ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ
Η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είναι η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων του νομού Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους. Μνημεία και ευρήματα αποτελούν αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας και μελέτης για τη σύνθεση της ιστορίας της περιοχής και γενικότερα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας μουσειακών χώρων και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανέλαβε, παράλληλα με έργα ανασκαφής, συντήρησης και αναστήλωσης, την πρωτοβουλία ανάπτυξης εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα To Άγιον Όρος και τα Μοναστήρια του αποτελεί τμήμα των μουσειακών δραστηριοτήτων και της γενικότερης επικοινωνιακής - εκπαιδευτικής πολιτικής του μουσείου και των αρχαιολογικών χώρων στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα To Άγιον Όρος και τα Μοναστήρια του απευθύνεται σε μαθητές τάξεων δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου. Έχει συνολική διάρκεια μιάμιση ώρα περίπου και πραγματοποιείται στους χώρους του συγκροτήματος του Πύργου της Ουρανούπολης. Βασίζεται στην προβολή ψηφιακού υλικού φωτογραφιών από όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, την παράλληλη περιγραφή του κάθε μοναστηριού από τον εκπαιδευτικό ή μουσειοπαιδαγωγό και την διεξαγωγή ασκήσεων με σκοπό την καλύτερη κατανόηση και εκμάθηση των πληροφοριών. Τέλος, χρήσιμη κρίνεται η επίσκεψη σ ένα αγιορείτικο μοναστήρι, τη Μονή Ζυγού, στα σύνορα του Αγίου Όρους, στο οποίο τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν από κοντά ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Στόχοι του εκπαιδευτικού προγράμματος: Να γνωρίσουν οι μαθητές την ιστορία και τον πολιτισμό των μοναστικών κοινοτήτων του Αγίου Όρους Να προβληματιστούν για τη διαχρονική τους πορεία Να κατανοήσουν ότι τα μνημεία μέσω της παρατήρησης και της μελέτης, μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή γνώσης Να ενθαρρύνει τους μαθητές να αναπτύξουν πρωτοβουλίες για περαιτέρω ενα- Υπεύθυνη εκπαιδευτικού προγράμματος Αρχοντία Πολυζούδη Αρχαιολόγος - Μουσειολόγος
Το Άγιον Όρος είναι η ανατολικότερη από τις τρεις χερσονήσους της Χαλκιδικής. Έχει μήκος 60 περίπου χιλιόμετρα, πλάτος 8-12 χιλιόμετρα και καλύπτει μια έκταση 360 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Γύρω από την ονομασία και την παλαιότερη ιστορία του Όρους υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις. Οι αρχαίοι ονόμαζαν Ακτή ολόκληρη τη χερσόνησο. Οι πηγές αναφέρουν την ύπαρξη επτά μικρών πόλεων κατά τους προχριστιανικούς χρόνους: Σάνη, Θύσσος, Κλεωναί, Δίον, Ολόφυξος, Ακρόθωοι, Απολλωνία. Κατάλληλος ως τοποθεσία, ο Άθως συγκέντρωσε από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς χρόνους πολλούς μοναχούς που προέρχονταν από όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με γραπτές πηγές ήδη από το 843 υπάρχουν ομάδες ασκητών, που είχαν κάποια οργάνωση με κύρος και αναγνώριση, γεγονός που σημαίνει ότι τουλάχιστον από τις τελευταίες δεκαετίες του 8ου αιώνα η χερσόνησος γνώρισε αναχωρητές μοναχούς. Το 883 υπάρχει κάποια μορφή κοινοτικής οργάνωσης στον Άθω, αφού το έτος αυτό εκδόθηκε το αυτοκρατορικό έγγραφο του Βασιλείου Α, με το οποίο ρυθμίζονται υποθέσεις που αφορούν όλη τη χερσόνησο. Η παρουσία του οσίου Αθανασίου στον Άθω από τα μέσα του 10ου αιώνα επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη των αγιορειτικών πραγμάτων με την ίδρυση οργανωμένης μοναστικής πολιτείας. Οι προσπάθειες του οσίου επικυρώθηκαν με το Τυπικό του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή το 972 και τον μεταγενέστερό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ Μονομάχο το 1045, που αποσκοπούσαν στην οργάνωση της αγιορειτικής διοίκησης και στη θέσπιση γενικότερων κανόνων μοναστηριακής οργάνωσης. Η ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας από τον όσιο με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ήταν η απαρχή νέων μοναστικών δεδομένων για το Άγιον Όρος. Την ίδρυση της μονής αυτής ακολουθεί η ίδρυση και άλλων μοναστηριακών συγκροτημάτων, των Ιβήρων, του Βατοπεδίου και άλλων μεγάλων μονών. Στον 11ο αι., αφού πια σταθεροποιείται ο κοινοβιακός βίος στο Όρος, ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια και έφτασαν τα 180. Ήδη πλέον με το τυπικό του Κωνσταντίνου Θ Μονομάχου επισημοποιήθηκε η χρήση της ονομασίας Άγιον Όρος για όλη τη χερσόνησο. Στο τέλος του 11ου αι. ανακόπτεται η προηγούμενη μεγάλη ακμή του αθωνικού μοναχισμού, ενώ στον 12ο αι. περιορίζεται η ίδρυση νέων μοναστηριών. Toν 13o αι., στην περίοδο της Λατινοκρατίας, το Όρος υπέφερε από τις φραγκικές επιδρομές, από τις οποίες απαλλάχθηκε μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261). Τον 14ο αι. με τις επιδρομές των Καταλανών πειρατών ο αριθμός των μοναστηριών μειώθηκε σε 25, από τα οποία τα 19 σώζονται μέχρι σήμερα. Με την Άλωση της Θεσσαλονίκης (1430) και αργότερα της Κωνσταντινούπολης (1453) το Άγιον Όρος κατακτάται από τους Οθωμανούς. Οι δυσβάστακτοι φόροι και οι δημεύσεις των περιουσιών από τις οθωμανικές αρχές δημιούργησαν μεγάλη οικονομική κρίση στις μονές. Προστάτες και δωρητές του Αγίου Όρους αναδεικνύονται οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων ηγεμονιών, οι τσάροι της Ρωσίας, καθώς και πολλοί πατριάρχες. