ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ Ι. ΣΚΡΕΚΗ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ



Σχετικά έγγραφα
Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Σοφία Γ. Παπαθανασοπούλου Δικηγόρος ΤτΕ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ. Α) Χρήσιμοι όροι του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης...9

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

ΤΜΗΜΑ ΙΙ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΜΗΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κεφάλαιο πρώτο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 75/

2. ΟΡΙΣΜΟΙ Στη Σύμβαση χρησιμοποιούνται για συντομία ορισμοί που έχουν τη παρακάτω έννοια:

ΔΕΙΓΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ FX LINK 1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Ασφάλιστρο είναι το χρηματικό ποσό που δίνει κάθε χρόνο ο ασφαλισμένος, για να εξασφαλίσει την κάλυψη που του παρέχει το ασφαλιστήριο συμβόλαιό του.

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ» 1. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων

Οι 14 βασικές αλλαγές που γίνονται στο γεωργοασφαλιστικό σύστημα με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου είναι οι ακόλουθες:

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΕΕΔ- 22 ΣΥΜΒΑΣΗ :

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

Γ. ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ ΑΡΙΘ. ΔΠΜ-Θ/ΠΚΑΣΤ/

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εγκύκλιος Ε.Φ.Κ.Α. αρ. 4/2018 Προσωρινή σύνταξη. Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

14797/12 IKS/nm DG B4

Διπλωματική εργασία ΗΛΕΚΡΟΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ (ΟΝLIΝΕ INSURANCE) KAI ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ της Ελευθερίας Κοσόγλου.

ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΑΣΙΑΛ & ΕΑ - Ν.Π.Ι.Δ.

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΥ ΖΩΗΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 Π.Δ. 190/2006 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. Η επιχείρηση με την επωνυμία «ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: 35958/666

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Ομαδικές Ασφαλίσεις. Λύσεις και δυνατότητες για Υγεία & Σύνταξη. Αθήνα, Δεκέμβριος 2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 59 /2015

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

2. Στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης οι εισφορές καταβάλλονται :

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Επενδύσεις σε συμβάσεις παραχώρησης υποδομών Ζητήματα Κρατικών Ενισχύσεων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ - ΕΜΠΟΡΟΙ 1. Β.Δ. της 2/ Περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων

ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Η ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Στο Σχέδιο Νόμου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ 1 Ποια είναι τα είδη διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης; α Τυπική - είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η ασφαλιστική

3. Πολιτική και διαδικασίες διακυβέρνησης προϊόντων (1η, 2η, 3, 4η και 12η κατευθυντήριες γραμμές)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ. 1. Για την Εταιρεία

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

15 years. Το νέο πλαίσιο της Φορολογίας Κινητών Αξιών. Παρουσίαση στο πλαίσιο του. Θεολόγης Γαϊτανίδης Γενικός Επιτελικός Διευθυντής Λειτουργειών

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ "ΕΝΙΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ- ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ"

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Επίσης καταργείται το προσωπικό και μόνιμο αυτοκόλλητο σήμα ασφάλισης του αυτοκινήτου και θα αντικατασταθεί από την απόδειξη πληρωμής του συμβολαίου.

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

Π.Ο.Φ.Ε.Ε. Ε.Φ.Ε.Ε.Α Φορολογικό Πανόραμα «φορολογία νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων» υποκείµενα του φόρου νοµικά πρόσωπα:

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΕΝΤΥΠΟ Σύμφωνα με το Άρθρο 4Θ του Νόμου 2251/1994 (όπως ισχύει) & το Άρθρο 150 Ν. 4364/2016

ΘΕΜΑ : «Γνωστοποίηση των διατάξεων του άρθρου 94 του ν. 4387/2016»

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Γενική Εισαγωγή αρ. 1. Η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή Η ειδική νομοθεσία Σύντομη κριτική επισκόπηση 20-26

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Περιβαλλοντική ρβ Ευθύνη και

Πρόγραμμα Ισοβιας συνταξης εφαπαξ ασφαλιστρου (κωδ ) Πρόγραμμα Easy Plan άμεση σύνταξη

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ Ι. ΣΚΡΕΚΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΜΑΡΤΙΟΣ 2012 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ & ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ I. Ιστορική εμφάνιση και πρακτική σημασία των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις ασφαλιστικές συμβάσεις II. Η ανάγκη δικαστικού ελέγχου των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις ασφαλιστικές συμβάσεις III. Η αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω των διατάξεων του ν. 2251/1994 Β. ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ Α. Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ I. Γενική θεώρηση 1. Η κρατική εποπτεία στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής 2. Η έννοια της ασφάλισης και της ασφαλιστικής σύμβασης, τα ουσιώδη τους χαρακτηριστικά και τα συμμετέχοντα πρόσωπα 3. Οι γενικές αρχές που διέπουν τις ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών II. Η έννοια του ασφαλισμένου καταναλωτή 1. Η έννοια του καταναλωτή κατά την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και τον ν. 2251/1994 2. Οριοθέτηση της έννοια του ασφαλισμένου καταναλωτή ΙIΙ. Η ασφάλιση ζωής 1. Η ασφάλιση θανάτου, η ασφάλιση επιβίωσης και ειδικότερες περιπτώσεις ασφάλισης ζωής 2

2. Οι ειδικές περιπτώσεις ασφάλισης ζωής α. Οι «επενδυτικές» ασφαλίσεις ζωής β. Τα ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα 3. Η ασφάλιση ίδιας ζωής και η ασφάλιση ζωής τρίτου 4. Η αυτοκτονία και η θανάτωση του ασφαλισμένου ως περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 30 του ν. 2496/1997 IV. Η ασφάλιση ατυχημάτων V. Η ασφάλιση ασθενειών VI. Τα ασφαλιστικά βάρη στις ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών Β. ΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ I. Έννοια, νομική φύση και χαρακτηριστικά των Γενικών Όρων Ασφάλισης 1. Έννοια 2. Νομική Φύση 3. Χαρακτηριστικά II. Το αντικείμενο του ελέγχου 1. Οι Γενικοί και Ειδικοί Όροι Ασφάλισης 2. Οι όροι που επαναλαμβάνουν το ενδοτικό δίκαιο 3. Οι όροι που καθορίζουν το «κύριο αντικείμενο» της συμβάσεως α. Η κοινοτική ρύθμιση β. Η αποσιώπηση του ζητήματος στο ν. 2251/1994 ΙΙΙ. Η αρχή της διαφάνειας των ασφαλιστικών όρων ως κοινή παράμετρος του δικαστικού τους ελέγχου 1. Η κοινοτική ρύθμιση 2. Η ρύθμιση του ν. 2251/1994 3

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ & Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥΣ Α. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ I. Οι προϋποθέσεις ένταξης 1. Οι γενικές προϋποθέσεις του ν. 2251/1994 α. Η υπόδειξη της ύπαρξης Γ.Ο.Σ. β. Η δυνατότητα πραγματικής γνώσης του περιεχομένου των Γ.Ο.Σ. 2. Η ειδική ρύθμιση του ν. 2496/1997 για την ένταξη των Γενικών Όρων Συναλλαγών στη σύμβαση ασφάλισης α. Η μνεία στο ασφαλιστήριο β. Η παράδοση των ασφαλιστικών όρων στον ασφαλισμένο και η ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης ΙΙ. Συνέπειες της μη συνδρομής των προϋποθέσεων ένταξης Β. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ Ι. Η γενική μέθοδος ερμηνείας των Γενικών Όρων Συναλλαγών ΙΙ. Ειδικοί κανόνες ερμηνείας 1. H υποχώρηση των ΓΟΣ έναντι των όρων που συμφωνήθηκαν με διαπραγμάτευση 2. Ο κανόνας της υπερ του καταναλωτή ερμηνείας των ασαφών Γ.Ο.Σ. 3. Ο ειδικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2496/1997 ΙΙΙ. Η ερμηνεία των Γενικών Όρων Ασφαλίσεως στη δίκη της συλλογικής αγωγής 4

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ - Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΩΗΣ Α. Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ Ι. Ο έλεγχος του περιεχομένου των Γ.Ο.Σ. κατά τον ν. 2251/1994 1. Η γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 περί απαγορεύσεως των καταχρηστικών ΓΟΣ α. Η ένταση της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας β. Τα λοιπά συνεκτιμητέα κριτήρια γ. Η εξειδίκευση της αρχής της καλής πίστης 2. Ο κατάλογος των «εκ του νόμου» καταχρηστικών ρητρών του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994 ΙΙ. Ο έλεγχος του περιεχομένου των ΓΟΣ μέσω των διατάξεων του Αστικού Κώδικα ΙΙΙ. Κατάργηση του συστηματικού ελέγχου των ασφαλιστικών όρων από την εποπτική αρχή B. ΟΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΌΡΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ι. Η προσβολή των Γενικών Όρων Ασφάλισης ως καταχρηστικών 1. Η προσβολή των Γενικών Όρων Ασφάλισης σε ατομικό επίπεδο 2. Η προσβολή των Γενικών Όρων Ασφάλισης σε συλλογικό επίπεδο ΙΙ. Οι έννομες συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα των Γενικών Όρων Ασφάλισης 1. Η ακυρότητα των καταχρηστικών Γενικών Όρων Ασφάλισης και η πλήρωση των κενών 2. Οι συνέπειες της καταχρηστικότητας ενός ασφαλιστικού όρου για όλη τη σύμβαση 3. Το πρόβλημα της καταχρηστικότητας μέρους του περιεχομένου ενός Γενικού Όρου Ασφάλισης 5

