Ο ΛΑΓΟΣ των οποίων τα βέλη είναι οξέα, και πάντα τα τόξα αυτών εντεταμένα. Οι όνυχες των ίππων αυτών θέλουσι νομισθή ως πυροβόλος πέτρα, και οι τροχοί των αμαξών αυτών ως ανεμοστρόβιλος. ΗΣΑΪΑΣ, ε, 28 Οβασιλιάς της Περσίας ολοκληρώνει τη μία κατάκτηση και αμέσως ξεκινάει την επόμενη: Μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας ακολούθησε η εκστρατεία εναντίον των Σκυθών με επικεφαλής τον ίδιο τον Δαρείο. Πού είναι η Βαβυλώνα, και πού είναι οι Σκύθες! Η απόσταση αυτή προϋπέθετε να διανυθεί το ήμισυ του τότε γνωστού κόσμου. Μόνο η πορεία από τον έναν τόπο στον άλλο μπορούσε να κρατήσει μήνες. Για να διανύσει πεντακόσια έως εξακόσια χιλιόμετρα ο περσικός στρατός, χρειαζόταν τότε ένα μήνα, και εδώ έπρεπε να καλυφθεί απόσταση πολλές φορές μεγαλύτερη. Ακόμα και για τον ρωμαλέο Δαρείο, το ταξίδι πρέπει να ήταν βασανιστικό. Είναι αλήθεια ότι ταξιδεύει σε βασιλική άμαξα, [ 181 ]
αλλά ακόμα και ένα τέτοιο όχημα είναι εύκολο να το φανταστούμε κουνάει τρομερά. Την εποχή εκείνη δεν γνωρίζουν ακόμη τίποτα από αναρτήσεις και ελατήρια, δεν ξέρουν ακόμη τα ελαστικά ούτε καν τους λαστιχένιους τροχούς. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχουν καν δρόμοι. Το πάθος, λοιπόν, πρέπει να είναι τόσο δυνατό, ώστε να μπορεί να αντισταθμίσει κάθε αίσθημα ταλαιπωρίας, κούρασης ή σωματικού πόνου. Στην περίπτωση του Δαρείου, είναι η δίψα του να επεκτείνει την αυτοκρατορία του και επομένως την εξουσία του στον κόσμο. Θα ήταν ενδιαφέρον να ξέραμε τι έβλεπαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης με τα μάτια της φαντασίας τους όταν άκουγαν τη λέξη «κόσμος». Πάντως ακόμη δεν υπάρχουν ανάλογοι χάρτες, άτλαντες ή υδρόγειες σφαίρες. Ο Πτολεμαίος θα γεννηθεί μόλις πέντε αιώνες αργότερα, ο Μερκάτορ έπειτα από δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν ήταν δυνατόν να δεις τον πλανήτη μας από ψηλά. Στο κάτω κάτω, υπήρχε η έννοια αυτή καθεαυτήν; Τη γνώση του κόσμου, λοιπόν, την αποκτάς κυρίως από την πείρα της διαφορετικότητας του γείτονα: «Εμείς ονομαζόμαστε Γιλιγάμες. Γείτονές μας είναι οι Ασβύστες. Και εσείς οι Ασβύστες, με ποιον συνορεύετε; Εμείς; Με τους Αυσχίσες. Και οι Αυσχίσες με τους Νασαμώνες. Και εσείς, Νασαμώνες; Εμείς από το νότο με τους Γαράμαντες, και από τη δύση με τους Μάκες. Και αυτοί οι Μάκες με ποιον; οι Μάκες με τους Γινδάνες. Και εσείς με ποιον; Εμείς με τους Λωτοφάγους. Και αυτοί; Αυτοί με τους Αυσείς. Και ποιος κατοικεί πιο πέρα, μακριά, πολύ μακριά; Οι Αμμώνιοι. Και πέρα από αυτούς; Οι Άτλαντες. Και πέρα από τους Άτλαντες;». Αυτό πια δεν το ξέρει κανείς, και δεν επιχειρεί καν να το φανταστεί. [ 182 ]
