ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή Ὑπό Ἐπισκόπου Ἰερεμίου, Μητροπολίτου Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως «Εἰς πόλιν ἤ εἰς Ρούμελην, ὅπου περιπατήσεις, παντοῦ ἀκούεις ὄνομα τό τῆς Προυσιωτίσσης» (Ἆσμα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ) Κυριακή 13 Μαΐου 2012 Kυριακή τῆς Σαμαρείτιδος, Γλυκερίας μάρτ., Σεργίου ὁμολ., Παυσικάκου Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου. Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. Α ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (β) 1. Σέ προηγούμενο κήρυγμά μας, ἀδελφοί χριστιανοί, μιλούσαμε γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Ἐπειδή δέν τελειώσαμε τό μάθημα αὐτό, τό συνεχίζουμε στό σημερινό μας κήρυγμα. Ὅπως σᾶς ἔχω πεῖ, σᾶς ξαναλέγω καί τώρα ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας
Τριάδος εἶναι πολύ βαθύ καί πολύ σοβαρό, γιατί πρόκειται γιά τόν Θεό μας. Ὁ Θεός μας εἶναι Ἁγία Τριάς, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, διαφορετικά τό καθένα Πρόσωπο ἀπό τό Ἄλλο. Δέν ἔχουμε ὅμως τρεῖς Θεούς, γιατί τά τρία αὐτά θεῖα Πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια καί τήν αὐτή θεία Οὐσία. Εἶναι ὁμοούσια. Τά λέγαμε αὐτά στό προηγούμενο κήρυγμά μας. 2. Συνεχίζοντας σήμερα τό μεγάλο αὐτό δόγμα τῆς Πίστης μας λέγουμε ὅτι πηγή τῆς Θεότητος εἶναι ὁ Πατέρας. Ἀπό τόν Πατέρα δηλαδή «γεννᾶται» ὁ Υἱός καί ἀπό τόν Πατέρα πάλι «ἐκπορεύεται» τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μάθετε, χριστιανοί μου, αὐτά τά δύο ρήματα, γιατί τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή, τά χρησιμοποίησαν πολύ οἱ ἅγιοι Πατέρες καί τά ἀκούομε πολύ συχνά στήν θεία λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά ξαναλέγω: Ὁ Υἱός «γεννᾶται» ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» πάλι ἀπό τόν Πατέρα. Προσέχετε: Δέν εἶπα ὅτι ὁ Υἱός «γεννήθηκε» ἤ ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύθηκε», ὅτι δηλαδή αὐτό ἔγινε κάποτε μιά φορά καί πάει, τελείωσε. Τά ρήματα διατυπώνονται στόν ἐνεστώτα χρόνο: Ὁ Υἱός πάντα «γεννᾶται» ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα πάντα «ἐκπορεύεται» καί Αὐτό ἀπό τόν Πατέρα. Βλέπετε, χριστιανοί μου, πόσο λεπτές εἶναι οἱ διατυπώσεις τῆς Πίστης μας στά δόγματά της; Λίγο νά τό ποῦμε διαφορετικά, πέσαμε σέ αἵρεση. Γιά τήν Ἁγία Τριάδα πού μιλᾶμε, γιά ἕνα «γιώτα» (ι) ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἔδωσε γιά πολλά χρόνια μεγάλο ἀγώνα. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἐκφράζοντας τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔλεγε «ὁμοούσιος». Οἱ αἱρετικοί ἔλεγαν «ὁμοιούσιος». Ἕνα γιώτα δηλαδή ἡ διαφορά! Κι ὅμως αὐτό τό γιώτα εἶναι σημαντικό: Ἄν ποῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό «ὁμοούσιο» μέ τόν Πατέρα, τότε τόν ὁμολογοῦμε ὡς Θεό. Αν ὅμως τόν ποῦμε «ὁμοιούσιο», ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ αἱρετικοί, τότε σάν νά Τόν λέμε δημιούργημα, Τόν λέμε κτίσμα, ὅπως εἶναι ὅλα τά κτίσματα. Χρειάζεται λοιπόν ἀκρίβεια στήν διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς Πίστης μας. Νά λέμε τά δόγματά μας ὅπως τά διετύπωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὅπως τά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας σέ θεσπέσιους ὕμνους, πού εἶναι καί αὐτοί οἱ ὕμνοι δημιουργήματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Εἶναι ἀλήθεια βέβαια ὅτι μᾶς εἶναι ἀκατάληπτοι αὐτοί οἱ ὕμνοι. