Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018 ΙΔ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Μάμαντος μ., Ἰωάννου νηστευτοῦ Πατρ. Κων/πόλεως, Διομήδους μ. Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΓΑΜΟ! 1. Τό σημερινό μου κήρυγμα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά εἶναι μιά ἁπλῆ ἀνάλυση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς ΙΔ Ματθαίου, πού ἀκούσαμε σήμερα στήν θεία Λειτουργία. Τήν προηγούμενη Κυριακή ἀκούσαμε γιά τήν παραβολή τῶν ἀνθρωποκτόνων ἀμπελουργῶν. Ἡ παραβολή ἐκείνη δήλωνε τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σημερινή μας ὅμως εὐαγγελική περικοπή ὁμιλεῖ γιά χαρά γάμου, δηλαδή γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καί οἱ δυό ὅμως παραβολές μιλοῦν γιά τήν ἀπείθεια τῶν Ἰουδαίων. Στήν προηγούμενη παραβολή ζητήθηκαν ἀπό τούς Ἰουδαίους «καρποί», καί γι αὐτό αὐτοί ἔγιναν φονεῖς, ὅπως εἴδαμε. Ἀλλά καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Θεός καλεῖ τούς Ἰουδαίους σέ γάμο. Καί ὅμως αὐτοί γίνονται ἀγνώμονες καί ἔπειτα γίνον-
ται καί φονεῖς τοῦ νυμφίου. Ἀλλά, θά ρωτήσετε, γιατί διαβάζονται τώρα οἱ εὐαγγελικές αὐτές περικοπές, πού σχετίζονται μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ; Σᾶς τό εἶπα καί ἄλλοτε, ἀδελφοί, μέ ἀφορμή ἄλλη εὐαγγελική περικοπή. Οἱ περικοπές αὐτές εἶναι σχετικές μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γιατί μᾶς προετοιμάζουν γιά τήν μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυροῦ, 14η Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία εἶναι σάν μιά Μεγάλη Παρασκευή. 2. Ἀλλά ἄς ἔρθουμε στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ὁ Θεός κάνει γάμο τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τόν συνάπτει μέ κάθε ὡραία ψυχή, ἡ ὁποία τόν δέχεται. Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι Νυμφίος καί ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καί κάθε ψυχή, εἶναι ἡ νύμφη. Οἱ δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στήν ἀρχή, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, γιά νά καλέσουν τούς κεκλημένους στόν γάμο, εἶναι οἱ περί τόν Μωυσέα. Ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν πείστηκαν σ αὐτούς καί δέν δέχτηκαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού γι αὐτούς ἦταν γάμος, ἦταν χαρά πνευματική. Ἔπειτα ὁ Θεός, μᾶς λέγει πάλι τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἔστειλε ἄλλους δούλους, δηλαδή τούς προφῆτες, ἀλλά καί σ αὐτούς ἀρνήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι νά συνάψουν δεσμό (γάμο) μέ τόν Θεό. Μάλιστα δέ τούς κακοποίησαν. Οἱ μετριώτεροι ἀπό τούς Ἰουδαίους δέν κακοποίησαν τούς ἀποσταλέντες σ αὐτούς προφῆτες, ἀλλά ἀδιαφόρησαν γιά τό θεῖο προσκλητήριό τους, «ἀμελήσαντες», μᾶς εἶπε τό Εὐαγγέλιο (στίχ. 5). Καί ἀντί τοῦ γάμου προτίμησαν ὁ μέν ἕνας τόν «ἴδιον ἀγρόν», ὁ δέ ἄλλος τήν «ἐμπορίαν αὐτοῦ». «Ἀγρός ἴδιος», ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες, εἶναι τό σῶμα τοῦ καθενός. Ἄρα αὐτός πού προτίμησε τόν ἀγρό του καί ὄχι τό προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιά τόν θεῖο γάμο, εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά ζήσει φιλόσαρκο καί τρυφηλό βίο. Καί ὁ ἄλλος πού προτίμησε τήν ἐμπορία του, ἀντί τοῦ θείου γάμου εἶναι αὐτός πού περισσότερο ἀπό τά πνευματικά ἔχει σάν σκοπό του τήν φιλοκέρδεια. Ἄρα, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅσοι ἀποτυγχάνουν στόν πνευματικό τους δεσμό μέ τόν Χριστό καί στήν ἑστίαση μαζί Του, εἶναι ἀπό τά δύο αὐτά: Ἀπό τήν σωματική ἡδονή καί ἀπό τήν φιλοκέρδεια. Οἱ «ταῦροι» καί τά «σιτιστά», πού λέγει ἡ παραβολή, ὅτι ἔχει τό τραπέζι τοῦ γάμου (στίχ. 4), κατά τήν ἑρμηνεία πάλι τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ἡ μέν Παλαιά Διαθήκη ἐκφράζεται μέ τούς «ταύρους», γιατί ἔχει ζωοθυσίες. Ἡ δέ Καινή Διαθήκη ἐκφράζεται μέ τά «σιτιστά», γιατί στήν Καινή Διαθήκη προσφέρουμε στό θυσιαστήριο τό πρόσφορο γιά τήν θεία Λειτουργία, πού εἶναι ἀπό σίτο («σιτιστά»). Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς καλεῖ στήν Ἐκκλησία Του γιά νά φᾶμε τά ἀγαθά τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης! Ἄς παρατηρήσουμε ἀκόμη, χριστιανοί μου, ὅτι αὐτούς πού καλεῖ ὁ Θεός γιά τό τραπέζι τοῦ γάμου ἦταν ἤδη κεκλημένοι, γι αὐτό καί λέγει στούς δούλους Του «εἴπατε τοῖς κεκλημένοις» (στίχ. 4). Αὐτή ἡ κλήση εἶναι ἡ κλήση πρός τό καλό, πού τήν ἔχουμε ἐκ φύσεως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, γιατί τήν ἔβαλε ὁ Θεός στόν καθένα μας. 3. Ἐπειδή οἱ προηγούμενοι δοῦλοι, ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες, δέν ἔπεισαν τούς Ἰουδαίους νά ἔλθουν νά συνάψουν θεῖο γάμο μέ τόν Θεό, ἔστειλε ὁ Θεός ἄλλους, τούς Ἀποστόλους Του, γιά νά καλέσουν τώρα τούς ἐθνικούς στόν θεῖο γάμο. Αὐτοί δέν βάδιζαν τήν ἀληθινή ὁδό, γι αὐτό καί εἶπε τό Εὐαγγέλιο ὅτι ἦταν «παρά τάς διεξόδους τῶν ὁδῶν». Οἱ ἐθνικοί ἦταν εἰδωλολάτρες, οἱ δέ θεοί τους, ὅπως ὁ Δίας καί ὁ Διόνυσος καί ἡ Ἀφροδίτη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἦταν οἱ συνήγοροι τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν τους. Οἱ Ἀπόστολοι τώρα, χριστιανοί μου, ὁρμώμενοι ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πρός τά ἔθνη, συγκέντρωσαν πολλούς ἐθνικούς, «πονηρούς τε καί ἀγαθούς», καί τούς συγκέντρωσαν στό τραπέζι τοῦ γάμου, δηλαδή στήν Ἐκκλησία. Ἡ εἴσοδος στήν Ἐκκλησία γίνεται χωρίς διάκριση, γιατί καλοῦνται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅλοι, «ἀγαθοί καί πονηροί» (στίχ. 10). Ἡ ζωή μας ὅμως μετά τήν εἴσοδό μας στήν Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι καθαρή. Δέν πρέπει νά εἴμαστε ἁπλῶς κλητοί, ἀλλά καί ἐκλεκτοί (στίχ. 14). Γι αὐτό καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζεται ὁ βασιλεύς νά κάνει ἐξέταση αὐτῶν πού ἦλθαν στόν γάμο τοῦ Υἱοῦ Του καί τόν βλέπουμε νά ἐκδιώκει ἀπό τόν γάμο τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε «ἔνδυμα γάμου» (στίχ. 11). Καί μάλιστα αὐτόν, λέγει τό Εὐαγγέλιο, τόν ἀπέστειλε στό «σκότος τό ἐξώτερον» (στίχ. 13). Ἀπό αὐτό, χριστιανοί μου, ἄς καταλάβουμε ὅτι γιά νά ἀνήκουμε στόν Χρι- 2
