ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕ ΕΞΕΣΑΕΙ Γ ΣΑΞΗ ΗΜΕΡΗΙΟΤ ΓΕΝΙΚΟΤ ΛΤΚΕΙΟΤ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β') ΔΕΤΣΕΡΑ 20 ΜΑΪΟΤ 2011 ΕΞΕΣΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΣΙΚΗ ΚΑΣΕΤΘΤΝΗ Ε Ν Δ Ε Ι Κ Σ Ι Κ Ε Α Π Α Ν Σ Η Ε Ι Θ Ε Μ Α Σ Ω Ν Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1. Τι λοιπόν; Αυτό δεν (είναι) φυσικό, είπα εγώ, και (δεν είναι) ανάγκη (να συμπεράνει κανείς) από αυτά που προαναφέρθηκαν πως ούτε οι απαίδευτοι και οι άπειροι στην αλήθεια θα μπορούσαν ποτέ να διοικήσουν ικανοποιητικά (μία) πόλη, ούτε αυτοί που έχουν αφεθεί να ασχολούνται με την παιδεία ως το τέλος της ζωής τους, οι μεν επειδή δεν έχουν ένα σκοπό στη ζωή τους προς τον οποίο στοχεύοντας πρέπει να κάνουν όλα ανεξαιρέτως, όσα τυχόν κάνουν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, ενώ οι άλλοι επειδή με τη θέλησή τους δε θα ενεργήσουν (πρακτικά), επειδή θεωρούν ότι έχουν εγκατασταθεί στα νησιά των Μακάρων, αν και είναι ακόμη ζωντανοί; Αλήθεια, είπε. Δικό μας, λοιπόν, έργο, είπα εγώ, των ιδρυτών της πόλης, (είναι) να αναγκάσουμε τους άριστους χαρακτήρες και να φτάσουν στο μάθημα, το οποίο είπαμε προηγουμένως πως είναι το πιο σπουδαίο, δηλαδή και να δουν το αγαθό και να ανέβουν εκείνη την ανηφορική οδό, και όταν, αφού ανέβουν, (το) δουν σε ικανοποιητικό βαθμό, να μην τους επιτρέπουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται. Β1. Για να προσδιορίσουμε τον όρο «ἐν παιδείᾳ» πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη παιδεία, η οποία προέρχεται από τη λέξη «παῖς», σήμαινε αρχικά αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί (δηλαδή ανατροφή του παιδιού). Ήδη, όμως, από τον 5 ο αιώνα π.χ. πήρε τη σημασία της γενικής (σωματικής και ψυχικής) καλλιέργειας, που είναι προνόμιο μόνο του ανθρώπου (γι αυτό το λόγο, άλλωστε, αποδίδεται στα Λατινικά ως «humanitas» - «homo» = άνθρωπος). Για τον Πλάτωνα, παιδεία σημαίνει η στροφή της ψυχής στην ιδέα του Αγαθού, η ανηφορική οδός που οδηγεί 1
στο φως της αλήθειας («παίδευσις παιδείας παράδοσις»). Σε άλλο σημείο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας αναφέρει ότι η παιδεία παρέχεται για το σώμα με τη γυμναστική και για την ψυχή με τη μουσική (τραγούδι, λογοτεχνία, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας). Σχετικά με τη φράση «ἀναβῆναι ἐκείνην τήν ἀνάβασιν», είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε ότι στον Πλάτωνα, πολύ συχνά, λέξεις που σημαίνουν το «ἄνω» και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει. Εξάλλου, στην αλληγορία του σπηλαίου η είσοδος απέχει πολύ από το βάθος και είναι ανηφορική, έτσι ώστε το φως το ήλιου δεν μπορεί να εισδύσει στο εσωτερικό της σπηλιάς, όπου βρίσκονται οι δεσμώτες. Ο άνθρωπος και κυρίως εκείνος που επιθυμεί να κυβερνήσει μία πολιτεία πρέπει να ακολουθήσει την ανηφορική οδό προς το «μέγιστον μάθημα» (που στην αλληγορία του σπηλαίου συμβολίζεται με το φως του ήλιου), την ιδέα δηλαδή του Αγαθού. Η συγκεκριμένη φράση δηλώνει ότι η πορεία για την κατάκτηση του Αγαθού είναι δύσκολη και επίπονη (εξάλλου υπάρχει και συσσώρευση λέξεων που το δηλώνουν «ἀναβῆναι», «ἀνάβασιν», «ἀναβάντες»), γιατί προϋποθέτει φυσικές αρετές, δυνατότητες δηλαδή και χαρακτηριστικά που κληρονομεί ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά και προσωπικό αγώνα, επιμονή και προσήλωση