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά τούς καταργήσουμε καί νά κάνουμε ἄλλους ὕμνους «μεταπατερικῆς» θεολογίας. Πρέπει νά κάνουμε κηρύγματα, μέ τά ὁποῖα νά βοηθοῦμε τόν λαό νά νοήσει τήν Πίστη του, πού τήν ἀκούει νά ψάλλεται στήν Ἐκκλησία. Αὐτό κάνω καί ἐγώ, χριστιανοί μου, μέ τά κηρύγματά μου αὐτά καί νά μή μοῦ λέτε, παρακαλῶ, ὅτι δέν τά καταλαβαίνετε. Νά ρωτᾶτε τούς ἱερεῖς σας νά σᾶς τά ἐξηγήσουν καλύτερα, γιατί τόν ἱερέα οἱ παλαιοί τόν ἔλεγαν καί «δάσκαλο». Πρέπει νά μάθουμε τήν Πίστη μας, ἀδελφοί μου, καί ἀλλοίμονό μας ἄν δέν τήν μάθουμε. Μαζί μέ τά ἄλλα κακά πού συμβαίνουν στήν ἐποχή μας, πού βουλιάζουν τήν πα- 2
τρίδα μας, ὡς μεγαλύτερο κακό θεωρῶ καί τοῦτο: Τό ὅτι ἔρχεται ὕπουλα ἕνα κράμα, πού εἶναι ζύμωμα ποικίλλων αἱρέσεων, καί εἰσβάλλει στήν χώρα μας μαζί μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. 3. Ξαναρχόμαστε τώρα, ἀγαπητοί μου, στήν ἉγίαΤριάδα. Εἴπαμε ὅτι τά τρία θεῖα Πρόσωπα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ὁμοούσια, γιατί ἔχουν μία καί τήν αὐτή θεία Οὐσία. Ἐπίσης εἴπαμε ὅτι πηγή θεότητος εἶναι ὁ Πατέρας, ἀπό τόν Ὁποῖο γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἀπό τόν Ὁποῖο Πατέρα πάλι ἐκπορεύεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό ὅτι ὅμως ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι κατώτερα ἀπό τόν Πατέρα. Ὄχι! Γιατί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «συναΐδια» Πρόσωπα μέ τόν Πατέρα. «Συναΐδια» σημαίνει ὅτι εἶναι αἰώνια. Δέν μποροῦμε δηλαδή νά ποῦμε ὅτι πρῶτα ἦταν ὁ Πατέρας καί ἔπειτα γέννησε τόν Υἱό καί ἔπειτα πάλι ἐκπόρευσε τόν Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν τό ποῦμε αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πατέρας σέ κάποια ἐποχή δέν ἦταν Πατέρας καί ἀργότερα προόδευσε καί ἔγινε Πατέρας γεννώντας τόν Υἱό Του. Καί ὅτι ὁ Πατέρας πάλι πρῶτα δέν εἶχε Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀργότερα προόδευσε καί ἀπέκτησε Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι πιστεύουμε ἕναν Θεό πού ἀλλοιώνεται: Ἀπό μή Πατέρας γίνεται Πατέρας!... Αὐτό εἶναι βλασφημία καί αἵρεση ἄν τό ποῦμε. Γι αὐτό λέμε ὅτι καί τά τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «συναΐδια», ὅτι δηλαδή εἶναι ἐκτός χρόνου, ὅτι εἶναι αἰώνια. 4. Καί ἕνα ἄλλο θέλω νά σᾶς πῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί, γιά τήν Ἁγία Τριάδα καί τελειώνω. Ἐνῶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ξεκινᾶμε ἀπό τό Πρόσωπο τοῦ Πατέρα γιά νά μιλήσουμε γιά τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα (ὅτι δηλαδή ὁ Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπ Αὐτόν), οἱ αἱρετικοί Παπικοί ὡς ἀρχή θεότητος δέν θεωροῦν Πρόσωπο, τόν Πατέρα, ἀλλά τήν ἀπρόσωπη θεία Οὐσία. Καί ἀκοῦστε πῶς σκέπτονται: Ἐπειδή, λένε, καί τά τρία