Ενεργητική Παθητική Ενεργητική Παθητική ἀγγέλλω 1 ἀγγέλλομαι ἀγορεύω 2 ἀγορεύομαι ἤγγελλον ἠγγελλόμην ἠγόρευον ἠγορευόμην

Σχετικά έγγραφα
System Principal Parts Tenses and Voices

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

A B P Y T A ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ. Επιμέλεια: Δημήτρης Γ. Μαρκαντωνάτος. Πρότυπο Λύκειο Αναβρύτων Νοέμβριος 2015

Επιμέλεια : Παναγιώτης Γ. Αθανασόπουλος. εἴργω ἐλαύνω ἐλέγχω ἕλκω ἐλπίζω ἐνθυμέομαι-οῦμαι ἐννοέω-ῶ ἐντέλλομαι ἔξεστι (απρόσωπο) ἔοικα ἐπανορθόω-

δακρύω δακρύσω ἐδάκρυσα δεδάκρυκα δεδάκρυμαι (I am in tears): to cry, weep

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY COMPOUND VERBS

STAMTIJDEN PER VERBUM (kleine lijst)

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΑΤΑ ΛΟΓΟΣ ΗΜΑΤΩ ΤΗΣ ΑΡ ΧΑΙΑΣ ΕΛΛ ΗΝΙΚΗΣ

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS IN CORE VOCABULARY

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ 1

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

CH11 α/β GRK 101 Handout

STAMTIJDEN PER TIJDSTAM (kleine lijst) Deze lijst bevat de stamtijden die in de woordenlijst opgenomen zijn.

CH12 α, β GRK 102 Handout

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY STEMS ENDING in VOWELS

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

CH12 α, β GRK 102 Handout

Λυσίου, Δήμου καταλύσεως ἀπολογία, 1-3

Shell Remove Greek Vacation Work

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

λέ-λου-μαι λέ-λου-νται λε-λού-μεθα λέ-λου-σθε

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα to take, capture αἱρεθήσοµαι ᾑρέθην ᾕρηµαι

System Principal Parts Tenses and Voices

ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

STAMTIJDEN PER VERBUM (grote lijst) Deze lijst bevat de stamtijden van alle verba uit de woordenlijst die één of meer onregelmatigheden

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

ἔ-λου-σα-ν ἐ-λού-σα-σθεσθε Thematische Verben auf - ω Aoristbildung: (1) schwacher Aorist -σα oder -α Sg. Sg. Pl. Pl.

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

a) ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι. b) Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας.

GCSE (9 1) Classical Greek

TEST 17 MAGGIO PRONOMI: pronome relativo (prolessi e attrazione) cfr. scheda in fot.

Ενότητα 1. Ενότητα 2

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

College Greek Exam Syllabus Fifth Annual Exam (2013)

Guide to Principal Parts of Regular Verbs

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΡΗΜΑΤΩΝ. Επιμέλεια : Δριμαροπούλου Ε. Σεβαστή

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. ΕΝΟΤΗΤΑ 8 η (Νέο Βιβλίο) Ένα παράδειγμα σεβασμού προς τους γονείς

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

Vocabulary. Chapter 2 Verbs: Chapter 2 Verbs: lead, bring write pursue have sacrifice hinder, prevent loose, set free send carry, bear flee guard

αληθής<α+λήθη αλήτης<αλάομαι=περιπλανώμαι αλίμονο<αλί εμένα αλκή<αλέξω=αποκρούω άλμα<άλλομαι=αναπηδώ αμαζών<α+μαζός=μαστός άμαξα<άμα+άγω

College Greek Exam Syllabus Fourth Annual Exam (2012)

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

EL AORISTO ejercicios. 1 ἀόριστος

Vocabulary for the second semester

αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν (comp. αἰσχίων) ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν ἄδικος, ἄδικον ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον (comp. ῥᾴων) δίκαιος, δικαία, δίκαιον

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Tema de aoristo. Morfología y semántica


Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά,

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs using the verb λύω. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating.

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

EL AORISTO. El aoristo, que equivale a nuestro pretérito indefinido, presenta varios tipos: Pasivos con -θη-. ἔλυθην (λύω)

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

EL AORISTO ejercicios. ἀόριστος

TRABAJO PRÁCTICO N 1: Revisión de verbos. Modo Indicativo-Infinitivo-Participio Presente-Imperfecto-Aoristo-Futuro

πατρίδα του (ο φιλόπατρις) Αυτός που είναι αγνώστου Το Εκκλησίας Αυτός που δεν έχει πατρίδα

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

Κ ώ δ ι κ α ς Σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ς ΚΜΣ Σχολική Χρονιά

Το αντικείμενο [τα βασικά]


Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

Ο πλούτος της αττικής γης. Όλη η υποενότητα Α (κείμενο) είναι εκτός ύλης. Δηλαδή εκτός ύλης είναι οι σελίδες 36, 37 και 38

Μελέτησε τις παρακάτω σημειώσεις για τις καταλήξεις των ρημάτων

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Chapter Fifteen. Imperfect and Pluperfect Indicative Verbs: past / & past / Imperfect Indicative Verbs: past/

Ρώτα το νερό... τι τρέχει

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

GCSE (9 1) Classical Greek

Summer Greek. Lesson 10 Vocabulary. Greek Verbs. Greek Verbs. Greek Verbs: Conjugating. Greek Verbs: Conjugating. Croy Lesson 10

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Συμπτώματα συνεξάρτησης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Lektion 20: Die Verba muta und liquida

Transcript:

ἀγγέλλω 1 ἀγγέλλομαι ἀγορεύω 2 ἀγορεύομαι ἤγγελλον ἠγγελλόμην ἠγόρευον ἠγορευόμην ἀγγελῶ ἀγγελοῦμαι, ἀγγελθήσομαι ἀγορεύσω, ἐρῶ ἀγορεύσομαι, ῥηθήσομαι ἤγγειλα ἠγγειλάμην, ἠγόρευσα, εἶπον ἠγορεύθην, ἐρρήθην ἠγγέλθην ἤγγελκα ἤγγελμαι ἠγόρευκα, εἴρηκα εἴρημαι ἠγγέλκειν ἠγγέλμην ἠγορεύκειν, εἰρήκειν εἰρήμην ἀπαγορεύω 3 ἀπαγορεύομαι ἄγω 4 ἄγομαι ἀπηγόρευον - ἦγον ἠγόμην ἀπερῶ ἀπορρηθήσομαι ἄξω ἄξομαι. ἀχθήσομαι ἀπηγόρευσα και ἀπερρήθην ἤγαγον ἠγαγόμην, ἤχθην ἀπεῖπον ἀπείρηκα ἀπείρημαι ἦχα, ἀγήοχα ἦγμαι ἀπειρήκειν ἀπειρήμην ἠγηόχειν ἤγμην ἀθροίζω 5 ἀθροίζομαι - αἱδέομαι-οῦμαι 6 ἤθροιζον ἠθροιζόμην - ᾑδούμην ἀθροίσω ἀθροισθήσομαι - αἱδέσομαι - αἱδεσθήσομαι ἤθροισα ἠθροισάμην - - ἡδεσάμην - ᾑδέσθην ἠθροίσθην ἤθροικα ἤθροισμαι - ᾕδεσμαι ἠθροίκειν ἠθροίσμην - ᾑδέσμην αἰνέω-ῶ 7 αἰνοῦμαι αἱρέω-ῶ 8 αἱροῦμαι ᾔνουν ᾐνούμην ᾕρουν ᾑρούμην αἰνέσω-αἰνήσω αἰνέσομααἰνεθήσομαι αἱρήσω αἱρήσομαι, αἱρεθήσομαι ᾔνεσα-ᾔνησα ᾐνέθην εἷλον εἱλόμην, ᾑρέθην ᾔνεκα ᾔνημαι ᾕρηκα ᾕρημαι ᾐνέκειν ᾐνήμην ᾑρήκειν ᾑρήμην 1 αναγγέλλω, ανακοινώνω 2 μιλώ δημοσίως 3 εμποδίζω, κουράζομαι 4 οδηγώ, φέρνω 5 συγκεντρώνω 6 σέβομαι 7 επαινώ 8 πιάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω, μέσο : εκλέγω, προτιμώ, παθ: συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι

αἴρω 9 αἴρομαι - αἰσθάνομαι 10 ᾖρον ᾐρόμην - ᾐσθανόμην ἀρῶ ἀροῦμαι -ἀρθήσομαι - αἰσθήσομαι ἦρα ἠράμην -ἤρθην - ᾐσθόμην ἦρκα ἦρμαι - ᾔσθημαι ἤρκειν ἤρμην - ᾐσθήμην αἰσχύνω 11 αἰσχύνομαι 12 αἰτέω-ῶ 13 αἰτοῦμαι ᾒσχυνον ᾐσχυνόμην ᾔτουν ᾐτούμην αἰσχυνῶ αἰσχυνούμαιαἰσχυνθήσομαι αἰτήσω αἰτήσομαι - αἰτηθήσομαι ᾒσχυνα ᾐσχύνθην ᾔτησα ᾐτησάμην - ᾐτήθην - ᾒσχυμμαι ᾔτηκα ᾔτημαι - ᾐσχύμμην ᾐτήκειν ᾐτήμην - αἰτιάομαι-ῶμαι 14 ἀκούω ἀκούομαι - ᾐτιώμην ἤκουον ἠκουόμην - αἰτιάσομαι - ἀκούσομαι ἀκουσθήσομαι αἰτιαθήσομαι - ᾐτιασάμην- ᾐτιάθην ἤκουσα ἠκουσάμην, ἠκούσθην - ᾐτίαμαι ἀκήκοα ἤκουσμαι - ᾐτιάμην ἠκηκόειν ἠκούσμην ἀλείφω ἀλείφομαι - ἁλίσκομαι 15 ᾒλειφον ᾐλειφόμην - ἡλισκόμην ἀλείψω ἀλείψομαι- - ἁλώσομαι ἀλειφθήσομαι ᾒλειψα ᾐλειψάμην- - ἑάλων-ἥλων ᾐλείφθην ἀλήλιφα ἀλήλιμμαι - ἑάλωκα, ἑαλώκειν ἀληλίφειν ἀληλίμμην - ἥλωκα, ἡλώκειν 9 σηκώνω, υψώνω 10 αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω 11 ντροπιάζω, ασχημίζω 12 ντρέπομαι, σέβομαι 13 ζητώ 14 κατηγορώ 15 για άψυχα: κυριεύομαι, για έμψυχα: συλλαμβάνομαι

ἁμαρτάνω 16 - ἀλλάττω (-σσω) ἀλλάττομαι (- σσομαι) ἡμάρτανον - ἤλλαττον ἠλλαττόμην ἁμαρτήσομαι - ἀλλάξω ἀλλάξομαι, ἀλλαχθήσομαι, ἀλλαγήσομαι ἥμαρτον - ἤλλαξα ἠλλαξάμην, ἠλλάχθην, ἠλλάγην ἡμάρτηκα - ἤλλαχα ἤλλαγμαι ἡμαρτήκειν - ἠλλάχειν ἠλλάγμην ἀμφισβητέω-ῶ 17 ἀμφισβητοῦμαι ἀμύνω 18 ἀμύνομαι 19 ἠμφεσβήτουν - ἤμυνον ἠμυνόμην ἀμφισβητήσω ἀμφισβητήσομαι ἀμυνῶ ἀμυνοῦμαι ἠμφεσβήτησα ἠμφεσβητήθην ἤμυνα ἠμυνάμην ἠμφεσβήτηκα - - - ἠμφεσβητήκειν - - - ἀναγκάζω ἀναγκάζομαι ἀναλίσκω-ἀναλόω- ῶ 20 ἀναλίσκομαι- ἀναλοῦμαι ἠνάγκαζoν ἠναγκαζόμην ἀνήλισκον-ἀνήλουν ἀνηλισκόμην- ἀνηλούμην ἀναγκάσω ἀναγκασθήσομαι ἀναλώσω ἀναλωθήσομαι ἠνάγκασα ἠναγκάσθην ἀνήλωσα (κατηνάλωσα) ἀνηλώθην (κατηναλώθην) ἠνάγκακα ἠνάγκασμαι ἀνήλωκα ἀνήλωμαι (κατηνάλωμαι) ἠναγκάκειν ἠναγκάσμην ἀνηλώκειν ἀνηλώμην - ἀνέχομαι - ἀπεχθάνομαι - ἠνειχόμην - ἀπηχθανόμην - ἀνέξομαι - ἀπεχθήσομαι - ἠνεσχόμην - ἀπηχθόμην - - - ἀπήχθημαι - - - ἀπηχθήμην 16 κάνω λάθος, αποτυγχάνω 17 αμφιβάλλω, διαφωνώ 18 βοηθώ, αποκρούω 19 αποκρούω, υπερασπίζω 20 ξοδεύω, σπαταλώ

- ἀποκρίνομαι ἄρχω 21 ἄρχομαι - ἀπεκρινόμην ἦρχον ἠρχόμην - ἀποκρινοῦμαι- ἀποκριθήσομαι ἄρξω ἄρξομαι, ἀρχθήσομαι - ἀπεκρινάμην- ἦρξα ἠρξάμην, ἤρχθην ἀπεκρίθην - ἀποκέκριμαι ἦρχα ἦργμαι - ἀπεκεκρίμην ἤρχειν ἤργμην - ἀφικνέομαι, - βαίνω 23 βαίνομαι οῦμαι 22 - ἀφικνούμην ἔβαινον ἐβαινόμην - ἀφίξομαι, βήσομαι βαθήσομαι ἀφιχθήσομαι - ἀφικόμην, ἀφίχθην ἔβην ἐβάθην - ἀφῖγμαι βέβηκα βέβαμαι - ἀφίγμην ἐβεβήκειν ἐβεβάμην βάλλω 24 βάλλομαι βλάπτω βλάπτομαι ἐβαλλον ἐβαλλόμην ἔβλαπτον ἐβλαπτόμην βαλῶ βαλοῦμαι, βληθήσομαι βλάψω βλάψομαι, βλαβήσομαι ἔβαλον ἐβαλόμην, ἐβλήθην ἔβλαψα ἐβλάφθην, ἐβλάβην βέβληκα βέβλημαι βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβεβλήκειν ἐβεβλήμην ἐβεβλάφειν ἐβεβλάμμην βουλεύω 25 βουλεύομαι - βούλομαι 26 ἐβούλευον ἐβουλευόμην - ἐ(ἠ)βουλόμην βουλεύσω βουλεύσομαι - βουλήσομαι, βουληθήσομαι ἐβούλευσα ἐβουλευσάμην, - ἐ(ἠ)βουλήθην ἐβουλεύθην βεβούλευκα βεβούλευμαι - βεβούλημαι ἐβεβουλεύκειν ἐβεβουλεύμην - ἐβεβουλήμην 21 εξουσιάζω, αρχίζω 22 φτάνω 23 προχωρώ 24 χτυπώ 25 σκέπτομαι 26 θέλω