Γ. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ Ι. Ρήτρες εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη 1. Η αναλογία μεταξύ παροχής του ασφαλιστή και της αντιπαροχής του ασφαλισμένου 2. Η επίταση του αρχικά αναληφθέντος από τον ασφαλιστή κινδύνου 3. Η παράβαση των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου ΙΙ. Ρήτρες μονομερούς αύξησης του ύψους των ασφαλίστρων από την ασφαλιστική εταιρία 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών 2. Αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων κατά την ανανέωση της σύμβασης ή σε κάθε επέτειο της ημερομηνία έναρξης ισχύος αυτής 3. Αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων κατά τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας του ασφαλιζομένου ΙΙΙ. Ρήτρες που προβλέπουν την απαλλαγή του ασφαλιστή λόγω παράλειψης ή ανακριβούς δήλωσης στοιχείων του ασφαλισμένου 1. Ρήτρες απαλλαγής που προβλέπουν την παρακράτηση των ασφαλίστρων εκ μέρους του ασφαλιστή 2. Ρήτρες απαλλαγής χωρίς παρακράτηση των ασφαλίστρων IV. Ρήτρες αποκλειστικών προθεσμιών αναγγελίας περιστατικών V. Ρήτρες που αναστρέφουν το βάρος απόδειξης VI. Ρήτρες εσωτερικής οργάνωσης της ασφαλιστικής επιχείρησης ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ε. Α.Ε.Δ.Α.Κ. Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΑΚ άρθρ. Αρμ. ΑρχΝ αποφ. ΑσφΝ βλ. Γνμδ. Γ.Ο.Α. Γ.Ο.Σ. ΔΕΕ ΔΕΚ ΕC εδαφ. ΕΕ ΕΕμπΔ ΕισΝΑΚ Ανώνυμη Εταιρεία Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίου Κεφαλαίου Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών Αστικός Κώδικας Άρθρο Αρμενόπουλος (περιοδ.) Αρχείο Νομολογίας Απόφαση Ασφαλιστικός Νόμος Βλέπε Γνωμοδότηση Γενικοί Όροι Ασφάλισης Γενικοί Όροι Συναλλαγών Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδ.) Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων European Community Εδάφιο Ευρωπαϊκή Ένωση Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδ.) Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα 7

ΕΚ Εκδ. ΕλλΔνη ΕμπΝ ΕΟΚ επ. ΕΠ.Ε.Ι.Α. Ε.Π.Ε.Υ. επιμ. ΕπισκΕΔ ΕΣΚΤ ΕΤρΑξΧρΔ ΕφΑθ κεφ. κ.λ.π. κ.ν. ΚΝοΒ ΚΠολΔ nο. Ευρωπαϊκή Κοινότητα Εκδόσεις Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδ.) Εμπορικός Νόμος Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα Επόμενα Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών Επιμέλεια Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδ.) Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών Επιθεώρηση Τραπεζικού, Αξιογραφικού και Χρηματιστηριακού Δικαίου (περιοδ.) Εφετείο Αθηνών Κεφάλαιο και λοιπά κωδικοποιημένος νόμος Κώδικας Νομικού Βήματος (περιοδ.) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Number ν. Νόμος Ν.Δ. ΝοΒ Νομοθετικό Διάταγμα Νομικό Βήμα (περιοδ.) 8

O.J. ο.π. Official Journal όπως παραπάνω p. page παρ. π.δ. περ. Ποιν. Χρον. ΠΠΑ ΠΠΘεσ π.χ. σελ. Στοιχ. υποσημ. ΣτΕ ΦΕΚ ΧρΙΔ vol. Παράγραφος προεδρικό διάταγμα Περίπτωση Ποινικά Χρονικά Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης παραδείγματος χάριν Σελίδα Στοιχείο Υποσημείωση Συμβούλιο της Επικρατείας Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδ.) volume 9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10

Α. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ & ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι. Ιστορική εμφάνιση και πρακτική σημασία των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις ασφαλιστικές συμβάσεις Η εξέλιξη της σύγχρονης οικονομίας, τον 19 ο και κυρίως τον 20 ο αιώνα, με την δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων, την παραγωγή τυποποιημένων αγαθών καθώς και την εμφάνιση ευρείας, μαζικής κατανάλωσης, προκάλεσε το φαινόμενο της μαζικής χρήσης προδιατυπωμένων συμβατικών όρων 1, υπό τους οποίους θα έπρεπε τα παραγόμενα αγαθά και οι υπηρεσίες να διατίθενται μαζικά στο καταναλωτικό κοινό. Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών κάνουν την εμφάνισή τους, τόσο στις προηγμένες, βιομηχανικά, χώρες της Ευρώπης, όσο και στον ελλαδικό χώρο, πρώτα στις ασφαλιστικές συμβάσεις, αργότερα στις συμβάσεις μεταφορών και κατόπιν στις τραπεζικές συμβάσεις 2. Σήμερα, η σύναψη συμβάσεων με την χρήση Γενικών Όρων Συναλλαγών, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης λειτουργίας της 1 Σχετικά με την διάκριση μεταξύ της μαζικής και ατομικής σύμβασης και τα χαρακτηριστικά της μαζικής σύμβασης βλ. Μ. Καράση, Γενικοί Όροι Συναλλαγών (Δικαστικός Έλεγχος), 1992, σύμφωνα με τον οποίο η διάκριση μεταξύ μαζικής και ατομικής σύμβασης έγκειται α) στο γεγονός ότι για την ερμηνεία της μαζικής σύμβασης και των Γ.Ο.Σ. δεν ισχύουν οι κανόνες ερμηνείας των ατομικών συμβάσεων και των «ατομικών» όρων συναλλαγών και β) σε έλεγχο του περιεχομένου υπόκεινται μόνον οι μαζικές συμβάσεις και όχι οι ατομικές, οι οποίες διακρίνονται από «εχέγγυο ορθότητος». 2 Ο θεσμός της ασφάλισης ανατρέχει ιστορικά στις αρχές του 14 ου μέχρι του τέλους του 16 ου αιώνα, περίοδο όπου δημιουργούνται και οι πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις. Τόπος εμφανίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι η Ιταλία, απ όπου διαδόθηκε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στις αρχές του 17ου αιώνα δημιουργείται η σύγχρονη ασφαλιστική επιχείρηση, πράγμα το οποίο έχει μεγάλη σημασία για τη σύγχρονη εξέλιξη της ασφαλίσεως, καθώς η ασφαλιστική επιχείρηση, με τις εγγυήσεις που παρέχει, εξασφαλίζει του ασφαλιζόμενους, περιορίζοντας τις πιθανότητες μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων των ασφαλιστών, βλ. Κιάντο Β., Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλας 2005, σελ. 14 επ. Ειδικότερα, η ασφάλιση ζωής αναπτύχθηκε στη Μ. Βρετανία, όπου το 1693, ο αστρονόμος Halley δημοσίευσε τον πίνακα θνησιμότητας, δίνοντας έτσι έναυσμα για την ασφαλιστική κάλυψη από τον κίνδυνο του θανάτου 2, οδηγώντας στην δημιουργία της πρώτης ασφαλιστικής εταιρίας ζωής στην Αγγλία το έτος 1698. Στην Ελλάδα, το 1891 ιδρύεται η Εθνική Ασφαλιστική ως η πρώτη Ανώνυμη Εταιρία Γενικών Ασφαλειών, με έδρα την Αθήνα, η οποία λειτουργεί συνεχώς μέχρι σήμερα, ενώ αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρίες εκπροσωπούνται στην Ελλάδα από πράκτορες από τον 19ο αιώνα. 11

