Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Προσαρμογή διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ - μέρος ΙΙ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) Σχέδιο έκθεσης Glenis Willmott (PE v01-00)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 16 Αυγούστου 2017 (OR. en)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0192(COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0134(COD)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

14263/17 ΘΛ/νκ 1 DGG 2B

Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας όσον αφορά το ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων. Πρόταση οδηγίας (COM(2018)0021 C8-0022/ /0006(CNS))

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

C /12 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Βρυξέλλες, COM(2012) 172 final 2012/0085 (COD) Πρόταση

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

11917/1/12 REV 1 IKS+ROD+GA/ag,alf DG C1

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ.../2013/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση Ο ΗΓIΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Γνώμη 3/2019 σχετικά με τις ερωτήσεις και απαντήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Κανονισμού για τις Κλινικές Δοκιμές και του Γενικού Κανονισμού

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εκδόθηκαν στις 4 Δεκεμβρίου Εγκρίθηκε 1

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

Πρόταση. ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥγια την τροποποίηση της οδηγίας 2001/110/ΕΚ του Συμβουλίου για το μέλι

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

10728/4/16 REV 4 ADD 1 ΜΑΠ/γπ 1 DRI

TREE.2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0434 (COD) PE-CONS 17/19 AVIATION 13 PREP-BXT 28 CODEC 212

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0232(COD)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2017) 5963 final.

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0175/79. Τροπολογία. Simona Bonafè, Elena Gentile, Pervenche Berès εξ ονόματος της Ομάδας S&D

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 17.7.2012 COM(2012) 369 final 2012/0192 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων που προορίζονται για τον άνθρωπο και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) {SWD(2012) 200 final} {SWD(2012) 201 final} EL EL

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ Οι κλινικές δοκιμές, όπως ορίζονται στην οδηγία 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο 1 είναι διερευνήσεις φαρμάκων στον άνθρωπο, κατά τις οποίες τα φάρμακα χορηγούνται εκτός της συνήθους κλινικής πρακτικής βάσει ερευνητικού πρωτοκόλλου. Οι κλινικές δοκιμές διεξάγονται σε πολλά και διαφορετικά πλαίσια. Οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας και οι δημοσιεύσεις στα ιατρικά περιοδικά βασίζονται σε στοιχεία που έχουν προκύψει από κλινικές δοκιμές. Συνεπώς, οι κλινικές δοκιμές είναι ένα απολύτως απαραίτητο μέρος της κλινικής έρευνας η οποία, με τη σειρά της, έχει θεμελιώδη σημασία για την παρασκευή φαρμάκων και τη βελτίωση της ιατρικής αγωγής. Χωρίς τις κλινικές δοκιμές, δεν θα υπήρχαν νέα φάρμακα, ούτε περαιτέρω εξέλιξη των υπαρχόντων φαρμάκων ούτε βελτίωση, βάσει τεκμηριωμένης έρευνας, των φαρμακευτικών αγωγών. Στην ΕΕ και τον ΕΟΧ πραγματοποιούνται περίπου 4 400 κλινικές δοκιμές κάθε χρόνο 2. Το 60 % περίπου των κλινικών δοκιμών χρηματοδοτούνται από τη φαρμακευτική βιομηχανία και το 40 % από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως από τον πανεπιστημιακό χώρο. Το 24 % περίπου όλων των αιτήσεων για κλινικές δοκιμές στην ΕΕ είναι πολυεθνικές κλινικές δοκιμές, δηλαδή κλινικές δοκιμές που προορίζονται να πραγματοποιηθούν από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη. Μπορεί να φαίνεται σχετικά μικρό ποσοστό, αλλά σε αυτό το 24 % των κλινικών δοκιμών συμμετέχει το 67 % περίπου όλων των προσώπων που έχουν εγγραφεί για συμμετοχή σε κλινική δοκιμή. Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, μια κλινική δοκιμή στην οποία συμμετέχουν πάνω από 40 συμμετέχοντες διεξάγεται σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Οι κλινικές δοκιμές που διεξάγονται σε ένα μόνο κράτος μέλος περιορίζονται σε μικρές μελέτες με ολιγάριθμους συμμετέχοντες. Η οδηγία 2001/20/ΕΚ έχει επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην ασφάλεια και την ορθότητα, από την πλευρά της δεοντολογίας, των κλινικών δοκιμών στην ΕΕ και στην αξιοπιστία των δεδομένων των κλινικών δοκιμών. Ωστόσο, η οδηγία για τις κλινικές δοκιμές είναι ένα νομοθέτημα της ΕΕ που έχει, εύλογα, δεχθεί αυστηρή κριτική στον τομέα των φαρμάκων. Η κριτική αυτή προέρχεται από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ασθενείς, φαρμακοβιομηχανίες και πανεπιστημιακή έρευνα. Τα διαθέσιμα στοιχεία στηρίζουν την κριτική αυτή. Ο αριθμός των αιτήσεων για κλινικές δοκιμές μειώθηκε κατά 25 % μεταξύ 2007 και 2011 3. Το κόστος διεξαγωγής των κλινικών δοκιμών έχει αυξηθεί. Σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/20/ΕΚ, οι 1 2 3 ΕΕ L 121 της 1.5.2001, σ. 34. Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία για το 2010. Η μείωση ήταν της τάξης του 12 % μεταξύ 2007 και 2010. EL 2 EL

ανάγκες προσωπικού στις αναδόχους βιομηχανίες για τη διαχείριση της διαδικασίας έγκρισης μιας κλινικής δοκιμής έχουν διπλασιαστεί (107 %). Στις δε μικρές εταιρείες η αύξηση των εξόδων είναι ακόμα μεγαλύτερη. Για τους μη εμπορικούς αναδόχους, η αύξηση των διοικητικών απαιτήσεων λόγω της οδηγίας 2001/20/ΕΚ οδήγησε σε αύξηση κατά 98 % των διοικητικών δαπανών. Επιπλέον, από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/20/ΕΚ και μετά, τα έξοδα ασφάλισης αυξήθηκαν κατά 800 % για τις αναδόχους βιομηχανίες. Η μέση καθυστέρηση για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής αυξήθηκε κατά 90 % και έφτασε τις 152 ημέρες. Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τη μείωση των κλινικών δοκιμών αποκλειστικά και μόνο στην οδηγία 2001/20/ΕΚ. Ωστόσο, η οδηγία 2001/20/ΕΚ είχε πολλές και άμεσες συνέπειες για το κόστος και το εφικτό της διεξαγωγής κλινικών δοκιμών, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε σε μείωση της δραστηριότητας κλινικών δοκιμών στην ΕΕ. Επιπλέον, άλλα αίτια (όπως το μισθολογικό κόστος και η ανάγκη διεξαγωγής πολυεθνικών δοκιμών για την επίτευξη ικανοποιητικού αριθμού συμμετεχόντων) επιδεινώθηκαν λόγω των κανονιστικών απαιτήσεων και του συνεπαγόμενου κόστους της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι υφιστάμενες διατάξεις της οδηγίας 2001/20/ΕΚ φαίνεται να έχουν παρεμποδίσει τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στην Ευρώπη. Επομένως, είναι ανάγκη να αναλάβει πρωτοβουλία η Επιτροπή. 2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ Κατά την κατάρτιση της εκτίμησης αντικτύπου για την παρούσα πρόταση, η Επιτροπή πραγματοποίησε δύο διαβουλεύσεις με το κοινό, την πρώτη από τις 9 Οκτωβρίου 2009 έως τις 8 Ιανουαρίου 2010 και τη δεύτερη από τις 9 Φεβρουαρίου έως τις 13 Μαΐου 2011. Και στις δύο δημόσιες διαβουλεύσεις τηρήθηκαν όλες «οι γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές για τη διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών από την Επιτροπή». Η Επιτροπή δημοσίευσε τις απαντήσεις καθώς και περίληψή τους. Επιπλέον, από το 2009 η Επιτροπή πραγματοποίησε αρκετές συναντήσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ώστε να λάβει υπόψη της την αξιολόγησή τους σχετικά με το πώς λειτούργησε η οδηγία για τις κλινικές δοκιμές και να συζητήσει τον αντίκτυπο ενδεχόμενων μέτρων πολιτικής. Ένα εργαστήριο με ευρύτερη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 2011 για να αποσαφηνιστούν διάφορα σημεία που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο που είχε υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση. Η Επιτροπή διενήργησε εκτίμηση αντικτύπου σύμφωνα με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της και δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκθεση εκτίμησης αντικτύπου. EL 3 EL

3. ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 3.1. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΑ 1 ΚΑΙ 2 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού είναι, στην ουσία, το ίδιο με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. Το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται στην κλινική έρευνα για φάρμακα, αλλά είναι πολύ ευρύ, δεδομένου ότι εξαιρούνται μόνο οι κλινικές μελέτες που δεν συνεπάγονται «παρέμβαση» (π.χ. έρευνες μεταξύ ιατρών χωρίς πρόσθετη παρέμβαση ή «άντληση δεδομένων»). Για τις «μη παρεμβατικές μελέτες» που είναι μετεγκριτικές μελέτες ασφάλειας οι οποίες δρομολογήθηκαν, αποτέλεσαν αντικείμενο διαχείρισης ή χρηματοδοτήθηκαν από τον κάτοχο της άδειας κυκλοφορίας οικειοθελώς ή λόγω υποχρεώσεων επιβεβλημένων από την αρμόδια για τις άδειες κυκλοφορίας αρχή, οι κανόνες παρατίθενται στην οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση 4. 3.2 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ (ΥΠΟΒΟΛΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 2, 3, 14 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Η πρόταση εισάγει μια νέα διαδικασία έγκρισης για τις κλινικές δοκιμές βάσει των ακόλουθων εννοιών: εναρμονισμένος φάκελος έγκρισης, ο οποίος εν μέρει κωδικοποιεί τις υπάρχουσες οδηγίες της Επιτροπής που περιέχονται στην EudraLex, τόμος 10 μία μοναδική διαδικτυακή πύλη για την υποβολή της αίτησης για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής η οποία θα συνδέεται με τη βάση δεδομένων της ΕΕ. Την εν λόγω πύλη διαχειρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και είναι δωρεάν για τους αναδόχους μια ευέλικτη και εύρυθμη διαδικασία αξιολόγησης χωρίς περισσότερη γραφειοκρατία. Η αξιολόγηση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη από τα κράτη μέλη. Όλα τα κράτη μέλη στα οποία ο ανάδοχος προτίθεται να διεξάγει κλινική δοκιμή εμπλέκονται στην αξιολόγηση σαφής μηχανισμός ορισμού του «κοινοποιούντος κράτους μέλους» σαφές χρονοδιάγραμμα, εισαγωγή της έννοιας σιωπηρή έγκριση, για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση συντονιστικό και συμβουλευτικό φόρουμ για την εξέταση θεμάτων που μπορεί να προκύψουν κατά τη διαδικασία της έγκρισης. Τη διαχείριση και προεδρία του φόρουμ αναλαμβάνει η Επιτροπή 4 ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67. EL 4 EL

σαφής διάκριση μεταξύ πτυχών για τις οποίες συνεργάζονται τα κράτη μέλη κατά την αξιολόγηση και πτυχών εγγενούς δεοντολογικής ή εθνικής/τοπικής φύσης, όταν η αξιολόγηση γίνεται από κάθε κράτος μέλος μεμονωμένα δυνατότητα, σε ορισμένες σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, για ένα κράτος μέλος να επιλέξει να αποχωρήσει από τα συμπεράσματα της αξιολόγησης μιας αίτησης για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής (αιτιολογημένη αυτοεξαίρεση) επαφίεται σε κάθε κράτος μέλος ο καθορισμός του οργανωτικού πλαισίου και οι εσωτερικές αρμοδιότητες για την αξιολόγηση των αιτήσεων έγκρισης μιας κλινικής δοκιμής, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές για την ανεξαρτησία των αξιολογητών ευέλικτη διαδικασία για την «επέκταση» μιας κλινικής δοκιμής σε πρόσθετα κράτη μέλη όταν μια κλινική δοκιμή τροποποιείται μετά την έγκριση της διεξαγωγής της, η τροποποίηση αυτή υπόκειται σε έγκριση αν, και μόνον αν, η τροποποίηση έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των στοιχείων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή. Σημαντικό στοιχείο των κανόνων έγκρισης μιας κλινικής δοκιμής είναι η σαφής διάκριση μεταξύ των πτυχών για τις οποίες τα κράτη μέλη συνεργάζονται στην αξιολόγηση της αίτησης έγκρισης μιας κλινικής δοκιμής (άρθρο 6 του προτεινόμενου κανονισμού) και εκείνων των πτυχών για τις οποίες τα κράτη μέλη διεξάγουν τη δική τους αξιολόγηση (άρθρο 7 του προτεινόμενου κανονισμού). Στην τελευταία περιέχονται πτυχές που είναι αμιγώς εθνικές (για παράδειγμα, η ευθύνη), δεοντολογικές (για παράδειγμα, η εν επιγνώσει συναίνεση) ή τοπικές (για παράδειγμα, η καταλληλότητα του τόπου διεξαγωγής της κλινικής δοκιμής. Ωστόσο, η διάκριση αυτή δεν θίγει τον οργανισμό στον οποίο το κράτος μέλος έχει αναθέσει τη διεξαγωγή της αξιολόγησης. Η πρόταση δεν επεμβαίνει στην εσωτερική οργάνωση του κράτους μέλους που αφορά τους οργανισμούς που εμπλέκονται στην έγκριση (ή την απόρριψη της αίτησης) μιας κλινικής δοκιμής. Εναπόκειται στα κράτη μέλη ο καθορισμός του οργανωτικού πλαισίου που θα τηρήσει τη διαδικασία έγκρισης του παρόντος κανονισμού. Κατά συνέπεια, ο προτεινόμενος κανονισμός δεν προβλέπει σε αντίθεση με την οδηγία 2001/20/ΕΚ τον οργανισμό ή τους οργανισμούς που εγκρίνει (ή απορρίπτει) εντός ενός κράτους μέλους την αίτηση για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής. Ο προτεινόμενος κανονισμός ρυθμίζει, όμως, ή εναρμονίζει την επακριβή λειτουργία των επιτροπών δεοντολογίας, επιβάλλει τη συστηματική συνεργασία σε επιχειρησιακό επίπεδο μεταξύ επιτροπών δεοντολογίας στην ΕΕ ή περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της επιτροπής δεοντολογίας στην αξιολόγηση των καθαρά δεοντολογικών πτυχών (επιστήμη και δεοντολογία δεν μπορούν να διαχωριστούν). Η πρόταση αφήνει στα κράτη μέλη το περιθώριο να οργανώσουν, εσωτερικά, την κατανομή των καθηκόντων στους διάφορους οργανισμούς. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να εξασφαλίσει το κράτος μέλος μια ανεξάρτητη, υψηλής ποιότητας αξιολόγηση εντός του χρονοδιαγράμματος που θέτει η νομοθεσία. Επιπλέον, έχει EL 5 EL

