ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ» ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που

Σχετικά έγγραφα
Γιάννης Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»

Γιάννη Ρίτσου: Ρωµιοσύνη (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ιονύσιος Σολωµός ( )

Γιάννης Ρίτσος, ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

I. Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. «Μόνο γιατί µ αγάπησες» (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928, σελ σχολικού βιβλίου) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Ένας αϊτός περήφανος Κλέφτικο τραγούδι

Ρωμιοσύνη 1. Εισαγωγή Ρωμιοσύνη 2. Δομή της Ρωμιοσύνης

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2009 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

The G C School of Careers

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

2 Μαρτίου Η Δύναμη της Αγάπης. Θρησκεία / Θρησκευτική ζωή. Μίνα Μπουλέκου, Συγγραφέας-Ποιήτρια

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σπίτι μας είναι η γη

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «Μόνο γιατί μ αγάπησες», Μαρία Πολυδούρη

«Η μάνα Ηπειρώτισσα» - Γράφει η Πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Νομού Τρικάλων Νίκη Χύτα

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Οδυσσέας Ελύτης: Η Μαρίνα των βράχων (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. «Η Νίκη της Δράμας»

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Βιτσέντζου Κορνάρου: Ερωτόκριτος β. [Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός] (στίχοι ) (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

Μια πόλη που χαμογελά και ελπίζει

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

Μ. ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ Η ΑΠΟΚΡΙΑ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α Λυκείου Κωδικός 4528 Ενότητα: «Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Παρασκευή, 01 Μάρτιος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 01 Μάρτιος :54

Ο ίδιος είχε μια έμφυτη ανάγκη ισορροπίας και θετικισμού μέσα στο όνειρο.

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Νεωτερική παιδική ποίηση

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Μίλτος Σταχτούρης Ὁ Ἐλεγκτής

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Οι 3 διαστάσεις της ύπαρξης: εξωτερική ύπαρξη, εσωτερική ύπαρξη και γλώσσα 1: ΤΕΜΑΧΙΟ 2: ΤΕΜΑΧΙΟ 3: ΤΕΜΑΧΙΟ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΘΑΡΙ 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Copyright Φεβρουάριος 2016

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

e- EΚΦΡΑΣΗ- ΕΚΘΕΣΗ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ για ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ εξετάσεις Γ λυκείου ΕΠΑ.Λ.

[Ήλιε µου και τρισήλιε µου] (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ. 101)

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου

ΚΕΙΜΕΝΟ Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Transcript:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ» ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Η «Ρωμιοσύνη» σηματοδοτεί μια νέα αντίληψη του Ρίτσου για το ελληνικό τοπίο. Το τοπίο συμβάλλει στην ιστορική αυτογνωσία του Έλληνα, έχει πάνω του χαραγμένη τη μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας. Παράλληλα, ταυτίζεται με την Αντίσταση και επιτρέπει στον ποιητή να μεταδώσει το μήνυμά του: «αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ τα ξένα βήματα». Αυτή η νέα οπτική συνδέεται με την προσπάθεια του ποιητή να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του ελληνισμού. Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό: μια ιδιοφυής σύζευξη των πιο ετερόκλητων εκφραστικών τρόπων (δημοτικής, συμβολιστικής κι υπερρεαλιστικής προέλευσης) αποκαλύπτει μια Ελλάδα που αγωνίζεται για τα λιθάρια της, ένα μοναδικό δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας, που συνταιριάζει τον «Μεγαλέξαντρο με τον Μακρυγιάννη, τον Σολωμό με τον Παπαδιαμάντη, την Μπουμπουλίνα με τη Γοργόνα, την Παναγιά με την Αρετούσα, τον Διγενή και τους Ακρίτες με τους Κλέφτες και τους αντάρτες, σε μια ιστορικά και συνειδησιακά καταξιωμένη συγχρονία» (Γ. Βελουδής). Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού. Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του ποιήματος. Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης. Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του ποιητή αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πατρίδας του. 1

Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει μια νέα ευτυχέστερη μορφή. Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς. Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το τώρα είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους. ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ: Ο τίτλος: Ο ποιητής επιλέγει να τιτλοφορήσει το ποίημά του Ρωμιοσύνη (ελληνισμός), χρησιμοποιώντας μια λέξη που βρίσκεται πιο κοντά στη λαϊκή διατύπωση και στην ψυχή των Ελλήνων. Μια λέξη που εμπεριέχει όλη την περηφάνια και τα υψηλά εκείνα αισθήματα που διαπνέουν κάθε Έλληνα για τη σκληρά δοκιμαζόμενη φυλή του. Λέξη ενδεικτική, άλλωστε, για το κλίμα που θα κινηθεί το ποίημα στο σύνολό του, καθώς ο ποιητής αποβλέπει σε μια έκφραση όσο γίνεται πιο κοντά στο λόγο και στη σκέψη του ελληνικού λαού, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα αλλοίωνε την αλήθεια του συναισθήματος που διατρέχει την ποιητική του σύνθεση. Η επιλογή του τίτλου φέρνει στο νου μια ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή το χωρισμό της, από μορφωτική άποψη, σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τη μεσαία τάξη, που θέλει να εξαλείψει από τη συλλογική μνήμη την Τουρκοκρατία και να ταυτιστεί με τους αρχαίους Έλληνες, και την αγροτική και εργατική τάξη, που αισθάνεται μέσα της ζωντανή τόσο τη λαϊκή όσο και τη βυζαντινή παράδοση. Τα μέλη της πρώτης ομάδας βλέπουν τον εαυτό τους σαν «Έλληνες», τα μέλη της δεύτερης ομάδας σαν «Ρωμιούς». Ο Ρίτσος απορρίπτει τη στάση της αστικής τάξης, επειδή θεωρεί ότι σκοπεύει να εντάξει την Ελλάδα, από πολιτική και κοινωνική άποψη, στην καπιταλιστική Δύση και συντάσσεται με εκείνους που βλέπουν τον εαυτό της σαν Ρωμιό και γίνεται ο βάρδος της. «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, 2

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.» Στην εισαγωγική στροφή του ποιήματος δηλώνεται εμφατικά πόσο αδιανόητο είναι για τον ελληνικό λαό να ζήσει χωρίς την ελευθερία του. Σ αυτή την ανάγκη μάλιστα συμμετέχουν εξίσου η ελληνική φύση κι ο ίδιος ο τόπος, που ως προσωποποιημένες παρουσίες δεν μπορούν να αρκεστούν, δεν μπορούν να υπάρξουν στα ασφυκτικά όρια της σκλαβιάς. Η προσωποποίηση των δέντρων, που παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι, υπαινίσσεται τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του ζωτικού χώρου των Ελλήνων. Τα δέντρα δε μπορούν να ζήσουν με λιγότερο ουρανό, αναφορά που υποδηλώνει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, την έλλειψη ελευθερίας, αλλά και το στένεμα της ελπίδας. Οι πέτρες δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα του κατακτητή, κάτω από τον εχθρικό και μισητό βηματισμό. Τα πρόσωπα των Ελλήνων δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο στον ήλιο, στο φως της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, μακριά από τα σκοτάδια και τη συννεφιά της σκλαβιάς, και οι καρδιές τους δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σ ένα κόσμο όπου επικρατεί δικαιοσύνη. Η επαναφορά στους τέσσερις πρώτους στίχους της δεικτικής αντωνυμίας (αυτά, αυτές) και του ίδιου ρήματος (δε βολεύονται) δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο μήνυμα των στίχων, ενώ μέσω της επανάληψης ενισχύεται η μουσικότητα του ποιήματος. Η χρήση μάλιστα των δεικτικών αντωνυμιών, που μας φέρνουν στη σκέψη των ποιητή να δείχνει τα δέντρα, τις πέτρες και τους ανθρώπους γύρω του, προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια στην έκφραση του λόγου. Παρατηρούμε επίσης πως τα υποκείμενα των στίχων συνεκδοχικά αναφέρονται σε όλο το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού και χώρου. Η αναφορά στις διαθέσεις, όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και του τοπίου, του ελληνικού χώρου, καθιστά τον πόθο των Ελλήνων για ανεξαρτησία εναργέστερο και μας παραπέμπει έμμεσα σε όλους τους αγώνες που έχουν γίνει ανά τους αιώνες επί ελληνικού εδάφους με στόχο πάντοτε την ελευθερία. «Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ αμπέλια του, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως. Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.» Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος τίθεται σε πρωταγωνιστική θέση ο ελληνικός τόπος, που με τις ιδιαιτερότητές του έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο ποιητής μάλιστα επιλέγει να παρουσιάσει το ελληνικό τοπίο, όπως αυτό εμφανίζεται την πιο θερμή ώρα του καλοκαιριού εποχή που είναι η πιο χαρακτηριστική για την Ελλάδα. Ο παραδομένος στη ζέστη τόπος είναι σκληρός και κάτω από το δεσπόζον φως του ήλιου μοιάζει αμετάβλητος, σχεδόν ακινητοποιημένος. Η σκληρότητα του τοπίου αποδίδεται από τον ποιητή με μια παρομοίωση στην οποία αντιπαρατίθεται με τη σκληρότητα της σιωπής, παραπέμποντας έτσι στο πικρό συναίσθημα που προκαλεί η 3