αγοράς, καθώς, εδώ και πολλές δεκαετίες, η χρήση τέτοιων όρων έχει επεκταθεί σε όλους τους τομείς των μαζικών συναλλαγών, τόσο για τις παροχές των ιδιωτικών επιχειρήσεων όσο και για τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Ο έλεγχος των Γενικών Όρων Συναλλαγών έχει ιδιαίτερη σημασία στον ασφαλιστικό χώρο, δεδομένου της αξίας και των εύλογων προσδοκιών που εναποθέτουν οι ασφαλισμένοι στην ιδιωτική ασφάλιση αλλά και της γενικευμένης ασάφειας που παρατηρείται στο πεδίο των ασφαλίσεων. Η αξία της χρήσης των Γενικών Όρων Συναλλαγών αλλά και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την χρήση των όρων αυτών γίνονται εντονότεροι στη σύμβαση ασφάλισης ζωής, η οποία αποτελεί την σημαντικότερη κατηγορία ασφάλισης, ιδίως σε περιόδους κρίσεως της κοινωνικής ασφάλισης. Βασικότερο πλεονέκτημα της χρήσης προδιατυπωμένων συμβατικών όρων είναι η συμβολή τους στην στερέωση και επέκταση της οικονομικής ισχύος της επιχείρησης. Έτσι κάθε προμηθευτής, με την χρήση στερεότυπων όρων, επιδιώκει πρωτίστως να απλοποιήσει και να εξορθολογήσει την οργάνωση της εργασίας του, να εξοικονομήσει πολύτιμο χρόνο τόσο για τον ίδιο ως χρήστη των όρων αυτών όσο και για τον αντισυμβαλλόμενό του, αποφεύγοντας μακρές διαπραγματεύσεις και άσκοπες αντιδικίες 3. Επίσης καθιστά δυνατό τον οικονομικό προγραμματισμό της επιχείρησης, καθώς περιορίζει τα έξοδα διαπραγματεύσεων σε σημαντικό βαθμό. Συγχρόνως επιτυγχάνεται η καλύτερη λειτουργία της επιχειρήσεως, με την δημιουργία κανόνων που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του συγκεκριμένου κλάδου, πράγμα που δεν θα 3 Σύμφωνα με τον Hatzis, Aristides N., σε An Offer You Cannot Negotiate: Some Thoughts on the Economics of Standard Form Consumer Contracts (2008), Standard Contract Terms In Europe: A basis for and a challenge to European Contract Law, Hugh Collins, ed., Wolters Kluwer Law & Business, Private Law in European Context Series, Vol. 15, pp. 43-56, 2008, η χρήση των Γ.Ο.Σ. στις καταναλωτικές συμβάσεις είναι προς όφελος τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οδηγούν σε μεγάλη εξοικονόμηση του κόστους των συναλλαγών, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στις χαμηλότερες τιμές, όταν η αγορά είναι ανταγωνιστική. Όταν η αγορά δεν είναι ανταγωνιστική ή όταν σε μία ανταγωνιστική αγορά, κατά την σύναψη μιάς καταναλωτικής συμβάσεως δεν εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, το δίκαιο της προστασία του καταναλωτή μπορεί να βοηθήσει μέσω της εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των όρων. Αποτελεσματικοί είναι οι όροι που τα μέρη θα είχαν συμπεριλάβει στην σύμβαση, εάν υπήρχε διαπραγμάτευση, ενώ αναποτελεσματικοί και άρα καταχρηστικοί κατά τον συγγραφέα, κρίνονται οι όροι που οι καταναλωτές δεν θα είχαν συμπεριλάβει στη σύμβαση, εάν είχαν την δυνατότητα να διαπραγματευθούν. 12

μπορούσε να επιτευχθεί, σε κάθε περίπτωση, μέσω των κανόνων του ενδοτικού δικαίου, οι οποίοι και σε ορισμένους μόνο τύπους συμβάσεων αναφέρονται και συχνά στη ρύθμιση των βασικότερων μόνο σημείων της λειτουργίας του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου περιορίζονται 4. Επιπλέον, η κατ αυτόν τον τρόπο ομοιόμορφη νομική μεταχείριση των συναλλαγών περιορίζει την διαπραγματευτική ευχέρεια των υπαλλήλων της επιχείρησης, προστηθέντων ή εκπροσώπων του προμηθευτή. Συνέπεια τούτου είναι το γεγονός, ότι αποφεύγονται στη πράξη οι τυχόν αυθαίρετες αποκλίσεις από την καθορισμένη πολιτική κάθε επιχείρησης, οι οποίες μπορεί να αποβούν δαπανηρές και επιζήμιες, και έτσι ο επιχειρηματικός κίνδυνος καθίσταται προβλέψιμος και δεκτικός ασφαλιστικής κάλυψης. Επιτυγχάνεται έτσι, προς όφελος της επιχείρησης, μείωση του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης αλλά και μεγαλύτερη ταχύτητα κατά την διεκπεραίωση των συναλλαγών. Δεν επωφελείται όμως μόνο η επιχείρηση από την χρήση των ομοιόμορφων συμβατικών όρων. Η χρήση των όρων επιδρά θετικά τόσο στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη αλλά και στους ίδιους τους καταναλωτές, οι οποίοι εξυπηρετούνται ταχύτερα αλλά και αποκτούν τα προσφερόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες σε μειωμένες τιμές 5. Η χρήση όμως των Γενικών Όρων Συναλλαγών κατά την κατάρτιση των συμβάσεων, εμπεριέχει και κινδύνους για τους καταναλωτές. Οι κίνδυνοι αυτοί φαντάζουν εντονότεροι στον χώρο της ασφάλισης, καθώς οι ασφαλισμένοι προστρέχουν σε αυτήν για να κατοχυρώσουν περισσότερα δικαιώματά τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι «σε κανένα άλλο χώρο οικονομικής και συναλλακτικής δραστηριότητας ο καταναλωτής δεν αισθάνεται τόσο αβοήθητος, όσο στον κλάδο της ασφαλιστικής κάλυψής του» 6. Ο ασφαλιστής, ο οποίος προβαίνει σε μονομερή διατύπωση των συμβατικών όρων που επιβάλλει στους καταναλωτές, 4 Παπανικολάου Π., Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, Σάκκουλας 1991, σελ. 332 επ. 5 Δέλλιος Γ., Ατομική & συλλογική προστασία των καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης, Σάκκουλας 2008, σελ. 4. 6 Τριανταφυλλάκης Γ., Ιδιωτική ασφάλιση και προστασία του καταναλωτή, Ρήτρες εξαίρεσης από ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης στα τροχαία ατυχήματα και προστασία καταναλωτή, ΔΕΕ 2006, σελ. 142 επ. 13

επιχειρεί να μεταθέσει στους τελευταίους, βάρη και κινδύνους, τα οποία θα έπρεπε κανονικά να φέρει εκείνος, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Επομένως δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών ασφαλιστικών συμβάσεων να περιέχουν ρήτρες εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ρήτρες αποκλεισμού ή περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή, ή ακόμη και ρήτρες, η οποίες επιτείνουν την ευθύνη ή περιορίζουν τα δικαιώματα του ασφαλισμένου. Ακόμη, ενδέχεται, περιεχόμενο των Γενικών Όρων Συναλλαγών να αποτελέσουν πρόσθετες συμφωνίες, οι οποίες είτε δεν προβλέπονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου είτε δεν είναι συνήθεις για την υπό κατάρτιση σύμβαση. Οι ασφαλισμένοι, αντιμετωπίζοντας τέτοιους όρους, θεωρούν ότι δεν έχουν κανένα περιθώριο αντίδρασης, εντύπωση η οποία πηγάζει κυρίως από την αδυναμία τους να διαγνώσουν με ακρίβεια, αν το περιεχόμενο των όρων που διέπουν την ασφαλιστική σύμβαση, αποτελεί στην πραγματικότητα εφαρμογή των κανόνων του ενδοτικού δικαίου ή αντίθετα αν εισάγονται με δικαιοπρακτική πρωτοβουλία της αντισυμβαλλόμενης τους ασφαλιστικής εταιρίας 7 και αποδέχονται τους όρους που τους προτείνονται στο σύνολό τους, δίχως καμία προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Προς επίρρωση των παραπάνω, τη μειονεκτική διαπραγματευτική θέση του ασφαλισμένου, ως καταναλωτή των ασφαλιστικών υπηρεσιών, έρχεται να επιβαρύνει το γεγονός, ότι όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ελλαδικό χώρο, χρησιμοποιούν για τις ασφαλίσεις συγκεκριμένου κλάδου, Γενικούς Όρους Συναλλαγών με παρόμοιο περιεχόμενο. Η ομοιομορφία του περιεχομένου των Γενικών Όρων Συναλλαγών που παρατηρείται στις ασφαλιστικές συμβάσεις στην πραγματικότητα αποστερεί από τον ασφαλισμένο της δυνατότητας να επιλέξει άλλη ασφαλιστική εταιρία για να συμβληθεί, καθώς τον οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι σε κάθε ασφαλιστική σύμβαση του ίδιου κλάδου οποιαδήποτε ασφαλιστικής εταιρίας θα έχει την ίδια έννομη αντιμετώπιση. 7 Η λεγόμενη «διανοητική κατωτερότητα» του καταναλωτή, ο οποίος αποδέχεται, χωρίς αντίρρηση, του Γ.Ο.Σ. που θέτει ο χρήστης, διότι δεν διαθέτει τις αναγκαίες συναλλακτικές και νομικές γνώσεις για την κατανόηση των όρων. Για την οικονομική και διανοητική κατωτερότητα του καταναλωτή, βλ. Καράση Μ., Γενικοί Όροι Συναλλαγών Δικαστικός έλεγχος, Σάκκουλας 1992, σελ. 35. 14