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, και κυρίως το 17ο και 18ο αι., έγινε το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού. Η πνευματική αυτή όμως εξέλιξη του Αγίου Όρους και η ανοδική του πορεία σταμάτησαν με την έκρηξη της Επανάστασης το 1821, την οποία οι αγιορετικές μονές βοήθησαν με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Πολλοί μάλιστα μοναχοί εγκαταλείπουν τον τόπο της ασκήσεώς τους, είτε για να αποφύγουν τις επίθεσεις του Οθωμανικού στρατού είτε για να πολεμήσουν εναντίον του. Μετά το τέλος της Επανάστασης το Όρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο ακμής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Εκτός από τα μοναστικά συγκροτήματα του Αγίου Όρους, υπάρχει και η μικρή πολιτεία των Καρυών, που είναι και η πρωτεύουσα του Άθω. Όλα τα κτίσματα που υπάρχουν στις Καρυές ανήκουν στις είκοσι μονές. Ανάμεσα στα πολυάριθμα αυτά κελλιά, πολλά από τα οποία είναι τοιχογραφημένα, περιλαμβάνονται και τα Αντιπροσωπεία -κονάκια- των δεκαεννέα από τις είκοσι μονές. Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται ο περίφημος ναός του Πρωτάτου, που ονομάστηκε έτσι διότι αποτελεί την έδρα του Πρωτεπιστάτη (Πρώτου). Κτίστηκε τον 10ο αιώνα, είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι ο αρχαιότερος ναός του Αγίου Όρους. Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα διαδοχικών επεμβάσεων και ανακαινίσεων, με σπουδαιότερη αυτήν του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη (πριν τα μέσα του 10ου αιώνα). Τυπολογικά ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος. Ο ναός είναι τοιχογραφημένος από τον φημισμένο βυζαντινό ζωγράφο του 13ου -14ου αιώνα κυρ-μανουήλ Πανσέληνο, ενώ στο Ιερό Βήμα φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Άξιον Εστί. Εκτός από το ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές βρίσκονται το κελλί του Ραβδούχου με τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, καθώς επίσης και το μεταβυζαντινό κελλί του Διονυσίου εκ Φουρνά (του 18ου αιώνα), γνωστού από την πραγματεία του για τη βυζαντινή ζωγραφική. Γνωστή είναι επίσης και η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, όπου βρίσκεται ο μεγαλοπρεπής ναός του, ο μεγαλύτερος των Βαλκανίων κατά το 19ο αιώνα. Στις Καρυές εδρεύει η Ιερά Κοινότητα με την πλούσια βιβλιοθήκη σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα και χειρόγραφα, καθώς επίσης και σε ιερά κειμήλια. Εκτός από την Ιερά Κοινότητα, στις Καρυές εδρεύουν η Διοίκηση του Αγίου Όρους, η Αστυνομία, η Πυροσβεστική, τα ΕΛΤΑ, ο ΟΤΕ, η Αγροτική Τράπεζα, το Κέντρο Υγείας Αγίου Όρους, ενώ τοπικό γραφείο διαθέτει και η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Τέλος, υπάρχουν κάποια εμπορικά καταστήματα, δύο μαγειρεία και δύο ξενώνες.
Κτίστηκε το 963 από τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη με χρήματα που πρόσφεραν οι αυτοκράτορες Νικηφόρος Φωκάς και Ιωάννης Τσιμισκής. Και στους δέκα αιώνες της ζωής του, διατήρησε την πρώτη θέση μεταξύ των ιδρυμάτων του Αγίου Όρους, τόσο λόγω αρχαιότητας ίδρυσης όσο και λόγω των κειμηλίων που έχουν θησαυριστεί εκεί (χειρόγραφα, ιστορικά έγγραφα, φορητές εικόνες κ.λπ.). Πρόκειται για μνημειακό σύνολο που απαρτίζεται από κτιριακά συγκροτήματα μεγάλου μεγέθους. Το καθολικό που τιμάται στη μνήμη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, στο κέντρο περίπου της Μονής, είναι τοιχογραφημένο από το μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη (1535). Συμπεριλαμβάνει και δύο παρεκκλήσια, των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και του Αγίου Νικολάου, στο οποίο υπάρχουν τοιχογραφίες του ζωγράφου Φράγκου Κατελάνου (1560). Στον περίβολο επίσης βρίσκεται η Τράπεζα, δύο μεγάλα παρεκκλήσια (Παναγία Κουκουζέλισσα, Άγιος Μιχαήλ των Συννάδων), το μαγειρείο, η βιβλιοθήκη κ.λπ. Στις τέσσερις πτέρυγες που περιβάλλουν το συγκρότημα βρίσκονται τα κελλιά των μοναχών, οι ξενώνες, παρεκκλήσια κ.ά. Η Μονή κατοικείται από πολυάριθμη μοναχική αδελφότητα, οι οποία καθημερινά ασχολείται τόσο με τα μοναχικά της καθήκοντα (λειτουργίες, προσευχή κ.λπ.) όσο και με τη φιλοξενία και εξυπηρέτηση δεκάδων επισκεπτών από όλο τον κόσμο. Η Μονή παραμένει ανοικτή όλες τις ημέρες του χρόνου από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Η πρόσβαση κατά τους χειμερινούς μήνες γίνεται με δυσκολία. Για επίσκεψη εργασίας (μελέτη, φωτογράφηση κ.λπ.) απαιτείται προηγούμενη συνεννόηση τόσο με τη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όσο και με την ίδια τη Μονή.