- γίγνομαι γράφω γράφομαι - ἐγιγνόμην ἔγραφον ἐγραφόμην - γενήσομαι, γενηθήσομαι γράψω γράψομαι, γραφήσομαι - ἐγενόμην, ἐγενήθην ἔγραψα ἐγραψάμην, ἐγράφην - γέγονα, γεγένημαι γέγραφα γέγραμμαι - ἐγεγόνειν, ἐγεγενήμην ἐγεγράφειν ἐγεγράμμην γιγνώσκω 27 γιγνώσκομαι δέδοικα-δέδια 28 - ἐγίγνωσκον ἐγιγνωσκόμην ἐδεδοίκειν - γνώσομαι γνωσθήσομαι δείσω - ἔγνων ἐγνώσθην ἔδεισα - ἔγνωκα ἔγνωσμαι (πεφόβημαι) - ἐγνώκειν ἐγνώσμην (ἐπεφοβήμην) - δείκνυμι / δεικνύω 29 δείκνυμαι - δέχομαι ἐδείκνυν /ἐδείκνυον ἐδεικνύμην - ἐδεχόμην δείξω δείξομαι, - δέξομαι, δεχθήσομαι δειχθήσομαι ἔδειξα ἐδειξάμην, ἐδείχθην - ἐδεξάμην, ἐδέχθην δέδειχα δέδειγμαι - δέδεγμαι ἐδεδείχειν ἐδεδείγμην - ἐδεδέγμην δέω 30 δέομαι 31 δέω-ῶ 32 δοῦμαι ἔδεον ἐδεόμην ἔδεον ἐδούμην δεήσω δεήσομαι, δήσω δήσομαι -δεθήσομαι δεηθήσομαι ἐδέησα ἐδεησάμην, έδεήθην ἔδησα ἐδησάμην -ἐδέθην δεδέηκα δεδέημαι δέδεκα δέδεμαι ἐδεδεήκειν ἐδεδεήμην ἐδεδέκειν ἐδεδέμην 27 γνωρίζω 28 φοβάμαι 29 δείχνω 30 απέχω, έχω ανάγκη 31 χρειάζομαι, παρακαλώ 32 δένω

δεῖ (απρόσωπο) 33 - δηλόω-ῶ 34 δηλοῦμαι ἔδει - ἐδήλουν ἐδηλούμην δεήσει - δηλώσω δηλώσομαι, δηλωθήσομαι ἐδέησε - ἐδήλωσα ἐδηλωσάμην, ἐδηλώθην δεδέηκε - δεδήλωκα δεδήλωμαι ἐδεδεήκει - ἐδεδηλώκειν ἐδεδηλώμην διδάσκω 35 διδάσκομαι διδράσκω 36 - ἐδίδασκον ἐδιδασκόμην ἐδίδρασκον - διδάξω διδάξομαι, Δράσομαι - διδαχθήσομαι ἐδίδαξα έδιδαξάμην, ἔδραν - ἐδιδάχθην δεδίδαχα δεδίδαγμαι Δέδρακα - ἐδεδιδάχειν ἐδεδιδάγμην ἐδεδράκειν - δίδωμι 37 δίδομαι δοκεῖ (απροσ.) - ἐδίδουν ἐδιδόμην ἐδόκει - δώσω δώσομαι, δοθήσομαι δόξει - ἔδωκα ἐδόμην, ἐδόθην ἔδοξε - δέδωκα δέδομαι δέδοκται - ἐδεδώκειν ἐδεδόμην ἐδέδοκτο - διώκω διώκομαι δοκέω-ῶ 38 - ἐδίωκον ἐδιωκόμην ἐδόκουν - διώξω διωχθήσομαι δόξω - ἐδίωξα ἐδιώχθην ἔδοξα - δεδίωχα δεδίωγμαι δεδόκηκα - ἐδεδιώχειν ἐδεδιώγμην ἐδεδοκήκειν - δουλόω-ῶ 39 δουλοῦμαι - δύναμαι 40 33 πρέπει 34 δηλώνω 35 διδάσκω, εξηγώ 36 δραπετεύω (συνήθως:ἀποδιδράσκω) 37 δίνω 38 νομίζω, δίνω την εντύπωση 39 υποδουλώνω 40 μπορώ

ἐδούλουν ἐδουλούμην - ἐδυνάμην δουλώσω δουλώσομαι, δουλωθήσομαι - δυνήσομαι, δυνηθήσομαι ἐδούλωσα ἐδουλωσάμην, ἐδουλώθην - ἐδυνησάμην, ἐ(ἠ)δυνήθην, ἐδυνάσθην δεδούλωκα δεδούλωμαι - δεδύνημαι ἐδεδουλώκειν ἐδεδουλώμην - ἐδεδυνήμην ἐάω-ῶ 41 ἐάομαι-ῶμαι ἐγείρω 42 ἐγείρομαι εἴων εἰώμην ἤγειρον ἠγειρόμην ἐάσω ἐάσομαι ἐγερῶ ἐγεροῦμαι- ἐγερθήσομαι εἴασα εἰάθην, εἰάσθην ἤγειρα ἠγρόμην-ἠγέρθην εἴακα εἴαμαι ἐγρήγορα ἐγήγερμαι εἰάκειν εἰάμην ἐγρηγόρειν ἐγηγέρμην ἐθέλω και θέλω - ἐθίζω 43 ἐθίζομαι ἤθελον - εἴθιζον - ἐθελήσω -θελήσω - ἐθιῶ - ἠθέλησα - εἴθισα εἰθίσθην ἠθέληκα - εἴθικα εἴθισμαι ἠθελήκειν - εἰθίκειν εἰθίσμην εἰμὶ γίγνομαι - ἔρχομαι ἦν και ἦ ἐγιγνόμην - ᾔειν-ᾖα ἔσομαι γενήσομαι - εἶμι 44 γενηθήσομαι ἐγενόμην ἐγενόμην - ἦλθον ἐγενήθην γέγονα γέγονα - ἐλήλυθα γεγένημαι ἐγεγόνειν ἐγεγόνειν ἐγεγενήμην - ἐληλύθειν εἴργω 45 εἴργομαι ἐλαύνω 46 ἐλαύνομαι 41 αφήνω, παραλείπω, επιτρέπω 42 σηκώνω, ξυπνώ 43 συνηθίζω 44 θα πάω 45 εμποδίζω