ΙΙ. Η ανάγκη δικαστικού ελέγχου των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις ασφαλιστικές συμβάσεις Η χρήση Γενικών Όρων Συναλλαγών σε μία ασφαλιστική σύμβαση, το περιεχόμενο των οποίων αποκλίνει, εις βάρος του ασφαλισμένου, από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου, όπου υπάρχουν, ή, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων ρυθμίσεων, κατανέμουν τους αναλαμβανόμενους συμβατικούς κινδύνους, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ευνοούνται μονομερώς τα συμφέροντα της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, σε συνδυασμό ασφαλώς με την περιορισμένη δυνατότητα ή ακόμη και την παντελή απουσία διαπραγμάτευσης εκ μέρους του ασφαλισμένου, αφαιρεί το τεκμήριο αυτοδιάθεσης και ισόρροπης ρύθμισης, που συνοδεύει κανονικά την ατομική σύμβαση. Ελλείπουν, δηλαδή τα τυπικά «εχέγγυα ορθότητας» που παρέχει η ατομική σύμβαση, με αποτέλεσμα αυτή να μην μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό της, ως μέσον εξασφάλισης ίσων και πραγματικών δυνατοτήτων στα συμβαλλόμενα μέρη για την αναζήτηση μίας δίκαιης εξισορρόπησης των εκατέρωθεν συμφερόντων της. Διότι η μονομερής διαμόρφωση των ασφαλιστικών όρων από τον χρήστη των Γενικών Όρων Συναλλαγών, ήτοι από την ασφαλιστική εταιρία, η οποία οδηγεί σε ανατροπή της συμβατικής ισορροπίας, εις βάρος του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε μία έννομη τάξη που διαπνέεται από την ιδέα της εξισωτικής δικαιοσύνης 8. Ενόψει των παραπάνω και προκειμένου να αποκατασταθεί η συμβατική ισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και να προστατευθεί ο «αδύναμος» ασφαλισμένος από αυτήν την ανεξέλεγκτη σύνταξη και επιβολή των όρων του ασφαλιστή, θεωρείται ενδεδειγμένος ο δικαστικός έλεγχος των Γενικών Όρων Συναλλαγών σε κάθε σύμβαση, όπως είναι και η ασφαλιστική σύμβαση. Ο έλεγχος αυτός είναι δυνατόν να χωρέσει σε τρία επίπεδα: κατ αρχήν ελέγχεται η ένταξη των Γ.Ο.Σ. στην ασφαλιστική σύμβαση, έπειτα ακολουθεί η ερμηνεία του περιεχομένου των ασφαλιστικών όρων και σε τελευταίο στάδιο διενεργείται πλέον ανοικτός έλεγχος του περιεχομένου τους από την σκοπιά της συμφωνίας τους με την αρχή της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης. 8 Έτσι ο Καράσης Μ., ο.π., σελ. 35 και 36 και Δέλλιος Γ., ο.π, σελ. 5 επ. 15

ΙΙΙ. Η αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω των διατάξεων του ν. 2251/1994 Τα δικαστήρια, όπως θα δούμε παρακάτω, παρά την επίκληση των γενικών διατάξεων και αρχών του ΑΚ και ιδίως των ΑΚ 281 και 288, ως επαρκούς δικαιοδοτικού θεμελίου για τη δικαστική παρέμβαση στο περιεχόμενο των Γ.Ο.Σ., δεν κατόρθωναν να φθάνουν πάντοτε σε αποδεκτά επίπεδα προστασίας του καταναλωτή, λόγω της έλλειψης συγκεκριμένου νομικού πλαισίου 9. Η ανάγκη για ειδική νομοθετική ρύθμιση για την προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών, οδήγησε στη χώρα μας αρχικά στη ρύθμιση των άρθρων 22 26 του ν. 1961/1991 10 και ακολούθως στη σήμερα ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το άρθρο 10 παρ. 24 του ν. 2741/1999 και από το άρθρο 2 του ν. 3587/2007. Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετήθηκε και ρυθμίστηκε λεπτομερώς, ειδικά για τις καταναλωτικές συμβάσεις, ο δικαστικός έλεγχος που είχε εξελιχθεί αρχικά με βάση την εξειδίκευση των γενικών ρητρών του ΑΚ για όλες τις συμβάσεις, καταναλωτικές και μη 11. Έτσι, η προεκταθείσα δυνατότητα ελέγχου των Γ.Ο.Σ. με βάση τις γενικές διατάξεις του ΑΚ, διατηρεί τη σημασία της και εφαρμόζεται πλέον μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις που δεν καταλαμβάνονται από το υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 12. 9 Αιτία υπήρξε η απουσία σαφών κριτηρίων προσδιορισμού της καταχρηστικότητας, η διστακτικότητα του εφαρμοστή του δικαίου να παρέμβει στη σύμβαση αλλά ακόμη οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο αιτούμενος προστασία αντισυμβαλλόμενος του χρήστη των Γ.Ο.Σ. να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων ενεργοποίησης του ελέγχου ή τον άδικο χαρακτήρα τον όρων. Ο έλεγχος, συνεπώς, των Γενικών Όρων Συναλλαγών, μόνο συμπληρωματικά μπορούσε να λάβει χώρα, μόνο δηλαδή αν ο καταναλωτής, που είχε συνάψει τη σύμβαση, θεωρούσε τους ενσωματωμένους σε αυτήν όρους, υπερβολικά πιεστικούς. 10 Ο ν. 1961/1991, ο οποίος εκδόθηκε πριν την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, στηρίχθηκε στο Προσχέδιο της Οδηγίας ΕΟΚ και στην Απόφαση 47/1976 των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, με την οποία το Συμβούλιο ρητά παρότρυνε τα κράτη - μέλη να καθιερώσουν ένα απλό και ικανοποιητικό σύστημα ελέγχου του περιεχομένου των Γ.Ο.Σ. που χρησιμοποιούν οι προμηθευτές, βλ. Δελούκα Ιγγλέση Κ., Νομική και Κοινωνική Προστασία του Καταναλωτή, εκδ. Α. Σταμούλης, Πειραιάς 1992, σελ. 108 επ.. 11 Ετσι Δέλλιος Γ., Ατομική & συλλογική προστασία των καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης, ο.π., σελ. 17. 12 Κατά τον Δέλλιο Γ., ο.π., σελ. 19, μοναδική διαφορά μεταξύ της γενικής διάταξης του ΑΚ και της ειδικότερης του ν. 2251/1994, είναι η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης με το άρθρο 16

Η ίδια ανάγκη είχε διαπιστωθεί προγενέστερα, τόσο από εθνικούς νομοθέτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών όσο και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και άλλων διεθνών οργανισμών. Στην κοινοτική πολιτική προστασίας των καταναλωτών, ήδη από το 1975 είχε ενταχθεί και η νομική προστασία τους από καταχρηστικές ρήτρες, στόχος που επαναλείφθηκε σε όλα τα μετέπειτα προγράμματα δράσης της Κοινότητας και οδήγησε στη ψήφιση της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» 13. Ως καταληκτική ημερομηνία συμμόρφωσης των κρατών μελών, τέθηκε η 31.12.1994. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Οδηγία αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ελάχιστης προστασίας και παράλληλα αφήνει περιθώριο στα κράτη μέλη να επεκτείνουν την προστασία τόσο ως προς το αντικείμενο, όσο και προς τα προστατευόμενα πρόσωπα 14, 15. Το ενδιαφέρον τόσο του Κοινοτικού όσο και του Έλληνα νομοθέτη για την προστασία του καταναλωτή, ως του οικονομικά ασθενέστερου προσώπου, που συνήθως στερείται των ειδικών γνώσεων για την αντιμετώπιση των συναλλαγών του, επεκτείνεται και στο χώρο του ασφαλιστικού δικαίου, εφόσον ο ασφαλισμένος ή λήπτης της ασφάλισης είναι κατεξοχήν μέσος καταναλωτής 16. Ο ν. 2496/1997, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 16 Μαΐου 1997 και τέθηκε σε ισχύ από την 17.11.1997 17, ρυθμίζει το δίκαιο που διέπει κάθε ασφαλιστική σύμβαση, ενώ περιλαμβάνει ειδικότερες διατάξεις για τις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, ατυχημάτων 2 του ν. 2251/1994 προστασίας, η οποία οφείλεται στη ρητή δικαιοθετική της πρόβλεψη, όσο και στην παροχή σημαντικών αποδεικτικών διευκολύνσεων στον καταναλωτή. 13 Για τις αποκλίσεις μεταξύ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και του ν. 2251/1994, βλ. Δελούκα Ιγγλέση, Ελληνικό και Κοινοτικό Δίκαιο του καταναλωτή, εκδ. Σάκκουλας 1998, σελ. 65. 14 Το άρθρο 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ορίζει «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». 15 Βλ. Bright S., Winning the battle against unfair contract terms, Legal Studies 2000, volume 20, issue 3, σελ. 331 352, σύμφωνα με την οποία, η Οδηγία 93/13/ ΕΟΚ και οι βάσει αυτής ρυθμίσεις στην εσωτερική νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν οδηγήσει, ύστερα από καταγγελίες των καταναλωτών για καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών, σε σημαντικές τροποποιήσεις σε συμβάσεις σε διάφορους τομείς της οικονομικής συναλλαγής. 16 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα 2008, σελ. 5 επ., σχετικά με τις προστατευτικές αρχές της ιδιωτικής ασφάλισης. 17 Σύμφωνα με το άρθρο 34 του ν. 2496/1997 «Η ισχύς των άρθρων 1 έως 33 αρχίζει έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». 17