στό, γιά νά εἴμαστε δικοί Του, πρέπει νά ἔχουμε βίο καθαρό, πρέπει νά ἔχουμε «ἔνδυμα γάμου», δηλαδή ὄχι ρυπαρά ἐνδύματα. «Ἔνδυμα γάμου» λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σημαίνει ὅτι πρέπει νά ντυθοῦμε μέ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, μέ χρηστότητα καί μέ φιλαδελφία. Διαφορετικά θά πᾶμε στό «σκότος τό ἐξώτερον», καί «ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὁδόντων» (στίχ. 13). Ἀλλοίμονό μας, χριστιανοί. Ἀλλά, ὄχι, μή γένοιτο, Χριστέ μου, μή γένοιτο νά χωριστοῦμε ἀπό Σένα. Θέλουμε νά εἴμαστε πάντοτε μαζί, καί στόν παρόντα καί στόν μέλλοντα αἰῶνα. Δός μας τήν Χάρη Σου, γιά νά πλύνουμε μέ τήν μετάνοιά μας τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας καί νά γίνει αὐτό «ἔνδυμα γάμου» κατάλληλο γιά τόν θεῖο Σου νυμφώνα, ΑΜΗΝ! Μέ πολλές εὐχές, Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας xyyz ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΙΟΥ Ψαλμός ΜΑ καί ΜΒ Εἰς τὸ τέλος εἰς σύνεσιν τοῖς υἱοῖς Κορέ. Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ 41,2 Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. 3 Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; 4 Ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ ἑκάστην ἡμέραν ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου; 5 Ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος. 6 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις με; Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου. 7 Πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη διὰ τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς Ἰορδάνου καὶ Ἐρμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ. 8 Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ ἐμὲ διῆλθον. 9 Ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου. 10 Ἐρῶ τῷ Θεῷ ἀντιλήπτωρ μου εἶ διατί μου ἐπελάθου; Καὶ ἵνα τί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου; 11 Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ ἑκάστην ἡμέραν Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου; 12 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; Καὶ ἵνα τί συνταράσσεις με; Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου. 42,1 Κρῖνόν με, ὁ Θεός, καὶ δίκασον τὴν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου ἀπὸ ἀνθρώπου ἀδίκου καὶ δολίου ῥῦσαί με. 2 Ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς κραταίωμά μου ἱνατί ἀπώσω με; Καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου; 3 3
