Παναγιώτη Ιω. Πανόπουλου Θεολόγου Τρίπολη 1991
1. Προλεγόμενα την εποχή μας, δυστυχώς, έχουμε φτάσει στο σημείο οι θεολόγοι και οι άνθρωποι της Εκκλησίας, είτε κληρικοί είναι αυτοί, είτε λαϊκοί, να βρισκόμαστε σε μια στάση απολογητική γι αυτό που πιστεύουμε, γι αυτό που επίσημα, τουλάχιστον, είναι το πιστεύω της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, γι αυτό που, κατά κοινή ομολογία και αυτών που δηλώνουν αντίθετοι, έχει προσφέρει τα μέγιστα στην πατρίδα μας. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας στάσης, είναι και η μικρή αυτή εργασία. Αρκετές φορές ακούγονται αιτιάσεις για το μυστήριο της Εξομολογήσεως. Τα παιδιά, ιδιαίτερα της τρίτης Λυκείου, αντιδρούν έντονα στο μυστήριο. Αμφισβητούν την χρησιμότητά του, τον τρόπο που γίνεται, τη συμμετοχή του ιερέα. Ίσως επηρεασμένα από τις αντιλήψεις πολλών γονιών που θεωρούν ότι ένα παιδί της ηλικίας αυτής δεν έχει αμαρτίες ή ότι το δικό τους παιδί δεν μπορεί να ανήκει σ αυτή την κατηγορία των «αμαρτωλών», ξεχνώντας πάνω απ όλα ότι το παιδί χρειάζεται έναν πνευματικό οδηγό στην κρίσιμη αυτή ηλικία και όχι κάποιον που περιμένει την αστοχία του για να το τιμωρήσει, όπως θέλουν να πιστεύουν για το ρόλο του πνευματικού. Η ίσως και από την επίσης λανθασμένη αντίληψη, που από τους γονείς περνά στα παιδιά, ότι το να τα πούμε σ ένα φίλο ή να εκμυστηρευτούμε τις ανησυχίες,τις αμαρτίες και τα προβλήματά μας μπροστά σε μια εικόνα, είναι το ίδιο πράγμα. Σ αυτό ακριβώς στοχεύουν οι σελίδες αυτές, σε μια πρώτη γνωριμία με το μυστήριο, σ ένα έναυσμα για αναζήτηση πνευματικού οδηγού. 2. Ορισμός Μετάνοια είναι το μυστήριο με το οποίο παρέχεται από το Θεό δια του πνευματικού πατρός, επισκόπου ή πρεσβυτέρου, η άφεση όλων των μετά το Βάπτισμα αμαρτιών σ' αυτόν που μετανοεί ειλικρινά για τις αμαρτίες του και που τις εξομολογείται μπροστά στον πνευματικό. Η μετάνοια ονομάζεται και εξομολόγηση, εξαγόρευση, ομολογία, λουτρό δακρύων, δεύτερο βάπτισμα. 1 3. Θεία σύσταση Ιδρυτής είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μετά την Ανάσταση, όταν έδωσε στους Μαθητές του την εξουσία της συγχωρήσεως των αμαρτιών λέγοντας: «λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» ( Ι- ω.20,21-23). Μπορούμε όμως να πούμε ότι το μυστήριο προεξαγγέλθηκε και πριν από το Πάθος με τα λόγια Του προς τον Πέτρο και τους άλλους Μαθητές. Προς τον Πέτρο: «και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ο εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.16,19). Προς τους Μαθητές. «αμήν λέγω υμίν, όσα αν δήσητε επί της γης, 1 Μητσόπουλος, σελ.320
iii έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ.18,17-18). 2 4. Αισθητά σημεία 4.1. Η εξομολόγηση με ειλικρινή μετάνοια, των αμαρτιών μπροστά στον πνευματικό. Η μετάνοια θα πρέπει να είναι ειλικρινής και πλήρης και να έγκειται στην πραγματική μεταμέλεια και συντριβή για τις αμαρτίες που έχουμε κάνει, στην αποστροφή από την αμαρτία, στην έντονη επιθυμία και συνεχή προσπάθεια μη επαναλήψεως των αμαρτιών που έχουν γίνει και στον διακαή πόθο και αγώνα για πλήρη συμμόρφωση στο θέλημα του Θεού. Ειλικρινής μετάνοια δηλαδή, σημαίνει πλήρη, κατά το δυνατόν, μεταστροφή του όλου ανθρώπου από την οδό της παρακοής στην οδό της επιστροφής στο Θεό. 3 Η μετάνοια είναι εσωτερική θλίψη και συντριβή της ψυχής για τα αμαρτήματα που έχουν γίνει, θλίψη και συντριβή που πηγάζουν από πίστη και αγάπη, και που συνδέονται με σταθερή απόφαση για βελτίωση και διόρθωση. Και λέμε «από πίστη και αγάπη» γιατί ο απλός φόβος μπροστά στις ποινές του Άδη, αν και είναι δυνατόν ζωογονούμενος από άλλους παράγοντες να γίνει αρχή της επιστροφής στο Θεό, καθ' εαυτόν όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν η κατάλληλη προς δικαίωση συνθήκη. Η δικαίωση κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία, δεν είναι εξωτερική άρση της ενοχής, αλλά συγχρόνως και αγιασμός ή μάλλον είναι άρση καθόσον είναι αγιασμός. Η μετάνοια είναι συνθήκη επαρκής για την άφεση των αμαρτιών, όταν είναι αρχή και αφετηρία ηθικού βίου, δηλ., όταν ζωογονημένη από τις ακτίνες της πίστης και της αγάπης εγκυμονεί μέσα της την σταθερή απόφαση για μεταβολή. Με μια τέτοια μετάνοια συνδέουν η Γραφή και οι Πατέρες την άφεση των αμαρτιών. 