Μαρία Βενιέρη: Το πέπλο της αντίληψης. Αισθήσεις και αντικείμενα. Αθήνα: Νήσος 2013, 205 σ., 10.



Σχετικά έγγραφα
GEORGE BERKELEY ( )

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΕΜΠΕΙΡΙΑ: ΘΕΜΕΛΙΟ Ή ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ;

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

Συνείδηση, αντίληψη και τυφλή όραση

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ.

DAVID HUME ( ) «Δεν αντίκειται στο λόγο να προτιμήσω την καταστροφή του κόσμου από το να γδάρω το δάχτυλό μου» 28

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Ο συμπεριφορισμός ή το μεταδοτικό μοντέλο μάθησης. Η πραγματικότητα έχει την ίδια σημασία για όλους. Διδάσκω με τον ίδιο τρόπο όλους τους μαθητές

Μαρία Πουρνάρη: Επιστημική δικαιολόγηση. Μια γνωσιοθεωρητική προσέγγιση. Αθήνα: Νήσος 2013, 170 σ., 10.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Στέλιος Βιρβιδάκης: Η υφή της ηθικής πραγματικότητας. Αθήνα: Leader Books 2009, 479 σ., 34.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Σκεπτικισμός. Το τρίλλημα του Αγρίππα: άπειρη αναδρομή, κυκλικότητα, δογματισμός.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 1 ο Εισαγωγή στις Βασικές Έννοιες

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Συνεργατικές Τεχνικές

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ 2003 ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

1 Ανάλυση Προβλήματος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 1: Οι φιλοσοφικές καταβολές της ψυχολογίας

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, )

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΑΐΟΥ ΔΕ ΤΡΙ ΤΕ 3-6 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Π.ΛΕΣΧΗ ΙΠΠ. 15 (ΒΙΝΤΕΟΣΚΟΠΗΣΗ)

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η έννοια της αιτιότητας στη φιλοσοφία του Kant: η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Θεοφανία Ανδρονίκου Βασιλάκη: "Θέλω κάποια στιγμή να γράψω ένα μυθιστόρημα που να έχει όλα τα είδη"

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Η ενδιάμεση εξέταση θα διεξαχθεί την Παρασκευή 24/11, από τις μέχρι τις

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Ο φιλοσοφικός στοχασμός ως κριτήριο της επιστημονικής αξίωσης

Διάταξη Θεματικής Ενότητας DEE 121 / Δικαστική Προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Περιβαλλοντικό άγχος. Ορισμοί και μοντέλα Πυκνότητα Αίσθημα συνωστισμού Θόρυβος

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Βασικές αρχές του αντι θετικιστικού κινήματος. Τα άτομα έχουν πρόθεση και δημιουργικότητα στη δράση τους, δρουν εσκεμμένα και κατασκευάζουν νοήματα.

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΈΣ, ΜΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΈΣ ΜΈΘΟΔΟΙ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ 21 / Εισαγωγή στην αρχαία Ελληνική και Πρώιμη Βυζαντινή Λογοτεχνία

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Ανθρώπινη Νόηση: 10,000 χρόνια πριν και µετά το Πέτρος Α. Μ. Τζελεπίδης (Gelepithis) Dasein, φilosoφy café, 10 Μαρτίου 2010

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

NORWOOD RUSSELL HANSON ( ) (Νόργουντ Ράσελ Χάνσον) Η ιδέα της θεωρητικής φόρτισης

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

Η διδασκαλία της Φιλοσοφίας (Φ374)

Ο ρόλος της εικόνας στα μαθήματα των φυσικών επιστημών

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Φιλοσοφική Ανθρωπολογία

Transcript:

1/9 2015-02 Βενιέρη: Το πέπλο της αντίληψης Μαρία Βενιέρη: Το πέπλο της αντίληψης. Αισθήσεις και αντικείμενα. Αθήνα: Νήσος 2013, 205 σ., 10. Κρίνει ο Νίκος Αυγελής (Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ) nikosavgelis@gmail.com Η Μαρία Βενιέρη πραγματεύεται σε πολλά επίπεδα (φαινομενολογικό, οντολογικό, γνωσιολογικό και σημασιολογικό) ένα κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας της αντίληψης, το πρόβλημα της γνωστικής μας πρόσβασης στον κόσμο μέσω των αισθήσεων: είναι η πρόσβασή μας αυτή αδιαμεσολάβητη ή διαμεσολαβημένη; Το πρόβλημα αυτό διατρέχει τη νεότερη φιλοσοφία και σήμερα παρουσιάζεται με τη μορφή μιας διαμάχης ανάμεσα στον άμεσο και έμμεσο ρεαλισμό. Οι οπαδοί των εν λόγω φιλοσοφικών κατευθύνσεων καλούνται να απαντήσουν σε ένα κρίσιμο φιλοσοφικό ερώτημα: πώς είναι εν γένει δυνατή η πρόσβασή μας σε μια πραγματικότητα που υφίσταται ανεξάρτητα από τον νου και τη γνώση μας; Και μπορεί την πρόσβασή μας αυτή να τη διασφαλίσει η αισθητηριακή εμπειρία ή η αισθητηριακή αντίληψη; Γιατί το φιλοσοφικό πρόβλημα του ρεαλισμού δεν είναι το status της πραγματικότητας (η ανεξαρτησία της δηλαδή από τον νου ),αλλά η πρόσβασή μας σε αυτήν, μια πρόσβαση που δίχως την αισθητηριακή αντίληψη είναι αδιανόητη. Η Βενιέρη εστιάζει την έρευνά της στην αίσθηση της όρασης ως της γέφυρας μεταξύ οντολογίας και γνωσιολογίας και στο πλαίσιο αυτό επιχειρεί να αναδείξει τις εσωτερικές δυσχέρειες τόσο του άμεσου όσο και του έμμεσου ρεαλισμού. Το κεντρικό ερώτημα γύρω από το οποίο οργανώνει την έρευνά της είναι: υπάρχει ένα πέπλο της αντίληψης που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο; Ο άμεσος ρεαλισμός στην απλοϊκή του εκδοχή πρέπει να εξηγήσει τα φαινόμενα της ψευδαίσθησης (hallucination) και της παραίσθησης (illusion), που είναι ισχυρά επιχειρήματα υπέρ του σκεπτικισμού και του αντι-ρεαλισμού και που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη θέση του ότι η πραγματικότητα είναι όπως ακριβώς την αντιλαμβανόμαστε και ότι έχουμε συνεπώς μιαν άμεση πρόσβαση σε αυτήν. Θεωρώντας ως κομβικό σημείο του φιλοσοφικού προβλήματος της αντίληψης το επιχείρημα της ψευδαίσθησης, η συγγραφέας διερευνά τον ρόλο που αυτό παίζει στη διαμόρφωση των διάφορων θεωριών της αντίληψης εκκινώντας από τις θεωρίες του άμεσου ρεαλισμού. Πρόκειται συγκεκριμένα για τη διαζευκτική, την αποβλεπτική και την ενεργητική θεωρία της αντίληψης.