μεγάλη σημασία να αποσαφηνιστεί ποια θέματα εξετάζονται με συνεργασία των κρατών μελών, και ποια θέματα εξετάζονται μεμονωμένα από κάθε κράτος μέλος λόγω της εγγενούς εθνικής, τοπικής ή δεοντολογικής τους φύσης. Με την προσέγγιση αυτή, ωστόσο, ο προτεινόμενος κανονισμός εξακολουθεί να προβλέπει ότι κάθε αίτηση για κλινική δοκιμή θα πρέπει να αξιολογείται από κοινού από εύλογο αριθμό προσώπων που είναι ανεξάρτητοι, διαθέτουν όλα τα αναγκαία προσόντα και εμπειρία σε όλους τους σχετικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της άποψης των μη ειδικών. Η πρόταση είναι, συνεπώς, ευθυγραμμισμένη με τις διεθνείς κατευθύνσεις και εξασφαλίζει μια ενδελεχή, ανεξάρτητη και υψηλής ποιότητας αξιολόγηση της αίτησης για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής σε όλη την ΕΕ, χωρίς να αγνοούνται οι αρμοδιότητες των κρατών μελών για την εσωτερική οργάνωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σχετικά με μια αίτηση για τη διεξαγωγής κλινικής δοκιμής. 3.3. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ» Ανεξάρτητα από τον κανονισμό για τις κλινικές δοκιμές, οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να συμμετάσχουν ενεργά στο προπαρασκευαστικό στάδιο μιας δοκιμής στο πλαίσιο της συνδρομής στην κατάρτιση πρωτοκόλλων 5, του προγράμματος παιδιατρικής έρευνας 6, της παροχής επιστημονικών συμβουλών 7 και των μετεγκριτικών μελετών αποτελεσματικότητας/ασφάλειας 8 (στο εξής αναφέρονται ως «παροχή επιστημονικών συμβουλών»). Στον προτεινόμενο κανονισμό δεν συγχέεται η πτυχή των επιστημονικών συμβουλών με αυτήν της έγκρισης διεξαγωγής κλινικής δοκιμής για δύο λόγους: Η ανάμειξη της ρυθμιστικής αρχής στο πλαίσιο της παροχής επιστημονικών συμβουλών είναι τελείως διαφορετικό θέμα από την έγκριση διεξαγωγής μιας κλινικής δοκιμής: ενώ στην πρώτη περίπτωση καθορίζεται ποια κλινικά δεδομένα είναι επιθυμητά για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας σε μεταγενέστερο επίπεδο, στη δεύτερη περίπτωση καθορίζεται αν μια κλινική δοκιμή είναι αποδεκτή από την άποψη των δικαιωμάτων και της ασφάλειας του ασθενούς, καθώς και από την άποψη της αξιοπιστίας και της ανθεκτικότητας των δεδομένων. Μάλιστα, είναι απολύτως δυνατόν (και έχει συμβεί μερικές φορές στο παρελθόν) να είναι αντιφατικά τα αποτελέσματα αυτών των δύο προσεγγίσεων: ενώ, από την άποψη της μελλοντικής χρήσης για την επιτυχή έκβαση μιας αίτησης για άδεια κυκλοφορίας, μπορεί να είναι ευκταίο να υπάρχουν κλινικά δεδομένα βάσει πειραμάτων σε ανθρώπους, αυτές οι κλινικές δοκιμές ενδέχεται να μην είναι αποδεκτές από την άποψη της προστασίας των ασθενών που συμμετείχαν. 5 6 7 8 Άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 141/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα (ΕΕ L 18 της 22.1.2000, σ. 1). Άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1901/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τα παιδιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 378 της 27.12.2006, σ. 1). Άρθρο 56 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726 /2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1). Άρθρο 21α στοιχείο β) στ) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ. EL 6 EL

Η νομοθεσία για τις κλινικές δοκιμές στην ΕΕ πραγματεύεται τις κλινικές δοκιμές ανεξάρτητα από το αν τα αποτελέσματα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντική αίτηση για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας ή για κάποιο άλλο σκοπό (π.χ. βελτίωση των στρατηγικών αγωγής, σύγκριση της αγωγής με άλλα φάρμακα κ.τ.λ.). Αυτή η διαφορά αντικατοπτρίζεται συνήθως στην αντίθεση «εμπορικές» έναντι «πανεπιστημιακών» κλινικών δοκιμών. Οι τελευταίες συνιστούν το 40 % περίπου των κλινικών δοκιμών για τις οποίες υποβάλλονται αιτήσεις στην ΕΕ. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της σύγχυσης επιστημονικών συμβουλών και έγκρισης κλινικών δοκιμών δεν θα αφορά πάνω από το ένα τρίτο όλων των κλινικών δοκιμών. Ωστόσο, η παρούσα πρόταση αποβλέπει ακριβώς στην ενθάρρυνση αυτών των «πανεπιστημιακών» κλινικών δοκιμών. 3.4. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τυχόν παρέμβαση στο πεδίο της ιατρικής και της βιολογίας δεν μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του προσώπου το οποίο αφορά η παρέμβαση. Η νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να συμβαδίζει με την αρχή αυτή. Οι κανόνες για την προστασία των συμμετεχόντων και την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση συζητήθηκαν εκτενώς στη νομοθετική διαδικασία που οδήγησε στην οδηγία 2001/20/ΕΚ. Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν αλλάζει την ουσία των κανόνων αυτών (με εξαίρεση το θέμα των κλινικών δοκιμών σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, βλέπε επόμενη παράγραφο). Ωστόσο, για λόγους σύνταξης και για χάρη της σαφήνειας, ορισμένες διατάξεις αλλάζουν θέση και, όπου είναι δυνατόν, συντομεύονται. Για παράδειγμα, οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία έγκρισης μετακινήθηκαν στα κεφάλαια 2 και 3 του προτεινόμενου κανονισμού και οι διατάξεις σχετικά με την αποζημίωση για αποκατάσταση ζημίας μετακινήθηκαν στο κεφάλαιο 12 του προτεινόμενου κανονισμού. Όσον αφορά τις κλινικές δοκιμές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η οδηγία 2001/20/ΕΚ δεν έχει ασχοληθεί έως τώρα με την ξεχωριστή περίπτωση κατά την οποία, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, είναι αδύνατον να υπάρξει ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του συμμετέχοντος ή του νόμιμου εκπροσώπου του («κλινικές δοκιμές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης»). Για να ρυθμιστεί το θέμα αυτό, προστέθηκαν ειδικές διατάξεις για τις κλινικές δοκιμές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με τις υπάρχουσες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές για το θέμα αυτό. Επιπλέον, όσον αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ 9 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 10. Στη βάση δεδομένων της ΕΕ δεν θα αποθηκεύεται κανένα προσωπικό δεδομένο των συμμετεχόντων στη δοκιμή. 9 10 ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1. EL 7 EL

Είναι σημαντικό τα προσωπικά δεδομένα των ερευνητών, τα οποία είναι δυνατόν να αποθηκεύονται στη βάση δεδομένων της ΕΕ, να τηρούνται σύμφωνα με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 στοιχείο β) της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών («γενικός κανονισμός για την προστασία των δεδομένων»). Εάν διαπιστωθούν περιπτώσεις παραπτώματος κατά την κλινική δοκιμή, θα πρέπει, για παράδειγμα, να εξεταστούν όλες οι κλινικές δοκιμές στις οποίες εμπλέκονταν οι ίδιοι ερευνητές, ακόμα και αν έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια από την ολοκλήρωση των εν λόγω κλινικών δοκιμών. 3.5. ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Οι κανόνες για την κοινοποίηση της ασφάλειας ακολουθούν τις αρχές που προβλέπονται στις ισχύουσες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές. Σε σύγκριση με την οδηγία 2001/20/ΕΚ, οι κανόνες έχουν εναρμονιστεί, απλοποιηθεί και εκσυγχρονιστεί ως εξής: δυνατότητα απαλλαγής του ερευνητή από την υποχρέωση κοινοποίησης ανεπιθύμητων συμβάντων στον ανάδοχο, αν αυτό προβλέπεται στο πρωτόκολλο άμεση αναφορά εικαζόμενων απροσδόκητων σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών από τον ανάδοχο στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EudraVigilance απλουστευμένη διαδικασία υποβολής της ετήσιας έκθεσης για την ασφάλεια από τον ανάδοχο. Επιπλέον, η ετήσια έκθεση για την ασφάλεια δεν υποβάλλεται για εγκεκριμένα υπό έρευνα φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των εγκεκριμένων ενδείξεων. Για τα προϊόντα αυτά, ισχύουν οι συνήθεις κανόνες φαρμακοεπαγρύπνησης. Λεπτομέρειες για τους κανόνες που αφορούν την υποβολή εκθέσεων για την ασφάλεια, με τους οποίους κωδικοποιούνται οι υφιστάμενες οδηγίες της Επιτροπής 11 περιέχονται σε παράρτημα του προτεινόμενου κανονισμού. Έτσι θα διευκολυνθεί η επικαιροποίηση των υφιστάμενων κανόνων, με κατ εξουσιοδότηση πράξεις, ενόψει της τεχνικής προόδου ή της παγκόσμιας ρυθμιστικής ευθυγράμμισης. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων EudraVigilance, η εν λόγω βάση υπάρχει ήδη για τις δραστηριότητες φαρμακοεπαγρύπνησης σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 τη βάση συντηρεί και διαχειρίζεται ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων. Η οδηγία 2001/20/ΕΚ έκανε ήδη μνεία στη συγκεκριμένη βάση δεδομένων και στον διαχειριστικό ρόλο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων. Ο προτεινόμενος κανονισμός δεν εισάγει αλλαγές ως προς αυτό. 11 ΕΕ C 172 της 11.6.2011, σ. 1. EL 8 EL

