ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1989 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 16ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Μαΐου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 5ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks και τον M. Desantes, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Ιουνίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 1988 *

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 26ης Ιουνίου 1990 *

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Μαρτίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Οκτωβρίου 1989 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Ιανουαρίου 1995 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Μαρτίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Οκτωβρίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Φεβρουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1989 (έκτο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Μαΐου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Μαΐου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαΐου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

β) σύστημα επιστροφής δασμών: το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγήμε τη μορφήτην οποία προβλέπει η παράγραφος 1 στοιχείο β)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) της 15ης Μαρτίου 1989 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 4ης Μαρτίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

της 18ης Μαΐου 1989 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουλίου 1990 *

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2014) 595 final.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 8ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 17ης Φεβρουαρίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Νοεμβρίου 2004 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 7ης Μαΐου 1991 *

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1989 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ζώντες Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενη Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή

Άρθρο 99 Η αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης μπορεί να είναι είτε δημόσια είτε ιδιωτικήαποθήκη. Νοούνται ως:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 9ης Απριλίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 19ης Ιουνίου 1990 *

2754 Κ.Α.Π. 395/2004

Transcript:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝΠΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Φεβρουαρίου 1989 * Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 92 και 93/87, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους J. Forman και J. Sack, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, προσφεύγουσα, κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την Ε. Belliard, υποδιευθύντρια οικονομικού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών, και από τον C. Chavance, κύριο ακόλουθο της κεντρικής διοικήσεως στο ίδιο αυτό υπουργείο, με τόπο επιδόσεων τη γαλλική πρεσβεία στο Λουξεμβούργο, 9, boulevard du Prince-Henri, και Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (υπόθεση 93/87 ), εκπροσωπούμενου από την S. J. Hay, επικουρούμενη από τον D. Wyatt, barrister, με τόπο επιδόσεων τη βρετανική πρεσβεία στο Λουξεμβούργο, 14, boulevard Roosevelt, καθών, που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη ΕΟΚ. διότι δεν προέβησαν στην είσπραξη ούτε έθεσαν στη διάθεση της Επιτροπής, ως ιδίους πόρους, νομισματικά εξισωτικά ποσά στο πλαίσιο ειδικού καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, * Γλώσσες διαδικασίας: η γαλλική και η αγγλική. 437

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1989 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 92 ΚΑΙ 93/87 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, R. Joliét, Τ. F. O'Higgins, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríquez Iglesias και M. Zuleeg, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 13ης Οκτωβρίου 1988, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 1988, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 1987, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, άσκησε δύο προσφυγές που έχουν ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία ( υπόθεση 92/87 ) και το Ηνωμένο Βασίλειο ( υπόθεση 93/87 ) παρέβησαν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Συνθήκη ΕΟΚ διότι δεν εισέπραξαν ούτε έθεσαν στη διάθεση της Επιτροπής, ως ιδίους πόρους, τα νομισματικά εξισωτικά ποσά (στο εξής: ΝΕΠ), των οποίων η μη πληρωμή στο πλαίσιο τριγωνικής συναλλαγής τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή προσπόρισε στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες αδικαιολόγητο προνόμιο στο επίπεδο της απαλλαγής από κοινοτικές φορολογικές επιβαρύνσεις. 2 Το αδικαιολόγητο προνόμιο προέκυψε από την κοινή ενέργεια στην οποία προέβησαν η Compagnie française commarciale et financière ( CFCF ), εγκατεστημένη στο Παρίσι, και η βρετανική εταιρία Rank Hovis, για να επωφεληθούν, το 1981, από τις κοινοτικές διατάξεις που εφαρμόζονταν τότε στο καθεστώς τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, προκειμένου να τους δοθεί η άδεια από τις εθνικές αρχές να εισαγάγουν στη Μεγάλη 438