σιωπή ενός αγαπημένου προσώπου ή εν γένει η σιωπή τη στιγμή που κάποιος περιμένει με αγωνία μιαν απάντηση ή μιαν είδηση. Η σιωπή όμως μπορεί να προετοιμάζει κι ένα ξέσπασμα και μ αυτή την έννοια να δηλώνει σε ιστορικό επίπεδο την κυοφορία της απόφασης των ανταρτών να πάρουν τα όπλα. Μέσα απ αυτή την οπτική γωνία η σκληρότητα του τοπίου μπορεί να διαβαστεί ως αποφασιστικότητα. Το τοπίο σφίγγει στον κόρφο του τις πέτρες, που καίνε απ την πολύωρη έκθεση στον αμείλικτο ήλιο, σφίγγει στο φως του τις ορφανές ελιές (ορφανές υπό την έννοια πως είναι από τα ελάχιστα καρποφόρα δέντρα που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο) και τα αμπέλια του. Οι εικόνες που συνθέτει εδώ ο ποιητής περιλαμβάνουν ακριβώς τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού τοπίου, ιδωμένα στατικά υπό το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Το προσωποποιημένο τοπίο σφίγγει τα δόντια, καθώς παντού υπάρχει ξηρασία - το νερό είναι τόσο λίγο που είναι σα να μην υπάρχει καν- μόνο το φως κυριαρχεί και φλέγει όλο τον ελληνικό χώρο. Η κατάσταση αυτή -τόσο οικεία στους Έλληνεςέρχεται να αναδείξει τις δυσκολίες που προκύπτουν από έναν άνυδρο τόπο για τους κατοίκους, οι οποίοι πέρα από τα πλείστα άλλα προβλήματα που τους παρουσιάζονται, οφείλουν να αντέξουν και τη σκληρότητα του ίδιου του τόπου τους. Είναι τέτοια η ένταση του ήλιου που ο δρόμος μπροστά χάνεται μέσα στη λαμπρότητα του φωτός, ενώ η σκιά που ρίχνει η μάντρα μοιάζει με σίδερο εικόνα που αποδίδει παράλληλα την αλλοίωση του χώρου από τη λαμπρότητα του φωτός και συνάμα την αίσθηση της απόλυτης ακινησίας κάτω από την αβάσταχτη ζέστη του κυριάρχου ήλιου. Ο ίσκιος μοιάζει σκληρός σα σίδερο, μοιάζει αμετακίνητος σαν να έχει υλική υπόσταση, σα να διεκδικεί κι αυτός μερίδιο στο ανάγλυφο του ελληνικού τοπίου. «Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου. Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα. Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό. Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ την πίκρα τους. Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ την αγρύπνια, μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.» Το μοτίβο της ακινησίας του τοπίου δίνεται σ αυτή τη στροφή με μεγάλη σαφήνεια, καθώς όπως δηλώνει ο ποιητής τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές έχουν μαρμαρώσει μες στον ασβέστη του ήλιου, μες στη λευκότητα του δεσπόζοντος φωτός. Η εικόνα της σκληρότητας του τοπίου, που ξεκίνησε στην προηγούμενη στροφή με την αναφορά στην κυριαρχία του φωτός και την πλήρη έλλειψη νερού, συνεχίζεται εδώ με επιτακτικό τρόπο. Τα πάντα μοιάζουν μαρμαρωμένα κάτω απ το φως, ακόμη κι οι ρίζες των δέντρων σκοντάφτουν στο μάρμαρο, στο σκληρό απ την ξηρασία έδαφος το μάρμαρο βέβαια μπορεί να γίνει αντιληπτό και μ άλλους τρόπους αφενός γιατί σε 4