3.6. ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΟΚΙΜΗΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Η οδηγία 2001/20/ΕΚ περιέχει σχετικά λίγους κανόνες για την ίδια τη διεξαγωγή των δοκιμών. Οι κανόνες αυτοί περιέχονται εν μέρει στην οδηγία 2005/28/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Απριλίου 2005, για τον καθορισμό αρχών και λεπτομερών κατευθυντήριων γραμμών για την ορθή κλινική πρακτική όσον αφορά τα υπό έρευνα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο, καθώς και των απαιτήσεων για την έγκριση της παρασκευής ή εισαγωγής τέτοιων προϊόντων 12, ενώ περιέχονται εν μέρει και στα έγγραφα της Επιτροπής με τις σχετικές οδηγίες. Οι κανόνες αυτοί συγκεντρώνονται στον προτεινόμενο κανονισμό. 3.7. ΥΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ (ΚΕΦΑΛΑΙΑ 9 ΕΩΣ 10 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Τα φάρμακα που προορίζονται για δοκιμές έρευνας και ανάπτυξης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, όπως και οι κανόνες για την παρασκευή, την εισαγωγή και την επισήμανσή τους. Οι κανόνες περιέχονται στην οδηγία 2001/20/ΕΚ, στην οδηγία 2005/28/ΕΚ και στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Οι κανόνες αυτοί συγκεντρώνονται στον προτεινόμενο κανονισμό. Οι νέοι κανόνες εξακολουθούν να βασίζονται στην έννοια του «υπό έρευνα φαρμάκου». Ωστόσο, οι προτεινόμενοι νέοι κανόνες αντανακλούν σαφέστερα το γεγονός ότι τα υπό έρευνα φάρμακα μπορούν να έχουν ήδη άδεια κυκλοφορίας, δηλαδή να έχουν ήδη τοποθετηθεί στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ. Επιπλέον, η εμπειρία από την εφαρμογή της οδηγίας 2001/20/ΕΚ δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη για σαφήνεια σχετικά με τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής και τα οποία δεν είναι τα υπό έρευνα φάρμακα. Αυτά τα «συγχορηγούμενα φάρμακα» (μέχρι σήμερα αναφέρονται ως «μη δοκιμαζόμενα φάρμακα» στις κατευθυντήριες γραμμές εφαρμογής της Επιτροπής) θα υπόκεινται σε ανάλογους κανόνες για την παρασκευή και την επισήμανση. 3.8. ΑΝΑΔΟΧΟΙ, ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΙ, ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΕ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Κάθε κλινική δοκιμή πρέπει να διαθέτει «ανάδοχο», δηλαδή νομικό ή φυσικό πρόσωπο υπεύθυνο (αρμόδιο) για την έναρξη και τη διαχείριση της κλινικής δοκιμής. Αυτή η «αρμοδιότητα» δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της «ευθύνης» για την πρόκληση βλάβης σε ασθενή. Οι κανόνες για την ευθύνη εξαρτώνται από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία περί ευθύνης και είναι ανεξάρτητοι από την ευθύνη (αρμοδιότητα) του αναδόχου. 12 ΕΕ L 91 της 9.4.2005, σ. 13. EL 9 EL

Σε ό,τι αφορά την αρμοδιότητα, είναι σαφώς προτιμότερο να υπάρχει ένας μόνο αρμόδιος ανάδοχος ανά κλινική δοκιμή. Η ύπαρξη ενός και μόνο αναδόχου είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι όλες οι πληροφορίες που αφορούν το σύνολο της κλινικής δοκιμής παρέχονται στα όργανα που εποπτεύουν την κλινική δοκιμή και ότι λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα. Ωστόσο, υπάρχει η ανοδική τάση να ξεκινούν οι κλινικές δοκιμές από χαλαρά δίκτυα επιστημόνων ή επιστημονικά ιδρύματα ενός κράτους μέλους ή σε διάφορα κράτη μέλη παράλληλα. Τα δίκτυα αυτά έχουν, σε μερικές περιπτώσεις, για πρακτικούς ή νομικούς λόγους, δυσκολίες να καθορίσουν τον ένα και μοναδικό ανάδοχο μεταξύ των αναδόχων. Τα δίκτυα αυτά ενδέχεται να έχουν, επίσης, πρακτικές ή νομικές δυσκολίες, στον σχηματισμό μιας νομικής οντότητας που θα ενεργεί ως «μοναδικός ανάδοχος». Για να ξεπεραστεί η δυσκολία αυτή και, παράλληλα, για να εξασφαλιστεί ότι δεν κινδυνεύει η αποτελεσματική εποπτεία της κλινικής δοκιμής, ο προτεινόμενος κανονισμός εισάγει την έννοια της «από κοινού αναδοχής». Στην αρχή όλοι οι από κοινού ανάδοχοι είναι αρμόδιοι για το σύνολο της κλινικής δοκιμής. Ωστόσο, ο προτεινόμενος κανονισμός επιτρέπει στους από κοινού αναδόχους να επιμερίσουν την αρμοδιότητα για τις κλινικές δοκιμές μεταξύ τους. Ακόμα κι αν οι από κοινού ανάδοχοι μοιράσουν τις αρμοδιότητες, ωστόσο, όλοι οι από κοινού ανάδοχοι παραμένουν υπεύθυνοι για τον ορισμό ενός αναδόχου που θα λάβει τα μέτρα που ζητά ένα κράτος μέλος και ο οποίος θα μπορεί να δώσει πληροφορίες για την κλινική δοκιμή στο σύνολό της. Οι υποχρεώσεις του αναδόχου είναι ανεξάρτητες από το μέρος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο ανάδοχος είτε στην ΕΕ είτε σε τρίτη χώρα. Εντούτοις, αν ο ανάδοχος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία μιας κλινικής δοκιμής, πρέπει να υπάρχει πρόσωπο αρμόδιο για την επικοινωνία σε επίπεδο ΕΕ. Η επικοινωνία με το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται επικοινωνία με τον ανάδοχο. 3.9. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΖΗΜΙΑΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Με την οδηγία 2001/20/ΕΚ εισήχθη η έννοια της «υποχρεωτικής ασφάλισης/ αποζημίωσης». Εξαιτίας αυτής της υποχρεωτικής ασφάλισης/αποζημίωσης αυξήθηκαν σημαντικά οι δαπάνες και η διοικητική επιβάρυνση από τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι αυξήθηκε ο αριθμός, ή το ποσό, των αποζημιώσεων με την έναρξη ισχύος της οδηγίας. Στον προτεινόμενο κανονισμό αναγνωρίζεται ότι οι κλινικές δοκιμές δεν συνεπάγονται, σε όλες τις περιπτώσεις, πρόσθετο κίνδυνο για τους ασθενείς σε σχέση με την αγωγή που θα δινόταν σε συνθήκες συνήθους κλινικής πρακτικής. Κατά συνέπεια, όπου δεν υπάρχει πρόσθετος κίνδυνος ή όπου ο πρόσθετος κίνδυνος είναι αμελητέος, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ειδική αποζημίωση για αποκατάσταση ζημίας (είτε πρόκειται για ασφάλιση είτε για αποζημίωση) για την κλινική δοκιμή. Στις περιπτώσεις αυτές, η ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης του ιατρού, του ιδρύματος ή του προϊόντος παρέχει επαρκή κάλυψη. EL 10 EL

