνια Νικολαΐδη ανήκει στους καλλιτέχνες που πιστεύουν πως ο λόγος που εξασκούν μία τέχνη είναι για να βγάλουν από μέσα τους τον αληθινό τους κόσμο ώστε να συνομιλήσει
Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά
Ελάτε να ζήσουμε τα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά Χριστούγεννα (μέσα από ιστορίες και χριστουγεννιάτικα παιχνίδια) 1 Στόχοι: Μέσα από διάφορες
Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21
Ημερομηνία 12/12/2015 Μέσο Συντάκτης Link http://now24.gr/ Μαίρη Γκαζιάνη http://now24.gr/i-singrafeas-giota-gouveli-ke-i-proti-kiria/ Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου
Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας
ΘΥΜΑΜΑΙ; Πρόσωπα Ήρωας: Λούκας Αφηγητής 1: Φράνσις Παιδί 1: Ματθαίος Παιδί 2: Αιµίλιος Βασίλης (αγόρι):δηµήτρης Ελένη (κορίτσι): Αιµιλία Ήλιος: Περικλής Θάλασσα: Θεοδώρα 2 ΘΥΜΑΜΑΙ; CD 1 Ήχος Θάλασσας Bίντεο
ποδράσηη Εδώ κι εκεί Εγώ κι εσύ Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους 2011-2012 ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ 9 ποδράσηη 5 Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους 2011-2012 Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 2ο Γυμνάσιο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης Ελληνικού Εδώ κι εκεί Εγώ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΡΤΣΩΤΑΣ Α 1 Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΡΤΣΩΤΑΣ Α 1 Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Τίτλος βιβλίου: «Παπούτσια με φτερά» Συγγραφέας: Παπαγιάννη Μαρία Εκδόσεις: Πατάκη ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1.Στο βιβλίο παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι.
Ο "Παραμυθάς" Νίκος Πιλάβιος στα Χανιά
Ο "Παραμυθάς" Νίκος Πιλάβιος στα Χανιά 18 Ιαν 2014 Χανιά (18/1), Σταλός (19/1), Χανιά 18.01 έως 19.01 Ο "Παραμυθάς" Νίκος Πιλάβιος στα Χανιά Ο Παραμυθάς των παιδικών μας χρόνων έρχεται στην Κρήτη Όταν
Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]
Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων] 1. Είστε ικανοποιημένος/η από το Πρόγραμμα; Μ. Ο. απαντήσεων: 4,7 Ικανοποιήθηκαν σε απόλυτο
Το παιχνίδι των δοντιών
Το παιχνίδι των δοντιών Ρία Φελεκίδου Εικόνες: Γεωργία Στύλου Εκπαιδευτικό υλικό από τη συγγραφέα του βιβλίου [1] EΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ - ΤΑΞΙΔΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ουπς! αλλάζω φύλο για μια μέρα!
ΘΕΜΑ: «Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός Δημιουργικής Γραφής της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ο.Π.Ι.Φ.) και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (Υ.ΠΑΙ.Θ.)»
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο
4 Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο Σεβάχ. Για να δει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες.
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr
ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Μάθημα: Νέα Ελληνικά Γ Γυμνασίου. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Ενότητα 6, Μέρος Δ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Μάθημα: Νέα Ελληνικά Γ Γυμνασίου ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Ενότητα 6, Μέρος Δ Η παρούσα διδακτική πρόταση πραγματοποιήθηκε στο Περιφερειακό Γυμνάσιο Πέρα Χωρίου και Νήσου σε
Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού
Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού έπαιζε με την μπάλα του. Μετά από ένα δυνατό χτύπημα η μπάλα
Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου
Μαρία αγγελίδου χ ρ υ σ ο το βυζάντιο σε έξι χρώματα eikonoγραφηση κατερίνα βερουτσου «Ένας Θεός στον ουρανό, ένας βασιλιάς στη γη: ένας αυτοκράτορας. Και μια πόλη ολόλαμπρη, απ το χρυσάφι ολολαμπρότερη».