2/9 Η διαζευκτική θεωρία της αντιληπτικής εμπειρίας αποτελεί σήμερα την επικρατέστερη μορφή του άμεσου ρεαλισμού, με κορυφαίους εκπροσώπους τον J. M. Hinton, τον P. Snowdon, τον J. McDowell και τον F. M. Martin. Στρέφεται κυρίως ενάντια στη θέση, που βασίζεται στο επιχείρημα της ψευδαίσθησης (hallucination), ότι για να δικαιολογηθεί η δυνατότητα της αντιληπτικής πλάνης πρέπει το άμεσο περιεχόμενο της αντίληψης να εκληφθεί ως μια αναπαράσταση. Η ένσταση της διαζευκτικής θεωρίας συνίσταται στο εξής: αν από τη σκοπιά του υποκειμένου που αντιλαμβάνεται η αληθής αισθητηριακή εμπειρία δεν διακρίνεται από την ψευδαισθητική εμπειρία, τότε το περιεχόμενο της αντίληψης δεν μπορεί να είναι το ίδιο το αντικείμενό της ή η κατάσταση πραγμάτων, αλλά μονάχα μια αναπαράσταση, ένα φαινόμενο ουδέτερο ως προς την αλήθεια ή το ψεύδος. Αυτή η αναπαράσταση είναι κατά την έκφραση του Μακντάουελ o «μέγιστος κοινός παράγων» (σ. 30) μεταξύ της αληθούς και της ψευδούς αντιληπτικής εμπειρίας. Αλλά «για τη διαζευκτική θεωρία δεν παρεμβάλλεται κάτι ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο που είναι κοινό και στην αληθή και στην ψευδαισθητική εμπειρία» (σ. 31). Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε τα ίδια τα πράγματα, ενώ στη δεύτερη ένα απλό φαινόμενο. Προς αποφυγή παρερμηνειών η συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η έννοια της αναπαράστασης έχει διαφορετικό περιεχόμενο στη διαζευκτική θεωρία της αισθητηριακής εμπειρίας από ό,τι στη νεότερη φιλοσοφία της αντίληψης. Στη διαζευκτική θεωρία τόσο οι αληθείς όσο και οι ψευδείς αντιλήψεις ή πεποιθήσεις αναφέρονται άμεσα στην πραγματικότητα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η διαζευκτική δηλαδή θεωρία αντιστρέφει τη σχέση ανάμεσα στην αισθητηριακή αντίληψη ή τις πεποιθήσεις μας και την πραγματικότητα: Για τη νεότερη ανάλυση της αισθητηριακής αντίληψης οι α- ντιλήψεις μας ή οι πεποιθήσεις μας αναφέρονται στον κόσμο διαμέσου του ουδέτερου προτασιακού περιεχομένου, που ορίζει τις συνθήκες αλήθειας, αν δηλαδή είναι αληθείς ή ψευδείς. Στη διαζευκτική θεωρία η σχέση αυτή αντιστρέφεται: μια πεποίθηση έχει προτασιακό περιεχόμενο ότι p, αν αναφέρεται στην πραγματικότητα όντας ή αληθής ή ψευδής. Οι πεποιθήσεις μας διακρίνονται όχι ως προς το προτασιακό περιεχόμενό τους αλλά ως προς τον τρόπο αναφοράς τους στην πραγματικότητα. Έτσι αποκλείεται η δυνατότητα να έχουμε πεποιθήσεις δίχως μια πραγματικότητα στην οποία να αναφέρονται: ή έχει κάποιος μια αληθή πεποίθηση ότι p ή μια ψευδή πεποίθηση ότι όχι-p. Αν, για παράδειγμα, κάποιος βλέπει ένα δέντρο, η αντιληπτική του εμπειρία έχει ένα άλλο περιεχόμενο από ό,τι έχει όταν πιστεύει ψευδώς ότι βλέπει ένα δέντρο. Μόνον αν βλέπει πράγματι ένα δέντρο, έχει η αντίληψή του ως περιεχόμενο της ένα δέντρο. Κατά την εξτερναλιστική αυτή θεωρία της αντίληψης δεν υπάρχει ένα ουδέτερο ως προς την αλήθεια ή το ψεύδος περιεχόμενο της αντίληψης που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο υ- ποκείμενο και τον κόσμο. Η Βενιέρη επισημαίνει ορθά ότι η προσέγγιση του Μακντάουελ αναδεικνύει τη γνωσιολογική μόνον πτυχή του ζητήματος αλλά συγκαλύπτει τη φαινομενολογική. Γιατί σε φαινομενολογικό ή επιστημικό επίπεδο η αληθής αντιληπτική εμπειρία δεν διακρίνεται από την ψευδαισθητική. Στο πλαίσιο της εξτερναλιστικής προσέγγισης του Μακντάουελ η βασική πτυχή του ζητήματος είναι η γνωσιολογική και όχι η επιστημική, που είναι δευτερεύουσα με την εξής έννοια: όταν έχω, για παράδειγμα, την εντύπωση ότι βλέπω