Σε περιπτώσεις που μια κλινική δοκιμή συνεπάγεται πράγματι πρόσθετο κίνδυνο, ο προτεινόμενος κανονισμός υποχρεώνει τον ανάδοχο να εξασφαλίσει αποζημίωση είτε μέσω ασφάλισης είτε μέσω μηχανισμού καταβολής αποζημιώσεων. Ως προς αυτό, ο προτεινόμενος κανονισμός επιβάλλει την υποχρέωση στα κράτη μέλη να καθιερώσουν εθνικό μηχανισμό αποζημιώσεων που θα λειτουργεί σε μη κερδοσκοπική βάση. Αυτό θα βοηθήσει ιδιαιτέρως τους μη εμπορικούς αναδόχους να αποκτήσουν κάλυψη απέναντι σε ενδεχόμενες αντισταθμίσεις. Αυτοί οι μη εμπορικοί ανάδοχοι είχαν, από την εισαγωγή με την οδηγία 2001/20/EK της «υποχρεωτικής ασφάλισης/αποζημίωσης», μεγάλες δυσκολίες να αποκτήσουν κάλυψη για αντιστάθμιση. 3.10. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Οι διατάξεις για τις επιθεωρήσεις βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην οδηγία 2001/20/EΚ. Σε ό,τι αφορά την ικανότητα επιθεώρησης, ο προτεινόμενος κανονισμός παρέχει τη νομική βάση για τη διεξαγωγή ελέγχων από το προσωπικό της Επιτροπής στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες στο πλαίσιο του ενωσιακού κεκτημένου για φάρμακα προοριζόμενα για ανθρώπινη χρήση και κλινικές δοκιμές. 3.11. ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ) Ο προτεινόμενος κανονισμός εξετάζει τις πτυχές που ρυθμίζονται με την οδηγία 2001/20/ΕΚ. Συνεπώς, η εν λόγω οδηγία καταργείται. Για να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση από τους κανόνες της (μεταφερθείσας στο εθνικό δίκαιο) οδηγίας 2001/20/ΕΚ στον παρόντα κανονισμό, θα ισχύουν παράλληλα, για τρία χρόνια, και οι δύο κανονιστικές δέσμες μετά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Αυτό θα διευκολύνει τη μετάβαση, ιδίως για πτυχές της διαδικασίας έγκρισης. 3.12 ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ ΜΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ ΧΑΜΗΛΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ Ο κανονισμός για τις κλινικές δοκιμές εξετάζει δύο διακριτούς κινδύνους: τον κίνδυνο για την ασφάλεια του συμμετέχοντος στη δοκιμή και τον κίνδυνο για την αξιοπιστία των δεδομένων. Ο πρώτος κίνδυνος μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με ένα εύρος παραγόντων, ιδίως: την έκταση της γνώσης και της προηγούμενης εμπειρίας που έχει αποκτηθεί από τη χρήση του φαρμάκου (ιδίως, αν το υπό έρευνα φάρμακο έχει άδεια κυκλοφορίας ή όχι στην ΕΕ) και το είδος της παρέμβασης (που μπορεί να κυμαίνεται από απλή αιμοληψία έως πολύπλοκη βιοψία). Η οδηγία 2001/20/ΕΚ έχει επικριθεί αυστηρά, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη αυτές τις διαφορές ως προς τους κινδύνους. Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις και οι περιορισμοί που EL 11 EL

καθορίζονται στην οδηγία 2001/20/ΕΚ εφαρμόζονται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τον κίνδυνο για την ασφάλεια του συμμετέχοντος. Η πτυχή αυτή συζητείται εκτεταμένα στην έκθεση εκτίμησης αντικτύπου. Βάσει της εν λόγω εκτίμησης αντικτύπου, έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη, σε όλο τον προτεινόμενο κανονισμό, πτυχές σχετικές με την αναλογικότητα των κινδύνων. 3.13. Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ Το προτεινόμενο νομικό κείμενο έχει τη μορφή κανονισμού και αντικαθιστά την οδηγία 2001/20/ΕΚ. Η νομική μορφή του κανονισμού διασφαλίζει μια συνεκτική διαδικασία για την υποβολή των αιτήσεων έγκρισης κλινικών δοκιμών και των ουσιαστικών τροποποιήσεων τους. Πράγματι, η εμπειρία δείχνει ποιες δυσκολίες δημιουργούνται όταν τα κράτη μέλη βασίζουν, κατά τη συνεργασία τους, τη δραστηριότητά τους σε παρόμοιους αλλά διαφορετικούς εθνικούς νόμους μεταφοράς. Μόνον η νομική μορφή ενός κανονισμού εξασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη βασίζουν την αξιολόγηση μιας αίτησης για την έγκριση κλινικής δοκιμής σε ένα πανομοιότυπο κείμενο, και όχι σε αποκλίνοντα εθνικά μέτρα εφαρμογής. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τη συνολική διαδικασία έγκρισης αλλά και για όλα τα άλλα θέματα που εξετάζει ο παρών κανονισμός, όπως η κοινοποίηση για την ασφάλεια κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών και οι απαιτήσεις για την επισήμανση των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής. Επιπλέον, από την εμπειρία φαίνεται ότι τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποίησαν σωστά τη διαδικασία μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία και εισήγαγαν πρόσθετες διαδικαστικές απαιτήσεις. Τέλος, η νομική μορφή του κανονισμού έχει σημαντικό απλουστευτικό αποτέλεσμα. Η αντικατάσταση μέτρων μεταφοράς σε εθνικό επίπεδο επιτρέπει στους σχετικούς συντελεστές να σχεδιάζουν και να διεξάγουν την κλινική δοκιμή, συμπεριλαμβανομένων των πολυεθνικών κλινικών δοκιμών, βάσει κανονιστικού πλαισίου και όχι σε βάση «συρραφής» 27 εθνικών πλαισίων μεταφοράς στα κράτη μέλη. Παρά τη νομική μορφή του κανονισμού, ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς όπου το ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ θα συνοδεύεται από εθνικούς νόμους: ως παράδειγμα αναφέρονται κανόνες για τον καθορισμό του νόμιμου εκπροσώπου του συμμετέχοντος, καθώς και ουσιώδεις κανόνες για την ευθύνη στην περίπτωση ζημιών. 3.14. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ, ΔΙΠΛΗ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ Ο προτεινόμενος κανονισμός βασίζεται, όπως η οδηγία 2001/20/ΕΚ, στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Επιπλέον, ο EL 12 EL