θεῖα Πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια Οὐσία, ἀφοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, θά πρέπει νά ἐκπορεύεται καί ἀπό τόν Υἱό, γιατί ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια θεία Οὐσία μέ τόν Πατέρα. Ἔτσι, λοιπόν, ἀντίθετα μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό «Πιστεύω» μας, καί ἀντίθετα μέ τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται μόνο ἀπό τόν Πατέρα (βλ. Ἰωάν. 15,26), οἱ Παπικοί ἔβαλαν στό δικό τους «πιστεύω» ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἀπό τόν Υἱό. Αὐτό εἶναι τό περίφημο «Φιλιόκβε» τῶν Καθολικῶν, πού χρόνια καί χρόνια τώρα δέν τό ἔχουν ἀνακαλέσει, ἀλλά μένουν στήν πλάνη τους καί τήν αἵρεσή τους. Τό ὅτι εἶναι αἵρεση πραγματικά τό «Φιλιόκβε» τῶν Καθολικῶν σᾶς τό εἶχα ἀποδείξει σέ προηγούμενο κήρυγμά μου. Καί δέν εἶναι μόνο τό «Φιλιόκβε», ἀγαπητοί μου, πού μᾶς χωρίζει μέ τούς Καθολικούς. Εἶναι τόσες καί τόσες πλάνες, γιά τίς ὁποῖες ἔχουμε τά «Ἀναθέματα» 3
τῶν ἁγίων Πατέρων. Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν νά γίνει ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Καθολικούς, χωρίς πρῶτα αὐτοί νά ἀρνηθοῦν γραπτῶς καί ἐπισήμως τίς πλάνες τους. Ἕνωση μέ τούς Καθολικούς χωρίς τήν ἄρνηση ἀπό αὐτούς τῶν αἱρέσεών τους σημαίνει ἀπό μᾶς ἄρνηση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας. Ποτέ αὐτό, χριστιανοί μου! Προτιμώτερο οἱ φυλακές καί τά μαρτύρια, πού ὑπέστησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, παρά νά προδώσουμε τήν Πίστη μας. Μέ πολλές εὐχές, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας Β ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Ι. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΣΑΪΑΣ (Σέ συνέχειες) (α) Τέλος τῆς Ἐξορίας (14,1-4α) Κείμενο Ο 14, 1 Καὶ ἐλεήσει Κύριος τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐκλέξεται ἔτι τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἀναπαύσονται ἐπὶ τῆς γῆς αὐτῶν, καὶ ὁ γειώρας προστεθήσεται πρὸς αὐτοὺς καὶ προστεθήσεται πρὸς τὸν οἶκον Ἰακώβ, 2 καὶ λήψονται αὐτοὺς ἔθνη καὶ εἰσάξουσιν εἰς τὸν τόπον αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσουσι καὶ πληθυνθήσονται ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ Θεοῦ εἰς δούλους καὶ δούλας καὶ ἔσονται αἰχμάλωτοι οἱ αἰχμαλωτεύσαντες αὐτούς, καὶ κυριευθήσονται οἱ κυριεύσαντες αὐτῶν. 3 Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνα- Ἑβραϊκό κείμενο 14, 1 Βεβαίως ὁ Κύριος θά ἐλεήσει τόν Ἰακώβ καί θά ἐκλέξει γιά μία ἀκόμη φορά τόν Ἰσραήλ καί θά τούς ἐγκαταστήσει στήν γῆ τους. Καί οἱ ξένοι θά ἑνωθοῦν μέ αὐτούς καί θά γίνουν μέλη τοῦ οἴκου τοῦ Ἰακώβ. 2 Καί οἱ λαοί θά τούς λάβουν καί θά τούς φέρουν στόν τόπο τους καί ὁ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ θά ἐξουσιάσει αὐτούς στήν γῆ τοῦ Κυρίου ὡς δούλους καί δοῦλες. Ἔτσι θά αἰχμαλωτίσουν ἐκείνους πού τούς εἶχαν αἰχμαλωτίσει καί θά κυριαρχήσουν ἐκείνους πού τούς ἐξουσίαζαν. 3 Τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος θά σέ ἀναπαύσει 4
