ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( δεύτερο τμήμα ) 14 Φεβρουαρίου 1985 '

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Απριλίου 1996 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 13 Φεβρουαρίου 1985 '

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

Συλλογή της Νομολογίας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 8ης Φεβρουαρίου 2007 *

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 27ης Φεβρουαρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Φεβρουαρίου 1986 *

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 1998*

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2001 *

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-108/98. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 1999 *

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1998 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2002 *

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 29ης Φεβρουαρίου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2004 * με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 1998 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

Transcript:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 18. 3. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 24/85 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 * Στην υπόθεση 24/85, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ Jozef Maria Antonius Spijkers 1 ) Gebroeders Benedik Abattoir CV, και 2 ) Alfred Benedik en Zonen BV, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ) συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét, Ο. Due, Y. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν: ο Jozef Maria Antonius Spijkers, εκπροσωπούμενος από τους J. Groen και J. Α. Van Veen, δικηγόρους Χάγης, * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική. 1124

SPIJKERS/BENEDIK η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα στο Υπουργείο Εξωτερικών, η βρετανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. J. Hay, του Treasury Solicitor's Department, και το δικηγόρο Ch. Symons, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Thomas van Rijn και F. Grondman, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, εκδίδει την ακόλουθη ΑΠΟΦΑΣΗ ( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται ) Σκεπτικό 1 Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιανουαρίου 1985, το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ). 2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησε ο Jozef Maria Antonius Spijkers κατά των εταιριών Gebroeders Benedik Abattoir CV (στο εξής: Benedik CV ) και Alfred Benedik en Zonen BV ( στο εξής: Benedik BV ). 1125

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 18. 3. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 24/85 3 Από τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου προκύπτει ότι ο Spijkers εργαζόταν ως βοηθός διευθυντή στην εταιρία Gebroeders Colaris Abattoir BV (στο εξής: Colaris), στο Ubach over Worms (Κάτω Χώρες), εταιρία η δραστηριότητα της οποίας συνίστατο στην εκμετάλλευση σφαγείου. Κατά την απόφαση παραπομπής, στις 27 Δεκεμβρίου 1982 και ενώ οι δραστηριότητες της Colaris «είχαν παύσει εντελώς και (... ) ιδίως τα άυλα αγαθά της επιχείρησης δεν είχαν πλέον αξία», το σύνολο του σφαγείου, με διάφορους χώρους και γραφεία, το οικόπεδο και ορισμένα κινητά πράγματα, αγοράστηκαν από την Benedik CV. Η τελευταία, «έκτοτε αλλά πράγματι από τις 7 Φεβρουαρίου 1983», εκμεταλλεύεται ένα σφαγείο για κοινό λογαριασμό της Benedik CV και της Benedik BV. Όλοι οι εργαζόμενοι που απασχολούνταν στην Colaris, με εξαίρεση τον Spijkers και έναν άλλο υπάλληλο, αναπροσελήφθησαν από την Benedik. Το εθνικό δικαστήριο θεωρεί εξάλλου ότι η δραστηριότητα, την οποία ασκεί η Benedik στο εν λόγω οικοδομικό συγκρότημα, είναι ανάλογη με εκείνη που ασκούσε στο παρελθόν η Colaris, ότι η μεταβίβαση των μέσων παραγωγής έδωσε στην Benedik τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητες της Colaris, αλλά ότι η Benedik δεν παρέλαβε την πελατεία της Colaris. 4 Με απόφαση του Rechtbank του Maastricht της 3ης Μαρτίου 1983, η Colaris κηρύχθηκε σε πτώχευση. Με δικόγραφο που επιδόθηκε στις 9 Μαρτίου 1983 ο Spijkers άσκησε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατά της Benedik CV και της Benedik BV ενώπιον του προέδρου του Rechtbank του Maastricht ζητώντας να υποχρεωθούν να του καταβάλουν το μισθό του από τις 27 Δεκεμβρίου 1982 ή, τουλάχιστον, από την ημερομηνία που θα καθόριζε κατά την κρίση του το δικαστήριο και να του προσφέρουν εργασία εντός δύο ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως. Προς στήριξη της αιτήσεως του, προέβαλε ότι επρόκειτο συγκεκριμένα για μεταβίβαση επιχειρήσεως υπό την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε για την εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας 77/187, πράγμα που συνεπάγεται αυτοδικαίως τη μεταβίβαση στην Benedik των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει με την Colaris.', 5 Μετά την απόρριψη της αίτησης λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με απόφαση του προέδρου του Rechtbank του Maastricht, η οποία επικυρώθηκε από το Gerechtshof του 'S-Hertogenbosch, ο Spijkers άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα: «1 ) Πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει μεταβίβαση υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, στην περίπτωση μεταβιβάσεως εγκαταστάσεως με τον εξοπλισμό της, όταν λόγω αυτού του γεγονότος δίνεται στον " αποκτώντα " την επιχείρηση η δυνατότητα να εξακολουθήσει τις δραστηριότητες του " αρχικού ιδιοκτήτη ", στη συνέχεια δε ο " αποκτών " ασκεί στο συγκρότημα των εν λόγω κτιρίων ανάλογες δραστηριότητες; 1126

