Ο πρίγκιπας του κάστρου Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πρίγκιπας που ήταν πάνω σε ένα άλογο. Ήθελε να πάει σε ένα μαγικό κάστρο που ήταν πολύ επικίνδυνο. Ήθελε να σκοτώσει κάτι κακούς ανθρώπους. Σκέφτηκε να πάει για να σκοτώσει και έναν κύκλωπα με τσεκούρι. Καθώς προχωρούσε είδε από μακριά το κάστρο που έψαχνε. Βρήκε ένα μικρό μονοπάτι και το ακολούθησε. Πλησίασε στην πόρτα. Χτύπησε και δεν του άνοιξαν. Πήγε στην άλλη μεριά. Βρήκε πάλι μια άλλη πόρτα. Χτύπησε αλλά δεν του άνοιξαν. Σκέφτηκε να ανεβεί στην κορυφή του κάστρου. Καθώς ανέβαινε έπεσε πάνω του ένα χρυσό κλειδί. Πήδηξε ξανά κάτω στον κήπο του κάστρου. Έπιασε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε και βρήκε ένα ιππότη. Ο πρίγκιπας με μια μαχαιριά τον σκότωσε. Άκουσε τότε μια φωνή, ήταν ο κύκλωπας. Βρήκε μικρά δρακάκια που του έριχναν μικρές φωτιές αλλά δεν τον πετύχαιναν. Μετά τον πρίγκιπα τον ρούφηξε το πάτωμα. Ξαφνικά τον βρήκαν οι δράκοι και τον περικύκλωσαν. Έπιασε το σπαθί, το πέταξε στον δράκο και τον πέτυχε στην καρδία. Τότε ο δράκος πέθανε. Μετά από λίγη ώρα έπιασε από την τσέπη το μαχαίρι, πετάχτηκε σε ένα άλλο δράκο και τον πέτυχε στην κοιλιά. Τον σκότωσε. Τότε πήδησε πάνω στην οροφή και βρήκε τον κύκλωπα. Έπιασε το κοντάρι και πήδηξε πάνω στον κύκλωπα. Τον πέτυχε στο μάτι και τον σκότωσε. Τελικά ο πρίγκιπας κατάφερε να κάνει το παλάτι δικό του. Έφερε και άλλους πολλούς ιππότες για να τον προσέχουν. Εκεί έζησαν όλοι ευτυχισμένοι. Αντρέας Βασιλείου Το τζίνι και ο μάγος Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μάγος που ήταν πάνω σε μια άμαξα. Επιθυμούσε να πάει σε ένα χωριό που ονομαζόταν «Άμπρα Κατάμπρα». Ξέρετε, ήθελε να πάει εκεί γιατί έψαχνε το ένα και μοναδικό λυχνάρι. Τώρα τελευταία δεν τα πήγαινε τόσο καλά με τα μάγια του και αυτό θα ήθελε να ευχηθεί στο τζίνι. Πέρασε μέσα από βουνά, δάση και λαγκάδια μέχρι που άρχισε να φαίνεται στο βάθος ένα χωριουδάκι. Πλησίασε να δει αν υπάρχει κανένας χωριανός να του πει πού βρίσκεται. Ξεκίνησε να περπατάει στα στενά δρομάκια. Έψαχνε μια πινακίδα, μα τίποτα! Δεν βρήκε πινακίδα ούτε έναν άνθρωπο.