στην ιδέα αυτή. Πάντως, ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το Αγαθό (χαρακτηριστική η χρήση των «ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»), να φτάσει δηλαδή στον Κόσμο των Ιδεών, του Ήλιου και τους φωτός. Β2. Ο Πλάτωνας, στο συγκεκριμένο κείμενο, στην προσπάθειά του να προσδιορίσει ποιοι μπορούν να γίνουν ηγέτες της πολιτείας, αποκλείει τους ανθρώπους δύο κατηγοριών. Από τη μια, αυτούς που είναι στερημένοι αληθινής παιδείας και από την άλλη, αυτούς που γνώρισαν την αλήθεια, αντίκρισαν το φως, αλλά μαγεμένοι από τη λάμψη του, θέλουν να μένουν για πάντα στην ευδαιμονία που το φως τούς προσφέρει. Αυτοί οι άνθρωποι (είτε οι απαίδευτοι είτε οι πεπαιδευμένοι) δεν είναι τελικά ικανοί για να διοικήσουν σωστά την πόλη, σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Οι πρώτοι (οι απαίδευτοι), γιατί δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό που να συνοδεύει τις ενέργειές τους και οι δεύτεροι (οι πεπαιδευμένοι), γιατί μένοντας συνέχεια στη θεωρία, δεν έχουν την πολιτική βούληση να συνδέσουν τη θεωρία για τη δικαιοσύνη με την πολιτική πράξη. Γνωρίζοντας ότι θέμα της «Πολιτείας» είναι η δικαιοσύνη στα πλαίσια της λειτουργίας της ιδεώδους πολιτείας, γίνεται αντιληπτό ότι οι άνθρωποι στο συγκεκριμένο κείμενο εξετάζονται από την άποψη της 2
καταλληλότητάς τους για τη διακυβέρνηση της πόλης. Έτσι, ο Σωκράτης, εκθέτοντας τις απόψεις του στο Γλαύκωνα (ύστερα από την ερμηνεία της αλληγορίας του σπηλαίου), θέτει το θέμα της ηγεσίας στην πολιτεία (κάνοντας λόγο για δύο κατηγορίες ανθρώπων). Από τη μία μεριά, λοιπόν, οι απαίδευτοι είναι οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί, οι οποίοι κρίνονται ακατάλληλοι για τη διακυβέρνηση της πόλης, γιατί τους λείπει το βασικό προσόν, η παιδεία (είναι «ἀληθείας ἄπειροι») και γιατί δεν έχουν έναν αποκρυσταλλωμένο σκοπό, έναν υψηλό δηλαδή πολιτικό στόχο («ὅτι σκοπόν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα»), για να ρυθμίζουν σύμφωνα με αυτόν όλες τις πράξεις τους στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή τους (πιθανότατα οι στόχοι τους να είναι ταπεινοί, όπως αυτοπροβολή ή ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων). Να σημειώσουμε εδώ ότι σκοπός στον Πλάτωνα είναι η επιδίωξη ενός αποτελέσματος, που πραγματοποιείται όχι τυχαία, αλλά με την ενσυνείδητη ενέργεια του ανθρώπου. Οι απαίδευτοι, λοιπόν, άνθρωποι δεν έχουν υψηλό σκοπό να υπηρετήσουν, γιατί ζουν μέσα στις απολαύσεις και στην αφροσύνη της καθημερινότητας. Ιδιαίτερα οι πολιτικοί πρέπει να έχουν έναν υψηλό σκοπό να υπηρετήσουν, που δεν είναι άλλος από τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για να μπορέσουν όλοι οι πολίτες να ευημερήσουν. Από την άλλη, οι πεπαιδευμένοι είναι όσοι ασχολούνται ως το τέλος της ζωής τους με την παιδεία («τούς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διά τέλους»). Όμως, και αυτοί δε θα μπορούσαν να κυβερνήσουν ικανοποιητικά την πόλη, επειδή, αν και διαθέτουν παιδεία, παραμένουν αδιάφοροι για την πολιτική δράση («ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν»). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την παιδεία, θεωρώντας την ως μοναδική και απόλυτη προτεραιότητα (δηλαδή έχοντάς την ως αυτοσκοπό), είναι ξεκομμένοι εντελώς από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και τα προβλήματά της και ζουν στη μακαριότητα των πνευματικών τους ενασχολήσεων (χαρακτηριστική είναι η φράση «ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες»). Γι αυτό και ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι, όταν ο πεπαιδευμένος θεαθεί το Αγαθό, δε θα πρέπει να μένει συνέχεια στο φως του ήλιου («τό αὐτοῦ καταμένειν»), αρνούμενος να κατέλθει στη σπηλιά («μή ἐθέλειν καταβαίνειν») και να απελευθερώσει τους πρώην συνδεσμώτες του. Οφείλει, αντίθετα, να αναλάβει ενεργό πολιτική δράση, δεχόμενος τόσο τους κόπους όσο και τις τιμές που συνοδεύουν την πολιτική ζωή. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το γιατί, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η πολιτική ζωή της Αθήνας έπασχε από τους δημαγωγούς, τους ανίκανους πολιτικούς και τους καιροσκόπους. Γι αυτό, ακόμη και μεγάλοι πολιτικοί άνδρες (Θεμιστοκλής, Περικλής) δεν ξέφυγαν της επίκρισης του 3
μεγάλου φιλοσόφου, αφού υποστήριζε ότι κι αυτοί συνέβαλαν στην καταστροφή της πόλης. Ενώ, δηλαδή, είχαν το χρέος να ενδιαφερθούν για τη δικαιοσύνη και την πνευματική ζωή των πολιτών, αυτοί ασχολήθηκαν με έργα που βελτίωναν το υλικό μέρος της ζωής και αύξησαν την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Αθήνας. Ο Πλάτωνας, επομένως, θεωρεί απαίδευτους και ακατάλληλους τους πολιτικούς της εποχής του, γιατί αγνοούν την αλήθεια που πρέπει να προσανατολίζει το σκοπό τους. Τέτοιος σκοπός, όσον αφορά στην ορθή αντιμετώπιση των υποθέσεων της πόλης, είναι η προσήλωση χωρίς ιδιοτέλεια στην επίλυση των προβλημάτων της. Β3. Σχολικό Βιβλίο, Εισαγωγή, σελ. 102: «Η άμετρη ελευθερία < εγκαθιστά την Τυραννίδα». Η Δημοκρατία, κατά τον Πλάτωνα, αποτελεί ένα ανάπηρο πολίτευμα. «Εδώ επιτρέπονται < τους ανθρώπους!». Από την άλλη στην Τυραννίδα, ο τύραννος «λησμονεί τις υποσχέσεις < κάθε είδους ανοσιούργημα». Β4. απόρρητος: προειρημένων ντροπαλός: ἐπιτροπεῦσαι αντιβιοτικό: βίῳ αποχή: ἔχουσιν δυσπραγία: πράττωσιν μονοκατοικία: ἀπῳκίσθαι προφήτης: ἔφαμεν είδωλο: ἰδεῖν βάθρο: ἀνάβασιν ανυπόμονος: καταμένειν Γ. ΑΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Εκείνοι, λοιπόν, από τη μία, έτρωγαν σιωπηλά σαν αυτό να τους είχε επιβληθεί από κάποιον ισχυρότερο. Ο Φίλιππος, ο γελωτοποιός, από την άλλη, αφού χτύπησε την πόρτα, ζήτησε από αυτόν που (τον) άκουσε να ανακοινώσει και ποιος ήταν και γιατί ήθελε να μπει, και είπε ότι ήρθε, αφού είχε ετοιμάσει όλα τα απαραίτητα, ώστε να φάει τα ξένα, και πρόσθεσε ότι το παιδί δυσφορούσε πολύ και επειδή δε μετέφερε τίποτα και επειδή ήταν νηστικό. Ο Καλλίας, λοιπόν, αφού άκουσε αυτά, είπε αλλά, όμως, κύριοι, είναι ντροπή να αρνηθεί (κανείς) τη φιλοξενία ας 4
εισέλθει, λοιπόν. Και ταυτόχρονα έστρεψε το βλέμμα του προς τον Αυτόλυκο εξετάζοντας ολοφάνερα πώς του φάνηκε το αστείο. Γ2. κρείττονας / κρείττους οὗτινος / ὅτου φαίη πᾶσι(ν) ἐνεγκεῖν αὗται (ὦ) ἄνερ αἰσχίονι εἴσιθι ἔδοξε Γ3α. αὐτοῖς: αντικείμενο στη μετοχή ἐπιτεταγμένον. τῷ ὑπακούσαντι: επιθετική μετοχή ως (έμμεσο) αντικείμενο στο ρήμα εἶπε. διά τό φέρειν: εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας στο απαρέμφατο πιέζεσθαι. ἀνάριστον: κατηγορούμενο στο υποκείμενο, τόν παῖδα, του συνδετικού απαρεμφάτου εἶναι. φθονῆσαι: υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση αἰσχρόν (ἐστί), τελικό απαρέμφατο. ἐκείνῳ: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρήμα δόξειε. Γ3β. Ὦ ὑπακούσας, εἰσάγγειλον ὅστις εἰμί. 5