και ασθενειών, στα άρθρα 28 έως 32 αυτού 18. Ο ν. 2496/1997 είναι κι αυτό ένα ειδικό δίκαιο προστασίας, όχι του καταναλωτή γενικά όπως είναι ο ν. 2251/1994, αλλά μίας εξειδικευμένης κατηγορίας καταναλωτή, αυτής του ασφαλισμένου καταναλωτή 19. Στις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπως και σε κάθε καταναλωτική σύμβαση ασφάλισης, εφαρμόζονται, για τον έλεγχο των Γενικών Όρων Συναλλαγών αλλά και για τα επιμέρους θέματα της προστασίας του ασφαλισμένου, οι διατάξεις του ν. 2251/1994 που συνάδουν με τις διατάξεις του ν. 2496/1997, αφού οι πρώτες εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση με καταναλωτή, συμπληρούμενες από τις διατάξεις του ΑΚ ως προς την κατάρτιση, ερμηνεία και εκτέλεση της σύμβασης. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, οι ασφαλιστικοί όροι πρέπει να υπάγονται σε έλεγχο υπό το πρίσμα του ν. 2251/1994 στις περιπτώσεις που το συμβατικό ασφαλιστικό δίκαιο δεν περιέχει ειδικότερες διατάξεις 20. Πέραν των ανωτέρω, κατά τον έλεγχο των Γενικών Όρων Συναλλαγών μίας σύμβασης ασφάλισης ζωής, ο εφαρμοστής του δικαίου θα πρέπει πάντα να λαμβάνει υπ όψη του την ιδιαίτερη φύση μίας τέτοιας ασφάλισης, καθώς και το νομοθετικό πλαίσιο, από το οποίο διέπεται η ασφαλιστική επιχείρηση, ειδικά σε θέματα εποπτείας 21, ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας της. 18 Σχετικά με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τον κλάδο των ασφαλίσεων, τα πρώτα νομοθετήματα κάνουν την εμφάνισή τους κατά τον 15ο αιώνα. Στη χώρα μας έως το 1910 υπήρχε ρύθμιση μόνο για τη θαλάσσια ασφάλιση, εφόσον ο εμπορικός νόμος αποτελούσε μετάφραση του γαλλικού Εμπορικού Κώδικα, ο οποίος άφηνε αρρύθμιστη την χερσαία ασφάλιση. Το κενό κάλυψε ο Ν. ΓΨΙΖ/1910 που προσέθεσε ένατο τμήμα περί ασφαλιστικής συμβάσεως στο πρώτο βιβλίο του Ε.Ν., άρθρο 189-225. Τελικά το ένατο τμήμα του Εμπορικού Νόμου κατάργησε ο Ν. 2496/199 για την «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις». 19 Χατζηγάγιος Θ. σε Δούβλη Β. Μπώλο Α., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, εκδ. Σάκκουλας 2008, σελ. 202 επ. 20 Σκουράς Θ., Κώδικες δεοντολογίας στον ασφαλιστικό χώρο, ΔΕΕ 1999, 694. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο ν. 2496/1997 προβλέπει την προκαταβολή του εφάπαξ ασφαλίστρου ή της πρώτης δόσεως σε περίπτωση τμηματικής καταβολής αυτού. Αντίθετα κατά τη διάταξη της περ. κε της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, είναι καταχρηστική η ρήτρα με την οποία υποχρεώνεται ο καταναλωτής να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της παροχής εκ μέρους του προμηθευτή. 21 Για την κρατική εποπτεία της ασφαλιστικής επιχείρησης που δραστηριοποιείται στον κλάδο ζωής, βλ. παρακάτω, Πρώτο Μέρος, υπό Α Ι 1. 18

Β. ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η παρούσα εργασία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος αναλύονται οι γενικές αρχές και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των ασφαλίσεων ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών, των οποίων οι όροι αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Επίσης, επιχειρείται η προσέγγιση της έννοιας του ασφαλισμένου καταναλωτή, η οποία αποδεικνύεται, όπως θα δούμε, ιδιαίτερα σημαντική για τον χώρο του ασφαλιστικού δικαίου. Ακολούθως, διαγράφονται τα όρια του αντικειμένου του ελέγχου, εξετάζοντας κατ αρχήν τα γενικά χαρακτηριστικά των Γενικών Όρων Συναλλαγών και στην συνέχεια τις ειδικότερες κατηγορίες αυτών, ο έλεγχος των οποίων έχει προκαλέσει, σε θεωρία και νομολογία ποικίλους προβληματισμούς. Στο δεύτερο μέρος, γίνεται αναφορά στα πρώτα δύο στάδια του ελέγχου των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις συμβάσεις ασφάλισης ζωής, ήτοι στον έλεγχο της ενσωμάτωσης των ασφαλιστικών όρων στην σύμβαση και τον έλεγχο των ρητρών μέσω της ερμηνείας τους. Το τρίτο και τελευταίο μέρος της εργασίας πραγματεύεται τον έλεγχο του περιεχομένου των Γενικών Όρων Συναλλαγών στις συμβάσεις ασφάλισης ζωής. Ειδικότερα, περιγράφεται η μέθοδος του ελέγχου του περιεχομένου των ρητρών, όπως διαμορφώνεται από τον ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και από τις διατάξεις του ΑΚ. Στη συνέχεια περιγράφονται οι έννομες συνέπειες της καταχρηστικότητας των ρητρών, σε περίπτωση που το αποτέλεσμα από την υπαγωγή στον έλεγχό τους είναι θετικό. Τέλος, εξετάζεται, πώς αντιμετωπίσθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια ρήτρες ασφαλιστηρίων ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών, οι οποίες προσβλήθηκαν ως καταχρηστικές, στο πλαίσιο ατομικών και συλλογικών δικών. 19

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ 20

Α. Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ Ι. Γενική θεώρηση Ο κλάδος «Ασφάλισης Ζωής» περιλαμβάνει την ασφάλιση ζωής, την ασφάλιση ατυχημάτων και την ασφάλιση ασθενειών 22. Λειτουργεί ως ιδιωτική ασφάλιση συμπληρωματικά ή ακόμη και παράλληλα με την κοινωνική ασφάλιση 23 σε προσωπικό, οικογενειακό και επιχειρηματικό επίπεδο 24. Οι ασφαλίσεις του κλάδου ζωής αποτελούν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα παροχής υπηρεσιών, από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή, τόσο ως συμβαλλόμενου σε σύμβασης ασφάλισης λήπτης της ασφάλισης όσο και ως ασφαλισμένου, λόγω του εξαιρετικά ιδιάζοντος χαρακτήρα της παροχής του ασφαλιστή (ασφαλιστικής κάλυψης). Ενδεικτικό της σπουδαιότητας της ασφάλισης ζωής, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι η εντονότερη κρατική εποπτεία που ασκείται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ασφαλίσεων ζωής. 1. Η κρατική εποπτεία στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει αναφορά στο Ν.Δ. 400/1970 «περί ιδιωτικής επιχειρήσεως», όπως διαμορφώθηκε με τις προσθήκες μεταγενέστερης εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, το οποίο αντικατέστησε τον ομώνυμο ν. 1023/191 και ρυθμίζει τα σχετικά με τη λειτουργία και την κρατική εποπτεία επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ο χώρος της ιδιωτικής ασφάλισης, σύμφωνα με την διάκριση στην οποία προβαίνει ο νομοθέτης στο άρθρο 22 Στην ασφαλιστική πρακτική, ο όρος «ασφάλιση ζωής» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενείας στο σύνολό τους. Για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας, σε πολλά σημεία, ως ασφάλιση ζωής, εννοούνται οι ασφαλίσεις του κλάδου ζωής. 23 Το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης αφορά την κάλυψη κινδύνων που απειλούν κυρίως πρόσωπα ή πράγματα, ασκείται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ασφαλιστικοί φορείς, ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ κλπ.) και η ασφαλιστική σχέση που συνδέει τους φορείς με τα πρόσωπα διέπεται από διατάξεις δημοσίου δικαίου. Για την διάκριση μεταξύ του Ιδιωτικού Ασφαλιστικού Δικαίου και του Δικαίου της Κοινωνικής Ασφάλισης, βλ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 4, 5, 29, Αργυριάδη Α., Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, εκ. Σάκκουλας 1986, σελ. 20, 21. 24 Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 297. 21