Προχώρησε καταϊδρωμένος πέντε βήματα να βρει κανένα δέντρο να ξεκουραστεί. Ξαφνικά πετάχτηκε ένα μεγαλόσωμο τζίνι! Τρομαγμένος κοιτούσε με απορία το τζίνι και δεν πίστευε στα μάτια του. «Λες να είναι αυτό που ψάχνω;» αναρωτήθηκε σιωπηλά. - Γεια σου! - Γεια σας κύριε. - Ξέρεις πού βρίσκομαι γιατί δεν είδα πινακίδες; - Βρίσκεσαι στο χωριό «Άμπρα Κατάμπρα» κι εγώ είμαι το ένα και μοναδικό τζίνι. Μπορώ να σου πραγματοποιήσω μια ευχή! - Τότε αν μπορείς να μου πραγματοποιήσεις μια ευχή, είμαστε σύμφωνοι. Η ευχή μου είναι να με βοηθήσεις με τα μάγια μου γιατί δεν τα πάω και τόσο καλά. - Περίμενε, υπό έναν όρο. Πριν πολλά πολλά χρόνια ήρθαν πειρατές και με άφησαν εδώ, από τότε κανένας άνθρωπος δεν ήρθε. Γι αυτό θέλω να με πας κάπου θα έχει κόσμο. Σύμφωνοι; - Σύμφωνοι. Έσφιξαν τα χέρια και ξεκίνησαν. - Λοιπόν απ ότι κατάλαβα θέλεις να γίνεις ο καλύτερος μάγος στον κόσμο. Δεν συμφωνείς; - Συμφωνώ. Αλλά εσύ δεν βλέπω να κάνεις τα μάγια σου. - Εντάξει καλά πρέπει να περιμένεις λίγο, δεν λέω μια λέξη και γίνεσαι ο καλύτερος μάγος στον κόσμο. Περίμενε λίγο να κάνω τα μαγικά μου. «Αμπρα, κατάμπρα ο μάγος εδώ να γίνει ο καλύτερος μάγος στον κόσμο» είπε το τζίνι με βραχνή φωνή. Ωραία τώρα ήρθε η σειρά σου να με βοηθήσεις. - Έλα! Ανέβα στην άμαξα. - Καλά μα πού θα πάμε; - Δεν μου είπες ότι θέλεις κόσμο; - Ναι, ναι σου είπα. - Εκεί θα πάμε. Και από τότε ξεκίνησε μια καινούρια φιλία. Μαρία Παπούδα Η κυρα-κακή και οι 12 οι μήνες Μια φορά κι ένα καιρό ζούσαν σ ένα χωριό δυο κυρούλες. Τη μια την έλεγαν Καλή, γιατί ήταν ευγενική και καλόψυχη. Την άλλη την έλεγαν Κακή, γιατί δεν έλεγε ποτέ τον καλό το λόγο. Μια μέρα η Κακή πήγε στο βουνό να μαζέψει ξύλα. Παρουσιάζονται τότε μπροστά της δώδεκα παλικάρια. Ήταν οι δώδεκα μήνες του χρόνου.
Γεια σου, γιαγιά, της λένε. Γεια σας και σε σας, απαντά η κυρα-κακή. Δεν μας λες, γιαγιά τι γνώμη έχεις για τους δώδεκα μήνες του χρόνου; Ποιον αγαπάς περισσότερο; Τι πράγματα είναι αυτά που με ρωτάτε; Δεν μ αρέσει κανένας! Ο Γενάρης με τα χιόνια που πάντα κρυώνω. Ο Φλεβάρης με το καρναβάλι που μου ξεκουφαίνει τα αυτιά από τις μουσικές. Ο Μάρτης που ξαναγεννιέται η φύση και τα χρώματα τον λουλουδιών με εκνευρίζουν. Ο Απρίλης με το Πάσχα που κελαηδούν τα πουλιά και με ζαλίζουν. Το Μάιο με πιάνει αλλεργία με τις παπαρούνες. Τον Ιούλη ο ήλιος καίει. Ο Αύγουστος με τις εκδρομές και τα ταξίδια που με κουράζουν. Το Σεπτέμβρης ανοίγουν τα σχολεία όπου με ξεκουφαίνουν τα κουδούνια. Τον Οκτώβρη βαριέμαι να σκουπίζω τα φύλλα που πέφτουν απ τα δέντρα. Ο Νοέμβριος με την δυνατή βροχή και ο Δεκέμβρης με τις γιορτές που δεν μ αρέσουν. Οι μήνες θύμωσαν πολύ με την κακία της και της έδωσαν ένα τσουβαλάκι για δώρο. Όταν η κακιά γριά πήγε στο σπίτι και το άνοιξε ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Μαρίνα Στυλιανού Η Χωχαρούπα Οι τέσσερις μας φίλοι περπάτησαν πολύ. Πέρασαν από τη Λιλιμέρα, ακολούθως έφτασαν στη χώρα των αινιγμάτων και τέλος βρήκαν τη Χωχαρούπα. Η Χωχαρούπα είναι μία μαγική χώρα με καταγάλανο ουρανό. Τα σπίτια στη Χωχαρούπα είναι φτιαγμένα από ζάχαρη. Η κορυφή του σπιτιού από σοκολάτα. Τα πάρκα είναι πολύ μεγάλα