Η Περιγραφική Αξιολόγηση. στο Γ/σιο Βουργαρελίου. κατά το σχ. έτος Πάτρα, Μαρία Γλάβα
Η Περιγραφική Αξιολόγηση στο Γ/σιο Βουργαρελίου κατά το σχ. έτος 2017-2018 Πάτρα, 15-2-2019 Μαρία Γλάβα Περιεχόμενο παρουσίασης Στιγμές ορόσημα στην υλοποίηση της Π.Α. στο Γ/σιο Βουργαρελίου Ενδεικτικά
Συλλογικός Τόμος Εργασιών Περιγραφή Πιλοτικού Προγράμματος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Περιγραφή Πιλοτικού Προγράμματος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Μητροπολίτη Ιερισσού Αγίου Όρους και Αρδαμερίου... 9 Δημάρχου Αριστοτέλη... 10 Προέδρου Αριστοτέλειου Πνευματικού Κέντρου Ιερισσού... 11 Σχολικού
Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, 105 58 Αθήνα Τηλ.: 2103312995, Fax: 2103241919 E-Mail: info@hcm.gr, www.hcm.gr
Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, 105 58 Αθήνα Τηλ.: 2103312995, Fax: 2103241919 E-Mail: info@hcm.gr, www.hcm.gr Το έργο υλοποιείται με δωρεά από το Σύντομη περιγραφή Το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο
Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία
Ημερομηνία 29/08/2016 Μέσο Συντάκτης bookcity.gr Ελίζα Νάστου Link http://bit.ly/2blbtqq Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία Το
Προκήρυξη. Πανελλήνιος Σχολικός Διαγωνισμός «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ»
Προκήρυξη Πανελλήνιος Σχολικός Διαγωνισμός «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ» Το σωματείο Ορίζοντες προκηρύσσει διαγωνισμό με τίτλο «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΟΥ» για το διδακτικό έτος 2018-2019.
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΡΟΔΕΣ
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013 2014 ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΡΟΔΕΣ «Τα ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΡΟΔΕΣ είναι ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα που φέρνει μικρές κινητές, θεματικές, βιβλιοθήκες μέσα στην τάξη. Το πρόγραμμα ενθαρρύνει τα παιδιά να ξεφυλλίσουν,
Η εικαστική δράση που παρουσιάζεται στηρίζεται: φιλοσοφία των ΝΑΠ της Αγωγής Υγείας και των Εικαστικών Τεχνών ενεργητικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις
Η εικαστική δράση που παρουσιάζεται στηρίζεται: φιλοσοφία των ΝΑΠ της Αγωγής Υγείας και των Εικαστικών Τεχνών ενεργητικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις ενεργό συμμετοχή των μαθητών την έμφαση στις κοινωνικές
Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό
Ημερομηνία 9/6/2016 Μέσο Συντάκτης Link http://plusmag.gr/ Αλεξάνδρα Παναγοπούλου http://plusmag.gr/article/%cf%84%ce%b1%ce%bd_%cf%86%ce%b5%ce%b3%ce%bf%cf %85%CE%BD_%CF%84%CE%B1_%CF%83%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CF%86%CE%B1_%CE%B
ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ Π. Ψυχικό, Νοέμβριος 2018
12οι ΑΓΩΝΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ 2018-19 ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ Π. Ψυχικό, Νοέμβριος 2018 «Όρια» Πέρα ή πάνω από τα όρια, μέσα ή κάτω από αυτά, με ή χωρίς όρια Μια λέξη μόνο, πολύσημη κι ευέλικτη, στιβαρή αλλά και παιχνιδιάρικη,
Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου. στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη
Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη Α ομάδα 1. Στο βιβλίο παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι. Ο πραγματικός κόσμος της Ρόζας,
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ» Δ. Σολωμός Δελτίο τύπου 1) Το Σάββατο 15-03-08 πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τέχνης από το 1 ο ΓΕΛ και υπό την αιγίδα του Δήμου Κοζάνης παράσταση με θέμα: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
Η Πένυ Παπαδάκη μας μιλά με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου της "Φως στις σκιές"
Η Πένυ Παπαδάκη μας μιλά με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου της "Φως στις σκιές" Κυρία Παπαδάκη, το βιβλίο σας Φως στις Σκιές που επανεκδίδεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός, πραγματεύεται δύσκολα κοινωνικά
Είμαι ξεχωριστός. Είσαι ξεχωριστή. Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ.
Πολυξένη Ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή μας. 22/09/2014 Είμαι ξεχωριστός. Είσαι ξεχωριστή. Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινήσει και αυτό το βιβλίο. Κάθε ένας από εμάς
Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου
Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ 2 0 1 8 Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου "Υπήρχε μαγεία πίσω από τη συγγραφή, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα οφέλη της κάθαρσης. Κυριαρχία πάνω στα αισθήματα και στις κινήσεις
β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;
1 α) H πραγματική ζωή κρύβει χαρά, αγάπη, στόχους, όνειρα, έρωτα, αλλά και πόνο, απογοήτευση, πίκρες, αγώνα. αν λείπουν όλα αυτά τα συναισθήματα και οι ανατροπές, αν χαθεί η καρδιά και η ψυχή, η ελευθερία,
ΣΥΝ ΚΙΝΗΣΙΣ- ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Επικοινωνία ΣυνΚίνησις 2155304973, 6973933877 info@sinkinisis.com www.sinkinisis.com ΣΥΝ ΚΙΝΗΣΙΣ- ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 3-4-2002 ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΙΟΡΤΑΣΑΝ ΕΜΜΕΤΡΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Ταξιδευτής ο λογισμός καράβι το βιβλίο... Με μαντινάδες επέλεξαν οι μαθητές και οι μαθήτριες του 2ου και του 4ου Τεχνικού
Η Λένα Μαντά στο Outnow: Το πιο δύσκολο είναι όταν πρέπει να γράψω το «τέλος»!