SPIJKERS/BENEDIK 2 ) Το γεγονός ότι κατά το χρόνο της πωλήσεως των κτιρίων με τον εξοπλισμό τους οι δραστηριότητες του πωλητή είχαν τελείως σταματήσει και ότι, ιδίως, τα άυλα αγαθά της επιχείρησης δεν είχαν πλέον αξία αποτελεί εμπόδιο στο να θεωρηθεί ότι υφίσταται " μεταβίβαση " κατά την έννοια του πρώτου ερωτήματος; 3 ) Το γεγονός ότι η πελατεία δεν μεταβιβάστηκε αποτελεί εμπόδιο στο να θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοιου είδους μεταβίβαση;» 6 Τα ερωτήματα.αυτά, για να μπορέσει να καθοριστεί σωστά το αντικείμενο τους, πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο της συνολικής ρυθμίσεως της οδηγίας 77/187. Η οδηγία αυτή, που εκδόθηκε βάσει ιδίως του άρθρου 100 της Συνθήκης, αποσκοπεί, σύμφωνα με τις αιτιολογικές της σκέψεις, στην «προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους». Για το σκοπό αυτό, προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν, για το μεταβιβάζοντα, από σύμβαση ή σχέση εργασίας, στο δε άρθρο 4, παράγραφος 1, την προστασία των ενδιαφερομένων εργαζομένων από απόλυση εκ μέρους του μεταβιβάζοντος ή αυτού προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση για το λόγο και μόνο της μεταβίβασης. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του οποίου ζητείται εν προκειμένω η ερμηνεία, καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω πράξεως, ορίζοντας ότι: «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση». 7 Καθίσταται, επομένως, φανερό ότι, με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το εθνικό δικαστήριο επιθυμεί να διαφωτιστεί επί του περιεχομένου και των κριτηρίων του όρου «μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία», που διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, ενόψει μιας περιπτώσεως όπως αυτή που περιγράφεται στην απόφαση παραπομπής. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει, επομένως, να εξεταστούν από κοινού. 8 Ο Spijkers υποστηρίζει ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχειρήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, όταν τα μέσα παραγωγής και οι δραστηριότητες της επιχείρησης μεταβιβάζονται ως μία ενότητα από ένα επιχειρηματία σε άλλο, χωρίς να έχει σημασία αν κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης είχαν διακοπεί οι δραστηριότητες του μεταβιβάζοντος ή αν είχε ήδη εξαφανιστεί το «good will» ( πελατεία και φήμη της επιχείρησης ). 1127