και έχουν πολλά παιχνίδια όπως τσουλήθρα και τραμπάλα. Επίσης έχει πανύψηλα δέντρα και χρωματιστά λουλούδια. Τα παιδιά στη Χωχαρούπα είναι πολύ χαρούμενα και ευτυχισμένα. Φορούν πολύχρωμα ρούχα και καπέλα. Εκεί στη Χωχαρούπα έπαιζαν και τραγουδούσαν. Επίσης, διάβαζαν πολλά στιχάκια και ποιηματάκια. Ήταν παιδιά από όλο τον κόσμο. Από την Ασία, την Αυστραλία, την Αφρική και την Αμερική. Ζούσαν όλα αγαπημένα και ειρηνικά. Οι τέσσερις μας φίλοι περνούσαν υπέροχα και γνώρισαν καινούριους φίλους. Μακάρι να ήμουν κι εγώ μαζί τους!!! Βικτώρια Δημητρίου
Η Χωχαρούπα Οι τέσσερις μας φίλοι περπάτησαν πολύ. Πέρασαν από τη Λιλιμέρα, ακολούθως έφτασαν στη χώρα των αινιγμάτων και τέλος βρήκαν τη Χωχαρούπα. Η Χωχαρούπα είναι μια χώρα μαγική και έχει καταγάλανο ουρανό. Στη Χωχαρούπα τα σπίτια είναι πολύ χαμηλά και είναι φτιαγμένα από ζάχαρη. Η σκεπή από σοκολάτα και η καμινάδα από ένα τεράστιο γλειφιτζούρι. Τα πάρκα είναι πάρα πολύ μεγάλα.έχει πανύψηλα δέντρα και πάρα πολλά παιχνίδια. Επίσης έχει παράξενα λουλούδια. Έχει παιδιά από διαφορές χώρες. Υπάρχουν παιδιά μαύρα και λευκά, παιδιά με μαλλιά ξανθά και καστανά, παιδιά με μάτια σκιστά και αμυγδαλωτά. Διαβάζουν όλο ποιήματα. Φορούν πολύχρωμα καπέλα. Είναι χαρούμενα, γελαστά και πολύ αγαπημένα. Ζουν ειρηνικά όλοι μαζί. Παίζουν, τραγουδάνε, διαβάζουν πολλά ποιήματα. <<Εύχομαι ότι μια μέρα θα πάω εγώ εκεί.>> Χριστόδουλος Γεννάρης Περιγράφω το αγαπημένο μου παιχνίδι Μου αρέσουν πολλά παιγνίδια αλλά το αγαπημένο μου είναι να παίζω με τα ζωάκια μου. Έχω δύο κάτασπρα σκυλάκια και δύο πολύχρωμα παπαγαλάκια. Έχω επίσης 11 γλυκούλικα χοιροκουτάκια. Κάθε μεσημέρι όταν επιστρέφω στο σπίτι μου η Αιμιλία, το ένα μου σκυλάκι, με υποδέχεται χοροπηδώντας σαν κατσικάκι. Με την Αιμιλία παίζουμε ένα σωρό παιγνίδια. Παίζουμε με την μπαλίτσα της και παίζουμε και κυνηγητό. Το άλλο μου σκυλάκι ο Αλέξανδρος είναι γέρος και φοβερά λαίμαργος. Έχω ένα κλουβί με 11 χοιροκουτάκια. Έχουν χρώμα άσπρο, καφέ και μαύρο. Όταν προσπαθήσω να τα πιάσω τρέχουν γρήγορα σαν αστραπή. Όλα μου τα ζωάκια είναι αξιολάτρευτα! Κυριακή Μιχαήλ
Η Χωχαρούπα Οι τέσσερις μας φίλοι περπάτησαν πολύ. Πέρασαν από την Λιλιμέρα, ακολούθως έφθασαν στην χώρα των αινιγμάτων και τέλος βρήκαν την Χωχαρούπα. Η Χωχαρούπα είναι μια χώρα μαγική που ζουν χαρούμενα παιδιά. Έχει καταγάλανο ουρανό και τα πουλιά πετούν χαρούμενα. Ο ήλιος λάμπει. Τα σπίτια είναι από ζάχαρη και η σκεπή σαν μεγάλο γλειφιντζούρι. Η καμινάδα τους είναι από κερασάκια. Τα πάρκα στην Χωχαρούπα είναι τεράστια. Έχουν πάρα πολλά παιχνίδια όπως τραμπάλα, κούνιες και τσουλήθρες. Τα δέντρα είναι πανύψηλα και έχουν ζουμερούς καρπούς. Τα λουλούδια είναι πολύ παράξενα και μυρωδάτα. Τα παιδιά είναι από διάφορες ηπείρους όπως την Ασία, την Αφρική και την Αυστραλία. Φορούν καλοκαιρινά ρούχα και πολύχρωμα καπέλα, μεγάλα και μικρά. Έχει παιδιά λευκά και μαύρα, με σχιστά και με αμυγδαλωτά μάτια. Ζουν αγαπημένα και με ειρήνη. Τα παιδιά διαβάζουν πολλά ποιήματα. Επίσης παίζουν φιλικά και τραγουδούν όμορφα τραγούδια. Πόσο θα ήθελα η χώρα Χωχαρούπα να είναι αληθινή και εγώ να ταξίδευα σε αυτήν. Κεζούδη Αλεξάνδρα