παύσει σε Κύριος ἀπὸ τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θυμοῦ σου καὶ τῆς δουλείας σου τῆς σκληρᾶς, ἧς ἐδούλευσας αὐτοῖς. 4α Καὶ λήψη τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος καὶ ἐρεῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη. ἀπό τίς θλίψεις σου, ἀπό τόν φόβο καί ἀπό τήν σκληρή δουλεία, στήν ὁποία ἤσουν δουλωμένος, 4α θά πεῖς αὐτό τό σατυρικό ἆσμα κατά τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος. 1. Ἡ προηγούμενη περικοπή μιλοῦσε γιά τήν πτώση τῆς Βαβυλῶνος καί αὐτό σημαίνει αὐτό πού λέγει ἐδῶ ἡ περικοπή μας, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰσραήλ θά λυτρωθεῖ καί θά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του (στίχ. 1). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ὁ Ἰσραήλ θά κατακτήσει τούς κατακτητές του καί θά δουλώσει τούς ἀφέντες του (στίχ. 2). 2. Ἔπειτα, ἐλευθερωμένος πιά ὁ Ἰσραήλ καί ἀναπαυμένος ἀπό τήν σκληρή του δουλεία (στίχ. 3), θά πεῖ ἕνα εἰρωνικό ἆσμα κατά τῆς ὑπερηφάνου Βαβυλῶνος (στίχ. 4α)! (β) Ὁ θάνατος τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος (14,4β-23) Κείμενο Ο 14, 4β Πῶς ἀναπέπαυται ὁ ἀπαιτῶν καὶ ἀναπέπαυται ὁ ἐπισπουδαστής; 5 Συνέτριψε Κύριος τὸν ζυγὸν τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸν ζυγὸν τῶν ἀρχόντων 6 πατάξας ἔθνος θυμῷ, πληγῇ ἀνιάτῳ, παίων ἔθνος πληγὴν θυμοῦ, ἣ οὐκ ἐφείσατο, ἀνεπαύσατο πεποιθώς. 7 Πᾶσα ἡ γῆ βοᾷ μετ εὐφροσύνης, 8 καὶ τὰ ξύλα τοῦ λιβάνου εὐφράνθησαν ἐπὶ σοὶ καὶ ἡ κέδρος τοῦ Λιβάνου ἀφ οὗ σὺ κεκοίμησαι, οὐκ ἀνέβη ὁ κόπτων ἡμᾶς. 9 Ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οἱ 5 Ἑβραϊκό κείμενο 14, 4β «Πῶς ἔπεσε ὁ τύραννος! Πῶς σταμάτησε ἡ τρομοκρατία! 5 Ὁ Κύριος συνέτριψε τήν ράβδο τῶν ἀσεβῶν, τό σκῆπτρο τῶν δυναστῶν, 6 οἱ ὁποῖοι κτυποῦσαν τόν λαό μέ ὀργή, μέ ἀκατάπαυστα κτυπήματα καί δυνάστευαν τά ἔθνη μέ θυμό, μέ καταπίεση χωρίς κανείς νά τούς ἐλέγχει. 7 Ὅλη ἡ γῆ (τώρα) ἀναπαύεται καί ἡσυχάζει καί ἀπό χαρά πανηγυρίζει 8 γιά ὅ,τι ἔπαθες χαίρονται καί τά κυπαρίσσια καί οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου. «Ἀπό τότε πού ἔπεσες ἐσύ λέγουν δέν ἔρχεται κανείς νά μᾶς κόψει». 9 Ὁ Ἅδης κάτω ταράχθηκε, γιά νά χαιρετήσει τόν ἐρχομό σου
γίγαντες οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς, οἱ ἐγείραντες ἐκ τῶν θρόνων αὐτῶν πάντας βασιλεῖς ἐθνῶν. 10 Πάντες ἀποκριθήσονται καὶ ἐροῦσί σοι καὶ σὺ ἑάλως, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς, ἐν ἡμῖν δὲ κατελογίσθης. 11 Κατέβη εἰς ᾅδου ἡ δόξα σου, ἡ πολλὴ εὐφροσύνη σου ὑποκάτω σου στρώσουσι σῆψιν, καὶ τὸ κατακάλυμμά σου σκώληξ. 12 Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων; συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ ἀποστέλλων πρὸς πάντα τὰ ἔθνη. 13 Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βοῤῥᾶν, 14 ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ. 15 Νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς. 16 Οἱ ἰδόντες σε θαυμάσονται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦσιν οὗτος ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν, ὁ σείων βασιλεῖς; 17 Ὁ θεὶς τὴν οἰκουμένην ὅλην ἔρημον καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ καθεῖλε, τοὺς ἐν ἐπαγωγῇ οὐκ ἔλυσε. γιά σένα ἐξήγειρε τούς νεκρούς, ὅλους τούς ἡγεμόνες τῆς γῆς σήκωσε ἀπό τούς θρόνους τους ὅλους τούς βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν. 10 Ὅλοι αὐτοί θά ἀποκριθοῦν καί θά ποῦν σέ σένα: «Καί ἐσύ ἔγινες ἀδύνατος, ὅπως ἐμεῖς, ἔγινες ὅμοιος μέ ἐμᾶς»! 