συρματόσκοινα, και να τελειώσει και με την άσφαλτο, το τσιμέντο και τ αλουμίνιο, να φτάσει κάποτε κει:

Σχετικά έγγραφα
GREEK SECOND ADDITIONAL LANGUAGE: PAPER I. 1. This question paper consists of 13 pages. Please check that your question paper is complete.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Α. Κείμενο: Μαρούλα Κλιάφα, Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς. 1 Δεκεμβρίου. Αγαπημένη μου φίλη Ελένη,

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Πρόσωπα: Αφηγητής- 5 παιδιά: \ Άγιος Βασίλης

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. A. Κυκλώστε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις (μία μόνο απάντηση είναι σωστή σε κάθε περίπτωση)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Κυκλώστε τη μοναδική σωστή απάντηση στις ακόλουθες προτάσεις.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ο μπερντές. Με αφορμή το έκθεμα θέτουμε τα ερωτήματα για να κερδίσουμε την προσοχή των μαθητών και να το παρατηρήσουν.

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

T: Έλενα Περικλέους

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΊΝΑΚΕς ΖΩΓΡΑΦΙΚΉς ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΊΕς

Να γράψετε τα αντίθετα των παρακάτω χρονικών επιρρημάτων.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.


ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Από τους μαθητές/τριές Μπεγκέγιαγ γ Χριστιάνα Παπαδάκης Χριστόφορος Παπαδάκης Π Κωνσταντίνος Ροδουσάκης Μάνος Ραφτοπούλου Πόπη

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ ΣΤ (ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤ ΤΑΞΗΣ)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Kangourou Greek Competition 2015

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

attica mag Πάνω από όλα ο άνθρωπος και οι ανάγκες του περιοδική έκδοση της Attica Bank S.A. Τε ύ χ ο ς Ι α ν ο υ ά ρ ι ο ς

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Ένας πρόλογος που με φέρνει μεταξύ Σκύλου και Χάρυβδης και αφήνει εσάς να προσπαθείτε να μαντέψετε ποιο απ τα δύο θα διαλέξω

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

γεφύρια, τα οποία φέρνουν στην μνήμη από την χώρα καταγωγής τους, βρίσκοντας κοινούς τόπους στην διαπραγμάτευση του θέματος.

Kangourou Greek Competition 2014

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Transcript:

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Δημήτρης Χατζής, Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου. Πήρε, λοιπόν, τη μικρή του τη σύνταξη για τα είκοσι χρόνια του, είχε βέβαια και κάτι λεφτά μαζεμένα με την τόση τη στέρηση και ξεκίνησε αμέσως για την Ελλάδα -για το Ντομπρίνοβο- Ηλιοχώριον, επαρχία Δωδώνης. Μέσα για μέσα στην καρδιά του Πίνδου. Δημήτριος Σκουρογιάννης -ι Μήτρους που λέγαμε,- ο επιστήθιος φίλος μου και φίλος πολύ και του συγγραφέα μας. Στα σαράντα πέντε του πια, μα γερός ακόμα σαν βούβαλος, στρογγυλοπρόσωπος, αγριομάλλης, μεγαλόκορμος και στραβοπόδαρος, όπως είναι όλοι τους από κείνα τα μέρη, από κείνα τα βουνά τα μεγάλα. Και γύρισε ο Σκουρογιάννης εκεί. Έτσι που το χε τάξει στον εαυτό του. Αυτό το Ντομπρίνοβο ήταν το στήριγμα της καρδιάς του στα χρόνια της ξενιτιάς, ήταν το τέρμα του μακρινού ταξιδιού του - κι η ανταμοιβή του μαζί. Τα μεγάλα βουνά της πατρίδας ερχόνταν και ξαναρχόνταν στην ερημιά του ξένου του τόπου, σκεπάζοντας με την αχλύ τη γαλάζια τους την καταχνιά της βορεινής πολιτείας. Και το βράδυ πάλι, καθώς έκλεινε αποσταμένος τα μάτια του, το ξερό, μονότονο όλη μέρα κροτάλισμα των σιδερικών, που βούιζε ακόμα στ αυτιά του, σκεπαζότανε σιγά σιγά από κείνο το γνώριμο, το βαθύ τους ανάσασμα των χιλιάδων και χιλιάδων πεύκων κι ελάτων στον Πίνδο -εκεί, σε κείνον τον τόπο, που 'ταν ο τόπος του, όσο δεν ήτανε κανενός- κι αποκοιμότανε μέσα σ αυτό. Κρυφά, να μη φανερώνεται στους άλλους και τον αποπαίρνουνε με τις σαχλαμάρες και τα πειράγματα του ελληνικού καφενείου, αυτόν το γυρισμό δούλευε μέσα του - και τον χαιρόταν που θα τον είχε. Να τελειώσει καμιά φορά με τις νόρμες, τα ακόρντ, τα όρντουν γκ, τα συρματόσκοινα, και να τελειώσει και με την άσφαλτο, το τσιμέντο και τ αλουμίνιο, να φτάσει κάποτε κει: Κόβι, Μήτρου μ, κόβε να γυρίσουμε καμιά φορά Και καμιά φορά ξεχνιόταν ωστόσο, ξεσπούσε μπροστά στους άλλους: «Ιμείς από του 1 / 11