4 Η μετάνοια σημαίνει στην κυριολεξία «αλλαγή του νου». Προσεγγίζοντας το Θεό, πρέπει ν' αλλάξουμε το νου μας, απογυμνώνοντας τους εαυτούς μας απ' όλους τους συνηθισμένους τρόπους σκέψης. Πρέπει να μεταστραφούμε όχι μόνο ως προς τη θέλησή μας αλλά και ως προς τη διάνοιά μας. Χρειάζεται ν' αντιστρέψουμε την εσωτερική μας προοπτική, να στηρίξουμε την πυραμίδα στην κορυφή της 5!! Αν κατανοηθεί σωστά, η μετάνοια δεν είναι αρνητική αλλά θετική. Σημαίνει, όχι οίκτο για τον εαυτόν μας ή τύψεις συνειδήσεως, αλλά μεταστροφή, την επαναφορά του κέντρου όλης της ζωής μας στην Τριάδα. Σημαίνει να κοιτάζουμε, όχι με θλίψη προς τα πίσω, αλλά προς τα μπρος μ' ελπίδα. -όχι προς τα κάτω, στις ατέλειές μας, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού. Σημαίνει να δούμε όχι ό,τι δεν καταφέραμε να είμαστε αλλά ό,τι με τη θεία Χάρη μπορούμε να γίνουμε τώρα. και να δράσουμε γι' αυτό που βλέπουμε. Το να μετανοήσουμε σημαίνει ν' ανοίξουμε τα μάτια στο φως. Μ αυτή την έννοια η μετάνοια δεν είναι μόνο μια μοναδική πράξη, ένα αρχικό βήμα, αλλά μια συνεχιζόμενη κατάσταση, μια στάση της καρδιάς και της θέλησης που χρειάζεται ν' ανανεώνεται ασταμάτητα ως το τέλος της ζωής. Με τα λόγια του αγ. Ησαΐα της Σκήτης, «Ο Θεός μας ζητάει να συνεχίζουμε να μετανοούμε ως την τελευταία μας αναπνοή» 6 Χαρακτηριστική αυτού του συνεχούς αγώνα είναι η μαρτυρία για τις τελευταίες στιγμές του αββά Σισώη, ενός από τους αγιότερους και πιο αγαπητούς «γέροντες». Οι αδελφοί που 2 Μητσόπουλος, σελ.320-21 3 Μητσόπουλος, σελ.321 4 Ανδρούτσος, σελ.380-381 5 Ware, σελ.19 6 Ware, σελ.130-131
iv στέκονταν γύρω από το κρεβάτι του είδαν τα χείλη του να κινούνται. «Σε ποιόν μιλάς, πάτερ;» ρώτησαν. «Κοιτάξτε, απάντησε, οι άγγελοι έχουν έρθει να με πάρουν κι' εγώ τους ζητώ περισσότερο καιρό -περισσότερο καιρό για να μετανοήσω». Οι μαθητές του είπαν: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις». Αλλά ο γέροντας απάντησε: «Στ' αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος αν άρχισα καλά-καλά να μετανοώ» 7 «Αυτή η ζωή σού έχει δοθεί για μετάνοια» λέει ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος, «μην τη σπαταλάς σε άλλα πράγματα». 8 Η μετάνοια είναι μια έννοια που δεσπόζει στο Τριώδιο και μετατρέπει την χρονική περίοδο του Τριωδίου σε εποχή μετάνοιας. Αν η αμαρτία και η ενοχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά άρνηση του θελήματος του Θεού, απώλεια της ζωοποιού ενέργειας του αγ. Πνεύματος μέσα μας, κατασπίλωση «του χιτώνος, όνπερ ειλήφαμεν θείου βαπτίσματος ενδύσει», επαναφορά, στην ψυχή, της αμαρτίας, «αποδημία» μακράν του Θεού, απώλεια της του «νου ωραιότητος», αντίθετα η μετάνοια σημαίνει την εκούσια άρνηση του κακού, την νέκρωση του παλαιού ανθρώπου, την εξάλειψη του κακού φρονήματος και την απελευθέρωση της ψυχής από την ενοχή. Με την ειλικρινή μετάνοια ο άνθρωπος οδηγείται στην «εξομολόγηση των αμαρτιών» του, «καθαρίζεται από πάσης αδικίας», βδελύττεται την πρότερον επιθυμητήν αμαρτίαν, «παθών εκπλύνει αμαυρότητα», «αποπλύνεται εκ του ρύπου των ηδονών», «υπέρ χιόνα λευκαίνεται», θεραπεύεται «ψυχή τε και σώματι», λαμβάνει δραστικά φάρμακα προς κάθαρσιν και θεραπείαν των ψυχικών «μωλώπων», «τραυμάτων», «ελκών» και «δηγμάτων», λυτρώνεται από την πνευματική δουλεία και αιχμαλωσία, καθαρίζει την ακανθοφορήσασαν και χερσωθείσαν ψυχήν του, λαμβάνει συγγνώμη και άφεση αμαρτιών του. Έτσι η μετάνοια παρουσιάζεται «ως ψυχικών κηλίδων καθάρσιον», ή όπως ο Ωριγένης είπε, ως εμετικόν, με το οποίο αποβάλλουμε την εσωτερική αιτία του κακού. Η μετάνοια ζωογονεί την προσευχή, αναπλάσσει την συντριβείσα εικόνα, αναπτερεί προς την αγάπη και ωραιότητα του Θεού, προσφέρει στον άνθρωπο το «πρωτόκτιστον κάλλος», την «φωτεινήν στολήν της αναγεννήσεως», της αφθαρσίας και της δόξης της θείας ωραιότητος. Έτσι με τη μετάνοια, που αναζωογονείται διαρκώς με το πλούσιο εσχατολογικό στοιχείο του Τριωδίου, η ψυχή αισθάνεται ότι βαπτίζεται στο πέλαγος της αιώνιας αγάπης, κοσμείται με τις εσθήτες της Θ. Χάριτος και υιοθεσίας, ακούει τους πασχαλινούς κώδωνες της νέας ζωής και εσωτερικής αναγεννήσεως και αναστάσεως «εκ του τάφου των κρυφίων παθών» και κατευθύνεται προς τον «λιμένα της ζωής». Γι' αυτό ακριβώς «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15,7). 