11 Τό μεγαλεῖο σου κατέβηκε στόν Ἅδη μαζί καί ὁ θόρυβος τῶν μουσικῶν ὀργάνων σκουλήκια εἶναι τό στρῶμα σου καί σκουλήκια τό σκέπασμά σου. 12 Πῶς ἔπεσες ἀπό τόν οὐρανό Ἑωσφόρε, υἱέ τῆς αὐγῆς! Πῶς συντρίφτηκες ἐπί τῆς γῆς σύ ὁ ὁποῖος καταπατοῦσες ὅλα τά ἔθνη! 13 Ἔλεγες στήν καρδιά σου: «Θά ἀνεβῶ στόν οὐρανό, θά ὑψώσω τόν θρόνο μου πάνω ἀπό τά ἄστρα τοῦ Θεοῦ θά καθήσω στό ὄρος τῆς Συνάξεως, πρός τά μέρη τοῦ βορρᾶ 14 θά ἀναβῶ στά ὕψη τῶν νεφελῶν, θά γίνω ὅμοιος μέ τόν Ὕψιστο». 15 Ἀλλά θά κατεβεῖς στόν Ἅδη, στά βάθη τοῦ λάκκου. 16 Ὅσοι σέ βλέπουν θά σέ κοιττοῦν περίεργα θά σέ παρατηροῦν καί θά λέγουν: «Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔκανε τήν γῆ νά τρέμει, αὐτός πού ἔσειε τά βασίλεια; 17 Αὐτός πού ἐρήμωνε τήν οἰκουμένη καί κατέστρεφε τίς πόλεις της, αὐτός πού δέν ἐλευθέρωνε τούς αἰχμαλώτους του, γιά νά ἐπιστρέψουν στίς οἰκίες τους;» 6
18 Πάντες οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν ἐκοιμήθησαν ἐν τιμῇ, ἄνθρωπος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ 19 σὺ δὲ ῥιφήσῃ ἐν τοῖς ὄρεσιν ὡς νεκρὸς ἐβδελυγμένος μετὰ πολλῶν τεθνηκότων ἐκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εἰς ᾅδου. Ὃν τρόπον ἱμάτιον ἐν αἵματι πεφυρμένον οὐκ ἔσται καθαρόν, 20 οὕτως οὐδὲ σὺ ἔσῃ καθαρός, διότι τὴν γῆν μου ἀπώλεσας καὶ τὸν λαόν μου ἀπέκτεινας οὐ μὴ μείνῃς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον, σπέρμα πονηρόν. 21 Ἑτοίμασον τὰ τέκνα σου σφαγῆναι ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ἵνα μὴ ἀναστῶσι καὶ κληρονομήσωσι τὴν γῆν καὶ ἐμπλήσωσιν τὴν γῆν πολέμων. 22 Καὶ ἐπαναστήσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος σαβαώθ, καὶ ἀπολῶ αὐτῶν ὄνομα καὶ κατάλειμμα καὶ σπέρμα τάδε λέγει Κύριος 23 καὶ θήσω τὴν Βαβυλωνίαν ἔρημον, ὥστε κατοικεῖν ἐχίνους, καὶ ἔσται εἰς οὐδέν καὶ θήσω αὐτὴν πηλοῦ βάραθρον εἰς ἀπώλειαν. 18 Ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν ὅλοι ἀναπαύονται μέ δόξα ὁ καθένας στήν οἰκία του 19 ἀλλά ἐσύ πετάχτηκες μακρυά ἀπό τόν τάφο σου, σάν ἄχρηστος κλάδος, καλυμμένος ἀπό σφαγμένους, φονευθέντες ἀπό ξίφος, οἱ ὁποῖοι κατεβαίνουν στίς πέτρες τοῦ Λάκκου, ὡς πτῶμα καταπατημένο. 20 Δέν θά ἑνωθεῖς μέ αὐτούς γιά ἐνταφιασμό, γιατί ἀφάνησες τήν γῆ σου, γιατί ἐφόνευσες τόν λαό σου καί ποτέ πιά δέν θά μνημονευθεῖ ἡ φυλή τῶν κακοποιῶν. 21 Ἑτοιμάσετε λοιπόν σφαγή γιά τά τέκνα του λόγω τῆς ἀνομίας τῶν πατέρων του, διά νά μή σηκωθοῦν καί κληρονομήσουν τήν γῆ καί γεμίσουν τήν οἰκουμένη μέ πόλεις». 22 «Θά σηκωθῶ ἐναντίον τους», λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, καί θά ἐξαλείψω ἀπό τήν Βαβυλώνα φυλή καί ὑπόλοιπο, υἱό καί ἔγγονο», λέγει Κύριος. 23 «Καί θά καταστήσω αὐτήν κληρονομία ἀκανθοχοίρων καί ἕλη ὑδάτων. Καί θά σαρώσω αὐτήν μέ τό σάρωθρο τῆς καταστροφῆς», λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων. 1. Τό ποίημα αὐτό εἶναι θρηνῶδες ἆσμα, εἶναι ἕνα μοιρολόϊ καί ἀπευθύνεται στόν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἀρχικά τό ποίημα ἀπευθυνόταν πρός τόν Σαργών τῆς Ἀσσυρίας, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε στήν μάχη τό 705 π.χ. καί δέν ἐτάφη στήν 7