Δεν είναι, λοιπόν, αρκετό να ρίξεις μια ματιά στον παγκόσμιο άτλαντα (που άλλωστε δεν υπάρχει), για να διαπιστώσεις αυτό που διδάσκουν ήδη στο σχολείο (που άλλωστε δεν υπάρχει), ότι η Ρωσία συνορεύει με την Κίνα. Γιατί για να διαπιστώσεις αυτό το γεγονός, έπρεπε τότε να ρωτήσεις δεκάδες διαδοχικές (παίρνοντας ανατολική κατεύθυνση) σιβηρικές φυλές, για να φτάσεις κάποτε σε αυτές που συνορεύουν με τις κινεζικές φυλές. Αλλά ο Δαρείος εκστρατεύοντας εναντίον των Σκυθών είχε ήδη γι αυτούς κάποιες πληροφορίες και ήξερε πάνω κάτω σε ποιες περιοχές να τους αναζητήσει. Ο Μεγάλος Ηγεμόνας, που κύριο μέλημά του είναι η κατάκτηση του κόσμου, προχωρεί ως ενθουσιώδης αλλά και μεθοδικός συλλέκτης. Αναλογίζεται: έχω ήδη τους Ίωνες, έχω τους Κάρες, τους Λυδούς. Ποιος μου λείπει ακόμα; Μου λείπουν οι Θράκες, μου λείπουν οι Γέτες, μου λείπουν οι Σκύθες. Και στην καρδιά του φουντώνει αμέσως η επιθυμία να κατακτήσει αυτούς που βρίσκονται ακόμη έξω από τα όρια της εξουσίας του. Ωστόσο, όσοι διατηρούν ακόμη την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους δεν αντιλαμβάνονται ότι, τραβώντας την προσοχή του Μεγάλου Ηγεμόνα, έχουν ήδη καταδικάσει τον εαυτό τους. Και ότι τα υπόλοιπα είναι ζήτημα χρόνου. Γιατί σπάνια η καταδίκη πραγματοποιείται με επιπόλαιη και ανεύθυνη ορμητικότητα. Συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, ο βασιλεύς των βασιλέων θυμίζει ενεδρεύον αρπακτικό που, έχοντας ήδη εντοπίσει το επόμενο θύμα του, περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί. [ 183 ]
Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι συχνά χρειάζονται ένα πρόσχημα προκειμένου να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Είναι σημαντικό να προσδώσεις στην επιθυμία σου μια διάσταση πανανθρώπινης αποστολής ή ακόμα και θεϊκής εντολής. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, και πολλές επιλογές: η ανάγκη να αμυνθούμε, το χρέος να βοηθήσουμε τους άλλους ή το καθήκον να εκτελέσουμε τη θέληση των ουρανών. Το καλύτερο είναι ο συνδυασμός αυτών των τριών κινήτρων. Γιατί οι επιτιθέμενοι πρέπει να περιβληθούν τη δόξα της αγιοσύνης και να υποδυθούν το ρόλο των εκλεκτών που τους άγγιξε το μάτι του θεού. Το πρόσχημα του Δαρείου: Πριν από έναν αιώνα οι Σκύθες εισέβαλαν στη γη των Μήδων (ενός άλλου ιρανικού λαού δίπλα στους Πέρσες) και κυριάρχησαν πάνω τους επί είκοσι οχτώ χρόνια. Τώρα, λοιπόν, ο Δαρείος ξεθάβει αυτό το σχεδόν ξεχασμένο επεισόδιο και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση επιτιθέμενος στους Σκύθες. Πρόκειται για ένα ακόμα παράδειγμα εφαρμογής της αρχής του Ηροδότου: την ευθύνη φέρει εκείνος που άρχισε να αδικεί πρώτος, και γι αυτήν του την πράξη πρέπει να τιμωρηθεί ακόμα και ύστερα από πολλά χρόνια. Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς εθνολογικά τους Σκύθες. Είναι άγνωστο από πού εμφανίστηκαν και πότε. Υπήρξαν στο προσκήνιο επί χίλια χρόνια και ύστερα χάνονται άγνωστο πώς, αφήνοντας πίσω τους ωραία αντικείμενα από μέταλλο και τάφους, στους οποίους έθαβαν τους νεκρούς τους. Οι Σκύ- [ 184 ]