Ντουμπρίνουβουν», «Ιμείς εκεί στο Ντουμπρίνουβον Ιδέαν δεν έχετε ισείς». Παράτα μας, ρε Σκουρογιάννη, μ αυτό το Ντομπρίνοβο, του ριχνόνταν όλοι. Τότες έσκυβε το κεφάλι, φούσκωνε τα μάγουλά του, μετάνιωνε που του ξέφυγε και το ξανάπε, σώπαινε κι ορκιζότανε μέσα του να φυλάγεται, να το φυλάει για τον εαυτό του, θησαυρό του, καημό του. Αύγουστος ήταν. Από τη Θεσσαλονίκη που κατέβηκε με το τρένο -τίποτα δε στάθηκε να δειγραμμή λεωφορείο και στην Κοζάνη, γραμμή κι από κει για την Κόνιτσα. Εκεί το νοίκιασε το μικρό ημιφορτηγό για τις έξι βαλίτσες του, κάτι δέματα, κάτι πακέτα, άλλα μικρότερα - τα κ αζάντια του στη Γερμανία. Σε τρεις-τέσσερες ώρες σταματήσανε στο μικρό μπακάλικο - ήταν από τότε, πριν φύγει. Τώρα, με το δρόμο που φκιάξανε, το μεγαλώσανε και σταματούν εκεί τα λεωφορεία. Κατέβασε τα πράματα, πλήρωσε τον άνθρωπο, έφυγε το φορτηγάκι, αυτός στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε γύρω του. Αριστερά του το βουνό της Λάιστας, κάτω η βαθιά ποταμιά που πάει με τ άλλα νερά να βρει τον Αώο. Το χειμώνα βουίζει, η πλατιά της χαλικαριά λαμποκοπάει τώρα μέσα στον ήλιο. Πέρα, μπροστά του, ο Γυφτόκαμπος. Αντίκρυ του εκείνη η πλαγιά με τα πεύκα, τα ελάτια να κατρακυλούν αραδιαστά, πυκνά, στητά, φουντωτά. Ξωπίσω της, πέρα, τα βουνά τα μεγάλα - όπως τα 'ξερε. O τόπος του. Είκοσι χρόνια τα στειλε ταχτικά κάθε μήνα στους γονιούς του τα ογδόντα του μάρκα και να ρθει δεν θέλησε. Δεν ήτανε μόνο για τα λεφτά, την οικονομία και δεν ήταν ύστερα μονάχα για τη δικτατορία, τις φασαρίες. Χωρίς να το ξέρει, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί τέτοια πράματα, ήταν κι αυτός από τους ανθρώπους εκείνους που δεν το λιανίζουνε τ όνειρό τους, το θέλουν ακέριο, σωστό, μια και καλή, το φκιάχνουνε μέσα τους, το στήνουνε, το δουλεύουν και ξέρουν, μπορούνε να την καρτερούνε την ώρα του. Το χωριό αρχίζει λίγο πιο κάτω απ' το δρόμο, κατηφορίζοντας από τούτη τη μεριά της βαθιάς κοιλάδας. Τίποτα δε φαίνεται από το δρόμο. Μεγάλες καρυδιές τα κρύβουν, τα σκεπάζουν ολότελα τα πέτρινα σπίτια του ως κάτω στην εκκλησία με τον πελώριο πλάτανο μπρος της. Το μεσημέρι κρατούσε ακόμα, ψυχή δεν ήταν στο δρόμο. Τράβηξε τα πράματά του στην άκρη, κάθισε στον ίσκιο πάνω σ ένα κασόνι κι άκουγε τα τζιτζίκια. Σήκωσε μια στιγμή το κεφάλι κατά το δέντρο, χαμογέλασε - τον καλωσορίζανε. 2 / 11