3/9 ένα δέντρο μπροστά μου, αυτό σημαίνει ότι ή βλέπω ένα δέντρο ή μου φαίνεται ψευδώς ότι βλέπω ένα δέντρο. Το ουδέτερο περιεχόμενο της αντίληψης επιδέχεται αναγωγή στη διαζευκτική απόφανση: ή βλέπω ένα δέντρο ή μου φαίνεται ότι βλέπω ένα δέντρο ψευδώς. Για τον Μακντάουελ αυτή είναι η βασική περιγραφή της αντιληπτικής εμπειρίας, η άλλη είναι δευτερεύουσα. Πάνω σε τούτη τη βάση ο Μακντάουελ χτίζει το υπερβατολογικό και αντισκεπτικό του επιχείρημα, το οποίο ωστόσο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά ουσιαστικά το εξαλείφει αίροντας τον δυισμό λόγου και φύσης, αφού ε- μπειρία και αντικείμενο εξακολουθούν να παραμένουν δύο, ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Η συγγραφέας δεν προχωρά εδώ σε μια διερεύνηση των «νατουραλιστικών» προϋποθέσεων της σκέψης του Μακντάουελ, καθώς επικεντρώνει την έρευνά της στην ανάλυση της φαινομενολογικής πτυχής της αισθητηριακής αντίληψης. Ο Μακντάουελ επικεντρώνει, όπως επισημαίνει η Βενιέρη, το ενδιαφέρον του στη γνωσιολογική πτυχή του ζητήματος και δεν διερευνά και τη φαινομενολογική πτυχή του και από τη σκοπιά αυτή ο Martin μας δίνει μια πληρέστερη περιγραφή της αντιληπτικής εμπειρίας, καθώς εντάσσει στην έρευνά του και το επιστημικό status της αντιληπτικής εμπειρίας, τη μη διακριτότητα δηλαδή της αληθούς από την ψευδαισθητική εμπειρία. Ωστόσο διασώζει τη βασική θέση της διαζευκτικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η αληθής αντιληπτική εμπειρία, σε αντιδιαστολή προς την ψευδαισθητική, αναφέρεται σε μια ανεξάρτητη από τον νου πραγματικότητα. Η συγγραφέας προβαίνει σε μια κριτική αποτίμηση της θέσης του Martin επισημαίνοντας ορισμένες εσωτερικές της δυσχέρειες: Πρώτον, ο αρνητικός ορισμός της ψευδαισθητικής εμπειρίας δεν μας δίνει κριτήρια διάκρισης μεταξύ διαφορετικών ψευδαισθήσεων. εύτερον, είναι πολύ ευρύς και δεν αποκλείει άλλα είδη νοητικών καταστάσεων που δεν είναι ψευδαισθητικές, όπως οι καταστάσεις της φαντασίας ή τα συνειδητά όνειρα και, τρίτον, ο ορισμός αυτός δεν ισχύει και για τα ζώα που δεν έχουν τις γνωστικές ικανότητες να διακρίνουν τις εμπειρίες τους (σ. 42-50). Η συγγραφέας εξετάζει στη συνέχεια μιαν άλλη εκδοχή του αφελούς ρεαλισμού που φιλοδοξεί να υπερβεί τις δυσκολίες της θεωρίας του Martin τοποθετώντας το όλο πρόβλημα σε άλλο επίπεδο, στο επίπεδο των πεποιθήσεων. Πρόκειται για τη θεωρία του Fish ο οποίος δέχεται ότι η ψευδαισθητική εμπειρία δεν έχει ουσιώδη φαινόμενο χαρακτήρα, δεν έχει δηλαδή το δικό της χαρακτηριστικό που θα μας επέτρεπε να την ταυτοποιήσουμε ως ψευδαίσθηση. Η ταυτοποίηση της ψευδαισθητικής εμπειρίας γίνεται μέσω των γνωστικών αποτελεσμάτων της που δεν διαφέρουν από εκείνα μιας αληθούς αντίληψης. Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνει η συγγραφέας, οι απορίες σε ό,τι αφορά τη φύση της αντιληπτικής εμπειρίας παραμένουν, καθώς στις πεποιθήσεις μας περιλαμβάνονται έννοιες, οι οποίες δεν είναι δυνατό να έχουν τον ίδιο φαινόμενο χαρακτήρα με τις αντιληπτικές εμπειρίες μας. Με ζητούμενο πάντα την εσώτερη υφή της αντιληπτικής εμπειρίας, η Βενιέρη προβαίνει στη συνέχεια σε μια κριτική ανασύνθεση της νέας, δυναμικής θεώρησης της αντίληψης που στηρίζεται στην αρχή ότι «η αντίληψη είναι ένα είδος δράσης» (σ. 58 ). Στο πλαί-