εἶργον εἰργόμην ἤλαυνον ἠλαυνόμην εἴρξω εἴρξομαι ἐλάω-ῶ ἐλάσομαι, ἐλαθήσομαι εἶρξα εἴρχθην ἤλασα ἠλασάμην, ἠλάθην - εἶργμαι ἐλήλακα ἐλήλαμαι - εἴργμην ἐληλάκειν ἐληλάμην ἐλέγχω 47 ἐλέγχομαι ἕλκω ἕλκω ἤλεγχον ἠλεγχόμην εἷλκον εἱλκόμην ἐλέγξω ἐλεγχθήσομαι ἕλξω - ἤλεγξα ἠλέγχθην εἵλκυσα εἱλκυσάμηνεἱλκύσθην - ἐλήλεγμαι εἵλκυκα εἵλκυσμαι - ἐληλέγμην εἱλκύκειν εἱλκύσμην ἐλπίζω ἐλπίζομαι ἐνθυμέομαι-οῦμαι 48 - ἤλπιζον ἠλπιζόμην ἐνεθυμούμην - ἐλπιῶ - ἐνθυμήσομαι - ἤλπισα ἠλπίσθην ἐνεθυμήθην - ἤλπικα ἤλπισμαι ἐντεθύμημαι - ἠλπίκειν ἠλπίσμην ἐνετεθυμήμην - (ἐν)νοέω-ῶ 49 νοοῦμαι - ἐντέλλομαι 50 (ἐν)ἐνόουν ἐνοούμην - ἐνετελλόμην (ἐν)νοήσω νοήσομαι - - (ἐν)ἐνόησα ἐνοησάμην - - ἐνετειλάμην ἐνοήθην (ἐν)νενόηκα νενόημαι - ἐντέταλμαι (ἐν)ἐνενοήκειν ἐνενοήμην - ἐνετετάλμην ἔξεστι (απροσ.) 51 - ἐπανορθόω-ῶ ἐπανορθοῦμαι ἐξῆν - ἐπηνώρθουν ἐπηνωρθούμην ἐξέσται, ἐκγενήσεται - ἐπανορθώσω ἐπανορθώσομαι- ἐπανορθωθήσομαι ἐξεγένετο - ἐπηνώρθωσα ἐπηνωρθωσάμην- 46 προχωρώ, ορμώ, διώχνω 47 ανακρίνω, αποδεικνύω, κατηγορώ 48 σκέπτομαι 49 εννοώ, σκέπτομαι 50 δίνω εντολή 51 είναι δυνατόν, επιτρέπεται

ἐπηνορθώθην - - - ἐπηνώρθωμαι - - - ἐπηνωρθώμην - ἐπιμέλομαι και - ἐπίσταμαι 53 ἐπιμελέομαιοῦμαι - ἐπεμελόμην και - ἠπιστάμην ἐπεμελούμην - ἐπιμελήσομαι - - ἐπιστήσομαι ἐπιμεληθήσομαι - ἐπεμελήθην - ἠπιστήθην - ἐπιμεμέλημαι - ἔγνωκα - ἐπεμεμελήμην - ἐγνώκειν - ἕπομαι 54 - ἐργάζομαι 55 - εἱπόμην - εἰργαζόμην - ἕψομαι - ἐργάσομαι, ἐργασθήσομαι - ἑσπόμην - εἰργασάμην, εἰργάσθην - ἠκολούθηκα - εἴργασμαι - ἠκολουθήκειν - εἰργάσμην - ἔρχομαι ἐρωτάω-ῶ ἐρωτῶμαι - ἠρχόμην-ᾔειν και ᾖα ἠρώτων ἠρωτώμην - εἶμι-εἴσομαι - ἐρωτήσω, ἐρήσομαι ἐρωτηθήσομαι ἐλεύσομαι - ἦλθον ἠρώτησα, ἠρόμην ἠρωτήθην - ἐλήλυθα ἠρώτηκα ἠρώτημαι - ἐληλύθειν ἠρωτήκειν ἠρωτήμην ἐσθίω 56 - εὑρίσκω εὑρίσκομαι ἤσθιον - εὕρισκον και ηὕρισκον εὑρισκόμην και ηὑρισκόμην ἔδομαι - εὑρήσω εὑρήσομαι 52 φροντίζω 53 γνωρίζω καλά 54 ακολουθώ 55 (δια)πράττω 56 τρώω

εὑρεθήσομαι ἔφαγον - εὗρον και ηὗρον εὑρόμην και ηὑρόμην-εὑρέθην και ηὑρέθην ἐδήδοκα - εὕρηκα και ηὕρηκα εὕρημαι και ηὕρημαι ἐδηδόκειν - εὑρήκειν και ηὑρήκειν εὑρήμην και ηὑρήμην ἔχω ἔχομαι ζημιόω-ῶ 57 ζημιόομαι-οῦμαι εἶχον εἰχόμην ἐζημίουν ἐζημιούμην ἕξω-σχήσω ἕξομαι, σχήσομαι ζημιώσω ζημιώσομαιζημιωθήσομαι ἔσχον ἐσχόμην ἐζημίωσα ἐζημιώθην ἔσχηκα ἔσχημαι ἐζημίωκα ἐζημίωμαι ἐσχήκειν ἐσχήμην ἐζημιώκειν ἐζημιώμην ζητέω-ῶ ζητοῦμαι ζήω-ζῶ - ἐζήτουν ἐζητούμην ἔζων - ζητήσω ζητήσομαι, ζήσω, ζήσομαι, - ζητηθήσομαι βιώσομαι ἐζήτησα ἐζητησάμην, ἐβίων - ἐζητήθην ἐζήτηκα ἐζήτημαι βεβίωκα - ἐζητήκειν ἐζητήμην ἐβεβιώκειν - - ἡγέομαι-οῦμαι 58 - ἥδομαι 59 - ἡγούμην - ἡδόμην - ἡγήσομαι, - ἡσθήσομαι ἡγηθήσομαι - ἡγησάμην, ἡγήθην - ἥσθην - ἥγημαι - (περιχαρής γέγονα) - ἡγήμην - (περιχαρής ἐγεγόνειν) θάπτω θάπτομαι θαυμάζω 60 θαυμάζομαι ἔθαπτον ἐθαπτόμην ἐθαύμαζον ἐθαυμαζόμην θάψω ταφήσομαι θαυμάσω, θαυμασθήσομαι 57 ζημιώνω, τιμωρώ 58 νομίζω, είμαι αρχηγός 59 ευχαριστιέμαι 60 θαυμάζω, απορώ