Η Μονή κτίστηκε στο β μισό του 10ου αιώνα από τρεις μοναχούς, τον Αθανάσιο, τον Νικόλαο και τον Αντώνιο, οι οποίοι κατάγονταν από την Αδριανούπολη και χρημάτισαν μαθητές του Αγίου Αθανασίου της Λαύρας. Κτίρια κτίστηκαν σε όλες τις εποχές μέχρι και τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για μεγάλο μνημειακό σύνολο που περικλείεται από υψηλό τείχος και κτίρια οργανωμένα σε σχήμα τριγώνου. Μέσα στην ευρύτερη αυλή βρίσκεται ο κεντρικός ναός (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), η σταυρόσχημη Τράπεζα και πολλά παρεκκλήσια, με κυριότερο αυτό της Αγίας Ζώνης. Στον κεντρικό ναό σώζονται τα μοναδικά εντοίχια ψηφιδωτά που υπάρχουν στο Άγιον Όρος, ενώ οι τοιχογραφίες του, ζωγραφισμένες στα 1312, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μνημειακά σύνολα της παλαιολόγειας αναγέννησης. Τμήματα των τοιχογραφιών αυτών αποδίδονται στο εργαστήριο του φημισμένου ζωγράφου Μανουήλ Πανσέληνου από τη Θεσσαλονίκη. Η αδελφότητα της Μονής αριθμεί σήμερα πάνω από 80 μοναχούς και αυτή την περίοδο βρίσκεται σε μεγάλο οικοδομικό οργασμό προκειμένου να αναστηλωθούν τα μεγάλα κτίρια. Εκτός από τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά, η Μονή διαθέτει μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων, χειρογράφων και ιερών σκευών μοναδικής αξίας. Είναι ανοικτή για όλους τους επιστήμονες του κόσμου σε όλους τους τομείς της έρευνας, εφόσον βέβαια υπάρξει πρώτα συνεννόηση με τη Μονή και τη 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Τρίτη στην τάξη μεταξύ των είκοσι Μονών του Αγίου Όρους, κτίστηκε στο τέλος του 10ου αιώνα από τους Γεωργιανούς (Ίβηρες) μοναχούς Ιωάννη και Ευθύμιο στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε η Μονή του Κλήμεντος. Όπως και άλλες Μονές, γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τον 16ο αιώνα και μεγάλα ζωγραφικά έργα εκτελέστηκαν την εποχή αυτή (τοιχογραφίες Καθολικού κ.λπ.). Κτισμένη δίπλα στη θάλασσα, περιβάλλεται από τις τέσσερις πτέρυγες σε σχήμα ορθογωνίου. Στο κέντρο βρίσκεται το Καθολικό της Κοίμησης της Θεοτόκου, που χρονολογείται από την εποχή των κτητόρων (10ος αι.), καθώς και τα δύο σημαντικά για την ιστορία τους παρεκκλήσια, της Παναγίας Πορταΐτισσας και του Τιμίου Προδρόμου του Κλήμεντος. Το μεγαλύτερο τμήμα των πτερύγων ανοικοδομήθηκε στη θέση παλαιοτέρων κτιρίων κατά τον 19ο αιώνα. Πολυμελής μοναχική αδελφότητα έχει επιδοθεί σήμερα στην αποκατάσταση των ερειπωμένων κτιρίων που περιβάλλουν τη Μονή, παράλληλα με τη φιλοξενία των προσκυνητών και την εξυπηρέτηση πολλών επιστημόνων, που καταφθάνουν από όλο τον κόσμο για την μελέτη του ιστορικού πλούτου της. Η Μονή εορτάζει τη 15η Αυγούστου -Κοίμηση της Θεοτόκου- (28η Αυγούστου με το Νέο Ημερολόγιο), ο εορτασμός της οποίας γίνεται κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Πλήθος κόσμου συρρέει για τα θρυλούμενα θαύματα της Παναγίας Πορταΐτισσας.