9 Στην παραβολή του Ασώτου, η μετάνοια παρουσιάζεται σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος υιός πήγε σε μια μακρινή χώρα και εκεί σπατάλησε ό,τι είχε και δεν είχε. Μια μακρινή χώρα!! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να αποδεχθούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγισή μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, που ποτέ δεν αισθάνθηκε εξόριστος από το Θεό και την αληθινή ζωή, ποτέ δεν θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Και αυτός που νοιώθει «σαν στο σπίτι του» σ' αυτό τον κόσμο και τη ζωή του κόσμου τούτου, που έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δεν θα καταλάβει τι είναι μετάνοια. Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια ψυχρή και «αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ενοχής» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση των αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. 7 Ware, σελ.123 8 Ware, σελ.131 9 Θεοδώρου, σελ.128-131
v Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Αλήθεια είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία ημέρες, ή ότι παρέλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή, και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξής μου. Παρόλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά το χαμένο σπίτι. Η Εκκλησία είναι παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι καλό είχα και το έχω χάσει. Και καθώς μου τα υπενθυμίζει με το Κοντάκιο της ημέρας αυτής, αναλογίζομαι ότι: «της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως εν κακοίς εσκόρπισα, ον μοι παρέδωκας πλούτον. όθεν σοι τη του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ημαρτον ενώπιόν σου Πάτερ οικτίρμον. δέξαι με μετανοούντα και ποίησόν με, ως ένα των μισθίων σου». Και καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου την επιθυμία της επιστροφής και τη δύναμη να την πραγματοποιήσω: «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ. πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενωπιόν σου. ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου.ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου». 10 Αποκορύφωμα της όλης πορείας της μετάνοιας, είναι η εξομολόγηση των αμαρτιών στον ιερέα. Η εξομολόγηση θεωρείται και αυτή αναγκαία. 11.Η εξαγόρευση αυτή των αμαρτιών μπροστά στον πνευματικό πρέπει να γίνει με θλίψη και οδύνη 12. Η εξομολόγηση συνδέθηκε ήδη κατά τον Α' αι. με τη Θ. Ευχαριστία: «Κατά Κυριακήν δε Κυρίου συναχθέντες κλάσατε άρτον και ευχαριστήσατε, προεξομολογησάμενοι τα παραπτώματα υμών, όπως καθαρά η θυσία υμών η» (Διδαχή, XIV). Η εξομολόγηση ήταν δημόσια, όσοι δε έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα αποκόπτονταν οριστικά από την Εκκλησία. Οι υποπίπτοντες σε βαρέα αμαρτήματα και η αντιμετώπισή τους από την Εκκλησία, έγιναν αιτία διαφόρων εκκλησιαστικών ερίδων (σχίσμα Ιππολύτου, Νοβατιανόν, Φηλικισσίμου, Μελιτιανόν, Κολλουθιανόν, Δονατιστών). Η Εκκλησία μένοντας αμετακίνητη στην αποστολική παράδοση, αγωνίστηκε μεν να διαφυλάξει αλώβητη την πίστη, αλλά προσάρμοζε συνήθως την πνευματική της δράση στα αγωνιώδη αιτήματα κάθε εποχής. Έτσι οι υποπίπτοντες σε βαρέα αμαρτήματα όχι μόνο δεν υποβάλλονταν σε ισόβια μετάνοια, αλλά και την πρόσκαιρη μετάνοια ασκούσαν χειραγωγούμενοι από την Εκκλησία. Κατ' αντιστοιχία με τις τάξεις των κατηχουμένων (ακροώμενοι και φωτιζόμενοι), διαμορφώθηκαν μέχρι τον 4ο αι. και οι τάξεις των μετανοούντων (προσκλαίοντες, ακροώμενοι, υποπίπτοντες ή γόνυ κλίνοντες και συνεστώτες). Οι προσκλαίοντες στέκονταν μπροστά στην πύλη του ναού, οι ακροώμενοι στο νάρθηκα, οι υποπίπτοντες εν γονυκλισία μέσα στο ναό κατά το διδακτικό μέρος της θ. 10 Schmemann,σελ.24-25 11 Μητσόπουλος.σελ.321 12 Ανδρούτσος,σελ.381