Εκεί τον βρήκαν αργότερα, τον γνωρίσανε, τον βοήθησαν να κατεβάσουν τα πράματα, μπήκε στο πατρικό του, ήρθαν όλοι, τον καλωσορίσανε, τον δεχτήκανε μετά χαράς, μείνανε ως το βράδυ μαζί του. Είχε φτάσει. Από τότε που γίνηκε ο κόσμος, οι Ντομπρινοβίτες ξενιτεύονται. Στο χωριό τους γυρίζουν άμα γεράσουν. Ποτές τους δεν ήτανε ξυλοκόποι στα δάση που χουνε γύρω τους, αγωγιάτες στα βουνά τους, τσομπαναραίοι, μαστόροι, χρυσικοί, καλαντζήδες. Ένα παρακλάδι της Εγνατίας περνούσε από κει. Το παίρνανε και τραβούσαν - όπου τους βγάλει. Ξενιτευόντανε για να καζαντίσουν. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη -τον παλιό καιρό πηγαίνανε στα μέρη της Μαύρης Θάλασσας, κάτω χαμηλά στη Μεσημβρία, τον Πύργο, την παλιά Ανατολική Ρωμυλία- δικά τους ήτανε κάποτε κείνα τα μέρη. O συγγραφέας μας λέει πως είναι ανθρώποι σε τούτο τον κόσμο που το χουν στο αίμα τους να προκόβουν. Δεν πέφτουν έξω με τις δουλειές, τα λεφτά. Oι Ντομπρινοβίτες είναι απ' αυτούς: γερή καρδιά, γερό κορμί, σίγουρο μάτι. Δίπατα πέτρινα σπίτια, εκκλησίες μεγάλες με πλατώματα πλακόστρωτα μπροστά τους, σχολειό δικό τους, που φκιάξανε μόνοι τους, τα στενορύμια του χωριού τους όλα καλντερίμι με δουλεμένη την πέτρα - τη μαρτυρούνε την προκοπή που κάναν στα ξένα και που τη φέραν και δω. Ξενιτεμένοι και τώρα, πάνε και τώρα το καλοκαίρι, με τα γιωταχί τους, τα τρανζίστορ, τις ηλεκτρικές τους κουζίνες, με τις νικέλινες πολυθρόνες που κουβαλούνε μαζί τους για τις αυλές τους. Εργάτης στη Γερμανία από το Ντομπρίνοβο δεν πήγε κανένας - αυτός, ο Σκουρογιάννης μονάχα. Κόσμος ήτανε και τώρα στο χωριό του, πολύς, Αύγουστο μήνα που γύρισε. Και χάρηκε βέβαια που τους βρήκε τόσους εκεί. Άλλοι τον ξέραν, τους ήξερε, μ άλλους βρεθήκανε να χουν συγγένειες, παλιές γνωριμίες. Το βράδυ ανεβαίνουνε και μαζεύονται στο μπακαλικάκι του δρόμου, κατεβαίνουν στην εκκλησιά με το μεγάλο της πλάτωμα, πότε πάλι στην πλατεία του σχολειού - μια ταράτσα πάνω από τη ρεματιά. 3 / 11