θαυμάσομαι ἔθαψα -(ἔταφον) (ἐθάφθην) -ἐτάφην ἐθαύμασα ἐθαυμασάμην, ἐθαυμάσθην τέταφα τέθαμμαι τεθαύμακα τεθαύμασμαι ἐτετάφειν ἐτεθάμμην ἐτεθαυμάκειν ἐτεθαυμάσμην - θεάομαι-ῶμαι 61 θέω 62 - - ἐθεώμην ἔθεον - - θεάσομαι θεύσω, θεύσομαι - - ἐθεασάμην ἔδραμον - - τεθέαμαι δεδράμηκα - - ἐτεθεάμην ἐδεδραμήκειν - (ἀπο)θνῄσκω 63 - θύω 64 Θύομαι (ἀπ)έθνῃσκον - ἔθυον ἐθυόμην (ἀπο)θανοῦμαι - θύσω θύσομαι και τυθήσομαι (ἀπ)έθανον - ἔθυσα ἐθυσάμην-ἐτύθην τέθνηκα - τέθυκα τέθυμαι ἐτεθνήκειν - ἐτεθύκειν ἐτεθύμην ἰάομαι-ῶμαι 65 - ἵημι 66 ἵεμαι 67 ἰῶμην - ἵην ἱέμην ἰάσομαι, ἰαθήσομαι - ἥσω ἥσομαι, ἑθήσομαι ἰασάμην, ἰάθην - ἧκα εἵμην-εἵθην, ἡκάμην ἴαμαι - εἷκα εἷμαι ἰάμην - εἵκειν εἵμην ἵστημι 68 ἵσταμαι 69 - καθέζομαι 70 ἵστην ἱστάμην - ἐκαθεζόμην στήσω στήσομαι, σταθήσομαι - καθεδοῦμαι 61 βλέπω, παρατηρώ 62 τρέχω 63 πεθαίνω 64 θυσιάζω 65 γιατρεύω 66 ρίχνω μακριά 67 σπεύδω, επιθυμώ 68 στήνω 69 στέκομαι 70 κάθομαι, στρατοπεδεύω

ἔστησα ἐστησάμην, ἔστην, - - ἐστάθην στήσας ἔχω ἕστηκα - κάθημαι στήσας εἶχον ἑστήκειν, εἱστήκειν - ἐκαθήμην καίω και κάω καίομαι και κάομαι καλέω-ῶ καλοῦμαι ἔκαιον και ἔκαον ἐκαιόμην και ἐκάλουν ἐκαλούμην ἐκαόμην καύσω Καυθήσομαι καλῶ καλοῦμαι, κληθήσομαι ἔκαυσα ἐκαύθην ἐκάλεσα ἐκαλεσάμην, ἐκλήθην κέκαυκα Κέκαυμαι κέκληκα κέκλημαι ἐκεκαύκειν ἐκεκαύμην ἐκεκλήκειν ἐκεκλήμην κάμνω 71 - κατηγορέω-ῶ κατηγορέομαιοῦμαι ἔκαμνον - κατηγόρουν Κατηγορούμην καμοῦμαι - κατηγορήσω και Κατηγορηθήσομαι κατερῶ ἔκαμνον - κατηγόρησα και Κατηγορήθην κατεῖπον κέκμηκα - κατηγόρηκα και κατηγόρημαι κατείρηκα ἐκεκμήκειν - κατηγορήκειν και κατειρήκειν Κατηγορήμην κελεύω 72 κελεύομαι κηρύττω (σσω) κηρύττομαι (- σσομαι) ἐκέλευον ἐκελευόμην ἐκήρυττον ἐκηρυττόμην κελεύσω κελεύσομαι, κελευσθήσομαι κηρύξω κηρύξομαι, κηρυχθήσομαι ἐκέλευσα ἐκελευσάμην, ἐκελεύσθην ἐκήρυξα ἐκηρυξάμην, ἐκηρύχθην κεκέλευκα κεκέλευσμαι κεκήρυχα, κηρύξας κεκήρυγμαι ἔχω ἐκεκελεύκειν ἐκεκελεύσμην ἐκεκηρύχειν, κηρύξας εἶχον ἐκεκηρύγμην 71 κουράζομαι 72 διατάζω, προτρέπω

κλέπτω κλέπτομαι κλίνω 73 κλίνομαι ἔκλεπτον ἐκλεπτόμην ἔκλινον ἐκλινόμην κλέψω και κλέψομαι κλαπήσομαι κλινῶ κλινήσομαι ἔκλεψα ἐκλάπην ἔκλινα ἐκλίνην κέκλοφα κέκλεμμαι κέκλικα Κέκλιμαι ἐκεκλόφειν ἐκεκλέμμην ἐκεκλίκειν ἐκεκλίμην κομίζω 74 κομίζομαι κόπτω 75 κόπτομαι ἐκόμιζον ἐκομιζόμην ἐκοπτον ἐκοπτόμην κομιῶ κομιοῦμαι, κόψω κόψομαι, κοπήσομαι κομισθήσομαι ἐκόμισα ἐκομισάμην, ἔκοψα ἐκοψάμην, ἐκόπην ἐκομίσθην κεκόμικα κεκόμισμαι κέκοφα κέκομμαι ἐκεκομίκειν ἐκεκομίσμην ἐκεκόφειν ἐκεκόμμην κρίνω κρίνομαι κρούω κρούομαι ἔκρινον ἐκρινόμην ἔκρουον ἐκρουόμην κρινῶ κρινοῦμαι, κριθήσομαι κρούσω κρούσομαικρουσθήσομαι ἔκρινα ἐκρινάμην, ἐκρίθην ἔκρουσα ἐκρουσάμην - ἐκρούσθην κέκρικα κέκριμαι κέκρουκα κέκρουμαι ἐκεκρίκειν ἐκεκρίμην ἐκεκρούκειν ἐκεκρούμην - κτάομαι-ῶμαι 76 (ἀπο)κτείνω 77 (και - κτίννυμι) - ἐκτώμην (ἀπ)έκτεινον (και - ἐκτίννυν) - κτήσομαι, (ἀπο)κτενῶ - κτηθήσομαι - ἐκτησάμην, ἐκτήθην (ἀπ)έκτεινα - - κέκτημαι, ἔκτημαι (ἀπ)έκτονα - - ἐκεκτήμην, ἐκτήμην (ἀπ)εκτόνειν - κωλύω 78 κωλύομαι λαγχάνω 79 λαγχάνομαι 73 γέρνω 74 φέρνω 75 κόβω 76 αποκτώ, κερδίζω 77 σκοτώνω