vi Λειτουργίας και οι συνεστώτες μέσα στο ναό μέχρι το τέλος της θ. Λειτουργίας, χωρίς να λαμβάνουν την Θ. Ευχαριστία 13. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς συμβουλεύει τον πλούσιο να προσλάβει κάποιον, που να έχει θείο πνεύμα και γνώση, ως ψυχικό βοηθό και οδηγό (Τις ο σωζόμενος πλούσιος, κεφ.41), αλλά δεν έχουμε ακόμη την μυστική εξομολόγηση ως εκκλησιαστικό θεσμό. Οι πρώτες αρχές του απαντούν στον Ωριγένη. Κάνει λόγο για μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων (ελαφρών και βαρέων). Κατ' αυτόν ο εξομολόγος θα κρίνει αν το κρύφιον αμάρτημα πρέπει να υποβληθεί σε δημόσια εξομολόγηση. Από αυτά φαίνεται ότι η μυστική εξομολόγηση ήταν μεν εκκλησιαστικός θεσμός, αλλά δεν θεωρείτο ακόμη αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα, για τα βαρέα από αυτά απαιτείτο και η δημόσια εξομολόγηση (Κάτι τέτοιο βρίσκουμε και στον Τερτυλλιανό ο οποίος στο έργο του De paenitentia μιλώντας για τη μετάνοια, ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία μπορεί να επιτρέψει και δεύτερη μετά το βάπτισμα μετάνοια, για βαρειά αμαρτήματα, αλλά όμως οφείλει να προηγηθεί δημόσια ε- ξομολόγηση 14 Η μυστική εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων επικράτησε στην Ανατολή και τη Δύση από τον 4ο αι. Τα αίτια ήταν δύο: Πρώτον, η δημόσια εξομολόγηση γινόταν μερικές φορές αδύνατη, γιατί προκαλούσε την παρέμβαση της χριστιανικής πολιτείας κατά των εγκληματιών και επέφερε εφαρμογή των πολιτικών νόμων, οι οποίοι επέβαλλαν αυστηρές τιμωρίες, ενώ η Εκκλησία απέβλεπε στην διόρθωση των αμαρτωλών. Ο Μέγας Βασίλειος απαγόρευσε να γίνονται γνωστές οι μοιχευόμενες γυναίκες, για να μην τιμωρηθούν με θάνατο (κανών 34), ο δε Αυγουστίνος για τον ίδιο λόγο απέφευγε να κάνει γνωστό φονιά, τον οποίο γνώριζε (Sermo 82,8,11). Δεύτερον η μυστική εξομολόγηση γενικά διευκόλυνε την εξομολόγηση. Ο Χρυσόστομος επιτιμά τους ακροατές του, γιατί ντρέπονται να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, α- φού δεν τους αναγκάζει να το κάνουν δημόσια και τους προτρέπει να εξομολογούνται σ αυτόν μυστικά. Από τα λόγια αυτά του Χρυσοστόμου και σε συνδυασμό με τον Ωριγένη φαίνεται ότι η μυστική εξομολόγηση εθεωρείτο πλέον αυτάρκης για όλα τα κρύφια αμαρτήματα. Σε μερικά μέρη ορίσθη πρεσβύτερος της μετανοίας, στον οποίο οι χριστιανοί εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ο θεσμός αυτός σχετίζεται με τη μυστική εξομολόγηση, εισήχθη τον 5ο αι. και, όπως φαίνεται, σκοπό είχε να κάνει υποχρεωτική την εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων. Αργότερα καταργήθηκε ο πρεσβύτερος της μετανοίας. Με την κατάργηση του πρεσβυτέρου της μετανοίας, η εξομολόγηση των κρυφίων αμαρτημάτων αφέθη πάλι στην ελεύθερη θέληση των αμαρτανόντων. Οι χριστιανοί που αισθάνονταν την ανάγκη της εξομολογήσεως, μπορούσαν μόνοι τους να βρουν κατάλληλα πρόσωπα, για να εξομολογηθούν. Η ελευθερία αυτή δεν διατηρήθηκε. Σ' αυτό συνετέλεσαν τα επόμενα γεγονότα. Πρώτον, ο Μέγας Βασίλειος μεταρρύθμισε την μυστική εξομολόγηση, γιατί κατέστησε αυτή τακτική και υποχρεωτική και την επεξέτεινε και στα μικρότερα αμαρτήματα, τα α- μαρτήματα ακόμη των λογισμών. Η Εκκλησία προέτρεπε τους Χριστιανούς να εξομολογούνται και τα μικρότερα αμαρτήματά τους, οι δε χριστιανοί ανταποκρίθηκαν σ' αυτές τις προτροπές. Η επιβληθείσα από τον Μ. Βασίλειο στους μοναχούς τακτική μυστική εξομολόγηση, πρώτον συνετέλεσε ώστε μεταξύ τους να αναδειχθούν έμπειροι εξομολογητές (πνευματικοί). Στην Ανατολή και οι χριστιανοί κατέφευγαν πολλές φορές σε τέτοιους έμπειρους εξομολόγους μοναχούς. Δεύτερον, η Εκκλησία επανίδρυσε το αξίωμα του πρεσβυτέρου της μετανοίας. Αυτό έ- γινε το 12ο αι. Οι μυστικά εξομολογούμενοι κατ αρχάς τελούσαν την μετάνοια (ποινές) 13 Φειδάς,σελ.173-189 & Στεφανίδης,σελ.101 εξ. 14 Παπαδόπουλος, σελ.364