προτεινόμενος κανονισμός βασίζεται στο άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Ο προτεινόμενος κανονισμός βασίζεται στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, καθώς αποβλέπει στην εναρμόνιση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις κλινικές δοκιμές. Επιπροσθέτως, ο προτεινόμενος κανονισμός αποβλέπει στο να συμβάλει στην εναρμόνιση των κανόνων για τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσής τους στην αγορά. Τέλος, ο προτεινόμενος κανονισμός αποβλέπει στην εναρμόνιση των κανόνων για τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής, ώστε να επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους στην Ένωση. Σε ό,τι αφορά την εναρμόνιση των κανόνων για τις κλινικές δοκιμές, κάθε μεγάλη κλινική δοκιμή διενεργείται στην πράξη σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Επιπλέον, τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μια κλινική δοκιμή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για άλλες κλινικές δοκιμές. Για το θέμα αυτό έχει σημασία να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες για τα δικαιώματα και την ασφάλεια των ασθενών καθώς και για την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων είναι εναρμονισμένοι ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν σε όλη την Ένωση. Όσον αφορά την εναρμόνιση των κανόνων για τα φάρμακα γενικά, οι εναρμονισμένοι κανόνες για τις κλινικές δοκιμές δίνουν τη δυνατότητα να γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα και στα ευρήματα των κλινικών δοκιμών, συμπεριλαμβανομένων των επακόλουθων μεταβολών και επεκτάσεων της άδειας κυκλοφορίας στην αγορά, στις αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε ένα φάρμακο στην αγορά της Ένωσης. Σχετικά με την εναρμόνιση των κανόνων για φάρμακα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα φάρμακα που προορίζονται για δοκιμές έρευνας και ανάπτυξης εξαιρούνται από τον κοινοτικό κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Τέτοιου είδους φάρμακα μπορεί να έχουν παραχθεί σε διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο διεξάγεται η κλινική δοκιμή. Συνεπώς, τα εν λόγω προϊόντα δεν επωφελούνται από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης που εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία τους και, παράλληλα, διατηρεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Επιπλέον, ο προτεινόμενος κανονισμός βασίζεται στο άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, καθώς αποσκοπεί στον καθορισμό υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τα φάρμακα. Σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 4 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ια) της ΣΛΕΕ, αυτή η αρμοδιότητα της Ένωσης είναι όπως το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ- επιμεριζόμενη αρμοδιότητα που ασκείται με την έκδοση του προτεινόμενου κανονισμού. Σκοπός της παρούσας πρότασης κανονισμού είναι η διαμόρφωση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τα φάρμακα με δύο τρόπους: Εξασφαλίζεται ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από τις κλινικές δοκιμές είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά και, συνεπώς, ότι οι αγωγές και τα φάρμακα που υποτίθεται ότι είναι «ασφαλέστερα» για τον ασθενή βασίζονται σε αξιόπιστα και ανθεκτικά κλινικά δεδομένα. Μόνον αν τα δεδομένα βάσει των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά, μπορούν οι ρυθμιστικές αρχές, οι επιστήμονες, οι φαρμακοβιομηχανίες και το κοινό να EL 13 EL

αποφασίζουν σωστά, ώστε να υπάρχει εγγυημένο επίπεδο ποιότητας και ασφάλειας για τα φάρμακα. Οι διατάξεις που σχετίζονται με αυτό αφορούν ιδίως τη διαδικασία χορήγησης έγκρισης, τους κανόνες διεξαγωγής της κλινικής δοκιμής και, μεταξύ άλλων, τους κανόνες για την παρακολούθηση και την εποπτεία από τα κράτη μέλη. Τίθεται ως στόχος η διαμόρφωση υψηλών προτύπων τα οποία εξασφαλίζουν την ποιότητα και την ασφάλεια των φαρμάκων που χορηγούνται στους συμμετέχοντες σε μια κλινική δοκιμή (ενώ αναγνωρίζεται ότι η εξασφάλιση αυτή είναι δυνατή μόνο εντός των περιορισμών της έλλειψης γνώσεων που χαρακτηρίζει μια κλινική δοκιμή): αυτό εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, με τη διαδικασία έγκρισης που θεσπίζει η παρούσα πρόταση κανονισμού, καθώς και με τους κανόνες για την παρασκευή των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των κλινικών δοκιμών, της κοινοποίησης για την ασφάλεια και των επιθεωρήσεων. Το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μία και μόνη νομική βάση, αλλά χρειάζεται να συμπληρωθεί με τη νομική βάση του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ για τους ακόλουθους λόγους: όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η πρόταση κανονισμού επιδιώκει ισότιμα τόσο την καθιέρωση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσο και τη διαμόρφωση υψηλών προτύπων για την ποιότητα και την ασφάλεια των φαρμάκων η πρόταση κανονισμού επιδιώκει τη διαμόρφωση υψηλών προτύπων όσον αφορά την ποιότητα και την ασφάλεια, αλλά επίσης και όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση: εξασφαλίζει ότι, από πλευράς ασφάλειας, οι συμμετέχοντες σε μια κλινική δοκιμή μπορούν να λαμβάνουν αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή. Αποσκοπεί, επίσης, στο να εξασφαλίσει ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά, όχι μόνο όσον αφορά την ποιότητα και την ασφάλεια αλλά και όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου. Ωστόσο, αυτή η πτυχή της αποτελεσματικότητας δεν περιλαμβάνεται σαφώς στο άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ. Αυτή η πτυχή της δημόσιας υγείας εξετάζεται μάλλον στο άρθρο 114 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ (υψηλό επίπεδο προστασίας). Τέτοιες καταστάσεις δεν είχαν αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά έως την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2001/20/ΕΚ. Οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις διέφεραν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Οι διαφορές αυτές ανάγκασαν τους κατόχους της άδειας κυκλοφορίας ενός φαρμάκου να προσαρμόζουν ανάλογα τις αιτήσεις τους για τη θέση σε κυκλοφορία στην αγορά. Αποτελούσαν, επίσης, εμπόδιο για τη διανομή των εν λόγω προϊόντων. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην ολοκλήρωση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η νομοθεσία της ΕΕ για τις κλινικές δοκιμές επιχειρεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη αυτή. Καθορίζει, σε επίπεδο Ένωσης, τους διαδικαστικούς κανόνες που πρέπει να τηρούνται για πτυχές, όπως η έγκριση και η διεξαγωγή των κλινικών δοκιμών, η κοινοποίηση της ασφάλειας, η παρασκευή και η επισήμανση των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σε μια κλινική δοκιμή. EL 14 EL

Για τη ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν τις κλινικές δοκιμές, η Ένωση ασκεί επιμερισμένη αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Οποιαδήποτε αλλαγή στους κανόνες αυτούς από τα κράτη μέλη θα ερχόταν σε αντίθεση με τις απαιτήσεις της Συνθήκης, αφού μόνο η Ένωση μπορεί να τους αλλάξει. Βάσει αυτών, για τη ρύθμιση των κλινικών δοκιμών, η Συνθήκη θέτει όρια όσον αφορά την εναρμόνιση των δεοντολογικών πτυχών που άπτονται της έγκρισης και της ρύθμισης των κλινικών δοκιμών. Οι δεοντολογικές πτυχές αφορούν, ιδίως, την ανάγκη για «εν επιγνώσει συναίνεση» από τον συμμετέχοντα ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που μπορεί να ενέχει μια κλινική δοκιμή για τον συμμετέχοντα, το γεγονός και μόνο ότι η θεραπεία είναι μέρος ενός πειράματος καθιστά αναγκαία από δεοντολογική άποψη- την απόκτηση εν επιγνώσει συναίνεσης του συμμετέχοντος στη δοκιμή. Γι αυτό, οι πτυχές της αξιολόγησης που αφορούν την «εν επιγνώσει συναίνεση» δεν αποτελούν μέρος της συνεργασίας των κρατών μελών, αλλά αξιολογούνται από κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά. Υπάρχουν επίσης αρκετές πτυχές εγγενώς εθνικής φύσης, συγκεκριμένα: κανόνες για τον προσδιορισμό του «νόμιμου εκπροσώπου» ενός συμμετέχοντος που δεν μπορεί να δώσει εν επιγνώσει συναίνεση (για παράδειγμα, επειδή είναι παιδί): οι κανόνες αυτοί διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό στην ΕΕ, ανάλογα με την εθνική παράδοση και τις πρακτικές οι κανόνες για την έκταση και τις προϋποθέσεις της ευθύνης για τις ζημίες που υπέστη κάποιος συμμετέχων: οι κανόνες αυτοί είναι βαθειά ριζωμένοι στο εθνικό αστικό δίκαιο για την ιατρική ευθύνη. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον βαθμό αμέλειας (π.χ. ανυπαίτια ή αντικειμενική ευθύνη) αλλά και για τους κανόνες που αφορούν το βάρος της αποδείξεως και τον υπολογισμό της έκτασης της ζημίας. Κατά συνέπεια, ενώ η ρύθμιση των κλινικών δοκιμών και, ιδίως, η αναθεώρηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ, είναι συμβατές με την αρχή της επικουρικότητας, οι Συνθήκες θέτουν όρια τα οποία πρέπει να γίνουν σεβαστά. 4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της παρούσας πρότασης είναι οι εξής: κόστος των βάσεων δεδομένων (εφάπαξ δαπάνες και δαπάνες συντήρησης) προσωπικό της Επιτροπής για τη διαχείριση της λειτουργίας του κανονισμού κόστος συνεδριάσεων των κρατών μελών για να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία έγκρισης που προβλέπεται στον κανονισμό λειτουργεί σωστά έξοδα προσωπικού της Επιτροπής και άλλα για τη διεξαγωγή ελέγχων και επιθεωρήσεων της Ένωσης EL 15 EL