θες συγκροτήθηκαν σε ομάδα, και αργότερα σε συνομοσπονδία φυλών γεωργικών και ποιμενικών που κατοικούσαν σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης και της ασιατικής στέπας. Την ελίτ και την πρωτοπορία τους την αποτελούσαν οι βασιλικοί Σκύθες ομάδες εφίππων, ευκίνητες και απειλητικές, που είχαν ως βάση τους τις εκτάσεις που απλώνονταν βόρεια της Μαύρης θάλασσας, ανάμεσα στον Δούναβη και τον Βόλγα. Οι Σκύθες υπήρξαν επίσης περιώνυμοι για τον τρόμο που λέγεται πως προκαλούσαν, και που σταδιακά πήρε μυθικές διαστάσεις. Τους χαρακτήριζαν ξένους και μυστηριώδεις, άγριους και αποτρόπαιους, καθώς κάθε στιγμή μπορούσαν να επιτεθούν, να ληστέψουν, να σφάξουν ή να απαγάγουν. Ήταν δύσκολο να δει κανείς από κοντά τις εκτάσεις που ανήκαν στους Σκύθες, τις κατοικίες τους και τα κοπάδια τους, γιατί όλα αυτά καλύπτονταν από το πυκνό παραπέτασμα του χιονιού: Στα μέρη που βρίσκονται πέρα από τα εδάφη τους, στον βορρά, λένε ότι δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει ούτε έχει ορατότητα, τόσο πολλά είναι τα φτερά που αιωρούνται στον αέρα. Η γη και ο αέρας είναι γεμάτα φτερά και αυτά είναι που εμποδίζουν να βλέπει κανείς. Ο Ηρόδοτος αξιολογεί αυτή την πληροφορία σχολιάζοντάς την ως εξής: Όσο για τα φτερά που αναφέρουν οι Σκύθες ότι γεμίζει ο αέρας και εξαιτίας τους δεν μπορείς να δεις μπροστά σου ούτε και να προχωρήσεις, έχω την εξής γνώμη: Πάνω απ αυτή την χώρα χιονίζει πάντα, λιγότερο το καλοκαίρι απ ό,τι τον χειμώνα [ ]. Όποιος, λοιπόν, είδε από κοντά να πέφτει χιόνι, θα καταλάβει τι λέω, γιατί το χιόνι μοιάζει με φτερά. Εξαιτίας του χειμώνα που είναι τόσο βαρύς, δεν κατοικούνται οι περιοχές που βρίσκονται στα βόρεια της χώρας αυτής. Νομίζω, λοιπόν, ότι οι Σκύθες και οι γείτονές τους μιλούν για φτερά, προκειμένου να περιγράψουν το χιόνι. [ 185 ]
Σε αυτά τα εδάφη, όπως και ο Ναπολέων είκοσι τέσσερις αιώνες αργότερα, εκστρατεύει τώρα ο Δαρείος. Από αυτή την εκστρατεία θα προσπαθήσει να τον αποτρέψει ο αδερφός του, ο Αρτάβανος: [ ] τον συμβούλεψε να μην αναλάβει κανενός είδους εκστρατεία, απαριθμώντας του τις δυσκολίες που θα συναντούσε στους Σκύθες. Αλλά ο Δαρείος δεν συμμερίζεται την άποψή του, και έπειτα από γιγαντιαίες προετοιμασίες ξεκινάει επικεφαλής του μεγάλου του στρατού αποτελούμενου από όλους τους λαούς που εξουσίαζε. Ο Ηρόδοτος αναφέρει έναν αστρονομικό για εκείνα τα χρόνια αριθμό: [ ] μαζί με το ιππικό, αλλά χωρίς το ναυτικό, επτακόσιες χιλιάδες. Το ναυτικό αποτελούσαν εξακόσια καράβια. Την πρώτη γέφυρα διατάζει να τη χτίσουν στον Βόσπορο. Καθισμένος στο θρόνο του, παρακολουθεί πώς ο στρατός του περνάει πάνω από αυτήν. Τη δεύτερη γέφυρα τη χτίζει στον Δούναβη. Μετά το πέρασμα του στρατού, διατάζει να την γκρεμίσουν, αλλά ένας από τους υπασπιστές του, κάποιος Κώης, γιος του Ερξάνδρου, τον ικετεύει να μην το κάνει αυτό: «Βασιλιά, πρόκειται να εισβάλεις σε μια χώρα όπου δεν θα συναντήσεις ούτε καλλιεργημένη γη ούτε πολιτεία καμιά. Άφησε, λοιπόν, την γέφυρα αυτή εκεί που βρίσκεται [ ]. Αν βρούμε τους Σκύθες και πετύχουν τα σχέδιά μας, τότε ο δρόμος της επιστροφής θα είναι ανοιχτός. Αν δεν το κατορθώσομε, πάλι ο δρόμος της επιστροφής μας θα είναι εξασφαλισμένος. Δεν φοβήθηκα ποτέ ότι θα νικηθούμε από τους Σκύθες σε μάχη, αλλά μην τυχόν δεν τους συναντήσομε και περιπλανηθούμε και δεινοπαθήσομε». Αυτός ο Κώης έμελλε να αποδειχτεί προφήτης. [ 186 ]