vii δημόσια, ώστε οι χριστιανοί έβλεπαν κάποιον να τιμωρείται, αλλά αγνοούσαν το αμάρτημά του. Αλλά η επικράτηση της μυστικής εξομολόγησης βαθμηδόν είχε ως αποτέλεσμα και η μετάνοια να τελείται μυστικά. Η δημόσια εξομολόγηση και μετάνοια παρέμεινε για τα φανερά αμαρτήματα. Μέχρι πότε διατηρήθηκε δεν είναι γνωστό. 15 4.2. Η επίθεση των χειρών του πνευματικού στον εξομολογούμενο. Ακολουθεί την εξαγόρευση των αμαρτιών και είναι το δεύτερο βήμα για την ολοκλήρωση του μυστηρίου. 4.3. Η συγχωρητική ευχή. Ύστερα από την εξαγόρευση των αμαρτιών και ταυτόχρονα με την επίθεση των χειρών ααναγινώσκεται από τον ιερέα η συγχωρητική ευχή με την οποία παρακαλούμε το Άγιο Πνεύμα να μας απαλλάξει από τις μέχρι τώρα αστοχίες μας. Με το τρίτο αυτό βήμα ολοκληρώνεται το Μυστήριο της Εξομολογήσεως. 5. Μεταδιδόμενη Θεία Χάρις Με το μυστήριο της Μετανοίας παρέχεται η άφεση όλων των μετά το Βάπτισμα αμαρτιών και επανέρχεται ο μετανοήσας αμαρτωλός στην κατάσταση της εν Χριστώ ζωής. 16 6. Ο ρόλος του πνευματικού Ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Είναι αναγκαίο πράγμα να εξομολογείται κανείς τα α- μαρτήματά του σ' αυτούς που έχουν επωμισθεί τη διαχείριση των μυστηρίων του Θεού (δηλ. τους ιερείς). Γιατί το ίδιο έκαναν από την αρχή όσοι μετανοούσαν. Έτσι, είναι γραμμένο στο Ευαγγέλιο, ότι εξαγόρευαν στο Βαπτιστή Ιωάννη τις αμαρτίες τους, στις δε Πράξεις αναφέρεται ότι έκαναν το ίδιο στους Αποστόλους, που ύστερα τους βάπτιζαν». Ο αγ. Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος, σημειώνει ρητά ότι η άφεση δινόταν από τους ιερείς (3ος αι.). Από αυτές τις μαρτυρίες βγαίνει το συμπέρασμα ότι το μυστήριο της Μετανοίας ήταν θεσπισμένο ανέκαθεν, και ότι η μετάνοια κάθε χριστιανού δεν έμενε σαν ένα γεγονός αποξενωμένο από το ρόλο που παίζει σ' αυτή ο ιερεύς. Ο ι. Χρυσόστομος γράφει κάπου: «Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα όλα τα κάνουν, ο δε ιερεύς δανείζει τη γλώσσα του και προσφέρει το χέρι του». Είναι μια α- ναγκαία προσφορά, μια απαραίτητη μεσολάβηση, που η πράξη της Εκκλησίας δεν επιτρέπει να την παραμερίσει ο νους μας, αν είναι καλοπροαίρετος. Και σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος λέει: «οι ιερείς κατοικούν πάνω στη γη και πάνω σ' αυτήν περνούν τις ημέρες τους. Κι' όμως τους ανατέθηκε από τον Κύριο να κανονίζουν τα ουράνια και πήραν εξουσία, που ούτε σε αγγέλους, ούτε σε αρχαγγέλους παραχωρήθηκε. Διότι σ' εκείνους δεν έχει ειπωθεί: όσα δέσετε πάνω στη γη, θα είναι δεμένα στον ουρανό... Έχουν βέβαια και οι ισχυροί της γης την εξουσία να δένουν, αλλά για τα σώματα μονάχα. Ενώ αυτός ο δεσμός αγγίζει την ψυχή και διαβαίνει στους ουρανούς. Κι' όσα κάνουν κάτω οι ιερείς, αυτά ο Θεός τα επικυρώνει και την απόφαση του δούλου ο αφέντης βεβαιώνει.. Οι ιερείς δε, όχι λέπρα του σώματος, αλλά ακαθαρσία 15 Στεφανίδης,σελ.304-307 16 Μητσόπουλος, σελ. 321-22
viii της ψυχής πήραν την εξουσία όχι απλώς αν γιατρεύθηκε να την πιστοποιούν, αλλά να την θεραπεύουν οι ίδιοι ολότελα». Ο ιερεύς είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο Σωτήρα Χριστό και στις ψυχές. Μοιάζει με έμψυχο βαρούλκο, που χρησιμοποιεί η Θ. Χάρις για να τραβά από το βυθό της απωλείας τις ψυχές στον ουρανό. Η ανωστική δύναμη όμως, αυτού του μηχανήματος δεν έγκειται μονάχα στη Χάρη του Θεού, αλλά και στο γεγονός ότι ο ιερεύς ενεργεί εξ' ονόματος όλης της Εκκλησίας, είναι μαζί του και το πλήρωμά της. Σκοπός του πνευματικού, διασαφεί ο 102ος κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου, είναι «το πλανώμενο πρόβατο να επαναφέρει, και λαβωμένο καθώς είναι από τον νοητό όφι, να το γιατρέψει ολότελα, μήτε, σπρώχνοντάς το στον κρημνό της απόγνωσης, μήτε χαλαρώνοντάς του τα χαλινάρια προς την έκλητη ζωή». 