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 18. 3. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 24/85 9 Η ολλανδική και η βρετανική κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, φρονούν, αντιθέτως, ότι η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως υπό την προαναφερθείσα έννοια πρέπει να κριθεί υπό το φως όλων των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την υπό εξέταση συναλλαγή, όπως είναι η μεταβίβαση ή μη των υλικών περιουσιακών στοιχείων ( κτίρια, κινητά, αποθέματα ) και των άυλων περιουσιακών στοιχείων ( τεχνογνωσία, πελατεία και φήμη ), η φύση των ασκουμένων δραστηριοτήτων, καθώς και η ενδεχόμενη παύση των δραστηριοτήτων κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης. Ωστόσο, κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι καθοριστικό από μόνο του. 10 Η βρετανική κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν σχετικώς ότι, για να προσδιοριστεί το ουσιώδες κριτήριο της έννοιας αυτής, πρέπει να εξεταστεί αν το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση αποκτά την κατοχή μιας επιχείρησης που εξακολουθεί να υφίσταται και της οποίας μπορεί να συνεχίσει τις δραστηριότητες ή, τουλάχιστον, δραστηριότητες ανάλογες. Η ολλανδική κυβέρνηση τονίζει ότι, ενόψει του κοινωνικού σκοπού της οδηγίας, η έννοια της μεταφοράς προϋποθέτει την πραγματική συνέχιση των δραστηριοτήτων του μεταβιβάζοντος από το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης. π Η τελευταία αυτή άποψη πρέπει να γίνει δεκτή. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την όλη οικονομία όσο και από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, επιδιώκεται με αυτή να εξασφαλιστεί η συνέχεια των σχέσεων εργασίας που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του κυρίου. Επομένως, το αποφασιστικό κριτήριο για το αν υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητα της. 12 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως εκ του λόγου και μόνον ότι εκποιήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία που την αποτελούν. Αντιθέτως, σε μια περίπτωση σαν την υπό κρίση, πρέπει να εκτιμηθεί αν πρόκειται για εκποίηση οικονομικής μονάδας που εξακολουθεί να υφίσταται, πράγμα που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι η εκμετάλλευση της πράγματι συνεχίζεται ή αρχίζει εκ νέου από το νέο επιχειρηματία, με τις ίδιες ή με ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες. Β Για να κριθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλες οι πραγματικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση συναλλαγή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως ο τύπος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη 1128

SPIJKERS/BENEDIK του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από το νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν επιμέρους πλευρές της γενικής 'αξιολόγησης που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμηθούν μεμονωμένα. 14 Οι πραγματικές κρίσεις που είναι αναγκαίες για να θεμελιωθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως κατά την προαναφερθείσα έννοια είναι της αρμοδιότητας του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη τα ερμηνευτικά στοιχεία που εξειδικεύτηκαν πιο πάνω. ís Για τους λόγους αυτούς, στα υποβληθέντα ερωτήματα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ο όρος «μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία» αναφέρεται στην περίπτωση που η οικονομική μονάδα διατηρεί την ταυτότητα της. Για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως κατά την προαναφερθείσα έννοια σε περιπτώσεις σαν αυτήν που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη πρέπει να κριθεί, ενόψει του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την οικεία συναλλαγή, αν πρόκειται για εκποίηση οικονομικής μονάδας που εξακολουθεί να υφίσταται, πράγμα που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι ο νέος επιχειρηματίας πράγματι συνεχίζει ή αναλαμβάνει εκ νέου την εκμετάλλευση της, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες. Επί των δικαστικών εξόδων 16 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η βρετανική και η ολλανδική κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. 1129

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 18. 3. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 24/85 Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1985 το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται: Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ο όρος «μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία» αναφέρεται στην περίπτωση που η οικονομική μονάδα διατηρεί την ταυτότητα της. Για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη ή μη μεταβιβάσεως κατά την προαναφερθείσα έννοια σε περιπτώσεις σαν αυτήν που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη πρέπει να κριθεί, ενόψει του συνόλου των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την οικεία συναλλαγή, αν πρόκειται για εκποίηση οικονομικής μονάδας που εξακολουθεί να υφίσταται, πράγμα που προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι ο νέος επιχειρηματίας πράγματι συνεχίζει ή αναλαμβάνει εκ νέου την εκμετάλλευση της, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες. Everling Joliét Due Galmot Κακούρης Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Μαρτίου 1986. Ο γραμματέας Ρ. Heim Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος U. Everling 1130