4/9 σιο της θεωρίας αυτής της αντιληπτικής εμπειρίας, κατά την οποία το υποκείμενο βρίσκεται σε μια αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, δεν είναι δηλαδή παθητική αλλά ενεργητική, ενδιάμεσες νοητικές καταστάσεις (τα αναπαραστασιακά περιεχόμενα) καθίστανται περιττές, αφού ο κόσμος είναι δυνάμει παρών στο υποκείμενο της αντίληψης που έχει μια υπόρρητη γνώση των αισθητηριοκινητικών ενδεχομενικοτήτων, κατέχει δηλαδή αυτομάτως τους νόμους που διέπουν την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον (αισθητηριακές ροές). Πρόκειται για μια εξτερναλιστική θεωρία της αντίληψης που πρεσβεύει ότι «το αντιληπτικό περιεχόμενο δεν καθορίζεται μόνον από εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις, αλλά και από το περιβάλλον», με δυο λόγια, «τα αντιληπτικά περιεχόμενα δεν είναι μόνον στο κεφάλι» σύμφωνα με μια παράφραση της γνωστής ρήσης του Πάτναμ (H. Putnam). Η Βενιέρη δεν αρκείται σε μια χαρτογράφηση βασικών στοιχείων της αισθητηριοκινητικής θεωρίας στην ισχυρή και στην ασθενή της εκδοχή (Α. Νοe), αλλά προχωρά και σε μια αποτίμησή της με κριτήριο τη δυνατότητά της να εξηγήσει τη φύση της ψευδαισθητικής εμπειρίας και της φαινόμενης συνείδησης. Από τις αναλύσεις της προκύπτει ότι το πρόβλημα της ψευδαισθητικής εμπειρίας δεν λύνεται στο πλαίσιο μιας θεωρίας επιγένεσης της συνείδησης, αλλά ούτε και στο πλαίσιο μιας δυναμικής θεώρησης της φαινόμενης συνείδησης, που αρνείται την ύπαρξη ποιοτικών χαρακτηριστικών των νοητικών καταστάσεων (qualia) με το επιχείρημα ότι οι οπτικές, για παράδειγμα, εμπειρίες μας είναι δυναμικές διαδικασίες, που σημαίνει ότι δεν είναι δεδομένες αλλά δυνάμει. Οι υ- ποκειμενικές ποιοτικές ιδιότητες των αντιληπτικών καταστάσεων (το αίσθημα του πόνου, η εμπειρία ενός χρώματος, το άκουσμα ενός ήχου), κι αν ακόμη δεχθούμε ότι είναι προϊόντα μιας αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, είναι εν χρόνω, έχουν μια διάρκεια και συνεπώς δεν μπορούν να εκληφθούν ως υπόρρητη γνώση αισθητηριοκινητικών δεξιοτήτων. Η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ναι μεν η ενεργητική θεωρία της αντίληψης μάς βοηθάει να καταλάβουμε τον δυναμικό χαρακτήρα της αντίληψης, ωστόσο δεν μπορεί να εξηγήσει τη φαινόμενη συνείδηση και τις ποιότητές της με αναγωγή σε μια υπόρρητη γνώση αισθητηριοκινητικών νόμων και συνεπώς δεν μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο σώμα και στον νου. Μια άλλη εκδοχή του άμεσου ρεαλισμού αποτελεί η αποβλεπτική θεωρία της αντίληψης, η οποία βασίζεται στην έννοια της αποβλεπτικότητας των ψυχικών φαινομένων ή των νοητικών καταστάσεων (όπως είναι η πεποίθηση, ο φόβος, η ελπίδα κ.ά.), έννοια που εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Μπρεντάνο (Franz Brentano) για να χαρακτηρίσει τα ψυχικά φαινόμενα και να τα αντιδιαστείλει από τα φυσικά φαινόμενα. Πέρα από μια σύντομη αναφορά στον Μπρεντάνο η συγγραφέας δεν προχωρά και σε μια διερεύνηση της αποβλεπτικότητας των ψυχικών φαινομένων, όπως αυτή επαναπροσδιορίζεται από τον Έ. Χούσσερλ προφανώς επιλέγει να συζητήσει τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο της έρευνάς της. Οι σύγχρονες θεωρίες της αποβλεπτικότητας της συνείδησης είναι κατά κανόνα φυσιοκρατικές, θεωρίες δηλαδή που επιχειρούν να εξηγήσουν τις νοητικές καταστάσεις με τα μέσα της φυσικής επιστήμης, καθότι ως φορείς των αποβλεπτικών αναπαραστασιακών περιεχομένων είναι φυσικές καταστάσεις, για παράδειγμα,