17 Ο Εξομολόγος αποβαίνει ο πνευματικός σύμβουλος του πιστού και οδηγητής του στον πνευματικό αγώνα της θεραπείας από τα πλήθη των παθών του. Γι' αυτό κρίθηκε σκόπιμο να αναλαμβάνουν το έργο αυτό εκείνοι από τους κληρικούς που έχουν αυξημένη χάρη και φωτισμό, αλλά και ποιμαντική ικανότητα. Γι' αυτό επικράτησε να εφοδιάζεται ο Εξομολόγος με ειδικό «Γράμμα» (Έγγραφο) του Επισκόπου του, για να υπογραμμίζεται η ιδιαιτερότητα και το ύψος της διακονίας του στο εκκλησιαστικό σώμα. Ειδική εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (18 87) τονίζει, ότι το αξίωμα της πνευματικής πατρότητας χορηγείται μόνο «τοις αμέμπτως εν πάσι βιώσασι και αξίους εαυτούς εν τη Ιερωσύνη αναδειξαμένοις και δυναμένοις σώζειν και επιστρέφει ψυχάς από πλάνης οδού αυτών». Ο πνευματικός πατέρας ασκεί «εξουσία» που μόνο ο Χριστός άσκησε πάνω στη γη (Μαρκ.2,7). Χαρακτηριστικά ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: «Ο παράδεισος και η κόλασις, η ζωή και ο θάνατος, η σωτηρία και η απώλεια των ψυχών εις χείρας του στέκεται». Αυτό δε, διότι, όπως διδάσκει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, «σκοπός των ιατρών είναι να διαφυλάξουν την υγεία ή την ευεξία του σώματος, όπου υπάρχει, ή όπου εχάθη να την επαναφέρουν.. Εις τον Πνευματικόν όμως (σκοπός είναι) να δώσει πτερά στην ψυχή, για να φτάσει στον Πατέρα, να την αρπάξει από τον κόσμο και να την παραδώσει στο Θεό». 18 7. Εξομολόγηση και Θ. Κοινωνία Σε πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες αναπτύχθηκε και έγινε γενικά αποδεκτό, το δόγμα που επιβεβαιώνει ότι η Θ. Κοινωνία για τους λαϊκούς είναι αδύνατη χωρίς το μυστήριο της Εξομολογήσεως και της άφεσης. Ακόμα και αν κάποιος επιθυμεί να κοινωνεί συχνά πρέπει κάθε φορά να εξομολογείται ή τουλάχιστον να παίρνει άφεση αμαρτιών. Ήρθε ο καιρός να τονιστεί ανοικτά ότι, όποιες κι αν είναι οι αιτίες που καθιέρωσαν την εφαρμογή αυτού του δόγματος, όχι μόνο δε θεμελιώνεται στην Παράδοση αλλά, στην πραγματικότητα, οδηγεί σε τρομακτικές διαστρεβλώσεις του ορθόδοξου δόγματος της Εκκλησίας για τη Θ. Κοινωνία και για το ίδιο το μυστήριο της Εξομολόγησης. Για να πειστούμε πρέπει να θυμηθούμε ότι το μυστήριο της εξομολόγησης είναι το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία και της επιστροφής σ' αυτή και στη ζωή της όσων έχουν αφοριστεί, δηλαδή όσων έχουν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας. Στην αρχή το υψηλό ηθικό επίπεδο ζωής που απαιτούσαν τα μέλη της Εκκλησίας και η πολύ αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μόνο μια τέτοια συμφιλίωση και 17 Μουστάκης, σελ11-30 18 Μεταλληνός, σελ.76-78
ix άγια κλήση (του Βαπτίσματος). Αν κανείς πειράζεται από τον πονηρό και την αμαρτία δεν μπορεί παρά μια φορά να μετανοήσει, διαβάζουμε στον «Ποιμένα του Ερμά» - «γιατί αν αμάρτανε και μετανοούσε συχνά τότε σ' αυτόν τον άνθρωπο η μετάνοια δεν θα έ- φερνε κανένα όφελος»(28). Αργότερα μετά το μαζικό εκχριστιανισμό της Αυτοκρατορίας που ακολούθησε τη μεταστροφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, η πειθαρχία της Μετανοίας ήταν κάπως πιο χαλαρή αλλά όμως η αντίληψη του ίδιου του Μυστηρίου δεν άλλαξε καθόλου. Εξακολούθησε να είναι μόνο για κείνους που αφορίζονταν από την Εκκλησία για πράξεις και αμαρτίες σαφώς καθορισμένες από τους Κανόνες της εκκλησιαστικής παράδοσης(29). Έτσι αυτή η αντίληψη για την Εξομολόγηση που παραμένει στην Εκκλησία ακόμα και σήμερα φαίνεται καθαρά στις ευχές της αφέσεως: «σύναψον αυτόν (αυτήν) τη Αγία Σου Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Αυτή είναι η ευχή της αφέσεως που χρησιμοποιείται παγκόσμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όσο για την άγνωστη σε πολλές ορθόδοξες Εκκλησίες - «...