ΕΠΙΤΡΟΠΗ/ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ Βρετανία, απαλλασσόμενες από την εισφορά λόγω εισαγωγής, μαλακό σίτο προελεύσεως Καναδά και να εξαγάγουν από τη Γαλλία προς τρίτες χώρες την αντίστοιχη ποσότητα αλεύρου, χωρίς να τύχουν της ευνοϊκής εφαρμογής των επιστροφών λόγω εξαγωγής. 3 Η οδηγία 69/73/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 34 ) παρέχει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών την εξουσία να επιτρέπουν την εισαγωγή στην Κοινότητα εμπορευμάτων καταγωγής τρίτων χωρών, με απαλλαγή από δασμούς, φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος ή γεωργικές εισφορές, όταν τα εμπορεύματα αυτά προορίζονται προς επανεξαγωγή υπό μορφή παράγωγων προϊόντων, κατόπιν επεξεργασίας στην Κοινότητα. 4 Το άρθρο 24 της ίδιας οδηγίας προβλέπει σύστημα συμψηφισμού στο ισοδύναμο κατά το οποίο, όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να θεωρήσουν ως παράγωγα προϊόντα των εισαχθέντων εμπορευμάτων τα προϊόντα που προέρχονται από επεξεργασία εμπορευμάτων ομοίων κατά το είδος, την ποιότητα και τα τεχνικά χαρακτηριστικά με τα εισαχθέντα εμπορεύματα. 5 Στο άρθρο 25 της προαναφερθείσας οδηγίας ορίζεται, εξάλλου, ότι στην περίπτωση κατά την οποία εγκρίνεται ο συμψηφισμός στο ισοδύναμο, τα προϊόντα που θεωρούνται ως παράγωγα προϊόντα μπορούν να εξαχθούν πριν από την εισαγωγή των εμπορευμάτων που απολαύουν του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Πάντως, το άρθρο 11 της οδηγίας 75/349/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1975, περί των μεθόδων συμψηφισμού στο ισοδύναμο και περί της εκ των προτέρων εξαγωγής στα πλαίσια του καθεστώτος της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 78 ), ορίζει ότι, σε περίπτωση εκ των προτέρων εξαγωγής, «η εισαγωγή των εισαγομένων εμπορευμάτων δύναται να πραγματοποιηθεί μόνο από τον κάτοχο της αδείας της εκ των προτέρων εξαγωγής ή για λογαριασμό του». 6 Τέλος, το άρθρο 4 της προαναφερθείσας οδηγίας 75/349/ΕΟΚ ορίζει ότι: «Εάν η προσφυγή στο συμψηφισμό στο ισοδύναμο ή στην εκ των προτέρων εξαγωγή θα είχε ως αποτέλεσμα ένα αδικαιολόγητο προνόμιο όσον αφορά την απαλλαγή από τους δασμούς, φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, γεωργικές εισφορές και λοιπές επιβαρύνσεις που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής γεωρ- 439

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1989 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 92 ΚΑΙ 93/87 γικής πολιτικής ή στα πλαίσια του ειδικού καθεστώτος που εφαρμόζεται, βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης, σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, οι αρμόδιες αρχές αρνούνται το σχετικό προνόμιο.» 7 Η πράξη τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή που σχεδίαζαν η CFCF και η Rank Hovis εμφάνιζε την ιδιομορφία ότι είχε τριγωνικό χαρακτήρα, καθόσον η εξαγωγή και η εισαγωγή έπρεπε να γίνουν σε δύο διαφορετικά κράτη από δύο διαφορετικές επιχειρήσεις. Επομένως, ετίθετο το ζήτημα πώς να τηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου 11 της προαναφερθείσας οδηγίας 75/349/ΕΟΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αρμόδιες γαλλικές και βρετανικές αρχές ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής ως προς την ακολουθητέα διαδικασία. 8 Η διαδικασία που έχει εφαρμογή στην εκ των προτέρων εξαγωγή παράγωγων προϊόντων στο πλαίσιο του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή από ένα κράτος μέλος και η εισαγωγή των εισαγόμενων προϊόντων σε άλλο κράτος μέλος καθορίστηκε από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια συσκέψεως με τις εθνικές αρχές που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες στις 12 Ιουνίου 1981, επιβεβαιωθείσα αργότερα με το έγγραφο SUD/833/81 που διαβιβάστηκε στις γαλλικές και βρετανικές αρχές. Σχετικά με το προαναφερθέν άρθρο 11, το έγγραφο αυτό διευκρίνιζε: «Η διάταξη αυτή έχει ως σκοπό τη δημιουργία σχέσεως μεταξύ εισαγωγέα και εξαγωγέα/επιχειρηματία. Αν ο επιχειρηματίας και ο εξαγωγέας είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα, εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος ή έκαστος σε άλλο κράτος μέλος, η σχέση αυτή μπορούσε να δημιουργηθεί με τη σύσταση ενώσεως ορισμένης διάρκειας ( εταιρίας αστικού δικαίου ) η οποία θα καθίστατο τότε κάτοχος της άδειας του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε παρόμοιες περιπτώσεις μπορούσε να είναι αυτή που προτείνεται στο παράρτημα. Οι αρχές αυτές θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην οδηγία 75/349/ΕΟΚ με τροποποίηση της.» Το έγγραφο διασαφήνιζε εν συνεχεία άλλους διαδικαστικούς κανόνες που έπρεπε να τηρηθούν. 9 Κατά συνέπεια, η CFCF και η Rank Hovis συνέστησαν το γαλλικού δικαίου groupement d'intérêt économique «Minoran«(είδος αφανούς εταιρίας, στο εξής: Minoran) και οι γαλλικές αρχές επέτρεψαν σ' αυτό στις 21 Οκτωβρίου 1981, με τη συναίνεση 440