5/9 στον εγκέφαλο. Προς αποφυγή παρερμηνειών η συγγραφέας σπεύδει να αντιδιαστείλει την έννοια της αναπαράστασης, που απαντούμε στις αποβλεπτικές θεωρίες της αντίληψης, από εκείνη που απαντούμε στη νεότερη φιλοσοφία (στον Ντεκάρτ και στους άγγλους εμπειριστές), όπου η αναπαράσταση νοείται ως μια ιδιωτική μη φυσική οντότητα που είναι προσιτή μόνον στο υποκείμενο και που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο δημιουργώντας έτσι ένα πέπλο, το «πέπλο της αντίληψης» (σ. 72-3). Οι εξτερναλιστικές αναπαραστασιακές θεωρίες της συνείδησης συνδέουν σήμερα τη φιλοσοφία με τις πρόσφατες έρευνες σχετικά με τις λειτουργίες του εγκεφάλου και με την τεχνητή νοημοσύνη. Το ισχυρό επιχείρημα των θεωριών αυτών είναι το επιχείρημα της νοητικής οικονομίας και του υψηλού εξηγητικού τους δυναμικού: για να εξηγήσουν δηλαδή τα συνειδησιακά περιεχόμενα, δεν χρειάζεται να εισαγάγουν νέες οντότητες, ενώ παράλληλα έχουν, όπως διατείνονται, τα εννοιολογικά μέσα για να περιγράψουν τα διάφορα είδη συνειδησιακών περιεχομένων, αλλά και των ψευδαισθησιακών ονείρων. Για δύο κύριους εκπροσώπους της αναπαραστασιακής θεωρίας, τον Fred Dretske και τον Michael Tye, οι νοητικές διαδικασίες, που εμπλέκονται στην αντίληψη, επιδέχονται αναγωγή σε φυσικές. Στο σημείο αυτό τίθεται το μείζον πρόβλημα της φιλοσοφίας του νου, αν δηλαδή το νοητικό ανάγεται στο φυσικό, αν, συγκεκριμένα, ένα αυστηρό «αναγωγιστικό» πρόγραμμα στο πεδίο των αντιληπτικών διαδικασιών είναι εφικτό. Προς διερεύνηση είναι εν προκειμένω το αίνιγμα της συνείδησης ή η υποκειμενικότητα της εμπειρίας. Είναι δυνατό να κατανοηθεί η συνείδηση ως ένα φυσικό και νευροβιολογικό φαινόμενο; Ή υπάρχει και μια πτυχή του φαινομένου, η πτυχή της υποκειμενικότητας, που δεν μπορεί να αναχθεί στο αναπαραστασιακό περιεχόμενο της αντιληπτικής εμπειρίας, οπότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν ιδιωτικές ποιότητες, τα άτομα της συνείδησης ή, αλλιώς, εγγενείς ιδιότητες της εμπειρίας,τα qualia, για τα οποία δεν υφίσταται διαφορά ανάμεσα στο Είναι και το φαίνεσθαι; Η συγγραφέας διερευνά τα γνωσιοθεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εξτερναλιστικές θεωρίες της αντίληψης, όπως είναι η επιστημική ασυμμετρία, που τονίζει ιδιαίτερα ο Frank Jackson, και το εξηγητικό χάσμα, η αδυναμία μας δηλαδή να εξηγήσουμε πώς συνδέεται η φαινόμενη συνείδηση με νευροφυσιολογικές καταστάσεις, από όπου συνάγεται ότι υφίσταται και ένα οντολογικό χάσμα ανάμεσα στο φυσικό και το νοητικό, και ότι συνεπώς μια οντολογική αναγωγή της συνείδησης δεν είναι δυνατή. Η συνείδηση δεν νοείται ως επιγένεση νευροβιολογικών διεργασιών και, όπως τονίζει ο David Chalmers, έχει μια ουσιαστική θέση στη φύση. Η συγγραφέας διαλογίζεται καθ όλη την πορεία της έρευνάς της το αρχικό της, κρίσιμο ερώτημα: υπάρχει ένα πέπλο της αντίληψης που μεσολαβεί ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο; Η κριτική ανασυγκρότηση των θεωριών της αντίληψης του άμεσου ρεαλισμού στοχεύει στην αποσαφήνιση ακριβώς του ερωτήματος αυτού. Ο άμεσος ρεαλισμός επιστρατεύει διάφορα επιχειρήματα για να δείξει ότι η σχέση ανάμεσα στο υ- ποκείμενο και τον κόσμο είναι αδιαμεσολάβητη και ότι, συνεπώς, δεν υπάρχει ανάγκη προσφυγής σε σκοτεινές οντότητες, όπως είναι οι ιδέες ή οι εντυπώσεις των βρετανών