Η ιστορία της Μονής αρχίζει τον 10ο αιώνα, αλλά μετά την ερήμωσή της παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ, το 1198, στους Σέρβους ηγεμόνες Στέφανο Νεμάνια και τον γιο του Ράστκο, οι οποίοι έγιναν μοναχοί (Συμεών και Σάββας αντίστοιχα) και προέβησαν στην ανοικοδόμηση νέων κτιρίων. Τόσο κατά τον 14ο αιώνα όσο και κατά τους επόμενους, η Μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και συγκέντρωσε πλούτο και κειμήλια από αυτοκρατορικές και ιδιωτικές δωρεές. Είναι από τις μεγαλύτερες σε έκταση και πλουσιότερες σε κειμήλια Μονές του Αγίου Όρους. Η Μονή Χελανδαρίου αποτελεί το κύριο πνευματικό κέντρο των Σέρβων από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα. Εκτός από το Καθολικό, που τιμάται στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου, υπάρχουν πλήθος παρεκκλησίων (του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, του Αγίου Τρύφωνος κ.ά.), η Τράπεζα και οι πτέρυγες με τα κελλιά των μοναχών και άλλα βοηθητικά κτίρια (ξενώνας, βιβλιοθήκη κ.λπ.). Η σημερινή μοναχική αδελφότητα διατηρεί ακμαίες τις σχέσεις της με τον σερβικό λαό αλλά και το ελληνικό στοιχείο του Αγίου Όρους και της γύρω περιοχής γενικά. Εκτός από τον πλούτο των τοιχογραφιών (πύργος Αγίου Γεωργίου, Καθολικό, Τράπεζα κ.λπ.) η Μονή διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες σλαβικών αλλά και ελληνικών χειρογράφων. Επίσης, έχει στην κατοχή της πλήθος εικόνων όλων των εποχών από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τον μοναχό όσιο Διονύσιο από την Κορυσσό της Καστοριάς με την οικονομική ενίσχυση του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ Κομνηνού από την Τραπεζούντα. Το 1535 καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ανοικοδομήθηκε και έκτοτε παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη αρχιτεκτονικά και κτιριακά μέχρι σήμερα. Πρόκειται για ένα από τα πιο τολμηρά αρχιτεκτονικά σύνολα, στηριγμένο σε έναν βράχο που υψώνεται κατακόρυφα πάνω στη θάλασσα. Αν και ο χώρος στο εσωτερικό είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, παρόλα αυτά υπάρχει όχι μόνο το Καθολικό (Γεννέσιο Τιμίου Προδρόμου), αλλά και πλήθος παρεκκλησίων, πολλά από τα οποία είναι τοιχογραφημένα. Μέσα στη Μονή βρίσκεται και ο αμυντικός πύργος, που κτίστηκε το 1520 και χρησιμoποιείται κατά εποχές για τη φύλαξη της πολύτιμης βιβλιοθήκης της Μονής. Η Μονή κατοικείται από νέα δυναμική μοναστική αδελφότητα, η οποία φρόντισε και για τον εξωραϊσμό των παλαιών κτιρίων. Το Καθολικό έχει τοιχογραφηθεί το 1546 από τον ζωγράφο Τζώρτζη, έναν από τους κύριους εκπροσώπους της Κρητικής Σχολής των μέσων του 16ου αιώνα. Η Τράπεζα έχει τοιχογραφηθεί σε δύο φάσεις: στα μέσα του 16ου αιώνα και το 1603. Η Μονή διαθέτει μία από τις πιο αξιόλογες συλλογές έργων τέχνης (κυρίως φορητών εικόνων) και εικονογραφημένων χειρογράφων.
Κτιριακό συγκρότητα ορθογώνιου σχήματος με σχετικά ευρύχωρη αυλή, στο κέντρο της οποίας υψώνεται το Καθολικό της Μονής (Μεταμόρφωση του Σωτήρος). Η Τράπεζα κτίστηκε στις μέρες μας (1995), ενώ το Καθολικό -κτίσμα παλαιότερο του 16ου αιώνα- καλύπτεται με πέντε τρούλους και διαθέτει υαλόφρακτο εξωνάρθηκα. Η αρχική Μονή χρονολογείται πριν από τον 12ο αιώνα. Στον 14ο αιώνα ο ηγούμενος Χαρίτων από την Ίμβρο φρόντισε για την ανάπτυξη της Μονής Κουτλουμουσίου. Μεγάλες πυρκαγιές, αλλά και κατολισθήσεις δημιούργησαν τεράστια προβλήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής της Μονής. Εκτός από τις τοιχογραφίες του καθολικού, που χρονολογούνται στα μέσα του 16ου αιώνα, η Μονή διαθέτει περισσότερα από 600 χειρόγραφα, απλά και εικονογραφημένα. Διαθέτει επίσης σπουδαίο ιστορικό αρχείο και μεγάλο αριθμό παλαιών εντύπων βιβλίων. Η Μονή κατοικείται από πολυάριθμη αδελφότητα που αγωνίζεται να αποκαταστήσει τη σωστή λειτουργία μετά την πυρκαγιά του 1981, παράλληλα με τη φιλοξενία και την εξυπηρέτηση των προσκυνητών.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 10 Η Μονή είναι κτισμένη πάνω στη θάλασσα, στη ΒΑ πλευρά του Αγίου Όρους και είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το Καθολικό της Μονής είναι αθωνικού τύπου με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, που επιζωγραφήθηκαν το 1845. Η Μονή έχει συνολικά δεκαπέντε παρεκκλήσια με σπουδαιότερο εκείνο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από τα κελλιά της Μονής ξεχωρίζουν του Ραβδούχου (βρίσκεται στις Καρυές), πιθανώς του 10ου αι. και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που ονομάζεται Άξιον Εστί, από όπου και η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα. Στη Μονή ανήκει και η Σκήτη του Προφήτη Ηλία. Ιδρυτές της Μονής ήταν δύο Βυζαντινοί αξιωματούχοι, ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, οι οποίοι στα μέσα του 14ου αι. μόνασαν σε κελλί, που με την ενίσχυση του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε Παλαιολόγου πήρε τη μορφή μοναστηριού. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, η Μονή ενισχύεται οικονομικά από ηγεμόνες παραδουνάβιων ηγεμονιών. Στα 1773 και πρόσφατα στα 1948 έγιναν δύο μεγάλες καταστρεπτικές πυρκαγιές. Η Μονή διαθέτει μία μεγάλη συλλογή φορητών εικόνων, εκκλησιαστικών σκευών και κειμηλίων, ενώ στη βιβλιοθήκη της φυλάσσονται 350 χειρόγραφα και πάνω από 3.500 βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη αδελφότητα 25 μοναχών. Ι. Μ. Παντοκράτορος. Γενική άποψη από νοτιο- Το Καθολικό από νοτιοδυτι- Γενική άποψη από νοτιοδυτι-
Η Μονή βρίσκεται στο μέσον της χερσονήσου του Άθω, στο δρόμο από τη Δάφνη στις Καρυές και είναι αφιερωμένη στους Τεσσαράκοντα Mάρτυρες. Το Καθολικό της ανοικοδομήθηκε την περίοδο 1761-63 από τον Καισάριο Δαπόντε και τοιχογραφήθηκε το 1783. Η Μονή διαθέτει αρκετά παρεκκλήσια και κελλιά. Ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι., πιθανώς από τον μοναχό Παύλο Ξηροποταμηνό και ευημερεί μέχρι την αρχή της Φραγκοκρατίας, οπότε και αρχίζουν οι πειρατικές επιδρομές. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο ενισχύεται οικονομικά από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, καθώς και από Σέρβους ηγεμόνες. Μετά την πτώση του Βυζαντίου, οι οθωμανικές επιδρομές, καθώς και δύο μεγάλες πυρκαγιές στα 1507 και 1609, επιφέρουν βαρύτατα πλήγματα στη Μονή. Από την πλούσια συλλογή κειμηλίων της Μονής ξεχωρίζουν τo μεγαλύτερο στον κόσμο τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, καθώς και το παναγιάριο από στεατίτη γνωστό ως ο δίσκος της Πουλχερίας. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιέχει γύρω στα 400 χειρόγραφα και περίπου 4.000 βιβλία. Στη Mονή είναι εγκατεστημένη μικρή αδελφότητα.