Λεπτομερή στοιχεία για το κόστος περιέχονται στο νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο. Στην έκθεση εκτίμησης αντικτύπου περιέχεται επίσης διεξοδική ανάλυση του κόστους. Τα έξοδα θα καλύπτονται από τον προϋπολογισμό που προβλέπεται για το πρόγραμμα «Υγεία για την Ανάπτυξη» 2014-2020 EL 16 EL

2012/0192 (COD) Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων που προορίζονται για τον άνθρωπο και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ), Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 13, Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 14, Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών 15, Ύστερα από διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων 16, Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία 17, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Σε μια κλινική δοκιμή η ασφάλεια και τα δικαιώματα των συμμετεχόντων πρέπει να προστατεύονται και τα στοιχεία που προκύπτουν να είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά. (2) Για να είναι δυνατός ο ανεξάρτητος έλεγχος της τήρησης των εν λόγω αρχών, μια κλινική δοκιμή πρέπει να υπόκειται σε προέγκριση. (3) Ο υπάρχων ορισμός της κλινικής δοκιμής, όπως περιέχεται στην οδηγία 2001/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή ορθής κλινικής πρακτικής κατά τις κλινικές δοκιμές 13 14 15 16 17 ΕΕ C της, σ.. ΕΕ C της, σ.. ΕΕ C της, σ.. XXX. ΕΕ C της, σ.. EL 17 EL

φαρμάκων προοριζομένων για τον άνθρωπο 18 θα πρέπει να αποσαφηνιστεί. Για τον σκοπό αυτό, η έννοια της κλινικής δοκιμής θα πρέπει να οριστεί επακριβώς με την εισαγωγή ευρύτερης έννοιας της «κλινικής μελέτης», της οποίας η κλινική δοκιμή αποτελεί κατηγορία. Η εν λόγω κατηγορία θα πρέπει να οριστεί με βάση ειδικά κριτήρια. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία που διέπει τα φάρμακα, η οποία βασίζεται στη διάκριση «κλινικής δοκιμής» και «μη παρεμβατικής μελέτης». (4) Η οδηγία 2001/20/ΕΚ είχε σκοπό την απλούστευση και εναρμόνιση των διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις κλινικές δοκιμές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι μόνο μερικώς επιτεύχθηκε η εναρμόνιση των ρυθμίσεων για τις κλινικές δοκιμές. Αυτό καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής σε πολλά κράτη μέλη. Από τις επιστημονικές εξελίξεις, ωστόσο, φαίνεται ότι οι μελλοντικές κλινικές δοκιμές θα στοχεύουν περισσότερο σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, όπως υποσύνολα που προσδιορίζονται βάσει γονιδιακών πληροφοριών. Για να συμπεριληφθεί επαρκής αριθμός ασθενών σε τέτοιου είδους δοκιμές, ενδέχεται να χρειάζεται συμμετοχή από πολλά, αν όχι από όλα, τα κράτη μέλη. Οι νέες διαδικασίες έγκρισης των κλινικών δοκιμών πρέπει να ενθαρρύνουν τη συμπερίληψη όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών. Συνεπώς, για να απλουστευτούν οι διαδικασίες υποβολής μιας αίτησης, πρέπει να αποφευχθεί η παράλληλη υποβολή ταυτόσημων σε μεγάλο βαθμό πληροφοριών και να αντικατασταθεί από την υποβολή μιας αίτησης μέσω μιας και μόνο πύλης υποβολής για όλα τα οικεία κράτη μέλη. (5) Η εμπειρία από την οδηγία 2001/20/ΕΚ έδειξε επίσης ότι ο σκοπός της απλούστευσης και της εναρμόνισης των διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις κλινικές δοκιμές στην Ένωση δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια νομοθετική πράξη, όπως η οδηγία, αλλά μπορεί να επιτευχθεί μόνο με έναν κανονισμό. Μόνον η νομική μορφή ενός κανονισμού εξασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη βασίζουν την αξιολόγηση μιας αίτησης για την έγκριση διεξαγωγής μιας κλινικής δοκιμής σε ταυτόσημα κριτήρια, και όχι σε αποκλίνοντα μέτρα εθνικής εφαρμογής. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τη συνολική διαδικασία έγκρισης αλλά και για όλα τα άλλα θέματα που εξετάζει ο παρών κανονισμός, όπως η κοινοποίηση για την ασφάλεια κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών και οι απαιτήσεις για την επισήμανση των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μιας κλινικής δοκιμής. (6) Τα οικεία κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται στην αξιολόγηση μιας αίτησης έγκρισης για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής. Η συνεργασία αυτή δεν μπορεί να περιλαμβάνει πτυχές εγγενώς εθνικές ούτε δεοντολογικές πτυχές μιας κλινικής δοκιμής, όπως η εν επιγνώσει συναίνεση. (7) Η διαδικασία θα πρέπει να είναι ευέλικτη και αποτελεσματική, ώστε να αποφεύγονται οι διοικητικές καθυστερήσεις για την έναρξη της κλινικής δοκιμής. (8) Τα χρονοδιαγράμματα για την αξιολόγηση του φακέλου μιας αίτησης για την έγκριση κλινικών δοκιμών θα πρέπει να επαρκούν για την αξιολόγηση του φακέλου και, παράλληλα, να διασφαλίζουν την ταχεία πρόσβαση σε νέες, καινοτομικές αγωγές και να εγγυώνται ότι η Ένωση παραμένει ελκυστικό μέρος για τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών. Με βάση αυτά, η οδηγία 2001/20/ΕΚ εισήγαγε την έννοια της σιωπηρούς 18 ΕΕ L 121 της 1.5.2001, σ. 34. EL 18 EL