Θα θελε να τους έλεγε κάτι κι αυτός για τα δικά του της Γερμανίας, την ξενιτιά, τη νοσταλγία, τα βάσανα. Εδώ τώρα μπορούσε να το λέει πια και να μην φοβάται, πως «Ιμείς ιδώ στο Ντομπρίνοβον». Δικοί του άνθρωποι είναι γύρω του, Ντομπρινοβίτες, Ντομπρίνοβο είναι όλα. Και δεν το λέει. Από τις πρώτες μέρες ακόμα αρχίζει να νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι μαζί με τους άλλους. Κάτι του λείπει για να ναι μαζί τους, για να ναι απ αυτούς. O συγγραφέας μας να ταν εδώ, θα μπορούσε να λεγε πως αυτός απόμεινε όλα τα χρόνια της Γερμανίας Ντομπρινοβίτης, οι άλλοι δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Όπου βρεθούνε, μόλις βρεθούνε, θ αρχίσουν σε λίγο να λένε πάλι για τις δουλειές τους, για τα λεφτά τους, τα μαγαζιά τους, τα πράματα, μηχανήματα, χτήματα που αγόρασαν, που θ' αγοράσουν. Αν ήταν εδώ κανένας Μπρουσάκης, Σαββίδης, Γιαννόπουλος, από κείνους τους φιλοσόφους του ελληνικού καφενείου, θα χε πάλι τη σοφή την εξήγησή του - κοινωνία της κατανάλωσης και το ξερίζωμα, την αλλοτρίωση των ανθρώπων και τ άλλα που λέγανε. O Σκουρογιάννης δεν μπορούσε βέβαια να σκέφτεται τέτοια πράματα, τόσο πολλά. Άρχισε μόνο και το νιωθε πως ήτανε μόνος μέσα σ αυτούς τους ανθρώπους, έτσι σαν λίγο ξένος ανάμεσά τους. Του φαίνονται λίγο παράξενοι - άλλος κόσμος είναι. Άλλοι, λοιπόν, ήταν εκείνοι οι φιλόσοφοι με τις πολλές θεωρίες τους, τις παρλαπίπες και τους καυγάδες. Αυτός ήταν που τους από παιρνε τότε - τους θυμιέται τώρα καμιά φορά το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι. Και κείνα τα βράδια της ξενιτιάς, το κουτό, βαρετό ξεροστάλιασμα στο σταθμό -δεν ξέρει βέβαια κι αυτό να το πει - αν άλλο δεν είχανε μέσα - ήτανε κάπως σαν να τους δέναν, να τους ενώναν -ίδιος καημός, ίδια πίκρα- κάπως κοντά σου τον νιώθεις τον άλλον. Πολύ σκορπισμένοι του φαίνονται τούτοι - μέσα στην Ελλάδα, μέσα στο δικό τους τον τόπο. Και δεν το λέει «Ιμείς ιδώ εις το Ντομπρίνοβον» - φοβάται ο Σκουρογιάννης μη του ριχτούνε, τον αποπάρουν κι εδώ. Έβαλε μαστόρους κι έφκιαξε το να δωμάτιο, έφκιαξε δίπλα το μαγειριό του, ταχτοποίησε με μεράκι τα γερμανικά κουζινικά που χε φέρει, έφκιαξε μπροστά την αυλή την πλακόστρωτη, την περγολιά της. Έφκιαξε και λίγο το φράχτη -πήγε κι έφκιαξε και τους τάφους των γονιών του στο νεκροταφείο- τα τέλειωσε όλα σωστά, νοικοκυρεμένα. Οι άλλοι θα φεύγαν ως το φθινόπωρο, αυτός δεν έφευγε, ερχόταν. Κατέβηκε για λίγες μέρες στα Γιάννινα, κανόνισε την επιταγή για τη σύνταξή του, να του τη στέλνουνε στο χωριό, έβαλε τα λεφτά του στην τράπεζα, τέλειωσε μ αυτά, γύρισε πίσω. 4 / 11

Καιρός ήτανε πια να περπατήσει και λίγο τον τόπο του. Πήρε το δισάκι του ένα πρωί - να κατέβαινε ως κάτω στη ρεματιά, να μπαινε λίγο στο δάσος. Κατέβηκε. Μικρά «πριόνια» δουλεύουν και τώρα στην άκρη του δάσους. Έκατσε λίγο - την είδε την τυράγνια των ανθρώπων, των μουλαριών, να κουβαλούν ως τα φορτηγά τούς μεγάλους κομμένους κορμούς. Πιο γνώριμος του φάνηκε ο κόσμος αυτός, πιο δικός του. Τράβηξε ύστερα λίγο πιο πέρα, έκοψε αριστερά, μπήκε στο μεγάλο δάσος. Πήρε το παλιό μονοπάτι των τσομπαναραίων, των ξυλοκόπων, των παλιών ληστάρχων που τραβάει για την κορφή. Ανάσανε βαθιά το βουνίσιον αγέρα, στάθηκε μια στιγμή και τ' άκουσε ζωντανό το βούισμα εκείνο των δέντρων - που μακρινό τον ακολουθούσε τότε στη Γερμανία. Έφτασε στο ξέφωτο που ξερε, κοντά στην κορφή -ένα μικρό λιβάδι- σκηνίτες εκείνα τα χρόνια τα φέρναν εδώ και βοσκούσανε τα μικρά κοπάδια τους. Γύρισε αργά στο χωριό με το ηλιοβασίλεμα -γραμμή για το σπίτι- κανέναν δεν ήθελε. Ήτανε μια μέρα καλή, κάτω στη ρεματιά, στη χαλικαριά, στα πριόνια, ψηλά στο βουνό. Τ όνειρο του γυρισμού του δεν τον είχε γελάσει. Δ. Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Καστανιώτης Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Γράψτε κατά σειρά τις περιόδους από τις οποίες πέρασε η ζωή του Σκουρογιάννη, όπως διαφαίνεται μέσα από το κείμενο που σας δίνεται. Να αναφερθείτε με λίγα λόγια στο τι συνέβη σε καθεμιά από αυτές. 5 / 11