ἐκώλυον ἐκωλυόμην ἐλάγχανον ἐλαγχανόμην κωλύσω κωλύσομαι, λήξομαι Ληχθήσομαι κωλυθήσομαι ἐκώλυσα ἐκωλύθην ἔλαχον ἐλήχθην κεκώλυκα κεκώλυμαι εἴληχα εἴληγμαι ἐκεκωλύκειν ἐκεκωλύμην εἰλήχειν εἰλήγμην λαμβάνω 80 λαμβάνομαι λανθάνω 81 λανθάνομαι ἐλάμβανον ἐλαμβανόμην ἐλάνθανον ἐλανθανόμην λήψομαι ληφθήσομαι λήσω λήσομαι ἔλαβον ἐλαβόμην, ἐλήφθην ἔλαθον ἐλαθόμην εἴληφα εἴλημμαι λέληθα λέλησμαι εἰλήφειν εἰλήμμην ἐλελήθειν ἐλελήσμην λέγω λέγομαι λείπω 82 λείπομαι ἔλεγον ἐλεγόμην ἔλειπον ἐλειπόμην λέξω, ἐρῶ λεχθήσομαι, ῥηθήσομαι λείψω λείψομαι, λειφθήσομαι ἔλεξα, εἶπα, εἶπον ἐλέχθην, ἐρρήθην ἔλειψα, ἔλιπον ἐλιπόμην, ἐλείφθην εἴρηκα εἴρημαι λέλοιπα λέλειμμαι εἰρήκειν εἰρήμην ἐλελοίπειν ἐλελείμμην μανθάνω 83 - - μάχομαι ἐμάνθανον - - ἐμαχόμην μαθήσομαι - - μαχοῦμαι, μαχέσομαι ἔμαθον - - ἐμαχεσάμην, ἐμαχέσθην μεμάθηκα - - μεμάχημαι ἐμεμαθήκειν - - ἐμεμαχήμην μέλλω 84 - μέλει 85 (απρόσ.) - ἔ(ἤ)μελλον - ἔμελε - 78 εμποδίζω 79 λαμβάνω με κλήρο 80 παίρνω 81 διαφεύγω την προσοχή κάποιου 82 εγκαταλείπω, αφήνω 83 μαθαίνω 84 μέλλω, πρόκειται να, σκοπεύω να 85 μέλει μοι τινος=ενδιαφέρομαι για κάτι

μελλήσω - μελήσει - ἐμέλλησα - ἐμέλησε - - - μεμέληκε - - - ἐμεμελήκει - μένω - μιμνῄσκω 86 μιμνῄσκομαι 87 ἔμενον - ἐμίμνῃσκον ἐμιμνῃσκόμην μενῶ - μνήσω μνήσομαι, μνησθήσομαι ἔμεινα - ἔμνησα ἐμνησάμην, ἐμνήσθην μεμένηκα - μνήσας ἔχω μέμνημαι ἐμεμενήκειν - μνήσας εἶχον ἐμεμνήμην νέμω 88 νέμομαι νομίζω 89 νομίζομαι ἔνεμον ἐνεμόμην ἐνόμιζον ἐνομιζόμην νεμῶ νεμοῦμαι, νεμηθήσομαι νομιῶ νομιοῦμαι, νομισθήσομαι ἔνειμα ἐνειμάμην, ἐνόμισα ἐνομίσθην ἐνεμήθην νενέμηκα νενέμημαι νενόμικα νενόμισμαι ἐνενεμήκειν ἐνενεμήμην ἐνενομίκειν ἐνενομίσμην οἶδα 90 - οἰκέω-ῶ οἰκέομαι οῦμαι ᾔδειν-ᾔδη - ᾢκουν ᾠκούμην εἴσομαι, εἰδήσω - οἰκήσω οἰκήσομαι ἔγνων - ᾢκησα ᾠκησάμην- ᾠκήθην ἔγνωκα - ᾢκηκα ᾢκημαι ἐγνώκειν - ᾠκήκειν ᾠκήμην - οἴομαι-οἶμαι 91 (ἀπ)όλλυμι και (ἀπ)όλλυμαι (ἀπ)ολλύω 92 - ᾠόμην-ᾤμην ἀπώλλυν / ἀπώλλυον ἀπωλλύμην 86 θυμίζω 87 θυμάμαι 88 διανέμω, μοιράζω 89 μοιράζω 90 ξέρω 91 νομίζω 92 χάνω, καταστρέφω

- οἰήσομαι, οἰηθήσομαι ἀπολῶ ἀπολοῦμαι, ἀπολεσθήσομαι - ᾠήθην ἀπώλεσα ἀπωλόμην, ἀπωλέσθην - νενόμικα ἀπολώλεκα ἀπόλωλα - ἐνενομίκειν ἀπωλωλέκειν ἀπολώλειν ὄμνυμι-ὀμνύω 93 ὄμνυμαι ὀνίνημι 94 ὀνίναμαι ὤμνυν-ὤμνυον ὠμνύμην ὠφέλουν ὠνινάμην ὀμοῦμαι-ὀμόσω ὀμοσθήσομαι ὀνήσω ὀνήσομαι ὤμοσα ὠμοσάμην, ὤνησα ὠνήμην-ὠνήθην ὠμόσθην, ὠμόθην ὀμώμοκα (ὀμώμοσμαι) ὠφέληκα ὠφέλημαι ὠμωμόκειν (ὠμωμόσμην) ὠφελήκειν ὠφελήμην ὁράω-ῶ 95 ὁρῶμαι ὁρμάω-ῶ 96 ὁρμῶμαι ἑώρων ἑωρώμην ὥρμων ὡρμώμην ὄψομαι ὀφθήσομαι ὁρμήσω ὁρμήσομαι, ὁρμηθήσομαι εἶδον εἰδόμην, ὤφθην ὥρμησα ὡρμησάμην, ὡρμήθην ἑό(ω)ρακα, ὄπωπα ἑό(ω)ραμαι, ὦμμαι ὥρμηκα ὥρμημαι ἑο(ω)ράκειν, ὠπώπειν ἑο(ω)ράμην, ὤμμην ὡρμήκειν ὡρμήμην ὀρύττ(σσ)ω 97 ὀρύττ(σσ)ομαι ὀφείλω 98 ὀφείλομαι ὤρυττ(σσ)ον ὠρυττ(σσ)όμην ὤφειλον ὠφειλόμην ὀρύξω ὀρυχθήσομαι ὀφειλήσω - ὤρυξα ὠρύχθην ὠφείλησα και ὠφειλήθην ὤφελον ὀρώρυχα ὀρώρυγμαι ὠφείληκα - ὠρωρύχειν ὠρωρύγμην ὠφειλήκειν - ὀφλισκάνω 99 - πάσχω 100-93 ορκίζομαι 94 ωφελώ 95 βλέπω 96 ξεκινώ 97 σκάβω 98 χρωστώ 99 οφείλω, καταδικάζομαι σε πρόστιμο 100 παθαίνω