Η Μονή βρίσκεται πάνω στο βουνό, σε μια πλαγιά του ΒΔ μέρους της χερσονήσου και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Το Καθολικό της Μονής είναι κτίσμα των αρχών του 19ου αι. (1801) και ανήκει στον αγιορείτικο τύπο. Η Μονή περιλαμβάνει στο εσωτερικό της οκτώ παρεκκλήσια, με σημαντικότερο αυτό της Παναγίας του Ακαθίστου, και οκτώ έξω από αυτήν. Στη Μονή ανήκουν επίσης δύο εργαστήρια στις Καρυές και το κελλί της Μεταμορφώσεως. Η Μονή ιδρύεται, σύμφωνα με την παράδοση, το 10ο αιώνα από τρία αδέλφια, τον Μωϋσή, τον Ααρών και τον Ιωάννη από την Αχρίδα. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο, η Μονή καταστρέφεται από Καταλανούς πειρατές, αλλά ανοικοδομείται χάρη στην ενίσχυση των Παλαιολόγων, καθώς και ηγεμόνων Παραδουνάβιων ηγεμονιών. Στη Μονή αρχικά μόναζαν Βούλγαροι, Έλληνες και Σέρβοι. Από το 1845 όμως διαμένουν μόνο Βούλγαροι. Εκτός από τις τρεις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Γεωργίου και τις άλλες δύο της Θεοτόκου του Ακαθίστου και της Επακούουσας, η Μονή κατέχει και άλλα κειμήλια και εκκλησιαστικά σκεύη. Η βιβλιοθήκη της περιέχει 126 ελληνικά και 388 σλαβικά χειρόγραφα, καθώς και πάνω από 8.000 βιβλία. Στη μονή είναι εγκατεστημένη αδελφότητα 20 μοναχών. Το συγκρότημα του αρσανά.
Πρόκειται για ένα από τα κομψότερα και ωραιότερα μοναστήρια του Αγίου Όρους, δίπλα στη θάλασσα. Το συγκρότημα αρχίζει από την Τράπεζα (παλαιά και νέα) και τελειώνει στο ψηλότερο σημείο σε ένα ψηλό πύργο που δεσπόζει στο χώρο. Ανάλογα ψηλό είναι και το Καθολικό (Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ) θεμελιωμένο πάνω στους τοίχους του παλαιότερου ναού. Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στο δεύτερο μισό του 10ου αι. και αποδίδεται στον Ευθύμιο, μαθητή του Οσίου Αθανασίου της Λαύρας, ο οποίος είχε την υπηρεσία του Δοχείου, εξού και η ονομασία Δοχειαρίου. Στον 16ο αι. ανακατασκευάστηκαν το Καθολικό της Μονής και η Τράπεζα. H τοιχογράφηση του Καθολικού ανάγεται στα 1568 και αποδίδεται στο εργαστήρι του Κρητικού ζωγράφου Τζώρτζη. Η τοιχογράφηση της Τράπεζας ανάγεται στα 1676 και 1700. Εκτός από τις τοιχογραφίες του 16ου αι. στο Καθολικό σώζονται και τοιχογραφίες του 18ου αι., στον εξωνάρθηκα που ανήκουν στο καλλιτεχνικό ρεύμα αντιγραφής ζωγραφικών συνόλων του 14ου αι. Επίσης αξιοσημείωτη είναι και η βιβλιοθήκη της Μονής, όπου εκτός από τα πολύ σημαντικά ιστορικά έγγραφα, φυλάσσονται και περισσότερα από 400 χειρόγραφα και 3000 έντυπα βιβλία. Η Μονή κατοικείται από δραστήρια αδελφότητα, η οποία μεριμνά για τις ποικίλες ανάγκες της.