κυριολεκτικό επίπεδο υπάρχει σε αφθονία στο ελληνικό υπέδαφος -σχηματίζεται έτσι μια σύνδεση ανάμεσα στο μάρμαρο του υπεδάφους και το μαρμαρωμένο απ τη ζέστη και τον ήλιο τοπίο- κι αφετέρου αποτελεί έμμεση αναφορά στα αρχαία αγάλματα και υπολείμματα μνημείων που βρίσκονται ακόμη θαμμένα στην ελληνική γη. Η έλλειψη νερού γίνεται αντιληπτή σε κάθε στοιχείο της ελληνικής φύσης, τα φυτά (σκοίνα), τα ζώα (μουλάρι), ακόμη και το έδαφος (βράχος) λαχανιάζουν, διψούν. Δεν υπάρχει πουθενά νερό κι αυτό επηρεάζει ακόμη και τους ανθρώπους, που χρόνια τώρα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό. Προσέχουμε, βέβαια, πως καθώς η δίψα περνά από τα στοιχεία της φύσης στον άνθρωπο, έχουμε συνάμα και μια μετατόπιση προς μια μεταφορική χρήση της δίψας, για να δηλωθεί έτσι και η απουσία της ελπίδας, η απουσία μιας θετικής προοπτικής που τόσο αναγκαία είναι σε κάθε άνθρωπο. Οι Έλληνες που χρόνια τώρα βασανίζονται και ταλαιπωρούνται «μασάνε μια μπουκιά ουρανό» πάνω από την πίκρα τους μια υπερρεαλιστική εικόνα που επιχειρεί να παραστήσει πως συχνά το ίδιο το τοπίο, με τον καταγάλανο ουρανό, είναι κι η μόνη παρηγοριά για τους ανθρώπους. Η θέαση του λαμπρού ουρανού, η θέαση αυτής της ομορφιάς που πλαισιώνει τον ελληνικό χώρο, αποτελεί μια σταθερή διαβεβαίωση πως οι αγώνες και οι πόνοι τους δεν πάνε χαμένοι, αφού αυτό για το οποίο πολεμούν αξίζει κάθε θυσία. Οι συνεχείς αγώνες των ανθρώπων, οι συνεχείς πίκρες τους, που αποτελούν μόνιμο στοιχείο της ζωής τους, είναι εμφανείς στο πρόσωπό τους, τόσο στα κόκκινα απ την αγρύπνια μάτια όσο και στη βαθιά ρυτίδα που έχει σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια τους. Η μόνιμη έκφραση αγωνίας έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στο πρόσωπο των ανθρώπων, όπου η χαραγματιά ανάμεσα στα φρύδια είναι τόσο έντονη και εμφανής, όπως η εικόνα ενός κυπαρισσιού ανάμεσα σε δυο βουνά που καθώς ο ήλιος δύει φαίνεται όλο και πιο σκοτεινό κι επιβλητικό. Πρόκειται για μια υπερρεαλιστική εικόνα ενδεικτική της τάσης του Ρίτσου να περιγράφει τους ανθρώπους με στοιχεία της φύσης. Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η αγρυπνία είναι το κεντρικό θέμα της ποιητικής συλλογής στην οποία ανήκει η «Ρωμιοσύνη» και δηλώνει την αναγκαιότητα διαρκούς εγρήγορσης των Ελλήνων ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την προστασία της πατρίδας από τους εχθρούς. Ταυτόχρονα, συνδέει τους αντάρτες με τους άγρυπνους φρουρούς των συνόρων, τους ακρίτες, και με τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου που υμνεί ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», για να δώσει διαχρονικό χαρακτήρα στη θέση του ποιήματος. «Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.» 5