ΕΠΙΤΡΟΠΗ/ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ των βρετανικών αρχών, να προβούν στη σχεδιαζόμενη συναλλαγή. Η Rank Hovis εισήγαγε επ' ονόματι του Minoran στο Ηνωμένο Βασίλειο τον καναδικό μαλακό σίτο απαλλαγμένο από εισφορές και η CFCF εξήγαγε το άλευρο από τη Γαλλία προς τις τρίτες χώρες χωρίς την ευνοϊκή εφαρμογή των επιστροφών. 10 Μια δεύτερη παρόμοια άδεια που χορηγήθηκε στο Minoran στις 9 Αυγούστου 1982 ακυρώθηκε από τις γαλλικές αρχές στις 30 Σεπτεμβρίου 1982, διότι η Επιτροπή με τηλετύπημα της 22ας Σεπτεμβρίου 1982 αντέταξε ότι τέτοιες άδειες συνεπάγονταν αδικαιολόγητο προνόμιο κατά την έννοια του άρθρου 4 της προαναφερθείσας οδηγίας 75/349/ΕΟΚ, καθόσον οι τριγωνικές συναλλαγές απαλλάσσονταν από ΝΕΠ. 11 Βάσει του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού1697/79, του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της «εκ των υστέρων» εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από το φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254 ), η Επιτροπή ζήτησε, εν συνεχεία, από καθεμία των δύο καθών να προβεί, έναντι της επιχειρήσεως που υπάγεται στη δικαιοδοσία της, στην είσπραξη των ΝΕΠ τα οποία, κατά το εν λόγω κοινοτικό όργανο, έπρεπε να είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο της συναλλαγής που είχε ολοκληρωθεί. Επειδή οι καθών αμφισβήτησαν τη γένεση τελωνειακής οφειλής και την υποχρέωση να την εισπράξουν, η Επιτροπή κίνησε καθ' εκάστης των καθών τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης. 12 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η σχετική κανονιστική ρύθμιση, το ιστορικό της διαφοράς και η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. 13 Προς στήριξη των δύο προσφυγών της, η Επιτροπή προβάλλει ουσιαστικά ότι η άδεια για την τριγωνική συναλλαγή είχε ως αποτέλεσμα αδικαιολόγητο προνόμιο κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 75/349/ΕΟΚ, καθόσον δεν προέκυπτε από την κανονική εφαρμογή του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. Η συναλλαγή αυτή επέτρεψε πράγματι στους επιχειρηματίες να αποφύγουν την καταβολή των γαλλικών αρνητικών ΝΕΠ ( υπόθεση 92/87 ) και των βρετανικών θετικών ΝΕΠ ( υπόθεση 93/87 ) για τη διακίνηση του σίτου από τη Γαλλία στο Ηνωμένο Βασίλειο που θα είχε πραγματοποιηθεί ελλείψει της τριγωνικής συναλλαγής. Συνεπώς, η άδεια για τη συναλλαγή αυτή ήταν άκυρη. 441