13 του Ν.Δ. 400/1970, διακρίνεται σε δύο βασικούς τομείς των εργασιών, τις ασφαλίσεις ζωής και τις ασφαλίσεις ζημιών, καθένας από τους οποίους εμπεριέχει επιμέρους κλάδους που ταξινομούνται ανάλογα με το είδος των ασφαλιζόμενων κινδύνων. Ο νομοθέτης επέλεξε να εντάξει στον κλάδο της ασφάλισης ζωής τον κλάδο υγείας, δηλαδή τις ασφαλίσεις ατυχημάτων και ασθενείας (άρθρο 13 παρ. 2 του Ν.Δ. 400/1970) 25. Η λειτουργία της ασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα, προϋποθέτει άδεια που χορηγείται με απόφαση της εποπτικής αρχής κατά κλάδο ασφάλισης για όλους τους κινδύνους που περιέχονται στον κλάδο ή για μερικούς από αυτούς καθώς και κατά ομάδα ασφαλίσεων κατά την κατάταξη του προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν.Δ. 400/1970 26. Ειδικότερα, για ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα την Ελλάδα και συνιστώνται μετά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 118/85, η άδεια λειτουργίας τους χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε ασφαλίσεων κατά ζημιών είτε ασφαλίσεων ζωής 27. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν έδρα την Ελλάδα και οι οποίες κατά τη δημοσίευση του Π.Δ. 118/85 ασκούσαν ασφαλίσεις κατά ζημιών μαζί με ασφαλίσεις ζωής μπορούν να εξακολουθήσουν την ταυτόχρονη άσκηση των δύο δραστηριοτήτων, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα θα τελεί υπό χωριστή διαχείριση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52β του Ν.Δ. 400/1970. Αρμόδια εποπτική αρχή για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης είναι το Υπουργείο Ανάπτυξης - Τομέας Εμπορίου (και όχι η Νομαρχία, όπως συμβαίνει με τις κοινές εμπορικές εταιρείες) 28. Η αρμοδιότητα μεταβιβάζεται πλέον στην Τράπεζα της Ελλάδος (Δ.Ε.Ι.Α.) 29. Μελετώντας τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα στον κλάδο ζωής ασκείται εντονότερη κρατική εποπτεία σε σύγκριση με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζημιών. Η Πολιτεία, με τη νομοθεσία της, μεριμνά έτσι ώστε να υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις τήρησης της υπόσχεσης αυτών που παρέχουν 25 Αντίθετος προς την επιλογή του νομοθέτη να συμπεριλάβει στον κλάδο ασφαλίσεων ζωής, την ασφάλιση ατυχημάτων και ασθενείας, ο Κιάντος Β., Ασφαλιστικό Δίκαιο, 9η έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 46. 26 άρθρο 3 παρ. 1 του Ν.Δ. 400/1970. 27 άρθρο 3 παρ. 1 του Ν.Δ. 400/1970. 28 άρθρο 7β παρ. 8 ν. 2190/1920, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 9 του ν. 3604/2007. 29 Βλ. σχετικά Τρίτο Μέρος, υπό Α ΙΙΙ. 22

«ασφαλιστική κάλυψη» ή παρόμοια παροχή και αυτό συμβαίνει, διότι η παροχή κρίνεται ότι υπόκειται περισσότερο σε κίνδυνο ματαίωσης εξαιτίας αφερεγγυότητας γιατί οι δέκτες αυτοί της παροχής κρίνονται περισσότερο άξιοι προστασίας 30. Έτσι λοιπόν για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής προβλέπεται μέσω των διατάξεων του Ν.Δ. 400/1970, χωριστή άσκηση του κλάδου ζωής, περιορισμούς στον σχηματισμό της ασφαλιστικής τοποθέτησης κατ άρθρο 8 παρ. 6 του Ν.Δ. 400/1970, ιδιαίτερα αποθεματικά, διανομή κερδών και επιστροφή αποδόσεων κατ άρθρο 11 του Ν.Δ. 400/1970, ιδιαίτερο περιθώριο φερεγγυότητας κατ άρθρο 17 παρ. 4 του Ν.Δ. 400/1970, έλεγχο επάρκειας ασφαλίστρων κατ άρθρο 30 του Ν.Δ. 400/1970 31. Ανάλογη σημασία στην ασφάλιση ζωής αποδίδεται και από τον κοινοτικό νομοθέτη, επιβάλλοντας επίσης χωριστή άσκηση της δραστηριότητας αυτής και έλεγχο ως προς την τοποθέτηση των ασφαλιστικών κεφαλαίων. 2. Η έννοια της ασφάλισης και της ασφαλιστικής σύμβασης, τα ουσιώδη τους χαρακτηριστικά και τα συμμετέχοντα πρόσωπα Απαραίτητο κρίνεται σε αυτό το σημείο, να δοθεί η έννοια της ασφαλίσεως και της ασφαλιστικής συμβάσεως, καθώς και τα ουσιώδη στοιχεία και χαρακτηριστικά τους, προκειμένου να γίνουν αντιληπτοί οι έννοιες, ορισμοί και εξαιρέσεις, που περιέχονται σε Γενικούς Όρους Συναλλαγών συμβάσεων ασφάλισης ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών, οι οποίοι θα εξετασθούν στην συνέχεια της παρούσας εργασίας. Η ασφάλιση καθορίζεται σαν μία ένωση προσώπων (ασφαλισμένοι) που είναι εκτεθειμένοι σε ομοειδείς κατά κανόνα κινδύνους και έχουν αυτοτελείς νομικές αξιώσεις για ασφαλιστική κάλυψη 32. 30 Ρόκας Ι., Ιδιωτική Ασφάλιση, ο.π., σελ. 514. 31 Βλ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 297. 32 βλ. Τριανταφυλλάκη Γ., Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 350. Συνδετικό στοιχείο αποτελεί ο ασφαλιστικός φορέας με τον οποία τα απαρτίοντα την ένωση πρόσωπα δημιουργούν ασφαλιστικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ασφαλιστικές σχέσεις, είτε βασίζονται σε σύμβαση, οπότε έχουμε ιδιωτική ασφάλιση, είτε στο νόμο, οπότε έχουμε κοινωνική ασφάλιση. Από την ασφάλιση, θα πρέπει να διακρίνεται η αντασφάλιση, η οποία αποτελεί ασφάλιση συγκεκριμένης παροχής ή της φερεγγυότητας του ασφαλιστή από τρίτο, τον αντασφαλιστή. 23

