ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΤ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΤ ΤΛΛΟΓΟΤ ΑΘΗΝΩΝ κ. ΒΑΙΛΗ Ε. ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ ΣΟ INTERNATIONAL LAW CONFERENCE 2015 ΣΟΤ ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΤ ΕΠΙΜΕΛΗΣΗΡΙΟΤ 17.6.2015 Αντί προλόγου σκόπιμο είναι να θυμηθεί κανείς κάποιες περικοπές του λόγου του Πρωθυπουργού προς το Τπουργικό υμβούλιο την 30 η επτεμβρίου 1982. Σέσσερα σημεία είναι αντιπροσωπευτικά : Α) Παραλάβαμε μια δικαιοσύνη απαράδεκτα υποβαθμισμένη Β) Θα τροποποιηθεί για να αναμορφωθεί ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να γίνει γρηγορότερη και απλούστερη η εκδίκαση των υποθέσεων των πολιτών. Η κατάσταση που υπάρχει σήμερα φτάνει τα όρια της αρνησιδικίας Γ) Ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών είναι ανεπαρκής [1]
Δ) Σόσο η πρακτικογράφηση όσο και η αρχειοθέτηση των δικαστικών αποφάσεων και ενεργειών, που σήμερα (1982) γίνεται με το χέρι και με συστήματα του περασμένου αιώνα, θα μηχανογραφηθούν με σύγχρονες μεθόδους. Η απάντηση στο ερώτημα «πού βρισκόμαστε σήμερα, το 2015» είναι μάλλον αποκαρδιωτική. Σο πρόβλημα δεν είναι η ταχεία ή τουλάχιστον μόνο η ταχεία, αλλά κυρίως η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Προβλήματα μη ταχείας απονομής της δικαιοσύνης απαντούν και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ίσως όχι σε αυτό το βαθμό. Η επίλυση των σχετικών προβλημάτων στα κράτη αυτά επιχειρείται τα τελευταία χρόνια και με ρυθμίσεις περί εξωδίκου ή δικαστικής διαμεσολάβησης στο πεδίο του αστικού δικαίου, ή ποινικής διαπραγμάτευσης στο πεδίο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. τη χώρα μας το πρόβλημα είναι βεβαίως πολυπαραγοντικό. [2]
Δύο σημαντικοί παράγοντες λ.χ. στο πεδίο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης : Α) Η έλλειψη οργανωτικών υποδομών Β) Η παρατηρούμενη παραπομπή στο ακροατήριο σχεδόν όλων των υποθέσεων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ποινικής διερεύνησης, κατόπιν μιας μήνυσης ή μιας αναφοράς ή μιας αυτεπάγγελτης προκαταρτικής εξέτασης. Αναφέρω ένα παράδειγμα : τη Γερμανία, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το έτος 2009 μόλις το 27% των υποθέσεων οδηγήθηκε στο ακροατήριο. Σην ίδια χρονιά καθιερώθηκε μάλιστα ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης, που έκτοτε μείωσε έτι περαιτέρω το σχετικό ποσοστό. Για να προσεγγίσουμε ρεαλιστικά τα δικά μας προβλήματα πρέπει να αναζητήσουμε τις ποσοτικές διαστάσεις του προβλήματος. Γι αυτό χρήσιμη είναι ανάδειξη των ακόλουθων δεδομένων : το Πρωτοδικείο της Αθήνας, τη δεκαετία 2004-2014 κατατέθηκαν 2.239.269 δικόγραφα. Σην ίδια δεκαετία εκδόθηκαν 1.429.933 αποφάσεις. [3]
Τπάρχει δια γυμνού οφθαλμού σταθερή διαφορά μεταξύ κατατιθεμένων δικογράφων και αποφάσεων δικαστηρίων. Και τίθεται στη συνέχεια το ερώτημα : Ποια είναι σήμερα η πραγματική δύναμη των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στο μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας ; Σα στοιχεία δίδουν την απάντηση ότι από 403 δικαστικούς λειτουργούς απουσιάζουν κατ έτος 70-80, ενώ κάποιοι Πρόεδροι Πρωτοδικών απασχολούνται αποκλειστικά ως ανακριτές (στα εγκλήματα διαφθοράς). Είναι επίσης γνωστό, ότι εμφανίζονται αδυναμίες στη γραμματειακή στελέχωση των συνθέσεων μονομελών πολυμελών δικαστηρίων, αφού οι διαγωνισμοί για πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων έχουν αναβληθεί επ αόριστον. Αν πράγματι ενοχλούμεθα, πρέπει να αντιδράσουμε εμπράκτως τώρα, αφού ως προς την ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης, σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το 0 έως το 4, η Ελλάδα είναι η [4]
τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση με επίδοση 1,5 και η Κύπρος προτελευταία με επίδοση 2. Εν όψει όλων αυτών, ποιο είναι το βασικό πρόβλημα ; τον προϋπολογισμό του 2015 έχουν προϋπολογισθεί 561 εκατομμύρια ευρώ για το Τπουργείο Δικαιοσύνης, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,36% του προϋπολογισμού. Οι προτεραιότητες κατανομής των κονδυλίων αποδεικνύουν και την πρόθεση για την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Δικαιολογημένα λοιπόν, οι μηχανισμοί δικαιϊκής προστασίας δεν προλαβαίνουν, δεν χωρούν, δεν κατορθώνουν. Αν η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος διακηρύσσεται ως προϋπόθεση για την οικονομική μεταρρύθμιση, τότε η σημερινή προσέγγιση αποτελεί τακτική βεβαίας επέλευσης του κακού. Δεν πρέπει να αγνοηθεί επίσης η πολυνομία η νομοθετική αυθαιρεσία, η ακατανόητη παραγωγή [5]
νόμων, υπουργικών αποφάσεων και εγκυκλίων που εφαρμόζονται σποραδικά και τελικώς καταργούνται. την Ελλάδα από το 1975 ψηφίσθηκαν 250 φορολογικά νομοθετήματα. τους τελευταίους 30 μήνες έχουν ψηφισθεί 6 αμιγώς φορολογικοί νόμοι. [6]