Η Μονή βρίσκεται ανάμεσα στις Μονές Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων, σε πλαγιά κοντά στη θάλασσα και είναι αφιερωμένη στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Μέσα στο φρουριακό περίβολο της Μονής βρίσκεται το Καθολικό, αθωνικού τύπου, κτίσμα των μέσων του 16ου αι., που τοιχογραφήθηκε στις αρχές του 18ου αι. Η Μονή διαθέτει επτά παρεκκλήσια, τέσσερα κελλιά στις Καρυές και δεκατέσσερα στο δάσος ΒΔ από αυτήν. Η Μονή αναφέρεται σε έγγραφα του 1018 και του 1087. Τον 13ο αι. ερημώνεται εντελώς, αλλά ανακαινίζεται από τους αυτοκράτορες Ανδρόνικο Β και Ιωάννη Ε Παλαιολόγο. Στη συνέχεια δέχεται επιθέσεις πειρατών και Λατίνων. Τον 16ο αι. καταστρέφεται εντελώς και ξανακτίζεται χάρη στην ενίσχυση των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Στη Μονή φυλάσσονται πολλές φορητές εικόνες, ιερά κειμήλια και εκκλησιαστικά σκεύη. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιέχει 279 χειρόγραφα και 2.500 περίπου βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη μικρή αδελφότητα. Ο Πύργος
Λίγο πιο πάνω από τη Μονή Καρακάλλου, σε ένα οροπέδιο βρίσκεται η Μονή Φιλοθέου, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Το Καθολικό κτίζεται λίγο πριν από τα μέσα του 18ου αι. και τοιχογραφείται αργότερα. Η Μονή διαθέτει εννέα παρεκκλήσια και δεκατρία κελλιά, το ένα εκ των οποίων βρίσκεται στις Καρυές. Η Μονή ιδρύεται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αι., αλλά μόλις στα τέλη του 11ου αι. παίρνει τη μορφή μοναστηριού. Στα τέλη του 13ου και του 14ου αι. ενισχύεται οικονομικά από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους Σέρβους ηγεμόνες. Στους μεταβυζαντινούς χρόνους, ηγεμόνες Παραδουνάβιων ηγεμονιών προσφέρουν στη Μονή σοβαρή οικονομική βοήθεια. Το 1871, η Μονή, με εξαίρεση το Καθολικό, την Τράπεζα και την Βιβλιοθήκη, καίγεται ολόκληρη. Η Μονή διαθέτει πολλά κειμήλια, λείψανα αγίων και κυρίως τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου Γλυκοφιλούσας. Στην βιβλιοθήκη υπάρχουν 250 χειρόγραφα και πολλά βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη μικρή σχετικά μοναχική αδελφότητα.
Η επταόροφη Μονή της Σιμωνόπετρας είναι το τολμηρότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους. Είναι κτισμένη πάνω σε έναν απόκρημνο βράχο στη ΝΔ πλευρά της χερσονήσου και είναι αφιερωμένη στη Γέννηση του Χριστού. Η ονομασία της προέρχεται από τον ιδρυτή της, όσιο Σίμωνα, που έζησε στο Όρος στα μέσα του 14ου αι. Στα τέλη του 16ου αι. η Μονή καίγεται ολόκληρη, ξανακτίζεται και ξανακαίγεται στις αρχές του 17ου αι. Τότε αρχίζει μια περίοδος παρακμής που διακόπτεται από σύντομες περιόδους ανάκαμψης. Στα τέλη του 19ου αι. η Μονή καίγεται ολόκληρη και ξανακτίζεται με εράνους από τη Ρωσία. Τότε ανακαινίζεται και το Καθολικό, στους τρουλίσκους του οποίου πρόσφατα εντοπίστηκαν τοιχογραφίες του 17ου αι. Η Μονή διαθέτει 15 παρεκκλήσια και πέντε κελλιά στις Καρυές. Από άποψη κειμηλίων, η Μονή κατέχει ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, λείψανα αγίων και διάφορα άλλα κειμήλια. Η βιβλιοθήκη ήταν αξιόλογη μέχρι την τελευταία πυρκαγιά. Τώρα έχει μόνο λίγα νεότερα χειρόγραφα και λίγα βιβλία. Στη Mονή είναι εγκαταστημένη δραστήρια αδελφότητα μοναχών.
Βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του Αθω, απέχει 20 λεπτά από τη θάλασσα και είναι αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Χριστού. Η Μονή καταστράφηκε πολλές φορές από διάφορες αιτίες, γι αυτό και τα κτίριά της ανήκουν σε διάφορες χρονικές περιόδους. Το καθολικό κτίστηκε λίγο πριν τα μέσα του 19ου αι. H Μονή διαθέτει δώδεκα παρεκκλήσια, με πιο αξιόλογο εκείνο του Αγίου Γεωργίου με τοιχογραφίες κρητικής τέχνης (1555). Στη Μονή υπάγονται δύο Σκήτες: η Νέα Σκήτη και του Αγίου Δημητρίου. Πρώτη μνεία της Μονής έχουμε στο β μισό του 10ου αι., κυρίως του κτήτορά της Παύλου Ξηροποταμηνού και μετά στα 1259. Μετά τις επιδρομές των Καταλανών υποβιβάζεται σε κελλί για να ξαναγίνει οριστικά Μονή στο γ τέταρτο του 14ου αι. Τον 15ο αι. ενισχύεται οικονομικά από Σέρβους ηγεμόνες και στα μεταβυζαντινά χρόνια από ηγεμόνες Παραδουνάβιων ηγεμονιών. Στη Μονή φυλάσσονται φορητές εικόνες, κειμήλια, ιερά λείψανα και ιερα σκεύη. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιλαμβάνει 494 χειρόγραφα και περίπου 12.500 βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη μικρή σχετικά αδελφότητα μοναχών.
Πρόκειται για μία από τις πιο μικρές σε έκταση Μονές του Αγίου Όρους, αλλά με παραδοσιακή αρχιτεκτονική με το Καθολικό του Αγίου Νικολάου στο κέντρο και την Tράπεζα στον πρώτο όροφο της νότιας πτέρυγας. Υπάρχουν επίσης πολλά παρεκκλήσια και ένα κτιστό υδραγωγείο, που μεταφέρει το νερό στη Μονή. Νότια του καθολικού υψώνεται οχυρωματικός πύργος, ενώ γύρω από τη Μονή υπάρχουν πολλά βοηθητικά κτίρια και ο αρσανάς. Ανακατασκευάστηκε από τον Πατριάρχη Ιερεμία Α το 1540, σε θέση παλαιότερης Μονής, που υπήρχε ήδη στις αρχές του 11ου αι. Στα έργα του Πατριάρχη περιλαμβάνεται, τόσο το Καθολικό με τις τοιχογραφίες του όσο και η Tράπεζα και το παρεκκλήσι του Προδρόμου με τις τοιχογραφίες τους. Νεότερες επισκευές έγιναν στο18ο αι. και στις μέρες μας.διαθέτει πλούσια βιβλιοθήκη με σπάνια εικονογραφημένα χειρόγραφα και λειτουργικά ειλητάρια. Εκτός από τις τοιχογραφίες του Καθολικού και της Tράπεζας, έργο του μεγάλου Κρητικού ζωγράφου του 16ου αιώνα Θεοφάνη, υπάρχει και μία σειρά εικόνων που αποδίδεται σ αυτόν. Από τις υπόλοιπες εικόνες ξεχωρίζει η θαυματουργή ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Νικολάου του Στρειδά, ένα από τα σπάνια δείγματα στο είδος της, και μία εικόνα του ζωγράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού, του β μισού του 16ου αι., με την παράσταση του Προφήτη Ηλία. Τα τελευταία χρόνια η Μονή ανακαινίσθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Κατοικείται από μια δραστήρια μοναχική αδελφότητα, η οποία μεριμνά για τη συντήρηση των κτιρίων, αλλά και την εξυπηρέτηση των προσκυνητών και επιστημόνων.