Σκοπός της κοινωνίας όμοιων κινδύνων είναι η κάλυψη της οικονομικής ανάγκης που δημιουργεί η πραγματοποίηση του κινδύνου, δηλαδή η ασφαλιστική κάλυψη 33. Επίσης, ουσιώδες στοιχείο της ασφάλισης είναι το ασφάλιστρο 34,35. Ο ν. 2496/1997 για την «ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» δίνει ένα σύντομο ορισμό της ασφαλιστικής συμβάσεως 36 στο άρθρο 1 παρ. 1. Σύμφωνα την διάταξη του άρθρου αυτού, «με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση).». Ο νομοθέτης, με την ανωτέρω διάταξη προσδιορίζει αρχικώς ποιά είναι τα συμβαλλόμενα μέρη σε μία ασφαλιστική σύμβαση 37 : Ο ασφαλιστής (δηλαδή ο φορέας 33 Η ασφαλιστική κάλυψη παίρνει άλλοτε συγκεκριμένη μορφή αποκατάστασης της ζημίας εκείνης, που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, οπότε γίνεται λόγους για συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη και άλλοτε αφηρημένη μορφή, η οποία οδηγεί στην καταβολή χρηματικού ποσού, ανεξάρτητα από το αν πράγματι προκλήθηκε οικονομική ανάγκη οπότε γίνεται λόγος για αφηρημένη ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997). 34 Σε κάθε ασφάλεια υπάρχει ανταποδοτικός χαρακτήρας, κάθε μέλος της κοινωνίας οφείλει να καταβάλει το αντίτιμο για την κάλυψη των κινδύνων. Η αντικαταβολή αυτή, το αντίτιμο που οφείλει να καταβάλει κάθε μέλος της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων ονομάζεται ασφάλιστρο, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 6 του ν. 2496/1997 και εισφορά στην αμοιβαία ασφάλιση. 35 Ουσιώδες στοιχείο για την ύπαρξη της ασφάλισης θεωρείται και η αυτονομία της απέναντι σε άλλες συμβατικές ή νόμιμες σχέσεις ή υποχρεώσεις των μερών βλ. Αργυριάδη Α., ο.π., σελ. 30, Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 28. 36 Η ασφαλιστική σύμβαση προϋποθέτει δημιουργία μιας ασφαλιστικής σχέσης που βασίζεται πάντα σε σύμβαση. Η ασφαλιστική σύμβαση είναι μια ενοχική αμφοτεροβαρής σύμβαση διάρκειας, με την οποία υποχρεώνεται ο ασφαλιστής να καλύπτει τον κίνδυνο και ο αντισυμβαλλόμενος λήπτης της ασφάλειας να καταβάλει το ασφάλιστρο. Επίσης πρόκειται για μία σύμβαση προσχώρησης, στο βαθμό που ο ασφαλιστής, ο οποίος είναι ο κατά κανόνας ισχυρότερος συμβαλλόμενος, καθορίζει το περιεχόμενο της σύμβασης, χωρίς ο αντισυμβαλλόμενος να έχει τη διαπραγματευτική ελευθερία να επέμβει στη διαμόρφωση των όρων αυτής. 37 Για τα βοηθητικά πρόσωπα του ασφαλιστή, την έννοια του ασφαλιστικού πράκτορα κατ άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του ν 1569/1985 και του ασφαλιστικού συμβούλου κατ άρθρο 16 παρ.1 εδ. α του ν. 1569/1985, βλ. Κιάντο Β., ο.π., σελ. 65 επ. και Αργυριάδη Α., ο.π., σελ. 41 επ. 24

της ασφαλιστικής επιχείρησης) 38 και το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο, ήτοι ο λήπτης της ασφάλισης. Ο λήπτης της ασφάλισης είναι το πρόσωπο που καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή και υποχρεώνεται να καταβάλει σαν τίμημα του κινδύνου το ασφάλιστρο ενώ ασφαλισμένος είναι το πληττόμενο από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου πρόσωπο 39. Ορίζει το ασφάλισμα ως τη παροχή του ασφαλιστή σε κάθε είδους ασφάλιση ζημιών ή ποσού. Προσδιορίζει τον δικαιούχο 40 του ασφαλίσματος και τον τρόπο καταβολής του ασφαλίσματος σε χρήμα ή σε είδος. Τέλος δίνει έναν σύντομο ορισμό της ασφαλιστικής περιπτώσεως ως τον χρόνο επέλευσης του περιστατικού από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή. Οι ιδιότητες του ασφαλισμένου, λήπτη της ασφάλισης και δικαιούχου του ασφαλίσματος, δεν συμπίπτουν πάντοτε, όπως θα δούμε παρακάτω αναλυτικά. Για την κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως απαιτείται πρόταση για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης από τον λήπτη της ασφάλισης προς τον ασφαλιστή και αποδοχή της πρότασης αυτής από τον τελευταίο 41. Για την κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως δεν απαιτείται συστατικός τύπος. Εντούτοις για την απόδειξή της εκδίδεται από τον ασφαλιστή έγγραφο, το λεγόμενο ασφαλιστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2496/1997, το οποίο ο ασφαλιστής υποχρεούται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν 2496/1997, να παραδώσει στο λήπτη της ασφάλισης υπογεγραμμένο με όλα τα έγγραφα που το 38 Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του Ν.Δ. 400/1970, η ασφάλιση ασκείται στην Ελλάδα μόνο από Ανώνυμη Εταιρία και από αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό, ο οποίος έχει συσταθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και ασχολούνται αποκλειστικά με ασφαλιστικές εργασίες. Απαιτείται ακόμη και άδεια λειτουργίας, η οποία χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου και η οποία δημοσιεύεται στο Δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (άρθρα 3 παρ. 1, 14, 20 παρ. 1 εδ. β Ν.Δ. 400/1970). Τώρα την άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης χορηγεί και ανακαλεί κατά το άρθρο 3 παρ. 1 περ. α του Ν. 3229/2004 η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Η χορήγηση της άδειας λαμβάνει χώρα με βάση ορισμένα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α γ Ν.Δ. 400/1970. 39 για παράδειγμα, κινδυνεύει να πεθάνει, να ασθενήσει ή να πάθει ατύχημα, βλ. Αργυριάδη Α., ο.π., σελ. 44. 40 Ο δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι το πρόσωπο που δικαιούται να εισπράξει το ασφάλισμα (την παροχή του ασφαλιστή) όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλισμένος κίνδυνος, όταν, δηλαδή, επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. 41 Η σύμβαση συντελείται όταν περιέλθει στο λήπτη της ασφάλισης η δήλωση αποδοχής του ασφαλιστή, κατ άρθρο 195 ΑΚ. 25

συνοδεύουν. Ειδικά στον κλάδο των «Ασφαλίσεων Ζωής» το ασφαλιστήριο είναι ονομαστικό και δεν μπορεί να εκδοθεί σε διαταγή ή στον κομιστή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27 παρ. 3 του ν. 2496/1997 42. 3. Οι γενικές αρχές που διέπουν τις ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενειών Η ασφάλιση ζωής (άρθρα 28 έως 30 του ν. 2496/1997), η ασφάλιση ατυχημάτων (άρθρο 31 του ν. 2496/1997) και η ασφάλιση ασθενειών (άρθρο 32 του ν. 2496/1997) συνιστούν ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων 43, ασφαλίσεις δηλαδή που αφορούν στη διάρκεια ή στα συμβάντα της ζωής ενός ανθρώπου. Με κριτήριο τη μορφή της ασφαλιστική κάλυψης, η ασφάλιση διακρίνεται σε ασφάλιση ζημίας, όταν υπάρχει συγκεκριμένη ασφαλιστική κάλυψη 44 και ασφάλιση ποσού, όταν υπάρχει αφηρημένη ασφαλιστική κάλυψη 45, όταν δηλαδή, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 2496/1997, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει σε περίπτωση 42 Από την διάταξη αυτή, συνάγεται λοιπόν, ότι δεν μπορεί στη θέση του λήπτη της ασφαλίσεως και ασφαλισμένου να υπεισέλθει άλλο πρόσωπο, το οποίο είναι λ.χ. ετοιμοθάνατο. 43 Για την διάκριση των ασφαλίσεων σε ασφάλιση προσωπικών κινδύνων και ασφάλιση μη προσωπικών κινδύνων βλ. Αργυριάδη Α., ο.π., σελ. 32, Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 32 και 33. Με κριτήριο το είδος του ασφαλισμένου κινδύνου, η ασφάλιση διακρίνεται σε ασφάλιση προσωπικών κινδύνων και σε ασφάλιση μη προσωπικών ή περιουσιακών κινδύνων. Προσωπικοί κίνδυνοι είναι αυτοί που αναφέρονται στη ζωή, στα γεγονότα, ή σε καταστάσεις της ζωής του ασφαλισμένου. Τέτοιοι είναι ο κίνδυνος θανάτου, επιβίωσης, ασθένειας, αναπηρίας, ενηλικίωσης, γάμου κλπ. Περιουσιακοί ή μη προσωπικοί κίνδυνοι είναι οι κίνδυνοι που απειλούν όχι το πρόσωπο αλλά την περιουσία του ασφαλισμένου. Τέτοιοι είναι ο κίνδυνος πυρκαγιάς ενός αυτοκινήτου, ο κίνδυνος κλοπής ενός αυτοκινήτου, ο κίνδυνος ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα, ο κίνδυνος επαγγελματικής αστικής ευθύνης, κτλ. 44 Στην περίπτωση αυτή η ασφαλιστική κάλυψη έχει σκοπό την αποκατάσταση της συγκεκριμένης εκείνης ζημίας, που προκλήθηκε από την πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου, άρθρα 1 και 11 παρ. 1 του ν. 2496/1997. 45 Η ασφαλιστική κάλυψη έχει αφηρημένη μορφή, όταν η παροχή του ασφαλιστή κατά την πραγματοποίηση του κινδύνου εξαρτάται αποκλειστικά από τη συμφωνία των μερών. Το ποσό (ασφάλισμα) αναγράφεται στην ασφαλιστική σύμβαση πάντοτε και καταβάλλεται από τον ασφαλιστή στον δικαιούχο, ανεξάρτητα αν η πραγματοποίηση του κινδύνου προκάλεσε ζημία, άρθρα 1 παρ. 1 και 27 παρ. 1 του ν. 2496/1997). Όταν η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη, δημιουργείται η ασφάλιση ποσού, η οποία πάντοτε καλύπτει προσωπικούς κινδύνους. 26

πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα χρηματικό ποσό εφ άπαξ ή σε περιοδικές δόσεις, χωρίς να ερευνάται αν με το ποσό αυτό (ασφάλισμα) καλύπτεται οικονομική ανάγκη. Η ασφάλιση ζωής είναι καθαρά ασφάλιση ποσού 46, η οποία έχει αποταμιευτικό ή επενδυτικό χαρακτήρα, ενώ τα άλλα δύο είδη των ασφαλίσεων, ατυχημάτων και ασθενειών, λειτουργούν ως μικτές μορφές ασφάλισης δηλαδή αποτελούν συνδυασμό αφηρημένης και συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης και λειτουργούν άλλοτε ως ασφαλίσεις ποσού και άλλοτε ως ασφαλίσεις ζημιών ή και τα δύο μαζί 47. Στην ασφάλιση ατυχήματος και ασθένειας, το ασφάλισμα μπορεί να συνίσταται στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε από ατύχημα ή ασθένεια του ασφαλισμένου, στο μέτρο που λειτουργεί ως ασφάλεια ζημίας. Στην ασφάλιση ατυχήματος επίσης, το ασφάλισμα συνήθως αποτελείται από ποσό του ασφαλιστικού ποσού, ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας του ασφαλισμένου. Σε ασφάλιση προσώπων, που έχει συμφωνηθεί ως ασφάλιση ποσού, το ασφάλισμα καταβάλλεται ανεξάρτητα από το αν η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου προκάλεσε ζημία στον ασφαλισμένο ή στο δικαιούχο του ασφαλίσματος και ανεξάρτητα από το ύψος της ζημία που προκλήθηκε (άρθρο 27 παρ. 5 ν. 2496/1997). Ακόμη οι ασφαλίσεις διακρίνονται σε προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις 48 49, 50., καθώς και σε ατομικές και ομαδικές ασφαλίσεις Οι ασφαλίσεις του 46 Στην ασφάλιση ποσού, η παροχή του ασφαλιστή συνίσταται στην καταβολή του ασφαλίσματος που ισοδυναμεί συνήθως με το ασφαλιστικό ποσό, δηλαδή το χρηματικό ποσό που συμφώνησαν τα συμβαλλόμενα μέρη να καταβληθεί είτε εφάπαξ (ασφάλιση κεφαλαίου) είτε σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση προσόδου), όπως συμβαίνει στην ασφάλιση επιβίωσης 46. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ασφάλισης ποσού όπου το ασφάλισμα δεν ισούται με ολόκληρο το ασφαλιστικό ποσό, το οποίο, όπως είπαμε, είναι το ανώτατο όριο ευθύνης κάθε ιδιωτικής ασφάλισης. Στο πλαίσιο μιας ασφάλισης ποσού μπορούν να προσδιορισθεί ένα συγκεκριμένο ποσό που θα καταβάλει ο ασφαλιστής όταν επέλθουν ορισμένα γεγονότα τα οποία περιγράφονται και καθορίζονται στην υπό κρίση σύμβαση ασφάλισης. Για παράδειγμα, μπορεί μεταξύ των συμβαλλομένων να συμφωνηθεί, ότι για κάθε ημέρα αποχής από την εργασία του ασφαλισμένου προσώπου εξαιτίας ατυχήματος ή άλλου κωλύματος του τελευταίου, ο ασφαλιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει 100 ευρώ. Μπορεί επίσης να συμφωνηθεί, ότι σε περίπτωση ατυχήματος ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλει ένα συγκεκριμένο ποσό λ.χ. για απώλεια ενός δακτύλου, για απώλεια δύο δακτύλων κ.ο.κ. βλ. Ρόκα Ι., Η πορεία προς το σύγχρονο ασφαλιστικό δίκαιο 1984-2006, Γνωμοδοτήσεις/ Νομικές Μελέτες, εκδόσεις Σάκκουλας 2007, σελ. 478. 47 Για την έννοια της μικτής ασφαλιστικής κάλυψης, βλ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 37. 48 Προαιρετικές ασφαλίσεις ονομάζονται εκείνες οι ασφαλίσεις, κατά τις οποίες ένα πρόσωπο ασφαλίζεται σε μια ασφαλιστική εταιρία εάν το επιθυμεί, κατά του κινδύνου που επιθυμεί και όποτε το 27

κλάδου ζωής, των οποίων ο έλεγχος των όρων θα αποτελέσει το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, ανήκει στην κατηγορία των προαιρετικών ασφαλίσεων και είναι δυνατόν να συναφθούν είτε ως ατομικές είτε ως ομαδικές. Ιδιαίτερη σημασία για το δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή, έχει η διάκριση των ασφαλίσεων σε καταναλωτικές και μη καταναλωτικές ή εμπορικές ασφαλίσεις 51. Κριτήριο για την διάκριση αυτή αποτελεί ο λειτουργικός σκοπός για τον οποίο ένα πρόσωπο διενεργεί την ασφάλιση. Έτσι, καταναλωτικές ασφαλίσεις είναι οι ασφαλίσεις που συνάπτονται για ιδιωτικούς όχι επαγγελματικούς λόγους. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν από τη φύση τους οι ασφαλίσεις προσωπικών κινδύνων, ήτοι οι ασφαλίσεις ζωής, ατυχημάτων και ασθενείας αλλά και όσες ασφαλίσεις ζημιών ενεργούνται από τον ασφαλισμένο για ιδιωτικούς ή μη επαγγελματικούς λόγους 52. Μη καταναλωτικές, επαγγελματικές ή εμπορικές ασφαλίσεις 53 είναι αυτές που συνάπτονται για εμπορικούς, βιομηχανικούς ή γενικότερα επαγγελματικούς λόγους 54, 55. Η διάκριση αυτή των ασφαλίσεων σε επιθυμεί ενώ υποχρεωτικές ασφαλίσεις, είναι οι ασφαλίσεις που επιβάλλονται με νόμο, όπως π.χ. η υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, βλ. Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ρ., ο.π., σελ. 38 επ. 49 Ατομική είναι η ασφάλιση, όταν με την ασφαλιστική σύμβαση ιδρύεται μια ασφαλιστική σχέση που συνδέει τον ασφαλιστή με τον ασφαλισμένο, ενώ αντίθετα, ομαδική ασφάλιση υπάρχει όταν σε μια ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχει ένας ασφαλιστής, ένας αντισυμβαλλόμενος λήπτης της ασφάλισης και πολλοί ασφαλισμένοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ομαδικής ασφάλισης είναι η ομαδική ασφάλιση ατυχημάτων, ζωής ή ασθένειας που συνάπτει ο εργοδότης υπέρ των εργαζομένων στην επιχείρησή του. Βλ. και ΑΠ 1679/2008, ΝοΒ 2009, 388. 50 Βλ. Ρόκα Ι., ο.π., σελ. 517 επ. σχετικά με την ατομική ασφάλιση ζωής και σελ. 534 επ. σχετικά με την ομαδική ασφάλιση ζωής. 51 Βλ. και Αυγητίδη Δ., Η εφαρμογή του δικαίου του καταναλωτή στη θαλάσσια ασφάλιση, ΕπισκΕΔ 2006, σελ. 345, κατά τον οποίο θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 33 του ν. 2496/1997 εισάγει πράγματι διαφοροποίηση στο επίπεδο προστασίας του ασφαλισμένου ανάλογα με το είδος της συναπτόμενης ασφάλισης. Κατά τον ίδιο, σε Παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικής επιχείρησης και προστασία του καταναλωτή, ΧρΙΔ 2006, σελ. 106, η διάκριση σε ασφαλίσεις για επαγγελματικούς και μη επαγγελματικούς εξυπηρετεί πράγματι τους σκοπούς του ασφαλιστικού δικαίου. 52 Για παράδειγμα ασφάλιση πυρκαγιάς κατοικίας. 53 Για την σημασία της διάκρισης αυτής, βλ. κατωτέρω υπό ΙΙ. 54 Βλ. Θ. Χατζηγάγιο σε Δούβλη Β Μπώλο Α., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτών, εκδ. Σάκκουλας 2008, σελ. 176 επ., σχετικά με την διάκριση των ασφαλιστικών συμβάσεων σε καταναλωτικές και επαγγελματικές με βάση το υποκειμενικό και το αντικειμενικό κριτήριο διάκρισης, σύμφωνα με τον 28