Ἐξαπόστειλον τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου αὐτά με ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου. 4 Καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου ἐξομολογήσομαί σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ Θεός, ὁ Θεός μου. 5 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; Καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; Ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου. 1. Οἱ ψαλμοί 41 καί 42 ἔχουν τό ἴδιο καί τό αὐτό θέμα καί εἶναι ἑνωμένοι. Ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό, ὅπως ἡ διψῶσα ἔλαφος ποθεῖ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων (41,2.3). Πιό συγκεκριμένα, ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν ἐπιθυμεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό, νά τοῦ προσφέρει θυσία. Ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνει μόνο στόν ναό τῶν Ἰεροσολύμων, ἀπό τόν ὁποῖο ὅμως ἀπέχει πολύ ὁ ποιητής μας, γιατί αὐτός τώρα κατοικεῖ παρά τό ὄρος Ἑρμών, κοντά στίς πηγές τοῦ Ἰορδάνου (41,7), ὅπου κατοικοῦσαν ἐθνικοί. Γι αὐτό καί φλέγεται νά ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα, ὅπως τόν ἴδιο πόθο βέβαια τόν εἶχαν ὅλοι οἱ ἀπόδημοι Ἰουδαῖοι. 2. Γιατί ὅμως ὁ ποιητής μας δέν ἐπισκέπτεται τά Ἰεροσόλυμα μέ τόν ναό τους, ἀφοῦ τόσο πόθο ἔχει νά εὑρεθεῖ ἐκεῖ; Ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς δύο ψαλμούς, ὁ ποιητής εἶναι ἀσθενής (41,4.8.11. 42,3.5). Δέν δύναται λοιπόν στήν κατάσταση πού βρίσκεται νά κάνει τήν μακρά ὁδοιπορία πρός τά Ἰεροσόλυμα. Πέρα ὅμως ἀπό τόν σωματικό αὐτό πόνο γιά τήν ἀρρώστια του, ὁ ποιητής μας δοκιμάζει καί ψυχικό πόνο, γιά τόν ὁποῖο ὀδυνᾶται περισσότερο: Ἐκεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού βρίσκεται, μεταξύ τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, θά μιλοῦσε στούς ἐθνικούς γιά τόν Θεό του καί θά ἔλεγε σ αὐτούς ὅτι ἐλπίζει σ Αὐτόν νά τόν κάνει καλά, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά του. Ἀλλά βλέποντες οἱ ἀλλόθρησκοι ὅτι ἀργοπορεῖ ἡ ἀσθένειά του καί ὅτι δέν θεραπεύεται, τοῦ ἐνέπαιζαν τήν πίστη του καί αὐτό ἦταν γιά τόν ποιητή μας βαθύς πόνος καί μαρτύριο. Ἔκλαιγε ὁ ποιητής γιά τόν ἐμπαιγμό του αὐτόν, γιά τό ὅτι οἱ ὑβριστές τοῦ ἔλεγαν, «ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;» (41,4). Ἡ ἀνάγκη τοῦ ποιητοῦ νά γλυκαθεῖ στήν θλιβερή κατάσταση πού βρίσκεται, τόν κάνει νά σκεφθεῖ ἀπό τό παρελθόν εὐχάριστες σκηνές, κατά τίς ὁποῖες βρισκόταν προσκυνητής στά Ἰεροσόλυμα, στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μέ ἰσχυρές ψαλμωδίες (41,5). Σ αὐτήν τήν ἀνάμνηση βρίσκει διέξοδο ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ μας καί ἀνακουφίζεται («ἐξέχεα ἐπ ἐμέ τήν ψυχή μου», 41,5). Ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή γλυκάθηκε καί δυναμώθηκε πραγματικά ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ, γι αὐτό καί ἀποτεινόμενος τώρα στήν ψυχή του τῆς λέγει νά μήν εἶναι περίλυπη καί νά μήν ταράσσεται, ἀλλά νά ἐλπίζει στόν Κύριο (41,6. 42,5). 