Ἀσσυρία (βλ. στίχ. 19). Σάν θρῆνος τό ποίημα ἀρχίζει μέ τό «πῶς» (ἑβρ. yae, «ἔχ») ἐκφράζοντας τήν ἀπορία γιά τό θάνατο τοιούτου ἐξουσιαστοῦ (στίχ. 4β). Στήν συνέχεια ὁ συνθέτης τοῦ ποιήματος ὁμιλεῖ γιά τά κτυπήματα, μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος ἔπληξε τόν βασιλέα Βαβυλῶνος (στίχ. 5-6), ἀλλά κατά τό Ἑβραϊκό κείμενο αὐτά ἀναφέρονται στούς βαβυλωνίους βασιλεῖς καί τυράννους, πού αὐτοί κτυποῦσαν καί ἔπλητταν σκληρά καί ἄσπλαγχνα τούς λαούς. Θά περίμενε κανείς, ἀφοῦ πρόκειται γιά θάνατο βασιλέως, νά θρηνήσουν οἱ ὑπήκοοι, ἀλλά ἐδῶ, ἀντίθετα, ἀλαλάζουν ἀπό χαρά οἱ λαοί γιά τήν πτώση τοῦ βαβυλωνίου δυνάστου (στίχ. 7), ἀκόμη δέ καί αὐτοί οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου παριστάνονται νά χαίρονται γιά τόν θάνατό του (στίχ. 8), γιατί δέν θά ἔρχονται πιά ξυλοκόποι νά τούς κόπτουν γιά τά παλάτια του. 2. Στήν συνέχεια ὁ σκωπτικός θρῆνος μᾶς μεταφέρει στόν Ἅδη (στό lo av], «Σε ώλ»), ὅπου οἱ σκιές τῶν νεκρῶν τῶν προηγουμένων ἰσχυρῶν βασιλέων καί ἀρχόντων παριστάνονται νά ἐκπλήσσονται καί αὐτές γιά τό τέλος τοῦ μεγάλου καί πεφημισμένου δυνάστου τῆς Βαβυλῶνος, γιά τό πῶς συνέβηκε καί μέ αὐτόν νά κατεβεῖ στόν Ἅδη ἡ δόξα του (στίχ. 9-11). 3. Τό τρίτο μέρος τοῦ ποιήματος χρησιμοποιεῖ τήν γλώσσα ἑνός βαβυλωνιακοῦ μύθου, ἀφοῦ μάλιστα ἀπευθύνεται πρός βαβυλώνιο βασιλέα (στίχ. 12-15): «Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος, ὁ πρωΐ ἀνατέλλων;». Ὅπως ἔχει ἡ ἔκφραση στό Ἑβρ. κείμενο, παριστάνονται δύο κύρια ὀνόματα θεῶν, τό Ἄστρο τῆς Αὐγῆς (lleyhe, «χελέλ») καί ὁ Υἱός τῆς Αὐγῆς (rj v;, «σαχάρ»), μικρές θεότητες τοῦ βαβυλωνιακοῦ πανθέου, στό ὁποῖο κεφαλή εἶναι ὁ El. Ὁ θεός lleyhe («χελέλ») σκέφθηκε νά ὑψώσει τόν ἑαυτόν του ὑπεράνω τῶν ἄλλων θεῶν καί νά γίνει ἴσος μέ τόν Ὕψιστο. Τότε αὐτός ἔπεσε σάν ἕνας μετεωρίτης στά βάθη τοῦ ld j («χεδέλ»), τοῦ Ἅδου. Ἔτσι, σάν τό Ἄστρο τῆς Αὐγῆς τοῦ μύθου, ἔπεσε διά τήν ὑπερηφάνειά του καί ὁ βαβυλώνιος βασιλεύς τοῦ παρόντος ἄσματος. Γνωστόν ὅτι ἡ μυθική αὐτή ἀντίληψη τῶν Βαβυλωνίων ὑπενθυμίζει τήν ἰδική μας πίστη περί τῆς πτώσεως τοῦ πρώτου τάγματος τῶν ἀγγέλων. Δέν πρέπει δέ νά μᾶς παραξενεύει τό ὅτι ἡ ἀλήθεια αὐτή εὑρίσκεται καί σέ ξένο θρήσκευμα μέ μορφή μύθου, ἀντίθετα πρέπει νά μᾶς ἐντυπωσιάζει τό πράγμα ἑρμηνεύεται ἀπό τό ὅτι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι διηγήθηκαν τίς θρησκευτικές παραδόσεις τους στά τέκνα τους καί ἐκεῖνα διασκορπισθέντα τά μετέφεραν στούς διαφόρους λαούς, στούς ὁποίους ὅμως διατηρήθηκαν σέ μυθώδη μορφή, παραλλαγμένα καί ὄχι μέ καθαρότητα, ὅπως διασώζονται στήν Βίβλο. 