ὠφλίσκανον - ἔπασχον - ὀφλήσω - πείσομαι - ὦφλον - ἔπαθον - ὤφληκα - πέπονθα - ὠφλήκειν - ἐπεπόνθειν - παύω παύομαι πείθω πείθομαι ἔπαυον ἐπαυόμην ἔπειθον ἐπειθόμην παύσω παύσομαι - παυσθήσομαι πείσω πείσομαι, πεισθήσομαι ἔπαυσα ἐπαυσάμην- ἐπαύσθην -ἐπαύθην ἔπεισα, ἔπιθον ἐπεισάμην, ἐπείσθην, ἐπιθόμην πέπαυκα πέπαυμαι πέπεικα πέπεισμαι, πέποιθα ἐπεπαύκειν ἐπεπαύμην ἐπεπείκειν ἐπεπείσμην, ἐπεποίθειν πειράω-ῶ 101 πειρῶμαι πέμπω 102 πέμπομαι ἐπείρων ἐπειρώμην ἔπεμπον ἐπεμπόμην πειράσω πειράσομαι, πειραθήσομαι πέμψω πέμψομαι, πεμφθήσομαι ἐπείρασα ἐπειρασάμην, ἐπειράθην ἔπεμψα ἐπεμψάμην, ἐπέμφθην πεπείρακα πεπείραμαι πέπομφα πέπεμμαι ἐπεπειράκειν ἐπεπειράμην ἐπεπόμφειν ἐπεπέμμην πίμπλημι 103 πίμπλαμαι (ἐμ)πίμπρημι 104 (ἐν)πίμπραμαι ἐπίμπλην ἐπιμπλάμην (ἐν)επίμπρην - πλήσω πλησθήσομαι (ἐμ)πρήσω - ἔπλησα ἐπλήσθην (ἐν)ἔπρησα (ἐν)ἐπρήσθην πέπληκα πέπλησμαι - - ἐπεπλήκειν ἐπεπλήσμην - - πίνω πίνομαι πίπτω 105 - ἔπινον ἐπινόμην ἔπιπτον - πίομαι - πεσοῦμαι - ἔπιον ἐπόθην ἔπεσον - 101 προσπαθώ, το ίδιο το μέσο πειρῶμαι 102 στέλνω 103 γεμίζω 104 καίω, πυρπολώ 105 πέφτω

πέπωκα Πέπομαι πέπτωκα - ἐπεπώκειν ἐπεπόμην ἔπεπτώκειν - (κατα)πλήττω καταπλήττομαι ποιέω-ῶ ποιέομαι-οῦμαι κατέπληττον κατεπληττόμην ἐποίουν ἐποιούμην καταπλήξω καταπλαγήσομαι ποιήσω ποιήσομαιποιηθήσομαι κατέπληξα κατεπλάγην ἐποίησα ἐποιησάμην- ἐποιήθην καταπέπληγα καταπέπληγμαι πεποίηκα Πεποίημαι κατεπεπλήγειν κατεπεπλήγμην ἐπεποιήκειν ἐπεποιήμην πράττω (-σσω) πράττομαι (-σσομαι) - πυνθάνομαι 106 ἔπραττον ἐπραττόμην - ἐπυνθανόμην πράξω πράξομαι, - πεύσομαι πραχθήσομαι ἔπραξα ἐπραξάμην, - ἐπυθόμην ἐπράχθην πέπραχα πέπραγμαι - πέπυσμαι ἐπεπράχειν ἐπεπράγμην - ἐπεπύσμην ῥέω - ῥίπτω 107 ῥίπτομαι ἔρρεον - ἔρριπτον ἐρριπτόμην ῥυήσομαι - ῥίψω ῥίψομαι, ῥιφθήσομαι ἐρρύην - ἔρριψα ἐρριψάμην, ἐρρἰφθην ἐρρύηκα - ἔρριφα ἔρριμμαι ἐρρυήκειν - ἐρρίφειν ἐρρίμμην σημαίνω 108 σημαίνομαι σκεδάννυμισκεδαννύω σκεδάννυμαι 109 ἐσήμαινον ἐσημαινόμην ἐσκεδάννυν- ἐσκεδαννύμην ἐσκεδάννυον σημανῶ σημανοῦμαι, σκεδῶ σκεδασθήσομαι σημανθήσομαι ἐσήμηνα ἐσημηνάμην, ἐσκέδασα ἐσκεδασάμην, 106 πληροφορούμαι 107 ρίχνω 108 δίνω σήμα 109 σκορπίζω

σεσήμαγκα, σημήνας ἔχω ἐσεσημάγκειν, σημήνας εἶχον ἐσημάνθην ἐσκεδάσθην σεσήμασμαι σκεδάσας ἔχω ἐσκέδασμαι - σκεδάσας εἶχον ἐσκεδάσμην - σκοπέω-ῶ, σπένδω 111 σπένδομαι σκοποῦμαι 110 - ἐσκόπουν, ἔσπενδον ἐσπενδόμην ἐσκοπούμην - σκέψομαι σπείσω σπείσομαι - ἐσκεψάμην, ἔσπεισα ἐσπεισάμην ἐσκέφθην - ἔσκεμμαι - ἔσπεισμαι - ἐσκέμμην - ἐσπείσμην στέλλω στέλλομαι στρέφω στρέφομαι ἔστελλον ἐστελλόμην ἔστρεφον ἐστρεφόμην στελῶ στελοῦμαι, σταλήσομαι στρέψω στρέψομαι, στραφήσομαι ἔστειλα ἐστειλάμην, ἐστάλην ἔστρεψα ἐστρεψάμην, ἐστράφην ἔσταλκα ἔσταλμαι ἔστροφα ἔστραμμαι ἐστάλκειν ἐστάλμην ἐστρόφειν ἐστράμμην σφάλλω σφάλλομαι σῴζω σῴζομαι ἔσφαλλον ἐσφαλλόμην ἔσῳζον ἐσῳζόμην σφαλῶ σφαλοῦμαι, σφαλήσομαι σώσω σώσομαι σωθήσομαι ἔσφαλον, ἔσφηλα ἐσφαλόμην, ἔσωσα ἐσωσάμην -ἐσώθην ἐσφάλην ἔσφαλκα ἔσφαλμαι σέσωκα σέσωμαι και σέσῳσμαι ἐσφάλκειν ἐσφάλμην ἐσεσώκειν ἐσεσώμην και ἐσεσῴσμην ταράττω (-σσω) ταράττομαι τάττω (- σσω) 112 τάττομαι ἐτάραττον ἐταραττόμην ἔταττον ἐταττόμην 110 σκέπτομαι 111 προσφέρω σπονδή 112 παρατάσσω

ταράξω ἐτάραξα τετάραχα, ταράξας ἔχω ἐτεταράχειν, ταράξας εἶχον ταράξομαι, ταραχθήσομαι τάξω ἐταραξάμην, ἔταξα ἐταράχθην τετάραγμαι τέταχα τέταγμαι τάξομαι, ταχθήσομαι, ταγήσομαι ἐταξάμην, ἐτάχθην, ἐτάγην ἐτεταράγμην ἐτετάχειν ἐτετάγμην τείνω 113 τείνομαι τέμνω 114 τέμνομαι ἔτεινον ἐτεινόμην ἔτεμνον ἐτεμνόμην τενῶ τενοῦμαι, ταθήσομαι τεμῶ τεμοῦμαι, τμηθήσομαι ἔτεινα ἐτεινάμην, ἐτάθην ἔτεμον, ἔταμον ἐτεμόμην, ἐταμόμην, ἐτμήθην τέτακα τέταμαι τέτμηκα τέτμημαι ἐτετάκειν ἐτετάμην ἐτετμήκειν ἐτετμήμην τίθημι 115 τίθεμαι τίκτω 116 - ἐτίθην ἐτιθέμην ἔτικτον - θήσω θήσομαι, τεθήσομαι τέξομαι - ἔθηκα ἐθέμην, ἐτέθην ἔτεκον - τέθηκα, τέθεικα τέθειμαι, κεῖμαι τέτοκα - ἐτεθείκειν ἐτεθείμην, ἐκείμην ἐτετόκειν - τιμάω-ῶ τιμάομαι-ῶμαι τρέπω τρέπομαι ἐτίμων ἐτιμώμην ἔτρεπον ἐτρεπόμην τιμήσω ἐτίμησα τιμήσομαι, τιμηθήσομαι ἐτιμησάμην, ἐτιμήθην τρέψω ἔτρεψα, ἔτραπον τρέψομαι, τρεφθήσομαι, τραπήσομαι ἐτρεψάμην, ἐτραπόμην, ἐτρέφθην, ἐτράπην τετίμηκα τετίμημαι τέτροφα τέτραμμαι ἐτετιμήκειν ἐτετιμήμην ἐτετρόφειν ἐτετράμμην 113 τεντώνω 114 κόβω 115 τοποθετώ 116 γεννώ