6/9 εμπειριστών ή τα αισθητηριακά δεδομένα των αναλυτικών φιλοσόφων του εικοστού αιώνα. Αλλά, όπως δείχνει στη μελέτη της η Βενιέρη, οι εξτερναλιστικές θεωρίες της αντίληψης αδυνατούν να εξηγήσουν τη φαινόμενη συνείδηση ή να αναγάγουν το φαινόμενο περιεχόμενο της εμπειρίας σε αναπαραστασιακό. Αυτό ακριβώς αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για μια εναλλακτική θεώρηση της αντιληπτικής εμπειρίας που θεωρεί ότι η πρόσβασή μας στον κόσμο δεν είναι αδιαμεσολάβητη και που έχει τις ρίζες της στη νεότερη φιλοσοφία του Ντεκάρτ και των βρετανών εμπειριστών. Πρόκειται για μια εκδοχή του έμμεσου ρεαλισμού που στον εικοστό αιώνα παρουσιάζεται ως θεωρία των αισθητηριακών δεδομένων. Τα αισθητηριακά δεδομένα είναι μη φυσικές οντότητες, υποκειμενικές και ιδιωτικές, και αποτελούν το λεγόμενο πέπλο της αντίληψης που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο. Η Βενιέρη αναλύει καταρχάς τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης των αισθητηριακών δεδομένων, που είναι ο κοινός παράγων της αληθούς και της ψευδαισθητικής εμπειρίας και που εξηγεί τη μη διακριτότητά τους. Όπως εύστοχα παρατηρεί, μπροστά στο επιχείρημα των οπαδών της διαζευκτικής θεωρίας ότι από τη μη διακριτότητα των δύο καταστάσεων δεν συνάγεται ότι αυτές είναι ίδιας υφής (σ. 119), οι οπαδοί του έμμεσου ρεαλισμού ενισχύουν το επιχείρημα της ψευδαίσθησης με το αιτιακό επιχείρημα: μπορούμε δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε τις νευροφυσιολογικές διαδικασίες κατά την αληθή α- ντίληψη, να επέμβουμε σε κάποια φάση των διεργασιών αυτών, ώστε να δημιουργήσουμε μιαν ακριβώς όμοια εμπειρία, μια ψευδαισθητική εμπειρία. Αν τώρα μια ψευδαισθητική και μια αληθής εμπειρία έχουν τα ίδια νευροφυσιολογικά αίτια, συμπεραίνουμε ότι κατά την αληθή αντίληψη έχουμε ως άμεσα αντικείμενα αισθητηριακά δεδομένα. Ως εκ τούτου δεν αντιλαμβανόμαστε τα φυσικά αντικείμενα παρά μόνον μέσω των αισθητηριακών δεδομένων. Αναγνωρίζοντας τον κομβικό χαρακτήρα που έχει το αιτιακό επιχείρημα ως αναπόσπαστο μέρος του ευρύτερου επιχειρήματος της ψευδαίσθησης στη διαμάχη μεταξύ άμεσου και έμμεσου ρεαλισμού, η Βενιέρη εστιάζει στο εγχείρημα της διαζευκτικής θεωρίας να υποσκάψει την ισχύ του επιχειρήματος αυτού προβαίνοντας σε μια διάκριση ανάμεσα στις υποκειμενικές καταστάσεις ή τις καταστάσεις που είναι προσβάσιμες μέσω του πρώτου προσώπου και τις καταστάσεις που είναι προσβάσιμες μέσω του τρίτου προσώπου, όπως κάνει χαρακτηριστικά ο Μακντάουελ. Το συμπέρασμα των αναλύσεών της είναι ότι η μετάβαση από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο δεν είναι καθόλου αυτονόητη και ότι η αποσύνδεση του αντιληπτικού συστήματος από την άμεση σχέση που συνδέει το υποκείμενο με τα αντικείμενα του κόσμου μας στο επίπεδο του πρώτου προσώπου δεν εξηγεί ή και παραβλέπει το γεγονός ότι το αντιληπτικό σύστημα επηρεάζει τον τρόπο που το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Εκτός από το επιχείρημα της ψευδαίσθησης, ο έμμεσος ρεαλισμός επικαλείται και δύο άλλα επιχειρήματα, το επιχείρημα της παραίσθησης και της χρονικής υστέρησης που συνηγορούν υπέρ της μη διακριτότητας μεταξύ της αληθούς και της ψευδούς αντίληψης: και στις δύο περιπτώσεις αντιλαμβανόμαστε αισθητηριακά δεδομένα που μεσολαβούν ανάμεσα στο υποκείμενο και τα αντικείμενα.