4. Τό τέταρτο τμῆμα τοῦ ποιήματος (στίχ. 16-21) εἶναι ἐπίτηδες μακρύτερο ἀπό τά προηγούμενα τρία, γιά νά φανερώσει τό σημεῖο τῆς παραβολῆς. Κατά πρῶτον οἱ θρηνοῦντες ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ βασιλεύς, τόν ὁποῖον μέχρι τοῦδε χαιρετοῦσαν μέ τόν χαιρετισμό «Βασιλεῦ, ζῆθι διά παντός», τώρα εἶναι νεκρός (στίχ. 16.17.19)! Αὐτός εἶχε τήν πιό μεγάλη βασιλεία, τόν ἐφοβοῦντο ὅλοι, ἀλλά στόν θάνατό του ὑπέστη τήν πιό μεγάλη ἐντροπή, γιατί παρέμεινε ἄταφο τό σῶμα του, ἐνῶ οἱ ἡττηθέντες βασιλεῖς εἶχαν τήν τιμή νά κηδευθοῦν ἀπό τόν λαό τους (στίχ. 18). Γιά τά κυριαρχικά του σχέδια ὁ βασιλεύς Βαβυλῶνος ἔφερε καταστροφή στόν ἴδιο του τόν λαό (στίχ. 21). Ὁ χρόνος τοῦ ποιήματος εἶναι σέ παρελθόντα χρόνο, σάν ὁ συνθέτης νά θέλει νά πεῖ: Ἡ καταστροφή ἔχει συμβεῖ ἤδη, γιατί ὁ Θεός τό ἔχει ἀποφασίσει. 8
ΙΙ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Σέ συνέχειες) Θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (8,5-13) 8, 5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 10 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ 8, 5 Ὅταν δέ μπῆκε στήν Καπερναούμ ἦρθε σ αὐτόν ἕνας ἑκατόνταρχος παρακαλώντας τον 6 καί λέγοντας: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι παράλυτος, κατάκοιτος στό σπίτι καί βασανίζεται φρικτά». 7 Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά ἔρθω καί θά τόν θεραπεύσω». 8 Ἀλλά ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε: «Κύριε, δέν εἶμαι ἱκανός, γιά νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη μου. Ἀλλά μόνο πές ἕνα λόγο καί θά θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος μου. 9 Γιατί καί ἐγώ, πού εἶμαι ἄνθρωπος κάτω ἀπό τήν ἐξουσία ἄλλων, ἔχω στίς διαταγές μου στρατιῶτες καί λέγω σέ τοῦτον πήγαινε καί πηγαίνει καί στόν ἄλλον (λέγω) ἔλα καί ἔρχεται καί στόν δοῦλο μου (λέγω) κάνε αὐτό καί τό κάνει». 10 Ὅταν δέ ἄκουσε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε καί εἶπε σ αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν: «Ἀληθινά σᾶς λέγω, οὔτε στόν Ἰσραήλ δέν βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη. 11 Σᾶς βεβαιώνω δέ, ὅτι θά ἔρθουν πολλοί ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἀπό τήν Δύση καί θά καθήσουν στό τραπέζι μαζί μέ τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν 12 ἐνῶ τά παιδιά τῆς Βασιλείας θά ριχτοῦν ἔξω στό βαθύ σκοτάδι. Ἐκεῖ θά εἶναι τό 9
ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν». 13 Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς στόν ἑκατόνταρχο: «Πήγαινε καί ἄς σοῦ γίνει ὅπως πίστεψες». Καί θεραπεύτηκε ὁ δοῦλος του ἐκείνη τήν ὥρα. 1. Γιά ἕνα ἄλλο θαῦμα μᾶς λέγει ἡ περικοπή μας ἐδῶ, γιά τήν θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. Καί ὁ ἑκατόνταρχος αὐτός, ὅπως προηγουμένως ὁ λεπρός, δέν ἀνέβηκε καί αὐτός στό ὄρος, γιά νά παρακαλέσει τόν Χριστό γιά τόν δοῦλο του, γιά νά μήν τόν διακόψει ἀπό τήν διδασκαλία του. Ὁ ἐδῶ ἑκατόνταρχος εἶναι ὁ ἴδιος γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ καί ὁ Λουκᾶς, ἄν καί φαίνονται κάποιες διαφορές μεταξύ τῶν δύο διηγήσεων, ὄχι ὅμως ἐναντιώσεις. Τό ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς λέγει ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος ἔστειλε ἄλλους γιά νά παρακαλέσουν τόν Ἰησοῦ, αὐτό δέν εἶναι ἐνάντιο πρός τήν διήγηση τοῦ Ματθαίου, πού λέγει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἑκατόνταρχος προσῆλθε στόν Ἰησοῦ. Γιατί εἶναι φυσικό πρῶτα μέν ὁ ἑκατόνταρχος νά στείλει ἄλλους πρέσβεις νά παρακαλέσουν, ἔπειτα δέ, ὅταν ὁ κίνδυνος ἔγινε μεγαλύτερος, ἦλθε ὁ ἴδιος γιά νά παρακαλέσει τόν Χριστό (γιά τόν συμβιβασμό τῶν φαινομενικῶν διαφορῶν τῶν δύο εὐαγγελικῶν διηγήσεων, βλ. Ζιγαβηνό MPG 129,288). 