τρέφω τρέφομαι τρέχω - ἔτρεφον ἐτρεφόμην ἔτρεχον - θρέψω θρέψομαι και δραμοῦμαι - τραφήσομαι ἔθρεψα ἐθρεψάμην- ἔδραμον - ἐθρέφθην και ἐτράφην τέτροφα τέθραμμαι δεδράμηκα - ἐτετρόφειν ἐτεθράμμην ἐδεδραμήκειν - τυγχάνω 117 - ὑβρίζω 118 ὑβρίζομαι ἐτύγχανον - ὕβριζον ὑβριζόμην τεύξομαι - ὑβριῶ ὑβριοῦμαι, ὑβρισθήσομαι ἔτυχον - ὕβρισα ὑβρίσθην τετύχηκα - ὕβρικα ὕβρισμαι ἐτετυχήκειν - ὑβρίκειν ὑβρίσμην ὑπισχνέομαι- - φαίνω 120 φαίνομαι οῦμαι 119 ὑπισχνούμην - ἔφαινον ἐφαινόμην ὑποσχήσομαι - φανῶ φανοῦμαι, φανθήσομαι, φανήσομαι ὑπεσχόμην - ἔφηνα ἐφηνάμην, ἐφάνθην, ἐφάνην ὑπέσχημαι - πέφαγκα πέφασμαι, πέφηνα ὑπεσχήμην - ἐπεφάγκειν ἐπεφάσμην, ἐπεφήνειν φέρω φέρομαι φεύγω - ἔφερον ἐφερόμην ἔφευγον - οἴσω ἤνεγκα, ἤνεγκον οἴσομαι, οἰσθήσομαι, ἐνεχθήσομαι ἠνεγκάμην, ἠνεγκόμην, ἠνέχθην φεύξομαι, φευξοῦμαι ἔφυγον - ἐνήνοχα ἐνήνεγμαι πέφευγα - - 117 τυχαίνει να 118 προσβάλλω 119 υπόσχομαι 120 φανερώνω

ἐνηνόχειν ἐνηνέγμην ἐπεφεύγειν - φημί 121 - φθάνω 122 - ἔφην - ἔφθανον - φήσω - φθάσω, φθήσομαι - ἔφησα - ἔφθασα, ἔφθην - εἴρηκα - ἔφθακα - εἰρήκειν - ἐφθάκειν - φθείρω φθείρομαι φυλάττω (-σσω) φυλάττομαι ἔφθειρον ἐφθειρόμην ἐφύλαττον ἐφυλαττόμην φθερῶ φθεροῦμαι, φθαρήσομαι φυλάξω φυλάξομαι, φυλαχθήσομαι ἔφθειρα ἐφθάρην ἐφύλαξα ἐφυλαξάμην, ἐφυλάχθην ἔφθαρκα, ἔφθορα ἔφθαρμαι πεφύλαχα πεφύλαγμαι ἐφθάρκειν ἐφθάρμην ἐπεφυλάχειν ἐπεφυλάγμην φύω 123 φύομαι χαίρω χαίρομαι ἔφυον ἐφυόμην ἔχαιρον ἐχαιρόμην φύσω-φυήσω φύσομαι χαρῶ -χαιρήσω χαρήσομαι - χαροῦμαι - χαιρήσομαι ἔφυσα ἔφυν ἐχάρησα -ἐχαίρησα ἐχάρην - πέφυκα κεχάρηκα - γέγηθα κεχάρημαι - ἐπεφύκειν ἐκεχαρήκειν - ἐγεγήθειν ἐκεχαρήμην - χαρίζομαι 124 χρή (απροσ.) 125 - - ἐχαριζόμην ἐχρῆν - - χαριοῦμαι - χρήσει - χαρισθήσομαι - ἐχαρισάμην - ἔχρησε - ἐχαρίσθην - κεχάρισμαι - - - ἐκεχαρίσμην - - 121 λέω, ισχυρίζομαι 122 φθάνω, προφταίνω να, προλαβαίνω να 123 γεννώ, παράγω 124 κάνω χάρη, ευνοώ 125 πρέπει

- χρήομαι-ῶμαι 126 χωρέω-ῶ 127 - - ἐχρώμην ἐχώρουν - - χρήσομαι, χωρήσω - - χρησθήσομαι χωρήσομαι - ἐχρησάμην, ἐχώρησα - ἐχρήσθην - κέχρημαι κεχώρηκα - - ἐκεχρήμην ἐκεχωρήκειν - ψεύδω 128 ψεύδομαι 129 ψηφίζω ψηφίζομαι ἔψευδον ἐψευδόμην ἐψήφιζον ἐψηφιζόμην ψεύσω φεύσομαι, ψευσθήσομαι ψηφιῶ ψηφιοῦμαι, ψηφισθήσομαι ἔψευσα ἐψευσάμην, ἐψεύσθην ἐψήφισα ἐψηφισάμην, ἐψηφίσθην ψεύσας ἔχω ἔψευσμαι ἐψήφικα ἐψήφισμαι ψεύσας εἶχον ἐψεύσμην - ἐψηφίσμην ὠθέω-ῶ 130 ὠθοῦμαι - ὠνέομαι-οῦμαι 131 ἐώθουν ἐωθούμην - ἐωνούμην ὤσω ὠθήσομαι, ὠσθήσομαι - ὠνήσομαι, ὠνηθήσομαι ἔωσα ἐωσάμην, ἐώσθην - ἐωνησάμην, ἐωνήθην, ἐπριάμην ἔωκα ἔωσμαι - ἐώνημαι ἐώκειν ἐώσμην - ἐωνήμην Ενεργητική ὠφελέω-ῶ ὠφέλουν ὠφελήσω ὠφέλησα ὠφέληκα ὠφελήκειν Παθητική ὠφελοῦμαι ὠφελούμην ὠφελήσομαι, ὠφεληθήσομαι ὠφελήθην ὠφέλημαι ὠφελήμην 126 χρησιμοποιώ 127 προχωρώ 128 διαψεύδω 129 λέγω ψέματα, διαψεύδομαι 130 σπρώχνω 131 αγοράζω