εγώ, ένας ανάξιος ιερεύς, δια της δυνάμεως της δοθείσης εμοί, σε συγχωρώ και σε απαλλάσσω...» - είναι δυτικής προελεύσεως και εισχώρησε στα λειτουργικά μας βιβλία την εποχή της διακριτικής «λατινοποίησης» της ορθόδοξης θεολογίας). Αυτά δεν σημαίνουν ότι τους μη αφορεσμένους, τους πιστούς, η Εκκλησία τους θεωρούσε αναμάρτητους, αφού εκτός από το Θεό, κανείς δεν είναι αναμάρτητος, και «ουδείς ζήσεται και ουχ αμαρτήσει». Επίσης διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι ενώ μερικές αμαρτίες πραγματικά αφορίζουν το χριστιανό, μερικές άλλες όμως δεν τον οδηγούν σ' αυτό το χωρισμό από το σώμα των πιστών και από τη συμμετοχή του στα μυστήρια. Γι' αυτό οι βαπτισμένοι, αν δεν πέφτουν σε θανάσιμα αμαρτήματα ώστε να τους χωρίσουν από το Χριστό και να επιφέρουν το θάνατο, δεν υπάρχει εμπόδιο γι αυτούς να κοινωνούν και να μετέχουν του αγιασμού και ένεκα πραγματικότητος και ένεκα ονόματος, διότι εξακολουθούν να είναι ζωντανά μέλη, ενωμένα με την Κεφαλή... (30). Αυτό δεν σημαίνει ότι γι' αυτές τις αμαρτίες - τη γενική αμαρτωλότητα, την αδυναμία και την αναξιότητα ολόκληρης της ζωής μας - δεν χρειάζεται μετάνοια και συγχώρεση. Η όλη προετοιμασία για τη θ. Κοινωνία, είναι πραγματικά μια τέτοια μετάνοια και μια κραυγή για συγχώρεση. Εκείνο που δεν είναι απαραίτητο είναι η εξομολόγηση σαν μυστήριο και η άφεση. Η άφεση απαιτείται μόνο για κείνους που έχουν αποχωριστεί από την Εκκλησία. Τις «μη θανάσιμες» αμαρτίες μας και τη γενική αμαρτωλότητα την εξομολογούνται τα μέλη της Εκκλησίας κάθε φορά που συναθροίζονται για το μυστήριο της Παρουσίας του Χριστού και ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας πραγματικά επιτελεί αυτή τη διαρκή μετάνοια. Στη διάρκεια της θ. Λειτουργίας ομολογούμε τις αμαρτίες μας και ζητούμε συγχώρεση με την ευχή του τρισαγίου: «...συγχώρησον ημίν παν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον. αγίασον ημών τας ψυχάς και τα σώματα και δος ημίν εν οσιότητι λατρεύειν σοι πάσας τας ημέρας της ζωής ημών..». Και καθώς προσερχόμαστε στο Άγιο Ποτήριο άφεση ζητάμε λέγοντας: «...συγχώρησόν μοι τα παραπτώματά μου, τα εκούσια, τα ακούσια, τα εν λόγω και τα εν έργω, τα εν γνώσει και αγνοία» και πιστεύουμε ότι ανάλογα με το βαθμό της μετανοίας μας συγχωρούμαστε με τη συμμετοχή στο μυστήριο της άφεσης και της θεραπείας. Θα πρέπει λοιπόν, να ξεκαθαριστεί ότι το δόγμα αυτό είναι ένας ακρωτηριασμός της ορθόδοξης παράδοσης. Ακρωτηριάζει το δόγμα της Εκκλησίας γιατί χωρίζει τα μέλη της σε δύο κατηγορίες. Για τους λαϊκούς η αναγέννηση δια του Βαπτίσματος, ο αγιασμός δια του Χρίσματος, δεν θεωρούνται ικανά να κάνουν τον λαϊκό πλήρες μέλος της Εκκλησίας, δηλαδή μέτοχο στο μυστήριο εκείνο που η Εκκλησία καταξιώνει τον εαυτό της σαν Σώμα Χριστού και Ναό του αγ. Πνεύματος. Ακρωτηριάζει το δόγμα της θ. Ευχαριστίας γιατί θεωρώντας ως προϋπόθεση για τη Θ. Κοινωνία άλλα πράγματα εκτός από την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας συντελεί κατ' ουσίαν στο να μη βιώνουμε τη Θ. Ευχαριστία σαν μυστήριο της Εκκλησίας. Τέλος ακρωτηριάζει την ίδια την Εξομολόγηση σαν μυστήριο
x γιατί με το να γίνει ένας τύπος και στην πραγματικότητα μια απλή προϋπόθεση για τη θ. Κοινωνία, η εξομολόγηση αντικαθιστά την πραγματική προετοιμασία για τη Θ. Κοινωνία που είναι η αληθινή εσωτερική μετάνοια. Έτσι η έμφαση, το κέντρο βάρους του μυστηρίου της Εξομολόγησης, μετατοπίζεται από τη μετάνοια στην άφεση και κατανοείται μέσα στα πλαίσια μιας σχεδόν μαγικής δύναμης. Και είναι αυτός ακριβώς ο τύπος της μισο-μαγικής, μισο-νόμιμης «άφεσης», και όχι η συμφιλίωση με την Εκκλησία, από την οποία μας απέκοψαν οι αμαρτίες, που ζητάμε σήμερα από την Εξομολόγηση. και απαιτούμε την άφεση όχι γιατί μας ενοχλεί η αμαρτωλότητά μας (τη βρίσκουμε, συνήθως, φυσική και αναπόφευκτη) αλλά γιατί μας δίνει το δικαίωμα να προσεγγίσουμε τα Αγια Μυστήρια με καθαρή συνείδηση. Το μυστήριο της Εξομολόγησης -τόσο σημαντικό, τόσο φοβερό για την πρώτη Εκκλησία - με το να γίνει σήμερα καθαρά μια προϋπόθεση της θ. Κοινωνίας έχει στην πραγματικότητα χάσει την αληθινή λειτουργικότητά του και τη θέση του στην Εκκλησία. Τρεις παράγοντες ευθύνονται για το δόγμα αυτό: α) είναι η κατ' όνομα, η μειωμένη και χλιαρή προσέγγιση στις απαιτήσεις της Εκκλησίας, αυτή η άρνηση των μυστηρίων που καταδίκασαν οι Πατέρες και που οδήγησε στη μη συχνή συμμετοχή στη Θ. Κοινωνία, ώσπου φτάσαμε να την