Η αγρύπνια των Ελλήνων, που φαίνεται στα κοκκινισμένα τους μάτια, είναι το στοιχείο εκείνο που αποκαλύπτει πως για χρόνια βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, σε μια κατάσταση επιφυλακής, αφού διαρκώς πρέπει να πολεμούν για την ελευθερία τους. Οι Έλληνες δεν ξεκουράζονται και δεν ησυχάζουν ποτέ, βρίσκονται διαρκώς με το ντουφέκι κολλημένο στο χέρι τους, σε σημείο που μοιάζει πια σαν να είναι μια φυσική προέκταση του χεριού τους. Αντιστοίχως το χέρι τους -το χέρι που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να πολεμήσει- είναι η προέκταση της ψυχής τους, κάτι που σημαίνει πως η αποφασιστικότητά τους ν αγωνιστούν για όσα τους ανήκουν αντλείται από το βάθος της ψυχής τους. Οι Έλληνες δεν πολεμούν γιατί τους το επιβάλλει κάποιος ή γιατί έτσι πρέπει, αλλά γιατί ο αγώνας για την ελευθερία είναι κάτι που επιθυμούν ολόψυχα. Οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την ανεξαρτησία τους κι αυτό τους ωθεί σ έναν αγώνα μέχρι τέλους. Το να ζουν υπό ξενική κατοχή, το να ζουν χωρίς να είναι κύριοι της πατρίδας και της τύχης τους είναι κάτι που τους πληγώνει βαθιά, γι αυτό και βλέπει κανείς το θυμό που τους φλέγει στα χείλη τους. Ενώ στα μάτια τους μπορείς να δεις τον καημό τους, τον πόνο και την οδύνη που τους προκαλεί η παρουσία των κατακτητών στην αγαπημένη τους πατρίδα. Κι είναι τόσο έντονος ο καημός τους, τόσο βαθιά χαραγμένος στα μάτια τους, όπως ένα αστέρι μέσα σε μια γούβα αλάτι. Η παρομοίωση αυτή που κινείται σε υπερρεαλιστικό πλαίσιο έρχεται να τονίσει την ένταση του ψυχικού πόνου των Ελλήνων, τα μάτια των οποίων έχουν πια στεγνώσει από τα δάκρυα. Τα δάκρυα αυτά που κύλησαν για καιρό άφησαν μόνο το αλάτι (ό,τι απομένει δηλαδή από τα δάκρυα όταν στεγνώσουν) κι ένα αστέρι βαθιά ριζωμένο, ένα αστέρι που συμβολίζει την ελπίδα πως ο πόνος τους δε θα μείνει ανεκδίκητος. Τα δάκρυα στέγνωσαν και τη θέση τους έλαβε η αποφασιστικότητα, η οργή και η υπόσχεση πως οι κατακτητές θα πληρώσουν για τα δεινά που προκάλεσαν στην ελληνική γη. Ο καημός στα μάτια των Ελλήνων, ο βαθύς αυτός πόνος, δεν είναι πια πηγή δακρύων, αλλά πηγή δύναμης και ψυχικού σθένους. «Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ απ τα άγρια γένια τους. όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα. Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο 6

πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.» Οι Έλληνες όταν σφίγγουν το χέρι ενός ανθρώπου, όταν δίνουν δηλαδή το λόγο τους, όταν συμφωνούν σε κάτι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, ο (προσωποποιημένος) ήλιος αισθάνεται απόλυτη σιγουριά πως θα κρατήσουν το λόγο τους και θα πράξουν ό,τι συμφώνησαν. Όταν οι Έλληνες χαμογελούν γεννιέται στον κόσμο η ελπίδα το μικρό χελιδόνι που φεύγει από τα άγρια γένια τους. Τα άγρια γένια είναι εδώ μια ακόμη υπόμνηση των σκληρών συνθηκών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Ελλήνων. Όταν κοιμούνται από τις άδειες τους τσέπες -αναφορά στην οικονομική εξαθλίωση της χώρας- πέφτουν δώδεκα αστέρια ονειρεύονται δηλαδή ένα καλύτερο αύριο, αισιοδοξούν κι αυτό τους δίνει δύναμη να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Η επιλογή του ποιητή να μιλήσει συγκεκριμένα για 12 αστέρια, μας παραπέμπει στην ειδική σημασία που έχει αυτός ο αριθμός στα ιερά κείμενα του χριστιανισμού, όπου τον βρίσκουμε πολύ συχνά (παράδειγμα οι 12 μαθητές του Χριστού). Όταν οι Έλληνες πεθαίνουν η ζωή συνεχίζει με την ίδια κι ακόμη μεγαλύτερη ένταση την ανοδική και δύσκολη πορεία της. Ο θάνατος κάθε Έλληνα τιμάται από τους συντρόφους του με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για τη συνέχιση του αγώνα, για τη διεκδίκηση της ελευθερίας. Έτσι, αντί για θρήνους, ο θάνατος των Ελλήνων συνοδεύεται από μια διάθεση να τιμηθεί ο χαμός τους, να τιμηθεί η θυσία τους. Η εντιμότητα των Ελλήνων, η δύναμή τους να χαμογελούν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται μέσα στις κακουχίες, οι θυσίες τους που βρίσκουν θερμή ανταπόκριση απ τους συντρόφους τους, είναι τα χαρακτηριστικά του έθνους αυτού που για χρόνια βασανίζεται και υποφέρει. Οι στίχοι 27 34 εισάγουν το θέμα της πολιορκίας και συνδέουν τη «Ρωμιοσύνη» με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, και γενικότερα με το ιστορικό παρελθόν των Ελλήνων. Χρόνια τώρα οι Έλληνες μαστίζονται απ την πείνα και τη δίψα, χρόνια τώρα σκοτώνονται στους συνεχείς αγώνες που δίνουν κι όλα αυτά σ έναν τόπο που περιστοιχίζεται όχι μόνο από στεριά, αλλά κι από θάλασσα. Στεριά και θάλασσα βασανίζουν τους Έλληνες, σ έναν τόπο άνυδρο, άγονο και δύσκολα ελέγξιμο στο σύνολό του, αφού μεγάλο μέρος του βρίσκεται υπό το κράτος της θάλασσας. Η ζέστη έχει κάψει τα χωράφια τους, η αρμύρα της θάλασσας έχει ποτίσει τα σπίτια τους, ο άνεμος έχει γκρεμίσει τις πόρτες των σπιτιών τους, αλλά και τις λίγες πασχαλιές που βρίσκονταν στις πλατείες (οι πασχαλιές ως σύμβολα της ανάστασης, της ελπίδας για μια ουσιαστική λύτρωση). Κι οι ίδιοι οι Έλληνες, φτωχοί κι ανυπεράσπιστοι απέναντι στη μανία της φύσης, με τον παγωμένο αέρα να περνά από τα τρύπια πανωφόρια τους και να τους οδηγεί στο θάνατο. Η γλώσσα τους από τη δίψα και την πείνα έχει πια γίνει στυφή, ξερή σαν το κυπαρισσόμηλο. 7