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1989 - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 92 ΚΑΙ 93/87 14 Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το αδικαιολόγητο προνόμιο δεν μπορεί, ως τέτοιο, να είναι αντικείμενο εισπράξεως καθόσον δεν πραγματοποιήθηκε καμιά εμπορική συναλλαγή μεταξύ των δύο κρατών μελών. Ωστόσο, η ακυρότητα της άδειας συνεπάγεται την υποχρέωση εισπράξεως των φορολογικών επιβαρύνσεων που προβλέπονται κανονικά για την εισαγωγή και την εξαγωγή των γεωργικών προϊόντων, περιλαμβανομένων συνεπώς και των εξωκοινοτικών ΝΕΠ που έχουν εφαρμογή επί της εξαγωγής γαλλικού αλεύρου προς τις τρίτες χώρες ( υπόθεση 92/87 ) και επί της εισαγωγής καναδικού σίτου στο Ηνωμένο Βασίλειο ( υπόθεση 93/87 ). Για λόγους επιεικείας, η Επιτροπή δεν απαιτεί ωστόσο την είσπραξη εκ των υστέρων των εξωκοινοτικών ΝΕΠ. 15 Τέλος, η Επιτροπή δεν δέχεται ότι μπορεί να τύχει εφαρμογής στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1697/79, το οποίο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να μην προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη έναντι του καλόπιστου φορολογούμενου, λόγω του ότι οι δύο ενδιαφερόμενες εταιρίες μπορούσαν λογικά να διαπιστώσουν το σφάλμα των αρμόδιων αρχών. 16 Οι καθών αντιτάσσουν ιδίως το ότι η εκτίμηση της έννοιας του αδικαιολόγητου προνομίου είναι ακόμη περισσότερο λεπτή καθόσον το καθευατό χαρακτηριστικό του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή είναι να παρέχει πλεονεκτήματα στους επιχειρηματίες μέσω των διαφορών του ύψους των εισφορών και των επιστροφών. Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής καταλήγει στο να επιβάλλονται φορολογικές επιβαρύνσεις χωρίς σαφή και συγκεκριμένη νομική βάση, εφόσον η κανονιστική ρύθμιση που είχε τότε εφαρμογή, κατ' αντίθεση προς τις διατάξεις που θεσπίστηκαν από τότε, δεν καθόριζε τις λεπτομέρειες εφαρμογής των ΝΕΠ στο πλαίσιο των τριγωνικών συναλλαγών. Τέλος, το γεγονός ότι όταν είχε ζητηθεί η γνώμη της, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ότι σε περίπτωση εφαρμογής ΝΕΠ δεν μπορούσε να χορηγηθεί άδεια για τέτοιες συναλλαγές, αναιρεί το επιχείρημα ότι το νομικό σφάλμα που είναι συναφές με την έγκριση των τριγωνικών συναλλαγών έπρεπε να είχε διαπιστωθεί από τους επιχειρηματίες. 17 Για να ευδοκιμήσουν οι προσφυγές, η προσφεύγουσα οφείλει να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που χορηγήθηκε η άδεια για τις τριγωνικές συναλλαγές, οι καθών όφειλαν να διαπιστώσουν ότι οι συναλλαγές αυτές συνεπάγονταν πλασματική μεταφορά σίτου από τη Γαλλία στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκαλώντας την είσπραξη διακοινοτικών ΝΕΠ, η μη πληρωμή των οποίων συνιστούσε αδικαιολόγητο προνόμιο κατά την έννοια του άρθρου 4 της προαναφερθείσας οδηγίας 75/349/ΕΟΚ, καθόσον δεν απέρρεε από την κανονική εφαρμογή του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. 442

ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 18 Πρέπει να υπομνησθεί ότι η από κοινού υποβληθείσα αίτηση των CFCF και Rank Hovis απέβλεπε στο να τύχουν της εφαρμογής του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, το οποίο συνεπάγεται την απαλλαγή από εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς στην περίπτωση κατά την οποία η μια από τις δύο επιχειρήσεις προβαίνει στην εκ των προτέρων εξαγωγή των παράγωγων προϊόντων από το ένα κράτος μέλος, ενώ η άλλη πραγματοποιεί την εισαγωγή του εισαγόμενου εμπορεύματος στο άλλο κράτος μέλος. 19 Εφόσον με το προαναφερθέν έγγραφό,της SUD/833/81, μετά από αίτηση των γαλλικών και βρετανικών αρχών, καθόρισε την ακολουθητέα διαδικασία για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 75/349/ΕΟΚ σ' αυτές τις τριγωνικές συναλλαγές, η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας οι εν λόγω συναλλαγές μπορούν να επιτρέπονται. 20 Ωστόσο, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να έχει την άποψη αυτή αν οι τριγωνικές συναλλαγές είχαν θεωρηθεί, όπως υποστηρίζει επί του παρόντος, ως συνεπαγόμενες πλασματική μεταφορά εμπορευμάτων μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών προκαλώντας την επιβολή ενδοκοινοτικών ΝΕΠ, η μη πληρωμή των οποίων συνιστά αδικαιολόγητο προνόμιο που δεν απορρέει από την κανονική εφαρμογή του καθεστώτος τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή. 21 Από αυτό έπεται ότι, εφόσον η Επιτροπή, κατά το χρόνο που οι εθνικές αρχές την συμβουλεύθηκαν, δεν προέβλεψε το ενδεχόμενο εφαρμογής των ΝΕΠ, δεν μπορεί να αιτιάται τις καθών ότι δεν προέβλεψαν αυτή τη δυνατότητα. 22 Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε απόφαση της 9ης Ιουλίου 1981, Gondrand, 169/80, Συλλογή 1981, σ. 1931 ) η αρχή της ασφάλειας του δικαίου απαιτεί να είναι σαφής και ακριβής η ρύθμιση που επιβάλλει βάρη στο φορολογούμενο ώστε αυτός να δύναται να γνωρίζει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά συνέπεια να λαμβάνει τα μέτρα του. 23 Όμως, κατά το χρόνο κατά τον οποίο οι γαλλικές και βρετανικές αρχές συμβουλεύθηκαν την Επιτροπή, εν συνεχεία δε όταν δόθηκε η επίμαχη άδεια για την τελειοποίηση προς επανεξαγωγή, οι αρχές αυτές δεν διέθεταν σαφείς και ακριβείς κανόνες για να απαιτήσουν την πληρωμή των διακοινοτικών ΝΕΠ λόγω της πλασματικής μεταφοράς σίτου που συνεπάγονταν οι επίδικες τριγωνικές συναλλαγές μεταξύ των δύο ενδιαφερόμενων κρατών μελών. 443

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 22. 2. 1989 - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 92 ΚΑΙ 93/87 24 Πράγματι, σε πάρα πολύ μεταγενέστερο χρόνο από την επίδικη άδεια το άρθρο 37 του κανονισμού 3677/86 του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, που καθορίζει ορισμένες διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 1999/85 για το καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως ** ( ΕΕ L 351, σ. 1 ), όρισε ρητά ότι, στο πλαίσιο τριγωνικών συναλλαγών τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή, τα ΝΕΠ εφαρμόζονται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ωσάν τα εμπορεύματα εισαγωγής να είχαν αποσταλεί από τον εξαγωγέα των παράγωγων προϊόντων του κράτους μέλους εξαγωγής στο κράτος μέλος εισαγωγής. 25 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι καθών όφειλαν να είχαν διαπιστώσει τότε ότι οι σχεδιαζόμενες τριγωνικές συναλλαγές συνεπάγονταν πλασματική μεταφορά σίτου από τη Γαλλία στο Ηνωμένο Βασίλειο και, ως εκ τούτου, την επιβολή ενδοκοινοτικών ΝΕΠ και ότι όφειλαν, επομένως, να είχαν προβλέψει ότι η αιτηθείσα άδεια δεν έπρεπε να δοθεί καθόσον, αποφεύγοντας την καταβολή των εν λόγω ΝΕΠ, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες θα απέλαυαν αδικαιολόγητου προνομίου. 26 Συνέπεται ότι το γεγονός ότι δεν εισέπραξαν ούτε έθεσαν στη διάθεση της Επιτροπής τα ΝΕΠ, ως ιδίους πόρους, δεν συνιστά εκ μέρους των καθών παράβαση των υποχρεώσεων τους. 27 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί αν οι καθών μπορούν, εν προκειμένω, να επικαλεστούν το άρθρο 5, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1697/79 το οποίο παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να μην προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη σε βάρος των καλόπιστων φορολογουμένων. 28 Επομένως, οι προσφυγές της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν. Επί των δικαστικών εξόδων 29 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. ** Σ.τ.Μ.: Ενεργητική τελειοποίηση = τελειοποίηση προς επανεξαγωγή' στους κανονισμούς χρησιμοποιούνται αδιακρίτως οι δύο όροι. 444

ΕΠΙΤΡΟΠΗ / ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ 30 Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. 31 Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο, όχι όμως η Γαλλική Δημοκρατία, υπέβαλε σχετικό αίτημα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, η καταδίκη αυτή πρέπει να περιοριστεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο. Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: 1) Απορρίπτει τις προσφυγές. 2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα του Ηνωμένου Βασιλείου. 3) Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα. Due Joliét O'Higgins Gordon Slynn Mancini Schockweiler Moitinho de Almeida Rodríquez Iglesias Zuleeg Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Φεβρουαρίου 1989. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος Ο. Due 445