Είναι κτισμένη πάνω στη θάλασσα, ανάμεσα στις Μονές Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Το νέο Καθολικό της Μονής που δεν είναι τοιχογραφημένο, κτίζεται στα 1719-20 και η αποπεράτωσή του ολοκληρώνεται μετά την επανάσταση. Στο παλαιό Καθολικό σώζονται αξιόλογες τοιχογραφίες του Κρητικού ζωγράφου Αντωνίου (1544), καθώς και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1687. Η Μονή διαθέτει 14 παρεκκλήσια, από τα οποία τα οκτώ είναι μέσα στη Μονή. Πρώτη μνεία της Μονής έχουμε στο τελευταίο τέταρτο του 11ου αι. Η περίοδος ακμής της διακόπτεται με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) και στη συνέχεια τις αλλεπάλληλες καταστροφές διαδέχονται ανακαινίσεις και δωρεές από ηγεμόνες Παραδουνάβιων ηγεμονιών. Ανάμεσα στα αξιόλογα κειμήλια της Μονής συγκαταλέγονται δύο ψηφιδωτές εικόνες των αγίων Γεωργίου και Δημητρίου (του 11ου αι.), ένα εικονίδιο από στεατίτη με παράσταση Μεταμόρφωσης, εκκλησιαστικά σκεύη κ.ά. Στη βιβλιοθήκη της Μονής φυλάσσονται 300 περίπου χειρόγραφα, διάφορα έγγραφα και πάνω από 4.000 βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη μικρή σχετικά αδελφότητα μοναχών.
Η Μονή είναι κτισμένη πάνω στη θάλασσα, στη ΝΔ πλευρά της χερσονήσου, ανάμεσα στις Μονές Διονυσίου και Σιμωνόπετρας και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Το Καθολικό κτίζεται και τοιχογραφείται μετά τα μέσα του 18ου αι. Η Μονή διαθέτει δέκα παρεκκλήσια και τέσσερα κελλιά στις Καρυές. Κτίστηκε τον 14ο αι. ενώ μετά υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες γι αυτήν. Ο Ουκρανός περιηγητής του 18ου αι. Μπάρσκυ αναφέρει ότι η Μονή ανακαινίζεται το 1500 και ότι είναι η μικρότερη από τις άλλες Μονές. Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1761 χάθηκαν σχεδόν όλα τα κειμήλια και τα έγγραφα που υπήρχαν εκεί. Μετά ακολουθεί μία περίοδος ερήμωσης, αλλά στη συνέχεια με τη βοήθεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας η Μονή ανοικοδομείται. Μέσα στο Καθολικό της Μονής φυλάσσονται πολλά κειμήλια και εικόνες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες του Αγίου Νικολάου, της Θεοτόκου Γαλακτοτροφούσας και της Θεοτόκου Παντάνασσας. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 297 χειρόγραφα, περίπου 4.000 βιβλία και πολλά έγγραφα. Στη Mονή είναι εγκατεστημένη πολυάριθμη αδελφότητα μοναχών.
Βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και αποτελείται από έναν ορθογώνιο περίβολο, ο οποίος δημιουργεί μια ευρύχωρη σχετικά αυλή. Στο κέντρο βρίσκεται το Καθολικό (τιμάται στην Ανάληψη του Κυρίου) και περιμετρικά παρατάσσονται οι πτέρυγες με τα κελλιά των πατέρων, τους χώρους φιλοξενίας και την Τράπεζα. Η Τράπεζα βρίσκεται δυτικά του καθολικού και είναι ημιανεξάρτητο κτίριο προσκολλημένο στη δυτική πτέρυγα. Με το όνομα Μονή του Εσφιγμένου υπήρχε ήδη Μονή από το 10ο αι. και φαίνεται ότι βρισκόταν σε ακμή. Ερημώθηκε πολλές φορές από πειρατικές επιδρομές, αλλά απέκτησε σημαντική δύναμη μετά τον 18ο αι. Το Καθολικό κτίστηκε το 1810 στη θέση παλαιότερου ναού που κατεδαφίστηκε, ενώ η τοιχογράφηση έγινε από Γαλατσάνους ζωγράφους το 1811 και 1818. Παλαιότερο κτίριο της Μονής είναι η Τράπεζα που διατηρεί τοιχογραφίες του 16ου-17ου αι. Εκτός από το Καθολικό και την Τράπεζα, η Μονή διαθέτει μια πολύ καλή συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, από τις οποίες ξεχωρίζει η ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού. Η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει πολλά και σπάνια χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το υπ αριθμόν 14 για τις σπάνιες μικρογραφίες του. Η Μονή κατοικείται από ισχυρή μοναχική αδελφότητα και αποτελεί παράδειγμα ισχυρής προσήλωσης στην αγιορειτική ορθόδοξη παράδοση.