2. Ὁ Χριστός «ἐθαύμασε» (στίχ. 10) τήν πίστη καί τήν ταπείνωση τοῦ ἑκατοντάρχου, γιατί καί ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι θά πάει σπίτι του γιά νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του, αὐτός τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν εἶναι ἄξιος γιά μιά τέτοια τιμή, ἀλλά τόν παρακάλεσε καί ἀπό μακρυά νά πεῖ ἕνα λόγο καί θά θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος του. Παρέστησε μάλιστα ὁ ἑκατόνταρχος τίς ἀρρώστιες καί τόν θάνατο σάν πειθαρχικούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπακούουν στό κέλευσμά Του, ὥστε φεύγουν ἀπό τόν ἕνα καί πηγαίνουν στόν ἄλλο, ὅταν Αὐτός τίς διατάσσει (στίχ. 7-10). Στά Εὐαγγέλια δυό φορές λέγεται γιά τόν Χριστό ὅτι «ἐθαύμασε». (α) Γιά τήν ἀπιστία τῶν πατριωτῶν Του, γιατί οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρέτ τόν ἀπέρριψαν (Μάρκ. 6,6) καί (β) στήν περικοπή μας ἐδῶ γιά τήν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι μπορεῖ νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του μέ ἕναν λόγο Του καί ἀπό μακρυά (στίχ. 8). Γιά τόν ἑκατόνταρχο εἶπε τελικά εἶπε τελικά ὁ Ἰησοῦς: «Οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (στίχ. 10). Αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἕνα ἄνοιγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά ἔθνη (βλ. στίχ. 11.12). Γι αὐτό καί λέγει στήν συνέχεια, ὅτι στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά «ἀνακληθοῦν πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν», δηλαδή, ἀπό κάθε τόπο τῆς οἰκουμένης, «μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ». Ἀλλά οἱ «υἱοί τῆς Βασιλείας», δηλαδή, οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν δέχονται τόν Ἰησοῦ ὡς Μεσσία, θά ἐκβληθοῦν «εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον» (στίχ. 11.12). Ἀπό τήν ἔκφραση αὐτή ὑποδηλώνεται ὅτι ὑπάρχει καί «ἐνδότερον σκότος», δηλαδή, ἐλαφρότερον, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος, «βαθμοί γάρ εἰσι καί ἐν τῇ κολάσει» (MPG 123,220). 3. Τέλος, ὁ Ἰησοῦς διαβεβαίωσε τόν ἑκατόνταρχο ὅτι θά ἐκπληρωθεῖ τό αἴτημά του κατά τήν πίστη του, καί «ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (στίχ. 13), δεῖγμα αὐτό ὅτι θά πραγματοποιηθεῖ καί ὁ ἄλλος λόγος τοῦ Ἰησοῦ περί τῆς ἀπορρίψεως τῶν Ἰουδαίων (στίχ. 12). Ἀμέσως θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος τοῦ ἑκατοντάρχου, γιατί ὁ Ἰησοῦς «οὐ μόνον ἐτέλει παράδοξα, ἀλλά καί ἐν βραχυτάτῃ καιροῦ ροπῇ τήν οἰκείαν δύναμιν ἐπεδείκνυτο» (Ζιγαβηνός, MPG 129,285). 4. Ὁ λόγος τοῦ ἑκατοντάρχου «οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς» (στίχ. 8), λέγεται σέ εὐχή πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, γιά νά δηλώσουμε τήν ἀναξιότητά μας γιά τήν Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου μας. 10