7/9 Στο πλαίσιο μιας ανασυγκρότησης της «αναπαραστασιακής» θεωρίας της αντίληψης στην ισχυρότερη μορφή της, η Βενιέρη ανατρέχει στη συζήτηση για τις πρωτεύουσες και τις δευτερεύουσες ποιότητες που άρχισε στον δέκατο έβδομο αιώνα με κεντρικό πρόσωπο τον Τζον Λοκ, για τον οποίο τα άμεσα αντικείμενα της αντίληψης είναι ιδέες που απεικονίζουν ή αναπαριστάνουν τον κόσμο. Αλλά αυτό ισχύει μόνον για τις πρωτεύουσες ποιότητες (σχήμα, μέγεθος, κίνηση), γιατί τις δευτερεύουσες ποιότητες (χρώματα, οσμές, ήχους, γεύσεις) δεν τις αντιλαμβανόμαστε άμεσα, πράγμα που κλονίζει τη θεωρία του αφελούς ρεαλισμού που πρεσβεύει ότι οι δευτερεύουσες ποιότητες είναι εγγενείς ποιότητες των αντικειμένων, παραβλέποντας έτσι το γεγονός της εμπειρίας, για παράδειγμα, των χρωμάτων από την πλευρά του πρώτου προσώπου. Οι δευτερεύουσες ποιότητες των χρωμάτων εξαρτώνται από τον παρατηρητή, αποτελούν qualia, ιδιότητες δηλαδή της εμπειρίας ή των αισθητηριακών δεδομένων, τον τρόπο δηλαδή που μας φαίνονται τα πράγματα. Αυτές οι ιδιότητες της συνειδητής εμπειρίας, αντικείμενα της ενδοσκόπησης, είναι που γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα (Ντεκάρτ). H σύγχρονη διαμάχη αναμεσα στην ιντερναλιστική και την εξτερναλιστική (πρβλ. Daniel C. Dennett) θεωρία της αντίληψης στρέφεται εν πολλοίς γύρω από το ερώτημα για το οντολογικό status των qualia. Στο συγκείμενο αυτό μπορούμε να καταλάβουμε την εύστοχη επισήμανση της Βενιέρη ότι η θέση του άμεσου ρεαλισμού γίνεται δυσκολότερη στην ιντερναλιστική θεωρία του Μπάρκλεϋ (G. Berkeley). Στην ο- ντολογία της άμεσης αντίληψης του Μπάρκλεϋ η εν λόγω διάκριση καταργείται: όλες οι ποιότητες είναι δευτερεύουσες, δηλαδή μέσα στον νου (esse est percipi), που σημαίνει ότι όλες οι άμεσα αντιληπτές ποιότητες συγκροτούν το αντικείμενο με τον ίδιο τρόπο. Το οντολογικό πρόγραμμα του Μπάρκλεϋ επιδέχεται ωστόσο και διαφορετική ερμηνεία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις η αρχή του Μπάρκλεϋ θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ μιας μορφής άμεσου ρεαλισμού, σύμφωνα με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε άμεσα φυσικά αντικείμενα. Την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση απαντούμε στον Georges Pappas. 1 Αλλά και για τον A. C. Grayling o Μπάρκλεϋ αφήνει χώρο για έναν ρεαλισμό του κοινού νου με τον οποίο θέλει να συμφιλιώσει τη φιλοσοφία, όπως ομολογεί ο ίδιος. 2 O Yolton επίσης επιχειρεί μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας της νεότερης φιλοσοφίας από τον Ντεκάρτ ώς τον Καντ, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες δεν είναι στον Ντεκάρτ νοητικές οντότητες αλλά modi του νοείν που το περιεχόμενό τους είναι πραγματικά αντικείμενα στον χώρο και στον χρόνο, μόνο που είναι στον νου ως αντικείμενα γνώσης. Από τη σκοπιά αυτή, που παραπέμπει στη σχολαστική θεωρία του esse objectivum, ο Yolton ερμηνεύει και την αρχή του Μπάρκλεϋ esse est percipi ως μια ρεαλιστική θέση που δηλώνει ότι αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα όπως αυτά είναι. 3 Πρόκειται για μια ερμηνευτική προσέγγιση που αλλάζει την εικόνα που έχουμε για την εξέλιξη της νεότερης φιλοσοφίας και που έρχεται σε αντίθεση με την πρόσληψή 1 Βλ. G. S. Pappas, «Berkeley and Immediate Perception», στο E. Sosa (επιμ.), Essays in the Philosophy of George Berkeley (Dordrecht: D. Reidel 1987), σ. 195 κ.ε. 2 Βλ. A. C. Grayling, Berkeley: The Central Arguments (Οξφόρδη: Oxford University Press 1986), σ. 17-22. 3 Βλ. J. W.Yolton, Perception and Reality: A History from Descartes to Kant (Ithaca & Λονδίνο: Cornell University Press 1996), σ. 72, 146 κ.ε.