Προς το παρόν ο Δαρείος διατάζει να αφήσουν τη γέφυρα και να συνεχίσουν την πορεία τους. Στο μεταξύ οι Σκύθες πληροφορούνται ότι εναντίον τους κινείται μεγάλος στρατός και καλούν σε συμβούλιο τους βασιλείς των γειτονικών λαών. Μεταξύ αυτών είναι, λοιπόν, ο βασιλιάς των Βουδίνων μια[ς] μεγάλη[ς] και πολυάνθρωπη[ς] φυλή[ς], [ ] οι μόνοι από τις φυλές της περιοχής αυτής που τρώνε κουκουνάρια από πεύκο. Έχουν όλοι μάτια γαλανά και μαλλιά κόκκινα. Είναι ο βασιλιάς των Αγαθύρσων, που [έ]χουν κοινές τις γυναίκες τους, ώστε να είναι όλοι αδελφοί και, σαν συγγενείς, να μην αισθάνονται μεταξύ τους ούτε φθόνο ούτε έχθρα. Είναι ο βασιλιάς των Ταύρων, που [ό]ταν συλλαμβάνουν αιχμαλώτους εχθρούς, κάνουν το εξής: Ο καθένας αποκεφαλίζει τον αιχμάλωτό του και παίρνει το κεφάλι μαζί του. Ύστερα, το καρφώνει σ ένα μακρύ ξύλο και το υψώνει επάνω στο σπίτι του, συνήθως πιο ψηλά από την καπνοδόχο. Θεωρούν ότι είναι φύλακας που προσέχει όλο τους το σπίτι. Τώρα οι αντιπρόσωποι των Σκυθών παίρνουν το λόγο και, αφού πληροφορήσουν τους συναγμένους βασιλείς για την επερχόμενη περσική θύελλα, τους απευθύνουν την έκκληση: «Σεις, λοιπόν, μη φανείτε αδιάφοροι με κανένα τρόπο και μη μας αφήσετε να καταστραφούμε, αλλά ας μονοιάσουμε για να αντισταθούμε όλοι μαζί στον εισβολέα». Και προκειμένου να τους πείσουν να συμμαχήσουν και να αγωνιστούν μαζί τους, τους λένε ότι οι Πέρσες δεν εκστρατεύουν μόνο εναντίον των Σκυθών, αλλά σκοπεύουν να υποδουλώσουν όλους τους λαούς: «Τώρα, λοιπόν, [ο Πέρσης] μόλις εισέβαλε στην γη μας, υποδουλώνει όλους τους άλλους Θράκες αλλά και τους γείτονές μας τους Γέτες». [ 187 ]
Οι βασιλείς, όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος, άκουσαν τους λόγους των Σκυθών, αλλά οι γνώμες τους διχάστηκαν. Κάποιοι δέχτηκαν ανεπιφύλακτα να βοηθήσουν τους Σκύθες και να σταθούν στο πλευρό τους, οι υπόλοιποι όμως προτίμησαν να κρατηθούν στο περιθώριο, πιστεύοντας ότι στην πραγματικότητα οι Πέρσες ήθελαν να εκδικηθούν μόνο τους Σκύθες, και τους άλλους σκόπευαν να τους αφήσουν στην ησυχία τους. Ενόψει αυτής της έλλειψης ενότητας οι Σκύθες, γνωρίζοντας ότι ο εχθρός είναι πολύ ισχυρός, αντί για ανοιχτή μάχη αποφάσισαν [ ] να υποχωρούν και να παραχώνουν τα πηγάδια και τις πηγές, καταστρέφοντας και την βλάστηση [ ]. Οι ίδιοι μοιράστηκαν σε δυο ομάδες και φρόντισαν να κρατηθούν από τους Πέρσες σε απόσταση πορείας μιας ημέρας, υποχωρώντας αδιάκοπα και αποπροσανατολίζοντας τους εχθρούς με διαρκείς ελιγμούς, προκειμένου να τους παρασύρουν στην ενδοχώρα. Έτσι και έκαναν. Τα αμάξια όμως μέσα στα οποία ζούσαν οι γυναίκες και τα παιδιά τους τα απομάκρυναν, καθώς και όλα τα ζώα τους [ ] με εντολή να βαδίζουν συνεχώς προς τον βορρά. Προς το βορρά, όπου από την απειλή του καυτού νότου τους Πέρσες θα τους προστατεύει το κρύο και το χιόνι. Στο στρατό του Δαρείου που μπαίνει στη Σκυθία δεν εξαπολύουν ανοιχτή επίθεση. Αντίθετα, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, η τακτική τους θα είναι ο δόλος, ο ελιγμός η ενέδρα. Πού είναι; Πονηροί, γρήγοροι, μυστηριώδεις σαν φαντάσματα, εμφανίζονται ξαφνικά στη στέπα και αμέσως χάνονται. Άλλοτε εδώ, άλλοτε εκεί, ο Δαρείος βλέπει το ιππικό τους, [ 188 ]