έγκρισης. Η έννοια αυτή θα πρέπει να εξακολουθήσει να υφίσταται, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα. Στην περίπτωση εκδήλωσης μιας κρίσης στον τομέα της δημόσιας υγείας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ταχείας αξιολόγησης και έγκρισης της αίτησης για την έγκριση κλινικής δοκιμής. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να καθορίζονται ελάχιστες προθεσμίες για την έγκριση κλινικής δοκιμής. (9) Ο κίνδυνος για την ασφάλεια του συμμετέχοντος σε μια κλινική δοκιμή απορρέει κυρίως από δύο πηγές: το υπό έρευνα φάρμακο και την παρέμβαση. Πολλές κλινικές δοκιμές, ωστόσο, δημιουργούν έναν ελάχιστο πρόσθετο κίνδυνο για την ασφάλεια του συμμετέχοντος σε σχέση με τη συνήθη κλινική πρακτική. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το υπό έρευνα φάρμακο καλύπτεται από άδεια κυκλοφορίας (π.χ. η ποιότητα, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα έχουν ήδη αξιολογηθεί κατά τη διαδικασία της άδειας κυκλοφορίας) και όταν η παρέμβαση δημιουργεί μόνο πολύ περιορισμένο πρόσθετο κίνδυνο στον ασθενή σε σύγκριση με τη συνήθη κλινική πρακτική. Αυτές οι «κλινικές δοκιμές χαμηλής παρέμβασης» έχουν συχνά πολύ μεγάλη σημασία για την αξιολόγηση των συνήθων φαρμακευτικών αγωγών και διαγνώσεων, βελτιστοποιούν τη χρήση των φαρμάκων και, συνεπώς, συμβάλλουν σε δημόσια υγεία υψηλού επιπέδου. Θα πρέπει να υπόκεινται σε λιγότερο αυστηρούς κανόνες, όπως συντομότερες προθεσμίες έγκρισης. (10) Η αξιολόγηση της αίτησης για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής θα πρέπει να εξετάζει ιδίως τα προσδοκώμενα θεραπευτικά οφέλη και τα οφέλη για τη δημόσια υγεία («σπουδαιότητα») καθώς και τον κίνδυνο και τις δυσάρεστες επιπτώσεις για τον συμμετέχοντα. Ως προς τη σπουδαιότητα, πολλές πτυχές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, συμπεριλαμβανομένου του αν οι κλινικές δοκιμές έχουν προταθεί ή επιβληθεί από τις ρυθμιστικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την αξιολόγηση ενός φαρμάκου και την άδεια για τη θέση σε κυκλοφορία του εν λόγω φαρμάκου στην αγορά (11) Η διαδικασία έγκρισης θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα αναστολής της αξιολόγησης, ώστε να έχει τη δυνατότητα ο ανάδοχος να εξετάσει θέματα ή σχόλια που προκύπτουν κατά την αξιολόγηση του φακέλου της αίτησης. Για τη μέγιστη διάρκεια της αναστολής θα πρέπει να συνεκτιμάται αν η κλινική δοκιμή είναι κλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης ή όχι. Επιπλέον, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι, ύστερα από το τέλος της αναστολής, υπάρχει πάντα επαρκής χρόνος για την αξιολόγηση των πρόσθετων πληροφοριών που υποβλήθηκαν. (12) Ορισμένες πτυχές σε μια αίτηση για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής αφορούν ζητήματα εγγενώς εθνικής φύσης ή δεοντολογικές πτυχές μιας κλινικής δοκιμής. Τα ζητήματα αυτά δεν θα πρέπει να αξιολογηθούν σε συνεργασία όλων των οικείων κρατών μελών. (13) Η έγκριση για τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής θα πρέπει να εξετάζει όλες τις πτυχές που αφορούν την προστασία του συμμετέχοντος και την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων. Η άδεια για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής θα πρέπει, συνεπώς, να περιέχεται σε μία μόνο διοικητική απόφαση του οικείου κράτους μέλους. (14) Θα πρέπει να επαφίεται στο οικείο κράτος μέλος ο ορισμός του κατάλληλου οργανισμού ή οργανισμών που θα ασχοληθούν με την αξιολόγηση. Η εν λόγω EL 19 EL

απόφαση είναι θέμα εσωτερικής οργάνωσης κάθε κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν, κατά τον προσδιορισμό του κατάλληλου οργανισμού ή οργανισμών, αν θα συμμετάσχουν μη ειδικοί και ασθενείς. Επίσης, θα πρέπει να εγγυώνται την ύπαρξη της αναγκαίας εμπειρογνωμοσύνης. Σε κάθε περίπτωση πάντως και σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές, η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται από κοινού από εύλογο αριθμό ατόμων που έχουν όλα τα προσόντα και την πείρα που είναι αναγκαία. Τα πρόσωπα που αξιολογούν την αίτηση θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τον ανάδοχο, το ίδρυμα του κέντρου δοκιμών και τους εμπλεκόμενους ερευνητές, καθώς και ανεπηρέαστα από οποιαδήποτε άλλη αθέμιτη επιρροή. (15) Στην πράξη, κατά την υποβολή μιας αίτησης για την έγκριση διεξαγωγής μιας κλινικής δοκιμής, οι ανάδοχοι δεν έχουν πάντα πλήρη βεβαιότητα για τα κράτη μέλη στα οποία ενδέχεται να διεξαχθεί μια κλινική δοκιμή. Θα πρέπει να είναι δυνατόν για τους αναδόχους να υποβάλουν μια αίτηση αποκλειστικά και μόνο βάσει των εγγράφων που αξιολογούνται από κοινού από εκείνα τα κράτη μέλη στα οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί η κλινική δοκιμή. (16) Θα πρέπει να επιτραπεί στον ανάδοχο να αποσύρει την αίτηση για την έγκριση της διεξαγωγής μιας κλινικής δοκιμής. Για να εξασφαλιστεί η αξιόπιστη λειτουργία της διαδικασίας αξιολόγησης, ωστόσο, η αίτηση για την έγκριση μιας κλινικής δοκιμής θα πρέπει να αποσύρεται μόνο για ολόκληρη την κλινική δοκιμή. Ο ανάδοχος θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση για την έγκριση μιας κλινικής δοκιμής μετά την απόσυρση μιας αίτησης. (17) Στην πράξη, για να καταστεί δυνατή η επίτευξη των στόχων της επιλογής συμμετεχόντων ή για άλλους λόγους, οι ανάδοχοι ενδέχεται να ενδιαφέρονται να επεκτείνουν την κλινική δοκιμή σε πρόσθετα κράτη μέλη μετά την αρχική έγκριση διεξαγωγής της κλινικής δοκιμής. Θα πρέπει να προβλεφθεί η ύπαρξη εγκριτικού μηχανισμού ώστε να επιτρέπεται η επέκταση αυτή και να αποφεύγεται παράλληλα η επαναξιολόγηση της αίτησης από όλα τα οικεία κράτη μέλη που συμμετείχαν στην αρχική έγκριση της κλινικής δοκιμής. (18) Οι κλινικές δοκιμές συνήθως υπόκεινται σε πολλές τροποποιήσεις μετά την έγκρισή τους. Οι τροποποιήσεις αυτές ενδέχεται να αφορούν τη διεξαγωγή, τον σχεδιασμό, τη μεθοδολογία, το υπό έρευνα φάρμακο ή το συγχορηγούμενο φάρμακο ή τον ερευνητή ή το κέντρο δοκιμών. Όταν οι εν λόγω τροποποιήσεις έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ασφάλεια ή τα δικαιώματα των συμμετεχόντων ή στην αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των δεδομένων που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή, θα πρέπει να υπόκεινται σε εγκριτική διαδικασία παρόμοια με τη διαδικασία αρχικής έγκρισης. (19) Το περιεχόμενο του φακέλου της αίτησης για την έγκριση μιας κλινικής δοκιμής θα πρέπει να εναρμονιστεί, ώστε να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν τις ίδιες διαθέσιμες πληροφορίες και για να απλουστευτεί η διαδικασία αίτησης για κλινικές δοκιμές. (20) Για να αυξηθεί η διαφάνεια στον τομέα των κλινικών δοκιμών, τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών που υποβάλλονται για την υποστήριξη μιας αίτησης θα πρέπει να βασίζονται μόνο στις κλινικές δοκιμές που καταγράφονται σε βάση δεδομένων στην οποία υπάρχει δημόσια πρόσβαση. EL 20 EL