Η πείνα των ανθρώπων γίνεται έντονα εμφανής στα πιστά και αγαπημένα τους σκυλιά, που έμειναν πάντα στη σκιά των αφεντικών τους και πέθαναν από τις στερήσεις, από την πλήρη απουσία τροφής. Μακάβριο ενθύμιο των οποίων απέμειναν τα κόκαλά τους που μαστίζονται από τη βροχή του δύσκολου χειμώνα. Ο ποιητής έχοντας δει την τραγική εξαθλίωση του λαού του στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όπου όλες οι υποδομές του κράτους κατέρρευσαν κι οι άνθρωποι χάθηκαν κατά χιλιάδες από την πείνα και τις κακουχίες, δείχνει εδώ πόσο δύσκολη είναι η διαβίωση στον φτωχό αυτό τόπο. Τα θερμά καλοκαίρια και τα όμορφα νησιά που είναι παραδομένα στο έλεος της θάλασσας, δημιουργούν ένα εχθρικό περιβάλλον, όταν δεν υπάρχουν τα χρήματα, όταν δεν υπάρχει καμία υποδομή για να στηρίξει τους ανθρώπους. Ό,τι φαινομενικά μοιάζει με ευλογία αυτού του τόπου, στην πραγματικότητα αποτελεί φονική δυσκολία για έναν εξαθλιωμένο λαό, που δεν έχει κανένα τρόπο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τη λειψυδρία, την έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και φυσικά τις έντονες αλλαγές του καιρού. Κι όλα αυτά έγιναν με τραγικό τρόπο εμφανή στα χρόνια της κατάρρευσης, στα χρόνια του μεγάλου πολέμου. «Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού. Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν, γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.» Οι Έλληνες, όμως, δεν κάμπτονται από τις πολλαπλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν: έτσι παραμένουν στις σκοπιές, έστω κι αν είναι πετρωμένοι από το κρύο, έστω κι αν αναγκάζονται να καίνε για να ζεσταθούν τη σβουνιά, την ξεραμένη δηλαδή κοπριά των ζώων, ενώ το βλέμμα τους παραμένει προσηλωμένο στη μανιασμένη θάλασσα που με έχει βουλιάξει «το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού». Η υπέροχη αυτή εικόνα δίνει με ιδιαίτερη παραστατικότητα το βαθμό της ταραχής που επικρατεί στη θάλασσα, καθώς επάνω της δεν καθρεφτίζεται πια η γραμμή του φεγγαριού (το κατάρτι) που μπορεί κανείς να δει τις νύχτες, όταν η θάλασσα είναι τελείως γαλήνια. Το ψωμί έχει τελειώσει, τα πολεμοφόδια έχουν τελειώσει, αλλά οι Έλληνες συνεχίζουν τον αγώνα τους, γεμίζοντας τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους. Μια υπερρεαλιστική εικόνα που έρχεται να δείξει το πόσο αποφασισμένοι είναι οι Έλληνες να πολεμήσουν, έστω και με μόνη τη γενναιότητα της ψυχής τους, έστω και θυσιάζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό, είναι διατεθειμένοι να κρατήσουν τον αγώνα τους ζωντανό, με κάθε δυνατή θυσία, με κάθε δυνατό τρόπο. «Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους, 8

μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ τα χέρια τους για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.» Οι δύο πρώτοι στίχοι της στροφής αποτελούν μερική επανάληψη στίχων από προηγούμενη στροφή, με ένα βασικό οξύμωρο σχήμα όμως, που δηλώνει πως ο θάνατος των Ελλήνων δεν είναι μάταιος, δεν πηγαίνει χαμένος. Κάθε Έλληνας που σκοτώνεται παραμένει ζωντανός, συνεχίζει να υπάρχει μέσα στις ψυχές των άλλων Ελλήνων, που μένουν πιστοί στον κοινό αγώνα. Οι Έλληνες στέκουν αγέρωχοι στις σκοπιές τους, με τα μάτια τους να λάμπουν από την αποφασιστικότητα, τη θέληση και την προσδοκία πως ο αγώνας τους θα δικαιωθεί. Κοντά τους έχουν μια μεγάλη σημαία, το σύμβολο ενός αγώνα που δεν αφορά μόνο τους Έλληνες αλλά κάθε άνθρωπο και κάθε λαό που επιθυμεί την ειρήνευση και την εκδίωξη των κατακτητών. Η μεγάλη κατακόκκινη φωτιά, που λειτουργεί συνδυαστικά με τη μεγάλη σημαία, σηματοδοτεί την ένταση του αγώνα των Ελλήνων, το πάθος και την πεποίθησή τους πως αυτός ο αγώνας θα φέρει την πολυπόθητη ελευθερία. Οι Έλληνες, όχι μόνο δεν υπέκυψαν μπροστά στις δυσκολίες, αλλά η θέλησή τους έγινε ακόμα πιο ισχυρή, καθώς όσο περισσότερο τους χτυπούν οι κατακτητές, τόσο περισσότερο εκείνη δίνονται στον αγώνα τους. Έτσι, κάθε νέα μέρα που ξημερώνει, κάθε νέα μέρα του αγώνα τους, φεύγουν από τα χέρια τους χιλιάδες περιστέρια -σύμβολα ειρήνης- προς τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα, προς κάθε δηλαδή κατεύθυνση, στέλνοντας το μήνυμα πως ό,τι φρικτό συμβαίνει σε τούτη τη χώρα θα λάβει τέλος, θα υποχωρήσει μπροστά στο σθένος των Ελλήνων. Κι από τούτη τη μικρή χώρα που κάποτε ξεκίνησε το ταξίδι της η ιδέα της δημοκρατίας, θα ξεκινήσει το ταξίδι της και η είδηση της ειρήνης και της εκδίωξης των κατακτητών. Η νίκη που θα επιτύχουν οι Έλληνες θα είναι η αρχή για την ειρήνευση. Τεχνική: Στη Ρωμιοσύνη χρησιμοποιούνται στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, της ποίησης του Σολωμού, του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού, ενώ η μετάβαση από θέμα σε θέμα γίνεται με τη μέθοδο του συνειρμού. Στιχουργία: Ο στίχος είναι ελεύθερος, ανομοιοκατάληκτος και ανισοσύλλαβος. Γλώσσα Ύφος: Η γλώσσα είναι καθαρή δημοτική και πλησιάζει πολύ τον προφορικό λόγο. Ο πλούτος των εκφραστικών μέσων προσδίδει στο κείμενο λυρισμό και παραστατικότητα και η πρόθεση του ποιητή να υμνήσει τους αντάρτες έναν τόνο επικό. 9

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: 1. Άξιον εστί το κάμα που κλωσσάει Στο γιοφύρι αποκάτω τα ωραία κοτρώνια Επίσης: Μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο και πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως αλλά λίγο το νερό για να το`χεις θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του. 2. Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω. όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή μ` ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό κι όλοι τώρα τρέχαν σ` αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό! Ας μην το κρύβουμε Διψάμε για ουρανό Άξιον εστί Ο. Ελύτη Το ψωμί, Μ. Σαχτούρη 3. ΤΗΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε, ν` εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια. Μαύρη ζωή που κάνομεν εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζομε και δεν ασπροφοράμε, ολημερίς στον πόλεμο, τη νύκτα καραούλι. Δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα, Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα. Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα Και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο. 10

4. Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας. Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας; (Συλλογή Πολίτη) Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν. Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Ι ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Ποια ιδιαίτερα γνωρίσματα της ελληνικής φύσης και ζωής περιγράφονται στους στίχους 11 13 και ποιο αίσθημα υποβάλλει ο ποιητής; 2. Στη Ρωμιοσύνη ο Ρίτσος επηρεάστηκε από το δημοτικό τραγούδι και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Να εντοπίσετε σχετικούς στίχους. 3. Ποια ψυχικά γνωρίσματα των αγωνιστών αποκαλύπτουν οι στίχοι 23 25; 4. Ποια στάση ζωής υποδεικνύει ο ποιητής στους στίχους 42 45; 5. Νομίζετε ότι το ποίημα έχει επικό χαρακτήρα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ ΣΕΒΑΣΤΟΥΛΑ, ΠΕ2 11