3. Ἀλλά ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν τωρινή πραγματικότητα, αὐτή πού ζεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ, κοντά στό Ἑρμών, κοντά στίς πηγές τοῦ Ἰορδάνου, σέ μιά περιοχή πού λέγεται «ὄρος μικρό» (41,7). Αὐτό τόν γεμίζει πόνο, ἀλλά προσπαθεῖ νά διαλύσει τόν πόνο του ἐνθυμούμενος τόν Θεό, γι αὐτό καί λέγει σ Αὐτόν «μνησθήσομαί σου» (41,7). Ἐνθυμούμενος δέ τόν Θεό ὁ ποιητής μας θά ἀναπληρώνει κάπως τόν πόνο του γιά τό ὅτι δέν βρίσκεται στόν ναό τοῦ Θεοῦ στήν Ἰερουσαλήμ. Στήν περιοχή ὅπου βρίσκεται τώρα ὁ ποιητής βλέπει τόν Ἰορδάνη ποταμό νά ἀναπηδᾶ ὁρμητικός καί νά χύνεται ὡς καταρράκτης. Βλέπει πῶς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ εἶναι ἀδιάκοπο, πῶς ἕνας ὄγκος νεροῦ τώρα («ἄβυσσος») συνοδεύεται ἀμέσως μετά ἀπό κάποιον ἄλλο ὄγκο, σάν ἡ μία ἄβυσσος νεροῦ νά «ἐπικαλεῖται» τήν ἄλλη (41,8), καί συγχρόνως ἀκούει τόν φοβερό ἦχο, πού στό ἔρημο καί ἀπόκρημνο ἐκεῖνο μέρος ἀκούγεται ἀπό τά νερά τοῦ Ἰορδάνου, σάν νά πέφτει ἰσχυρός καταρράκτης: «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνήν τῶν καταρρακτῶν σου» (41,8). Σ αὐτήν τήν ἐκφραστική εἰκόνα ὁ ποιητής μας βλέπει τήν κατάστασή του. Ἡ μία συμφορά του διαδέχεται τήν ἄλλη. Μέ τήν εἰκόνα τῶν ὑδάτων πολύ συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη δηλώνονται οἱ συμφορές τοῦ ἀνθρώπου. Καί λέγει λοιπόν ὁ ποιητής γιά τόν ἑαυτό του 4
ὅτι ὅλες οἱ συμφορές, σάν μετεωρισμοί τῆς ἀβύσσου, πέρασαν ἀπό πάνω του: «Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καί τά κύματά σου ἐπ ἐμέ διῆλθον» (41,8)! Ἀλλά ὁ ὑμνωδός ἡμέρα καί νύχτα, παρά τήν τόση του δυστυχία, ἐλπίζει σταθερά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπευθύνει προσευχή πρός Αὐτόν, καλώντας Τον «ἀντιλήπτορα», βοηθόν του, παρακαλώντας Τον νά σπεύσει πρός βοήθειάν του (41,9-12). 4. Εἴπαμε ὅτι ὁ ψαλμ. 42 εἶναι ἑνωμένος μέ τόν ψαλμ. 41 καί ἔχει τό ἴδιο θέμα μέ αὐτόν. Ὁ ποιητής μας στόν ψαλμ. 42, ὡς συνέχεια τοῦ ψαλμ. 41, παριστάνει τήν προσωπική του ὑπόθεση ὡς δίκη, πού ἔχει ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του μέ κριτή τόν Ἴδιο τόν Θεό. Γι αὐτό, λοιπόν, λέγει: «Κρῖνόν με ὁ Θεός καί δίκασον τήν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου» (42,1). Παρακαλεῖ τόν Θεό νά δικάσει τήν ὑπόθεσή του καί νά τόν δικαιώσει. Τό «οὐχ ὅσιον ἔθνος», τό ὁποῖον ἐχθρεύεται τόν ποιητή μας, εἶναι ὁ ἐθνικός κόσμος μεταξύ τοῦ ὁποίου ζοῦσε, αὐτοί πού τόν ἐνέπαιζαν γιά τόν Θεό του. Ἀλλά ὁ ποιητής μας πιστεύει τόν Θεό ὡς «κραταίωμά» του (42,2) καί Τόν παρακαλεῖ νά τοῦ δώσει τήν βοήθειά Του, ἡ ὁποία θά πιστοποιήσει καί θά βεβαιώσει ὅτι εἶναι πιστός καί ἀληθινός («φῶς καί τήν ἀλήθειάν σου», 42,3), καί θά τοῦ δώσει τήν ὑγεία του, γιά νά πορευθεῖ στά Ἰεροσόλυμα, στό «ἅγιο ὄρος καί στά σκηνώματα» τοῦ Κυρίου (42,3) καί νά παρουσιαστεῖ «εἰς τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ», γιά νά Τόν λατρεύσει «ἐν κιθάρᾳ» (42,4)! 5