Η Λένα Μαντά στο Outnow: Το πιο δύσκολο είναι όταν πρέπει να γράψω το «τέλος»! OUTNOW, AUGUST 4, 2014 Μια γνήσια Κωνσταντινοπολίτισσα, με ιδιαίτερο ταπεραμέντο και αξιοπρόσεχτη πένα! Το πρώτο της βιβλίο
Η βαλίτσα του κ. 2Π Βασικοί στόχοι της εκπαιδευτικής βαλίτσας: Η καλλιέργεια της συνείδησης του ενεργού πολίτη σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η ευαισθητοποίηση γύρω από τα παγκόσμια ζητήματα και την
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr
1 ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΙΝΔΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ 2016 και τη Δράση Saferinternet.gr Τα δύο ποιήματα που επιλέχθηκαν και στάλθηκαν στη δράση Στο διαδίκτυο Στο διαδίκτυο αν
Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου :26
Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου 2015-10:26 Γράφει η Μαίρη Γκαζιάνη «Οι ψευδαισθήσεις είναι ένας θεμιτός μηχανισμός της ανθρώπινης ψυχής. Χωρίς την
Όμιλος Γλώσσας : «Παιχνίδια γλώσσας και δημιουργική γραφή» ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Όμιλος Γλώσσας : «Παιχνίδια γλώσσας και δημιουργική γραφή» ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Η δημιουργική γραφή στο δημοτικό σχολείο είναι μια προσπάθεια να ξυπνήσουμε στο παιδί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του,
Πένυ Παπαδάκη: «Οι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο δεν επηρεάζονται από την κρίση» ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΑΝΘΟΣ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017
Πένυ Παπαδάκη: «Οι άνθρωποι που αγαπούν το βιβλίο δεν επηρεάζονται από την κρίση» ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΑΝΘΟΣ 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΟΤΑΝ ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΜΙΛΟΥΝ Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη σε μια εποικοδομητική συνέντευξη στο
Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.
Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου. Ενότητα 1: Το σπασμένο μπισκότο. Γιάννα Ροϊλού. Τμήμα: Θεατρικών Σπουδών. Σελίδα 1 1 Σκοποί ενότητας..3 2 Περιεχόμενα ενότητας
«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»
«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ» ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ τι πιστεύω για την εξαφάνιση, αλλά δώσε μου λίγο χρόνο. Όχι,
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ κ. ΕΛΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΡΑΛΛΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΗΛΕΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ κ. ΕΛΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΡΑΛΛΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΘΗΛΕΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ Τη Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014 επισκέφτηκε το σχολείο μας η συγγραφέας κ. Ελένη Δικαίου στα πλαίσια του μαθήματος των βιωματικών δράσεων (Project)
Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ
Τί σε απασχολεί; Διάβασε τον κατάλογο που δίνουμε παρακάτω και, όταν συναντήσεις κάποιο θέμα που απασχολεί κι εσένα, πήγαινε στις σελίδες που αναφέρονται εκεί. Διάβασε τα κεφάλαια, που θα βρεις σ εκείνες
ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Με τους μαθητές τις μαθήτριες και τη δασκάλα της P2ELa 2013-2014 Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ- ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Μια μέρα ξεκινήσαμε από τις Βρυξέλλες
ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ
ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ Μεθοδολογία: Συνεργατική Βιωματική προσέγγιση. Στόχοι: Ανάπτυξη δεξιοτήτων δημιουργικού χειρισμού εννοιών σε κλίμα καλής επικοινωνίας και συνεργασίας. Απόπειρα δημιουργικής
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΕΝΗ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ 34ΟΥ ΠΦΕΘΚ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Τις εντυπώσεις τους από την οργάνωση του 34 ου Πανελλήνιου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Καρδίτσας (που πραγματοποιεί η Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων του Νομού από 9 έως 18 Μαρτίου στο Δημοτικό Κινηματοθέατρο)
Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος
Ιστορίες που ζεις δυνατά Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος Στο τώρα Έχω δώσει τόσες υποσχέσεις που νομίζω ότι έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι που λέω ψέματα όταν δεν τις τηρώ, είναι
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER 1 Α Ομάδα «Κάθεσαι καλά, Γκέοργκ; Καλύτερα να καθίσεις, γιατί σκοπεύω να σου διηγηθώ μια ιστορία για γερά νεύρα». Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας του βιβλίου