Η Μονή είναι κτισμένη σε ένα ορμίσκο, κοντά στη Μονή Ξενοφώντος από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου και είναι αφιερωμένη στον ομώνυμο άγιο. Η Μονή δίνει την εντύπωση μικρής πολιτείας με τις πολλές και πολυόροφες οικοδομές και τους ψηλούς τρούλλους των ναών. Το Καθολικό κτίζεται στις αρχές του 19ου αι. και έχει τοιχογραφίες ρωσικής τέχνης. Η Μονή έχει 15 παρεκκλήσια και 5 κελλιά, 2 από τα οποία είναι στις Καρυές. Έχει επίσης το μετόχι της Χρωμίτσας, την Σκήτη του Ξυλουργού ή της Θεοτόκου, την Νέα Θηβαϊδα ή Γουρουνοσκήτη και το Παλαιομονάστηρο το οποίο αποτέλεσε την αρχική έδρα της Μονής, ήδη από τον 11ο αι. Τον 13ο αι. η Μονή καίγεται και την ανακατασκευή της ενισχύουν οικονομικά ο Ανδρόνικος Β Παλαιολόγος και Σέρβοι ηγεμόνες. Περίοδοι ακμής εναλλάσονται με περιόδους ανέχειας. Οι μοναχοί είναι Έλληνες και Ρώσοι, οι οποίοι μετά το 1497 υπερτερούν αριθμητικά. Το 18ο αι. η Μονή επανέρχεται σε ελληνικά χέρια για να επικρατήσουν ξανά οι Ρώσοι το 1875. Στη Μονή φυλάσσονται πολλές φορητές εικόνες και ένα πλήθος κειμηλίων και αμφίων. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιέχει 1320 ελληνικά χειρόγραφα, 60 σλάβικα και πάνω από 20.000 βιβλία, ελληνικά και ρώσικα. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη πολυάριθμη αδελφότητα Ρώσων και Ουκρανών μοναχών.
Η Μονή βρίσκεται ανάμεσα στις Μονές Ζωγράφου και Δοχειαρίου, από την πλευρά του Σιγγιτικού κόλπου και είναι αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Το Καθολικό κτίζεται μετά τα μέσα του 19ου αι. στον τύπο του αθωνικού τύπου, πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού και διαθέτει 9 παρεκκλήσια. Η Μονή αναφέρεται ήδη από τον 11ο αι. Στις αρχές του 14ου αι. καταστρέφεται. Αυτoκρατορικά χρυσόβουλλα καθορίζουν τα σύνορά της και Σέρβοι ηγεμόνες συγκαταλέγονται στους ευεργέτες της. Στα μεταβυζαντινά χρόνια οι περίοδοι ακμής εναλλάσσονται με περιόδους ανέχειας. Από τα κειμήλια της Μονής ξεχωρίζουν οι εικόνες του Πρωτομάρτυρος Στέφανου, της Θεοτόκου Οδηγήτριας και της Θεοτόκου Αντιφωνήτριας. Υπάρχουν ακόμη λειψανοθήκες, εκκλησιαστικά σκεύη, χρυσόβουλλα κ.ά. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσονται 110 χειρόγραφα και πολλά βιβλία. Στη Μονή είναι εγκατεστημένη μικρή αδελφότητα μοναχών. Ι.Μ. Κωνσταμονίτου. Γενικές απόψεις.
Γλωσσάριο Αρσανάς Χώρος ανέλκυσης και φύλαξης του πλοιαρίου της μονής. Αρχονταρίκι Χώρος υποδοχής και φιλοξενίας των προσκυνητών. Ηγουμενείο Χώρος διαμονής και εργασίας του ηγούμενου. Κάθισμα Μικρός χώρος διαμονής συνήθως για έναν μοναχό. Βρίσκεται εκτός της μονής και εξαρτάται διοικητικά από αυτήν. Καθολικό Ο κύριος ναός του μοναστηριού. Βρίσκεται συνήθως στο κέντρο του περιβόλου. Κελλί εντός της μονής Χώρος όπου κοιμούνται οι μοναχοί. Κελλί εκτός της μονής Οίκημα με μικρό παρεκκλήσιο όπου διαμένει και εργάζεται ο μοναχός. Μετόχι Ιδιόκτητη έκταση γης μίας μονής. Βρίσκεται συνήθως εκτός Αγίου Όρους και περιλαμβάνει καλλιεργήσιμες εκτάσεις, κτίρια που διέμεναν οι καλλιεργητές και αποθήκες. Οχυρωματικός Περίβολος Τα τείχη που περικλείουν και προστάτευαν τη μονή από τις επιδρομές. Παρεκκλήσι Κάθε μικρός μοναστηριακός ναός, πέρα από το Καθολικό. Σκήτη Συγκρότημα μοναστικών οικημάτων (Καλύβες) που βρίσκεται εκτός της μονής, διοικείται από τον δικαίο και έχει ως κέντρο λατρείας τον Κυριακό ναό. Συνοδικό Χώρος συγκέντρωσης και λήψης αποφάσεων των υψηλόβαθμων μοναχών. Τράπεζα Ο χώρος κοινής και οργανωμένης εστίασης (φαγητού). Τυπικό Κείμενο που περιέχει τον εσωτερικός κανονισμό λειτουργίας της μονής.
Ενδεικτική βιβλιογραφία Θησαυροί του Αγίου Όρους, Κατάλογος Έκθεσης, Θεσσαλονίκη 1997 Σ. Καδάς, Το Άγιον Όρος, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1988 Γ. Σμυρνάκης, Το Άγιον Όρος, Καρυές 2005 3 Π. Χρήστου, Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία, Ιστορία Τέχνη Ζωή, Αθήνα 1987 Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το αρχείο της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Αρχικό σχέδιο κάτοψης I. M. Μεγίστης Λαύρας: P. Mylonas, Atlas des Athos, Wasmuth 2000