8/9 της από τη φιλοσοφική παράδοση ήδη από τον δέκατο όγδοο αιώνα. Η Μαρία Βενιέρη ακολουθεί την ερμηνευτική αυτή φιλοσοφική παράδοση που είναι και η ισχυρότερη και που θεωρεί ότι οι ιδέες είναι τα μόνα άμεσα αντικείμενα της αντίληψης και της νόησης και ότι παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και την πραγματικότητα. Η αϋλοκρατια του Μπάρκλεϋ και ο σκεπτικισμός του Χιουμ είναι η κατάληξη μιας προβληματικής που αρχίζει με τον Ντεκάρτ. Ακολουθώντας το νήμα αυτής της ερμηνευτικής παράδοσης, η Βενιέρη θέτει τα γνωσιολογικά και οντολογικά προβλήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της θεωρίας των αισθητηριακών δεδομένων, προβλήματα που ώς έναν βαθμό εξηγούν τη φυσικαλιστική στροφή που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες στην περιοχή της φιλοσοφίας του νου. Ο φυσικαλισμός αποδέχεται την ύπαρξη μόνον φυσικών οντοτήτων και επιχειρεί να αναδείξει οντολογικής τάξης προβλήματα όπως: ποιο είναι το οντολογικό status των αισθητηριακών δεδομένων, πώς αλληλεπιδρούν και σε ποια σχέση βρίσκονται με τα φυσικά αντικείμενα. Αν η λύση εντός της θεωρίας των αισθητηριακών δεδομένων δεν είναι ο δυισμός, τότε η μόνη διέξοδος που απομένει είναι ο «φαινομενισμός» (B. Russell, Rudolf Carnap, A. J. Ayer) που οδηγεί στην εγκατάλειψη του έμμεσου ρεαλισμού. Εγείρονται ωστόσο και γνωσιολογικής τάξης ζητήματα: αν ανάμεσα σε μας και τον κόσμο μεσολαβούν κάποιες μη φυσικές οντότητες που τον αναπαριστούν, τότε δεν είναι δυνατό να γνωρίσουμε ποτέ κατά πόσο αξιόπιστη είναι αναπαράσταση αυτή. Ο κίνδυνος εν προκειμένω διολίσθησης στον σκεπτικισμό είναι εμφανής. Η συγγραφέας ωστόσο δεν θεωρεί ότι η αξιοπιστία της θεωρίας των αισθητηριακών δεδομένων, η οποία υποστηρίζεται από το φαινόμενο της ψευδαίσθησης, θα κριθεί οριστικά στο οντολογικό ή το γνωσιολογικό επίπεδο αλλά κυρίως στο φαινομενολογικό, από το αν δηλαδή μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά τη φαινομενολογική πτυχή της αντιληπτικής εμπειρίας. Έτσι δοκιμάζει τις αντοχές της θεωρίας αυτής υποβάλλοντάς την σε διπλό έλεγχο, μέσα δηλαδή από το επιχείρημα της απροσδιοριστίας της αντίληψης και το επιχείρημα του χωρικού προσδιορισμού των αισθητηριακών δεδομένων. Ο έλεγχος αυτός ανέδειξε ορισμένες γνωσιολογικές και οντολογικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η θεωρία των αισθητηριακών δεδομένων, δυσχέρειες που, αφενός, εξηγούν τη στροφή προς τον «φαινομενισμό», στο πλαίσιο του οποίου αποφεύγονται ο- ντολογικής τάξης προβλήματα ή διαλύονται στο επίπεδο της γλωσσανάλυσης (R. Carnap), και,αφετέρου, μπορούν να αξιοποιηθούν προς την κατεύθυνση μιας καντιανής προσέγγισης του προβλήματος της αντίληψης. Η Βενιέρη αρκείται ουσιαστικά στην επισήμανση αυτή και δεν επιχειρεί να την εντάξει στον προβληματισμό της προς κατοχύρωση της θέσης του έμμεσου ρεαλισμού για το «πέπλο της αντίληψης» που μεσολαβεί ανάμεσα σε μας και τον κόσμο. Γιατί, αν δεν υπάρχει καθαρή, προ-εννοιολογική εμπειρία, αλλά το «καθαρό δεδομένο» είναι ένας μύθος, όπως υπογραμμίζει ο Wilfrid Sellars μια κριτική του εμπειρισμού που παραπέμπει ευθέως στον Καντ («εποπτείες δίχως έννοιες είναι τυφλές»), τότε πώς μπορεί η αντίληψη να αναφέρεται άμεσα στην πραγματικότητα; Αντιλήψεις δίχως έννοιες θα ήταν τυφλές και δεν θα μπορούσαν να αναφέρονται σε τίποτε. Μια καντιανής τάξης προσέγγιση που υπαινίσσεται η Βενιέρη

9/9 θέτει τη διαμάχη μεταξύ του άμεσου και έμμεσου ρεαλισμού στο ευρύτερο πλαίσιο της διαμάχης για το status λόγου και φύσης. Στον επίλογό της η Βενιέρη ανακεφαλαιώνει τα κύρια σημεία της επιχειρηματολογίας για το πρόβλημα της αντίληψης και καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα αναφορικά με το κεντρικό της ερώτημα: υπάρχει ένα πέπλο της αντίληψης που μεσολαβεί ανάμεσα σε μας και τον κόσμο; Η απάντησή της είναι θετική, στο πνεύμα ωστόσο μιας κριτικής προσέγγισης που αποποιείται κάθε οντολογική δέσμευση ως προς το status των αισθητηριακών δεδομένων ή την υφή του πέπλου της αντίληψης. Το βιβλίο της Βενιέρη δεν αποτελεί μια ανώδυνη δοξογραφική αφήγηση που μένει στο επίπεδο φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων, αλλά έχει πρωτίστως συστηματικό χαρακτήρα. Το εγχείρημά της επικεντρώνεται στο μείζον πρόβλημα της νοητικής πρόσβασής μας στον κόσμο, το οποίο κατέχει κεντρική θέση στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία. Η μέθοδός της είναι κριτική: οι διάφορες θεωρίες της αντίληψης ανασυγκροτούνται, τα επιχειρήματά τους σταθμίζονται και αναζητούνται λύσεις στα επιμέρους προβλήματα. Το βιβλίο είναι γραμμένο με σαφήνεια έτσι που επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται, να εξοικειωθεί με τις βασικές θεωρίες που ε- ξετάζονται και με τη σχετική πλούσια βιβλιογραφία, και τον παρακινεί παραπέρα να σκεφθεί ο ίδιος και να αποτιμήσει κριτικά τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Από τη σκοπιά αυτή η μονογραφία της Βενιέρη είναι μια σημαντική συμβολή στο πεδίο της φιλοσοφίας του νου και, ιδιαίτερα, για την ελληνική βιβλιογραφία. ημοσιεύθηκε: 26.4.2015 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: Αυγελής, Ν.: (Βιβλιοκρισία του:) Μαρία Βενιέρη: Το πέπλο της αντίληψης. Αισθήσεις και αντικείμενα (Αθήνα: Νήσος 2013). Κριτικά 2015-02, <http://www.philosophica.gr/ critica/2015-02.html>.