καταλαβαίνουμε σαν μια «άπαξ του έτους υποχρέωση». Έτσι είναι φανερό ότι ένας χριστιανός που προσέρχεται στα Μυστήρια αραιά και που και ο οποίος τον υπόλοιπο καιρό είναι αρκετά ικανοποιημένος με τον de facto «αφορισμό» του, πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία και δεν μπορεί να γίνει δεκτός στη Θ. Κοινωνία παρά μόνο ύστερα από το μυστήριο της μετανοίας. β) ο άλλος παράγοντας είναι η επίδραση μέσα στην Εκκλησία της μοναστικής εξομολόγησης και γ) η επιρροή των δυτικών σχολαστικών και η δικανική αντίληψη της Μετάνοιας. Εκείνο που χρειάζεται σήμερα είναι να ξαναβρούμε το πραγματικό νόημα στα μυστήρια της θ. Ευχαριστίας και Εξομολόγησης και να τα δούμε σαν τις πιο ουσιαστικές πράξεις με τις οποίες η Εκκλησία γίνεται αυτό που πραγματικά είναι: το Σώμα του Χριστού, ο Ναός του αγ. Πνεύματος, η δωρεά της νέας ζωής, η αποκάλυψη της Βασιλείας του Θεού, η γνώση του Θεού, η κοινωνία μ' Αυτόν. Ακόμη να ξαναανακαλύψουμε τη Θ. Κοινωνία σαν την ουσιαστική τροφή που μας ενώνει με το Χριστό, μας κάνει μέτοχους στη Ζωή, στο Θάνατο και την Ανάστασή του. σαν το μοναδικό μέσο για την τελείωσή μας σαν μέλη της Εκκλησίας και για την πνευματική μας ζωή και ανάπτυξη. Τέλος είναι ανάγκη να ξαναβρούμε το αληθινό νόημα της Προετοιμασίας για τη Θ. Κοινωνία σαν το πολύ κεντρικό σημείο της πνευματικής μας ζωής, σαν την πνευματική προσπάθεια που πάντοτε μας αποκαλύπτει την αναξιότητά μας και μας βοηθάει έτσι να επιθυμούμε το Μυστήριο της θεραπείας και της συγγνώμης Αν ανακαλύψουμε όλα αυτά, θα βρούμε ακόμα ότι πραγματικά ολόκληρη η ζωή της Εκκλησίας ήταν πάντοτε αυτή η προετοιμασία, ότι όλοι οι κανόνες της υπάρχουν για να μας βοηθούν να κάνουμε τη ζωή μας μια διαρκή προετοιμασία όχι μόνο για τη Θ. Κοινωνία αλλά ταυτόχρονα για κείνο που η ίδια η Θ. Κοινωνία μας προετοιμάζει: τη μακαριότητα και την πληρότητα της ημέρας «ής ουκ έσται τέλος», της αιώνιας Βασιλείας του Θεού. Θα αναζητούμε έτσι στο μυστήριο όχι την τυπική «άφεση» ή μια κατάλληλη «προϋπόθεση» για θ. Κοινωνία, αλλά μια βαθειά πνευματική αναγέννηση, την αληθινή συμφιλίωση με το Θεό και την επιστροφή στην Εκκλησία Του από την οποία τόσο συχνά ξεκόβουμε, απομακρυνόμαστε χάρη στην ανέλπιδη εκκοσμίκευση της ύπαρξής μας. 19 6-3-1991 19 Schmemann, σελ.146-155
xi 8. Συντμήσεις - Βιβλιογραφία: 1. Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή, πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 4 1989 2. Ware Καλλίστου, Ο Ορθόδοξος δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 5 1987 3. Ανδρούτσου Χρήστου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 2 1956, εκδ. Αστήρ 4. Θεοδώρου Ευαγγέλου, Η μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου, Αθήνα 1983 5. Μεταλληνού Γεωργίου, Ενορία: Ο Χριστός εν τω μέσω ημών, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1 1990 6. Μητσοπούλου Νικολάου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Αθήνα 1984 7. Μουστάκη Βασιλείου, Το μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, εκδ. Αποστολικής Διακονίας. 8. Παπαδοπούλου Στυλιανού, Πατρολογία Α', Αθήνα 2 1982 9. Στεφανίδου Βασιλείου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστήρ, 5 1990 10.Φειδά Βλασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία Ια, Αθήνα 1978 9. Περιεχόμενα 1. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ...II 2. ΟΡΙΣΜΟΣ...II 3. ΘΕΙΑ ΣΥΣΤΑΣΗ...II 4. ΑΙΣΘΗΤΑ ΣΗΜΕΙΑ... III 4.1. Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ...III 4.2. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΣΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟ....VII 4.3. Η ΣΥΓΧΩΡΗΤΙΚΗ ΕΥΧΗ....VII 5. ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ...VII 6. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ...VII 7. ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Θ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ... VIII 8. ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:... XI 9. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... XI