(Μονάδες 5) 2. α. Να χωρίσετε το κείμενο που σας δόθηκε σε μικρότερες ενότητες και να τις δικαιολογήσετε. Σε καθεμία από αυτές να αποδώσετε έναν πλαγιότιτλο. 2. β. Ποιος είναι ο αφηγητής, σε ποιο πρόσωπο αφηγείται και ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης; (Μονάδες 5) 3. α. Η γλώσσα του κειμένου είναι κατά βάση η απλή λαϊκή, η οποία σε πολλά σημεία του αποσπάσματος αποκτά ιδιωματικές αποχρώσεις της ιδιαίτερης πατρίδας του ήρωα. Να εντοπίσετε μέσα στο κείμενο τρεις λέξεις ή φράσεις που δικαιολογούν την παραπάνω άποψη. 3. β. Να αντιστοιχίσετε τις παρακάτω φράσεις του κειμένου με τα αντίστοιχα σχήματα λόγου (δύο σχήματα λόγου περισσεύουν). 6 / 11

Α. ΣΤΗΛΗ Β. ΣΤΗΛΗ Α. Αυτό το Ντομπρίνοβο ήταν το στήριγμα της καρδιάς του 1) ασύνδετο σχήμα Β. Τα μεγάλα βουνά της πατρίδας ερχόνταν 2) προσωποποίηση Γ. χιλιάδων και χιλιάδων πεύκων 3) μεταφορά 7 / 11

Δ. Εκεί τον βρήκαν αργότερα, τον γνωρίσανε, τον βοήθησαν να κατεβάσουν τα πράγματα, μπήκε στο 4) μετωνυμία Ε. ήτανε κάπως σαν να τους δέναν 5) παρομοίωση 6) υπερβατό 7) επανάληψη (Μονάδες 5) 8 / 11

4. α. Να σκιαγραφήσετε το χαρακτήρα και τα συναισθήματα του Σκουρογιάννη, όπως διαφαίνονται μέσα από το κείμενο. 4. β. Αφού διαβάσετε προσεκτικά το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», να το συγκρίνετε με το κείμενο «Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου» του Δημήτρη Χατζή ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι δύο ήρωες αντικρίζουν τον τόπο τους και τις αλλαγές που συνέβησαν εκεί κατά την απουσία τους. Ποια αισθήματα βιώνουν οι ήρωες και πώς τα διαχειρίζονται; (Μονάδες 5) Γιώργος Σεφέρης, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις; χρόνια ξενιτεμένος ήρθες με εικόνες που έχεις αναθρέψει κάτω από ξένους ουρανούς μακριά απ τον τόπο το δικό σου. Γυρεύω τον παλιό μου κήπο τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια κι όμως σαν ήμουνα παιδί έπαιζα πάνω στο χορτάρι 9 / 11

κάτω από τους μεγάλους ίσκιους κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές ώρα πολλή λαχανιασμένος. Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις θ ανηφορίσουμε μαζί στα γνώριμά σου μονοπάτια θα ξαποστάσουμε μαζί κάτω απ το θόλο των πλατάνων σιγά-σιγά θα ρθούν κοντά σου το περιβόλι κι οι πλαγιές σου. Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός. Πώς θες να μπώ σ αυτή τη στάνη; οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους κι όσο μακριά και να κοιτάξω βλέπω γονατιστούς ανθρώπους λες κάνουνε την προσευχή τους. Παλιέ μου φίλε δε μ ακούς; σιγά-σιγά θα συνηθίσεις το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου γλυκά να σε καλωσορίσουν. Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου; σήκωσε λίγο το κεφάλι να καταλάβω τί μου λες όσο μιλάς τ ανάστημά σου ολοένα πάει και λιγοστεύει λες και βυθίζεσαι στο χώμα. Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σού έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ τη γης κι απ' τους ανθρώπους. Πια δεν ακούω τσιμουδιά βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος 10 / 11

παράξενο πώς χαμηλώνουν όλα τριγύρω κάθε τόσο εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα. Aθήνα, Άνοιξη 38 Σπυροπούλου Μαρία, Φιλόλογος. 11 / 11